Εισηγητές/τρια:
Φάνης Βαχαβιώλος
Τάσος Γουδέλης
Παναγιώτης Σηφογιωργάκης
Δήμητρα Σπανού
Η φυλακή του παγκόσμιου καπιταλισμού
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού, με ορόσημο με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, ξεκίνησε σαν κρίση των τραπεζών, εξελίχθηκε σε κρίση χρέους με την «κοινωνικοποίηση» των τραπεζικών ζημιών μέσω των κρατικών προϋπολογισμών και εξελίσσεται σε μια συνολική ιστορική κρίση του συστήματος χωρίς ορατή διέξοδο. Όλα τα πραγματιστικά «μείγματα» πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις έχουν εμβαλωμματικό χαρακτήρα. Μια συνισταμένη όμως διέπει σε παγκόσμιο επίπεδο τις κυρίαρχες πολιτικές διαχείρισης: η καταστροφή της «αξίας», του πλεονάζοντος και μη αποδοτικού παραγωγικού δυναμικού γίνεται παντού σε βάρος των υπεξούσιων κοινωνικών τάξεων. Κανένα «new deal» δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Τα ιερά και τα όσια του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου, η μεταβίβαση των ζημιών από τις τεράστιες φούσκες των τοποθετημένων σε χρηματιστήρια και κρατικά χρεόγραφα κεφαλαίων στους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου συνιστούν την απαραβίαστη νόρμα, τη ρητή ή άρρητη παραδοχών όλων των πολιτικών που εφαρμόζονται από τη FED μέχρι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και από το G-20 μέχρι τις συναντήσεις κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών. Τα βάρη της κρίσης κατανέμονται παντού άνισα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις σε κάθε χώρα, σε πλανητική κλίμακα ανάμεσα τις ανεπτυγμένες χώρες και του περιοχές του πλανήτη που βυθίζονται στην εξαθλίωση και τη βαρβαρότητα αλλά και ανάμεσα σ’ Ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο μέσα στην ίδια την Ε.Ε..
Στις πρώτες φάσεις η κρίση δημιούργησε αλυσιδωτές αντιδράσεις, απελευθέρωσε κοινωνικές πολιτικές δυναμικές, σήμερα όμως οι βίαιες μεταβολές τείνουν να δώσουν τη θέση τους μια εποχή στασιμότητας, όπου η βαρβαρότητα γίνεται κανονικότητα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο η πολιτική κατάσταση και η ταξική πάλη στην Ελλάδα επικαθορίζονται:
– από την εμπέδωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του συστήματος ως μιας κανονικότητας, όπου οι κοινωνίες αφαιμάσσονται για να αποφευχθεί η κατάρρευση των τραπεζών και των μεγάλων χρηματιστικών οργανισμών.
– Την ολική αποσταθεροποίηση σε βαθμό κατάρρευσης χωρών, κυρίως στη Μέση Ανατολή και την Ασία, συνδυασμένο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, της χρεοκοπίας των δικτατοριών της περιοχής και της ιμπεριαλιστικής «σταυροφορίας κατά της τρομοκρατίας» μετά την 11/9/2001. Αυτή η αποσταθεροποίηση έχει οδηγήσει σε μια τεράστια προσφυγική κρίση στα σύνορα της Ευρώπης.
– την αδυναμία του εργατικού κινήματος και των αριστερών δυνάμεων να προτάξουν σε παγκόσμιο, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο διεξόδους διαχείρισης/υπέρβασης της κρίσης. Τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η «μπολιβαριανή επανάσταση» στη Βενεζουέλα που την έχουν φέρουν στο χείλος της κατάρρευσης και η συνολική κρίση του αριστερού κυβερνητισμού στη Λατινική Αμερική είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα – μια κρίση εναλλακτικού σχεδίου την οποία η ελληνική εμπειρία επανατροφοδοτεί και επιβεβαιώνει.
Οι εργαζόμενοι/ες, οι στρατιές των ανέργων, οι γυναίκες, οι μετανάστες/τριες, η νεολαία στην Ελλάδα έρχονται αντιμέτωπες με το τέλος των αυταπατών και της κυρίαρχης στο χώρο της αριστεράς «αντιμνημονιακής» ρητορικής η οποία εξέφραζε τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου ενώ την ίδια ώρα σε νησιά, λιμάνια και καταυλισμούς σ’ όλη τη χώρα μια μάζα ακόμη πιο εξαθλιωμένων ανθρώπων, έκθετων στην αυθαίρετη δικαιοδοσία των μηχανισμών εξουσίας, στοιβάζεται φυλακισμένη.
Η επαναστατική πολιτική αυτή την περίοδο περνάει αποφασιστικά μέσα από την οργάνωση της αντίστασης σ’ αυτή τη «φυλακή» του σύγχρονου καπιταλισμού. Την οργάνωση ενός αγώνα στη βάση της ταξικής ενότητας και αλληλεγγύης, των πραγματικών αναγκών των πληθυσμών πέρα από εθνικούς και θρησκευτικούς διαχωρισμούς, σύνορα και ιδεολογικά σχήματα που προτάσσουν είτε το «πρώτα η Ελλάδα» είτε την «υπεράσπιση του πολιτισμένου τρόπου ζωής της Ευρώπης».
Καίρια επιδίωξή μας είναι η ενοποίηση σε κοινή προοπτική των αγώνων της πάλης για τα βασικά δικαιώματα στην εργασία, την κοινωνική ασφάλιση, τις συντάξεις, τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας με τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών στη ζωή, την ελεύθερη μετακίνηση, το πολιτικό άσυλο στη μοναδική κατεύθυνση που εγγυάται την πραγματοποίηση τους, την ανατίναξη των θεμελίων του διεθνούς εκμεταλλευτικού και καταπιεστικού συστήματος του καπιταλισμού.
Το τέλος των αντιμνημονιακών αυταπατών
Η συνομολόγηση του «τρίτου» μνημονίου από την κυβέρνηση Τσίπρα αμέσως μετά το δημοψήφισμα του Ιουνίου και οι εκλογές του Σεπτεμβρίου σήμαναν το τέλος της πολιτικής διαχωριστικής γραμμής «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» και των μεσσιανικών ή συγκρατημένων ελπίδων από μια «αριστερή κυβέρνηση».
Ωστόσο το πιο επιτακτικό πρόβλημα ερμηνείας δεν τίθεται από την «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ αλλά από την παθητική αποδοχή της ανατροπής της «λαϊκής ετυμηγορίας» με την πολιτική στήριξη των δυνάμεων οι οποίες ηττήθηκαν κατά κράτος στο δημοψήφισμα. Μια μάχη που διαπέρασε και πόλωσε την κοινωνία μοιάζει μετά από ένα χρόνο σαν ένα πικρό κακόγουστο αστείο.
Έχοντας το Φλεβάρη του ΄15 συμφωνήσει στις βασικές κατευθύνσεις μιας νέας συμφωνίας, οι εξελίξεις του Ιουνίου δεν αποτέλεσαν «πραξικόπημα» αλλά λογική συνέπεια μιας πολιτικής που θέτει τα εθνικά συμφέροντα, δηλαδή τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, πάνω από τα ταξικά. Η σταθερότητα των τραπεζών και μαζί μ’ αυτών των βασικών καπιταλιστικών ομίλων της χώρας εξαρτιόταν από τη χρηματοδότηση του προγράμματος διάσωσης. Παρά τη δυσφορία ακόμη και σε μερίδες της αστικής τάξης για τις υφεσιακές πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής και εξυπηρέτησης του χρέους, η συνέχιση αυτής της πολιτικής ήταν μονόδρομος. Το δημοψήφισμα ήταν ελιγμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για αποσείσει την ευθύνη της συνθηκολόγησης απέναντι στην Τρόικα, την οποία υποτίθεται θα έδιωχνε από την Ελλάδα και της υπογραφής ενός ακόμη μνημονίου από εκείνα τα οποία υποτίθεται ότι θα «έσκιζε». Ανεξάρτητα απ’ τη διατύπωση του ερωτήματος και τις μανούβρες της κυβέρνησης, κανείς και καμία, εκείνη τη στιγμή, δεν είχε αμφιβολία για το διακύβευμα. Η αστική τάξη φοβήθηκε και το είδε σα μια ιστορική πρόκληση. Γι’ αυτό έριξε όλες τις δυνάμεις της για την επικράτηση του «Ναι». Μια επικράτηση του «Ναι» θα είχε τεράστιες ιδεολογικές επιπτώσεις: οι καταπιεζόμενοι/ες θα είχαν συναινέσει στα σχέδια των καταπιεστών τους. Οι εργατικές αντιστάσεις, οι πιο στοιχειώδεις διεκδικήσεις θα συναντούσαν παντού το εμπόδιο της «δημοκρατικής νομιμοποίησης» των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας. Το «Όχι» όμως μετατράπηκε σε ένα είδος «Ναι» με μια ορισμένη πλατιά συναίνεση απ’ αυτούς που ψήφισαν «Όχι» και όχι μόνο απ’ την προδοσία της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες αψήφησαν τις απειλές και την ιδεολογική τρομοκρατία των ΜΜΕ, τα capital controls και τις ουρές στα ΑΤΜ και ψήφισαν «Όχι» γνωρίζοντας ότι το κόστος της ρήξης με την ευρωζώνη θα ήταν μεγάλο αλλά όταν συνειδητοποίησαν ότι η «ηγεσία» τους δεν διέθετε ρεαλιστικό εναλλακτικό σχέδιο, το περίφημο Plan B, αναδιπλώθηκαν στην ελάχιστη γραμμή άμυνας που ήταν η αποτροπή της επανόδου στην εξουσία των αστικών δυνάμεων που έφεραν και διαχειρίστηκαν τα μνημόνια μέχρι τότε.
Ανεξάρτητες μορφές πολιτικής και κοινωνικής αυτοοργάνωσης δεν υπήρχαν μετά από τρία σχεδόν χρόνια παθητικής αναμονής της αριστερής κυβερνητικής λύσης. Όλες οι δυνάμεις και οι προσδοκίες είχαν επενδυθεί σ’ αυτή την προοπτική. Η ψυχρολουσία του νέου μνημονίου επιβεβαίωνε τη λογική του «no alternative» και η επιστροφή σε ένα καλό ΣΥΡΙΖΑ του προγράμματος της Θεσσαλονίκης έμοιαζε δικαιολογημένα μάταιη.
Ο βίαιος χαρακτήρας της κρίσης του συστήματος και η πρωτόγνωρη, ραγδαία και η καθολική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής πλειοψηφίας, όχι μόνο των εργαζομένων και των υπαλληλικών στρωμάτων αλλά και μέρους των ιδιοκτητριών και προνομοιούχων μεσαίων τάξεων διέλυσε τα μπλοκ εξουσίας, το πολιτικό σύστημα και τις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης που είχαν παγιωθεί κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και οδήγησε σε μια αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού.
Μέσα από ένα φάσμα δυνάμεων από την άκρα αριστερά ως τη λαϊκιστική δεξιά αναδείχθηκε ένα αντιμνημονιακό μπλοκ που πατώντας πάνω στους πολύμορφους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου έγινε ιδεολογικά ηγεμονικό προτού κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία.
Παρότι οι πιο αντιπροσωπευτικές συνιστώσες του αντιμνημονιακού μπλοκ υιοθέτησαν εξαρχής ή έτειναν να υιοθετούν ένα εθνικό διαταξικό λόγο, η κύρια κοινωνική δύναμη που στήριξε τις ελπίδες της σε μια «πολιτική λύση» ήταν η εργατική τάξη. Ενώ τα προλεταριοποιούμενα στρώματα της μεσαίας τάξης ανέπτυσσαν μια ριζοσπαστική αντιπολιτική τάση που κορυφώθηκε με τη μαζικοποίηση της φασιστικής Χρυσής Αυγής, ο κύριος όγκος της εργατικής τάξης διαπαιδαγωγημένης για δεκαετίες από τα κόμματα και τα συνδικάτα της, δηλαδή από τις «ηγεσίες» της, σε μια λογική εκπροσώπησης απέβλεπε σε μια πολιτική διέξοδο στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Η διαπαιδαγώγηση σε μια λογική αστικής κοινοβουλευτικές εκπροσώπησης ενισχύθηκε από την κρίση σοσιαλιστικού προτάγματος μετά την πτώση του Τείχους, την έλλειψη μιας συνολικά πειστικής πρότασης ότι η λύση στην κρίση του συστήματος βρίσκεται στην αντικατάστασή του από μια σοσιαλιστική οικονομία. Τα γραφειοκρατικά μοντέλα του παρελθόντος είναι χρεοκοπημένα και βαραίνουν ακόμη πάνω στη συνείδηση. Και η συζήτηση για το σοσιαλισμό στα αριστερά κόμματα δεν έχει προχωρήσει μια μέρα αν όχι από το ’89 έστω από κει που την άφησε η παραπαίουσα σήμερα μπολιβαριανή επανάσταση του Τσάβες στη Βενεζουέλα.
Προωθημένες εξωκοινοβουλευτικές αγωνιστικές εμπειρίες, καταλήψεις κρατικών κτιρίων, λαϊκές συνελεύσεις σε πλατείες και γειτονίες, συνεταιρισμοί και εναλλακτικά δίκτυα διανομής, ορισμένες άγριες απεργίες στον ιδιωτικό τομέα δεν ήταν αρκετές για το ξεπέρασμα των αστικών κοινοβουλευτικών προσδοκιών του κύριου όγκου της εργατικής τάξης. ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ βεβαίωναν ότι αποκορύφωμα των κινητοποιήσεων ήταν «η ψήφος που θα ακουγόταν σε Ελλάδα και Ευρώπη». Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι άνεργοι/ες στράφηκαν στην πιο χειροπιαστή λυσιτελή λύση της «αριστερής κυβέρνησης» που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνταξιούχοι/ες και ο αγροτικός πληθυσμός θα ακολουθούσαν αργότερα.
Από την πιο αμυντική γραμμή μιας «ηπιότερης εφαρμογής των μέτρων» μέχρι το «δεν χρωστάμε, δεν πληρώνουμε» και τανάπαλιν, σημαντικά τμήματα των εργαζομένων δοκίμασαν και βιώσαν διαφορετικές φάσεις στην εξέλιξη της συνείδησης και της αγωνιστικότητάς τους. Δεν ξεπεράστηκαν σε καμία περίπτωση όμως ιστορικά διαμορφωμένα όρια που καθορίζουν τη θέση της εργατικής τάξης στο αστικό πολιτικό σύστημα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και γι’ αυτό όλες οι εμπειρίες αυτοοργάνωσης είτε υποχωρούσαν είτε υποτάσσονταν στην προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης ή μια κυβέρνησης σωτηρίας.
Η επαναστατική αριστερά πρέπει να συζητήσει και να κατανοήσει αυτές τις εξελίξεις για να χαράξει τη στρατηγική της. Τα συνθήματα για «εργατική κυβέρνηση των κομμάτων της αριστεράς» επιλεκτικά βγαλμένα απ’ τα εγχειρίδια και τα μεταβατικά προγράμματα του παρελθόντος -αν όχι απλά για «κυβέρνηση της αριστεράς»- που υποστηρίχθηκαν από άλλες οργανώσεις υποτίμησαν τον παράγοντα της αυτοτελούς δραστηριότητας και του βαθμού αυτοοργάνωσης των εκμεταλλευόμενων μαζών.
Την ίδια ώρα όμως γίνεται σαφές πώς δεν τελειώνουμε με το ρεφορμισμό επειδή απλά δεν μπορεί να επιτύχει καμία μεταρρύθμιση στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα. Το αστικό πολιτικό σύστημα ασκεί μια συνεχή πολιτική πίεση στους πολιτικούς σχηματισμούς που ασκούν κυβερνητική εξουσία για συμμόρφωση μ’ ένα βασικό πυρήνα πολιτικών που στις σημερινές συνθήκες δεν επιτρέπει αναδιανεμητικές παραχωρήσεις που χαρακτήρισαν τον μεταπολεμικό κοινωνικό συμβιβασμό. Απ’ την άλλη, με δεδομένη την κρίση εναλλακτικού κοινωνικού σχεδίου, η εργατική τάξη στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό όντας η μεγαλύτερη κοινωνική τάξη στοιχίζεται σε πολιτικούς σχηματισμούς επιζητώντας μια πρωτογενή εκπροσώπηση των ταξικών της συμφερόντων μέσα στο αστικό σύστημα. Γι’ αυτό δεν ξεμπερδεύουμε με το ρεφορμισμό και με το ΣΥΡΙΖΑ (ή καλύτερα «τους» ΣΥΡΙΖΑ) βάζοντας ταμπέλες καθότι αυτά τα κόμματα δεν μπορεί να είναι αστικά-εργατικά με τον τρόπο της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης αλλά ούτε και αμιγώς αστικά γιατί η ταξική πάλη και η κοινωνική δομή καθορίζει σε τελευταία ανάλυση τη φύση των κομμάτων και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία παραμορφώνει αλλά δεν μπορεί να εξαφανίσει την επιρροή της εργατικής τάξης ακόμη και κάτω απ’ το χειρότερο ταξικό κοινωνικό συσχετισμό.
Οι κοινωνικοί αγώνες του τρίτου μνημονίου
Μετά απ’ τις εκλογές του Σεπτέμβρη η εφαρμογή του Τρίτου Μνημονίου έχει προκαλέσει ένα ρεύμα κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών, ωστόσο -και είναι λογικό με βάση τα προηγούμενα- η πολιτική προοπτική και τα πολιτικά αιτήματα/συνθήματα απουσιάζουν. Το μαζικό κίνημα των αγροτών δεν κατάφερε ούτε μια στιγμή να βάλει σαν προμετωπίδα του το αίτημα για «ανατροπή του μνημονίου» παρότι μαζί με τους εργαζόμενους/ες είχαν ψηφίσαν «Όχι» στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού.
Οι σημαντικότεροι αγώνες:
– Ο αγώνας των πενταμηνιτών. Ο πρώτος αυτός του τύπου που οδήγησε σ’ ένα συντονιστικό στους δήμους και υποστηρίχτηκε από επιτροπές και κινήσεις αλληλεγγύης. Το προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα τέτοιο κίνημα απορρέουν από τον υπέρμετρα επισφαλή τύπο απασχόλησης. Η κινητοποίηση των πενταμηνιτών, η ικανότητά τους να αποκτήσουν τη δική τους «φωνή», είναι από μόνες τους σημαντικές. Ωστόσο οι «απολυμένοι» των πενταμήνων δύσκολα θα κινητοποιηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα και τα «προγράμματα» με τα οποία προσλαμβάνονται έχουν χρησιμοποιηθεί πελατειακά τόσο από την κυβέρνηση Σαμαρά όσο και από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
– Οι απεργιακές κινητοποιήσεις για τη νέα επίθεση στις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση. Οι κινητοποιήσεις των δημοσίων υπαλλήλων και της ΑΔΕΔΥ είναι αναντίστοιχες προς την επίθεση. Η διαδήλωση της 4ης Φεβρουαρίου ήταν μαζική αλλά τον τόνο τον έδιναν τα μεσαία στρώματα. Η συμμετοχή στην απεργία άγγιξε στο δημόσιο τομέα τα επίπεδα των μεγάλων απεργιών του 2009-2011 αλλά οι άλλες 24ώρες και στάσεις εργασίας κινήθηκαν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Ακόμη πιο απογοητευτική ήταν η τελευταία 48ωρη απεργία και τριήμερη κινητοποίηση για την κατεπείγουσα ψήφιση του ασφαλιστικού. Παρά τις ανακοινώσεις των αγροτικών συντονιστικών ούτε ένα τρακτέρ δεν κατέβηκε στην Πλατεία Συντάγματος σ’ ένδειξη αλληλεγγύης. Μόνο οι κομματικές παρελάσεις του ΚΚΕ ήταν μαζικές, στα ίδια, αν όχι χαμηλότερα, επίπεδα με άλλες εποχές..
Η μάχη για τις συντάξεις αυτή τη στιγμή μοιάζει χαμένη στο δημόσιο τομέα. Πέρα απ’ τη γενιά των εργαζομένων που βρίσκονται κοντά στη συνταξιοδότηση, ακόμη και οι αμέσως επόμενες γενιές εργαζόμενων του δημοσίου έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα των χαμηλών συντάξεων και των μεγαλύτερων ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης και αρκούνται στη διατήρηση του ασφαλούς και μόνιμου εργασιακού καθεστώτος τους. Οι προσδοκίες και τα κριτήρια σχετικά με το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο και τα απαραίτητα κοινωνικά δικαιώματα μετά απ’ τα 7 χρόνια ακραίας επίθεσης και λιτότητας έχουν δραματικά πέσει ακόμη και για τα καλύτερα αμειβόμενα τμήματα της τάξης. Οι εργαζόμενοι/ες του ιδιωτικού τομέα και οι χαμηλόμισθοι/ες πλέον νέοι/ες εργαζόμενοι/ες του δημοσίου δεν θεωρούν προτεραιότητα την υπεράσπιση των συντάξεων.
– Στην πραγματικότητα η πιο αποφασιστική κοινωνική αντιπολίτευση τον πρώτο χρόνο των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ασκήθηκε από τη μεσαία τάξη: τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες (δικηγόροι, μηχανικοί, συμβολαιογράφοι, δημοσιογράφοι) οι οποίοι θίχτηκαν τελευταίοι από νέους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές που επέβαλαν οι εφαρμοστικοί νόμοι του τελευταίου μνημονίου. Τα τρακτέρ και οι γραβάτες βγήκαν στο δρόμο. Τα μπλόκα των αγροτών που έφτασαν ως το κέντρο της Αθήνας έφεραν την κυβέρνηση Τσίπρα αντικειμενικά στην πιο δύσκολη θέση στην οποία έχει βρεθεί όσον αφορά τα διάφορα κοινωνικά μέτωπα ενώ οι δικηγόροι παρέλυσαν τη λειτουργία των δικαστηρίων με την απεργία τους. Δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε την ψευδεπίγραφη εξισωτική επιχειρηματολογία που προβάλλει η κυβέρνηση (να πληρώσουν και οι «έχοντες» και όχι μόνο οι μισθωτοί). Τίποτα από όσα αφαιρούνται από την μεσαία τάξη δεν θα πάει για τις συντάξεις των εργαζομένων. Η επίθεση στους αγρότες αντικειμενικά αυξάνει τον εφεδρικό στρατό εργασίας στις πόλεις. Ωστόσο τα μεσαία στρώματα προτάσσουν τα δικά τους ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα και σ’ αντίθεση με τη δυνατότητα, που αναγνωρίζουμε θεωρητικά μόνο στις οργανώσεις και το κίνημα της εργατικής τάξης, δεν μπορούν να εκφράσουν το σύνολο του «καταπιεζόμενου λαού». Γι’ αυτό και οι αγρότες όταν εξασφάλισαν μια σειρά δευτερευόντων θεσμικών-φορολογικών-αναπτυξιακών παραχωρήσεων των οποίων ο λογαριασμός στο πλαίσιο του μνημονίου πάει κατευθείαν στην εργατική τάξη άνοιξαν τα μπλόκα τους. Και η κυβέρνηση καθαρά υποστήριξε ότι η ελάφρυνση / καθυστέρηση των μέτρων για τους αγρότες σήμαινε μεγαλύτερες περικοπές στις συντάξεις για τους εργαζόμενους/ες.
Την ίδια στιγμή που η μπαγκέτα της αντιπολίτευσης -με τη συνέργεια και των ΜΜΕ- δόθηκε στα θιγόμενα μεσοστρώματα, τα «κρυμμένα» στρώματα της νέας εργατικής τάξης, οι «μπλοκάκηδες», οι ελαστικά εργαζόμενοι και υποαπασχολούμενοι, που ζουν στη μονιμότητα των παρυφών της επισφάλειας και της αβεβαιότητας, βιώνουν με τον πιο βάναυσο τρόπο τις υπέρογκες αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών, που σε συνδυασμό με τα αλλεπάλληλα φορολογικά θερίσματα και την απουσία οποιασδήποτε εργασιακής κατοχύρωσης απέναντι στα αφεντικά, τους εξωθούν στο περιθώριο του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού.
Η συνεχής πτώση του βιοτικού επιπέδου και το αίσθημα ότι δεν υπάρχει βιώσιμη εναλλακτική έχει αποθαρρύνει, μειώσει τις προσδοκίες της εργατικής τάξης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι αρκούνται στη διατήρηση της «μονιμότητας» με μικρότερους μισθούς και συντάξεις, η μάζα των ανέργων/μισο-ανέργων στα δωρεάν εισιτήρια και στις κάρτες αλληλεγγύης, οι μικροοφειλέτες του δημοσίου / των ταμείων στις 100 δόσεις και την απαλλαγή απ’ το φόβο της φυλάκισης, και οι φτωχότεροι δανειολήπτες στεγαστικών στην απαλλαγή το φόβο των πλειστηριασμών. Η εμπέδωση μιας κουλτούρας φτώχειας και επιβίωσης λειτουργεί ανταγωνιστικά προς μια νέα ριζοσπαστικοποίηση/πολιτικοποίηση των αγώνων τόσο όσο και οι «προδοσίες», μετατοπίσεις και μεταλλάξεις των πολιτικών δυνάμεων που αποτέλεσαν το αντιμνημονιακό τόξο. Η καπιταλιστική κρίση μειώνει το ιστορικό επίπεδο της κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με μια πιο κλασική διατύπωση. Η κρίση των συνδικάτων ως εργαλείων για την υπεράσπιση της εργατικής δύναμης είναι ιστορική. Το τελευταίο συνέδριο της ΓΣΕΕ σε πολυτελές ξενοδοχείο της Ρόδου, με λιγότερους αντιπρόσωπους παρά ποτέ, μέσα σε μια νοσηρή ατμόσφαιρα καταγγελιών για παρατυπίες υπήρξε μια θλιβερή επιβεβαίωση. Η διαμάχη που μαίνεται ανάμεσα στις δύο χοντρικά γραμμές για την παρέμβαση της επαναστατικής/αντικαπιταλιστικής αριστεράς και του αντεξουσιαστικού χώρου στα συνδικάτα, ανάμεσα στη γραμμή της επανακατάληψης των συνδικάτων και στη γραμμή του νέου εργατικού κινήματος μοιάζει περισσότερο συμβολική καθώς καμία γραμμή δεν έχει δώσει καθοριστικά παραδείγματα «υπεράσπισης» της ζωντανής εργασίας στις σημερινές συνθήκες. Ο αγώνας για μείωση της ανεργίας και αύξηση της αξίας της εργατικής δύναμης είναι ωστόσο κεντρικός για μια συνολική ανάκαμψη του εργατικού κινήματος και της πολιτικής προοπτικής.
Τα κοινωνικά κινήματα:
Τα κοινωνικά κινήματα πέρα απ’ τους οικονομικούς αγώνες, αν και δεν έχει σ’ όλες τις περιπτώσεις η διάκριση απ’ την οικονομική / πολιτική πάλη το ίδιο νόημα, έχουν βρεθεί κι αυτά στη μετάβαση από τη σχετικά συνεκτική πολιτική αφήγηση που ενοποιούσε τις προσδοκίες των αγωνιζομένων (πολιτικής «δικαίωσης» των αγώνων) στην εποχή της υπαρκτής μνημονιακής αριστεράς.
Ο αστερισμός των, με διάφορους βαθμούς αυτοοργάνωσης, εγχειρημάτων (συνεταιριστικές επιχειρήσεις, στέκια, συλλογικές κουζίνες, άτυπα δίκτυα διανομής και αλληλοβοήθειας) δεν αναπτύσσεται με την ίδια ταχύτητα και αντιμετωπίζει ζωτικά διλήμματα. Η επαγγελία της απόδοσης ενός πρωτεύοντος ρόλου στον «τομέα της κοινωνικής οικονομίας» από το ΣΥΡΙΖΑ, μια πρόταση με την οποία επιχείρησε να ενσωματώσει όλη αυτή την κινηματική δραστηριότητα των «από κάτω», στο φως της σκληρής πραγματικότητας των νέων μνημονίων παρότι ρητορικά δεν έχει τελείως εγκαταλειφθεί, μοιάζει εντελώς αναξιόπιστη. Το τρέχον παραγωγικό μοντέλο παραμένει το ίδιο (ιδιωτικοποίησεις, τουρισμός, ΕΣΠΑ). Δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες για ένα ρόλο της «κοινωνικής οικονομίας» σε μια δυνητική «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας, μόνο για ψίχουλα απ’ τον προϋπολογισμό και πελατειακού τύπου ενσωμάτωση ορισμένων εγχειρημάτων. Παρ’ όλα αυτά ο μεγάλος όγκος κοινωνικής εργασίας «εκτός αγοράς» και η εμπειρία της κοινωνικής αλληλοβοήθειας δεν μπορεί να πεταχτεί στα σκουπίδια ούτε να γίνει βορά της συριζαϊκής ενσωμάτωσης. Οι μορφές αλληλοβοήθειας των καταπιεζόμενων έχουν μάλιστα αποφασιστικό χαρακτήρα για τη διεξαγωγή των ίδιων των ταξικών αγώνων στις σημερινές συνθήκες.
Οι αγώνες για το περιβάλλον και την «ποιότητα ζωής» αναπτύχθηκαν άνισα τα προηγούμενα χρόνια. Σε μεγάλο βαθμό υποχώρησαν μπροστά στην επιτακτική όξυνση του κοινωνικού ζητήματος. Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν μερικοί καίριοι αγώνες τοπικών κοινωνιών με περιβαλλοντικό περιεχόμενο όπως η νικηφόρα μάχη των κατοίκων της Κερατέας και στη συνέχεια ο παρατεταμένος αγώνας των κατοίκων της Χαλκιδικής εναντίον των ορυχείων χρυσού. Τα βίαια συγκρουσιακά χαρακτηριστικά και η κλίμακα στην οποία ενέπλεξαν τις τοπικές κοινωνίες επικοινωνούσαν με τη συγκρουσιακή δυναμική των ταξικών αγώνων της ίδιας περιόδου. Ο αγώνας της Χαλκιδικής ήταν ένας από τους δύο-τρεις αγώνες που υιοθετήθηκαν ανοιχτά σε πολιτικό και συμβολικό επίπεδο από το ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο τα διακυβευόμενα συμφέροντα ήταν πολύ ισχυρά για να ξεπεραστούν με συμβολικές χειρονομίες, π.χ. αντιθέτως το κόστος της επαναπρόσληψης των καθαριστριών ήταν ουσιωδώς μικρό. Ο συμβιβασμός με την Eldorado/Hellas Gold ύστερα από μήνες διαλυτικής κωλυσιεργίας την ώρα που 450 κάτοικοι και αλληλέγγυοι δικάζονται για τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις είναι μια ακόμη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ που πρέπει να αθροιστεί μαζί με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου τον Ιούλη. Είναι, θα λέγαμε, το «οικολογικό ισοδύναμο» του τρίτου μνημονίου.
Οι γυναικείες αντιστάσεις εκδηλώνονται τα τελευταία χρόνια λιγότερο μέσα απ’ τη μορφή ενός αυτόνομου γυναικείου κινήματος αλλά περισσότερο μέσα από τη γυναικεία διάσταση των ταξικών συγκρούσεων και εργατικών διεκδικήσεων. Η περίπτωση του αγώνα των καθαριστριών είχε αυτό το χαρακτήρα ξαναπιάνοντας το νήμα των ζυμώσεων που είχε προκαλέσει το 2009 η περίπτωση της Κ. Κούνεβα. Ο αγώνας των καθαριστριών ανέδειξε την εικόνα της αγωνιζόμενης εργαζόμενης γυναίκας, της σημασίας της γυναικείας αλληλεγγύης και της ικανότητας των γυναικών να αυτοοργανώνονται. Σε μεγάλο βαθμό η ανάδειξη της ιδιαίτερης γυναικείας διάστασης του αγώνα τους ήταν συνειδητή επιλογή τους όπως και η επιλογή τους απεύθυνσης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο όχι μόνο σε εργατικές και πολιτικές αλλά και σε γυναικείες οργανώσεις. Την ίδια ώρα η αμέριστη κινηματική προσφορά και ο αποφασιστικός οργανωτικός ρόλος των γυναικών στα κοινωνικά εγχειρήματα αλληλοβοήθειας αποτελεί ένα σημαντικό νέο δεδομένο. Στην πραγματικότητα, τα εγχειρήματα αυτά στηρίζονται στην εθελοντική συμμετοχή και σταθερή παρουσία γυναικών χωρίς απαραίτητη προηγούμενη πολιτικοσυνδικαλιστική εμπειρία. Η ασθενικότητα των παραδοσιακών αυτόνομων γυναικείων δομών δεν επιτρέπει σ’ αυτή την αγωνιστική εμπειρία να εκφραστεί και να αποκτήσει θεωρητική και πολιτική συνέχεια. Οι γυναίκες παραμένουν σιωπηλές και υποτιμούνται σε αριστερά κόμματα και συνδικάτα την ώρα που αποτελούν σημαντικό μέρος της ραχοκοκαλιάς διαφόρων κινηματικών δομών. Την ίδια ώρα η αυξανόμενη -χάρη στο συνδυασμό της βαρβαρότητας του σεξισμού με τη βαρβαρότητας της οικονομικής κρίσης- βία κατά των γυναικών δεν έχει δεχτεί την κινηματική απάντηση που χρειάζεται παρά σημαντικά κινηματικά γεγονότα όπως η διαδήλωση στην Ξάνθη πριν από δύο χρόνια.
Το ΛΟΑΤ κίνημα, σε σπαργανώδη μορφή αλλά μοριακά αναπτυσσόμενο και με μεγαλύτερη κοινωνική ορατότητα, βρίσκεται σε σταυροδρόμι μετά τη ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης. Δεν μπορεί να χαριστεί στο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη κι αν η ΝΔ στην κυβέρνηση θα προσπαθούσε πιθανά να αναβάλει αόριστα την ψήφιση έστω και αυτού του στοιχειώδους θεσμικού πλαισίου. Το πολιτικό κόστος αποδείχτηκε μικρότερο καθώς τα ΜΜΕ τήρησαν μια θετική ουδετερότητα και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης ήταν μοιρασμένες γύρω απ’ το ζήτημα αυτό. Σ’ ένα βαθμό έγινε φανερό ότι η αποδοχή/ανοχή (που δεν σημαίνει ισότιμη μεταχείριση) στις ομοφυλόφιλες σχέσεις έχει αυξηθεί εν τέλει και στην Ελλάδα και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και συνολικά τις πιέσεις που ασκούνται από την ΕΕ για θεσμική και νομική εναρμόνιση της Ελλάδας με τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες. Στην πραγματικότητα ο δημόσιος διάλογος έγινε σε γενικά γραμμές εν απουσία των ΛΟΑΤ οργανώσεων, ειδικά στα ΜΜΕ και με τελείως προσχηματική παρουσία τους στη Βουλή. Ένας εφησυχασμός μετά την ψήφιση του συμφώνου σε συνδυασμό με την mainstream εξέλιξη των Pride παρελάσεων στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια θα είναι επικίνδυνος καθότι το σημερινό πλαίσιο απέχει πολύ από το να εγγυάται ισονομία (γάμος, τεκνοθεσία κτλ), οι καίριες εργασιακές –ασφαλιστικές συνέπειες του συμφώνου είναι ακόμη στον αέρα, ενώ ο αντιδραστικός λόγος των φασιστών, της δεξιάς και της Εκκλησίας παραμένουν ισχυροί, για να μην μιλήσουμε για το σεξισμό και την πατριαρχική νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας.
Το αντιφασιστικό κίνημα που κορυφώθηκε την περίοδο της δολοφονίας Φύσα έχει επικίνδυνα υποχωρήσει και διατηρείται ζωντανό από ορισμένες τοπικές αντιφασιστικές συσπειρώσεις στις οποίες κύριο ρόλο παίζουν αγωνιστές/τριες του αντεξουσιαστικού χώρου και, μ’ ένα ορισμένο τρόπο, απ’ την ΚΕΕΡΦΑ που αναδεικνύει την αντιφασιστική διάσταση στις αντιρατσιστικές και φιλομεταναστευτικές δράσεις της. Είναι αλήθεια ότι όπου έγιναν έστω και μικρές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις τα σχέδια των φασιστών για συγκεντρώσεις και δημόσιες εκδηλώσεις ματαιώθηκαν. Παρόλα αυτά τα τελευταία γεγονότα γύρω απ’ το προσφυγικό στα λιμάνια Χίου και Πειραιά έδειξαν ότι η επανάπαυση δεν δικαιολογείται. Όπως θα δούμε και παρακάτω ο φασιστικός κίνδυνος απέχει πολύ από το να εξαφανιστεί. Ο κύριος όγκος της αριστεράς μπήκε αργά και αναποφάσιστα στο αντιφασιστικό κίνημα όταν η φασιστική απειλή είχε οξυνθεί και βγήκε με ευκολία απ’ αυτό το κίνημα στην πρώτη αναδίπλωση των φασιστών. Διατηρείται μια στρατηγικά εσφαλμένη εκτίμηση του κινδύνου που αντιπροσωπεύει η φασιστική άκρα δεξιά στην Ελλάδα.
Η προσφυγική κρίση και το κίνημα αλληλεγγύης
Στρατιωτικές δικτατορίες, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, φονταμενταλισμοί και επισιτιστική κρίση γεννούν μια σειρά από «αποτυχημένα κράτη» και πληθυσμούς που δεν έχουν άλλη διέξοδο από τη φυγή. Η Συριακή καταστροφή όμως αποτελεί καμπή.
Ο πόλεμος που κήρυξε ο Άσσαντ στον εξεγερμένο λαό του, οι βαρβαρότητες των πολιτοφυλακών του ριζοσπαστικού Ισλάμ που στο όνομα της προστασίας της σουνίτικης πλειοψηφίας στράφηκαν ενάντια όχι μόνο στο καθεστώς αλλά και στην κουρδική και δημοκρατική αντιπολίτευση και τέλος οι βομβαρδισμοί των διαφορετικών ιμπεριαλιστικών συνασπισμών που επιχειρούν στον εναέριο χώρο της Συρίας έχουν γιγαντώσει ένα προϋπάρχον ρεύμα μετακίνησης πληθυσμού από την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Ιράν, Αφγανιστάν, Ινδική χερσόνησο) προς την Ευρώπη διαμέσου της Τουρκίας. Η ισχυρή δυτικοευρωπαική στρατιωτική παρουσία στη κεντρική και δυτική Μεσόγειο έστρεψε επίσης μεταναστευτικές ροές από τη Βόρεια και Μαύρη Αφρική στην ίδια κατεύθυνση.
Τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας έχουν μετατραπεί σε νεκροταφείο χιλιάδων προσφύγων. Όσοι/ες επιζούν βρίσκονται πλέον απέναντι στις «κλειστές πόρτες» της Ευρώπης. Η Ελλάδα μετά την Τουρκία εξελίσσεται σε φυλακή ψυχών. Από τη μία ο όλεθρος του πολέμου από την άλλη οι φράχτες του «πολιτισμένου κόσμου».
Οικονομική κρίση και ισλαμοφοβία έχουν ενισχύσει την ακραία ξενοφοβική προπαγάνδα της συντηρητικής και άκρας Δεξιάς απ’ την οποία ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία σε Γαλλία, Σκανδιναβικές χώρες, Αυστρία, Ολλανδία δεν πήρε αποστάσεις αρνούμενη να δεχτεί (αυξημένους) προσφυγικούς πληθυσμούς σε αυτές τις χώρες.
Οι δυτικοευρωπαϊκές ελίτ τελείως υποκριτικά στηλιτεύουν τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, τις οποίες ενέταξαν στην ΕΕ με ληστρικούς όρους, για την άρνησή τους να δεχτούν ποσοστώσεις μεταναστών ή τη ρατσιστική υστερία του Τραμπ στις ΗΠΑ την ώρα που οι ίδιες δεν είναι διατεθειμένες να μοιραστούν το ελάχιστο απ’ τα προνομία και τον κοινωνικό πλούτο που έχουν συσσωρεύσει από αιώνες αποικιοκρατίας, νεοιμπεριαλισμού και άνισης ανταλλαγής με τις χώρες του Νότου.
Τα εμπορικά βιομηχανικά πλεονάσματα των πιο ανεπτυγμένων «δημοκρατιών» αντιστοιχούν στη φτώχεια, την υπανάπτυξη και την πολιτική καταπίεση τεράστιων ζωνών του πλανήτη. Η παγκόσμια οικονομική κρίση χτυπάει ασύλληπτα δυσανάλογα τις οικονομίες της Αφρικής και της Ασίας και ουσιαστικά πυροδότησε την από καιρό υποβόσκουσα Αραβική Άνοιξη.
Η ελληνική κυβέρνηση όπως με «ταξική μεροληψία υπέρ των εργαζομένων» εφαρμόζει το τρίτο μνημόνιο, έτσι με «αλληλεγγύη και ανθρωπισμό» εφαρμόζει την πολιτική και τις συμφωνίες για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης με στρατόπεδα συγκέντρωσης στη δικαιοδοσία του ελληνικού στρατού και επαναπροωθήσεις στην Τουρκία. Στις νάρκες του Έβρου, στις όχθες του Αιγαίου χτιζόταν και πριν η ασφάλεια του κάθε ευρωπαίου, έτσι χτίζεται και σήμερα. Εφαρμόζει την ίδια πολιτική αλλά με άλλη ρητορική.
Η απουσία μιας ρατσιστικής ρητορικής από επίσημα χείλη και η επικράτηση μιας ανθρωπιστικής ρητορείας για τα «παιδιά που πνίγονται στο Αιγαίο» έχουν περιορίσει προσωρινά τη δυνατότητα δυναμικής παρέμβασης των πιο ακραίων, φασιστικών και ξενοφοβικών στοιχείων στην προσφυγική κρίση. Ωστόσο η κυβέρνηση έχει δείξει επικίνδυνα και τυχοδιωκτικά δείγματα που αυξάνονται από τη στιγμή που ο «διάδρομος» στα βόρεια σύνορα της χώρας έκλεισε και τέθηκε ένα πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
– Μια κυβέρνηση της «Αριστεράς» έφερε το ΝΑΤΟ και ζητά τη στρατιωτική παρουσία της Γερμανίας στα νερά του Αιγαίου οδηγώντας τη στρατικοποίηση του προσφυγικού ζητήματος σε νέα κλίμακα
– Η ίδια ανέθεσε στον ελληνικό στρατό την επιτήρηση των «χώρων φιλοξενίας» των προσφύγων / μεταναστών
– Η μάχη για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών με την Τουρκία έχει ξυπνήσει μια επικίνδυνη εθνικιστική ρητορική που θίγει ξανά όλο το εύρος της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στο θαλάσσιο και εναέριο χώρο του Αιγαίου
– Έχει εξαπολύσει μια συστηματική στοχοποίηση των «αλληλέγγυων» σε συνεργασία με τα καθεστωτικά ΜΜΕ και τη Δεξιά.
– Έχει «εξορίσει» μεγάλες ομάδες προσφύγων σε απομονωμένα σημεία της επαρχίας μακριά από αστικά κέντρα και σε χώρους χωρίς υγειονομικές προϋποθέσεις και άλλες στοιχειώδεις υποδομές
– Ανέβασε επικίνδυνα τους τόνους και τις απειλές ενάντια σε πρόσφυγες/αλληλέγγυους που είχαν συγκεντρωθεί στα λιμάνια (κυρίως λόγω έναρξης τουριστικής περιόδου και όχι βιασύνης στην εφαρμογή συμφωνίας ΕΕ). Η κυβερνητική στροφή ευνόησε τη δυναμική επανεμφάνιση αγανακτισμένων υποκινούμενων από τους φασίστες στο δρόμο μετά από καιρό -με επιτυχία στο λιμάνι της Χίου και αποτυχία στο λιμάνι του Πειραιά- δείχνοντας τον καίριο ρόλο του «ρατσισμού από τα πάνω» στην αφύπνιση του «ρατσισμού από τα κάτω»
Η κυβέρνηση Τσίπρα όσο τα σύνορα ήταν ανοιχτά διατηρούσε μια ανθρωπιστική ρητορεία και μια επικριτική στάση απέναντι στην «υποκριτική» Ευρώπη. Τώρα που τα σύνορα έκλεισαν και έχει να «διαχειριστεί» μακροχρόνια μια μεγάλη προσφυγική μάζα θα είναι δύσκολο να διατηρήσει αυτή τη στάση καθώς έχει αναλάβει να εφαρμόσει μια αυστηρή πολιτική συγκέντρωσης σε κλειστούς αστυνομευόμενους χώρους, διαρκούς ελέγχου, καταμέτρησης, διαχωρισμού και επαναπροωθήσεων.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση έχει αναπτυχθεί ένα πολύπλευρο αλλά κατακερματισμένο κίνημα συμπαράστασης / αλληλεγγύης που ξεκίνησε απ’ τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και επεκτάθηκε σχεδόν παντού όπου βρέθηκαν προσφυγικοί πληθυσμοί.
Τα πολιτικά, πρακτικά, τακτικά και ιδεολογικά προβλήματα αυτού του κινήματος είναι τεράστια:
Α. Από τη μία το μέγεθος της προσφυγικής κρίσης είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί υλικά χωρίς την υποστήριξη κρατικών και διεθνών οργανισμών και τη μεταβίβαση ανάλογων πόρων. Και το πιο ανεπτυγμένο κίνημα αλληλεγγύης δεν θα μπορούσε να υποκαταστήσει τις κρατικές δομές/ διεθνείς οργανισμούς στη συγκρότηση υποδομών στέγασης και περίθαλψης. Από την άλλη όμως παντού οι αλληλέγγυοι/ες βρίσκονται τελικά να υποκαθιστούν το κράτος (και τα κράτη) στην εξασφάλιση των στοιχειωδών που έχουν ανάγκη οι πρόσφυγες και έρχονται αντιμέτωποι/ες όπως και οι ίδιοι οι χειμαζόμενοι προσφυγικοί πληθυσμοί με τις εντελώς αντίθετες προτεραιότητες κρατικών και διακρατικών οργανισμών που είναι η αστυνόμευση και ο έλεγχος των προσφυγικών ροών.
Β. Ο αριθμός των ανθρώπων και οι δυνάμεις που επενδύονται στον καθημερινό αγώνα αλληλεγγύης δεν είναι καθόλου αμελητέα. Οι πηγές αυτού του κινήματος βρίσκονται στους αγώνες της προηγούμενης περιόδου και ξεπερνούν κατά πολύ τις συνήθεις πρωτοπορίες του διεθνιστικού και αντεξουσιαστικού χώρου. Άνθρωποι που πρώτα βρέθηκαν να απεργούν, να τρώνε δακρυγόνα στο δρόμο και να συμμετέχουν σε λαϊκές συνελεύσεις σήμερα σχεδόν ανακλαστικά βρίσκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο πλευρό των προσφύγων ψάχνοντας συχνά τρόπους να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους σ’ ένα χαοτικά ανεπτυγμένο κίνημα. Ο πολιτικός κατακερματισμός και οι μικροανταγωνισμοί είναι τελείως αναντίστοιχοι με τις ανάγκες του κινήματος αλληλεγγύης και έχουν εμποδίσει μια ενιαία πολιτική έκφραση που η πιο στοιχειώδης μορφή της θα ήταν κοινά παλλαϊκά συλλαλητήρια αλληλεγγύης και θα μπορούσε να φτάσει σε εθνικές και διεθνές ημέρες δράσης και ένα κοινό πανελλαδικό συντονιστικό (και γιατί όχι διεθνές από Ευρώπη, Τουρκία κι άλλες χώρες).
Γ. Το κίνημα αλληλεγγύης βρίσκεται αναγκαστικά σε μια σχέση συγχρωτισμού/ανταγωνισμού με εγχώριες και διεθνείς ΜΚΟ που έχουν συρρεύσει μαζικά στα ελληνικά νησιά και στους χώρους συγκέντρωσης προσφύγων. Στο μέτρο που το κίνημα αλληλεγγύης έχει βρεθεί να υποκαθιστά κρατικές λειτουργίες στοιχειώδους κάλυψης αναγκών αλληλεπικαλύπτεται με το έργο των ΜΚΟ που καλύπτουν επίσης το κενό της επισήμων κυβερνήσεων. Στο μέτρο που προωθεί πολιτικές διαδικασίες (αυτοοργάνωση, συνελεύσεις, διαδηλώσεις) έρχεται σε σύγκρουση με τα πρωτόκολλα και τις μεθόδους τους. Ειδικές μορφές βοήθειας που παρέχουν οι ΜΚΟ (ιατρική, νομική, ψυχολογική), στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν μπορούν να παρασχεθούν από τις ριζοσπαστικές συλλογικότητες αυτή την περίοδο στον ίδιο βαθμό ή και καθόλου. Από την άλλη όμως πρέπει να σταθούμε απέναντι στη ΜΚΟ-ποιηση της αλληλεγγύης, ειδικά όταν αυτή συνοδεύεται από πρόσβαση σε χρηματοδότηση και ενσωμάτωση σε κρατικούς θεσμούς.
Δ. Πρέπει να ελέγξουμε μέσα στο κίνημα αλληλεγγύης τις προσδοκίες μας και τις προβολές μας σε πρόσφυγες και μετανάστες. Ένα κίνημα που υπερασπίζεται τη ζωή και την αξιοπρέπεια των προσφύγων και μεταναστών, την ελεύθερη μετακίνησή τους χωρίς περιορισμούς πέρα από σύνορα, ενάντια σε εθνικά κράτη, διακρατικές συμφωνίες, FRONTEX και στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι αντικειμενικά διεθνιστικό και αντικαπιταλιστικό. Διαπαιδαγωγεί την εργατική τάξη ότι τα ταξικά αδέλφια είναι από τις χώρες της Ανατολής, Άραβες, Μουσουλμάνοι/ες με σκούρο χρώμα δέρματος και όχι τα εγχώρια ή τα αλλά «λευκά» αφεντικά της Ευρώπης. Και φυσικά η εξασφάλιση ενός καλύτερου πολιτικού status για μετανάστες/πρόσφυγες σημαίνει πάντα μικρότερο κατακερματισμό της ζωντανής εργασίας και καλύτερες συνθήκες για την πώληση του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» για όλους και όλες που ζουν απ’ τη δουλειά τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε «προβολές» σε πρόσφυγες και μετανάστες, να τους αναγορεύουμε στο «Υποκείμενο» ή να τους υπαγορεύουμε μια κινηματική πρακτική για την οποία δεν είναι έτοιμοι/ες. Όσο μη ρεαλιστική ήταν η λογική να τους ζητάμε «να μείνουν στις χώρες τους και να παλέψουν τον ιμπεριαλισμό» άλλο τόσο παράλογο είναι να τους ζητάμε να φτάσουν σε εκείνες τις μορφές αυτοοργάνωσης στη χώρα μας που εμείς δεν κατορθώσαμε να επιτύχουμε μέχρι σήμερα.
Ε. Δεν είναι μόνο ο πολιτικός και οργανωτικός κατακερματισμός εμπόδιο στην ολόπλευρη ανάπτυξη του κινήματος αλληλεγγύης αλλά και ιδεολογικά εμπόδια που παραμένουν. Η διάκριση ανάμεσα στον «καλό» πρόσφυγα (με την πολιτική έννοια) και τον «κακό» μετανάστη (οικονομική έννοια) επιδρά ακόμη σε τομείς του κινήματος, που κυρίως ανήκουν στη σταλινογενή αριστερά. Υπάρχει ακόμη η δυσκολία να υποστηριχθεί το αίτημα για «ανοιχτά σύνορα» με σημασία άλλη από εκείνη των ανοιχτών συνόρων προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Θα πρέπει να εξηγήσουμε με κάθε δυνατό τρόπο και σε κάθε κατεύθυνση ότι οι μετανάστες είναι επί της ουσίας «οικονομικοί πρόσφυγες» και ότι αν αποδεχθούμε αταξικά αντικειμενικά κριτήρια «για το πόσους ξένους μετανάστες χωράει η Ελλάδα», θα πρέπει να συζητάμε ότι είναι αντικειμενικά αναγκαίο «οι έλληνες εργαζόμενοι να παίρνουν σύνταξη στα 67 και όχι νωρίτερα γιατί τα ταμεία δεν έχουν λεφτά» και ότι «αν οι μισθοί δεν πέσουν στα επίπεδα των γειτονικών βαλκανικών χώρων δεν θα λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας». Όλες αυτές οι «αντικειμενικές αλήθειες» δεν είναι παρά ταξικά μεροληπτικές ερμηνείες.
Ποιο success story; Ποια αντιπολίτευση;
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει αναγάγει σε υπέρτατη εθνική επιτυχία τη διεκπεραίωση της «αξιολόγησης» (την επιτυχία του eurogroup) και την καταβολή των δόσεων του προγράμματος στήριξης. Έχει δηλαδή υιοθετήσει τη λογική του επερχόμενου success story («βγαίνουμε απ’ το μνημόνιο, ανορθώνουμε τη χώρα, πετυχαίνουμε ελάφρυνση χρέους») με ύφος ανάλογο με εκείνο της κυβέρνησης Σαμαρά. Το «σενάριο» βασίζεται στην ιδέα ότι το επόμενο φθινόπωρο δεν θα ληφθούν νέα περιοριστικά μέτρα, θα αποσπάσει μια γενναία ελάφρυνση του χρέους, η ελληνική οικονομία θα φύγει από το καθεστώς του ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων και τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου θα μπορούν να αγοράζονται από το μηχανισμό «ποσοτικής χαλάρωσης» που έχει στήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα από τον οποίο το ελληνικό δημόσιο είναι ακόμη αποκλεισμένο. Η κυβέρνηση Τσίπρα θα έχει «στήσει την Ελλάδα στα πόδια της» και ανεβασμένη δημοσκοπικά θα αναζητήσει μια ευρύτερη κυβερνητική στήριξη στη διασπασμένη κεντροαριστερά από θέση ισχύος. Σ’ αυτό το σενάριο προτυπώνεται η κατάληξη του ίδιου του μετασχηματισμού του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊστικό κεντροαριστερό σχηματισμό, σε ένα σύγχρονο ΠΑΣΟΚ όχι του Ανδρέα Παπανδρέου του ’81 αλλά πιο κοντά σε εκείνο του Κώστα Σημίτη και του Γ. Παπανδρέου. Από ένα «κολοβό» αυτοαναιρούμενο κεϋνσιανισμό, που αμαυρωνόταν από τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, του προγράμματος της Θεσσαλονίκης θα φτάσει στην «ελεγχόμενη απορρύθμιση» που ακολούθησε η κυβέρνηση Σημίτη. Το ιδανικό θα ήταν το κόμμα να είναι όσο το δυνατό πιο πολυσυλλεκτικό: πάντα χρειάζονται αριστερές κορώνες και bella ciao για τα πανηγύρια. Αλλά το κυριότερο είναι να μοιρασθεί η πίτα σωστά ώστε μερίδες της αστικής τάξης να προσδεθούν μόνιμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Το μοίρασμα των τηλεοπτικών αδειών είναι ένα πρώτο χαρτί. Στη συνέχεια θα ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα εκτός από την ΕΥΔΑΠ, άντε κι ένα πλειοψηφικό πακέτο στην Εθνική Τράπεζα να διατηρηθεί, ίσως και ένα μέρος της ΔΕΗ. Το χρηματιστήριο θα ανέβει. Οι κινέζοι θα κάνουν δουλειές στα λιμάνια. Η εργατική τάξη θα είναι «υπό έλεγχο». Η αύξηση του βασικού μισθού μάλλον θα αργήσει. Tout va bien.
Ένα από τα πρώτα αποτελέσματα της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ και του ξεφουσκώματος του αντιμνημονιακού μπλοκ ήταν η ανάδειξη ενός (νεο)φιλελεύθερου στο τιμόνι της ΝΔ. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία μιας και ο Μητσοτάκης ήταν βασικός πρωτεργάτης της (αποτυχημένης) προσπάθειας της κυβέρνησης Σαμαρά για αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, δηλαδή μαζικές απολύσεις στο δημόσιο τομέα. Ένας φιλελεύθερος και μνημονιακός στην ηγεσία της ΝΔ ύστερα από μια εξαετία συνεχούς φθοράς και απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού που διαχειρίστηκε την κρίση χρέους του ελληνικού κράτους στα πλαίσια των προγραμμάτων στήριξης. Ένας νεοφιλελεύθερος και μνημονιακός μάλιστα που εκλέγεται γιατί θεωρείται ότι μπορεί να νικήσει το ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Και ο νέος αρχηγός συμπεριφέρεται από την αρχή σαν εν δυνάμει νικητής και πρωθυπουργός. Προβάλλει μια εναλλακτική αφήγηση: η κυβέρνηση είναι η πιο ανίκανη που έχει υπάρξει μεταπολιτευτικά, χάρη στον τυχοδιωκτισμό της η ελληνική οικονομία έχασε δύο-τρία χρόνια από την επιστροφή στην ανάκαμψη και βρέθηκε στη μέγγενη των capital controls για να εφαρμόσει με ανακόλουθο και αναποτελεσματικό τρόπο στο τέλος την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Η επιχειρηματολογία αυτή βρίσκει σαφώς απήχηση στις ισχυρότερες μερίδες της αστικής τάξης, σε μεγάλα τμήματα του «λεγόμενου» επιχειρηματικού κόσμου και κάποιους μικροαστούς για τους οποίους τα capital controls ήταν χαριστική βολή. Όμως ο «υπεύθυνος» φιλελεύθερος πολιτικός λαϊκίζει ασύστολα όταν δεσμεύεται να μειώσει τους φόρους για να χαϊδέψει τα αυτιά των προνομιούχων μεσαίων στρωμάτων και των αγροτών. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αυτοί απομακρύνονται από το ΣΥΡΙΖΑ. Η νέα ηγεσία της ΝΔ, ό, τι και να υποσχεθεί, δύσκολα θα βρει ανταπόκριση στους εργαζόμενους/ες του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το ζήτημα είναι αν ένα κομμάτι των ανέργων (ειδικά εκείνο που είχε φιλοδοξίες κοινωνικής ανόδου προ του μνημονίου) θα σαγηνευτεί από τους φιλελεύθερους ισχυρισμούς ότι η πλήρη αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και προπάντων η επίθεση στους εργαζομένους του δημόσιου τομέα θα αυξήσει σύντομα τις ευκαιρίες απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα γιατί οι άνεργοι/ες μπορούν να θεωρούν ελαφρώς ευνοϊκότερη τη μεταχείρισή τους από τη σημερινή κυβέρνηση αλλά δεν βλέπουν πουθενά στον ορίζοντα δουλειές. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει το κατεξοχήν κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί και τη σχετική αντοχή της σε μια εποχή κατακλυσμικών ανακατατάξεων στο πολιτικό σύστημα, την ώρα που ο έτερος πόλος του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ, διαλύθηκε. Η νέα ηγεσία έχει τη δυνατότητα να συσπειρώσει ψηφοφόρους του κέντρου και να εκφράσει ηγεμονικά το μπλοκ του «Μένουμε Ευρώπη». Χρειάζεται κάτι παραπάνω απ’ αυτό όμως για να συγκροτήσει ένα βιώσιμο συνασπισμό εξουσίας.
Οι παραπάνω θλιβερές και απατηλές για την κοινωνική πλειοψηφία των καταπιεσμένων αφηγήσεις και εκδοχές διεξόδου από την κρίση δεν συναντούν προς το παρόν άξιο λόγου ανταγωνισμό από το κέντρο ή τα υπολείμματα του αντιμνημονιακού τόξου.
Το κατακερματισμένο κέντρο πασχίζει να επιβιώσει ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ του Μητσοτάκη. Η υποχώρηση της πολιτικής πόλωσης της προηγούμενης περιόδου ευνοεί την ανασυγκρότησή του, η παράταση της απομάκρυνσής του από τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας και των κρατικών αρμοδιοτήτων διαλύει ωστόσο τα πελατειακά του δίκτυα. Ο χώρος δεν μπορεί να συσπειρωθεί με κατεύθυνση συμπόρευσης με τον ένα ή τον άλλο μεγάλο πόλο (ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ). Θα χάσει τους «μισούς» στην πορεία προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Μια νέα συσπείρωση μ’ άλλο όνομα και ίσως ηγεσία ενδεχομένως να βοηθήσει την επιβίωση ενός τμήματος του σημερινού πολιτικού προσωπικού που παραμένει σε ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι αλλά η επιρροή Μητσοτάκη στην εναπομείνασα κοινωνική βάση αυτών των δυνάμεων και η δυναμική επανατοποθέτησή του στο χώρο του κέντρου καθιστά αυτή την προοπτική δυσκολότερη.
Από την άλλη οι μεταλλάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και η προσπάθεια του Μητσοτάκη να οικοδομήσει ένα μετριοπαθές, φιλελεύθερο πρόσωπο για την ΝΔ παρά την εσωκομματική του συμμαχία με τους κύριους εκπρόσωπους της ακροδεξιάς τάσης της δημιουργούν αντικειμενικά χώρο για μια επάνοδο της φασιστικής άκρας δεξιάς στο προσκήνιο. Η μικροαστική σκόνη είναι απογοητευμένη ωστόσο από την αναδίπλωση της φασιστικής συμμορίας, και την εξαφάνιση στις πλείστες των περιπτώσεων των ροπάλων, των μαχαιριών και των μούσκουλων της από τους δρόμους μετά την επιλογή για «συμμάζεμά» της οργάνωσης από το κράτος. Παρά την ανακοπή της ανιούσας δυναμικής της, η Χρυσή Αυγή διατηρεί τον κύριο όγκο της εκλογικής και κοινωνικής επιρροής της. Η έκβαση της δίκης της Χρυσής Αυγής, που πριν σταματήσει εξελισσόταν μάλλον θετικά για την ηγεσία της, θα είναι ένα πρώτο κρίσιμο τεστ. Σε κάθε περίπτωση η διαρκής παράταση της δίκης σε συνδυασμό με την τραγική υποτίμηση του φασιστικού κινδύνου από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από τις ηγεσίες των κομμάτων της αριστεράς, έχουν αμβλύνει την αντιφασιστική επαγρύπνηση που είχε κορυφωθεί το 2013 μετά τη δολοφονία Φύσσα. Οι βαθιές και μακρόχρονες συνέπειες από την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι πάντα ευνοϊκός όρος για την επανεμφάνιση μιας ηρωοποιημένης αποκαθαρμένης άκρας δεξιάς που θα θελήσει να εκφράσει την αντι-πολιτική, αντισυστημική και αντιμνημονιακή διαμαρτυρία. Παρολαυτά η οι φασίστες θα αμφιταλαντευτούν ανάμεσα σε ένα θεσμικό, εξημερωμένο-mainstream ευρωσκεπτιστικό-αντιμεταναστευτικό πολιτικό προφίλ σαν κι αυτό που κερδίζει έδαφος παντού στην Ευρώπη και μια επανάληψη του εγχειρήματος μιλιταριστικής κατάληψης του δημόσιου χώρου κόντρα στις δυνάμεις του κινήματος, σχέδιο που ανακόπηκε το 2013. Οι νέοι σχηματισμοί στην άκρα δεξιά όπως το κόμμα ΛΕΠΕΝ, η «Νέα Δεξιά» του Φαήλου Κρανιδιώτη δεν έχουν το κοινωνικό βάθος για να αποσπάσουν την εκλογική δεξαμενή της Χ.Α.. αλλά είναι ενδείξεις αυτών των τάσεων και κατευθύνσεων.
Οι άμεσες προοπτικές των δυνάμεων στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ φαίνονται πιο πενιχρές παρά τη θεαματική δεξιά μετατόπιση του τελευταίου. Οι εργαζόμενοι/ες αδυνατούν να πειστούν δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια ότι η αριστερά διαθέτει ρεαλιστική πρόταση εξουσίας. Το μόνο που έχουν να περιμένουν οι δυνάμεις αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ, και το οποίο αυτή τη στιγμή δεν φαντάζει πλήρως δεδομένο, είναι η ανάκτηση των ιστορικών επιπέδων πολιτικής και εκλογικής επιρροής της παραδοσιακής αριστεράς πριν από την κρίση του πολιτικού συστήματος που εγκαινίασε η περίοδος των μνημονίων. Το ΚΚΕ βρίσκεται αντικειμενικά σε λίγο καλύτερη θέση αλλά και αυτό πασχίζει να ανακτήσει την εκλογική βάση και περιφέρεια επιρροής του που επιστρέφει με αργούς ρυθμούς στο κόμμα. Για τη ΛΑΕ που έφυγε με σαράντα βουλευτές από το ΣΥΡΙΖΑ η εξασφάλιση των ιστορικών ποσοστών του πάλαι ποτέ ΣΥΡΙΖΑ της εποχής του Αντιπαγκοσμιοποιητικού Κινήματος και του Αριστερού Ευρωπαϊκού Κόμματος μοιάζει σήμερα άπιαστος στόχος.
Το ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι επιβεβαιώθηκε από την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, καλεί το λαό «να σηκώσει το κεφάλι» και να συνταχθεί με το κόμμα στη «λαϊκή συμμαχία εργατών, αγροτών, γυναικών από λαϊκές οικογένειες, αυτοαπασχολούμενων, ανέργων και φοιτητών» αλλά στην πραγματικότητα παλεύει να ξεπεράσει το δικό του τραύμα από το δημοψήφισμα του προηγούμενου καλοκαιριού όταν η συντριπτική πλειοψηφία της εκλογικής του βάσης και, το κυριότερο, ένας μεγάλος αριθμός οργανωμένων μελών, σε μια μοναδική ευκαιρία, αποστάτησε από τη γραμμή του κόμματος και ψήφισε «Όχι» στο δημοψήφισμα.
Το ΚΚΕ έχει συσσωρεύσει καχυποψία σε μεγάλα τμήματα των καταπιεσμένων: η εμπειρία τους δείχνει ότι σε κάθε κρίσιμη στιγμή το ΚΚΕ βρίσκεται στην απέναντι πλευρά. Γι’ αυτό η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης είναι σήμερα παγερά αδιάφορη απέναντι στη υπερεπαναστατική φλυαρία του ΚΚΕ . Όλα τα κινήματα του κόσμου περνάνε από την κρησάρα του Ριζοσπάστη, οι πάντες είναι οπορτουνιστές για το ΚΚΕ αλλά όταν ερχόμαστε σε στοιχειώδη ζητήματα, όπως το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, αποδεικνύεται φορέας ενός αβυσσαλέου κομφορμισμού που καμία-καμία σχέση δεν έχει με την υλιστική ερμηνεία της κοινωνίας.
Το ΚΚΕ αδυνατεί να επεκτείνει την επιρροή του αλλά διατηρείται σαν ένα κόμμα μαζικής στράτευσης. Πώς γίνεται αυτό; Τα στελέχη του σε μαζικούς κοινωνικούς χώρους είτε το θέλουν είτε όχι γίνονται αποδέκτες της κοινωνικής πίεσης, της κριτικής, της αποδοκιμασίας τμημάτων των εργαζομένων για την πολιτική του κόμματος. Οι περισσότεροι/ες δεν εγκαταλείπουν το κόμμα γιατί οι πολιτικές των άλλων αριστερών σχηματισμών μοιάζουν πράγματι «οπορτουνιστικές» και όχι λιγότερο αδιέξοδες, γιατί συνδέονται βιωματικά με ένα μαζικό φορέα που παρέχει ένα πρωταρχικό αίσθημα δύναμης, γιατί δεν εγκαταλείπουν την «κομμουνιστική ταυτότητα». Στην πραγματικότητα τα ίδια αυτά στρατευμένα μέλη έχουν ασκήσει πίεση στο κόμμα να δώσει μια πειστική εξήγηση για την τραγική διεθνή και εγχώρια ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.
Η ηγεσία υπήρξε αναγκασμένη να ανταποκριθεί με ένα συνεχές γράψιμο και ξαναγράψιμο της ιστορίας του κόμματος και της ΕΣΣΔ. Οι δύσκολες παραδοχές γίνονται με το σταγονόμετρο αλλά είναι συνεχείς. Σήμερα το ΚΚΕ έχει υιοθετήσει στην πραγματικότητα μια ανάγνωση που μοιάζει στα μάτια όλων των εξωτερικών παρατηρητών και μερικών αντιπολιτευτικών ομάδων και διασπάσεων ως «τροτσκιστική». Όντως ακολουθούνται τα χνάρια της κριτικής της αριστερής αντιπολίτευσης παρότι ο Τρότσκι είναι ακόμη «χιτλερικός πράκτορας» και ο Στάλιν «ο μεγάλος κομμουνιστής ηγέτης που όλοι οι αστοί και γραφειοκράτες του κόσμου έχουν βάλει στόχο να διαβάλουν». Μ’ αυτό το ρυθμό ίσως σε δέκα χρόνια να δούμε μια αποκατάσταση του Πουλιόπουλου και σε είκοσι μια ολοκληρωμένη κριτική στο Στάλιν και ίσως να μη δούμε και τίποτα απ’ αυτά.
Όλες οι αναθεωρήσεις γίνονται με ένα πνεύμα συνεχούς ετεροκαθορισμού, ενδοσκόπησης και περιφρούρησης της λατρείας του κόμματος. Έχουν περάσει είκοσι επτά χρόνια από την πτώση του Τείχους και είκοσι πέντε από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και το ΚΚΕ αναμετριέται ακόμη με γραφειοκρατικό φοβικό τρόπο με τα φαντάσματα του παρελθόντος και τις προκλήσεις του παρόντος στην ανήλεη ανάγκη να διαμορφώσει μια ανεξάρτητη πολιτική ανάλυση και φυσιογνωμία.
Κλειδί για την απελευθέρωση των αντιφάσεων του ΚΚΕ είναι, όπως έχουμε πει στο παρελθόν, η εμφάνιση μιας ορατής αντικαπιταλιστικής δύναμης που θα του κάνει συνεπή κριτική και θα του ασκεί κινηματική πίεση από τα αριστερά και όχι ομάδες που εκπροσωπούν στα μάτια της βάσης του το παλιό ΚΚΕ που θέλουν τελικά να αλλάξουν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν τα έχει καταφέρει όπως θα δούμε. Σήμερα, έστω σε διακηρυκτικό, αναλυτικό επίπεδο, δεν γίνεται εύκολα κατανοητό ποιος ήρθε σε ρήξη με το κόμμα του το 1989 και για ποιο λόγο. Ο αρχικός ηγετικός πυρήνας του ΝΑΡ ή του σημερινού ΚΚΕ; Η ρητορική και κάποιοι ρόλοι μοιάζουν αντεστραμμένοι. Μπιτσάκης, Παπακωνσταντίνου, Δελαστίκ βρέθηκαν να λιβανίζουν σε διάφορες στιγμές τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η «τραγική» εμπειρία της ΛΑΕ είναι διαφορετική: ένα δυναμικό επένδυσε σε ένα πολιτικό σχέδιο μ’ όλες τις δυνάμεις του, το είδε να αναπτύσσεται και να εξακοντίζεται μαζί του στην κυβερνητική εξουσία και είδε όλες τις προσδοκίες του, όλες τις παραδοχές στις οποίες είχε στηριχτεί να ανατρέπονται και να καταβαραθρώνονται. Η κριτική μας ότι το πολιτικό στελεχιακό δυναμικό της ΛΑΕ έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την πορεία του κόμματος δεν είναι καινούργια, και διατυπώνεται και στο ίδιο το εσωτερικό της από τάσεις και μεμονωμένους αγωνιστές/τριες. Οφείλουμε ωστόσο να ομολογήσουμε ότι η αποχώρηση το καλοκαίρι από το μνημονιακό πλέον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια απόφαση που ενείχε ρίσκο, απαιτούσε μια ορισμένη γενναιότητα και προϋπόθετε μια ορισμένη συνέπεια. Στην ερμηνεία αυτή συνηγορεί και η λυσσαλέα δυσφήμιση που δέχτηκε αυτό το δυναμικό πριν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου από το αστικό στρατόπεδο και τα ελεγχόμενα απ’ αυτό ΜΜΕ. Οι μεγαλοεκδότες και κανάλια έστησαν μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ την επιχείρηση «εκλογικό θρίλερ» συστηματικά παραχαράσσοντας τα δημοσκοπικά ευρήματα για να αποδυναμώσουν τη ΛΑΕ και να ενισχύσουν το ΣΥΡΙΖΑ. Η ΛΑΕ όμως μετά τις εκλογές βάλθηκε να επιβεβαιώσει το αστικό κατεστημένο: η ψήφος στη ΛΑΕ δεν ήταν χρήσιμη. Η αποτυχία εξασφάλισης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης έχει οδηγήσει σε μια γρήγορη αποσυσπείρωση και αναιμική κινηματική παρουσία. Η ηγεσία του νέου κόμματος, το παλιό Αριστερό Ρεύμα, μοιάζει σαν να μη θέλει να το οικοδομήσει. Πλάι σε ένα πλατύ ρεύμα αγωνιστών/τριων πού αντανακλώντας τις παλιές διαιρέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έφυγε απ’ αυτόν αλλά δεν εντάχθηκε στη ΛΑΕ, άλλοι και άλλες πέρασαν από τη ΛΑΕ και τώρα αποστασιοποιούνται. Αν η ηγεσία τη ΛΑΕ επεδείκνυε μεγαλύτερη ευελιξία και μικρότερη αλαζονεία θα μπορούσε να είχε απορροφήσει όχι μόνο την ΑΡΑΝ και την ΑΡΑΣ αλλά ίσως την πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Σήμερα όλες οι τάσεις που προέρχονται από το χώρο της άκρας και ριζοσπαστικής αριστεράς στο εσωτερικό της ΛΑΕ κατηγορούν την ηγεσία της για γραφειοκρατία και αντιδημοκρατική συμπεριφορά και αιωρείται το ερώτημα αν το κόμμα έχει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις πίσω του που θα του εξασφαλίσουν μια μεσοπρόθεσμη αναπαραγωγή.
Είναι σίγουρο ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ δεν μπορούν να εξαντλήσουν τις δυνατές μεταρρυθμιστικές πολιτικές εκπροσωπήσεις στις οποίες τείνει η εργατική τάξη καθώς και οι δύο δυνάμεις για τους αντίθετους λόγους βρίσκονται αυτή τη στιγμή στα όρια του μεταρρυθμιστικού πεδίου. Υπάρχει χώρος για ένα νέο αριστερό ρεφορμισμό αλλά αυτός έχει υποστεί φθορά από τη σύνδεσή του με το ΣΥΡΙΖΑ. Η άποψη ότι η ΛΑΕ αποτελεί ρήξη με το ρεφορμισμό, που είχε διατυπωθεί από ορισμένες αναλύσεις, π.χ. του ΣΕΚ, αντιμετωπίζεται εδώ ως υποκειμενική προβολή καθώς δεν στηρίζεται σε προγραμματικά στοιχεία, κινηματικές πρακτικές και σε μια ανάλυση της κοινωνικής σύνθεσης του κόμματος που δεν είναι παρά μια μικρογραφία της κοινωνικής σύνθεσης του ΣΥΡΙΖΑ στο τελευταίο συνέδριο πριν τη διάσπασή του.
Η ανάκτηση από το εθνικό κράτος οικονομικών λειτουργιών που έχουν παραχωρηθεί σε υπερεθνικούς οργανισμούς με το νόμισμα να είναι μια από αυτές, η μετατόπιση των εμπορικών δικτύων και των οικονομικών συμμαχιών σε ένα πολυπολικό πλαίσιο με προσανατολισμό κυρίως στη Ρωσία και η παραγωγική ανασυγκρότηση με την έννοια της ενίσχυσης και του προστατευτισμού της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής είναι μέρος ενός προγράμματος που αν και θεωρείται ότι θα βελτιώσει δυναμικά το βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα των εργαζομένων, πολύ σπάνια ερμηνεύεται σαν «δρόμος προς το σοσιαλισμό». Η προσήλωση σε μια κοινοβουλευτική κατεύθυνση για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας και η ρητή διατύπωση προτάσεων που συμβιβάζουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με τα εργατικά δικαιώματα δύσκολα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σαν ένα είδος κεντρισμού, δηλαδή αμφιταλάντευσης ανάμεσα στην επανάσταση και το ρεφορμισμό.
Μόνο μερικές τάσεις προερχόμενες απ’ την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και το χώρο των φοιτητικών «Συσπειρώσεων», πού έχουν κατά τα άλλα υιοθετήσει αυτόν ακριβώς το προγραμματικό πυρήνα δεν «κλείνουν την πόρτα» προκαταβολικά σε «συμβουλιακές διεργασίες» και «δομές δυαδικής εξουσίας» και, μάλλον καταχρηστικά, μπορούν να θεωρηθούν κεντριστικές (ΑΡΑΝ) ενώ ένα διεθνιστικό επαναστατικό ρεύμα έχει εγκλωβιστεί σε μια αδιέξοδη παρατεταμένη απώλεια της πολιτικής του ανεξαρτησίας στη βάση ενός υποτιθέμενου ενιαίου μετώπου ειδικού σκοπού με τους ρεφορμιστές (ΔΕΑ). Αυτά είναι μειοψηφικά ρεύματα που δεν καθορίζουν τη φύση και το πρόγραμμα του κόμματος, όπως ο εσμός των ακροαριστερών οργανώσεων και ομαδοποιήσεων δεν καθόρισε τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπόρεσε και δεν θα μπορούσε κάτω από τις δοσμένες συνθήκες να αποτρέψει τη διολίσθησή του προς το αστικό στρατόπεδο.
Η γενική πενία και κρίση του χώρου μάλιστα αφυπνίζει στρατηγικές και αναλυτικές διαφορές που στα πλαίσια της αδυσώπητης εσωκομματικής διαπάλης στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είχαν απωθηθεί αλλά και προσωπικούς σχεδιασμούς. Οι διεθνιστές κριτικάρουν τον εθνικο-λαϊκό αναπτυξιακό προσανατολισμό της ηγεσίας, ο Μπελαντής επιστρατεύεται ξανά στον παλιό του ρόλο να εξηγεί τώρα για χάρη των γραφειοκρατών της ΛΑΕ το σκοτεινό ρόλο των τροτσκιστών. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου κάνει τη δική της θνησιγενή πολιτική κίνηση, μια αντιμνημονιακή εκδοχή «Ποταμιού» και ο Λαπαβίτσας συγκροτεί τη δική του πρωτοβουλία που προκαλεί την αυθόρμητη σκέψη ότι επιχειρεί να κλέψει ολίγη από τη διεθνή αίγλη του Βαρούφακη στο όνομα της δραχμής.
Αρχικοί φόβοι ότι η ΛΑΕ θα συγκρατήσει τα ρήγματα του ρεφορμισμού και θα αποτελέσει ένα ανάχωμα στην πολιτική εξέλιξη προς τα αριστερά τμημάτων αγωνιστών που σπάνε από το ΣΥΡΙΖΑ δεν επιβεβαιώνονται ακριβώς. Οι τρύπες των διχτυών είναι μεγάλες για να συγκρατήσουν. Αντίθετα το ρεύμα παρουσιάζεται εντός και εκτός της ΛΑΕ διάχυτο και κατακερματισμένο. Η ΑΡΚ και οι μικρότερες ομάδες είναι κάπως γνωστές αλλά το ρεύμα τείνει ακόμη περισσότερο να ατομικοποιηθεί και να διαχυθεί. Ένα μέρος του συναντιέται δημοσκοπικά με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στα πανεπιστήμια το ρεύμα αυτό τείνει ακόμη και να συγχωνευθεί πολιτικά με τα ΕΑΑΚ , σε μια διαδικασία βέβαια γεμάτη ανοιχτές και δυσεπίλυτες αντιφάσεις. Τέτοιες είναι η ένταξη μέρους του στη ΛΑΕ (ακόμη και των ιδρυτικών της ΕΑΑΚ οργανώσεων ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ), η διατήρηση ρεφορμιστικών αυταπατών για τις δομές οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος και τα όργανα συνδιοίκησης εντός του Πανεπιστημίου και η απουσία κινηματικών διεργασιών που θα ήταν προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη αγωνιστικών δεσμών και την άμβλυνση του κινδύνου των από «τα πάνω» συγκολλήσεων.
Την ίδια ώρα η ΛΑΕ απομακρύνει και τους επίδοξες μνηστήρες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Η «πρωτοβουλία κοινής δράσης» ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ-ΜΛ, ΕΕΚ, ΟΚΔΕ έβγαλε μια ανακοίνωση και μετά βρέθηκε στα αζήτητα με ευθύνη της ηγεσίας της ΛΑΕ. Στελέχη της δεν αποχωρούν ούτε από τη νομαρχιακή παράταξη της Δούρου ούτε από τη κοινή συνδικαλιστική παράταξη με το ΣΥΡΙΖΑ, το ΜΕΤΑ. Η ηγεσία της ΛΑΕ δίνει την εντύπωση ότι δεν πιστεύει σοβαρά σε μια αυτονόμη οικοδόμηση της «αριστεράς του Όχι» και θα αναζητούσε την πρώτη πολιτική ευκαιρία για να επανακάμψει σε ένα ΣΥΡΙΖΑ ή να βρεθεί με κομμάτια του που θα έσπαγαν έστω και καθυστερημένα με τις μνημονιακές πολιτικές. Ή απλώς δοκιμάζει την αξιοπιστία της αναπαράγοντας τα χειρότερα πολιτικά τερτίπια του παρελθόντος. Αυτή η προοπτική όμως δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματική κίνηση στο ΣΥΡΙΖΑ σε βάση και κορυφή.
Είναι σημαντικό καθήκον να μην αφήσουμε όλο αυτό το δυναμικό να εξαφανιστεί, να κατανοήσουμε την αναξιοπιστία της ηγετικής ομάδας της ΛΑΕ ακόμη και στην ίδια τη βάση του κόμματος της, να δούμε ότι μια ζωντανή, κινηματική, εξώστρεφη ριζοσπαστική, πόσω μάλλον αντικαπιταλιστική, αντιπολίτευση δεν μπορεί να οικοδομηθεί σήμερα κάτω απ’ αυτή την ηγεσία στα πλαίσιο ενός «καλού» και «συνεπούς», «πατριωτικού» ΣΥΡΙΖΑ που θα βγάλει τη χώρα από το ευρώ και θα έρθει σε ρήξη με τους δανειστές.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκροτήθηκε μέσα από αγωνιστικές εμπειρίες που έδωσαν στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά νέα αυτοπεποίθηση τη δεκαετία του 2000 και σαν αντίβαρο στην διευρυνόμενη ενσωμάτωση τμημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς από το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Η συγκυρία αποδείχτηκε ευνοϊκή και παρότι η ανοδική τροχιά που κατέγραψε από τη συνολική άποψη των αγώνων ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση από το 2010 ως σήμερα μοιάζει ένα δευτερεύον γεγονός της ταξικής πάλης στον ίδιο αυτό πολιτικό χώρο βιώθηκε σαν μικρή κοσμογονία. Στο πλαίσιο των ολικών ανακατατάξεων, όπως δείξαμε, του πολιτικού συστήματος η αντικαπιταλιστική αριστερά κατέκτησε μια περιορισμένη, παρ’ όλα αυτά ιστορικά πρωτοφανή εθνική εμβέλεια και κοινωνική αναγνωρισιμότητα ως ενιαία εκφραζόμενος πολιτικός πόλος.
Με τον αέρα του Δεκέμβρη μπήκε δυναμικά στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες από τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Γ.Α.Π., προώθησε τον πρωτοβάθμιο συντονισμό των σωματείων, άνοιξε πρώτη ουσιαστικά τη συζήτηση για τη διαγραφή του χρέους διατυπώνοντας μερικές φορές το αίτημα με τους καλύτερους όρους των μεταβατικών προγραμμάτων του παρελθόντος ως μη αναγνώριση-άρνηση πληρωμής του σε συνδυασμό με εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος χωρίς αποζημίωση και εργατικό έλεγχο σε βασικούς τομείς της οικονομίας, δηλαδή μια καλή προγραμματική βάση συζήτησης. Αλλά από εκείνες τις πρώτες μέρες ήδη σύννεφα κάλυπταν το ενθουσιώδες ξεκίνημα. Διαμορφώθηκε εξαρχής ένα πολιτικό συνεχές μέσα από διαφορετικές γέφυρες ανάμεσα στα κομμάτια της αριστεράς από την πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ που ενοποιούνταν σε ένα κοινό αριστερό πατριωτικό αφήγημα εξόδου από την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού με κυρίαρχη επιλογή την έξοδο την ΟΝΕ και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα καθώς και την παραγωγική ανασυγκρότηση (Πρωτοβουλία Οικονομολόγων, ΕΛΕ, Αριστερό Βήμα κτλ), έστω και αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελούσε το πιο αγωνιστικά συνεπές κομμάτι του. Την ίδια ώρα παρότι σε πολιτικό και προγραμματικό επίπεδο δεν προβάλλονταν σημαντικά αποκλίνουσες απόψεις εκτός από υπολογίσιμες διαφορές στην ανάλυση για το ρατσισμό και το φασισμό, ΝΑΡ-ΑΡΑΝ από τη μία και ΣΕΚ από την άλλη αδυνατούσαν να αναπτύξουν κοινή δράση σε στοιχειώδη πεδία (συνδικαλιστικοί συντονισμοί, συνελεύσεις ενάντια στα μέτρα κοκ). Ιδεολογικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κινούνταν στο μέσο όρο της πατριωτικής αριστερής αφήγησης για την κρίση ενώ οργανωτικά βασανιζόταν από αποκλίσεις στη δράση και έλλειψη δομών.
Οι διπλές εκλογές του 2012 αποτέλεσαν σημείο καμπής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τσακισμένη από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ πέρασε σε ηγεμονευόμενη θέση. Η γραμμή του «του εφικτού δρόμου πέρα από ευρώ και μνημόνια» και της «αριστερής διαχείρισης της ανθρωπιστικής κρίσης» που είχαν ήδη εδραιωθεί στο λόγο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όταν αυτή δεν έλεγε απλά «έξω από το ευρώ» κι «έξω από την ΕΕ» επιστεγάστηκαν από τη φενάκη της «μετωπικής συμπόρευσης» που ανταποκρινόταν σ’ αυτό το ιδεολογικό και προγραμματικό περιεχόμενο. Τρεις ταχύτητες προς τη σύγκλιση στο πεδίο της αντιευρωπαϊκής πατριωτικής αριστερά αναπτύχθηκαν: Η πρωτοπόρα, ανυπόμονη τάση ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ που ανέπτυσσε με καθαρό τρόπο το πολιτικό σχέδιο της συμπόρευσης, η «ντροπαλή» τάση του ΝΑΡ που έφτασε στη συμφωνία με το ΜΑΡΣ όταν ο Αλαβάνος είχε εξουθενωθεί πολιτικά και δεν διεκδικούσε την ηγεσία του «μετώπου» με αντάλλαγμα μια πλήρη εγκατάλειψη όλων των απαραίτητων πολιτικών προϋποθεσεων – «μπούλετς» που έθετε το ΝΑΡ προηγούμενα και τέλος το ΣΕΚ που όταν εμφανίστηκε η «αληθινή διάσπαση» του ρεφορμισμού οπορτουνιστικά θυμήθηκε τη γραμμή των ενιαίων μετώπων ειδικού τύπου της IST που είχε μέχρι τότε εγκαταλείψει στη διάθεση της ΔΕΑ. Όλα αυτά υποβοηθηθήκαν από το κλίμα παγώματος των κινητοποιήσεων και αναμονής της αριστερής κυβέρνησης σωτηρίας το οποίο η εσωστρέφεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ φυσικά δεν μπορούσε να μεταβάλει στο ελάχιστο. Τόσο οι δυνάμεις που έφυγαν όσο και οι κύριες δυνάμεις που έμειναν πίσω στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ την αντιμετωπίζουν σαν εφαλτήριο και διαπραγματευτικό χαρτί για ευρύτερες πολιτικές εκλογικές συμμαχίες, ένα brandname που διαχειρίζονται το πολιτικό του κεφάλαιο και σε καμία περίπτωση δεν το βλέπουν σαν πεδίο οικοδόμησης και συσσώρευσης επαναστατικών/αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Το ΝΑΡ εξήγγειλε μια παράλληλη διαδικασία συγκρότησης «κομμουνιστικού κόμματος» μετασταλινικής έμπνευσης ως προς τα ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά του στο οποίο περιλαμβάνονται οι δυνάμεις που συμφωνούν στη σύγκλιση με το ρεφορμιστικό πόλο της ΛΑΕ και φυσικά μόνο αυτές. Το ΣΕΚ είναι ήδη επαναστατικό «κόμμα» και οι συμμαχίες του, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μορφές ενιαίου μετώπου ανάμεσα σε επαναστάτες και λιγότερο ή περισσότερο ρεφορμιστές. Είναι κρίμα, και οι δύο δυνάμεις έχουν διαδραματίσει σε μεγάλο βαθμό ένα προωθητικό ρόλο σε διάφορα μέτωπα και διεργασίες, με παλιότερες φάσης συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να είναι ένα από αυτά. Το ΝΑΡ έχει διατηρήσει μια σημαντική δύναμη αγωνιστών και αγωνιστριών σε μια από τις δύσκολες εποχές για το κομμουνιστικό πρόταγμα, με παρουσία σε κοινωνικούς και εργασιακούς χώρους που οι περισσότερες προπαγανδιστικές ομάδες της άκρας έχουν οριακή σχέση, έχει παίξει παντού ρόλο στη δημιουργία εργατικών και τοπικών σχημάτων της «άλλης» αριστεράς και ενίοτε έχει δείξει κινηματικά αντανακλαστικά σε απεργίες, φοιτητικούς αγώνες, λαϊκές συνελεύσεις μέχρι το πρόσφατο ενθαρρυντικό παράδειγμα της κινητοποίησης της ΝΚΑ στο κίνημα αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες. Το ΣΕΚ από την άλλη παρά την κριτική που ασκούμε στο εσωτερικό οργανωτικό του μοντέλο και τον τρόπο που χτίζει τις «μετωπικές» του κινήσεις είναι η μεγαλύτερη διεθνιστική οργάνωση με αναφορά στον επαναστατικό μαρξισμό σε μια αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, συντριπτικά σταλινογενή. Και αφήνοντας τακτικές διαφορές στην άκρη το ΣΕΚ έχει επιδείξει αγωνιστικά παραδείγματα θάρρους στην αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου και την υπεράσπιση του δεύτερου κύματος μεταναστών από τις χώρες της κεντρικής Ασίας που λίγες δυνάμεις στην Αριστερά τουλάχιστον μπορούν να επιδείξουν. Και οι δύο δυνάμεις έχουν υιοθετήσει μια εργαλειακή ωστόσο αντιμετώπιση σε σχέση με την οικοδόμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την πολιτική αυτονομία της.
Η οργάνωσή μας όταν εγκατέλειψε τη γραμμή της οικοδόμησης αντικαπιταλιστικών κομμάτων το 2010 υιοθετώντας ατυχείς («ομοσπονδία οργανώσεων») ή θολές («αντικαπιταλιστικός πόλος») φόρμουλες για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέτυχε να παρέμβει έγκαιρα και αποτελεσματικά στη συζήτηση για την οικοδόμηση της στην εποχή που η ζύμωση για την «ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών» μαινόταν. Έριχνε ουσιαστικά το βάρος στη δική της οικοδόμηση και δεν αντιμετώπιζε παρά εργαλειακά και τη δική της συμμετοχή στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κατέληξε τελικά στο τελείως αντίθετο άκρο: να αναλώνεται σε μια στείρα αντιπαράθεση για τις συμμαχίες, να απορροφάται από την εσωστρέφεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να μετρά την πολιτική της επιρροή σε αριθμό αντιπροσώπων από τη μία συνδιάσκεψη στην άλλη σε βάρος μιας κινηματικής δουλειάς που δυστυχώς δεν μπορούμε να αναπτύξουμε μέσα τις ανύπαρκτες δομές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η Πρωτοβουλία με ανένταχτους/ες, που βλέπουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως κι εμείς σαν αντικαπιταλιστική συσπείρωση που θα έπρεπε να οικοδομηθεί αυτόνομα από ρεφορμιστικούς σχηματισμούς και γραφειοκρατίες, έστω και αν δεν συμφωνούμε απόλυτα στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αυτή την αυτόνομη οικοδόμηση, ήρθε αργά σε μια εποχή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν δημόσιος χώρος τείνει να αποξηρανθεί. Στην τελευταία συνδιάσκεψη καταγράφηκε ένας συντριπτικός συσχετισμός όπου οι δύο κύριες τάσεις του ΝΑΡ (που οι διαφορές τους δεν είναι αγεφύρωτες), η ΑΡΙΣ και η ΕΠΠΔ, που υποστηρίζουν τη μετωπική συμπόρευση με τη ΛΑΕ, άγγιξαν, το «καταστατικό» ταβάνι απόλυτου ελέγχου των 2/3 των συνέδρων και όλοι μαζί αποφάσισαν με το αντιδημοκρατικό σύστημα εκλογής των οργάνων να περιορίσουν στο ελάχιστο τη δυνατή εκπροσώπηση της πλατφόρμας της Πρωτοβουλίας στα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η Πρωτοβουλία άσκησε σε γενικές γραμμές μια συνεπή πολιτική κριτική στις κεντρίστικες αμφιταλαντεύσεις της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε πολιτικά ατοπήματα αλλά υπερασπίζεται μια παρελθούσα συνθήκη που έχει δραματικά αλλάξει, μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν είναι σίγουρο ότι υπήρξε, σίγουρα δεν υπάρχει και τέλος πάντων καμία από τις δυνάμεις που διαχειρίζεται το πολιτικό κεφάλαιο της σε αλλότρια πολιτικά σχέδια δεν θέλει να οικοδομήσει. Αντιθέτως βρίσκουμε τους εαυτούς μας να συμπορευόμαστε με τους συμμάχους μας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκτός του πλαισίου της και σπάνια με όλους την ίδια στιγμή όπως για παράδειγμα στις τελευταίες απεργιακές διαδηλώσεις ή κινητοποιήσεις αλληλεγγύης με τους πρόσφυγες.
Πρέπει να δούμε στρατηγικά το ζήτημα της οικοδόμησης του επαναστατικού υποκειμένου στις σημερινές συνθήκες σε βάθος χρόνου. Αυτό δεν σημαίνει ούτε εγκατάλειψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε της Πρωτοβουλίας χωρίς τουλάχιστο να έχουμε να προτείνουμε κάτι ποιοτικά και ποσοτικά ανώτερο από αυτές. Σημαίνει αναπροσανατολισμός μαζί με φίλους και συμμάχους, σημερινούς και δυνητικούς, σε μια πολιτική που δεν αυτοεγκλωβίζεται στο μίζερο ρόλο μιας εσωτερικής αντιπολίτευσης σ’ ένα εγχείρημα που δεν τσουλάει αλλά ανεβάζει τον πήχη για το σχέδιο της αντικαπιταλιστικής συγκρότησης. Με πολιτική αυτονομία και ανεξαρτησία, με αυτονομία και ανεξαρτησία στην κινηματική παρέμβαση θα επιδιώξουμε όχι τη γραμμική ανάπτυξη των δυνάμεων μας αλλά ένα πρόταγμα επαναστατικής αντικαπιταλιστικής οικοδόμησης που θα λαμβάνει υπόψη την πραγματική διάταξη των σημερινών πρωτοποριών και τις διαδικασίες που γεννούν ρεύματα και συγκλίσεις στο πεδίο της συνολικής αμφισβήτησης του συστήματος.
Για μια νέα επαναστατική δύναμη
Οι ήττες και οι απογοητεύσεις είναι αρνητικός αντικειμενικός παράγοντας για νέες πολιτικές αποκρυσταλλώσεις στην επαναστατική πρωτοπορία. Η κυρίαρχη τάση είναι αυτή της ατομικοποίησης και του κατακερματισμού, που δεν καταπολεμείται απλά με βολονταρισμό και σχέδια επί χάρτου. Ωστόσο τα πραγματικά πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των κοινωνικών κινημάτων σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα προηγούμενων δεκαετιών και αποφασιστικά πολύ ευρύτερα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς να υποτιμούμε τα χιλιάδες μέλη της, και αυτά ακόμη με τα οποία σήμερα διαφωνούμε.
– Μια διάχυτη, αντιφατική και κατακερματισμένη με δυνητικά αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό πολιτικοποίηση συναντάμε παντού από το μπλοκ που έσπασε από το ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά και διαχύθηκε μέσα, έξω και πέρα από τη ΛΑΕ. Θα συναντηθούμε μαζί τους σε απεργιακές διαδηλώσεις, ίσως σε συνδικάτα, σε επιτροπές αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, σε κάποιες αντιφασιστικές συσπειρώσεις, στο πανεπιστήμιο. «Πρωτοβουλίες Κοινής Δράσης της Αριστεράς» και μια ακόμη «Επιτροπή ενάντια στην ΕΕ» είναι λιγότερο ευνοϊκά πεδία για μια σύγκλιση /αλληλεπίδραση, είναι συμβολικοί προνομιακοί τόποι για να βρεθεί η ηγεσία του ΝΑΡ με τους δυνητικούς συμμάχους της στο Αριστερό Ρεύμα και την ΑΡΑΝ για να προωθήσουν το αριστερό πατριωτικό αντι-εε αφήγημά τους. Οι αγωνιστές/τριες που τείνουν να ξεπεράσουν το στάδιο της ΛΑΕ είτε παρακάμπτοντας τη είτε περνώντας από μέσα της έρχονται πρώτα αντιμέτωποι με το ΝΑΡ σαν μεγαλύτερη οργάνωση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Παρά τον επαναστατικό βερμπαλισμό, το ΝΑΡ στις διάφορες εκδοχές του τους δείχνει ένα δρόμο προς την αντίστροφή κατεύθυνση: της συσπείρωσης των δυνάμεων του «όχι» κάτω απ’ το μανδύα του αριστερού πατριωτικού αφηγήματος και της συμπόρευσης ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ παρά κάτω από μια αντικαπιταλιστική ηγεμονία. Μ’ αυτούς τους όρους πρέπει να δούμε τη συζήτηση και στα πανεπιστήμια, όρους μιας άλλης αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας, και όχι μιας στείρας αντιπολίτευσης στα ΕΑΑΚ που γκρινιάζει γενικώς για τα «ανοίγματα» και θέλει να γυρίσει πίσω το ρολόι του χρόνου.
– Μέσα από πολυσχιδείς εκφάνσεις ενός δικτύου καταλήψεων, στεκιών, εναλλακτικών κουζινών, συνεταιρισμών και, ακόμη πιο σημαντικό, αντιφασιστικών, αντιρατσιστικών, φιλομεταναστευτικών επιτροπών έχει αναπτυχθεί από ένα πλέγμα δυνάμεων του αντεξουσιαστικού/αναρχικού/ ελευθεριακού/anti-fa χώρου. Ο χώρος αυτός είναι τελείως ανομοιογενής με κάποιες τάσεις να παραμένουν σε πολύ πρωτόλειο επίπεδο πολιτικοποίησης. Ωστόσο είναι ένας από τους λίγους χώρους πρωτόλειας αντι-καπιταλιστικής και διεθνιστικής πολιτικοποίησης πέρα από την ιδιαιτερότητα του πανεπιστημίου που παράγει μια ριζοσπαστικοποίηση με τελείως διαφορετικά, καμιά φορά αρνητικά, χαρακτηριστικά. Ο χώρος αυτό ενοποιείται από πρακτικές που δεν υπακούν στις λογικές πολιτικής εξαργύρωσης της αριστεράς κι αυτό φαίνεται στην τεράστια ενέργεια που αφιερώνει στην αλληλεγγύη στους πρόσφυγες χωρίς τυμπανοκρουσίες. Είναι επιρρεπής σ’ ένα άκρατο υποκειμενισμό /άκριτη εξιδανίκευση υποκειμένων αλλά γνήσιοι/ες επαναστάτες/επαναστάτριες μπορούν να στρατολογηθούν σ’ αυτό το χώρο αρκεί να δουν μια δύναμή που κερδίζει το σεβασμό τους στο κίνημα.
– Ναι, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ στηριζόμαστε στη συνεργασία με το δυναμικό της Πρωτοβουλίας και σε αριστερές αντιπολιτεύσεις των σημερινών οργανώσεων για να προωθήσουμε από κοινού μια νέα αντικαπιταλιστική τάση μέσα στο μαζικό κίνημα, μέσα και έξω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παρόλα αυτά η εξέλιξη, καθόλα σημαντική, του ΝΑΡ και του ΣΕΚ θα κριθεί σε ευρύτερες διαδικασίες που ξεπερνούν την εσωτερική ζωή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
– Οι μικρο-ηγεσίες των τροτσκιστικών οργανώσεων εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τις προσωποπαγείς ιεραρχίες και τις πατερναλιστικές νοοτροπίες τους αναπαράγουν μια τεχνητή πολυδιάσπαση που ανταποκρίνεται σε ξεπερασμένες φάσεις της ιστορίας του τροτσκιστικού ρεύματος. Είναι αντικειμενικό εμπόδιο. Πρέπει να κερδιστούν δυνάμεις και στελέχη από το ιστορικό τροτσκιστικό ρεύμα που κατανοούν ότι το αυτάρεσκο, αυτοαναφορικό προπαγανδίστικο μοντέλο οργάνωσης που κυριαρχεί σ’ αυτό είναι καταστροφικό στις μεγαλύτερες και στις μικρότερες εκδοχές του.
Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος επιζητά μια ανώτερη αντικαπιταλιστική / επαναστατική τάση που μπορεί να ενοποιήσει διαφορετικά τμήματα των υπαρκτών πρωτοποριών σ’ αντιπαράθεση με το ηγεμονικό στην αριστερά, παρότι μειοψηφικό στην εργατική τάξη, σχέδιο συγκρότησης ενός πόλου της πατριωτικής αριστεράς γύρω από σημερινά κομμάτια της ΛΑΕ, του ΝΑΡ και των συμμάχων τους. Αυτό δεν θα κριθεί σε μια σύντομη περίοδο, είναι στοίχημα μακροχρόνιο.