εισηγητές:
Τάσος Αναστασιάδης
Γιάννης Φελέκης
Τοποθέτηση επί των πολιτικών
Τα 2 κείμενα που μας έχουν υποβληθεί για την πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντά μας συμπυκνώνουν, με καλύτερο ή χειρότερο τρόπο, μια σειρά από σημαντικά στοιχεία για την οριοθέτηση της δράσης μας, όπως για την κρίση, για την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, για τα προβλήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο, σε κρίσιμα σημεία για τη δράση μας, είτε αποφεύγουν τη συζήτηση, είτε επιχειρούν με βερμπαλιστικούς ακροβατισμούς να την θολώσουν, αναπαράγοντας μάλιστα λάθη και αδιέξοδα που γνωρίσαμε στην τελευταία, πολύ συμπυκνωμένη πολιτικά, περίοδο.
Χωρίς να καταγράψουμε μια συνολική τοποθέτηση, θα σταθούμε σε δύο, κρίσιμα για την πολιτική μας, σημεία, για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για το ρεφορμισμό. Ορισμένα ζητήματα πηγάζουν από αυτά (όπως για το ενιαίο εργατικό μέτωπο ή για τις συνεργασίες), έστω και αν έχουν και μια αυτονομία. Επίσης, καταλαβαίνουμε ότι επίσης θα έπρεπε να υπάρξει μια οργανωμένη συζήτηση και σε άλλα ζητήματα, όπως για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τα προβλήματα που είχαμε στην επεξεργασία και στην τοποθέτησή μας (και στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά και με βάση τις συζητήσεις και τις επεξεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της Διεθνούς, ιδιαίτερα με την εκτύλιξη της κρίσης (το ίδιο ισχύει και για ζητήματα όπως ο ιμπεριαλισμός, που μας έχουν χωρίσει σε ειδικά θέματα -π.χ. Ουκρανία-, και που σχετίζονται και με τη διεθνή αντικαπιταλιστική αριστερά). Ωστόσο, εδώ θα περιοριστούμε στα δύο πρώτα.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Οι κριτικές στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι δύσκολες. Υπάρχουν και στα δύο κείμενα και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες, ίσως και πιο σοβαρές! Το ουσιαστικό, ωστόσο, σημείο είναι, για να μπορέσουμε να δούμε τί κάνουμε, να προσδιοριστεί τί αυτά σημαίνουν από την άποψη της τάξης, της συγκρότησής της, της πάλης της, της ανασύνθεσής της, ασφαλώς κοινωνικά, αλλά και κυρίως πολιτικά.
Γιατί αλλιώς, οι κριτικές από μόνες τους διεκδικούν μια αναπαραγή της χρήσης της ως απλό “brand name” (που λέει το κείμενο 2) που κάνουν οι μεγάλες της οργανώσεις. Μπορεί κανείς να μην προτείνει την “έξοδο από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ”, ωστόσο η παραμονή σε ένα σχήμα “τσακισμένο” και “αποξηραμένο”, σε μια κατάσταση όπου “τα πραγματικά πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των κοινωνικών κινημάτων σήμερα είναι (…) αποφασιστικά πολύ ευρύτερα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ” (κείμενο 2) μοιάζει το λιγότερο οπορτουνιστική ή ακατανόητη. Κάπως πιο προσεκτικά σε αυτή την καταγραφή, το κείμενο 1 είναι ωστόσο πιο σαφές στα συμπεράσματα για την “αντικαπιταλιστική ανασύνθεση” που “έκλεισε έναν ιστορικό κύκλο” και πλέον ο στόχος είναι απλώς η “αριστερά της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης”, δηλαδή απλώς ο εαυτός μας με ό,τι τσιμπίσουμε και με αυτόν αποκλειστικά το στόχο μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (συν έναν ανέξοδο βερμπαλισμό για την “οικοδόμησή” της “χωρίς καμία λογική παρασιτισμού” -παρό,τι στην πράξη προτείνεται ακριβώς ο παρασιτικός “μετωπισμός” ενός κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού μεταξύ οργανώσεων για τσιμπολόγημα και για το “brand name”).
Και όμως, θα έπρεπε τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα. Το πρώτο είναι ότι, πέραν της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν υπάρχει καμία (άλλη) προσπάθεια συσπείρωσης αντικαπιταλιστικού δυναμικού (και λόγου) -έστω και αν υπάρχουν πράγματι και οργανώσεις και αγωνιστές που θα έπρεπε και θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ίδια διαδικασία. Αν εξακολουθούμε να συμμεριζόμαστε την ανάλυση, και τα αντίστοιχα πρακτικά της πορίσματα, για την ανάγκη πολιτικής συσπείρωσης του πρωτοποριακού υλικού που δημιουργεί η κρίση των μεγάλων ρεφορμιστικών κομμάτων και ακόμα περισσότερο στις σημερινές συνθήκες κρίσης, δεν μπορούμε παρά να περάσουμε μέσα από τις διαδικασίες αυτές. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως αναγκαίος χώρος πολιτικής, αλλά το πώς μπορεί να γίνει μια ουσιαστική στρατηγική και τακτική σύνθεση σε ένα μεγάλο κομμάτι αγωνιστών που είναι διαποτισμένο με όλη την προϊστορία του (εδώ, στην Ελλάδα, είναι κυρίως σταλινογενές, με λαϊκομετωπισμούς, εθνο-στάδια, κλπ., κλπ. -σε άλλες χώρες μπορεί οι κληρονομιές να είναι πιο σοσιαλδημοκρατικές ή αναρχικές, κλπ., αλλά να οδηγούν και σε διαφορετικού είδους προβλήματα ή αναστολές).
Το ερώτημα επομένως για εμάς δεν είναι να χαρακτηρίσουμε τα στρατηγικά (αναλυτικά ή τακτικά) αδιέξοδα των άλλων οργανώσεων, αντιπροτείνοντας μια έτοιμη, σωστή, συνταγή, αλλά να αναμειχθούμε στην ίδια την πολιτική δραστηριότητα αυτής της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και να αποδείξουμε (αν την αποδείξουμε) τη δική μας στρατηγική υπεροχή, μέσα από τα ερωτήματα της περιόδου. Δεν μπορούμε να προεξοφλούμε για τους συμμάχους μας, εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι είναι ανεπίδεκτοι ανασύνθεσης στην πράξη. Και το είδαμε άλλωστε σε μια σειρά ζητήματα (από τα οποία το αντιφασιστικό, αλλά και το μεταναστευτικό, το γυναικείο ή των ΛΟΑΤ δεν είναι από τα πιο ασήμαντα). Αλλά, για να γίνουν αυτά, η χειρότερη μέθοδος είναι του μικρότερου κοινού παρονομαστή, αυτό που θεωρητικοποιήθηκε κιόλας ώς “μέτωπο οργανώσεων” και το οποίο άλλωστε κινδυνεύει να γενικευτεί, όχι μόνο από το ΣΕΚ (που θεωρεί ότι είναι το κόμμα και εμείς όλοι, στην καλύτερη περίπτωση, οι ψιλοκεντριστές συνοδοιπόροι του), αλλά και από το ΝΑΡ και το δικό του, υπό κατασκευή, κόμμα.
Σε αυτό, άλλωστε, και οι δικές μας ταλαντεύσεις προς την ίδια κατεύθυνση τραβάνε. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η ουσιαστική ζωή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη βάση εξανεμίζεται, ρυθμιζόμενη μόνο από συμφωνίες στην κορυφή, αλλά επειδή ακυρώνει στην πράξη και όσα προγραμματικά και στρατηγικά ζητήματα είναι προς συζήτηση και, ακριβώς, “ανασύνθεση”. Να πούμε για παράδειγμα την Ευρώπη (καθόλου δευτερεύον ζήτημα) και το πως η έρπουσα ιδέα μας ότι εμείς κρατούμε το δικαίωμα να κάνουμε κριτική, μας οδήγησε στο δεύτερο συνέδριο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να δεχτούμε άκριτα το “έξω από το ευρώ”, χωρίς καν να δώσουμε μια μάχη -και μετά απλώς διαμαρτυρόμασταν κάθε φορά γιατί το σύνθημα ήταν σε όλες της αφίσες. Μπορεί και εμείς να είχαμε πραγματικές αδυναμίες (ποτέ δεν συζητήσαμε στα σοβαρά την “έξοδο”, παρόλο που προτάθηκε και με κείμενο από συγκεκριμένους συντρόφουο) και η παλαιότερη γραμμή μας (που εμείς τη θεωρούμε σωστή) δηλαδή της σύγκρουσης έως του “να σε διώξουν”, να χρειαζόταν επικαιροποίηση (και συγκεκριμενοποίηση) σε συνθήκες κρίσης. Ωστόσο, αυτό που εδώ θέτουμε είναι η επαναφορά μιας γραμμής πραγματικής “πολιτικής ανασύνθεσης”, που σημαίνει συμμετοχή σε πραγματικές διαδικασίες του σχήματος, χωρίς προκατασκευασμένους ιδεότυπους, με σύγκρουση σε όλα τα πολιτικά ζητήματα που μας διαφοροποιούν και διεκδίκηση να υιοθετηθούν οι απόψεις μας πλειοψηφικά από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και μόνο κατόπιν το “δικαίωμά” μας να τις έχουμε και να τις εκφράζουμε δημοσίως και αντιπαραθετικά).
Από αυτή τη σκοπιά, και μόνο από αυτή τη σκοπιά, μπορούμε να δούμε όλη την, πράγματι, κακή εξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια σειρά από ζητήματα, τόσο πολιτικά, όσο και οργανωτικά, και να τα δούμε από την άποψη, ακριβώς, του πώς τα αντιπαλεύουμε ανοιχτά, πολιτικά και στο εσωτερικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η αναδίπλωση στην παντογνωσία του εαυτού μας, χωρίς τη δοκιμασία της αντιπαράθεσης με τα άλλα ρεύματα και απόψεις στα συγκεκριμένα κάθε φορά επίδικα, ακυρώνει τη στρατηγική ανασύνθεση, που είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Και από αυτή τη σκοπιά επίσης και η οργανωτική επίπτωση (που πρόσφατα ψηφίστηκε σε ολομέλεια), ότι δηλαδή, στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εφαρμόζουμε “δημοκρατικό συγκεντρωτισμό” υποχρεώνοντας και τα μέλη μας που έχουν διαφορετική άποψη να μην συγχρωτιστούν με αντίστοιχες απόψεις που υπάρχουν σε άλλες οργανώσεις και συντρόφους στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οικοδομώντας έως και τάσεις στο εσωτερικό της (που να μην είναι απλώς περιφέρειες των οργανώσεων), όχι μόνο ακυρώνει μια αυθεντική ανασύνθεση, αλλά και εμποδίζει και τη δική μας στρατηγική και τακτική επεξεργασία.
Γιατί τί σημαίνουν άραγε φρασούλες, όπως π.χ. (στο κείμενο 1) ότι “η ΑΝΤΑΡΣΥΑ” δεν είναι, αλλά και “δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά ένα πολιτικό μέτωπο οργανώσεων” και άντε “και ανένταχτων αγωνιστών και αγωνιστριών” (αν και προφανώς αντιφατικά προς το προηγούμενο, καθώς σε μέτωπα οργανώσεων δεν χωρούν “ανένταχτοι”, εκτός από εμβληματικές προσωπικότητες -π.χ. Παπαδάκης- ή συνοδοιπόροι οργανώσεων…), χωρίς “εγγυήσεις για το μέλλον της, δεδομένων των στρατηγικών διαφορών”; Αν δεν σημαίνει έξοδο και δεν σημαίνει τσιμπολόγημα, τότε απλώς σημαίνει άρνηση σύγκρουσης στη βάση του δικού μας προγράμματος, ανοιχτά και πολιτικά, για να επηρεάσουμε, σημαίνει οριοθέτηση των διαβουλεύσεων κορυφής απλώς μεταξύ οργανώσεων, για τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, κάτω από το φόβο του να μη μολυνθούμε. Αν και στην πραγματικότητα, το αντίθετο ακριβώς παθαίνουμε -γιατί το βάρος των κομματικών μηχανισμών στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθόλου δεν μας ευνοεί (όπως το είδαμε και στην τελευταία συνδιάσκεψη). Αυτό που μας ευνοεί είναι μόνο οι ιδέες μας και το πρόγραμμά μας, στα οποία όμως πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη, ακριβώς!
Πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία, ως 4η Διεθνής, ως Σπάρτακος, ασφαλώς μας χρειάζεται, ακριβώς γιατί πολλά από τα επίδικα της πάλης των τάξεων, με νέους όρους, επανεμφανίζονται και, για αυτό, η στρατηγική μνήμη (που υποτίθεται ότι υλοποιείται μέσα από την οργάνωση) είναι απαραίτητη -και όπου υποτιμήθηκε οδήγησε σε μεγάλες αποτυχίες. Όμως, η μνήμη δεν είναι για ουδέτερα σχόλια επί της ιστορίας: είναι για να αλλάξει ο συσχετισμός και η πορεία της πάλης των τάξεων και, για αυτό, συγκεκριμενοποιείται μέσα στη φωτιά της, δεν είναι απλός λόγος. Και το είδαμε άλλωστε αυτό στους τροτσκιστικούς πανηγυρισμούς όταν σταλινογενείς υιοθέτησαν μια σειρά από τροτσκιστικά λόγια (κρίση “υπερσυσσώρευσης”, “μεταβατικό” πρόγραμμα, “ενιαίο εργατικό μέτωπο”, κλπ., κλπ.). Γιατί αυτά τα λόγια καθόλου δεν εμπόδισαν, μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο “μετωπισμός” να γίνεται προγραμματικά κοψίματα, η μεταβατικότητα να μετατρέπεται σε στάδια και σε ελάχιστα (μίνιμουμ) προγράμματα, και ακόμα και το εργατικό μέτωπο να αναζητάει προγραμματικές καθαρότητες ενός νέου εργατικού κινήματος που θα βγει από το κεφάλι της Αθηνάς! (Για να μη μιλήσουμε και για φαινόμενα φυσικής βίας -όχι τόσο από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο από ρεύματα αναρχίας και ΛΑΕτζήδες- που φιλοδοξούν να εμποδίσουν στην πράξη το προχώρημα της συνείδησης των μαζών που δεν είναι μαζί μας εκ των προτέρων… Και το λέμε κυρίως, γιατί και στο εσωτερικό μας δεν έχουμε καθαρή αντιμετώπιση τέτοιων πρακτικών).
Θα πρέπει επομένως στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να γίνουμε με τον πιο σαφή τρόπο οπαδοί της προώθησής της ως αυτόνομου, πολιτικού οργανισμού, με συζήτηση όλων των κύριων (και μη) ζητημάτων, όχι σε βάση διαπραγμάτευσης ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή μεταξύ οργανώσεων, αλλά ανοιχτά, πολιτικά, από τη βάση ώς την κορυφή και χωρίς να διστάσουμε να εκφράσουμε συνολικά της απόψεις μας, ακόμα και μειοψηφικά στο εσωτερικό της. Το οποίο όμως σημαίνει επίσης ότι, σε όλα τα ζητήματα όπου έχουμε εμείς προβληματισμούς μεταξύ μας, θα θελήσουμε επίσης ανοιχτά ως τέτοια να τα θέσουμε και στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΣ
Το δεύτερο ζήτημα που θέτει πρόβλημα είναι ο ρεφορμισμός γενικότερα και η στάση μας απέναντι στις οργανώσεις του (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ). Είναι αλήθεια ότι το 2ο κείμενο αποφεύγει το ζήτημα. Είναι ωστόσο κρίσιμο, τόσο γιατί κινδυνεύουμε να υποστούμε τις πιέσεις από τις πλειοψηφικές δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (είτε αριστερίστικες, είτε οπορτουνιστικές), ακόμα περισσότερο που και ο απολογισμός της οργάνωσης, τουλάχιστον απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και στις διασπάσεις του, δεν είναι και πολύ καλός και ακόμα περισσότερο που το 1ο κείμενο θεμελιώνει μια, προμαρξιστική, μεταφυσική και ιδεολογική αντίληψη για το ζήτημα.
Έτσι, διαβάζουμε ότι “οι γραφειοκρατίες χάνουν σε μεγάλο βαθμό τους δεσμούς τους με τη μάζα”, την ίδια στιγμή που “απελευθερώνονται μερίδες του κινήματος από τα δεσμά του κοινοβουλευτισμού”. Παρατηρήσεις που μπορεί ορθά να αντιστοιχούν σε επιμέρους φαινόμενα (εμβέλεια της ΓΣΕΕ), αν και που αυτοαναιρούνται και από άλλες (“η μάζα των εργαζομένων δεν έχει ξεπεράσει τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες”), αλλά που, δυστυχώς, δεν διαπερνούνται από την ανάγκη συγκρότησης της τάξης “για τον εαυτό της” από τάξη “καθεαυτή”, δηλαδή από τη λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου. Και μάλιστα, σε πολιτικό επίπεδο, χαρακτηρίζεται ως “συμφιλιωτισμός με το ρεφορμισμό” η αναζήτηση επαναστατικών μεταβατικών αντι-προτάσεων απέναντι στις αυταπάτες των μαζών (π.χ. στην 1η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -όπως επεξεργασίες για “αριστερή κυβέρνηση” των μπολσεβίκων, ή για στήριξη και διεκδίκηση ρεφορμιστικών υποσχέσεων και “δεσμεύσεων”, κλπ.).
Το ίδιο, όμως, (αν και λιγότερο καθαρά), η καθημερινή δράση της τάξης (π.χ. συνδικαλιστικά) αντιμετωπίζεται ως αναγκαστικά μια “αστική πολιτική” (αφού ο “τελικός στόχος αναβάλλεται για το απροσδιόριστο μέλλον”) και όχι ως στοιχειώδης αγώνας υπεράσπισης της τάξης στο είναι της, στο οποίο αντιπαραβάλλεται ένα ωραίο οργανωτικό σχέδιο αυτο-οργάνωσης, με μια προηγούμενη “ήττα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας”.
Τέλος, (και σε αυτό και τα 2 κείμενα ίσως εξίσου πάσχουν), στις ρήξεις που φέρνει η πάλη των τάξεων στο εσωτερικό αυτών των οργανώσεων (είτε συνδικαλιστικά είτε -κυρίως- πολιτικά), και οι οποίες προφανώς πάντα γίνονται εμπειρικά (και όχι στρατηγικά), η απάντηση της “ατομικής” μόνο στρατολογίας (κείμενο 1), σε βάση καθαρότητας (γιατί προφανώς ποτέ δεν υπάρχουν οι “προϋποθέσεις”), ιδιαίτερα η αποφυγή οποιασδήποτε υπόνοιας “συνεργασίας” (εκτός αν τύχει -και μόνο αν τύχει, δηλαδή χωρίς να το προτείνουμε- να συμβρεθούμε σε κάποια κινητοποίηση στο δρόμο), αναπαράγει την κλασική σοσιαλδημοκρατική, και στην Ελλάδα κυρίως σταλινική, φοβία και στην πράξη παρεμπόδιση της ενότητας της τάξης στην πράξη.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η άρνηση και η διάσπαση της τάξης έχει κληρονομηθεί στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τη σταλινογενή καταγωγή του μεγαλύτερου μέρους της -και από την ιδεολογική πίεση που ασκεί η διάσπαση της τάξης από το τωρινό ΚΚΕ. Όμως, αυτό δεν είναι λόγος, προφανώς, για να παραιτηθούμε από ένα από τα πιο ελάχιστα στοιχεία της οικοδόμησης της τάξης για τον εαυτό της, που είναι η ενότητά της. Και στην πράξη επίσης το είδαμε, ακόμα και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πόσο οι ανασυνθετικές λειτουργίες μπόρεσαν να τραβήξουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, το σύνολο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε ορθότερη πρακτική -χωρίς, βέβαια, να έχουν εξαλειφθεί οι “θεωρίες” για “νέο εργατικό κίνημα”, που θα ξεπηδήσει από το κεφάλι της Αθηνάς, αμόλυντο -ούτε και οι καταγγελίες όλων όσων δεν είμαστε εμείς ως “εργοδοτικό”, “κυβερνητικό”, “ρεφορμιστικό”, “γραφειοκρατικό”, “συμφιλιωτικό”, κλπ. Όμως, το να υιοθετούμε και εμείς, ή τουλάχιστον να μην αντιπαραθέσουμε τη γνώση, την επεξεργασία, τη μνήμη, από το εργατικό κίνημα (κυρίως των μπολσεβίκων) και κυρίως για την εργατική συνείδηση (μεταβατικό πρόγραμμα) και για το ενιαίο εργατικό μέτωπο (πέραν της λέξης), αποτελεί τον καλύτερο τρόπο απορρόφησης από τις χειρότερες κληρονομιές του σταλινισμού.
Τρία είναι τα ζητήματα που πρέπει να τεθούν.
– Το ένα είναι η επανιδιοποίηση της θεωρίας και της πρακτικής των μπολσεβίκων και της 4ης Διεθνούς για την προώθηση της επαναστατικής ενότητας της τάξης. Καταρχήν θεωρίας, γιατί πλέον έχουμε καταλάβει ότι η βάση του ρεφορμισμού δεν είναι η εξαγορά μιας εργατικής αριστοκρατίας, αλλά η ίδια η ενεργοποίηση της τάξης στην υπεράσπιση του είναι της. Δεύτερον, γιατί η ανομοιογένεια της τάξης σημαίνει επίσης μεταξύ άλλων την ποικιλία των συνδικαλιστικών και πολιτικών της εκφράσεων, που πρέπει να κινητοποιηθούν. Τρίτον, γιατί η ενοποίηση της τάξης και η απεύθυνση στις εκφράσεις της προς τούτο, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από το επαναστατικό της κομμάτι -γιατί τα υπόλοιπα ακριβώς έχουν λόγους να σπάσουν την ενότητά της. Τέταρτον, η ενότητα της τάξης, ακόμα και σε αρχικό ή τμηματικό επίπεδο, έχει κατεξοχήν πολιτική διάσταση και, για αυτό, η ενότητα δεν γίνεται ποτέ μόνο στο δρόμο ή κινηματικά ή σε “οικονομικό επίπεδο” και στην τύχη. Για αυτό και πρέπει να απαλλαγούμε από τις ανόητες θεωρίες ότι δεν επιδιώκουμε συνεργασίες αν ενέχουν κάποια πολιτική διάσταση.
– Το δεύτερο είναι ο χαρακτηρισμός του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Υπάρχουν πολλές και οξυδερκείς παρατηρήσεις στα 2 κείμενα και, ασφαλώς άλλωστε, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση σε εξέλιξη. Ωστόσο, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν θα λύσουμε το πρόβλημα, τουλάχιστον των μαζών που εξακολουθούν να περιμένουν από αυτή την κυβέρνηση ή από τον ΣΥΡΙΖΑ, με πειθώ και προπαγάνδα (τα οποία ασφαλώς πρέπει να κάνουμε). Γιατί τα μαθήματα βγαίνουν, σε μαζικό επίπεδο, από την εμπειρία, όχι από το μπλα-μπλα. Από αυτή τη σκοπιά, ούτε και οι χαρακτηρισμοί (όταν είναι ρητορικοί ή και αναλυτικοί) βοηθούνε (άλλωστε, για έναν μαρξιστή, μπορεί πάντα να είναι και λάθος!). Το μόνο που έχει σημασία είναι η ενωτική κινητοποίηση με βάση συγκεκριμένα συμφέροντα της τάξης. [Όπως εξηγούσε και ο Τρότσκι, όταν τον ρώτησαν γιατί να μην συμπεριλάβει τους γάλλους “Ριζοσπάστες” στο ενιαίο μέτωπο που καλούσε, ο λόγος δεν ήταν ότι είναι “αστικό κόμμα” -που ήταν-, αλλά το ότι καμία συμφωνία μαζί τους δεν θα άλλαζε τις δυνάμεις που μάχονται και ότι, αν υπήρχαν εργάτες “Ριζοσπάστες” που θα ήταν οργανωμένα διαθέσιμοι για ενιαίο μέτωπο κατά του φασισμού, θα έπρεπε να συμπεριληφθούν!]. Το κριτήριο δεν είναι ποτέ ο χαρακτηρισμός, είναι πάντα το κριτήριο της πράξης (αλλιώς, μπορεί πάντα να χαρακτηριστεί, π.χ. ένας ΣΥΡΙΖΑ, ως “αστικό κόμμα”, για να μην ενταχθούν οι εργαζόμενοί του στο κοινό μέτωπο του όποιου αγώνα…).
– Το τρίτο είναι οι ρήξεις, οι αποκρυσταλλώσεις ιδιαίτερων στιγμών, είναι τα ενδιάμεσα, είναι αυτό που λέγαμε παλαιότερα “κεντρισμοί”. Και το λέμε γιατί και τα 2 κείμενα εξηγούν (και κατά πολύ δικαίως) ότι η κύρια ρήξη μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η ΛΑΕ, δεν αποτελεί ως τέτοια αντικαπιταλιστική αριστερά και ίσως και σε μια σειρά ζητήματα (π.χ. εθνικο-πατριωτικά) να βρίσκεται πολύ πιο πίσω και από τη μήτρα της. Και τα δύο κείμενα συμπεραίνουν ότι καμία (τουλάχιστον προνομιακή -και για το 1ο κείμενο μάλλον καμία σκέτα) απεύθυνση δεν πρέπει να γίνει προς αυτήν -κάτι ανάλογο άλλωστε υπονοείται και για τις υπόλοιπες ρήξεις και διασπάσεις, π.χ. στο φοιτητικό.
Σε όλα αυτά, υπάρχει πρόβλημα, πρόβλημα προσέγγισης και μεθόδου, και όχι γιατί οι περισσότερες περιγραφές και επικρίσεις (κυρίως για τη ΛΑΕ) είναι λάθος (αν και υπάρχει υποτίμηση των αντιφάσεών της, ιδιαίτερα από το 2ο κείμενο). Δεν θέλουμε να επανέλθουμε στα λάθη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γενικότερα και της ΟΚΔΕ ειδικότερα πέρισυ το καλοκαίρι, όταν δεν επιτεύχθηκε σε επίπεδο μαζών μια (και εκλογική) ανάδειξη του “Όχι ώς το τέλος”, του Όχι του αγώνα (πράγμα που από ορισμένες απόψεις ήταν στις δυνατότητες του συσχετισμού δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), ούτε και να κάνουμε ακριβή εκτίμηση και απολογισμό για τις ευθύνες των μεν ή των δε, για τα οποία μπορεί να είναι ανοιχτά τα ζητήματα. Ωστόσο, πρέπει να επαναβεβαιώσουμε ότι ο βασικός λόγος που κάνουμε πολιτική, και με το οποίο ακριβώς εντασσόμαστε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι για να προσφέρουμε συγκεκριμένα υλικά εργαλεία στην πάλη της τάξης μας, να της είμαστε χρήσιμοι και, άρα, δεν είναι αφηρημένα η καθαρότητα του λόγου μας, αλλά η συγκεκριμενοποίησή του με βάση το επίπεδο συνείδησης, τις δυνατότητες κινητοποίησης, το συσχετισμό δύναμης, τις συγκεκριμένες μάχες που δίνει η ίδια (οικονομικές και πολιτικές). Σε αυτό το πλαίσιο τίθενται και οι συνεργασίες, οι απευθύνσεις για συνεργασία, οι προτάσεις για ενότητα στη δράση -και ιδιαίτερα χωρίς αστικούς διαχωρισμούς οικονομικού και πολιτικού!
Ιδιαίτερα απέναντι σε ρήξεις και διασπάσεις ενός ρεφορμιστικού κόμματος, στη βάση της εμπειρίας μάλιστα, και σε επίπεδο μαζικό, που ασφαλώς δεν γεννούν έτοιμα επαναστατικά κόμματα, δημιουργούν ωστόσο προϋποθέσεις που μπορούν μάλιστα να πάρουν τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα και με το τι μαζικό υπόστρωμα εκπροσωπούν. Ασφαλώς, πολιτικές συγχωνεύσεις δεν μπορούν να γίνουν σε κενό (ή σε ετερογένειες), όμως μέτωπα και συνεργασίες δε σημαίνουν συγχωνεύσεις και, πάντως, ο συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό της τάξης είναι που μετράει και, για αυτό, δεν μπορεί και να περιφρονούνται! Κατά δεύτερον, ό,τι ισχύει για τη δυναμική μιας συγκεκριμένης πάλης κατά της κυβέρνησης, των μνημονίων της, κλπ., και τους τρόπους προώθησης μιας ενότητας στην πράξη, ισχύει και a fortiori, για όλες αυτές τις ενδιάμεσες καταστάσεις που έρχονται σε ρήξη με το αποτέλεσμα (την “προδοσία” όπως τη βλέπουν) και είναι κατεξοχήν έτοιμες να αγωνιστούν. Από αυτή την άποψη, το a fortiori, σημαίνει ότι πράγματι πρέπει να υπάρχει προνομιακή απεύθυνση, σε όλες τις ρήξεις του ΣΥΡΙΖΑ, για την οργάνωση των αγώνων τουλάχιστον, και όπου υπάρχει η δυνατότητα (σε παρατάξεις, δημοτικές συσπειρώσεις, κλπ.) ακόμα και για πιο μόνιμες (ίσως όχι αποκλειστικές) συνεργασίες.