Οι δημοτικές, περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές σηματοδότησαν μια βαριά ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε πρώτα και κύρια γιατί εφάρμοσε απαρέγκλιτα τη λιτότητα και το 3ο μνημόνιο, διαψεύδοντας εντελώς τις ελπίδες που είχε εναποθέσει πάνω του ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης και των μικροαστών που συμπιέστηκαν από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση έκανε τη βρώμικη δουλειά για την ελληνική αστική τάξη, τους τεχνοκράτες της ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Παρά το «ηθικό πλεονέκτημα» που επικαλούνταν διαρκώς η ηγεσία Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την τύχη όλων των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες, και με δεδομένη την ύφεση του εργατικού κινήματος, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνει στον εκλογικό χάρτη μια δεξιά στροφή. Ο κόσμος της δεξιάς συσπειρώθηκε, απέκτησε αυτοπεποίθηση και η ΝΔ μπόρεσε προς το παρόν να αντιπαρέλθει τα εσωτερικά και πολιτικά της προβλήματα. Ο Μητσοτάκης υπόσχεται στην αστική τάξη μια ακόμα πιο σκανδαλώδη προώθηση των συμφερόντων της. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το πετύχει. Δεν είναι δυνατόν να πετύχει βιώσιμες συμμαχίες με τομείς της εργατικής τάξης, και δεν είναι τυχαίο ότι τα λαϊκά προάστια ψηφίζουν περισσότερο αριστερά, απέχουν ή παραμένουν απρόθυμα στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι στο χέρι του κινήματος να ανασυνταχθεί, να οργανωθεί και να ανατρέψει την κατάσταση.
Στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, η άνοδος της ΝΔ συνδυάστηκε με το φαινόμενο της ανάδυσης ισχυρών δημάρχων και περιφερειαρχών που επανεκλέγονται εύκολα, βασισμένοι και στις πελατειακές σχέσεις και τις χρηματοδοτήσεις που διαχειρίζεται η τοπική διοίκηση.
Στο πλαίσιο της επιστροφής της δεξιάς, την οποία προκάλεσε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερά συμπιέστηκε. Το ΚΚΕ δεν δικαίωσε τη φιλολογία περί μαζικής προσχώρησης πρώην μελών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, παρότι παραμένει ασφαλώς ένα κόμμα με αντοχή και επιρροή στην εργατική τάξη. Η γραφειοκρατική του λειτουργία, φοβική του στάση απέναντι στα κινήματα και οι εθνικιστικές πολιτικές θέσεις του πολύ δύσκολα εμπνέουν. Εκείνο που κατέρρευσε πλήρως, όμως, ήταν ο άλλος πόλος της ρεφορμιστικής αριστεράς, οι οργανωμένες διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ που όμως έμειναν προσκολλημένες σε μια στρατηγική διαχείρισης του συστήματος, είτε συγκροτώντας τη ΛΑΕ είτε πελαγοδρομώντας σε άλλες, αδιέξοδες και θολές, πρωτοβουλίες. Οι ψηφοφόροι τους οποίους κάποτε επηρέαζαν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ επέλεξαν είτε να παραμείνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε να ψηφίσουν αποσχίσεις που δεν αποτελούν πραγματικά κόμματα, αλλά προσωποπαγή σχήματα, όπως το κεϋνσιανό ΜεΡΑ25 του Βαρουφάκη και η Πλεύση της Κωνσταντοπούλου (με μικρή δυναμική στη δεύτερη περίπτωση).
Το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις πολλαπλές εκλογές δεν μας ικανοποιεί. Παρότι η γενική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης δεν θα επέτρεπε κάτι πολύ διαφορετικό, στο αποτέλεσμα αυτό επέδρασε η κρίση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τη διάσπαση των δυνάμεών της σε κεντρικούς δήμους και τη μετατροπή των υπαρκτών πολιτικών ανταγωνισμών σε απωθητικές απολίτικες οργανωτικές αντιπαραθέσεις. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η αντοχή του ρεύματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η μαζικότητά της, με τους πάνω από 2.200 υποψηφίους που παρουσίασε σε όλη την Ελλάδα, ούτε η δυνατότητά της να αξιοποιήσει την πολιτική δουλειά των 13 περιφερειακών και των σχεδόν 30 δημοτικών συμβούλων που εκλέγουν τα ψηφοδέλτια στα οποία πρωταγωνιστεί. Η αναμφισβήτητη δυνατότητα των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να παίξουν κυριάρχο ρόλο στην ανασύνταξη του κινήματος δεν κινδυνεύουν από την εκλογική κάμψη, αλλά από την εσωτερική κατάσταση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να κάνει πειστική και έμπρακτη αυτοκριτική για όλα αυτά, ξεκινώντας με μια ενωτική καμπάνια με σαφές αντικαπιταλιστικό στίγμα στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές.
Σημαντική νίκη αποτελεί η δραστική συρρίκνωση της εκλογικής επιρροής της Χρυσής Αυγής, όχι μόνο στις ευρωεκλογές, αλλά και σε δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο παντού, παρότι εκεί δεν υπήρχαν αντίπαλα ακροδεξιά ψηφοδέλτια που θα μπορούσαν να της πάρουν ψήφους. Ακόμα πιο ουσιαστικό είναι ότι οι ναζιστές δεν τόλμησαν να βγουν ουσιαστικά στο δρόμο. Το σύνολο της ακροδεξιάς παραμένει πολύ υψηλό, για αυτό κανένας εφησυχασμός δεν χωράει. Ωστόσο, η ήττα μιας συγκροτημένης ναζιστικής δύναμης, οργανωμένης και βίαιης, είναι μια μεγάλη κατάκτηση για το κίνημα, που μας δίνει αυτοπεποίθηση στον δρόμο. Είναι μια καθαρή νίκη του μαζικού και πολύμορφου αντιφασιστικού κινήματος που αναπτύχθηκε κυρίως από το 2013 και μετά, με μαζικές και μαχητικές διαδηλώσεις, αντιφασιστικές συνελεύσεις και επιτροπές, αγώνα στους εργατικούς χώρους, υποστήριξη της πολιτικής αγωγής στη δίκη κλπ.
Η δυσαρέσκεια για την επιστροφή της μισητής δεξιάς είναι δικαιολογημένη, αλλά δεν χρειάζεται πανικός και καταστροφολογία. Το εκβιαστικό δίλημμα να στηριχθεί μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που δεν προσέφερε τίποτα στους εργαζόμενους, για να μην έρθει η ΝΔ πρέπει να απορριφθεί. Στον δεύτερο γύρο, καταψηφίζουμε και τους δεξιούς, και τους πασόκους, και τους κυβερνητικούς υποψηφίους, που ούτως ή άλλως είναι υποχρεωμένοι να συνδιοικήσουν, αφού κανείς δεν θα έχει πλειοψηφία στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια. Μια διαφορετική περίπτωση είναι οι πέντε υποψήφιοι του ΚΚΕ, που μπορούν να υποστηριχθούν με κριτήριο την αποτύπωση μιας ταξικής διαφοροποίησης από το γενικό ρεύμα, χωρίς ωστόσο αυταπάτες για τον ρόλο των «κομμουνιστών δημάρχων», οι οποίοι διοίκησαν τους δήμους τους χωρίς να ξεφύγουν ουσιαστικά από τα όρια που επιβάλουν οι κανόνες του συστήματος και τα μνημόνια.
Η ΝΔ έρχεται, και για αυτό δεν φταίει ούτε η εργατική τάξη, ούτε η ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά. Η υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, έστω με μισή καρδιά, δεν πρόκειται να της φέρει κανένα εμπόδιο. Εμπόδιο θα αποτελέσει μόνο το κίνημα, και η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που μπορεί να το ενισχύσει και να του δώσει κατεύθυνση. Χρειάζεται να γυρίσουμε στον δρόμο του αγώνα. Ό,τι κερδήθηκε και όποια επίθεση αποκρούστηκε τα τελευταία χρόνια δεν μας το χάρισε κανείς, κατακτήθηκε με μαζικούς αγώνες. Αυτό χρειάζεται να κάνουμε και τώρα.