Η πτώση της κυβέρνησης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, μέσω της αποτυχίας εκλογής ΠτΔ, αποτελεί θετική εξέλιξη για τους εργαζόμενους/ες, καθώς το αντίθετο αποτέλεσμα θα σήμαινε νέα μέτρα λιτότητας, περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, μνημόνια διαρκείας, καταστολή και βία ενάντια στο κίνημα των καταπιεσμένων. Η ακροδεξιά κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου ακολούθησε μια σκληρή ταξική πολιτική που έφερε χιλιάδες κόσμου στα όρια της επιβίωσης.
Αυτή η εξέλιξη δεν είναι αποτέλεσμα των κοινοβουλευτικών παζαριών αλλά των υπαρχόντων ταξικών συσχετισμών. Ο φοιτητικός αναβρασμός, παρά τις παλινωδίες, οι μαθητικές καταλήψεις, η μεγάλη εργατική διαδήλωση στην απεργία της 27ης Νοέμβρη, η απεργία πείνας και οι κινητοποιήσεις των Σύριων μεταναστών, οι μεγάλες κινητοποιήσεις στην επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου και το κίνημα αλληλεγγύης στην απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού, που υποχρέωσε την κυβέρνηση σε σαφέστατη πολιτική και συμβολική ήττα (η οποία προστίθεται στην ήττα της στο ζήτημα της αξιολόγησης, η οποία δεν προχώρησε καθόλου), άλλαξαν τα δεδομένα. Η περίοδος κοινωνικής νηνεμίας που επεδίωκε η κυβέρνηση για να συνεχίσει το έργο της και ταυτόχρονα ευνοούσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική μιας «ομαλής διαδοχής», δεν ήρθε. Παρά τα όρια της νέας κινηματικής ανόδου, η πίεσή της στις συγκεκριμένες συνθήκες συνέβαλε ώστε η κυβέρνηση να μην έχει το περιθώριο να πάει σε άλλα μέτρα.
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων δεν ήταν τέχνασμα ή τακτικισμός της κυβέρνησης, αλλά σύμπτωμα και αιτία μιας πραγματικής κρίσης της. Η αστική τάξη, εγχώρια και ευρωπαϊκή, αμφιβάλλει πλέον για την ικανότητα του κυβερνητικού σχήματος να προωθήσει τα μέτρα. Οι κοινωνικές του συμμαχίες καταρρέουν και η εσωτερική του συνοχή υπονομεύεται. Η αστική τάξη και τα επιτελεία της ΕΕ, αν και έδωσαν μάχη μέχρι τέλους για την παραμονή της κυβέρνησης Σαμαρά ως μεταβατικό σχήμα, επιχειρούν ταυτόχρονα να δεσμεύσουν και να ελέγξουν εγκαίρως μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που αυτή αποδειχτεί αναπότρεπτη. Εξάλλου, κάποια τμήματα της αστικής τάξης διαπραγματεύονται απευθείας με το ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίον δεν θεωρούν πλέον επικίνδυνο.
Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η πάλη ενάντια στις αντεργατικές πολιτικές δεν γίνεται με μεθόδους κοινοβουλευτικής αναμονής, αλλά με όρους μαζικού κινήματος και κινητοποίησης των καταπιεσμένων. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η χάραξη ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος το οποίο θα συνδέει τα αιτήματα της εργατικής τάξης με την προοπτική του σοσιαλισμού. Γι΄ αυτό είναι κρίσιμο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αναβαθμίσει το αντικαπιταλιστικό της πρόγραμμα και από την επομένη των εκλογών να ασκήσει ταξική- εργατική αντιπολίτευση, την μόνη ικανή να συμβάλει στους αγώνες των εργαζομένων και να εξασφαλίσει την εφαρμογή των αιτημάτων τους.