1. Η συμφωνία που υπογράφτηκε στις Πρέσπες την Κυριακή 17 Ιουνίου ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Δημοκρατίας της Μακεδονίας επιχειρεί να λύσει το “νέο μακεδονικό ζήτημα” που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την άνοδο των βαλκανικών εθνικισμών στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 με τρόπο οριστικό, τουλάχιστον για την Ελλάδα, με την άρση του καθεστώτος παρία που έχει επιβάλει στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Με έναν τελευταίο εκβιασμό, αποτελεί, πάντως, πρόταση για ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις που μπορεί να άρει μια εχθρότητα επικίνδυνη για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στην Ελλάδα, τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και, ευρύτερα, τα Βαλκάνια. Ωστόσο, βρίσκει ιδεολογικά απροετοίμαστη την πλειονότητα των Ελλήνων και Ελληνίδων πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των εργαζόμενων μαζών, που έχουν για τριάντα χρονιά υποστεί μια εκ των άνω καθοδηγούμενη πλύση εγκεφάλου ότι η “Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική”. Ακόμα κι αν οι αντιδράσεις είναι πολύ μικρότερης κλίμακας από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια του 91-92, είναι ωστόσο πραγματικές (σε σχέση με τις ανύπαρκτες κατά της νέας “εθνικής γραμμής” του 2008 που η σημερινή συμφωνία υλοποιεί) και σε μια στιγμή που η κοινωνική και πολιτική πόλωση που χαρακτήρισε την ελληνική κοινωνία στην κρίση της έχει εξαντληθεί με τη μορφή που τη γνωρίσαμε (κυρίως μνημόνιο-αντιμνημόνιο αλλά και ένα ευρύ φάσμα αγωνιστικών εμπειριών μεγάλης, μεσαίας και μικρής κλίμακας). Την ίδια ώρα, παρά την υποχώρηση του εθνικιστικού πόλου του VMRO στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, η βαρύνουσα σε εθνικό συμβολισμό μετονομασία του γειτονικού κράτους που προβλέπει η συμφωνία ενδέχεται να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα πληγώνοντας το εθνικό αίσθημα των Μακεδόνων.
2. Προϊόν του ελληνικού εκβιασμού και της δύναμής του, η συμφωνία είναι αναγκαστικά ετεροβαρής. Οι μακεδονικές παραχωρήσεις είναι όχι απλώς μεγαλύτερες, αλλά κυρίως πλήττουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, με την πρόσθετη επιβολή της, γνωστής στην Ελλάδα των μνημονίων, νεοφιλελεύθερης μεθόδου της “ελεύθερης αποδοχής” των όρων που επιβάλλουν οι ισχυροί. . Η Δημοκρατία της Μακεδονίας πρέπει να αναγνωριστεί με το σημερινό συνταγματικό όνομά της. Η γειτονική χώρα ονομαζόταν με το όνομα Μακεδονία για μισό αιώνα στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας και το ελληνικό κράτος το είχε αποδεχτεί και ουδέποτε είχε βγει κανείς στο δρόμο να διαμαρτυρηθεί. Η αλλαγή της ονομασίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι μια ακόμη εφαρμογή του δικαίου του ισχυρότερου στις διακρατικές σχέσεις.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι η συνθήκη έχει σημαντικές ιδεολογικές συνέπειες για το κυρίαρχο ελληνικό εθνικό αφήγημα περί Μακεδονίας. Αναγνωρίζει ότι ενα σλαβικό εθνικό-πολιτιστικό σύνολο συνυπάρχει παράλληλα με ένα ελληνικό στο γεωγραφικό χώρο που ονομάζεται Μακεδονία. Οι πολίτες της γειτονικής χώρας ονομάζονται Μακεδόνες και η γλώσσα τους αναγνωρίζεται ως μακεδονική. Αυτές οι αναγνωρίσεις είναι δίκαιες και ανταποκρίνονται στην ιστορική κοινωνική εξέλιξη των Βαλκανίων. Υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσαν μια λογική διαπίστωση της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά με τον τρόπο που αναπτύχθηκε η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο μακεδονικό ζήτημα τη δεκαετία του ‘90 μοιάζουν ριζοσπαστικές καθότι το γειτονικό έθνος θεωρούνταν “ανύπαρκτο”, “κατασκεύασμα” και αδιανόητο να φέρει το Μακεδονικό προσδιορισμό, ο οποίος ήταν μονοπώλιο των υποτιθέμενων απευθείας απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να “χωνευτούν” από τον ελληνικό μακεδονολάγνο εθνικισμό στον οποίο το ελληνικό κράτος επένδυσε και τον οποίο γιγάντωσε. Δυστυχώς, η συμφωνία υπογράφεται από μια κυβέρνηση της “Αριστεράς” που έχει υπονομεύσει την αξιοπιστία των αξιών της Αριστεράς στα μάτια της κοινωνίας και αδυνατεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει “προοδευτικές δυνάμεις” για ο,τιδήποτε. Αντιθέτως, αντί να άρει μονομερώς την κατάσταση παρία που μονομερώς έχει επιβάλει στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, υπόσχεται να το κάνει, σύμφωνα με την “εθνική γραμμή” στο μακεδονικό, δηλαδή με έναν τελευταίο εκβιασμό, υλοποιώντας (που είναι αλήθεια) ό,τι αποφάσισαν και δεν εφάρμοσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
3. Πέρα από το όνομα, το οποίο μπορεί άλλωστε, λόγω εθνικιστικών υπερεπενδύσεων ή κοινωνικών βιωμάτων, να γίνει το μπούμερανγκ στη συμφωνία, ιδιαίτερα σημαντικό, από τη δική μας σκοπιά και από την ιστορική μας θέση, είναι και η πρόσθετη ταφόπλακα που επιβάλλει το ελληνικό κράτος σε κάθε συζήτηση για τη μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα (όπως κάνει άλλωστε και για τις άλλες εθνικές μειονότητες, π.χ. την τούρκικη). Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα μειονοτικό ζήτημα εκ του μηδενός. Θέλουμε να αναγνωριστεί το ιστορικό έγκλημα της καταπίεσης των “άλλων” στο βόρειο τμήμα της χώρας και να αναγνωριστεί το δικαίωμα επιτέλους να διδάσκονται τη γλώσσα που μιλάνε στο σπίτι τους χιλιάδες Έλληνες πολίτες ακόμη και σήμερα!
4. Συνοψίζοντας τη θέση μας λέμε ότι υποστηρίζουμε την αναγνώριση των γειτόνων μας ως Μακεδόνων και της ύπαρξης μακεδονικής γλώσσας. Θεωρούμε δυνητικά επικίνδυνη μια αλλαγή του ονόματος της γειτονικής χώρας. Καταδικάζουμε τις προσπάθειες ακόμη και σήμερα να αμφισβητηθεί η ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Καλωσορίζουμε στη συμφωνία ό,τι υπονομεύει τον ολέθριο εθνικιστικό παροξυσμό που δηλητηρίασε την ελληνική κοινωνία από τις αρχές της δεκαετίες του ‘90 και οδήγησε σε μια ρατσιστική αντιμετώπιση των βόρειων γειτόνων. Είμαστε αντίθετοι σε αδικίες που θα αναπαράγουν εθνικές πικρίες στο διηνεκές. Αποτελεί άλλη μία απόδειξη της ανικανότητας του καπιταλισμού να λύνει κοινωνικές αντιθέσεις, ιδιαίτερα εθνικές, που ο ίδιος κατά πολύ δημιουργεί. Η συνολική μας πολιτική στάση, ωστόσο, καθορίζεται από την ιστορική στιγμή σήμερα στην Ελλάδα, όπου η συμφωνία δέχεται καθολικά κριτική από το εθνικιστικό μπλοκ, ενώ την ίδια ώρα η αριστερή αντιπολίτευση ενοχοποιεί αποπροσανατολιστικά το γειτονικό κράτος ως δυνάμει πράκτορα του δυτικού ιμπεριαλισμού.
5. Η ιστορική μεταβολή του status quo στα Βαλκάνια με την μετατροπή των παλιών γραφειοκρατιών του “υπαρκτού σοσιαλισμού” σε νέες εθνικές αστικές τάξεις απαντήθηκε επιθετικά από το ελληνικό κράτος και τον εθνικισμό του. Το αστικό πολιτικό προσωπικό, με τη συνδρομή τμήματος της τότε αριστεράς, που συνέχειά της είναι και το σημερινό κυβερνητικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, οργάνωσε μια εκστρατεία εθνικής κινητοποίησης από το 1992 ενάντια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, μετεξέλιξη της αναγνωρισμένης από το ελληνικό κράτος στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου ομόσπονδης Γιουγκοσλαβικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Απέτρεψε την αναγνώριση της νέας κρατικής οντότητας με το συνταγματικό της όνομα από τον ΟΗΕ (έγινε δεκτή ως FYROM) και από μια σειρά διακρατικών θεσμών και έφτασε στο σημείο να εξετάζει το ενδεχόμενο στρατιωτικού διαμελισμού του νέου γειτονικού κράτους ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία του Μιλόσεβιτς. Αποκορύφωμα της επιθετικής πολιτικής στο εξωτερικό και της καλλιέργειας μια εθνικιστικής υστερίας στο εσωτερικό ήταν η επιβολή οικονομικού εμπάργκο από την κυβέρνηση Παπανδρέου το 1994. Η σχέση των δύο χωρών εξαρχής καθορίστηκε από το συστηματικό εκβιασμό του ελληνικού κράτους προς το ασθενέστερο μακεδονικό. Αποτέλεσμα των ελληνικών εκβιασμών και της διεθνούς διαμεσολάβησης ήταν η “ενδιάμεση συμφωνία” του 1995 όπου η γειτονική δημοκρατία συμφώνησε να αλλάξει σημαία και κρατικά σύμβολα (το λεγόμενο “Ήλιο της Βεργίνας”), αναγνωρίστηκε ως ΠΓΔΜ από το ελληνικό κράτος, καθιερώθηκε μια τυπική διπλωματική σχέση (προξενικά γραφεία), συμφωνήθηκε ο αμοιβαίος σεβασμός των κοινών συνόρων και αποφασίστηκε ότι το μόνο ζήτημα που μένει ως αντικείμενο διεθνούς διαμεσολάβησης στα πλαίσια του ΟΗΕ είναι το όνομα του γειτονικού κράτους χωρίς να θιγούν από τη συμφωνία ζητήματα ιθαγένειας και γλώσσας. Ακολούθησε μια επιθετική πολιτική επέκτασης από το ελληνικό κεφάλαιο, όπου για μακρά σειρά ετών ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος επενδυτής σε άμεσες ξένες επενδύσεις στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Παγιώθηκε ένα διπλό διπλωματικό καθεστώς, όπου οι περισσότερες χώρες αναγνώρισαν στις διμερείς σχέσεις τη Δημοκρατία της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα, αλλά διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ, η ΕΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης αναγνώρισαν τη χώρα ως ΠΓΔΜ, ενώ, έτσι, η Ελλάδα ασκεί βέτο στην ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Οι γεωπολιτικοί υπολογισμοί του ελληνικού κράτους οδήγησαν σε μια χαλάρωση της σκληρής στάσης, όταν εκδηλώθηκε η βίαιη πολεμική σύρραξη ανάμεσα στις μακεδονικές κυβερνητικές δυνάμεις και Αλβανούς αυτονομιστές το 2001. Η πολιτική σταθεροποίηση της γειτονικής χώρας και η αποτροπή του αλβανικού αλυτρωτισμού βάρυνε στη διαμόρφωση της λεγόμενης νέας “εθνικής γραμμής”, υπό τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, το 2008, που αποδέχτηκε λύση στην ονοματολογική διαμάχη με σύνθετη ονομασία, που erga omnes (για εσωτερική και διεθνή χρήση) θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον όρο “Μακεδονία” με γεωγραφικό προσδιορισμό. Όμως, από τότε μέχρι και σήμερα οι ελληνικές κυβερνήσεις συνέχιζαν απλά να εκβιάζουν τη γειτονική δημοκρατία και να την κρατάνε στο επίπεδο ενός κράτους-παρία στην περιοχή των Βαλκανίων.
6. Η δεξιά κριτική στη σημερινή συμφωνία την παρουσιάζει σαν μια προδοτική συμφωνία των ανθελλήνων της αριστεράς που αναγνωρίζουν μακεδονική εθνότητα και γλώσσα. Η αριστερή πατριωτική κριτική την παρουσιάζει σαν υποταγή στον ιμπεριαλισμό, τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ -ο Τσίπρας είναι “το καλό παιδί” της ΕΕ- και η αριστερή, μη πατριωτική, κριτική της σαν υποταγή στην ελληνική άρχουσα τάξη και την επιθετικότητά της -ο Τσίπρας το “καλό παιδί” της αστικής τάξης. Η συμφωνία έγινε σήμερα δυνατή από την ελληνική πλευρά γιατί την ευνοούν οι τρέχοντες γεωστρατηγικοί συσχετισμοί και είναι σύμφωνη με τους υπολογισμούς της ελληνικής αστικής τάξης. Οι ευρύτερες κινήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη Βαλκανική από τη σύνοδο των Βαλκανικών ηγεσιών στο Βουκουρέστι, τις διπλωματικές κινήσεις με Βουλγαρία και Αλβανία (καθορισμός ΑΟΖ) έχουν σαν στόχο πρώτιστα την επανάκαμψη του ελληνικού κεφαλαίου και της επιρροής στα Βαλκάνια και τον περιορισμό της τουρκικής επιρροής ώστε να επιδοθεί στο βασικό μέτωπο του καθορισμού της ΑΟΖ της νοτιανατολικής Μεσογείου και του αποκλεισμού της Τουρκίας από τα εικαζόμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων της περιοχής. Οι “καλές υπηρεσίες” προς ΕΕ και ΝΑΤΟ παίζουν ένα ρόλο αλλά δευτερεύον. Αφορούν λιγότερο τις διευκολύνσεις για το χρέος και περισσότερο τις παραπάνω γεωπολιτικές βλέψεις αναβάθμισης της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας και, στρατηγικά, όπως το έθεσε ο Ν. Κοτζιάς, επαναπεριφερειοποίησης των Βαλκανίων από την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση άδραξε αποφασιστικά την ευκαιρία που της έδωσε η κυβερνητική μεταβολή στη Δημοκρατία της Μακεδονίας για να οικοδομήσει την εικόνα των διαδοχικών success story της Ελλάδας : Έξοδος απ’ τα μνημόνια, ανασυγκρότηση του διπλωματικού χάρτη των Βαλκανίων με πρωταγωνιστή την Ελλάδα και, στον ορίζοντα, “ενεργειακή κοσμογονία”. Πρόκειται για το ιδεολογικό περίβλημα της αντεπίθεσης του ελληνικού καπιταλισμού μετά την περίοδο μνημονιακής συρρίκνωσης των ανοιγμάτων του εκτός συνόρων. Οι δυσκολίες στην κινητοποίηση των μαζών και στη δημιουργία κοινωνικών συνασπισμών σαν αυτούς που στήριξαν το “ρεύμα του εκσυγχρονισμού” στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 είναι προς το παρόν ανυπέρβλητες. Η κατάρρευση των αντιμνημονιακών αυταπατών έχει επιτρέψει την εμφάνιση μιας αντιδραστικής, εθνικιστικής δεξιάς στο δρόμο με τα μακεδονομαχικά συλλαλητήρια. Ο “φιλελεύθερος” Μητσοτάκης επιχειρεί να αποτρέψει την εμφάνιση ενός μαζικού πολιτικού ρεύματος στα δεξιά της ΝΔ και τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να επιβιώσουν στρεφόμενα στο λαϊκισμό τον οποίο υποτίθεται καταπολεμούν στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι “βαθιές αφηγήσεις” βγαίνουν στην επιφάνεια σαν λαϊκή δυσαρέσκεια στο κενό προοδευτικής αντιπολίτευσης.
7. Σε αυτές τις συνθήκες, η απόφαση του ελληνικού κεφαλαίου ή του κυριότερου τμήματός του να τελειώνει με την επιβολή καθεστώτος παρία στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, κυρίως για δικούς του επεκτατικούς λόγους, και η υλοποίηση αυτής της απόφασης εκλαμβάνεται σε πλατιά στρώματα ως μια νέα ήττα, αφού η οριστική αναγνώριση της Μακεδονίας θα αφαιρέσει το τελευταίο αντικειμενικό στοιχείο εκβιασμού στη διεθνή σκηνή. Οι ομόφωνες, περίπου, αντιδράσεις του πολιτικού προσωπικού δεν είναι απλώς τακτικίστικες, γιατί πρέπει αναγκαστικά να χειριστούν το πλήγμα στην εθνική μυθολογία που έχουν καλλιεργήσει και που αυτό ακριβώς αρνιέται, ότι οι γείτονες δηλαδή είναι φυσιολογικοί άνθρωποι και πληθυσμοί που οφείλουμε να τους αναγνωρίζουμε σαν τέτοιους.
8. Το ελληνικό κράτος έχει ασκήσει ρεαλ πολιτίκ στηριζόμενο στον πυρετώδη εθνικό φανατισμό και την αδιαλλαξία γύρω από το μακεδονικό ζήτημα, ιδιαιτέρως εμπεδωμένα στην κοινωνική βάση των αστικών κομμάτων εξουσίας στη βόρεια Ελλάδα. Τα συνθήματα περί αποκλειστικής ελληνικότητας της Μακεδονίας έχουν παγιωθεί σαν καθολική και αδιαμφισβήτητη αλήθεια στην κοινωνική συνείδηση, σαν επίσημη εθνική ιδεολογία πέρα από τα ξεσπάσματα και τις εξάρσεις των σκληρότερων δεξιών και ακροδεξιών εθνικιστικών κύκλων, της Εκκλησίας, του στρατού και του βαθιού κράτους. Η εθνική κινητοποίηση χρησιμοποιήθηκε με τον κλασικό τρόπο για να ταυτιστούν οι μάζες με το κράτος και την πολιτική ηγεσία τους, να στραφεί η αγανάκτησή τους σε “εξωτερικούς εχθρούς”, ειδικά σε μια περίοδο οξείας επίθεσης στα εργατικά συμφέροντα (κυβέρνηση Μητσοτάκη 90-93). Οι “μάζες” επίσης χρησιμοποιήθηκαν σαν διαπραγματευτικό χαρτί στην κυνική διπλωματία του ελληνικού κράτους που αρχικά απέρριψε οποιαδήποτε χρήση του όρου Μακεδονία στην ονομασία της γειτονικής χώρας και αργότερα ανακάλυψε ότι μπορεί με κάποιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί ο όρος όταν αυτό συνέφερε τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών. Με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιείται ο ρατσισμός στο εσωτερικό της χώρας απέναντι σε μετανάστες και μετανάστριες που έρχονται από χώρες που βρίσκονται χαμηλότερα στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας από την Ελλάδα, χρησιμοποιείται και η ρατσιστική αναπαράσταση του ασθενέστερου και φτωχότερου γειτονικού λαού της Μακεδονίας σαν “γυφτοσκοπιανών”. Η κατοπινή προσπάθεια οικονομικής άλωσης του γειτονικού κράτους που έγινε πάνω στο έδαφος της εθνικής υποτίμησης του μακεδονικού λαού, ήταν το λογικό της συμπλήρωμα.
9. Η επίσημη ελληνική εθνικιστική ιδεολογία που συγκροτήθηκε την περίοδο 91-95 στηριζόταν στην ιδέα του αυταπόδεικτου ελληνικού χαρακτήρα και εθνικής ιστορικής συνέχειας στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας από την εποχή του Αλεξάνδρου ως τις μέρες μας και χρησιμοποιούσε μια “βαθιά” ιστορική αφήγηση για να κινητοποιήσει μάζες γύρω από τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Οι γείτονες ήταν ιστορικά αόρατοι στην ελληνική δημόσια συζήτηση κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν “καπηλευτές” της εθνικής “μας” ιστορίας μας με την πτώση της Γιουγκοσλαβίας και τη γεωπολιτική αναδιάταξη των Βαλκανίων. Το μακεδονικό έθνος, όπως το επανέλαβε ο Μίκης Θοδωράκης στο εθνικιστικό συλλαλητήριο στην Αθήνα, είναι “κατασκεύασμα” του Τίτο. Ιστορικές “κατασκευές” είναι όλα τα έθνη και η ιστορική κατασκευή της Ελληνικής Μακεδονίας είναι η τραγική ιστορία αιματηρών πολέμων, στρατιωτικής κατάκτησης, ανταλλαγής πληθυσμών και καταπίεσης της σλαβικής μακεδονικής μειονότητας. Επειδή στηρίζονται σε μύθους, επειδή είναι ιστορικά δημιουργήματα, δεν σημαίνει ότι τα έθνη δεν είναι κάτι “πραγματικό”. Η πραγματικότητα καθορίζεται κυρίως από τη συγκρότηση εθνικών κρατών. Υπάρχει μια κρατική συνέχεια της Λαϊκής, έπειτα Σοσιαλιστικής και μετά σκέτο Δημοκρατίας της Μακεδονίας 70 και πλέον χρόνων, που ο ελληνικός εθνικισμός δεν θα μπορούσε να εξαφανίσει.
10. Η επίκληση ιστορικών αληθειών ότι Σλαβικοί πληθυσμοί που αναγνωρίζονται σαν μακεδονικό έθνος έχουν τόση μακραίωνη παρουσία στην ιστορική περιοχή της Μακεδονίας που είχαν λόγους να διαμορφώσουν μια εθνική συνείδηση τοπική-μακεδονική όπως και έγινε, ότι το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατακτήθηκε στρατιωτικά στις αρχές του 20ου αιώνα και η ελληνική ταυτότητα επιβλήθηκε με την ανταλλαγή πληθυσμών, την εγκατάσταση στην περιοχή των προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου και βίαιο εξελληνισμό της σλαβικής μειονότητας μοιάζουν αδιάφορα μπροστά στη μετατροπή της εθνικής αφήγησης στο αδιαμφισβήτητο “παρόν” της εκπαίδευσης, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της αυταπόδεικτης βεβαιότητας ότι η Μακεδονία είναι μια περιοχή της Ελλάδας. Γι’ αυτό και η συμφωνία, ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε αστικές τάξεις και πολιτικές ελίτ, που “αναγνωρίζει” με νομικές και θεσμικές συνέπειες την ύπαρξη των γειτόνων ως Μακεδόνων θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αποδοχή του γειτονικού έθνους σαν πραγματικού και την ίδια ώρα θα αποτελέσει ένα πλήγμα στην ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού.
11. Τα εθνικά κράτη θέλουν να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως αποκρυστάλλωση προαιώνιων κοινοτήτων με απαράλλαχτο σταθερό πυρήνα το αίμα, τον πολιτισμό, τη γλώσσα ή όλα μαζί όπως στην περίπτωση του ελληνικού εθνικισμού. Από τις απαρχές του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα μέχρι σήμερα, από το Ρήγα Φεραίο μέχρι το “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” της δικτατορίας και πέρα απ’ αυτό, ο ορισμός του ελληνικού έθνους, ποιους περιλαμβάνει, με ποιους μπορεί να φτιάξει κράτος, ποιες ήταν οι ιστορικές φάσεις εξέλιξής του μέχρι το ποια είναι η γλώσσα αυτού του έθνους ήταν ιστορικά διακυβεύματα υποκείμενα σε αναθεωρήσεις και διαμάχες παρά τους ισχυρισμούς περί αναλλοίωτης εθνικής ταυτότητας. Το ίδιο και ο μακεδονικός εθνικισμός πέρασε από την εξιδανίκευση -την περίοδο της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο- των υπαρκτών κοινωνικών/ταξικών χαρακτηριστικών της εξέγερσης του Ίλιντεν και την υπογράμμιση του αυτόνομου Μακεδονικού χαρακτήρα της, σε βάρος κυρίως της βουλγαρικής ιστοριογραφίας, προς τον εξαρχαϊσμό και την αναζήτηση ιστορικών ριζών στα βάθη του χρόνου την περίοδο που ακολούθησε την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η σημερινή κυβέρνηση Ζάεφ επιχειρεί μια τομή σε σχέση μ’ αυτή την τάση, η οποία επιδιώκει να ρίξει γέφυρες τόσο στο εσωτερικό της χώρας με την αλβανική κοινότητα όσο και στο εξωτερικό αποφορτίζοντας, όχι μόνο τη διαμάχη με την Ελλάδα, αλλά και εκείνη με τη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα μάλιστα τον κοινό εορτασμό για πρώτη φορά της επετείου του Ίλιντεν. Από τη στιγμή που η ίδια η “κομμουνιστική” ηγεσία της Μακεδονίας ηγήθηκε της μετάβασης σε μια αστική δημοκρατία και οικονομία της αγοράς, είναι σαφές ότι όλες οι κυβερνήσεις της γειτονικής χώρας βλέπουν τον εαυτό τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, η εθνική ρητορική της νέας κυβέρνησης Ζάεφ μοιάζει ως διαφωτισμένη σε σχέση με άλλες εθνικές αφηγήσεις στα Βαλκάνια, ειδικά με την αναζωπύρωση των εθνικών ανταγωνισμών στη Βοσνία και ανάμεσα στη Σερβία και την Αλβανία γύρω από την ανεξαρτησία του Κόσοβο.
12. Η ελληνική αριστερά πέραν του ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικό βαθμό καταγόμενη από την ίδια ιστορική μήτρα (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΝΑΡ) έχει συντονιστεί σε μια απέλπιδα προσπάθεια απόρριψης της συμφωνίας που ρίχνει νερό στο μύλο της αντίδρασης. Η κοινή συνισταμένη της κριτικής τους είναι ότι η συμφωνία προπάντων προωθεί τα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή, τη μετατροπή της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε βάση του ΝΑΤΟ αρότι προσπαθούν να πάρουν μικρότερες ή μεγαλύτερες αποστάσεις από την κυρίαρχη εθνικιστική αντιπολίτευση, κυρίως προσθέτοντας και την ελληνική άρχουσα τάξη και τα συμφέροντά της στην ανάλυση. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και κάθε “ιμπεριαλιστικής λυκοσυμμαχίας” που υπάρχει στον πλανήτη, ζητάνε από την ελληνική αστική τάξη ούτε λίγο ούτε πολύ να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ και την ΕΕ από τα μέσα. Μιας που δεν είναι να δυνατό να βγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, να τη χρησιμοποιήσουμε ώστε να συνεχίσει να κρατάει τη Δημοκρατία της Μακεδονίας απ’ έξω από αυτούς τους οργανισμούς: Πανούργοι αντιιμπεριαλιστές. Η αθλιότητα αυτή της άποψης συνοδεύεται από την ανικανότητα να συνειδητοποιήσουν ότι, αν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ διευρύνονται στην περιοχή, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης βρίσκεται στο πάλαι ποτέ κοινωνικό στρατόπεδο του “υπαρκτού σοσιαλισμού” του οποίου τα συμφέροντα πρακτόρευαν στην Ελλάδα. Οι γραφειοκρατίες εξευτέλισαν το σοσιαλισμό στα μάτια εκατομμυρίων εργαζομένων στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια και όταν έφτασε η κατάλληλη ώρα οδήγησαν τις χώρες τους στην οικονομία της αγοράς μετατρεπόμενες σε νέους καπιταλιστές. Αυτή η άποψη συνεπώς δεν αντιπαλεύει με σοβαρό τρόπο κανένα ιμπεριαλιστικό συνασπισμό. Απλά συμπράττει στην εθνικιστική υποτίμηση του γειτονικού κράτους με αριστερές πινελιές ιδεολογικής απονομιμοποίησης. Δυνάμεις που λειτουργούν κανονικά μέσα στις πολιτικές και θεσμικές δομές μιας χώρας που συμμετέχει σ’ όλους τους διεθνείς διακρατικούς θεσμούς κουνάνε ένα αντιιμπεριαλιστικό δάχτυλο στη μικρή γειτονική χώρα την οποία η δική τους “πατρίδα” συστηματικά εκβιάζει! Το μίγμα αυτό όταν περιπλέκεται με καμπισμό (τα σχέδια του ΝΑΤΟ περικύκλωσης της Ρωσίας και του σιιτικού άξονα στη Μέση Ανατολή) γίνεται εκρηκτικά αποπροσανατολιστικό για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες της χώρας. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μακεδονία αφορά δύο αστικές δημοκρατίες, μια παλιά και μια καινούργια, μια ισχυρότερη και μια ασθενέστερη, όπου η μία χρησιμοποιεί την προνομιακή της θέση στους διεθνούς οργανισμούς του κεφαλαίου για να επιβάλλει τις δικές της εθνικές επιδιώξεις στην περιοχή των Βαλκανίων και για να ξαναγραφεί η ιστορία τους.
13. Η διαιώνιση της εθνικιστικής αντιπαράθεσης με το γειτονικό, μακεδονικό, λαό είναι σε βάρος της ανάπτυξης ταξικής συνείδησης στη χώρα και αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες των βαλκανικών χωρών. Η άρση του καθεστώτος παρία που έχει επιβάλει το ελληνικό κράτος στη Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι το ελάχιστο που οφείλει να κάνει η ελληνική πλευρά και αυτό οφείλουμε να το υποστηρίξουμε απέναντι σε όλες τις αντιδράσεις, που στην πράξη, αν όχι και στα λόγια, θα δικαιολογούσαν, έτσι, τη διαιώνιση των ελληνικών κρατικών βέτο. Οφείλουμε ταυτόχρονα να δούμε ότι η βάση των εθνικών αντιπαραθέσεων δεν εξαφανίζεται, γιατί σε καθεστώς αγοράς, δηλαδή ανταγωνισμών, ο καπιταλισμός αναγκαστικά αναπαράγει τις σχέσεις επιβολής, ταπεινώσεων, φτώχειας, εκμετάλλευσης, κλπ. Και αυτός είναι ο λόγος που μας κάνει να πούμε ότι ο αγώνας δεν τελειώνει, έως ότου οι εργαζόμενοι αναλάβουν τα ηνία αυτής της κοινωνίας.
ΤΠΤ
[Τεταρτοδιεθνιστική Προγραμματική Τάση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος,
ελληνικού τμήματος της 4ης Διεθνούς]