Η προτεινόμενη απόφαση στηρίζεται σε μια θεμελιακά λαθεμένη εκτίμηση της συμφωνίας των Πρεσπών ως πάνω-κάτω το ίδιο κακή με τη δεξιά/ακροδεξιά -και ορισμένες φορές εκ των αριστερών- σοβινιστική κριτική της στην Ελλάδα.
Από την άλλη, επαναλαμβάνει το γνώριμο αριστερίστικο ελιγμό που “πετάει την μπάλα στην κερκίδα”. Στη δοσμένη περίοδο η “διεθνιστική ανατροπή” οποιασδήποτε διακρατικής συμφωνίας της Ελλάδας δεν είναι ρεαλιστική. Το σύνθημα αυτό είναι αφηρημένα προπαγανδιστικό. Για να διατηρούμε ήσυχη τη συνείδησή μας και να ξεφεύγουμε από τα πιεστικά διλήμματα της πραγματικότητας.
Διπλωματικός συμβιβασμός ή διατήρηση του status quo είναι η επιλογή και στις δύο πλευρές. Οι δύο προοπτικές αυτές πρέπει να σταθμιστούν ως προς τις συνέπειές τους στον πραγματικό πολιτικό και ιδεολογικό συσχετισμό την επόμενη μέρα πάνω στις εργατικές τάξεις και των δύο χωρών, να σταθμιστεί ποια προοπτική θα ευνοήσει ή θα δυσχεράνει το έργο των διεθνιστών και διεθνιστριών ώστε οποιαδήποτε ανατροπή να καταστεί εφικτή.
Γι’ αυτό η απόφαση αυτή πρέπει να αναθεωρηθεί ριζικά ή να μη δει ποτέ το φως της ημέρας. Γιατί θα αποτελούσε ριζική τομή στην ιστορία του ελληνικού τμήματος της 4ης Διεθνούς, που δεν έχει διστάσει ποτέ να βρεθεί ενάντια στο ηγεμονικό εθνικιστικό ρεύμα, στη δεξιά και στην αριστερίστικη εκδοχή του (θυμίζουμε ενδεικτικά: Μακεδονία -πάλι!-, και μετά Κόσσοβο και Βοσνία, δεκαετία ‘90, σχέδιο Ανάν δεκαετία 2000, κλπ., …).
Διαβάζουμε “η πρωτοφανής στα χρονικά συμφωνία αλλαγής του συντάγματος μιας χώρας κατ’επιταγή μιας ισχυρότερης”. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία της ελληνικής επανάστασης όπου το σύνταγμα και το πολίτευμα της επαναστατημένης Ελλάδας άλλαξαν αλλεπάλληλες φορές προς χάρη της εύνοιας των μεγάλων δυνάμεων μέχρι την εγκαθίδρυση του Βασιλείου της Ελλάδας…
Το κείμενο χρησιμοποιώντας επίθετα όπως “πρωτοφανής”, “αντιδραστική”, “ντροπιαστική” κοκ προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την κριτική στη συμφωνία και να την εξισώσει με το απεχθή χαρακτήρα της σοβινιστικής αντιπολίτευσης σ’ αυτή. Χάνεται το μέτρο της πραγματικότητας.
Η αλλαγή στην ονομασία και το σύνταγμα –την οποία δεν επιθυμούσαμε ούτε επιθυμούμε– είναι καλύτερη ή χειρότερη από τη διατήρηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως ενός ιδιότυπου κράτους-παρία κατά το σημερινό status quo;
Μπορούμε να συζητήσουμε αλλά όχι να παρουσιάσουμε ως πολιτικό θέσφατο το τι είναι καλό για την μακεδονική εθνότητα γενικώς. Είμαστε ενάντια στην πολιτική του ελληνικού κράτους και στους εκβιασμούς της. Πρέπει να δείξουμε κατανόηση αν τυχόν ένα πλειοψηφικό τμήμα των Μακεδόνων πολιτών αποδεχτεί το συμβιβασμό της συμφωνίας κουρασμένο από τα αδιέξοδα του μακεδονικού εθνικισμού που προωθήθηκε από τις κυβερνήσεις του VMRO.
Το προτεινόμενο κείμενο μάλιστα έχει γενικώς “άποψη” για το τι είναι καλό για τον μακεδονικό έθνος. Η διατύπωση ότι “ο Ζάεφ.. κάνει τεράστιες, ουσιώδεις παραχωρήσεις, προκειμένου να ενταχθεί στους υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς” είναι ενδεικτική. Προβάλλει μια “αριστερή πατριωτική” οπτική στην… Μακεδονία. Σαν να ομιλεί ένας Μακεδόνας Λαφαζάνης.
Από τη δική μας πλευρά, πρέπει απλά να σεβαστούμε τη λαϊκή θέληση των γυναικών και ανδρών της Μακεδονίας και να την ερμηνεύσουμε είτε απορρίψουν είτε αποδεχτούν τη συμφωνία στο επικείμενο δημοψήφισμα. Αυτοί και αυτές θα αποφασίσουν σύντομα πόσο ταπεινωτική είναι η αλλαγή της ονομασίας και του συντάγματος της χώρας.
Το σχέδιο επίσης είναι αμφίσημο και αυτοαναιρούμενο ακόμη και στο ζήτημα της αριστερής πατριωτικής καταγγελίας του ευρωατλαντισμού ως βασικού λόγου απόρριψης της συμφωνίας. “Οι αξιωματούχοι της ΕΕ και του ΝΑΤΟ έχουν κάθε λόγο να χαίρονται. Η επέκταση στα Βαλκάνια προχωράει απρόσκοπτα, σε βάρος του ανταγωνιστικού ιμπεριαλισμού της Ρωσίας. Αυτό συνιστά μια επικίνδυνη εξέλιξη τόσο για την ευρύτερη την περιοχή, καθώς επεκτείνεται η πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και η μηχανή λιτότητας και ρατσισμού της ΕΕ, όσο και για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, καθώς το μόνο που θα σημάνει είναι ενίσχυση του μιλιταρισμού, αύξηση των πολεμικών δαπανών και προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής” για να ειπωθεί στη συνέχεια ότι η αντιπαράθεση στην ΕΕ είναι υπόθεση των ίδιων των Μακεδόνων και δεν μπορεί να γίνει καθ’υπαγόρευση της ενθάδε εθνικιστικής αντίδρασης (της ελληνικής αριστεράς όμως;)
Προβλέπεται κάποια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της Μακεδονίας υπό τη διατήρηση του σημερινού status quo; Είναι ή δεν είναι ελντοράντο των ξένων επενδυτών εδώ και είκοσι χρόνια; Έκλεισε τα σύνορά της σε συνεργασία με τους “σκληρούς της κεντρικής Ευρώπης” στους πρόσφυγες χωρίς να είναι μέλος της ΕΕ;
1. Η διατήρηση του προ της συμφωνίας status quo από την πλευρά της Ελλάδας το μόνο που θα κάνει είναι να αναπαραγάγει την υποδεέστερη θέση του γειτονικού κράτους έναντι του ελληνικού. Σε αυτό πρέπει να διατυπωθεί σαφής θέση: υποστηρίζουμε την άρση του καθεστώτος παρία της Δημοκρατίας της Mακεδονίας έστω και αν ταυτόχρονα κατακρίνουμε τους ελληνικούς εκβιασμούς που επιβάλλει η συμφωνία.
2. Η θέση μας για τη συμφωνία: είναι ένας ρεαλιστικός συμβιβασμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις των δύο χωρών στις δοσμένες συνθήκες που, από τη μια, εξυπηρετεί τους τρέχοντες γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς της ελληνικής αστικής τάξης αλλά από την άλλη σχετικοποιεί και δημιουργεί ρήγματα στην εθνικιστική ιδεολογία όταν δύο γενιές Ελλήνων και Ελληνίδων έχουν γαλουχηθεί με το ιδεολόγημα “η Μακεδονία είναι ελληνική”. Μισή ντροπή (εθνότητα, γλώσσα, διατήρηση του όρου Μακεδονία στο όνομα) της ελληνικής. Μισή ντροπή (αλλαγή ονομασίας, συντάγματος, εξαφάνιση μειονότητας) της μακεδονικής αστικής τάξης. Υποστηρίζουμε τις παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς και επιχειρηματολογούμε υπέρ τους. Παίρνουμε σαφή θέση κατά των ελληνικών εκβιασμών, ειδικότερα στο ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας. Μια προκήρυξη σχετικά με το “γιατί πρέπει να αναγνωριστεί μακεδονική μειονότητα” θα αποτελούσε πιο σημαντική διεθνιστική παρέμβαση από μια αφηρημένη επίκληση “διεθνιστικών ανατροπών”. Η συμφωνία αυτή είναι τόσο καλή όσο μπορεί να είναι μια συμφωνία εθνικών αστικών τάξεων. Προπαγανδίζουμε μια διεθνιστική και εργατική αντίληψη για το μέλλον των εργατικών τάξεων των Βαλκανίων. Αλλά έχουμε ξεκάθαρα στο μυαλό μας και στο δημόσιο λόγο μας ότι θα είμαστε υποχρεωμένοι να την υποστηρίξουμε κριτικά απέναντι στη μαύρη αντίδραση αν και εφόσον καταστεί αναγκαίο.
3. Πρέπει να αποδομήσουμε την αντινατοϊκή πομφόλυγα της ελληνικής αριστεράς και όχι να υποκλινόμαστε σ’ αυτή προτού ψελλίσουμε κάτι διεθνιστικό. Η αντινατοϊκή και αντιεε ρητορεία είναι μανδύας του ελληνικού εθνικισμού και τίποτα παραπάνω στη συζήτηση για το μακεδονικό ζήτημα. Η επιστροφή του ΚΚΕ σε μια ανάγνωση των γεωπολιτικών συσχετισμών και σε ένα ντούρο αντιιμπεριαλισμό στο στυλ της δεκαετίας του ‘90, με σταθμό τη “σφαγή της Συρίας από το δυτικό ιμπεριαλισμό”, έχει απελευθερώσει από ενοχές και δισταγμούς την υπόλοιπη πατριωτική αριστερά, συμπεριλαμβανομένης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αναπαράγει τα ίδια ιδεολογήματα για τη μετατροπή της Μακεδονίας σε βάση των ιμπεριαλιστών όπως για δεκαετίες αυτό το φάσμα της αριστεράς υποστήριζε ότι η Τουρκία λειτουργεί ως πράκτορας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Η απάντηση είναι απλή: δώσε ένα προοδευτικό κοινωνικό παράδειγμα στη χώρα σου που να αποτελεί εναλλακτική στην απογοητευτική ιστορική εμπειρία των κοινωνιών στα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση του “υπαρκτού” στην Ανατολική Ευρώπη, κάτι που είναι ριζικά διαφορετικό από την προσχώρηση σε ένα ανταγωνιστικό μπλοκ δυνάμεων προς το δυτικό ιμπεριαλισμό. Αυτές οι δυνάμεις (Ρωσία-Ιράν-Συρία-Χεζμπολάχ) δεν συνιστούν μια πραγματικά ελκυστική εναλλακτική για τους λαούς των Βαλκανίων απέναντι στο ρατσισμό της ΕΕ και τον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ.
4. Οι πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες δείχνουν σήμερα τη δυνατότητα ανάδειξης μιας αντιδραστικής εθνικιστικής πολιτικής πρότασης (προτάσεων) στο φόντο της εξάντλησης του αριστερού αντιμνημονιακού αφηγήματος εξόδου από την κρίση, στη συγκρότηση νέων κοινωνικών συνασπισμών όπου τμήματα των αστικών τάξεων αναβαπτίζονται στην κοινωνική κολυμπήθρα σε μια βάση εθνικιστική, ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική. Ακόμα και αν δεν γίνει στην Ελλάδα αυτό που γίνεται στις ΗΠΑ ή πλέον στη γειτονική Ιταλία, μια συνολική δεξιά αντιδραστική μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού είναι σε εξέλιξη. Ο περιορισμός της αριστεράς σε αριστερό ψάλτη της “εθνικής κυριαρχίας”, οι αναγνώσεις των μακεδονομαχικών συλλαλητηρίων ως δυνητικά αντισυστημικών, η υποκατάσταση του Τσίπρα και του Βαρουφάκη από τις εγχώριες δυνάμεις του plan B από τους Κόντε και Σαλβίνι, ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης. Η κοινωνική πρόσληψη της απόρριψης ή κατακύρωσης της συμφωνίας για το “όνομα” της Μακεδονίας παίζει και θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών της επόμενης περιόδου. Χρειαζόμαστε συγκεκριμένη κατανόηση των καθηκόντων της περιόδου και όχι ένα αφηρημένο διεθνισμό που δεν ενοχλεί κανένα και καμία σε τελική ανάλυση.