Νίκος Ταμβακλής
Με αφορμή την «εναλλακτική εισήγηση για το πολιτικό κείμενο της συνδιάσκεψης Φ.Β., Τ.Γ., Π.Σ., Δ.Σ.»
Η δεκαετία του 90 χαρακτηρίσθηκε από τη μεγάλη υποχώρηση της αριστεράς και του εργατικού κινήματος μετά από την κοσμογονική κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού». Τα σταλινικά κόμματα, που ηγεμόνευαν στις γραμμές του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, γνώρισαν τη σταδιακή αποσύνθεση, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως αυτή του ΚΚΕ, που για μια σειρά από ιστορικούς λόγους διατήρησε τις δυνάμεις του. Όμως, η απογοήτευση και η σύγχυση διαπέρασαν και τις γραμμές του επαναστατικού μαρξισμού, με σημαντική εξαίρεση το ρεύμα του IS. Το ρεύμα που είχε συγκροτηθεί γύρω την άποψη του «κρατικού καπιταλισμού» και χαιρέτησε τη πτώση των γραφειοκρατικών καθεστώτων σαν το πρελούδιο μιας νέας επαναστατικής εποχής. Χωρίς να χρειασθεί, σε γενικές γραμμές, να αναπροσαρμόσει ή να αναθεωρήσει σημαντικά τις απόψεις του, το ρεύμα του IS συνέχισε τη μοναχική πορεία του: αυτή της «γραμμικής» οικοδόμησης των οργανώσεων του. Οι δυσκολίες εμφανίστηκαν αργότερα, όταν πλέον έγινε ηλίου φαεινότερον ότι οι «βελούδινες επαναστάσεις» όχι μόνο δεν αποτέλεσαν το πρελούδιο μιας επαναστατικής εποχής, αλλά οδηγούσαν στην αυθεντική καπιταλιστική παλινόρθωση και στις «θεραπείες σοκ» που σάρωσαν τις κοινωνίες των κρατών του πρώην «ανατολικού μπλοκ» και βύθισαν τους εργαζόμενους σε μια διαρκή βαρβαρότητα και εξαθλίωση.
Αντίθετα, το ρεύμα μας υπέστη από την αρχή ένα ισχυρό σοκ καθώς διαπίστωνε ότι η καπιταλιστική παλινόρθωση πραγματοποιούνταν στα πρώην «γραφειοκρατικά εκφυλισμένα εργατικά κράτη» χωρίς την παραμικρή αντίσταση από τις εργατικές τάξεις, χωρίς καμιά προσπάθεια να υπερασπιστούν αυτά που θεωρούσαμε ότι αποτελούσαν ότι είχε απομείνει από τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης: την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, αλλά και τις όποιες (έστω και στρεβλά ανεπτυγμένες) δομές του «κοινωνικού κράτους» (δημόσια υγεία, παιδεία, εργατική στέγη κλπ.). Η ολοκληρωτική διάβρωση της συνείδησης των εργατικών στρωμάτων, που είχε συντελεστεί από τα μαζικά σταλινικά εγκλήματα και κάτω από τη μακρόχρονη, αυταρχική και διεφθαρμένη διοίκηση της γραφειοκρατίας, ήταν ένας παράγοντας που δεν είχε γίνει πλήρως αντιληπτός ή τουλάχιστον το μέγεθός του δεν είχε εκτιμηθεί σωστά στις αναλύσεις μας. Η απογοήτευση στο ρεύμα μας ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τη διάψευση των υπερβολικών ελπίδων και προσδοκιών που είχαν λαθεμένα εναποτεθεί από τη διεθνή ηγεσία μας στη πολιτική στροφή της γκορμπατσοφικής σοβιετικής ηγεσίας, της περιβόητης «γκλασνόστ- περεστρόικα». Οι διαψεύσεις αυτές είχαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη μας για τις κλασσικές μας αναλύσεις και στην αυτοπεποίθησή μας για την αξία των ιδεολογικών μας αποσκευών. Ο σκεπτικισμός, η αποστροφή προς τις θεωρητικές επεξεργασίες, μια εύκολη και «βολική» ταύτιση της υπεράσπισης της προγραμματικής μας κληρονομιάς με τον «τροτσκιστικό σεχταρισμό» διαχύθηκαν στις γραμμές μας.
Ο «κινηματισμός» που εμφανίστηκε από το τέλος της δεκαετίας του ’90 (Σηάτλ-κοινωνικό φόρουμ-Γένοβα) έδωσε μια προσωρινή διέξοδο για την ανάπτυξη μιας πολιτικής δραστηριότητας των τμημάτων μας που όμως δεν συνοδεύτηκε και από μια συστηματική επανεξέταση των ιδεολογικών μας αποσκευών κάτω από το φως των νέων εμπειριών. Τα κοινωνικά κινήματα, ενώ αναδείκνυαν τις βάρβαρες πλευρές και τα αδιέξοδα του συστήματος, δεν μπορούσαν να δώσουν μια συνολική εναλλακτική πρόταση στην κρίση του καπιταλισμού. Δεν διαγνώστηκαν έγκαιρα και με σαφήνεια από τη μεριά μας τα όρια του «κινηματισμού» που αναδείχθηκαν σε όλη τους την έκταση με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Αντίθετα, οι προηγούμενες ανεπάρκειες και αδυναμίες μας κουκουλώθηκαν κάτω από τον εμπειρισμό και τον κινηματικό ακτιβισμό που μοιραία οδήγησαν σε απανωτά λάθη και διαλυτικές στρατηγικές.
Αποκορύφωμα του εμπειρισμού και του πεσιμισμού αποτέλεσε η κυρίαρχη τάση της αυτοδιάλυσης του ρεύματός μας μέσα στα ονομαζόμενα «Πλατιά Αντικαπιταλιστικά Κόμματα (ΠΑΚ)», τα οποία λίγα χρόνια αργότερα μετεξελίχθηκαν σε απλώς «Πλατιά Κόμματα». Ένας ακαθόριστος πολιτικός προσδιορισμός, που άφηνε ανοιχτές τις πόρτες για την αποδοχή κομμάτων που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα από την κλασσική ρεφορμιστική αριστερά, τη νέο-ρεφορμιστική οικολογία, μέχρι τους μετα-σταλινικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Από το PT της Βραζιλίας και το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη Κοκκινο-Πράσινη Συμμαχία της Δανίας και το Μπλόκο της Πορτογαλίας. Ένα πολιτικό σχέδιο που βασίζονταν σε μια μάλλον επιφανειακή ανάγνωση της πολιτικής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί με τη πτώση του «υπαρκτού» και μια αυθαίρετη υπόθεση εργασίας: το κενό που αφήνει η αποσύνθεση των σταλινικών ΚΚ θα καλυφθεί με έναν αυτόματο τρόπο από τα ΠΑΚ.
Η στρατηγική αυτή προϋπέθετε την «ειλικρινή» συμβολή μας στην οικοδόμηση των κομμάτων αυτών, με ταυτόχρονη υποστολή μέχρις εξαφάνισης των ιδιαίτερων προγραμματικών μας αποσκευών, αυτών δηλαδή που υπερασπιστήκαμε με συνέπεια όλες τις προηγούμενες δεκαετίες της σταλινικής κυριαρχίας και που τώρα, σύμφωνα με την αντίληψη των υποστηρικτών της στρατηγικής των ΠΑΚ, είναι πιθανόν να αποτελέσουν εμπόδιο για την προσέγγιση των άλλων αριστερών σχολών και παραδόσεων. Η συμβολή μας, έτσι, στην οικοδόμηση των ΠΑΚ γίνονταν χωρίς να αναγνωρισθεί το έδαφος, χωρίς τη κριτική εξέταση των άλλων πολιτικών σχηματισμών με βάση τα κληροδοτημένα μαρξιστικά εργαλεία μας, αλλά με ευχολόγια και γενικόλογες εκκλήσεις στην ενότητα και στην ανάγκη ανασύνθεσης της αριστεράς. Τα ΠΑΚ, δηλαδή, δεν αναγνωρίζονταν και δεν χαρακτηρίζονταν σαν αυτά που είναι στη πραγματικότητα, με τη βοήθεια των κλασσικών αναλυτικών μας εργαλείων, αλλά με βάση τις βαθύτερες επιθυμίες μας για μια άμεση, αντιστροφή της ζοφερής πολιτικής κατάστασης. Έτσι, η καπιταλιστική κρίση βρήκε και το ρεύμα μας σε μεγάλο βαθμό απροετοίμαστο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει όχι μόνο την ολομέτωπη ταξική επίθεση, αλλά και τις πολιτικές παλινωδίες των ΠΑΚ προς το ρεφορμισμό (κυρίως αυτών που στη πρώτη φάση της κρίσης, όπως θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο σύμφωνα με τις κλασσικές αναλύσεις των κρίσεων, διογκώθηκαν απότομα εκλογικά).
Στην Ελλάδα, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, έχοντας κατορθώσει να διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό την αναλυτική της ικανότητα, διέγνωσε έγκαιρα την αναπόφευκτα ρεφορμιστική φύση του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ κάτω από την καταθλιπτική και ασφυκτική ηγεμονία του ΣΥΝ, και απέφυγε έτσι την κρίσιμη στιγμή τον εναγκαλισμό του, παρά τις υποδείξεις της διεθνούς ηγεσίας μας. Ωστόσο, οι αυταπάτες της πλειοψηφίας του διεθνούς ρεύματός μας για την αναγκαιότητα (και τη δυνατότητα) της άμεσης δημιουργίας ενός ΠΑΚ στην Ελλάδα μεταφέρθηκαν από μια μερίδα συντρόφων στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σύμφωνα με αυτούς τους σ., δεν ήταν αυτό που είναι στη πραγματικότητα, δηλαδή κυρίως μια μετωπική συμμαχία οργανώσεων με εντελώς διαφορετικές ιστορικές καταβολές και εμπειρίες (το ΣΕΚ φορέας του σκληρού οργανωτικού σεκταρισμού του IS, το ΝΑΡ με τις σταλινικές καταβολές και αντιλήψεις του, τις φοιτητο-κεντρικές οργανώσεις ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ που πελαγοδρομούσαν ανάμεσα σε έναν αναχρονικό Μαοϊσμό και έναν επαρχιώτικο Αλτουσερισμό διανθισμένο με τους πατριωτικούς λόγους του Βελουχιώτη) που ο πολιτικός συγκερασμός τους σε ένα ΠΑΚ ήταν κάτι το εντελώς ανεδαφικό. Οι σ. παραβλέποντας αυτή την πραγματικότητα πρότειναν να βαδίσουμε μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με βάση την διακαή επιθυμία τους για μια άμεση ενοποίηση και ανασύνθεση, έτοιμοι να προβούν σε κάθε οργανωτική αυτοθυσία για την επίτευξη αυτού του ανώτερου, ευγενικού (πλην όμως εντελώς ανεδαφικού) σκοπού. Αντίθετα, η ισορροπημένη διάγνωση της πλειοψηφίας της οργάνωσής μας, αναγνώρισε εξ αρχής τα όρια και τις αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά ταυτόχρονα και τις πραγματικές της δυνατότητες που εντοπίζονταν στη συνδικαλιστική και κινηματική αγωνιστική παρουσία ενός σημαντικού αριθμού έμπειρων και δοκιμασμένων αγωνιστών, δικτυωμένων με έναν έστω χαλαρό τρόπο σε πανεθνική κλίμακα. Δηλαδή μια σημαντική συσπείρωση αγωνιστικού δυναμικού που, ανεξάρτητα από τη πολιτική του καταγωγή, βρίσκονταν οπωσδήποτε έξω από τα όρια του επίσημου σταλινικού ρεφορμισμού ΚΚΕ-ΣΥΝ, ένα εγχείρημα με πρωτόγνωρες διαστάσεις, για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα.
Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος κατόρθωσε χάρις σε αυτή την έγκαιρη και σωστή διάγνωση, αλλά κυρίως την επίμονη, συστηματική και πολιτικά συνεπή παρουσία της τα επόμενα χρόνια, να κερδίσει σταδιακά ένα σημαντικό κύρος μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και η Πρωτοβουλία όχι μόνο να συσπειρώσει ένα αξιόλογο δυναμικό ανένταχτων αγωνιστών με υψηλό επίπεδο πολιτικοποίησης, αλλά να αποκτήσει και μια σημαντική απήχηση στο εσωτερικό των δύο μεγαλύτερων σχηματισμών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πραγματοποιήθηκε, δηλαδή, ένα μεγάλο επίτευγμα για τα μέτρα της οργάνωσής μας, το οποίο δεν είχε ποτέ κατορθώσει να επιτύχει τις προηγούμενες δεκαετίες. Ωστόσο, για τους συγγραφείς της «εναλλακτικής εισήγησης για το πολιτικό κείμενο της συνδιάσκεψης Φ.Β., Τ.Γ., Π.Σ., Δ.Σ.» όλα αυτά αποτελούν ψιλά γράμματα, αφού η οργάνωση δεν ακολούθησε πειθήνια τη σοφή γραμμή της ηγεσίας της διεθνούς και δεν αναλώθηκε σε μια μάταια προσπάθεια για την άμεση συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ΠΑΚ. Έτσι, μετά από τη μακροσκελή ανάλυση της διεθνούς και της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, καταλήγουν μάλλον αυθαίρετα και ασύνδετα στο «δια ταύτα»:
Η οργάνωσή μας όταν εγκατέλειψε τη γραμμή της οικοδόμησης αντικαπιταλιστικών κομμάτων το 2010 υιοθετώντας ατυχείς («ομοσπονδία οργανώσεων») ή θολές («αντικαπιταλιστικός πόλος») φόρμουλες για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέτυχε να παρέμβει έγκαιρα και αποτελεσματικά στη συζήτηση για την οικοδόμηση της στην εποχή που η ζύμωση για την «ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών» μαινόταν.
Κατά πόσο «μαίνονταν η ζύμωση για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών» το 2010 είναι αρκετά συζητήσιμο. Η γραμμή, όμως, της οικοδόμησης των ΠΑΚ είναι βέβαιο ότι γνώρισε από τότε μεγάλες φουρτούνες.
Ο ραγδαίος πολιτικός εκφυλισμός και η τελική ολοκληρωτική συνθηκολόγηση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε μια ισχυρή διάψευση για τους εμπνευστές της στρατηγικής των ΠΑΚ. Η διεθνής ηγεσία μας είχε υποστηρίξει ανοιχτά και επανειλημμένα τις προεκλογικές καμπάνιες του ΣΥΡΙΖΑ, είχε στο παρελθόν ανενδοίαστα εξυμνήσει τις πολιτικές ικανότητες του Τσίπρα και είχε πρόσφατα πρόθυμα προστρέξει στις «κοινοβουλευτικές» επιστημονικές επιτροπές της Κωνσταντοπούλου αγνοώντας, στη καλύτερη περίπτωση, τις απόψεις αλλά και τις προσπάθειες της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος,
Όμως, για μια φορά ακόμη το πάθημα δεν φαίνεται να τους έγινε μάθημα. Η εμφάνιση της ΛΑΕ τους έδωσε μια νέα δικαιολογία: ιδού, μας λένε και πάλι κουνώντας μας το δάχτυλο, με τη σωστή τακτική μας έσπασε ένα σημαντικό τμήμα του ρεφορμισμού προς τα αριστερά. Πόσο «σημαντικό» είναι στη πραγματικότητα αυτό το τμήμα για το εργατικό κίνημα και κατά πόσο επηρέασαν αυτή τη διάσπαση οι υποστηρικτές των ΠΑΚ μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ; Για να απαντήσει κανείς θα πρέπει προηγουμένως να εξετάσει κάποια άλλα δυσάρεστα ερωτήματα: Ποια είναι η πραγματική αγωνιστική εμφύτευση και παρουσία της ΛΑΕ στο συνδικαλισμό και στα κοινωνικά κινήματα; Ποιο είναι το πολιτικό στίγμα της κυρίαρχης τάσης στο εσωτερικό της ΛΑΕ, δηλαδή της πρώην «αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ»; Ποια η κοινωνική της προέλευση; Ποια είναι η στάση σήμερα των στελεχών της, των εκλεγμένων στη τοπική αυτοδιοίκηση και στα συνδικάτα με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ; ή ακόμη και των διορισμένων από τη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε διοικητικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού και των ΔΕΚΟ; Οι απαντήσεις δεν θα είναι και τόσο ευχάριστες για τους υποστηρικτές μιας νέας εκδοχής ΠΑΚ για την Ελλάδα, με πυρήνα αυτή τη φορά τη ΛΑΕ.
Οπωσδήποτε οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ υποστηρικτές της γραμμής των ΠΑΚ και συγγραφείς της «εναλλακτικής εισήγησης για το πολιτικό κείμενο της συνδιάσκεψης» γνωρίζουν πολύ καλά τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα και τις αναφέρουν στην μακροσκελή ανάλυσή τους. Όμως και πάλι στο «δια ταύτα», παραβλέποντας αυτή τη φορά και την ίδια την προηγούμενη ανάλυσή τους σχετικά με το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΛΑΕ, και αφού διαπιστώνουν το αδιέξοδο του εγχειρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προβάλλουν έμμεσα και ντροπαλά τη γραμμή της «οικοδόμησης» με ένα μάλλον νεφελώδες πολιτικό σχέδιο. Δηλαδή να «συναντηθούμε» με το ευρύτερο (κατ’ αυτούς) τμήμα της πρωτοπορίας :
Μια διάχυτη, αντιφατική και κατακερματισμένη με δυνητικά αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό πολιτικοποίηση (που) συναντάμε παντού από το μπλοκ που έσπασε από το ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά και διαχύθηκε μέσα, έξω και πέρα από τη ΛΑΕ…
Αλλά και ακόμη ευρύτερα προς τον αντιεξουσιαστικό «χώρο»:
Μέσα από πολυσχιδείς εκφάνσεις ενός δικτύου καταλήψεων, στεκιών, εναλλακτικών κουζινών, συνεταιρισμών και, ακόμη πιο σημαντικό, αντιφασιστικών, αντιρατσιστικών, φιλομεταναστευτικών επιτροπών έχει αναπτυχθεί από ένα πλέγμα δυνάμεων του αντεξουσιαστικού/αναρχικού/ ελευθεριακού/anti-fa χώρου.
Στην Ελλάδα, η πολιτική πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ και η σχετική υποχώρηση του εργατικού κινήματος που την ακολούθησε, δημιουργεί ένα προσωρινό κλίμα πεσιμισμού και απαισιοδοξίας που επιτρέπει σε κάποιους να αναμασούν την ίδια χρεωκοπημένη συνταγή των ΠΑΚ. Σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, μετά από τις μεγαλειώδεις εργατικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία, μετά από τα απανωτά χτυπήματα στο κύρος του μηχανισμού της ΕΕ, φυσάει ένας διαφορετικός αέρας. Η πολιτική συγκρότηση των πιο συνειδητών αγωνιστών που μπορούν να κινητοποιήσουν τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων γίνεται πρώτη προτεραιότητα. Τα θεμελιακά ζητήματα του εργατικού κινήματος, της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού ανασύρονται ξανά στο προσκήνιο. Είναι σε αυτά που θα πρέπει να απαντήσουμε, και όχι να χαθούμε ξανά σε ένα νεφελώδες πολιτικό σχέδιο.