Στο τμήμα Ι.Α γίνεται μια κριτική στην πολιτική των «πλατιών κομμάτων». Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η πολιτική αυτή, όπως εφαρμόστηκε σε μια σειρά περιπτώσεις, απέτυχε παταγωδώς ωστόσο πολλές από τις διαπιστώσεις του κειμένου δεν αντέχουν στην κριτική.
Υπενθυμίζουμε ότι η απόφαση των προηγούμενων συνεδρίων της Διεθνούς, στο κείμενο «Ρόλος και καθήκοντα» ήταν η οικοδόμηση «πλατιών αντικαπιταλιστικών κομμάτων» με πρότυπο το ΝΡΑ και όχι πλατιών κομμάτων. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στο τελευταίο συνέδριο υπήρχε ήδη ένας ορισμένος δυισμός στην ανάλυση, επαναλαμβανόταν ως κυρίαρχη η φόρμουλα του αντικαπιταλιστικού κόμματος αλλά μερικές διατυπώσεις λοξοκοίταζαν σε πιο πλατιούς σχηματισμούς, παρολαυτά μέσα σ’ ένα χρόνο από το συνέδριο εγκαταλείφθηκε σιωπηρά ο στόχος της συγκρότησης αντικαπιταλιστικών κομμάτων προς όφελος των “πλατιών” σκέτα αριστερών κομμάτων. Δεδομένου λοιπόν ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι Podemos μπορούν να χαρακτηρισθούν αντικαπιταλιστές μπορούμε δίκαια να κατηγορήσουμε την ηγεσία της Διεθνούς για διαστρέβλωση της συνεδριακής απόφασης και όχι την ίδια την απόφαση, δεδομένου ότι αυτή εφαρμόστηκε μόνο στη Γαλλία, με όχι μεγάλη επιτυχία αλλά ούτε και με καταστροφή.
Πέρα από αυτό στο ίδιο τμήμα του κειμένου υπάρχει μια σημαντική ανακρίβεια ότι «στη Βραζιλία το τμήμα της 4ης μετείχε στην κυβέρνηση Λούλα». Το τμήμα μας μετείχε στο ΡΤ και ένα μέλος του (ο Ροσέτο) υπουργοποιήθηκε στην πρώτη κυβέρνηση του, γεγονός που αποδοκιμάστηκε από την πλειοψηφία των συντρόφων του και από την πλειοψηφία των συνέδρων του 15ου Παγκόσμιου Συνέδριου της 4ης. Μάλιστα η μεγάλη πλειοψηφία των συντρόφων μας αποχώρησε άμεσα από το ΡΤ και συνέβαλε στη δημιουργία του PSOL. Μπορούμε να κατηγορήσουμε την 4η για την μη άμεση έκδοση μιας απόφασης που θα έθετε εκτός εκείνους που παρέμειναν στο ΡΤ και θα στήριζε εκείνους που έφυγαν από αυτό, η απόφαση βγήκε αλλά με καθυστέρηση, αλλά ως εκεί.
Επίσης ενώ δίκαια στο κείμενο κατηγορείται η ηγεσία της 4ης για την παλαιότερη θετική αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ και δίκαια κατηγορούμε το ΣΥΡΙΖΑ ότι ασκεί μια αντεργατική νεοφιλελεύθερη πολιτική στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης, διαπιστώσεις του τύπου ότι «η χειρότερη επίθεση που έχουμε δει εδώ και δεκαετίες ενάντια στους εργαζόμενους και τη νεολαία στην Ελλάδα έγινε από το ΣΥΡΙΖΑ» είναι λανθασμένη και απλά δηλώνει άγνοια του τι έγινε τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.
Στο τμήμα Ι.Β γίνεται μια κριτική στην ηγεσία της 4ης που στήριξε τον Τσίπρα μέχρι την τελευταία στιγμή. Η κριτική αυτή έχει βάση αλλά στη συνέχεια το κείμενο προχωρεί σε διαπιστώσεις όπως ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα χρόνο μεταλλάχτηκε από ρεφορμιστικό κόμμα σε αστική σοσιαλδημοκρατία» που απέχουν τελείως από το πώς ορίζονται ταξικά τα κόμματα. Η σοσιαλδημοκρατία ορίζεται σαν ρεφορμιστικό ή αστικό – εργατικό κόμμα, άρα από τη μια έχουμε μια ταυτολογία και από την άλλη έναν νεωτερισμό γιατί δεν υπάρχει αστική, σε αντιδιαστολή με κάποια εργατική, σοσιαλδημοκρατία. Η ιστορική σοσιαλδημοκρατία στηρίζεται στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Βρίσκεται σε κρίση, μετάλλαξη και αποσύνθεση παντού στην Ευρώπη και όπου αλλού υπήρξε ηγεμονική τις τελευταίες δεκαετίας. Τα νέα “πλατιά” “κινηματικά” κόμματα σε κάποιες χώρες προσπάθησαν να καλύψουν το κενό. Αλλά οι κρίκοι στην αλυσίδα, από την ελεγχόμενη βιομηχανική σύγκρουση / διαπραγμάτευση στην “κυβέρνηση που υλοποιεί” έχουν σπάσει. Το σοσιαλιστικό κόμμα στη Γαλλία διαλύθηκε ανάμεσα στο Μακρόν (πούρος αστικός φιλελευθερισμός) και στην άνοδο του Μελανσόν (εθνορεφορμισμός) για παράδειγμα. Οι συνθήκες στην Ελλάδα έχουν ρίξει το ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσά τους. Η πολιτική του είναι Μακρόν (και Σόιμπλε στην πραγματικότητα), η ιδεολογία του είναι “Παπανδρεϊσμός”. Πέρασε από το λαϊκίστικο ριζοσπαστισμό στην αγκαλιά της ευρωπαϊκής σοσιαλφιλελεύθερης “κεντροαριστεράς”. Η ιστορική προέλευση του ΣΥΡΙΖΑ βαραίνει ακόμα, διατηρεί μια αντινεοφιλελεύθερη ρητορική / ιδεολογία, εφαρμόζει μια ακραία φιλελεύθερη πολιτική στα πλαίσια του μνημονίου. Έγινε κόμμα εξουσίας στηριγμένο στην εργατική ψήφο χωρίς συνδικαλιστικό μηχανισμό. Η κατάσταση είναι ρευστή, δεν είναι επιδεκτική ουσιοκρατικών χαρακτηρισμών. Δεν είναι κλασικό αστικό κόμμα, όπως η Νέα Δημοκρατία. Και δεν μπορεί να γίνει άμεσα τέτοιο. Δεν είναι σοσιαλδημοκρατία όπως την ξέραμε. Είναι κάτι ρευστό και εξελισσόμενο.
Στο τμήμα Ι.Γ προβάλλεται η αναγκαιότητα οικοδόμησης της 4ης Διεθνούς σαν «παγκόσμιο κόμμα». Αυτό σημαίνει «παγκόσμια ηγεσία», «παγκόσμια γραμμή», «παγκόσμια πειθαρχία στα όργανα» κλπ. Η λογική αυτή, σαν στόχος, υπήρχε παλιότερα αλλά κρίθηκε ότι σήμερα πια δεν αντιστοιχεί στις ανάγκες μας και περάσαμε σε ένα πιο χαλαρό σχήμα. Αν υπήρχε αυτό που οραματίζονται οι σύντροφοι θα έπρεπε, πειθαρχώντας, να έχουμε μπει προ ετών στο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθώντας τις εντολές του διεθνούς κέντρου. Αυτά έγιναν σε άλλους διεθνείς σχηματισμούς με τραγικά για αυτούς αποτελέσματα.
Σχετικά με την κριτική για αγωνιστική ανεπάρκεια: Είναι αλήθεια ότι η 4η Διεθνής έχει να κάνει οργανωμένη παρέμβαση στο διεθνές κίνημα ίσως από την εποχή των φόρουμ, ενώ το σχέδιο της ευρωπαϊκής ή/και διεθνούς αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχει καταρρεύσει. Ωστόσο θα ήταν καλό οι υπογράφοντες το κείμενο να κάνουν απολογισμό του τι έχουν κάνει οι ίδιοι; π.χ. στην Ελλάδα έχουν επιδείξει κάποια αγωνιστική παρουσία στο μαζικό κίνημα ή έχουν αναλωθεί αποκλειστικά, τα τελευταία δύο χρόνια, στη στείρα αντιπαράθεση στα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Μπορούμε να επικρίνουμε την 4η Διεθνή επειδή έχασε κάτι που είχε. Αλλά η σεκταριστική γραμμή της πλειοψηφίας της οργάνωσης σημαίνει ότι δεν πρόκειται να αποκτήσει αυτό που ποτέ δεν διέθετε: την ικανότητα να παίρνει πρωτοβουλίες ή να ορίζει καθήκοντα που να έχουν κάποιο αντίκτυπο σε διεθνή κλίμακα.
Στη συνέχεια το κείμενο διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι μετά τη διαγραφή του IZAR από το Ισπανικό τμήμα δεν του δόθηκε η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη Διεθνή Επιτροπή λόγω βέτο του Ισπανικού τμήματος. Οι συγγραφείς του κειμένου παραβλέπουν το γεγονός ότι διαγραφές ατόμων ή ομάδων γίνονται από τα εθνικά τμήματα, τα οποία οφείλουν να τους παρέχουν, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, κάτι που δεν έγινε στο ελληνικό τμήμα πρόσφατα. Η Διεθνής Επιτροπή δεν είναι κάποιο «Εφετείο» για θέματα διαγραφών και για να απευθυνθεί σε αυτήν κάποια οργάνωση, εκτός του αντίστοιχου τμήματος, πρέπει να συμφωνεί το αντίστοιχο τμήμα. Όταν δε το κείμενο συγκρίνει το καθεστώς δημοκρατίας μέσα στην 4η σε σχέση με εκείνο της IST και της IWL(LIT) ξεφεύγει από κάθε πραγματικότητα.
Στο τμήμα ΙΙ.Α το κείμενο προσπαθεί να τεκμηριώσει την άποψη ότι η σημερινή κατάσταση παρέχει ευκαιρίες για την ενίσχυση των επαναστατών. Σαν βασικό επιχείρημα για αυτό παρουσιάζει την “πτωτική τάση του κέρδους”, λησμονώντας ότι η τάση αυτή υπάρχει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Η επανάληψη μαρξιστικών φορμουλών, που ισχύουν από τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν αρκεί για να αναλύσουμε τη σημερινή κατάσταση.
Στο τμήμα ΙΙ.Β αναφέρεται στην ανάγκη απεύθυνσης προς τα αναρχικά και αυτόνομα ρεύματα, άποψη που είχε κατατεθεί από τη μειοψηφία στην τελευταία συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ και απορρίφθηκε από την πλειοψηφία. Προφανώς λοιπόν συμφωνούμε απόλυτα και περιμένουμε να το δούμε να υλοποιείται σοβαρά και στην Ελλάδα.
Ένα εξαιρετικά προβληματικό στοιχείο αυτής της ανάλυσης είναι η εισαγωγή στο σημείο ΙΙ.Γ του κειμένου της επικίνδυνης λογικής περί “αποσταθεροποίησης” του καπιταλισμού π.χ από την εκλογή Τραμπ ως στρεβλή αντανάκλαση της ταξικής πάλης που ανοίγει αντικειμενικές δυνατότητες για το επαναστατικό κίνημα. Πρόκειται για μια επικίνδυνα αφελή ανάλυση ανάλογη του τύπου “τώρα ο Χίτλερ, αύριο εμείς” κατά το πρότυπο των Γερμανών κομμουνιστών του μεσοπολέμου. Βέβαια ο Τραμπ δεν είναι Χίτλερ, αλλά φοβόμαστε ότι οι εμπνευστές της άποψης για αποσταθεροποίηση δεν γνωρίζουν τη μαζική επιρροή των Γερμανών κομμουνιστών της εποχής εκείνης, πάνω στην οποία στηρίχτηκε αυτή η λανθασμένη θεώρηση.. Αναφέρουν την πρωτόλεια κίνηση των επισφαλώς απασχολούμενων στις αλυσίδες γρήγορου φαγητού στις ΗΠΑ ως ένδειξη συσσώρευσης επαναστατικών εμπειριών – καταλήψεις εργοστασίων, μετατροπή των κοινωνικών αγώνων σε πολιτικούς και άλλα πολλά θα είχε κανείς / καμία στο μυαλό ως δείκτες επαναστατικής ζύμωσης. Σε κάθε περίπτωση όμως ο Τραμπ εκλεγμένος στο όνομα του αμερικανού εργαζόμενου (άνδρα και λευκού) έχει σκοπό να διαλύσει αυτές ακριβώς τις εργατικές αντιστάσεις εν τη γενέσει τους, τα ψήγματα του κράτους πρόνοιας και πάνω απ’ όλα να διαιρέσει την εργατική τάξη (φυλή, χρώμα, φύλο) και να αυξήσει τις ταξικές ανισότητες εξανεμίζοντας τη φορολογία των πλουσίων. Η ιστορία έχει δείξει ότι στο τέλος μιας τέτοιας πολιτικής διαψεύδονται και εκείνοι που περιμένουν ότι οι άνθρωποι, αγανακτισμένοι, θα επαναστατήσουν. Οι θεωρίες περί αποσταθεροποίησης αυτού του τύπου οδηγούν σε μοιρολατρικές θεωρήσεις έξω από την αυτενέργεια των ίδιων των καταπιεσμένων και δυνητικά σ’ ένα ιδιότυπο σεκταριστικό οπορτουνισμό.
Στο τμήμα ΙΙΙ, για το ρόλο της εργατικής τάξης σήμερα, το κείμενο αναφέρεται σωστά στο ρόλο της εργατικής τάξης λόγω της αριθμητικής της αύξησης αλλά φθάνει σε υπερβολές όταν αμφισβητεί το γεγονός ότι η αύξηση της μερικής απασχόλησης δυσκολεύει την εργατική τάξη στην προώθηση των αγώνων της. Το ότι η εργατική τάξη κινητοποιήθηκε το 1871 ή το 1917 κάτω από πολύ χειρότερες εργασιακές συνθήκες δεν σημαίνει ότι σήμερα η αύξηση της μερικής απασχόλησης δεν αποτελεί εμπόδιο στην συνειδητοποίηση και την κινητοποίηση της, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν θα έχουμε εργατικούς αγώνες την επόμενη περίοδο.
Η αντιπαράθεση για το βάρος της εργατικής τάξης καταντάει ανούσια. Οι νέες βιομηχανικές εργατικές τάξεις της Ασίας μπαίνουν τώρα στο ιστορικό προσκήνιο στα πρώτα στάδια της δημιουργίας οργανωμένου εργατικού κινήματος. Για την ώρα δεν είναι σε θέση να επωμιστούν το βάρος της ανατροπής του καπιταλισμού, ειδικά αν σκεφτούμε τι αντιπροσώπευαν η Κίνα και η Ινδία στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Είναι το μέλλον αλλά οι δυσκολίες του παρόντος δεν πρέπει να υποτιμώνται. Η κύρια μάζα του οργανωμένου εργατικού κινήματος με σοσιαλιστικές παραδόσεις παραμένει στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες. Εκεί βρίσκεται σε κρίση και σχετική απομαζικοποίηση. Η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συγκριθεί με τους μαζικούς (αμυντικούς) ταξικούς αγώνες του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη τη δεκαετία του ‘70. Μαζικοί αγώνες κλίμακας μέσα στην κρίση έγιναν στην Ευρώπη, σε Ελλάδα και Ισπανία και λιγότερο σε Γαλλία. Έχουμε μια πολύ καλή εικόνα για τα όρια τους. Πρέπει να έχουμε την ιστορική αίσθηση για την εξέλιξη του συσχετισμού δύναμης. Μέσα στην αδυναμία του οργανωμένου εργατικού κινήματος και την κρίση του εναλλακτικού σοσιαλιστικού σχεδίου η ανάδειξη νέων πλατιών κομμάτων ή μερική ριζοσπαστικοποίηση παλαιότερων από τον Τσίπρα στον Κόρμπιν και τον Μελανσόν είναι βασική έκφραση της ταξικής πόλωσης στα αριστερά τουλάχιστον, πέραν του τι είναι και ποιόν υπηρετούν τελικά τα κόμματα αυτά. Αν υπάρχει ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για το σοσιαλισμό στις ΗΠΑ σήμερα, αυτό περνάει μέσα από τον… Σάντερς. Στις αρχές του αιώνα η δυσφορία απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αντιπαγκοσμιοποίηση οδηγούσε πιο εύκολα σ’ ένα θολό αντικαπιταλισμό αλλά έξω από τα γραφειοκρατικά πλαίσια των παραδοσιακών μηχανισμών. Στη Λατινική Αμερική έχουμε σαφές δραματικό πισωγύρισμα. Είναι δυνατό να έχουμε επαναστατικές συνθήκες και η επαναστατική αριστερά να βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση σήμερα απ’ ό,τι πριν είκοσι χρόνια; Αν κάποιοι πραγματικά έχουν “χτυπηθεί” από την κρίση είναι οι αντικαπιταλιστές/τριες. Αυτοεπιβεβαιούμενες υπεραισιόδοξες αναλύσεις που προσπαθούν να διασκεδάσουν την οργανωτική, αριθμητική, πολιτική και θεωρητική αδυναμία των υποστηρικτών τους δεν οδηγούν πουθενά. Μια τετριμμένη επιφανειακή κριτική ότι η 4η Διεθνής υποτιμά τις επαναστατικές δυνατότητες της εποχής ενώ αντιθέτως αυτοί πάνε καβάλα πάνω στο κύμα της εργατικής και νεολαιίστικης εξέγερσης είναι εκτός πραγματικότητας.
Στο ίδιο τμήμα προτείνεται η οικοδόμηση «μιας ταξικής πτέρυγας μέσα στο υπάρχον εργατικό κίνημα» σαν το υπάρχον εργατικό κίνημα να μην είναι έκφραση της τάξης . Θα μπορούσε να προταθεί η δημιουργία μιας «ριζοσπαστικής», «αριστερής» ή «επαναστατικής» πτέρυγας ανάλογα με την εκτίμηση των συνθηκών.
Στο τμήμα IV.Α υιοθετείται με απόλυτο τρόπο ότι δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς επαναστατικό κόμμα. Αυτό δυστυχώς δεν ίσχυσε σε πολλές περιπτώσεις.
Ακόμη και στην Οκτωβριανή Επανάσταση οι “παλιοί μπολσεβίκοι” ήταν αναποφάσιστοι μπροστά στην “κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο”. Στη Γιουγκοσλαβία, την Κίνα και το Βιετνάμ έγιναν κοινωνικές επαναστάσεις από σταλινοποιημένα κόμματα που δεν είχαν επαναστατικό πρόγραμμα άλλα έσπασαν από το φαταλισμό της λογικής των σταδίων του σταλινισμού. Το γεγονός όμως ότι δεν ήταν συνειδητά επαναστατικά κόμματα σήμαινε συγκρότηση εξαρχής εκφυλισμένων εργατικών κρατών. Ο Ερνεστ Μαντέλ είχε μιλήσει για φυσικές ή ασυνείδητες επαναστατικές ηγεσίες. Σε οποιαδήποτε άλλη επαναστατική εμπειρία του 20ου αιώνα από την Ισπανία του ‘30 μέχρι την Πορτογαλική επανάσταση αλλά και στις αντιιαποικιακές επαναστάσεις που κινήθηκαν κατά διαστήματα προς το σοσιαλισμό δεν εμφανίστηκαν συνειδητά μαζικά επαναστατικά κόμματα που να συνδυάζουν την επαναστατική απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και την εργατική δημοκρατία ταυτόχρονα – όλα αυτά μαζί. Η απουσία επαναστατικής ηγεσίας, σαν κι αυτή που εμείς τροτσκιστές/τριες θέλουμε να συγκροτηθεί, υπήρξε σ’ όλες αυτές τις εμπειρίες ένας αποφασιστικός παράγοντας για την αρνητική τους εξέλιξη.
Στο τέλος του τμήματος αυτού προβάλλονται κάποιες απόψεις για τις θεμελιώδεις αρχές του κόμματος που θέλουμε να οικοδομήσουμε (π.χ. μη διαχωρισμός χειρονακτικής και διανοητικής εργασίας, όχι στις διακρίσεις ανδρών και γυναικών, εργαζομένων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα κλπ) συμφωνούμε αλλά αναρωτιόμαστε ποιος μέσα στην 4η διαφωνεί με αυτά.
Το θέμα εδώ είναι πιο σοβαρό: η συζήτηση για το οργανωτικό πολιτικό μοντέλο καταλήγει σε μια ακατάσχετη ηθικολογία, σ’ ένα εκθειασμό του “επαγγελματία επαναστάτη”, σε μια σύγχυση πάνω στη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, σε πολιτικό μιλιταντισμό ιεραποστόλων του λενινισμού. Οι σύντροφοι/ισσες που τα υπογράφουν αυτά δεν ζουν στις συνθήκες που ζούσαν οι ρώσοι/ιδες επαναστάτες/τριες στο γύρισμα του 19ου αιώνα – το λιγότερο. Το σημερινό πολιτιστικό και βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, όλα όσα έχουν γράψει αλλού, δεν συμβιβάζεται με τη λογική της επαναστατικής μυστικής εταιρείας. Είναι μια προσπάθεια δικαιολόγηση μιας σεκταριστικής νοοτροπίας, ενός οργανωτικού φετιχισμού που βαφτίζεται λενινισμός. Σίγουρα επαναστατική δράση σημαίνει συλλογικότητα και ατομικές θυσίες ακόμη και σήμερα. Δεν γίνεται να αλλάξεις τον κόσμο από τον καναπέ ή από το facebook. Αλλά ένα μοντέλο ολοκληρωτικού δοσίματος / θυσίας της προσωπικής ζωής πρέπει να αποφεύγεται ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με μικρές οργανώσεις. Ο σημερινός κομμουνιστής και η σημερινή κομμουνίστρια πρέπει να συμμετέχει στην πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής.
Το τμήμα IV.Β αναφέρεται ιδιαίτερα στο θέμα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στον κόσμο και είναι από τα πιό προβληματκά τμήματα του κειμένου. Όταν αναφέρεται στις ευθύνες του ιμπεριαλισμού για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των λαών της περιοχής και την ανάπτυξη αντιδραστικών ρευμάτων δεν αναφέρει και τις ευθύνες των τοπικών αρχουσών τάξεων για τα παραπάνω. [Πρόκειται για γραμμή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Άσαντ].
Ομοίως για την Ε.Ε. υιοθετεί πλήρως το πρότυπο του ΝΑΡ για ασυμβατότητα της συμμετοχής στην Ε.Ε με κάθε αντικαπιταλιστική επαναστατική πολιτική χωρίς να τονίζεται η ανάγκη ανάπτυξης δεσμών μεταξύ των εργατικών τάξεων των ευρωπαικών χωρών. Αν αυτή δεν υπάρχει οδηγούμαστε σε καταστάσεις τύπου BREXIT όπου το μόνο πρακτικά αποτέλεσμα ήταν σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης του Ηνωμένου Βασιλείου να στερηθεί τα δικαιώματα του.
Αναφέρεται επίσης ότι η άνευ όρων υποστήριξη της αυτοδιάθεσης καταπιεσμένων λαών είναι θεμελιώδης επαναστατική σοσιαλιστική αρχή. Θεωρώ ότι η υποστήριξη αυτή πρέπει να δίνεται υπό όρους που έχουν να κάνουν με το ποια ταξικά συμφέροντα υπηρετεί το αίτημα για αυτοδιάθεση, ειδεμή θα φτάσουμε να στηρίζουμε και αντιδραστικά πολιτικά τοπικά κινήματα (Λέγκα του Βορά κλπ.).
Το κείμενο, προσπαθώντας να τονίσει την ανάγκη της μη απεύθυνσης στις ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις κατά τους αγώνες των καταπιεσμένων λαών, οδηγείται σε θέσεις που αποκλίνουν από τις βασικές θέσεις του ρεύματος μας. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η απόρριψη ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων κάθε τύπου είναι προυπόθεση για κάθε νικηφόρο εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα», μάλιστα στην αρχική εκδοχή του το κείμενο προχωρούσε πιο πέρα αναφέροντας ότι «Ελεύθεροι από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό, οι καταπιεσμένοι λαοί είναι σε καλύτερη θέση να καθορίσουν το δικό τους μέλλον και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τη δική τους αστική τάξη.» Η άποψη μας, βασισμένη στην αρχή της Διαρκούς Επανάστασης, ήταν πάντα ότι ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τη φεουδαρχία ή το φασισμό πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αγώνα για την επανάσταση ενάντια στην αστική τάξη. Ειδεμή οδηγούμαστε σε τραγωδίες για την εργατική τάξη τύπου Κίνα 1927, Ισπανία 1936, Ελλάδα 1944 κλπ. Θεωρώ αναγκαίο να ξεκαθαρίσει το ζήτημα αυτό, αν είμαστε αντιιμπεριαλιστές ή αντικαπιταλιστές, γιατί αναφορές τέτοιου τύπου ξεφεύγουν τελείως από τα ιδεολογικά μας πλαίσια από υπάρξεως του ρεύματος μας.
Στο τμήμα IV.Γ αναφέρεται η άποψη ότι μόνοι μας δεν μπορούμε να αποτελέσουμε την επαναστατική κομμουνιστική διεθνή και προτείνεται η ένωση με επαναστάτες από διαφορετικές παραδόσεις. Η άποψη είναι σωστή αλλά πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί, σε ποιους απευθυνόμαστε και με ποια διαδικασία, γιατί αυτό προσπαθήθηκε στην Γερμανία και στην Ισπανία παλιότερα, όπου ενωθήκαμε με οργανώσεις Μαοικής παράδοσης, αλλά τελικά οι προσπάθειες απέτυχαν.
Στη συνέχεια το ίδιο τμήμα αναφέρεται στις άλλες τροτσκιστικές οργανώσεις θεωρώντας ότι μπορούμε να διδαχθούμε κάτι από αυτές. Δυστυχώς μόνο αρνητικά έχουμε να δούμε σε όλες σχεδόν τις οργανώσεις αυτές : άρνηση να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, δογματισμό, σεκταρισμό, αντιμετώπιση κάθε διαφορετικής άποψης σαν ταξική προδοσία, ακραία αντιδημοκρατική λειτουργία, πρακτορολογία κατά κάθε άλλης οργάνωσης (της δικής μας συμπεριλαμβανόμενης) κλπ. Μάλλον παραδείγματα προς αποφυγή έχουμε από αυτές.
Βέβαια η ενοποίηση με άλλες επαναστατικές δυνάμεις είναι απαραίτητη, γιαυτό έγιναν οι παλιότερες προσπάθειες ενοποίησης με μαοικές οργανώσεις στην Γερμανία και στην Ισπανία, που απέτυχαν. Επομένως επιβάλλεται να αφήσουμε το ευχολόγιο και να δούμε με ποιές επαναστατικές δυνάμεις προτείνεται ενοποίηση.
Στο συμπέρασμα το κείμενο αναφέρει ότι οι υπογράφοντες επιθυμούν να ανοίξουν μια συζήτηση με επαναστατικά ρεύματα μέσα και έξω από τη Διεθνή. Η διατύπωση αυτή δημιουργεί μια σειρά από ερωτήματα. Πρώτα πρώτα το να θεωρούμε ότι υπάρχουν επαναστατικά ρεύματα μέσα στη Διεθνή σημαίνει ότι θεωρούμε ότι υπάρχουν και μη επαναστατικά ρεύματα μέσα σε αυτήν και επιβάλλεται να μας πουν ποιους εννοούν. Γιατί άλλο το να διαφωνούμε μεταξύ μας για θέματα τακτικής, οικοδόμησης ή πολιτικής γραμμής και άλλο το να θεωρούμε ότι κάποιοι σύντροφοι μας δεν είναι επαναστάτες. Τότε γιατί παραμένουμε μαζί τους; Επίσης το να θέλει μια τάση να παρακάμψει τη Διεθνή και να συζητήσει σαν τέτοια με ρεύματα έξω από αυτήν, αντί να προσπαθήσει να ωθήσει την Διεθνή σε συζήτηση με τα ρεύματα αυτά, αν θεωρεί ότι είναι σκόπιμη μια συζήτηση μαζί τους, είναι μια πρακτική που μόνο αναστάτωση μπορεί να προκαλέσει στη Διεθνή όπου μετέχουμε όλοι και οφείλουμε όλοι μαζί να προσπαθούμε να την οικοδομήσουμε κριτικάροντας όποια λανθασμένη επιλογή κάνει.
Αθήνα 16/12/2017
Τάσος Γουδέλης