του Μάνου Σκούφογλου
Τον Ιανουάριο του 2018, κατά την κατεδάφιση της παλιάς φυλακής στο Βερχνιεουράλσκ στα Ουράλια, εντοπίστηκαν περίπου 30 χαμένα χειρόγραφα των αγωνιστών της τροτσκιστικής αριστερής αντιπολίτευσης που ήταν φυλακισμένοι του σταλινικού NKVD. Το 1933, εκτιμάται ότι στις φυλακές της σταλινικής ΕΣΣΔ ήταν έγκλειστοι περισσότεροι από 8.000 μέλη της αριστερής αντιπολίτευσης.
Το 1932-1933, διάφορες επιμέρους ομάδες της αριστερής αντιπολίτευσης ενοποιούνται και αρχίζουν να εκδίδουν τον Μπολσεβίκο-Λενινιστή, ο οποίος αντικατέστησε παλιότερες χειρόγραφες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στις φυλακές του Βερχνιεουράλσκ. Οι αντιπολιτευτικές ομάδες λειτουργούν εντός της φυλακής ως πραγματικές οργανώσεις, με επιτροπές, όργανα και συνεδριάσεις που πραγματοποιούνται την ώρα του προαυλισμού, με ημερήσια διάταξη και πρακτικά.
Πέραν της θεωρητικής και πολιτικής αρθρογραφίας και συζήτησης, οι αγωνιστές της αριστερής αντιπολίτευσης, από το 1928 και μετά, οργανώνουν επανειλημμένα κινητοποιήσεις μέσα στις φυλακές, οι οποίες παίρνουν συχνά τη μορφή απεργιών πείνας – όπως συνέβη και στο Βερχνιεουράλσκ το 1930, το 1931 και το 1933.
Το 1936, το σύνολο σχεδόν των έγκλειστων μελών της αριστερής αντιπολίτευσης μεταφέρεται στα στρατόπεδα εργασίας της περιοχής της Βορκούτα, στον αρκτικό κύκλο, όπου δεν διαθέτουν πλέον τα μέσα για να γράφουν. Σε αυτές τις συνθήκες, εκδίδουν, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, μια προφορική εφημερίδα: την Πράβντα πίσω από τα Σίδερα (σύμφωνα με το όνομα μιας από τις χειρόγραφες εκδόσεις που προηγήθηκαν του Μπολσεβίκου-Λενινιστή). Τον Μάρτιο του 1938 αρχίζουν οι μαζικές εκτελέσεις στην τούνδρα της Βορκούτα, κατά τις οποίες εξολοθρεύονται πρακτικά όλοι οι έγκλειστοι τροτσκιστές. Ογδόντα χρόνια αργότερα, οι νεκροί μιλάνε μέσα από τα χειρόγραφα του Βερχνιερουράλσκ.
Στην παρούσα έκδοση, μεταφράζουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά ένα εκτενές κείμενο που γράφτηκε ελάχιστα μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία και το οποίο δημοσιεύτηκε στον χειρόγραφο Μπολσεβίκο-Λενινιστή τον Απρίλιο του 19331. Βρισκόμαστε στις πρώτες μέρες της εξουσίας του Χίτλερ, όταν δεν μπορούσε να προεξοφληθεί καν το σύστημα διακυβέρνησης που θα εφάρμοζαν οι ναζί, εάν επρόκειτο να εγκαθιδρυθεί μια πλήρης φασιστική δικτατορία (όπως εν τέλει συνέβη) ή ένα ημιφασιστικό καθεστώς. Το κόμμα του Χίτλερ κυβερνά ακόμα σε συμμαχία με τους εθνικιστές (Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα), οι οποίοι αυτοδιαλύθηκαν και προσχώρησαν στους ναζί μόνο τον Ιούλιο του 1933. Ο «εξουσιοδοτικός νόμος» της 23ης Μαρτίου, ο οποίος μεταβίβαζε τη νομοθετική εξουσία από τη Βουλή στην κυβέρνηση του Χίτλερ, είχε μόλις επιβληθεί, και είναι άγνωστο εάν η είδηση αυτή είχε φτάσει στα αυτιά των έγκλειστων τροτσκιστών. Δεν είχε γίνει ακόμα η εκκαθάριση της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών (30 Ιουνίου-2 Ιουλίου 1934), δεν είχαν δοθεί οι υπερεξουσίες του 1934, ούτε είχαν επιβληθεί οι ρατσιστικοί νόμοι της Νυρεμβέργης. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι τελικά επικράτησε το πιο σκοτεινό δυνατό σενάριο – ωστόσο αυτό δεν ήταν σαφές τη στιγμή της συγγραφής του κειμένου, και οι συντάκτες του το αναγνωρίζουν αυτό επανειλημμένα.
Παρόλα αυτά, το κείμενο περιέχει ορισμένες πολύ οξυδερκείς προβλέψεις. Χαρακτηρίζεται από βαθιά κατανόηση του φαινομένου του φασισμού, της κοινωνικής του φύσης και των καθηκόντων που προκύπτουν απέναντι σε αυτό. Σε αντιπαραβολή του κειμένου με τα γραπτά του Τρότσκι κατά την ίδια περίοδο2, γίνεται εμφανής η αξιοσημείωτη συνοχή των θέσεων του τροτσκιστικού ρεύματος, παρά τη σχετική απομόνωση των έγκλειστων στις φυλακές -αν και γνωρίζουμε ότι εξακολουθούν να διατηρούν επαφές με τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση.
Τα έγκλειστα μέλη της αριστερής αντιπολίτευσης είναι, έτσι, σε θέση να κατανοήσουν ότι ο ναζισμός δεν πρόκειται να αποτελέσει ένα σύντομο επεισόδιο, όπως διατείνεται η σταλινική ηγεσία της εποχής. Προβλέπουν σωστά ότι η εξέλιξη του καθεστώτος του Χίτλερ θα γίνει με εσωτερικές τριβές εντός του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος -οι οποίες πράγματι έφτασαν σύντομα στην εξολόθρευση της πτέρυγας του Ρεμ. Αντιλαμβάνονται την οργανική σημασία της φασιστικής επιθετικότητας, και, ενάντια σε κάθε εφησυχασμό, προλέγουν καθαρά τον πόλεμο και την επίθεση της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ· αξίζει να υπογραμμιστεί ότι, σε πλήρη αντίθεση με τις συκοφαντίες που επαναλαμβάνει παπαγαλιστί εδώ και δεκαετίες η σταλινική προπαγάνδα, οι τροτσκιστές δηλώνουν από τις φυλακές την προθυμία τους να υπερασπιστούν την ΕΣΣΔ πολεμώντας σε έναν τέτοιο πόλεμο.
Οι τροτσκιστές κατανοούν τον φασισμό (και τον ναζισμό) όχι απλώς ως τη δικτατορία των πιο αντιδραστικών στοιχείων του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, αλλά ως ένα κίνημα που θέτει την απελπισμένη μικροαστική τάξη και τα κονιορτοποιημένα στοιχεία της εργατικής τάξης στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου, αποσκοπώντας στην πλήρη διάλυση όλων των εργατικών οργανώσεων. Εκεί που η σταλινική ηγεσία βλέπει, κατά την περίοδο 1928-1933, μια «αριστερή ριζοσπαστικοποίηση των μαζών», οι τροτσκιστές βλέπουν τις αντιδραστικές μεταβολές εντός της κοινωνικής συνείδησης και τον κίνδυνο της ιστορικής ήττας και της εξατομίκευσης της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζουν τον φασισμό ως συνέχεια του Α’ ΠΠ και της ήττας του γερμανικού ιμπεριαλισμού και υπογραμμίζουν τις ευθύνες του αδυσώπητου καπιταλιστικού ανταγωνισμού, και, επομένως, του νικητή του ιμπεριαλισμού της Αντάντ.
Ως κατεξοχήν νεωτερικό φαινόμενο καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, ο φασισμός διακρίνεται από τις αντιδραστικές κυβερνήσεις των γιούνκερς πριν τον Α’ ΠΠ. Δεν είναι κάτι από το προκαπιταλιστικό παρελθόν, αλλά εικόνα από το μέλλον ενός καπιταλισμού σε ιστορική κρίση. Διακρίνεται, φυσικά, και από τις κυβερνήσεις της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όχι γιατί η αριστερή αντιπολίτευση έχει κάποια αυταπάτη ότι η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκπροσωπεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά, επειδή η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός «είναι δυο πόλοι του αστικού μετώπου», οι οποίοι όμως δεν θα μπορούσαν να ενωθούν παρά μόνο τη στιγμή που η αστική κοινωνία θα απειλούνταν άμεσα από την προλεταριακή επανάσταση· μέχρι τότε, η κυριαρχία του ενός ή του άλλου δίνει τελείως διαφορετικά περιθώρια δράσης στην εργατική τάξη.
Η σωστή κατανόηση του φασιστικού φαινομένου, από ένα πολιτικό ρεύμα που δεν έβλεπε μέσα από γραφειοκρατικές παρωπίδες, επέτρεψε στην αριστερή αντιπολίτευση να επισημάνει έγκαιρα τις άνευ αρχών ταλαντεύσεις του σταλινισμού, από τους καιροσκοπισμούς με τον Χίτλερ, όταν αυτός θεωρούνταν, με τέλεια ανευθυνότητα, μικρότερο κακό από τον «σοσιαλφασισμό» της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, έως την ξαφνική στροφή προς τις, υποτιθέμενα δημοκρατικές, αστικές τάξεις της ιμπεριαλιστικής Δύσης (Αγγλία, Γαλλία) στο πλαίσιο της πολιτικής ταξικής συνεργασίας των «λαϊκών μετώπων», τις υποσχέσεις ότι η ΕΣΣΔ δεν πρόκειται να υποκινήσει κάποια επανάσταση στη Δύση και την πολιτική συνθηκολόγηση με τη σοσιαλδημοκρατία της Β’ Διεθνούς. Στο κείμενο του Βερχνιεουράλσκ, τα μέλη της αριστερής αντιπολίτευσης συνειδητοποιούν, και παραδέχονται ανοιχτά, πως και τα ίδια ακόμα είχαν υποτιμήσει το μέγεθος του εκφυλισμού του σταλινισμού, ο οποίος μοιράζεται με τη σοσιαλδημοκρατία την ευθύνη για την παράλυση του εργατικού κινήματος μπροστά στην προέλαση του Χίτλερ. Προς το παρόν, φαίνεται να ελπίζουν ακόμα σε μια αναγέννηση του κόμματος στην ΕΣΣΔ και της Γ’ Διεθνούς, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, καθώς η ιδέα για μια νέα διεθνή δεν έχει ακόμα ωριμάσει· αυτό όμως θα συμβεί σύντομα, ακριβώς ενώπιον των συνεπειών της σταλινικής πολιτικής κατά την άνοδο του Χίτλερ.
Δεν επιβεβαιώθηκαν, βεβαίως, όλες οι υποθέσεις των συγγραφέων των χειρογράφων. Τα μέλη της αριστερής αντιπολίτευσης θεωρούν ότι η κατάρρευση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας είναι αναπόφευκτη και οριστική, υποθέτοντας μια θανάσιμη κρίση του ρεφορμισμού μπροστά στο ιστορικό του αδιέξοδο. Κατά παρόμοιο τρόπο, θεωρούν πως η συνειδητοποίηση της παράλυσης των σταλινικών ηγεσιών μπροστά στην άνοδο του φασισμού θα οδηγήσει σε ανταρσία των μελών στα επίσημα κομμουνιστικά κόμματα, σε διασπάσεις και καταρρεύσεις.
Ορισμένες φορές, φαίνεται να θεωρούν πως μια τέτοια θανάσιμη κρίση αποτελεί και τη μοίρα της ίδιας της αστικής δημοκρατίας: «τα βασιλικά και φασιστικά λάβαρα στη Γερμανία δεν θα αντικατασταθούν παρά μόνο από τις κόκκινες σημαίες της προλεταριακής επανάστασης». Αυτό επεκτείνεται και στον ίδιο τον καπιταλισμό, ο οποίος δεν μπορεί να επιβιώσει για δεκαετίες, παρά μόνο εάν ηττηθεί στον επερχόμενο πόλεμο η ΕΣΣΔ, παρότι βέβαια η άνοδος του φασισμού του δίνει μια σημαντική παράταση ζωής.
Θα μπορούσε, επομένως, να πει κανείς ότι υπάρχει στις τοποθετήσεις της αριστερής αντιπολίτευσης ένα στοιχείο φαταλισμού. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός επέζησε για τουλάχιστον 90 χρόνια ακόμα, ότι η αστική δημοκρατία έγινε ο κανόνας στα πιο προηγμένα καπιταλιστικά κράτη, ότι η σοσιαλδημοκρατία κυριάρχησε για δεκαετίες σε πολλά από αυτά -μέχρι τη νέα ιστορική της κρίση μετά το 2008- και ότι τα σταλινικά ΚΚ επέκτειναν σημαντικά την επιρροή τους μετά τον Β’ ΠΠ, παράλληλα με την εγκαθίδρυση των λαϊκών δημοκρατιών στην ανατολική Ευρώπη και μιας ακόμα σειράς φιλικών προς της ΕΣΣΔ καθεστώτων -μέχρι την ιστορική κρίση όλων αυτών με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Τι χρειάστηκε για να συμβούν όλα αυτά, όμως; Ο Β’ ΠΠ, πιθανότατα ο πιο φρικιαστικός και καταστροφικός πόλεμος της ιστορίας· ειδικά η σταθεροποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κατά τις τελευταίες δεκαετίες εξασφαλίστηκε πράγματι λόγω της ήττας της ΕΣΣΔ. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς εάν οι συγκεκριμένες διατυπώσεις της αριστερής αντιπολίτευσης δηλώνουν πράγματι υπεραισιοδοξία ή αντανακλούν τις ανάγκες της πολιτικής προπαγάνδας, μέσα σε ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες, που ευλόγως ενέχουν τον κίνδυνο της μαζικής απογοήτευσης.
Τα καθήκοντα του εργατικού κινήματος και των επαναστατικών οργανώσεων, πάντως, ορίζονται εξαρχής με εξαιρετική σαφήνεια και ακρίβεια. Όπως και πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι τροτσκιστές επιμένουν στο ενιαίο μέτωπο στη δράση ενάντια στον φασισμό, για τη συνένωση των αμυντικών δυνάμεων της εργατικής τάξης, χωρίς, ωστόσο, πολιτική συγχώνευση ή συνθηκολόγηση με τη σοσιαλδημοκρατία. Αντιτίθενται στην πολιτική του κατευνασμού προς τους ναζί, γιατί ο φασισμός αποδυναμώνεται μόνο όταν παύει να φαίνεται ανίκητος, και ενισχύεται κάθε φορά που δεν βρίσκει αντίσταση. Εφαρμόζουν τη λογική της διαρκούς επανάστασης, αντιμετωπίζοντας το άμεσο καθήκον, τον αμυντικό αντιφασιστικό αγώνα, όχι ως κάτι ιστορικά αυτοτελές, αλλά ως τμήμα μιας ενιαίας διαδικασίας που μπορεί και πρέπει να εξελιχθεί σε προλεταριακή επανάσταση· πράγματι αυτό συνέβη κατά τον Β’ ΠΠ πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, την Ελλάδα. Αρνούνται την εγκατάλειψη της επαναστατικής προοπτικής στις χώρες της Δύσης στο όνομα της συμμαχίας με τις υποτιθέμενα δημοκρατικές αστικές τάξεις. Καλούν σε κινητοποίηση του κόκκινου στρατού υπέρ του γερμανικού προλεταριάτου, δεχόμενοι τα πυρά του σταλινισμού για τον Τρότσκι που «καλεί σε πόλεμο ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη Γερμανία» -ως να μην ήταν τελικά αναπόφευκτη η αναμέτρηση, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία ο γερμανικός στρατός ήταν ασύγκριτα περισσότερο εξοπλισμένος και προετοιμασμένος από όσο την επαύριο της ανόδου των ναζί στην εξουσία.
Μια τελευταία παρατήρηση: αν σήμερα έχουμε στα χέρια μας αναλύσεις τέτοιας σημασίας, αυτό οφείλεται στο ότι ορισμένοι αγωνιστές δεν δέχτηκαν να αποσιωπήσουν την κριτική τους στο όνομα της σοβαρότητας των καταστάσεων -«οι τραγικές περιστάσεις δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να μας κάνουν να σιωπούμε πάνω στην αλήθεια των γεγονότων και τον ρόλο των σοσιαλδημοκρατών και των κομμουνιστών». Ας είναι αυτό το γεγονός μια υπενθύμιση για κάθε φορά που, με αφορμές πολύ πιο ασήμαντες από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, επιβάλλεται -πολλές φορές εθελοντικά- η παύση κάθε κριτικής εντός της αριστεράς στο όνομα κάποιου πιο επείγοντος σκοπού.
Υποσημειώσεις
1. Η μετάφραση έγινε από τα γαλλικά, από την ιστοσελίδα του Inprecor (www.inprecor.fr). Οι υποσημειώσεις έχουν αντληθεί από την ίδια πηγή.
2. Για μια συνοπτική και ακριβή παρουσίαση των απόψεων του Τρότσκι για τον φασισμό, βλ. Μαντέλ Ε. (2012), Ο Τρότσκι για τον Φασισμό, Αθήνα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη