Πληθωρισμός, ακρίβεια και μισθοί
-
Είναι το ίδιο ακρίβεια και πληθωρισμός;
-
Γιατί «έχουμε ακρίβεια» ενώ ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε από το 2021 πολύ περισσότερο από τον πληθωρισμό;
του Πάνου Κοσμά
Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία λένε ότι από το 2021 μέχρι και σήμερα, δηλαδή στις αρχές φθινοπώρου του 2025, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 32,7%, ενώ ο πληθωρισμός (εθνικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή) «μόνο» κατά 18,4%. Είναι τα επίσημα και «υπεράνω υποψίας» στατιστικά στοιχεία. Αν πρέπει από τον συνδυασμό αυτών των δύο στοιχείων (πληθωρισμός – κατώτατος μισθός) να βγάλουμε συμπέρασμα, τότε η κυβέρνηση έχει δίκιο: το πραγματικό εισόδημα των μισθωτών εργαζομένων αυξήθηκε. Τότε όμως γιατί είναι καθολική στα εργατικά – λαϊκά νοικοκυριά η αίσθηση ότι η ακρίβεια έχει γίνει ο μεγαλύτερος βραχνάς στη ζωή τους; Ποια είναι η λύση του «γρίφου»;
Πληθωρισμός και αύξηση κατώτατου μισθού
Πίνακας 1
Αυξήσεις κατώτατου μισθού από το 2019 και ύστερα (μικτές μηνιαίες αποδοχές, σε ευρώ)
-
Χρονολογία
Από
Σε
2019 (ΣΥΡΙΖΑ)
586
650
2022, 1/1
650
663
2022, 1/4
663
713
2023, 1/4
713
780
2024,1/1
780
800
2024, 1/4
800
830
2025,1/4
830
880
Από το 2021: αύξηση 32,7%
Από το 2019: αύξηση 35,4%
Ετήσιος και σωρευτικός πληθωρισμός
-
Έτος
Ετήσια αύξηση
Δείκτη Τιμών Καταναλωτή*
Σωρευτικός
πληθωρισμός**
2021
1,2
1,2
2022
9,6
10,9
2023
3,5
14,8
2024
2,7
17,9
2025
2,6***
18,4
*Αύξηση σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο (2020), που λαμβάνεται ως βάση
**Σωρευτικός πληθωρισμός είναι η συνολική αύξησή του σε μια διαδοχική σειρά χρόνων, στην προκείμενη περίπτωση από το 2021 ως το 2025. Δεν είναι το άθροισμα των ετήσιων δεικτών, επειδή η αύξηση κάθε επόμενου χρόνου εφαρμόζεται πάνω στην αυξημένη βάση του προηγούμενου: το 9,6% του 2022 εφαρμόζεται πάνω στο 1,2% του 2021, το 3,5% του 2023 πάνω στο 10,9% (κι όχι στο 9,6%) του 2022 κ.λπ.
***Εκτιμήσεις για το πόσο θα κλείσει στο τέλος της χρονιάς.
Ποιος έχει δίκιο, οι εργαζόμενοι ή ο Άδωνης;
Το ερώτημα είναι, λοιπόν, γιατί τα επίσημα στατιστικά στοιχεία είναι σε πλήρη αντίφαση με το μαζικό βίωμα των εργατικών-λαϊκών νοικοκυριών ότι η αγοραστική δύναμη του εισοδήματός τους μειώνεται.
Αυτό το μαζικό βίωμα αποτυπώνεται στατιστικά με δύο τρόπους:
Πρώτο, στις μετρήσεις κοινής γνώμης (δημοσκοπήσεις). Σε όλες ανεξαιρέτως από το 2022 και ύστερα, η ακρίβεια αναδεικνύεται σε μακράν πρώτο πρόβλημα, με ποσοστά σταθερά πάνω από 50% έως και 75%. Δεν είναι λογικό σταθερά και αδιάλειπτα επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα η κοινωνική πλειονότητα να υποδεικνύει την ακρίβεια ως το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα και αυτό να είναι μια «παρανόηση».
Δεύτερο, σε μια μέτρηση που βρίσκουμε στις μηνιαίες έρευνες Οικονομικής Συγκυρίας του υπεράνω πάσης υποψίας ΙΟΒΕ (Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, του ΣΕΒ). Αυτές οι έρευνες είναι επίσης δημοσκοπικές και εξετάζουν τις απαντήσεις ενός δείγματος που απαρτίζεται από «εκπροσώπους» των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Εκεί λοιπόν εμφανίζεται ένα εντυπωσιακό ποσοστό περί το 60% όσων στο δείγμα «εκπροσωπούν» τα νοικοκυριά να απαντάει σε σχετική ερώτηση ότι «δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα».2
Επειδή αυτές οι έμμεσες ενδείξεις για την κοινωνική ένταση και έκταση του προβλήματος της ακρίβειας δεν είναι αποδείξεις, τα κυβερνητικά στελέχη επικαλούνται συστηματικά τα στατιστικά στοιχεία που προανέφερα για τον κατώτατο μισθό και τον πληθωρισμό για να ισχυριστούν ότι τα κυβερνητικά μέτρα έχουν αυξήσει το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων. Οπότε, όπως λέει χαρακτηριστικά ο πιο εμετικός ίσως προπαγανδιστής της κυβέρνησης Άδωνης Γεωργιάδης, όλο αυτό δεν είναι παρά «γκρίνια» που εκπορεύεται από τη «συμμορία της μιζέριας», από αυτούς δηλαδή που δεν καταλαβαίνουν ότι η χώρα προχωράει μπροστά και η κυβέρνηση κάνει το καλύτερο δυνατό.
Βεβαίως, είναι απορίας άξιο πώς η «συμμορία της μιζέριας»… στρατολόγησε πλειοψηφικά κοινωνικά ποσοστά, αλλά σε κάθε περίπτωση οφείλουμε πιο στέρεες αποδείξεις – και στο τέλος μια εξήγηση του «γρίφου».
Τι είναι η ακρίβεια;
Αυτή η μαζική αίσθηση των νοικοκυριών παραπέμπει στον πραγματικό ορισμό της ακρίβειας: Ακρίβεια δεν είναι να ανεβαίνουν οι τιμές (έστω και πολύ), αλλά να ανεβαίνουν οι τιμές περισσότερο (ή γρηγορότερα) απ’ ό,τι ανεβαίνει το εισόδημα, ορθότερα οι ονομαστικές αποδοχές, δηλαδή τα λεφτά που βάζουμε στην τσέπη ως αμοιβή για την εργασία μας.3
Αν ο ονομαστικός μισθός-εισόδημα είναι τα λεφτά που βάζει ο εργαζόμενος στην τσέπη, ο πραγματικός μισθός είναι η αγοραστική του δύναμη, δηλαδή ποια είναι η συνολική τιμή, το κόστος, των αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί να προμηθευτεί με τον μισθό του.
Και πώς γίνεται να έχουμε ακρίβεια αν ο κατώτατος μισθός αυξάνεται περισσότερο από τον πληθωρισμό; Να λοιπόν μια πρώτη απάντηση: εάν ο πληθωρισμός δεν είναι το κατάλληλο μέγεθος για να μας πει πόσο αυξάνονται οι τιμές στα αγαθά και υπηρεσίες που συνθέτουν το «καλάθι του νοικοκυριού». Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή είναι έτσι «κατασκευασμένος», ώστε να μας λέει ψέματα για το πόσο κοστίζει το «καλάθι» του εργατικού-λαϊκού νοικοκυριού.
Η αγοραστική δύναμη του μισθού
Θα επανέλθουμε σε αυτό στη συνέχεια. Προς το παρόν, θα προσκομίσουμε δύο στατιστικές αποδείξεις υπεράνω υποψίας και αμφισβήτησης για το ότι η αγοραστική δύναμη του εισοδήματος μειώνεται στην Ελλάδα.
Η πρώτη:
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ4 σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης5 στις χώρες-μέλη της ΕΕ το 2024, η Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση (με τελευταία τη Βουλγαρία), έχοντας το 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η δεύτερη:
Πάλι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2024, η αγοραστική δύναμη του μέσου μηνιαίου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης6 στην Ελλάδα είναι το 54% του μέσου όρου της ΕΕ, κατατάσσοντάς την στην τελευταία θέση της ΕΕ! Αυτά τα 5 χρόνια στα οποία ο ονομαστικός κατώτατος μισθός αυξήθηκε 35,4%, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού αυξήθηκε μόλις 90 ευρώ, έναντι 507 ευρώ του μέσου όρου στην ΕΕ.
Όπως είναι αναμενόμενο, τα στοιχεία για την αγοραστική δύναμη του μέσου μηνιαίου μισθού είναι πιο αντιπροσωπευτικά για το βάρος της ακρίβειας για τα λαϊκά νοικοκυριά, διότι εδώ μιλάμε για εισόδημα από μισθούς, ενώ στο μέγεθος κατά κεφαλήν ΑΕΠ συμμετέχουν και τα εισοδήματα της αστικής τάξης (κέρδη, μερίσματα, δικαιώματα).
Ποια είναι τελικά η εξήγηση;
Εδώ γεννιέται το εύλογο ερώτημα: Πώς και γιατί η πραγματική αύξηση τιμών στα αγαθά και υπηρεσίες που συνθέτουν το «καλάθι του νοικοκυριού» των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων είναι πολύ υψηλότερη από την αύξηση τιμών που δηλώνει ο πληθωρισμός; Τι είναι το ένα (πληθωρισμός) και τι το άλλο (ας το πούμε ακρίβεια); Και, τελευταίο, παρεμβάλλονται και άλλοι παράγοντες στην καθορισμό της αγοραστικής δύναμης του μισθού;
Ας δούμε πρώτα τον πληθωρισμό (εθνικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή). Πώς υπολογίζεται; Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) παίρνει τα στοιχεία της προηγούμενης έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών, που είναι ετήσια, και καταγράφει τι κατανάλωσαν τα νοικοκυριά σε δεκάδες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Εδώ μιλάμε για το σύνολο των νοικοκυριών: από αυτά της Εκάλης μέχρι αυτά του Περάματος, από τα πιο πλούσια έως τα πιο φτωχά. Φτιάχνει μια λίστα με αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες, τα κατατάσσει σε κατηγορίες και υποκατηγορίες, μετράει το ποσοστό της δαπάνης για κάθε κατηγορία ή υποκατηγορία χωριστά ως προς το σύνολο της δαπάνης όλων των νοικοκυριών και έτσι βγάζει πόσο συμβάλλει ο πληθωρισμός κάθε κατηγορίας και υποκατηγορίας στο συνολικό Δείκτη Τιμών: τα τρόφιμα τόσο, η ενέργεια τόσο, το κόστος στέγασης τόσο, τα αεροπορικά ταξίδια τόσο, τα είδη προσωπικής φροντίδας τόσο, η αγορά αυτοκινήτου τόσο, το «πακέτο διακοπών» τόσο και ούτω καθεξής.
Είναι σαν να βγάζουμε τον Δείκτη Τιμών για ένα φανταστικό «καλάθι» αγαθών και υπηρεσιών που δεν καταναλώνει κανένα νοικοκυριό, ούτε πλούσιο ούτε φτωχό. Υπάρχουν προϊόντα και υπηρεσίες που δεν καταναλώνουν τα πλούσια νοικοκυριά: Στο σύνολό τους, δεν δαπανούν από το εισόδημά τους για νοίκι, φαγητό σε πακέτο, φτηνά τρόφιμα χαμηλής ποιότητας κ.λπ. Αντίστοιχα, υπάρχουν προϊόντα και υπηρεσίες που δεν καταναλώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά: προϊόντα και υπηρεσίες πολυτελείας κάθε είδους.
Η σύνθεση του καλαθιού του νοικοκυριού είναι πολύ διαφορετική για τα πλούσια και τα εργατικά-λαϊκά νοικοκυριά και το ειδικό βάρος κάθε αγαθού και υπηρεσίας που τα απαρτίζει είναι επίσης πολύ διαφορετικό: Στα πλούσια νοικοκυριά τα αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι μεγαλύτερου εύρους (έχουν την οικονομική άνεση γι’ αυτό), με πολύ μεγαλύτερο το ειδικό βάρος (τη στάθμιση) στο καλάθι του πλούσιου νοικοκυριού των προϊόντων και υπηρεσιών πολυτελείας. Αντίθετα, το καλάθι του εργατικού-λαϊκού νοικοκυριού είναι περιορισμένου εύρους, εστιάζει στα απολύτως απαραίτητα για την αναπαραγωγή της ζωής αγαθά και υπηρεσίες και, υπό την πίεση της μειωμένης αγοραστικής δύναμης, στρέφεται σε καταναλωτικές στρατηγικές επιβίωσης, περικόπτει δαπάνες για κρέας, φρούτα, διακοπές, αγορά ή συντήρηση αυτοκινήτου, ένδυση-υπόδηση, ιδιωτική υγεία (που αναγκάζεται να καταφύγει, ειδικά σε έκτακτες περιστάσεις που δεν βγάζει άκρη με τα δημόσια νοσοκομεία τα οποία έχουν οδηγηθεί σε τρομερή απαξίωση) κ.λπ.
Μιλάμε λοιπόν για δύο εντελώς διαφορετικά «καλάθια νοικοκυριού». Αυτά η ΕΛΣΤΑΤ τα τσουβαλιάζει για να βγάλει έναν μέσο όρο που δεν αντιπροσωπεύει κανένα νοικοκυριό και είναι χρήσιμος μόνο για τις κυβερνήσεις και τα όργανα εκπόνησης οικονομικής πολιτικής του καπιταλισμού. Σίγουρα όμως δεν αντιπροσωπεύουν την αύξηση τιμών στο καλάθι του εργατικού-λαϊκού νοικοκυριού.
Η ακαταλληλότητα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) να αποδώσει τις πραγματικές διαστάσεις της ανόδου των τιμών στα αγαθά και υπηρεσίες που απαρτίζουν το «καλάθι» του εργατικού-λαϊκού νοικοκυριού οφείλεται εν τέλει στο γεγονός ότι η κατανάλωση των πλούσιων νοικοκυριών μειώνει το «ειδικό βάρος» των προϊόντων και υπηρεσιών που συνθέτουν το «καλάθι του λαϊκού νοικοκυριού», επομένως την επίδρασή τους (στατιστικά λέγεται στάθμιση) στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, δηλαδή τον πληθωρισμό.
Το νοίκι
Η δαπάνη για ενοίκιο κύριας κατοικίας είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα υπηρεσίας που δεν καταναλώνουν όλα τα νοικοκυριά και που για τα νοικοκυριά που την καταναλώνουν έχει πολύ υψηλή ποσοστιαία συμμετοχή στο σύνολο των μηνιαίων δαπανών τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι 68% – άλλες έρευνες το ανεβάζουν λίγο παραπάνω, ως το 69,5%. Αυτό σημαίνει ότι το 32% των νοικοκυριών ζουν στο νοίκι. Οι τιμές των ενοικίων καλπάζουν τα τελευταία χρόνια, και για τα νοικοκυριά που ζουν στο νοίκι σημαίνουν μια δαπάνη στα 3/5 του καθαρού κατώτατου μισθού κατά μέσο όρο (παίρνοντας όλη την γκάμα των νοικοκυριών, από τα μονοπρόσωπα και τα μονογονεϊκά έως τα πολυπρόσωπα).
Παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι το μέσο εργατικό – λαϊκό νοικοκυριό ζει με μέσο εισόδημα 2 κατώτατους μισθούς και ότι καταναλώνει το εισόδημά του στο σύνολό του (δηλαδή δεν αποταμιεύει). Σε αυτή την περίπτωση, το συνολικό του καθαρό μηνιαίο εισόδημα είναι 2 επί τον καθαρό μηνιαίο μισθό υπολογισμένο σε 12μηνη βάση. Τα 880 ευρώ του κατώτατου μισθού είναι μικτά επί 14 μισθούς. Τα καθαρά για 14 μισθούς είναι 743 ευρώ και υπολογισμένα σε 12 μισθούς είναι 867 ευρώ. Το «καλάθι» του νοικοκυριού, λοιπόν, που περιλαμβάνει το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα, κοστίζει 2Χ867 = 1.734 ευρώ.
Με μέσο νοίκι στα 3/5 του κατώτατου μισθού, η δαπάνη για νοίκι αντιστοιχεί στο 30% του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος, δηλαδή στο 30% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του νοικοκυριού στην κατηγορία νοίκι. Στον επίσημο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή η στάθμιση της υπηρεσίας «Ενοίκια κατοικιών» στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή είναι 0,42 με πληθωρισμό 3,1% τον Αύγουστο, δηλαδή αντιστοιχεί στο 13,5% του συνολικού φανταστικού Δείκτη Τιμών για όλη την γκάμα των νοικοκυριών. Η διαφορά ανάμεσα στο 30% και στο 13,5% του επίσημου πληθωρισμού είναι προφανώς χαώδης. Η διαφοροποίηση του ύψους των ενοικίων ανά πόλη και περιοχή, η διαφοροποίηση του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος στην περίπτωση που αυξάνεται λόγω τέκνων ή τριετιών κ.λπ. το πολύ-πολύ να κάνουν τη σχέση των δύο σταθμίσεων 1:2. Η διαφορά παραμένει χαώδης και, λόγω της υψηλής τιμής της συγκεκριμένης υπηρεσίας, είναι από μόνη της αρκετή για να διαλύσει κάθε αξιοπιστία του επίσημου ΔΤΚ.
Στο 38% του συνόλου των νοικοκυριών που επιβαρύνονται με νοίκι, πρέπει να προσθέσουμε και ένα ποσοστό έως 10% που ζουν σε σπίτι που το πήραν με δάνειο και το αποπληρώνουν. Η μέση δόση αποπληρωμής του δανείου τους είναι μόνο λίγο μικρότερη από το μέσο νοίκι των εργατικών-λαϊκών νοικοκυριών και άρα αντιπροσωπεύει ένα επίσης σημαντικό ποσοστό της συνολικής μηνιαίας δαπάνης τους.
Ήδη, εξετάζοντας μόνο τον παράγοντα νοίκι, προσεγγίζουμε ένα σχεδόν 50% λαϊκών νοικοκυριών που ο Δείκτης Τιμών του «καλαθιού» τους είναι πολύ υψηλότερος από τον επίσημο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, δηλαδή εξιατίας της δαπάνης για ενοίκιο.
Κάτι ανάλογο με το νοίκι, αν και με μικρότερη βαρύτητα, συμβαίνει και με άλλα βασικά συστατικά του «καλαθιού» του εργατικού-λαϊκού νοικοκυριού, των οποίων η βαρύτητα στον πληθωρισμό (Δείκτης Τιμών Καταναλωτή) είναι μικρότερη ή και πολύ μικρότερη σε σχέση με την πραγματική τους βαρύτητα. Αν μεγάλες δευτεροβάθμιες και κυρίως τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις αφιέρωναν ανθρώπινους και λίγους χρηματικούς πόρους, θα μπορούσαν να φτιάξουν τον εργατικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προσδιορίζοντας τη συνολική τιμή του «καλαθιού» του εργατικού-λαϊκού νοικοκυριού και προσαρμόζοντας, στη βάση αυτή, τα αιτήματα που αφορούν το εργατικό εισόδημα. Αποφεύγουν το πρώτο, γιατί θέλουν να αποφύγουν τις ευκόλως εννοούμενες συνεπαγωγές για το δεύτερο…
Η ακρίβεια είναι σχέση
Είπαμε ότι η ακρίβεια είναι σχέση, μεταξύ της αύξησης της τιμής του «καλαθιού» του εργατικού – λαϊκού νοικοκυριού και του διαθέσιμου εισοδήματος. Όμως, το διαθέσιμο εισόδημα δεν είναι μόνο αυτό από μισθωτή εργασία (ο μισθός στο χέρι). Υπάρχουν επίσης οι δευτερογενείς μηχανισμοί αναδιανομής του εισοδήματος (πέρα από την πρωτογενή κατανομή εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας μεταξύ μισθών και κερδών).
Αυτή οργανώνεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και αφορά δύο επίπεδα:
α) Τον «κοινωνικό μισθό», δηλαδή τις παροχές του κοινωνικού κράτους, σε είδος (υπηρεσίες υγείας, παιδείας κ.λπ.) ή σε χρήμα (επιδόματα και ενισχύσεις κάθε είδους). Οι παροχές σε χρήμα αυξάνουν τα χρηματικά διαθέσιμα του νοικοκυριού. Οι παροχές σε είδος μειώνουν την τιμή του «καλαθιού» αγαθών και υπηρεσιών που προμηθεύεται, αφού ένα μέρος τους παρέχεται δωρεάν από το κράτος. Αμφότερες αυτές οι κατηγορίες (παροχές σε είδος και σε χρήμα), που αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού πέρα από τα όρια του «μισθού στο χέρι», είναι σε μακρόχρονη πορεία μείωσης, λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Αυτό αποδεικνύεται επίσης στατιστικά – παρακάμπτουμε αυτή την απόδειξη, για να μη βαρύνουμε άλλο αυτό το κείμενο. Το γεγονός όμως ότι μειώνονται, σημαίνει δύο πράγματα: Ότι όλο και περισσότερες υπηρεσίες που το νοικοκυριό προμηθευόταν από παροχές σε είδος πρέπει πλέον να χρηματοδοτούνται από τα χρηματικά διαθέσιμα του νοικοκυριού, ενώ ταυτόχρονα αυτά τα χρηματικά διαθέσιμα μειώνονται λόγω της μείωσης των παροχών του «κοινωνικού κράτους» σε χρήμα.
β) Τη φορολογική πολιτική, δηλαδή το ύψος και την κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η αύξηση των φορολογικών βαρών των μισθωτών συνιστά μείωση του πραγματικού τους μισθού. Οι τρόποι είναι βασικά δύο: Οι έμμεσοι φόροι και η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.
Όσον αφορά τους έμμεσους φόρους, με το να επιβαρύνουν εξίσου την εργασία και το κεφάλαιο, επομένως με το να παραβιάζουν ευθέως τη συνταγματική αρχή της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος (συμμετοχή στα φορολογικά βάρη ανάλογα με τις εισοδηματικές δυνατότητες), το πρακτικό αποτέλεσμα είναι η μείωση του πραγματικού μισθού. Όσο για τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, αυτή συνεπάγεται ότι η όποια αύξηση των ονομαστικών μισθών (πόσα βάζει ο μισθωτός στην τσέπη κάθε μήνα) αυξάνει το φορολογητέο του εισόδημα, επομένως και τον φόρο που πληρώνει, άρα εξαλείφει ένα μέρος αυτής της αύξησης – με τους δεδομένους φορολογικούς συντελεστές και κλίμακες, με αυτό τον τρόπο εξαλείφεται περί το 1/3 της αύξησης του μισθού.
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα όλων αυτών, δηλαδή της δευτερογενούς κατανομής εισοδήματος μέσω του προϋπολογισμού, είναι ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώνεται, ενώ οι τιμές στέκονται στο (αυξανόμενο) ύψος τους. Και επειδή η ακρίβεια είναι σχέση, αυτή επιδεινώνεται…
Φυσικά η κυβέρνηση δεν θέλει ούτε να ξέρει και αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στο μέρος του εισοδήματος που αντιπροσωπεύει ο «κοινωνικός μισθός» και στο μέρος της απώλειας εισοδήματος που αντιπροσωπεύει η φορολογική πολιτική· δεν θέλει να στρέψει τα φώτα σε αυτά, γιατί είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι αυτά μειώνουν τον πραγματικό μισθό.
Επιμύθιο: πίσω από τις στατιστικές, η ταξική πάλη
Το δικό μας ταξικό μπλοκ, η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι μικροαστοί,7 δεν μπορεί να τα βγάλει από μόνο του πέρα με την κατευθυνόμενη προπαγάνδα των θεσμικών στελεχών του συστήματος: πρωθυπουργός, υπουργοί, διοικητές και στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδας, τμήματα ανάλυσης των τραπεζών, παρατρεχάμενοι ιδεολόγοι, μίντια, που τίθενται στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης. Επιπλέον, τα οικονομικά «είναι αχώνευτα» και προκαλούν δικαιολογημένη απώθηση, υπό το απεχθές βάρος αυτής της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αργκό που μπερδεύει, διαστρέφει και… τρομοκρατεί, βεβαρημένη και με ένα σωρό άχρηστους και ακατανόητους οικονομικούς όρους.
Ενστικτωδώς και με κριτήριο πώς μεταβάλλονται οι συνθήκες της ζωής τους, οι όροι της αναπαραγωγής τους, καταλαβαίνουν ότι τους λένε ψέματα, αλλά ταυτόχρονα αισθάνονται αδύναμοι να το «αποδείξουν». Χρειάζονται τη στήριξη της Αριστεράς, ιδιαίτερα της μαρξιστικής-επαναστατικής Αριστεράς, που οφείλει να εξηγεί συστηματικά, να αντιμετωπίζει και να καταρρίπτει την οικονομική προπαγάνδα των ιδεολόγων και προπαγανδιστών της άρχουσας τάξης. Το υπουργείο Οικονομικών δεν είναι μόνο ένας μηχανισμός επεξεργασίας και επιβολής οικονομικών μέτρων υπέρ της αστικής και κατά της εργατικής τάξης, αλλά και ένας τρομερός ιδεολογικός μηχανισμός, που είναι λάθος να τον αφήνουμε να ασκεί ιδεολογική τρομοκρατία ανενόχλητος. Όχι μόνο γιατί θα ήταν λάθος να του αναγνωρίσουμε την απόλυτη υπεροχή ως Αριστερά, αλλά κυρίως γιατί έχουμε χρέος να προστατεύσουμε την εργατική τάξη και τον «λαό της Αριστεράς» από την ασύστολη οικονομική προπαγάνδα του συστήματος και των εκπροσώπων του.
Πριν από ενάμιση και πλέον αιώνα, κάποιος Καρλ Μαρξ έγραψε ένα εκτενές και δύσκολο στην ανάγνωσή του έργο για να αποκαλύψει τον μηχανισμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Δεν το έγραψε για τους «ειδικούς» της εποχής, αλλά για τους πρωτοπόρους εργάτες. Ακόμη και τα πιο εκλαϊκευτικά συναφή του έργα όπως το «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο» και «Μισθός, τιμή, κέρδος», που γράφτηκαν «κατά παραγγελία» για τους πρωτοπόρους εργάτες, θέλουν προσπάθεια κατά την ανάγνωση, αλλά είναι τρομερά εφόδια εφόσον κατανοηθούν. Έχοντας το ιστορικό πλεονέκτημα ότι το «μυστικό» της εκμετάλλευσης έχει αποκαλυφθεί, έχουμε χρέος να αξιοποιούμε αυτό το έργο και όχι να πέφτουμε κι εμείς θύματα του ότι «τα οικονομικά είναι αχώνευτα». Πολύ περισσότερο, πρέπει να αποφεύγουμε τον πειρασμό να μιλούμε για την οικονομία… πολιτικά – εκτός αν αυτό το πολιτικά σημαίνει το να αποκαλύπτουμε με επιχειρήματα τον μηχανισμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας σε όλες τις πτυχές του.
Σημειώσεις – παραπομπές:
Οι παρακάτω υποσημειώσεις 3-6 μας βάζουν στο πεδίο κάποιων ορισμών με τους οποίους δεν είμαστε εξοικειωμένες/οι και απαιτούν κάποια περαιτέρω «εκπαίδευση». Είναι κατηγορίες που συναντάμε στις σύγχρονες επίσημες στατιστικές και αφορούν το αντικείμενο του βιβλίου του Μαρξ «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο».
1. Τα κυβερνητικά στελέχη, αρμόδια και αναρμόδια, κάνουν την εξής λαθροχειρία με τα στοιχεία: υπολογίζουν την αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019, το έτος έναρξης της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ, περιλαμβάνοντας έτσι στις αυξήσεις του κατώτατου μισθού και την αύξηση επί ΣΥΡΙΖΑ (δες σχετικό πίνακα), ενώ περιλαμβάνουν και την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο του 2025. Αντίθετα, τις αυξήσεις του πληθωρισμού τις μετρούν από το 2021 και δεν περιλαμβάνουν τον πληθωρισμό του 2025. Έτσι μιλούν για αύξηση του κατώτατου μισθού 35,4% και αύξηση πληθωρισμού 18%. Ακόμη όμως και με το σωστό μέτρημα και τις σωστές συγκρίσεις, η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι πολύ υψηλότερη από τη σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού.
2. Τον μήνα Σεπτέμβριο του 2025 είχε αυξηθεί σε 65%
3. Στις επίσημες στατιστικές, ονομαστικός μισθός είναι τα χρήματα που «βάζουμε στην τσέπη», ενώ πραγματικός αυτά τα χρήματα αφαιρώντας τον πληθωρισμό (παράδειγμα: ο πραγματικός κατώτατος σήμερα μείον το 2,6% αυτού αν μιλάμε για το 2025.
4. Κατά κεφαλήν ΑΕΠ: το ΑΕΠ μιας χώρας (ο πλούτος που παράγεται σε αυτήν σε ένα έτος σε τρέχουσες, δηλαδή όχι αποπληθωρισμένες, τιμές) διά του πληθυσμού της χώρας.
5. Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (αγγλικά, PPS): Ενσωματώνουν στη μέτρηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τις διαφορές τιμών μεταξύ χωρών που συγκρίνονται, εδώ χωρών της ΕΕ. Πιο απλά, είναι η αγοραστική δύναμη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δηλαδή την τιμή ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί κάποιος/α να προμηθευτεί αν το διαθέσιμο εισόδημά του ταυτίζεται με το ονομαστικό ΑΕΠ.
6. Μέσος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης: Μια εκδοχή του μισθού που επίσης λαμβάνει υπόψη της τη διαφορά τιμών μεταξύ των χωρών που συγκρίνονται.
7. Οι μικροαστοί που ζουν από τη δική τους εργασία κι όχι από την εργασία των άλλων (των υπαλλήλων τους). είναι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες και δεν πρέπει να τους «τσουβαλιάζουμε» στους «μικρομεσαίους» ή, ακόμη χειρότερα, στη «μεσαία τάξη», αυτή την ιδεολογική κατασκευή του νεοφιλελευθερισμού.