Στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ξέσπασαν μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις. Η απογοήτευση που επικράτησε στην κοινωνία μετά το δημοψήφισμα είχε την αντανάκλαση της και στις διεργασίες του φοιτητικού κινήματος. Η νηνεμία δεν προέκυψε επειδή δεν υπήρχαν επιθέσεις στην εκπαίδευση. Ίσα ίσα που η κυβέρνηση αυτή έφερε τις διατάξεις για την αυτοχρηματοδότηση των ιδρυμάτων, υπονομεύοντας τον δημόσιο δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Επίσης, τόσο νομοθετικά, όσο και στην πράξη υπονόμευσε το πανεπιστημιακό άσυλο.
Ωστόσο, οι φοιτητικοί σύλλογοι επιβίωσαν και σε πολλές περιπτώσεις έδωσαν σημαντικούς αγώνες. Έδωσαν μάχες για υλικές διεκδικήσεις γύρω από την σίτιση και την στέγαση, ενάντια στην εντατικοποίηση του ρυθμού σπουδών, ενάντια σε αλλαγές στα προγράμματα σπουδών σε τεχνοκρατική κατεύθυνση κ.ο.κ Δόθηκαν επίσης αγώνες για κεντρικά ζητήματα όπως η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ και η συγχώνευση σχολών. Επίσης, το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες εκφράστηκε και μέσα από τους φοιτητικούς συλλόγους. Συνολικά, δεν χάθηκαν τα κεκτημένα οργάνωσης των φοιτητών και μαχητικών μορφών πάλης.
Ήδη από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, αναδείχτηκαν σημαντικές διαφωνίες εντός ΕΑΑΚ που δεν μπορούσαν να γεφυρωθούν. Η πρώτη διακυβέρνηση βρήκε το κομμάτι των ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ σε ρόλο υποστηρικτή της κυβέρνησης στο αντιμνημονιακό αγώνα, ενώ οι αριστερές τάσεις εντός ΕΑΑΚ δεν μπόρεσαν να σηκώσουν ένα κλίμα αντιπαράθεσης με το υπουργείο παιδείας. Αυτό εκφράζει την συνολική αδυναμία που είχε η αντικαπιταλιστική αριστερά να παρουσιάσει μια άλλη προοπτική για το κίνημα από την αριστερή κυβέρνηση.
Μετά το δημοψήφισμα, προέκυψαν ανακατατάξεις στην αριστερά που επηρέασαν με πολύ έντονο τρόπο την ΕΑΑΚ. Με την αποχώρηση των ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αποχώρηση της ΑΡΕΝ από τη νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, προέκυψε μεγάλη διαφωνία εντός ΕΑΑΚ για την πολιτική συνεργασία με την ΑΡΕΝ και το ΑΡΔΙΝ. Αυτή η διαφωνία δεν γεφυρώθηκε ποτέ, δεν συζητήθηκε καθόλου δημοκρατικά και οδήγησε στην διάσπαση των δυνάμεων της ΕΑΑΚ στις εκλογές και στο κίνημα.
Η διαφωνία για την μετωπική πολιτική όξυνε τις εσωτερικές αντιφάσεις και οδήγησε στην πολιτική κρίση του μορφώματος που εκφράστηκε με εκφυλιστικά φαινόμενα βίαιων οργανωτικών συγκρούσεων ακόμα και εντός διαδικασιών. Η κρίση εκφράστηκε και με την παράλυση των συντονιστικών διαδικασιών και διασπάσεις σχημάτων, κατάσταση που σηματοδοτεί την de facto διάσπαση της ΕΑΑΚ. Υπάρχουν οργανώσεις που χρησιμοποιούν την ταμπέλα ΕΑΑΚ, ενίοτε συνεργάζονται από τα πάνω, αλλά δεν λειτουργεί το μέτωπο ως τέτοιο. Αυτή η κατάσταση δεν οδήγησε τελικά σε μία τυπική διάσπαση για την δημιουργία ενός άλλου παναριστερού μετώπου, ούτε στην αντικαπιταλιστική υπέρβαση της ΕΑΑΚ. Σημειώθηκε μια μεγάλη αλλαγή στον εσωτερικό συσχετισμό και σήμερα υπάρχει ηγεμονία της ΑΡΑΣ στον σχεδιασμό και την κατεύθυνση. Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε όταν το φθινόπωρο του 2019 είδαμε μετά από χρόνια μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις, με τα ΕΑΑΚ για ακόμα μία φορά να βρίσκονται στην πρωτοπορία του κινήματος.
Η νομοθετική κατάργηση του ασύλου ήταν στις πρώτες κινήσεις στις οποίες προέβη η νεοεκλεχθείσα Ν.Δ., ενώ ταυτόχρονα έγινε και η εξαγγελία των διαγραφών και της μείωσης εισακτέων. Αυτή η κίνηση συσπείρωσε αυτόματα τον κόσμο του κινήματος μέσα στο καλοκαίρι και έτσι άνοιξε και ο δρόμος για τις συνελεύσεις και τις κινητοποιήσεις του φθινοπώρου στις σχολές. Οι κινητοποιήσεις έλαβαν χώρα μέσα σε ένα κλίμα αύξησης του αυταρχισμού και της κρατικής καταστολής (εκκενώσεις πολιτικών καταλήψεων και καταλήψεων στέγης, lock out και εισβολή της αστυνομίας στο ΟΠΑ, παρακολουθήσεις και συλλήψεις αγωνιστών μέσα στα σπίτια τους κ.ο.κ.), γεγονός που αύξησε την αγωνιστικότητα.
Το κίνημα έπρεπε να ανταποκριθεί σε μία επίθεση χωρίς όμως άμεσο επίδικο. Η κατάργηση του ασύλου είχε ψηφιστεί ήδη ενώ οι διαγραφές δεν είχαν κατατεθεί ακόμα. Αυτή η συνθήκη σε συνδυασμό με την λογική των αιχμών που κυριάρχησε, οδήγησε σε μία τακτική συντήρησης δυνάμεων. Η πρόταση που έμπαινε κάθε εβδομάδα στις συνελεύσεις ήταν μονοήμερη ή διήμερη κατάληψη, πορεία κάθε εβδομάδα και συντονιστικό φοιτητικών συλλόγων μετά. Δεν επιδιώχθηκε ποτέ η όξυνση που θα μαζικοποιούσε και θα επέκτεινε το κίνημα σε όλες τις σχολές της Ελλάδας. Απέτυχε να μπλοκάρει την ισοτίμηση των πτυχίων κολλεγίων και ΑΕΙ, την σύνδεση της αξιολόγησης με την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων και επίσης απέτυχε να αποκτήσει ανθεκτικότητα ενάντια στην καταστολή που δέχονταν οι πορείες και διάρκεια όσο πλησίαζαν οι εξεταστικές. Αυτή ήταν η λογική που έμπαινε καταρχήν από την ΑΡΑΣ, και σε δεύτερο χρόνο και από την ΚΝΕ που συμπορεύτηκε μαζί της.
Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι τα ΕΑΑΚ μπήκαν μεν στην ηγεσία του κινήματος αλλά έθεσαν και περιορισμούς σε αυτό. Φυσικά και εκφράζονταν διαφορετικά σχέδια εντός ΕΑΑΚ, αλλά αυτά δεν μπόρεσαν να περπατήσουν για διάφορους λόγους. Ταυτόχρονα, τα “ανεξάρτητα” πλαίσια αντί-κατάληψης με πρόταγμα τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, εμφανίστηκαν με διαφορετικές ταχύτητες σε αρκετές σχολές αλλά κατάφεραν να ετεροκαθορίσουν την ατζέντα και να βάλουν τις αγωνιστικές δυνάμεις σε θέση άμυνας μέχρι το κλείσιμο των σχολών λόγω της πανδημίας.
Το λοκ άουτ στην ΑΣΟΕΕ αποτέλεσε τη συμπύκνωση της πολιτικής της καταστολής πολιτικών χώρων και αγωνιστών εντός και εκτός πανεπιστημίων, λίγο πριν την ιστορική επέτειο του Πολυτεχνείου. Ο χώρος της ΕΑΑΚ έδειξε τα αντανακλαστικά για να αμφισβητήσει έμπρακτα αυτή την απαγόρευση και να αναγκάσει τη κυβέρνηση να καταγράψει τη πρώτη της πολιτική ήττα και υποχώρηση. Αμέσως μετά, η ΚΝΕ προσάρμοσε τη τακτική της, επιλέγοντας να συμμετέχει μετά από χρόνια σε κοινά πλαίσια και σε κοινά συντονιστικά συνελεύσεων και καταλήψεων.
Η συνεργασία ΚΝΕ-ΕΑΑΚ δεν εκφράζει μετατόπιση της ΚΝΕ αλλά την προσπάθειά της να ενσωματώσει τα ΕΑΑΚ. Έχοντας την εμπειρία από τα προηγούμενα φοιτητικά κινήματα στο 2006-7 και το 2011, όπου απομονώθηκε, η ΚΝΕ αποφάσισε να ακολουθήσει μια πιο μετωπική λογική και να διεκδικήσει την θέση της στον χάρτη των αγωνιστικών δυνάμεων. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το κίνητρό της ήταν ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς ή ότι γνώριζε ότι τα ΕΑΑΚ είναι σε τέτοιο διχασμό που δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρό πόλο, πάντως η τακτική της μάλλον αποδείχθηκε επιτυχημένη για την ίδια. Η συμμαχία γίνεται με τους δικούς της όρους όσον αφορά στις διαδικασίες συντονισμού, τα μέσα πάλης και τον σχεδιασμό παρότι συνειδητά δεν ενέπλεξε ενεργά την ίδια τη βάση της.
Με αφορμή την πανδημία, η κυβέρνηση κράτησε τις σχολές κλειστές, επέβαλε την τηλεκπαίδευση και επέφερε ένα πολύ μεγάλο πλήγμα στην συλλογική οργάνωση των φοιτητών και την δράση των σχημάτων. Έτσι, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα χάθηκε το πεδίο παρέμβασης που είχαν τα σχήματα. Οι μεθοδολογίες κινητοποίησης που ακολουθούσαν και τα μέσα πάλης που χρησιμοποιούσαν, σταμάτησαν να είναι αποτελεσματικά. Γενικές συνελεύσεις ήταν δυνατό να γίνουν σε ελάχιστες σχολές. Οι φοιτητές που δεν σπούδαζαν στις πόλεις καταγωγής τους, επέστρεψαν σε αυτές. Η τηλεκπαίδευση ενέτεινε την εξατομίκευση και μείωσε την αποτελεσματικότητα των καταλήψεων. Οι περιορισμοί μετακίνησης ήταν ανασταλτικός παράγοντας για την συμμετοχή στις διαδικασίες ακόμα και για φοιτητές που ζουν στην ίδια πόλη όπου και σπουδάζουν. Φυσικά ο φόβος για τον κορονοϊό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατάσταση. Όταν η κυβέρνηση προανήγγειλε το νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, το ανώτατο όριο φοίτησης, τις διαγραφές, τα πειθαρχικά και την ελάχιστη βάση εισαγωγής, τα ΕΑΑΚ, προσπάθησαν να καλέσουν συνελεύσεις εν όψει της ψήφισης, αλλά κυρίως βασίστηκαν στα Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων και σε συνεργασία με την ΚΝΕ κάλεσαν κινητοποιήσεις.
Αφορμή για να φέρει η κυβέρνηση την πανεπιστημιακή αστυνομία, αποτέλεσε το περιστατικό προπηλακισμού του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ. Με έναν προκλητικό και πολιτικά επικίνδυνο τρόπο, οι οργανώσεις της ΕΑΑΚ σύσσωμες έσπευσαν όχι απλά να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από αυτή την πρακτική, αλλά να την καταγγείλουν σαν μία πράξη που δεν έχει καμία σχέση με τους φοιτητικούς συλλόγους. Διαφωνήσαμε με αυτή την στάση για πολλούς λόγους. Πρώτον, αυτή η κίνηση, από την ομάδα που την έκανε, δεν έγινε στο όνομα του φοιτητικού κινήματος. Ακόμα κι έτσι να ήταν όμως, δεν μπορεί καμία οργάνωση με ιδιοκτησιακή λογική να λέει τι χωράει και τι δεν χωράει στο φοιτητικό κίνημα, ακόμα και αν διαφωνεί με αυτό. Δεύτερον, αυτή η στάση έδωσε τον χώρο στην κυβέρνηση να στήσει μία σκευωρία ενάντια σε αγωνιζόμενους φοιτητές χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο και να χτίσει κατηγορίες ακόμα και για εγκληματική οργάνωση. Τρίτον, ενέτεινε τον σεχταρισμό και την έχθρα μεταξύ των δυνάμεων της αριστεράς και της αναρχίας. Τέταρτο και κυριότερο, αυτή η στάση είχε αντίστροφο αποτέλεσμα γιατί τελικά συνετέλεσε στο να νομιμοποιηθεί η συζήτηση για την πανεπιστημιακή αστυνομία στα πανεπιστήμια.
Παρόλα αυτά, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις τον Ιανουάριο ήταν οι πρώτες που κατάφεραν να σπάσουν τις απαγορεύσεις της κυβέρνησης μέσα στο lock down. Αυτό δείχνει την αξία του φοιτητικού κινήματος εν γένει. Είναι εντυπωσιακό πως καλέσματα – σχεδόν εξ ολοκλήρου – από το ίντερνετ κατάφεραν σταδιακά να συσπειρώσουν κόσμο και να δώσουν στις πορείες την απαραίτητη μαζικότητα που χρειαζόταν για να αμφισβητήσουν τις κρατικές απαγορεύσεις. Αυτό βοήθησε και τα υπόλοιπα κομμάτια εκτός πανεπιστημίου να διεκδικήσουν και πάλι την παρουσία τους στο δρόμο. Αυτό δείχνει ότι ακόμα και μετά από ένα χρόνο κλειστών σχολών, το φοιτητικό κίνημα σε αυτή την χώρα έχει παρακαταθήκες και βαθιές ρίζες στην κοινωνία. Έτσι, φαίνεται και γιατί από την ώρα που εκλέχθηκε η κυβέρνηση βάλθηκε να επιτεθεί τόσο σκληρά σε αυτό. Δεν πρέπει με τίποτα να αφήσουμε να κοπεί το νήμα της αγωνιστικότητας και της συλλογικής οργάνωσης στα πανεπιστήμια.
Ενάντια στο νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη, είδαμε μια μεγάλη αλλαγή στο κίνημα. Με την ΚΝΕ να έχει τον πρώτο λόγο στην Αθήνα, είδαμε τα ΕΑΑΚ να γίνονται και αυτά μία γραφειοκρατική δύναμη στο κίνημα. Το κοινό μπλοκ ΚΝΕ-ΑΡΑΣ-ΑΡΙΣ ούτε λίγο ούτε πολύ συνέβαλε στην απονέκρωση των σχολών. Μετά την ψήφιση του νόμου, δεν δημιούργησε κέντρα αγώνα στις σχολές και δεν κάλεσε μαζικές διαδικασίες που θα ανατροφοδοτούσαν το κίνημα με την συμμετοχή του κόσμου. Ακόμα και χωρίς απαρτία στις συνελεύσεις, οι συλλογικές διαδικασίες θα ήταν αναζωογονητικές. Δεν μπορεί να υπάρξει κίνημα με διάρκεια όταν είναι αποκλειστικά οργανωμένο από τα πάνω.
Οι δυνάμεις αυτές περιορίστηκαν στην υπεράσπιση των κεκτημένων και της θεσμικής υπόστασης των φοιτητικών συλλόγων πιστεύοντας ότι αυτό θα δώσει μεγαλύτερη νομιμοποίηση στον αγώνα. Ακολούθησαν μία τακτική μειωμένου ρίσκου, δηλαδή κινητοποιούνταν τόσο όσο χρειαζόταν για να προβάλουν αντίσταση στη κυβερνητική πολιτική αλλά όχι με ένταση που θα προκαλούσε την αστυνομία να παρέμβει εντός ασύλου. Στην προσπάθειά τους να δώσουν έναν αγώνα με νόμιμα μέσα, ταύτισαν τις διαδικασίες του κινήματος με τα εκλεγμένα προ διετίας Διοικητικά Συμβούλια των συλλόγων και τα «δευτεροβάθμια» συντονιστικά μεταξύ εκλεγμένων και κράτησαν σεχταριστική εχθρική στάση για κινήσεις που δεν προέρχονταν μέσα από αυτά. Μια τέτοια τακτική ίσως είχε χρησιμότητα στο ξεκίνημα των κινητοποιήσεων, αλλά η συνέχισή της οδηγούσε στην ενσωμάτωση.
Στην Θεσσαλονίκη, που έγινε το κέντρο των εξελίξεων, ειδικά μετά την ψήφιση του νόμου, δεν ακολουθήθηκε αυτός ο δρόμος. Το φοιτητικό κίνημα απάντησε με γενικές συνελεύσεις, αγωνιστικές αποφάσεις καταλήψεων σε σχολές και κτίρια διοίκησης. Αυτές δεν είχαν τόσο την έννοια του μέσου πίεσης γιατί δεν μπορούσαν να διαταράξουν την εκπαιδευτική διαδικασία εξ αποστάσεως. Αποτέλεσαν όμως κέντρα αγώνα για το κίνημα και φυσικά χάλασαν την εικόνα της ομαλότητας στα ιδρύματα. Το παράδειγμα της κατάληψης της πρυτανείας του ΑΠΘ ακολούθησαν και φοιτητές και φοιτήτριες σε άλλες πόλεις (πχ Βόλος, Ιωάννινα, Αθήνα στο Πάντειο, το ΕΜΠ και το Γεωπονικό, κ.ο.κ) παίρνοντας την σκυτάλη για την εναντίωση στο νόμο μετά την ψήφισή του. Αυτές οι κινήσεις μέσα από πρωτοβουλίες που υπέρβαιναν πολλές φορές τις γενικές συνελεύσεις των σχολών. Θεωρούμε ότι η υποταγή στις γενικές συνελεύσεις την στιγμή που αντικειμενικά δεν μπορούσαν να έχουν απαρτία, θα ήταν μία άκαμπτη γραφειοκρατική χρήση των δομών του κινήματος.
Στην Θεσσαλονίκη, η γραφειοκρατική γραμμή των ΚΝΕ-ΑΡΑΣ-ΑΡΙΣ ηττήθηκε από τα κάτω και το κίνημα μπλόκαρε την εφαρμογή του νόμου στα πανεπιστήμια. Εφράστηκε μία άλλη πρόταση αγώνα από δυνάμεις της αυτονομίας/αναρχίας και αριστεράς (εννοώντας σχήματα της ΕΑΑΚ που δεν ηγεμονεύονται από την ΑΡΑΣ και την ΑΡΙΣ) με την συγκρότηση ανοιχτών πλαισίων που κατατίθονταν στις γενικές συνελεύσεις και υιοθετούσαν ριζοσπαστικά μέσα πάλης, δηλαδή την κατάληψη ως κέντρο αγώνα και αυτοοργάνωσης. Αυτή η τακτική φάνηκε ότι ήταν πολύ πιο επιτυχημένη από αυτή που ακολουθήθηκε στην Αθήνα. Την ημέρα ψήφισης του νόμου, μπροστά από την Βουλή στην Αθήνα υπήρχε λιγότερος κόσμος από ότι στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Στις 15 Απρίλη, την ημέρα που υποτίθεται ότι θα έμπαιναν οι μπάτσοι στις σχολές, στην Θεσσαλονίκη η εκπαιδευτική πορεία είχε διπλάσιο κόσμο από ότι στην Αθήνα.
Ακόμα και σήμερα, πανεπιστημιακή αστυνομία δεν έχει τοποθετηθεί σε κανένα ίδρυμα. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για ένα φοιτητικό κίνημα που μετράει νίκες, το πρώτο μετά από πολλά χρόνια, στο οποίο η ΕΑΑΚ δεν είχε πουθενά πρωταγωνιστικό ρόλο.
Εμείς από την μεριά μας, είδαμε αυτές τις αλλαγές και επιλέξαμε να δράσουμε εκτός του ασφυκτικού πλαισίου που έθετε η γραφειοκρατία του κινήματος. Όπου έχουμε παρουσία στηρίξαμε τις πρωτοβουλίες ανοιχτών πλαισίων στις συνελεύσεις. Στο ΕΜΠ στηρίξαμε την συγκρότηση της Ανοιχτής Συνέλευσης Πολυτεχνείου ως μία κίνηση για την χάραξη μιας άλλης πολιτικής πρότασης αγώνα σε σχέση με αυτή των ΚΝΕ-ΕΑΑΚ. Η Ανοιχτή Συνέλευση Πολυτεχνείου ήρθε να καλύψει το κενό των διαδικασιών βάσης που θα μπορούν να συμμετέχουν φοιτήτ(ρι)ες και εργαζόμενοι/ες και να αναλάβει αγωνιστική δράση για την επανοικειοποίηση των σχολών και την μαχητική αντίσταση στην εφαρμογή του νόμου Κεραμέως. Αποκορύφωμα στην δράση της συνέλευσης ήταν η 10ήμερη κατάληψη της πρυτανείας του ΕΜΠ που αποτέλεσε την πιο ζωντανή πολιτική διεργασία στο ίδρυμα στον 1,5 χρόνο που έμεινε κλειστό. Στο πλαίσιο αυτής διοργανώθηκαν πολυάριθμες συζητήσεις και εκδηλώσεις, όχι μόνο για εκπαιδευτικά ζητήματα, αλλά και με θέματα που συσπείρωσαν κόσμο του κινήματος εκτός εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, αυτή η προσπάθεια κατέληξε σε μία κίνηση που άνοιξε το κάτω Πολυτεχνείο που βρισκόταν τόσο καιρό σε ένα άτυπο lock out.
Στον απόηχο αυτής της εμπειρίας, θεωρούμε ότι απαιτείται σήμερα να δημιουργηθούν πολιτικά οχήματα που θα κρατήσουν αυτή την πολιτική εμπειρία και θα πρωτοστατήσουν στους επόμενους αγώνες. Δυνάμεις που υπάρχουν εντός και εκτός ΕΑΑΚ πρέπει να παίξουν ρόλο σε αυτό. Απαιτείται να εκφραστεί μία αντικαπιταλιστική γραμμή με συνέχεια που θα δίνει απαντήσεις στα πολιτικά διλήμματα που τίθενται σήμερα. Οχήματα που θα χτίζουν δεσμούς μεταξύ φοιτητικού κινήματος και των υπολοίπων κοινωνικών κινημάτων και θα διεκδικήσει το πανεπιστημιακό άσυλο να είναι ανοιχτό για όλους τους αγώνες των καταπιεσμένων. Θα προτάσσουν την αυτοοργάνωση ενάντια στην γραφειοκρατία, μία αυτοοργάνωση συμπεριληπτική που θα δίνει χώρο σε όσες και όσους καταπιέζονται λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνικότητας, χρώματος κ.ο.κ. Θα χρησιμοποιούν ριζοσπαστικά μαχητικά μέσα πάλης ενάντια στην ηττοπάθεια και τον αγώνα μειωμένης έντασης. Πρέπει να μην είναι απλά εξώστρεφα, δεν αρκεί να απευθύνονται στους φοιτητές και τις φοιτήτριες σαν εξωτερικές ομάδες προπαγάνδας. Χρειάζεται συνδικαλισμός στο πανεπιστήμιο για να πολιτικοποιείται ο αγώνας των φοιτητών και των φοιτητριών που κινητοποιούνται για θέματα αμιγώς φοιτητικά αλλά θα απέχει και θα εναντιώνεται στην συνδιαχείριση και την συνδιοίκηση.