Το μαζικό κίνημα ξανά στο προσκήνιο
Η σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη προκάλεσε ένα πραγματικό κίνημα των εργαζομένων, της νεολαίας και των καταπιεσμένων. Οι πρώτες ημι-αυθόρμητες αντιδράσεις, ξεκινώντας από τη συγκέντρωση στα γραφεία της Hellenic Train, όχι μόνο δεν εκτονώθηκαν, αλλά συνεχίστηκαν, μαζικοποιήθηκαν, εμπλουτίστηκαν κι επανανοηματοδοτήθηκαν. Οι οργισμένες απογευματινές διαδηλώσεις έδωσαν τη θέση τους στο συλλαλητήριο της Κυριακής 5 Μαρτίου στο Σύνταγμα, με τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών και χιλιάδες κόσμου, που θύμισε πρόσκαιρα την εποχή των πλατειών. Η φεμινιστική απεργία της 8ης Μάρτη εξελίχθηκε σε μια πραγματική γενική απεργία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, παρά την άρνηση της ΓΣΕΕ να προκηρύξει οτιδήποτε, και στην μεγαλύτερη απεργιακή διαδήλωση εδώ και πολλά χρόνια, με πάνω από 100.000 κόσμου στο κέντρο της Αθήνας και εντυπωσιακή συμμετοχή σε όλες τις πόλεις της χώρας. Το νέο συλλαλητήριο της Κυριακής 12 Μαρτίου έγινε μια ακόμα μεγάλη διαδήλωση προς τα γραφεία του ΟΣΕ. Έγινε μια σειρά συνελεύσεων σε σχολές, πολλές από τις οποίες αποφάσισαν καταλήψεις. Χιλιάδες μαθητές βγήκαν στους δρόμους. Οι κινητοποιήσεις και οι καταλήψεις των καλλιτεχνών προσάρμοσαν το περιεχόμενο, τα συνθήματα και τον σχεδιασμό τους για να συνδεθούν με τον αγώνα για τα Τέμπη. Εκτός από τις κεντρικές διαδηλώσεις, οργανώθηκαν τοπικές κινητοποιήσεις και δράσεις σε πολλές συνοικίες. Υπό το βάρος αυτής της πίεσης, η παραλυμένη γραφειοκρατική ηγεσία της ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να προκηρύξει νέα πανεργατική απεργία για την Πέμπτη 16 Μαρτίου.
Το πολύμορφο, μαζικό και μαχητικό αυτό κίνημα προκάλεσε την πιο σοβαρή κρίση της κυβέρνησης της ΝΔ και άλλαξε άρδην την πολιτική ατζέντα, εξαφανίζοντας από το προσκήνιο τους προεκλογικούς θεατρινισμούς, με τη σκανδαλολογία και τις εκατέρωθεν καταγγελίες εντός του “ορνιθώνα της αστικής τάξης”, του κοινοβουλίου. Το κίνημα ανέβαλε ήδη τις εκλογές, πιθανώς στα ακρότατα όρια της συνταγματικής ανοχής, καθώς ούτε η ΝΔ, ούτε οποιοδήποτε συστημικό κόμμα θα ήθελε να πάει στις κάλπες μέσα σε ανεξέλεγκτες κοινωνικά συνθήκες.
Η μαζική και επιτυχημένη απεργία της Πέμπτης 16, η οποία ωστόσο σημείωσε μια ορισμένη κάμψη, φαίνεται να είναι η κατάληξη του πρώτου κύκλου του κινήματος. Θα πρέπει, επομένως, να γίνει ένας πρώτος απολογισμός και να προταθεί ένας επικαιροποιημένος σχεδιασμός για κλιμάκωση του κινήματος.
Ένα έγκλημα καθαρά ταξικό
Η σύγκρουση των τρένων είναι ένα ακόμα έγκλημα του κράτους, της αστικής πολιτικής και της τάξης των καπιταλιστών κατά της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας, δηλαδή κατά της ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας, κι αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό κατανοητό εξαρχής. Έτσι αποτέλεσε μια αφορμή για αμφισβήτηση της ηγεμονίας αστικού πολιτικού προγράμματος σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, με την έννοια ότι αυτό το πρόγραμμα έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας σε εγκληματικό βαθμό. Με την έννοια αυτή, λοιπόν, δίνει αντίστοιχα μια ακόμα δυνατότητα για το εργατικό κίνημα για το “εργατικό πρόγραμμα” να παρουσιαστεί ως ο εκπρόσωπος των συμφερόντων και άλλων κοινωνικών στρωμάτων (με πρώτο την νεολαία) της “κοινωνίας” και να διεκδικήσει την πολιτική ηγεμονία απέναντι στην αστική τάξη και το πρόγραμμά της.
Ευνοώντας παραδοσιακά τις ιδιωτικές οδικές συγκοινωνίες και μεταφορές, το ελληνικό κράτος δεν φρόντισε ποτέ στην ιστορία του να κατασκευάσει ένα αξιοπρεπές δημόσιο σιδηροδρομικό δίκτυο, που να καλύπτει στοιχειωδώς όλη τη χώρα. Με τα χρόνια, μάλιστα, το δίκτυο όχι μόνο δεν επεκτάθηκε, αλλά μειώθηκε, με κλάδους να καταργούνται σε όλη τη χώρα – σήμερα, η έκτασή του είναι κατά 1/3 μικρότερη από ό,τι έναν αιώνα πριν, όταν κληρονομήθηκε το κάπως πυκνότερο δίκτυο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα τελευταία χρόνια, το μόνο τμήμα που λειτουργεί τακτικά είναι ο άξονας Αθήνας-Θεσσαλονίκης.
Κι αυτός ο άξονας, ωστόσο, παρά την πεδινή διπλή χάραξη και την ηλεκτροδότηση, με την οποία οι διαδοχικές κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας υπόσχονταν ένα σύγχρονο, γρήγορο και ασφαλές μέσο, αποδείχτηκε όχι μόνο ανεπαρκής για τις ανάγκες των εργαζομένων και των φτωχών στρωμάτων, αλλά και παγίδα θανάτου.
Όσο κι αν σπεύσουν να αποδώσουν το δυστύχημα σε κάποιο στιγμιαίο ανθρώπινο λάθος, οι ευθύνες των διαδοχικών κυβερνήσεων είναι πέραν πάσης αμφιβολίας: επιδιώκοντας να κρατήσουν τα βάρη των μη επικερδών τμημάτων στο Δημόσιο και να ιδιωτικοποιήσουν τα κερδοφόρα, οι προμνημονιακές κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ τεμάχισαν τον ΟΣΕ σε επιμέρους εταιρείες (ΟΣΕ, ΕΡΓΟΣΕ, ΓΑΙΑΟΣΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ΕΔΙΣΥ), όχι μόνο ασυντόνιστες, αλλά και συχνά ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν για τις αποκρατικοποιήσεις, και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πούλησε (με την καθοδήγηση – απαίτηση της τρόικας) στους ιταλικούς κρατικούς σιδηρόδρομους την ΤΡΑΙΝΟΣΕ (νυν Hellenic Train) με τίμημα τόσο γελοίο (45 εκ. ευρώ), που δεν φτάνει καν την ετήσια επιχορήγηση που ψήφισε η μετέπειτα κυβέρνηση της ΝΔ προς την εταιρεία, για τις λεγόμενες άγονες γραμμές (50 εκ. ευρώ) υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο μια γελοίας και ακατανόητης λογιστικής, ότι τα λεφτά αυτά θα τα πάρει πίσω το Δημόσιο σε επενδύσεις.
Όλες οι κυβερνήσεις λόγω της διαφθοράς και της διαπλοκής με τις ιδιωτικές εταιρείες αποδείχθηκαν διαχρονικά ανίκανες να ολοκληρώσουν τα έργα εγκατάστασης των απαραίτητων νέων συστημάτων σιδηροδρομικής σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης. Την στιγμή που σταθμοί κλείνουν, κλάδοι καταργούνται, δρομολόγια μειώνονται, ο προαστιακός μέχρι την Πάτρα κοντεύει να γίνει το νέο αιώνιο αστείο μετά το Μετρό Θεσσαλονίκης, τα κόμιστρα αυξάνουν, οι κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν καν να εξασφαλίσουν ότι, στο ελάχιστο τμήμα που λειτουργεί, υπάρχουν οι στοιχειώδεις δικλείδες και ισχύουν οι κανονισμοί για την αποτροπή δυστυχημάτων όπως αυτό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η αποκάλυψη που σόκαρε την ελληνική κοινωνία: σε ένα τόσο συρρικνωμένο δίκτυο – που επιπλέον λειτουργούσε με διπλή γραμμή σε όλο το βασικό του μήκος – η πολιτική που ακολουθήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας, με την επίβλεψη της ΕΕ (σπάσιμο και διάλυση του ΟΣΕ – απαγόρευση προσλήψεων και δραματική υποστελέχωση – εξάπλωση της προσωρινότητας και των ελαστικών μορφών εργασίας με συμβασιούχους, εργολάβους, κινητικότητα, μπλοκάκια – πλήρης αδιαφορία για τη λειτουργία, συντήρηση και αποκατάσταση των υπαρχόντων συστημάτων ασφαλείας), οδήγησε σε τέτοια διάλυση και αποδιοργάνωση τον σιδηρόδρομο, ώστε να συμβεί το μεγαλύτερο, πιο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην Ελλάδα, και μάλιστα με τον πιο αδιανόητο τρόπο: όχι σε κάποια διάβαση γραμμών, όχι με την παράσυρση πεζών, όχι έστω λόγω κάποιου εκτροχιασμού αμαξοστοιχίας, αλλά με μετωπική σύγκρουση δυο τρένων που κινούνταν αντίθετα το ένα προς το άλλο (κάτι που έχει να συμβεί στην Ελλάδα από το 1972).
Και όμως, παρόλα αυτά η πολιτική των αστικών κυβερνήσεων δεν αλλάζει ούτε και τώρα: Με την παύση των δρομολογίων του ΟΣΕ, ταυτόχρονα, βρίσκουν ευκαιρία να πλουτίσουν τα απόλυτα ιδιωτικά ΚΤΕΛ και καμία παρέμβαση δεν έχει γίνει από τον κράτος ούτως ώστε το κοινό να εξυπηρετείται με δημόσιες δωρεάν ή έστω προσιτές μεταφορές.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιλέγει να ιδιωτικοποιήσει το μοναδικό παιδοογκολογικό τμήμα της χώρας, ενώ το νομοσχέδιο για την ένταξη και του νερού στη ΡΑΕ ανοίγει το παράθυρο της ιδιωτικοποίησης και αυτού, γι’ αυτό και συναντά αντιδράσεις ακόμα κι εντός της ΝΔ. Το μήνυμα σαφές: οι μεταφορές, η υγεία, τα δημόσια αγαθά είναι προϊόντα για πούλημα και οι χρήστες τους αναλώσιμοι.
Ένα κίνημα βαθιά ταξικό
Το κίνημα για τα Τέμπη επέδειξε εξαρχής ορισμένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ώριμα χαρακτηριστικά:
- Είναι ιδιαίτερα πολιτικό. Έθεσε αμέσως στο στόχαστρο τον ρόλο του κράτους ως εγγυητή των αδηφάγων συμφερόντων των επιχειρήσεων. Η ρητορική του «ανθρώπινου λάθους» δεν έπεισε. Αναδείχτηκαν αμέσως κι ενστικτωδώς οι ευθύνες της τωρινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και όσων μικρότερων κομμάτων κυβέρνησαν μαζί τους), όπως και ο ρόλος των αποκρατικοποιήσεων. Έγιναν γνωστές οι προειδοποιήσεις που αγνοούνταν. Έγινε αντιληπτός ο ρόλος της δημοσιογραφίας και των μίντια. Τίποτα συγκρίσιμο με τα σημερινά γεγονότα δεν είχε συμβεί σε αντίστοιχα δυστυχήματα στο παρελθόν (πχ συντριβή αεροπλάνου Helios στον Γραμματικό το 2005, δυστύχημα με το λεωφορείο στα Τέμπη το 2003), για τα οποία κράτος και ιδιωτικές επιχειρήσεις είχαν επίσης σαφείς ευθύνες.
- Είναι συνειδητά ταξικό, στο δεδομένο βεβαίως επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης. Η αυθόρμητη κινητοποίηση συνδέθηκε εξαρχής με τα σωματεία, τις οργανώσεις της εργατικής τάξης (συνδικαλιστικές και πολιτικές) και τις απεργίες, πράγμα που δεν ήταν δεδομένο σε άλλες περιπτώσεις κινημάτων του πρόσφατου παρελθόντος: το 2011, χρειάστηκε κόπος και χρόνος για να ξεπεραστεί ο σκεπτικισμός και η εχθρότητα απέναντι στα συνδικάτα και τις οργανώσεις, ενώ αντιστρόφως στην εξέγερση του 2008 τα επίσημα συνδικάτα υπαναχώρησαν από την απεργία της 10ης Δεκέμβρη, την οποία τελικά ανέλαβαν αποκλειστικά τα πιο ριζοσπαστικά πρωτοβάθμια σωματεία.
- Συνδέθηκε με πρωτόγνωρη αμεσότητα με τα υπόλοιπα υπάρχοντα κοινωνικά κινήματα και στηρίχθηκε σε αυτά: με τον αγώνα των καλλιτεχνών, με τις κινητοποιήσεις και τις εμπειρίες της νεολαίας, με τις νέες πρωτοπορίες. Η φεμινιστική απεργία της 8ης Μάρτη μετατράπηκε από ένα αίτημα με περισσότερο συμβολικό περιεχόμενο σε ένα πραγματικό όχημα κινητοποίησης όλης της εργατικής τάξης, χωρίς ταυτόχρονα να χάσει το ιδιαίτερο νόημα των διεκδικήσεων των γυναικών. Οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη ενώνουν της φωνή τους με τον αγώνα εναντίον της ιδιωτικοποίησης του νερού ή του παιδοογκολογικού. Αποδεικνύεται ότι η άποψη πως δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ των “επιμέρους” κοινωνικών κινημάτων και του εργατικού κινήματος, και πως οποιαδήποτε σπίθα σε κάποιο από αυτά μπορεί να πυροδοτήσει έναν γενικό ταξικό αναβρασμό, δεν είναι ιδεοληψία κάποιων ομάδων της επαναστατικής αριστεράς.
- Συνέδεσε το αυθόρμητο με το οργανωμένο, πράγμα που υπήρξε βασικό αίτημα σε προηγούμενα κινήματα και πολλές φορές κρίσιμη έλλειψη. Ανένταχτες μάζες χρησιμοποίησαν τα μπλοκ οργανώσεων και σωματείων για να κατέβουν στον δρόμο. Τα κίνημα είχε στοιχεία “από τα κάτω”, εάν όχι, δυστυχώς, με την έννοια της εκτεταμένης αυτοοργάνωσης, σίγουρα με την έννοια της υπέρβασης γραφειοκρατίας που ήθελε να μείνει αμέτοχη (ΓΣΕΕ) ή να περιοριστεί σε μικρής έκτασης και διάρκειας εκδηλώσεις διαμαρτυρίας (ΠΑΜΕ). Σε πολλές περιπτώσεις, η αυθόρμητη κίνηση της μάζας και η πυκνότητα του πλήθους επέβαλαν το ενιαίο μέτωπο στο δρόμο και προκάλεσαν πρωτότυπες διατάξεις (π.χ. τα ανάμικτα μπλοκ αναρχικών, αντικαπιταλιστικής αριστεράς και ΠΑΜΕ στη διαδήλωση της Κυριακής 12 Μάρτη).
- Απέκλεισε, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, τη δράση οποιουδήποτε αντιδραστικού μπλοκ εντός του. Δεν υπήρξε καμία κινητοποίηση ακροδεξιών, δεν επικράτησε ο εύπεπτος αντιπολιτικός λαϊκισμός της μούντζας, δεν ακούστηκαν εθνικιστικά συνθήματα, δεν υπήρξε “πάνω πλατεία”. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος της επανόδου της ακροδεξιάς, στο πλαίσιο της νέας πόλωσης, είναι ασήμαντος, κάθε άλλο. Σημαίνει όμως ότι, προς το παρόν, η ακροδεξιά δεν διεκδικεί το δρόμο, κι αυτό είναι κρίσιμο.
- Αντιμετώπισε την καταστολή με σχετική ωριμότητα, χωρίς να παραλύσει από τον φόβο, αλλά και χωρίς να επικρατήσει, μέχρι σήμερα, η λογική της ηρωικής θυματοποίησης. Η αστυνομική βία αντιμετωπίστηκε μάλλον με αποφασιστικότητα και ψυχραιμία. Η ψυχραιμία αυτή είναι ένα κεκτημένο αντανακλαστικό του κινήματος που αποκτήθηκε ως απάντηση στον αυταρχισμό της τωρινής κυβέρνησης απέναντι στους αγώνες. Έτσι, η καταστολή εξελίσσεται σε πρόβλημα και δίλημμα για την ίδια την κυβέρνηση. Από τη μία, δεν θέλει να κάνει έκτροπα πριν τις εκλογές, πόσο μάλλον να διακινδυνεύσει έναν σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο, με δεδομένη την πυκνότητα του πλήθους. Από την άλλη, ασφαλώς δεν μπορεί να ανεχθεί ένα τέτοιο κίνημα, και θέλει να το τρομοκρατήσει. Από τη μία φοβάται την οργή, από την άλλη την αύξηση της αυτοπεποίθησης του κινήματος. Η οριακή αυτή ισορροπία ευνόησε το κίνημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειαζόμαστε έναν νομιμόφρονα αγώνα χαμηλής έντασης, πόσο μάλλον την ανορθολογική προβοκατορολογία στην οποία ήδη επιδίδονται αρκετοί, αλλά να μην δοθεί σε αυτή την φάση η ευκαιρία στην κυβέρνηση να διεκδικήσει ηθικές νίκες, με κινήσεις απομονωμένες κοινωνικά.
Η ταχύτατη ανάπτυξη του κινήματος μαρτυρά ότι το επίπεδο της ταξικής συνείδησης, έστω σε στοιχειώδες επίπεδο, είναι σήμερα υψηλότερο από ότι πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και τους αγώνες του τέλους της πρώτης και των αρχών της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Οι ήττες και η υποχώρηση, σε μεγάλο βαθμό λόγω της κίβδηλης υπόσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ για λύση με μια κυβέρνηση της αριστεράς, δεν κατάργησαν τον πλούτο των αγωνιστικών και πολιτικών εμπειριών της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων από τα χρόνια του κινηματικού αναβρασμού (2006-2012), ούτε τα συμπεράσματα των επόμενων χρόνων της κινηματικής υποχώρησης, της ανόδου και της πτώσης της ΧΑ, της πανδημίας, του λοκντάουν κλπ. Η απογοήτευση και το μούδιασμα των προηγούμενων ετών δεν θα ξεπεραστούν από τη μια μέρα στην άλλη, ωστόσο οι σημερινές εμπειρίες μαρτυρούν γενικότερη αύξηση της αγωνιστικότητας, αποτελούν δε προείκασμα καταστάσεων που θα ακολουθήσουν με τον νέο γύρο καπιταλιστικής κρίσης, την οποία σημαίνουν τα καινούρια κραχ αμερικανικών και ευρωπαϊκών τραπεζών.
Τα όρια του κινήματος
Ταυτόχρονα, το κίνημα συνάντησε αμέσως περιορισμούς, τους οποίους θα ήταν υπεκφυγή να αποδώσουμε αφηρημένα στο χαμηλό ακόμα επίπεδο συνείδησης, αποσιωπώντας τις σοβαρές ευθύνες των συνδικαλιστικών και πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την ηγεσία του:
- Έλλειψη συγκεκριμένων στόχων και αιτημάτων. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής αριστεράς δεν ξέφυγαν πέρα από τη λογική του θρήνου και του εθνικού πένθους, ούτε πρότειναν κάτι περισσότερο από την “τιμωρία των υπευθύνων”, σε μια υπόθεση που αναδεικνύει τόσο πολύπλευρα και άμεσα τον ταξικό χαρακτήρα του κρατικού μηχανισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε το ΠΑΜΕ δεν ζητά επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων. Ο αναρχικός χώρος είναι ούτως ή άλλως εκτός της λογικής των συγκεκριμένων αιτημάτων. Ούτε η τιμωρία, ούτε η εκδίκηση, ούτε κάποια επίκληση στην ανάγκη να αλλάξουν οι εκλογικοί συσχετισμοί, όμως, δεν μπορούν να δώσουν προοπτική συνέχειας στο κίνημα.
- Έλλειψη κινηματικών δομών συντονισμού και αυτοοργάνωσης, που θα μπορούσαν να συνδέσουν τους διαφορετικούς τομείς του κινήματος, ξεπερνώντας στην πράξη τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την αδράνεια του ρεφορμισμού. Τα συντονιστικά των καταλήψεων του 2006-2007, οι συνελεύσεις του Δεκέμβρη του 2008, οι λαϊκές συνελεύσεις της εποχής των πλατειών, οι καταλήψεις των κυβερνητικών κτιρίων το φθινόπωρο του 2011 θα μπορούσαν να είναι σημαντικό προηγούμενο για τις νέες δομές αυτοοργάνωσης, οι οποίες ωστόσο δεν μπορεί παρά να είναι κάθε φορά πρωτότυπες.
- Η προεκλογική λογική που επικρατεί, προδιαγράφοντας τελικά μια πορεία αποκλιμάκωσης και παραπομπής του προβλήματος στις κάλπες. Τη λογική αυτή ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας σε μια “νέα αλλαγή”, παρότι οι ευθύνες και της δική τους κυβέρνησης για την κατάσταση στα τρένα και τις υποδομές γενικότερα είναι αδύνατο να αποκρυφτούν. Τον ίδιο προεκλογικό προσανατολισμό, ωστόσο, μοιράζεται και το ΚΚΕ, που δεν θέτει κανέναν συγκεκριμένο στόχο για το κίνημα (χαρακτηριστική η ομοιότητα των ανύπαρκτων αιτημάτων του ΠΑΜΕ με αυτά της ΓΣΕΕ του Παναγόπουλου) πέραν της ενίσχυσης του “ταξικού πόλου” του εργατικού κινήματος. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ, βλέποντας την ευκαιρία να εξασφαλίσουν τη μέχρι πρότινος επισφαλή θέση τους στην επόμενη Βουλή, κι αποκρύπτοντας τον ρόλο και των δικών τους κορυφαίων υπουργών στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για το τρίτο μνημόνιο και τις ιδιωτικοποιήσεις. Το ρηχό αντιδεξιό πλαίσιο του ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ, το οποίο μοιράζεται και η ΑΡΑΣ, με τις νεόκοπες βουλευτικές ορέξεις της, όμως, μεσοπρόθεσμα ευνοεί την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα.
Συνέχεια και όχι εκτόνωση
Το σημερινό στοίχημα είναι η συνέχιση και κλιμάκωση του κινήματος. Δεν πρέπει να πάμε σε μια ομαλή μακρά προεκλογική περίοδο, ελπίζοντας σε κάποια αλλαγή κοινοβουλευτικών συσχετισμών, που τελικά ελάχιστη σημασία θα έχει για τα συμφέροντα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων, στο βαθμό που θα υπάρξει, εάν ανακοπεί η αύξηση της ταξικής αγωνιστικότητας. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται σήμερα:
- Υιοθέτηση συγκεκριμένων στόχων και αιτημάτων από τις δομές του κινήματος, τα σωματεία, τους συλλόγους, τις συνελεύσεις. Απλά κι εφικτά αιτήματα, όπως να γυρίσει η ΤΡΑΙΝΟΣΕ στο Δημόσιο και να εφαρμοστούν άμεσα όλα τα μέτρα ασφάλειας και τηλεδιοίκησης μπορούν να αποτελέσουν συγκεκριμένους άμεσους στόχους πάλης, ενώ μεταβατικά αιτήματα όπως η απαλλοτρίωση χωρίς αποζημιώσεις και ο εργατικός έλεγχος στις υποδομές και τις μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να ωριμάσουν πραγματικά την ταξική συνείδηση. Μόνο έτσι αλλάζουν πραγματικά οι ταξικοί συσχετισμοί.
- Υιοθέτηση συγκεκριμένων αγωνιστικών κόμβων και μορφών πάλης: πίεση για νέα απεργία και στην ανάγκη προκήρυξή της από τα πιο ριζοσπαστικά σωματεία. Νέοι κινηματικοί σταθμοί: συγκέντρωση ενάντια στο νομοσχέδιο για το νερό, τοπικές διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις φοιτητών και μαθητών. Καταλήψεις κρατικών κτιρίων, ως ένα νέο, αναβαθμισμένο μέσο αγώνα.
- Ανάπτυξη μορφών αυτοοργάνωσης και συντονισμού του κινήματος. Η ανάγκη για τέτοιες δομές γίνεται εντονότερη όσο οι γραφειοκρατίες ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τον μέχρι τώρα ρόλο μιας μίνιμουμ οργάνωσης των κινητοποιήσεων. Η κατάληψη της Πρυτανείας την ημέρα της πρώτης γενικής απεργίας και ο συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων για τη συνέχιση των κινητοποιήσεων υπήρξαν καλές ιδέες, στο βαθμό και ενόσω απαντούν σε πραγματικές και συγκεκριμένες πρακτικές ανάγκες για συντονισμό και αυτοοργάνωση της βάσης των συνδικάτων και έπρεπε να στηριχτούν. Υπήρξαν ωστόσο περιορισμένης εμβέλειας, καθώς το τμήμα του αντικαπιταλιστικού χώρου που τις επεδίωξε δεν έχει αυτή τη στιγμή επαρκές βάρος στο κίνημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί ή δεν πρέπει να παίρνει πρωτοβουλίες. Τα τμήματα του κινήματος που απείχαν έχουν, βέβαια, τις δικές τους ευθύνες. Όπως και να έχει, η κατανόηση της ανάγκης για τέτοιες δομές αυτοοργάνωσης και συντονισμού όσων δυνάμεων είναι διατεθειμένες να κλιμακώσουν τον αγώνα είναι σήμερα κρίσιμη.
- Ύπαρξη και ενδυνάμωση ενός πολιτικού χώρου ικανού να προτείνει έναν τέτοιο προσανατολισμό. Αυτό το καθήκον δεν μπορεί παρά να πέσει στις πλάτες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς ενωτικής και ορατής, αλλά επίσης αποφασισμένης και απαλλαγμένης από τα σύνδρομα του ρεφορμισμού. Σε αυτή τη φάση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με όλα της τα προβλήματα και τους διχασμούς, είναι η καλύτερη ελπίδα για κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό θα πρέπει να ενδυναμωθεί πολιτικά. Να αξιοποιήσει την όποια ανασύνταξη των δυνάμεών της με την πρόσφατη συνδιάσκεψη και να αναζωογονήσει τη λειτουργία της. Θα πρέπει να γίνει ορατή ξανά στη νεολαία και να ζυμωθεί με ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης. Χρειάζεται διακριτό πολιτικό στίγμα στις μεγάλες κινητοποιήσεις, με υλικά, συνθήματα, προσυγκεντρώσεις, αλλά η απομόνωση σε περιχαρακωμένες αυτοτελείς συγκεντρώσεις μακριά από το επίκεντρο δεν ευνοούν την επιρροή της. Πάνω από όλα, η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν θα πείσει πως είναι διαφορετική με το να βρίσκεται κάπου αλλού, αλλά με το να πρωταγωνιστήσει, να πάρει κρίσιμες πρωτοβουλίες και να οργανώσει τους αγώνες, ιδίως καθώς οι γραφειοκρατίες τους εγκαταλείπουν.
Μέσα στις διαδικασίες του κινήματος (συνελεύσεις, συντονιστικά, επιτροπές, συνδικαλιστικές παρατάξεις κλπ), αλλά και μέσα από ανεξάρτητες πολιτικές πρωτοβουλίες – καμπάνιες (πχ μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) πρέπει να επιχειρούμε να απαντήσουμε σε όλους τους προβληματισμούς και τα ζητήματα που άνοιξαν μέσα στην εργατική τάξη, τη νεολαία και τα λαϊκά στρώματα με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη (με ή χωρίς προεκλογική περίοδο):
- Για το πραγματικό πρόγραμμα και τους στόχους της νεοφιλελεύθερης αστικής πολιτικής, που κρύβεται κάτω από τις εκφράσεις εκσυγχρονισμός, μεταρρυθμίσεις, αξιοκρατία, αριστεία, αξιολόγηση κλπ και δεν είναι άλλο από τη συνέχιση της λιτότητας, την αύξηση της εκμετάλλευσης, την περαιτέρω διάλυση των εργασιακών σχέσεων, τη συνέχιση της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου με τις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης κλπ.
- Για το ρόλο των αστικών κομμάτων, του αστικού κράτους, των αστικών θεσμών (αστυνομία, δικαστήρια, βουλή), της ΕΕ. Για την ανάγκη, απέναντι σε όλα αυτά, να ενισχυθούν οι μορφές αυτοοργάνωσης των εργαζομένων (σωματεία, συνδικάτα, επιτροπές αγώνα κλπ).
- Για το ρόλο των ΜΜΕ, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά φερέφωνα και προπαγανδιστές της αστικής πολιτικής, και δεν μπορούν να είναι τίποτα άλλο όσο αποτελούν ιδιοκτησία της ίδιας της αστικής τάξης. Για την ανάγκη να περάσει η ενημέρωση, οι δημόσιες συχνότητες, κάτω από τον έλεγχο της κοινωνίας και των εργαζομένων.
- Για τον καταστροφικό ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που κυριαρχεί στα συνδικάτα. Του συνδικαλισμού που γυροφέρνει γύρω από την εργοδοσία και το αστικό κράτος, παζαρεύοντας μερικά ψίχουλα, την ίδια στιγμή που παραδίδει τα πιο ζωτικά συμφέροντα της τάξης, με ολέθρια αποτελέσματα όχι μόνο για τα δικαιώματα και τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά ακόμα και για τη ζωή των εργαζομένων, της νεολαίας.
- Για το μεταβατικό πρόγραμμα σωτηρίας που προτείνουμε και για την αλήθεια ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί μέσα από την εκλογική διαδικασία, αλλά πρέπει να επιβληθεί μέσα από την οργάνωση, την ενότητα και τους αγώνες της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, εναντίον την εξουσίας της τάξης των καπιταλιστών.
Αιτήματα και στόχοι του κινήματος
Ένα σχέδιο αιτημάτων και στόχων για το κίνημα θα έπρεπε να περιλαμβάνει:
- Νέα γενική απεργία άμεσα – Καμία εκτόνωση, καμία προεκλογική αναμονή
- Αυτοοργάνωση, με γενικές συνελεύσεις, καταλήψεις και κέντρα αγώνα
- Επανενοποίηση κι επανακρατικοποίηση του ΟΣΕ, χωρίς καμία αποζημίωση, και με εργατικό έλεγχο. Η κοινή ωφέλεια δεν μπορεί παρά να είναι ελλειμματική, χρηματοδοτούμενη από τη φορολογία του κεφαλαίου και των πλουσίων και αναδιανεμητική υπέρ της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων.
- Κανένα τρένο στις ράγες χωρίς ασφάλεια. Κίνηση τόσων συρμών όσων είναι δυνατόν, με τα σημερινά δεδομένα, να κινηθούν με απόλυτη ασφάλεια και χωρίς εργασιακή εξουθένωση των εργαζομένων. Απόλυση χωρίς αποζημίωση όλων των ανώτερων μάνατζερ και διοικήσεων στις εταιρείες του πρώην ΟΣΕ, κατάσχεση μισθών και μπόνους όλων των μελών των διοικήσεων, νυν και πρώην, άμεσος έλεγχος της περιουσιακής τους κατάστασης για ενδεχόμενες μίζες. Άμεση ολοκλήρωση και παράδοση της τηλεδιοίκησης από τους εργολάβους χωρίς άλλη πληρωμή από το δημόσιο. Σε αντίθετη περίπτωση, αποκλεισμός τους από μελλοντικούς διαγωνισμούς του Δημοσίου και ολοκλήρωση των εργασιών άμεσα από το κράτος.
- Κρατικές επενδύσεις για ασφαλές, σύγχρονο και πυκνό σιδηροδρομικό δίκτυο.
- Άμεση κάλυψη όλων των κενών θέσεων εργασίας με μόνιμο προσωπικό, άμεση αύξηση του μισθού όλων των εργαζομένων, αξιοπρεπή ωράρια και σχέσεις εργασίας, χωρίς εργολαβίες και εξωτερικές αναθέσεις.
- Δημόσιες μεταφορές και συγκοινωνίες, φθηνές, ποιοτικές και ασφαλείς, για όλη την εργατική τάξη και τα φτωχά στρώματα.
- Ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και κατάργηση της λειτουργίας με ανταποδοτικά κριτήρια σε υγεία, εκπαίδευση, συγκοινωνίες, ενέργεια, νερό, πολιτισμό. Όλα τα βασικά αγαθά αποκλειστικά δημόσια. Εργατικός έλεγχος: να ανοίξουν τα βιβλία των κρατικών επιχειρήσεων και να τεθούν στη διάθεση των εκλεγμένων αντιπροσώπων των εργαζομένων.
- Απαλλοτρίωση των μεγάλων επιχειρήσεων και των βασικών κλάδων της παραγωγής, χωρίς αποζημίωση στους καπιταλιστές, και λειτουργία τους κάτω από εργατικό έλεγχο.
- Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων. Δεν υπάρχει κάποια εναλλακτική υποτιθέμενα προοδευτική κυβέρνηση, όμως είναι σημαντικό οι κυβερνήσεις να πέφτουν με τη δύναμη του κινήματος, και κάθε επόμενη κυβέρνηση να είναι λιγότερο σταθερή και πιο ευάλωτη.
- Απέναντι σε ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ που είναι συνυπεύθυνοι για αυτό το έγκλημα. Αγώνας ενάντια στην επιρροή τους στο κίνημα και τη συνείδηση της εργατικής τάξης
- Ισχυρή, ενωτική, ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά, στο πλαίσιο του ενιαιομετωπικού εργατικού κινήματος.