ΤΠΤ: Συνδιάσκεψη ΟΚΔΕ 2018, πολιτική εισήγηση
Σχέδιο για πολιτικό κείμενο
(Το παρόν σχέδιο υποβάλλεται για τη Συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος 2018 αντιπαραθετικά προς το κείμενο της ΚΕ που έχει κυκλοφορήσει. ΤΠΤ)
Η παγκόσμια οικονομική συγκυρία
Πάνω από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βαραίνει η σκιά νέων απειλών. Η πρώτη και σοβαρότερη είναι η αύξηση των επιτοκίων της αμερικάνικης FED και ο τερματισμός του προγράμματος “ποσοτικής χαλάρωσης” της ΕΚΤ από το νέο έτος. Οι κινήσεις αυτές, υποτιθέμενα βγαλμένες από τα εγχειρίδια μακροοικονομικής διαχείρισης πληθωριστικών πιέσεων, υπόρρητα σκοπεύουν να πειθαρχήσουν δημοσιονομικά ΗΠΑ και ΕΕ, αλλά στην πράξη θέτουν σε κίνδυνο τις αναδυόμενες οικονομίες με υψηλά ποσοστά δανεισμού σε ξένα νομίσματα, προπάντων σε δολάριο. Τουρκία και, δευτερευόντως, Ινδία και Αργεντινή είναι τα πρώτα θύματα αυτής της πολιτικής και είδαν την αξία των νομισμάτων τους να βυθίζεται. Έπονται άλλες αφρικανικές και λατινοαμερικανικές χώρες. Τα προηγούμενα χρόνια δανείζονταν ασύστολα χάρη στο φθηνό χρήμα που οι ανεπτυγμένες οικονομίες έριχναν στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, περίπου 2 τρις δολάρια κάθε χρόνο. Η πίεση θα φέρει επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης που είχε τους προηγούμενους μήνες ενισχυθεί με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από τον Τραμπ και το ράλι των μετοχών στη Wall Street αλλά η χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου για εκατομμύρια ανθρώπους στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες και αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι δραματική. Ένα νέο κραχ δεν μπορεί να αποκλειστεί, παρότι οι αλλαγές είναι δρομολογημένες εδώ και καιρό, από μια επίδραση-σοκ της “διόρθωσης” πάνω στις δυσθεώρητα υπερτιμημένες χρηματιστηριακές αξίες των μετοχών στα μεγάλα χρηματιστήρια.
Η δεύτερη απειλή είναι εκείνη ενός εμπορικού πολέμου δασμών στη λογική συνεχών οικονομικών αντιποίνων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους “άλλους”. Η πολιτική της τέχνης του deal, της τραμπικής εκδοχής της τακτικής “καρότο και μαστίγιο”, παρά την ωμότητα της, έχει επιφέρει ορισμένα θετικά βραχυμεσοπρόθεσμα αποτελέσματα για τις ΗΠΑ όπως η νέα εμπορική συμφωνία με τη Νότιο Κορέα και, κυρίως, η υποκατάσταση της NAFTA με την USMCA (ζώνη ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού). Ήδη η αντίδραση της Κίνας στο τελευταίο σαρωτικό κύμα αμερικάνικων δασμών θεωρήθηκε μετριοπαθής. Ενδεχομένως το μπραντεφέρ γύρω από τους δασμούς να μην πλήξει αρκετά την παγκόσμια ανάπτυξη. Θα δούμε παρακάτω τις κοινωνικές και γεωπολιτικές διαστάσεις της τραμπικής οικονομίας. Σε οικονομικό επίπεδο ωστόσο συντελεί στην αποδόμηση του διεθνούς πλαισίου συνεργασίας μεταξύ μεγάλων και μικρότερων δυνάμεων που επέτρεψε την πραγματιστική διαχείριση της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία.
Η τρίτη απειλή αφορά ξανά την ανακίνηση της κρίσης της Ευρωζώνης με την αντιπαράθεση γύρω από τον ιταλικό προϋπολογισμό ανάμεσα στη συμμαχική κυβέρνηση Πέντε Αστέρων – Λέγκας και τις Βρυξέλλες. Η αύξηση του κόστους δανεισμού του ιταλικού δημοσίου από τις αγορές ως σωφρονιστικό μέτρο κατά της αύξησης των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ πάνω από τα όρια που θέτουν οι “κανόνες” της ΕΕ μπορεί να κλιμακωθεί σε τραπεζική κρίση ικανή να βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της ευρωζώνης. Μια υποχώρηση της ιταλικής κυβέρνησης, ακόμη και παραίτηση, είναι πιθανή παρά τη φιλολογία ότι “η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα”. Παρολαυτά το οικοδόμημα της ευρωζώνης παραμένει πολιτικά εύθραυστο σε μια περίοδο υποχώρησης των περισσότερων οικονομικών δεικτών στην Ευρώπη χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις συνέπειες από το ορατό ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.
Πρακτικά, έχουν συσσωρευτεί μερικοί από τους επαρκείς όρους μιας νέας βύθισης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας που θα μπορούσε να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες, ειδικά πάνω στις λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες. Παρότι κυβερνήσεις και θεσμοί του κεφαλαίου έχουν δημιουργήσει ένα πλέγμα συμφωνιών και μηχανισμών για τη στήριξη ενός σημαντικού μέρος του τραπεζικού συστήματος τουλάχιστον των χωρών του λεγόμενου G4, τα μακροοικονομικά εργαλεία διαχείρισης της κρίσης (κοινωνικοποίηση των ζημιών μέσω των δημοσίων οικονομικών, μηδενικά επιτόκια, ποσοτική χαλάρωση κτλ) που χρησιμοποιήθηκαν από τους διεθνείς και εθνικούς θεσμούς του κεφαλαίου την προηγούμενη περίοδο έχουν “εξαντληθεί”.
Κρίση του ευρωατλαντισμού
Στα συντρίμμια του “Ισλαμικού Κράτους” και στον εμφύλιο της Συρίας διαμορφώνεται ένας νέος τοπικός συσχετισμός δύναμης με παγκόσμιο απόηχο. Είναι κοινός τόπος αλλά δεν μπορούμε παρά να τον επαναλάβουμε ότι ο παγκόσμιος γεωπολιτικός συσχετισμός κρίνεται στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία[1]. Ο Συριακός εμφύλιος βοήθησε τη Ρωσία να ελιχθεί ανάμεσα στη διπλωματική απομόνωση και την οικονομική κρίση στην οποία την οδήγησαν η προσάρτηση της Κριμαίας και ο de facto διαμελισμός της Ουκρανίας και να αναδειχθεί σε ρόλο ρυθμιστή των γεωπολιτικών συσχετισμών στη Μέση Ανατολή. Το μέλλον της Συρίας συζητείται και αποφασίζεται ανάμεσα στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν όπου η Ρωσία όμως διατηρεί τον πρώτο λόγο. Ο διπλωματικός αυτός συσχετισμός αντανακλά το στρατιωτικό συσχετισμό στο έδαφος. Οι δυτικοί πύραυλοι στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του καθεστώτος Άσαντ ήταν μια ανήμπορη ύστατη υπενθύμιση του ρόλου του δυτικού ιμπεριαλισμού στο συριακό χάος. Η υποβάθμιση του ευρωαντλαντισμού στην παγκόσμια σκακιέρα είναι αισθητή. Η ρήξη ΗΠΑ-Τούρκιας έχει θέσει σε αμφισβήτηση όχι μόνο την επιχειρησιακή επάρκεια αλλά την ίδια την ενότητα του ΝΑΤΟ. Το χάσμα των ευρωπαϊκών δυνάμεων με τις ΗΠΑ γύρω από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν είναι αγεφύρωτο. Με εξαιρέσεις το Ιράν, το Ισραήλ και τους παραδοσιακούς εχθρούς των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, η πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ είναι γεωπολιτικά αναποφάσιστη. Η επιδίωξη της με κάθε μέσο επιβεβαίωσης της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ λειτουργεί σε βάρος της γεωπολιτικής ηγεμονίας της. Μια διαπάλη εκτυλίσσεται στις ελιτ των ΗΠΑ, όπου μια σαφής πλειοψηφία της αμερικάνικης άρχουσας τάξης επιθυμεί τη διατήρηση των γεωπολιτικών δογμάτων της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής της προηγούμενης περιόδου αλλά υπονομεύεται διαρκώς από την ατζέντα Τραμπ η οποία διαπνέεται από μια αντίληψη ριζικής σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ στην οποία η Ρωσία αποτελεί δυνητικό σύμμαχο. Όμως αυτή η στρατηγική θεώρηση καταλαμβάνει δευτερεύουσα θέση στις προτεραιότητας του Τραμπ μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να διορθωθούν οι “αδικίες” σε βάρος των ΗΠΑ στις εμπορικές της σχέσεις με Κίνα και Ευρώπη. Απέναντι στην αδυναμία του ευρωατλαντισμού, οι στρατηγικοί αντίπαλοι της Δύσης απέχουν από το να συγκροτήσουν αρραγείς συνασπισμούς θεσμικά οργανωμένους κατά το πρότυπο του ΝΑΤΟ αλλά κάνουν βήματα στην ανάπτυξη μηχανισμών συνεργασίας: oικονομικά fora, μόνιμες επιτροπές, σύσφιξη στρατιωτικής συνεργασίας. Η συμμετοχή κινεζικών στρατευμάτων στη μείζονα ρωσική στρατιωτική άσκηση Βοστόκ-2018, προσομοίωση μιας πλήρους πολεμικής κινητοποίησης σε μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις, αποτελεί τομή στη στρατιωτική συνεργασία Κίνας-Ρωσίας.
Γεωπολιτική του χάους
Είχαμε αναλύσει στο παρελθόν το βύθισμα ολόκληρων ζωνών του πλανήτη στο χάος, τον εμφύλιο σπαραγμό, τις δικτατορίες και την κοινωνική αντίδραση. Παρά τη στρατιωτική ήττα του Ισλαμικού κράτος σε Συρία και Ιράκ και την είσοδο του εμφυλίου πολέμου στη Συρία στην τελική του φάση, ένα τόξο που περιλαμβάνει κυρίως μουσουλμανικούς πληθυσμούς από τη δυτική Αφρική μέχρι την Ινδοκίνα βρίσκεται σε μόνιμη αναταραχή. Από το συνεχιζόμενο χάος στη Λιβύη μέχρι την εθνοκάθαρση των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ, η κρίση παίρνει μορφές φυλετικού, εθνικού και θρησκευτικού πολέμου. Σ’ αυτό το φόντο ξεχωρίζουν οι στρατηγικές νίκες του φονικού καθεστώτος Άσαντ στο Συριακό εμφύλιο, η αυταρχική και μιλιταριστική στροφή του καθεστώτος Ερντογάν στην Τουρκία, ο βάρβαρος πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της στην Υεμένη απέναντι στους υποστηριζόμενους από το Ιράν αντάρτες Χούτι, ο ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στις μοναρχίες του Κόλπου με το χερσαίο και εμπορικό αποκλεισμό του Κατάρ. Στον άξονα Τουρκίας-Ιράν-Κατάρ αντιπαρατίθεται η προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου να συντηρήσουν το ιστορικό ρόλο τους ως περιφερειακές δυνάμεις. Επιχειρούν να συνεννοηθούν με το Ισραήλ σε μια εποχή που αυτό σκληραίνει τη στάση του απέναντι στους Παλαιστινίους. Θα ασχοληθούμε με εκείνες τις πλευρές της γεωπολιτικής του χάους που έχουν τις αμεσότερες συνέπειες πάνω στην εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους.
Τουρκία: Η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 2016 έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση του AKP να προχωρήσει σε μια ιδιότυπη κοινοβουλευτική δικτατορία με διαιώνιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και κατάργηση του “κράτους δικαίου”, έκφραση της οποίας είναι η πρωτοφανής εκκαθάριση του κρατικού, δικαστικού και εκπαιδευτικού μηχανισμού από δεκάδες χιλιάδες “ανεπιθύμητους”. Το καθεστώς χρησιμοποίησε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης όχι μόνο εναντίον του “γκιουλενικού δικτύου” στο οποίο αποδόθηκε το πραξικόπημα, αλλά συλλήβδην εναντίον των Κούρδων και της αριστεράς. Η εξέλιξη του ερντογανικού καθεστώτος από παράδειγμα ενός “ήπιου πολιτικού ισλάμ” στον αντιδραστικό δεσποτισμό έχει εσωτερικές αίτιες (κοινωνική αμφισβήτηση, εξέγερση του πάρκου Γκεζί) και εξωτερικές (καταστολή των συμμάχων του Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, “απειλή” ενός Κουρδικού κράτους στα σύνορα της Τουρκίας). Η Τουρκία του Ερντογάν προώθησε ένα πατερναλιστικό μοντέλο γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης στηριζόμενο στη φθηνή εργασία, ήρθε σε ρήξη με την κεμαλική κληρονομιά του αποκλειστικού προσανατολισμού προς τη Δύση, διεκδίκησε ρόλο περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή. Σήμερα οι ισλαμιστές του Ερντογάν με τους υπερεθνικιστές και τομείς κεμαλιστών στο στρατό έχουν συμπήξει μια συμμαχία όπου η συγκέντρωση της εξουσίας από τον Ερντογάν στο εσωτερικό συνδυάζεται με διπλωματική και στρατιωτική πυγμή στο Κουρδικό ζήτημα. Το καθεστώς έχει κυριαρχήσει στον κρατικό μηχανισμό στο εσωτερικό της Τουρκίας και εναλλάσσει κυνισμό και πραγματισμό στις διεθνείς του σχέσεις (αξιοποίηση της προσφυγικής κρίσης ως ατού, υποχώρηση στο ρωσικό εμπάργκο, αλλαγή στάσης στη Συρία, ρόλος προστάτη για τους Παλαιστίνιους). Η μεγάλη υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος και η πίεση πάνω στις χρεωμένες Τουρκικές επιχειρήσεις δημιουργούν τριγμούς στο καθεστώς αλλά το δυναμικό ανάπτυξης της χώρας παραμένει υπολογίσιμο και η Τουρκία βγήκε σχετικά αναίμακτα από την τρομερή ύφεση του 2009 και την επιβράδυνση λόγω του ρωσικού εμπάργκο το 2016 σε αντίθεση με άλλες αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις όπως η Βραζιλία οι οποίες έχουν εισέλθει σε περίοδο μόνιμης χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης.
Συρία: Ο Συριακός εμφύλιος βαίνει στην τελική του φάση. Η εκκαθάριση της περιοχής του Ιντλιμπ από τις μερικές δεκάδες χιλιάδες των διαφόρων αντιπολιτευτικών πολιτοφυλακών που συγκεντρώθηκαν εκεί από άλλες περιοχές χάρη στη “διαμεσολάβηση” της Ρωσίας είναι ζήτημα χρόνου. Η τριμερής συμφωνία για αποστρατικοποίηση της περιοχής και σταδιακή παράδοσή της στο καθεστώς Άσαντ προς το παρόν έχει αναστείλει τον άμεσο κίνδυνο μιας επανάληψης της ρωσοσυριακής βαρβαρότητας που είδαμε στο Χαλέπι και άλλες περιοχές της χωράς αλλά το μέλλον της παγίωσης του καθεστώτος της Δαμασκού είναι σε κάθε περίπτωση δυσοίωνο για εκείνες και εκείνους που εξεγέρθηκαν και δεν θα καταφέρουν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η Τουρκία και οι προστατευόμενοί της στη Συρία θα εμφανιστούν ως σωτήρες του πληθυσμού ενώ το καθεστώς Ερντογάν θα διαπραγματευτεί το μέλλον της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας με τις άλλες εγγυήτριες δυνάμεις γύρω από ανταλλάγματα: νομιμοποίηση της συνέχειας του καθεστώτος Άσαντ με συντριβή του κουρδικού πρωτο-κράτους στο βόρειο τμήμα της Συρίας. Εκεί θα παιχτεί και η τελευταία πράξη του συριακού δράματος. Από τη μία, η κουρδική “ομοσπονδία”, που δίνει τις τελευταίες μάχες εναντίον του ΙSIS στις εσχατιές της ανατολικής Συρίας, ελέγχει ένα μεγάλο εδαφικό τμήμα της χώρας αλλά και αρκετούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, διαθέτει την πιο μαζική και καλά οργανωμένη στρατιωτική δύναμη στη Συρία μετά τον καθεστωτικό στρατό με κοινωνική στήριξη και τοπικές γραμμές ανεφοδιασμού· από την άλλη, είναι διπλωματικά απομονωμένη χωρίς καμία μεγάλη δύναμη έτοιμη και ικανή να επενδύσει στρατηγικά στη διατήρησή της. Η τουρκική κατάληψη του Αφρίν οδήγησε σε ψύχρανση τις σχέσεις των Κούρδων της Συρίας με τις ΗΠΑ και τους έστρεψε εν μέρει προς το στρατόπεδο του Άσαντ. Όμως η Δαμασκός αποκλείει κάθε ομοσπονδιακή ιδέα για το μέλλον και δεν δέχεται καμία αμφισβήτηση των “κυριαρχικών δικαιωμάτων” της στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Ισραήλ-Παλαιστίνη: Το Ισραήλ επιχειρεί να εξισορροπήσει την ενίσχυση του σιιτικού τόξου και να περιορίσει τη διπλωματική του απομόνωση, την οποία επιβεβαίωσε παρά άμβλυνε η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραηλινού κράτους από τις ΗΠΑ. Η σφαγή των άοπλων διαδηλωτών στα σύνορα της Γάζας, η επίσημη αλλαγή του νομικού χαρακτηρισμού του ισραηλινού κράτους που ορίζεται πλέον ως εθνικά εβραϊκό, η ακάθεκτη συνέχιση της αρπαγής της γης των Παλαιστίνιων με κατεδαφίσεις οικισμών και επέκταση των ισραηλινών εποικισμών αποτελούν ενδείξεις μιας εσωτερικής σκλήρυνσης με σκοπό την εξουθένωση των Παλαιστινίων. Από τη μια, οι βομβαρδισμοί στη Συρία συνδυάζονται με διπλωματικές κινήσεις όπως την υποστήριξη της Κουρδικής ανεξαρτησίας στο Ιράκ και την αναβάθμιση των σχέσεων με τον αντιμουσουλμανικό ινδουϊστικό εθνικισμό του Μόντι στην Ινδία. Από την άλλη, η Ισραηλινή ενεργειακή διπλωματία στη Μεσόγειο που στοχεύει στην παράκαμψη της Τουρκίας συναντά τα ελληνικά συμφέροντα. Στα πλαίσια του ελληνικοτουρκικού ανταγωνισμού, η ελληνική αστική τάξη συμβάλλει στην επίτευξη των ισραηλινών επιδιώξεων που είναι ασυμφιλίωτες με τον αγώνα για αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων.
Εθνικισμός, ρατσισμός και κοινωνική αντίδραση
Οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που έχουν πυροδοτηθεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση στο κενό μιας προοδευτικής πολιτικής εναλλακτικής έχουν οδηγήσει σε μια διεθνή ενίσχυση της πολιτικής αντίδρασης. Η εκλογή Τραμπ σηματοδοτεί μια καμπή στην παγκόσμια πολιτική συγκυρία, καθώς το πολιτικό μείγμα υπερσυντηρητισμού και εθνικισμού που εκπροσωπεί εγκαταστάθηκε στην ηγεσία της μεγαλύτερης δύναμης του πλανήτη. Συνθήματα όπως “πρώτα η Αμερική” και η έμμονη ιδέα του “τείχους” στα σύνορα με το Μεξικό έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην κοινωνική νομιμοποίηση ενός ακραίου ακροδεξιού και ρατσιστικού λόγου στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Παρά τις διαφορές τους, κυρίως γύρω από το πραγματικό πολιτικό πρόγραμμά τους, οι αναδυόμενες δυνάμεις της συντηρητικής, ακραίας, ρατσιστικής και φασίζουσας δεξιάς παγκοσμίως χαρακτηρίζονται από μερικά κοινά μοτίβα: επαναδιεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας από τις φιλελεύθερες κοσμοπολίτικες ελίτ και ενοχοποίηση των προσφυγικών ροών. Στο αντιδραστικό δεξιό λόγο, οι δύο κοινωνικές δυνάμεις, ελίτ και μετανάστευση/προσφυγιά συνδέονται, είναι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας που διαβρώνει την εθνική κυριαρχία. Δεν έχει σημασία αν οι πολιτικοί εμπνευστές αυτής της ρητορικής είναι εκατομμυριούχοι όπως ο Τραμπ του οποίου η οικογένειά παράγει μπλουζάκια στην Κίνα, χρηματιστές στο City όπως ο Φάρατζ ή πρώην στελέχη του “Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ουγγαρίας” όπως ο Όρμπαν.
Η αντιδραστική δεξιά απαντά στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση. Κινητοποιεί τη μοναδική συνείδηση κοινότητας που μοιράζονται φαντασιακά οι περισσότεροι άνθρωποι, την αίσθηση του ανήκειν στο έθνος τους· διοχετεύει την οργή σε ελίτ που ωστόσο είναι ανέγγιχτες και σε πρόσφυγες και μετανάστες που, αντιθέτως, είναι κοινωνικά ελέγξιμοι μέσα από μηχανισμούς αστυνόμευσης· τέλος απευθύνεται στο ταξικό συμφέρον όχι μόνο της μεσαίας αλλά και της εργατικής τάξης θυμίζοντας την εμπειρία “καλύτερων ημερών” όταν το “έθνος ήταν κυρίαρχο”. Η παραδοσιακή μεσαία τάξη που έμεινε πίσω από τις “τεχνολογικές” κοσμοπολιτικές ελίτ και η ξεχασμένη ντόπια εργατική τάξη χωρίς πτυχία πανεπιστημίων και ριγμένη στην ανασφάλεια από την αποβιομηχάνιση είναι η κοινωνική δεξαμενή στην οποία αλιεύουν μερικοί από τους πιο επιθετικούς τομείς του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. Η νέα διανοητική εργασία, νέοι και νέες που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, υψηλές προσδοκίες, μεγαλύτερη κινητικότητα αλλά τελικά με θέσεις εργασίας κατώτερες των προσδοκιών τους ή οι οποίοι βιώνουν περιοδική ανεργία καταλαμβάνουν μια ενδιάμεση θέση. Πχ στις ΗΠΑ ποτέ στο παρελθόν τα πανεπιστήμια δεν είχαν υπάρξει ως ο χώρος κοινωνικής κριτικής σκέψης που αποτελούν σήμερα. Ωστόσο λευκοί νέοι που εκπαιδεύονται από πολύ νωρίς για να καταλάβουν τις “θέσεις κλειδιά” στην παραγωγή αισθάνονται άβολα όταν ανταγωνίζονται Ασιάτες στους τομείς τεχνολογικής αιχμής ή έρχονται αντιμέτωποι σε εποχές ανασφάλειας με ποσοστώσεις φύλου και φυλής στις προσλήψεις των μεγάλων επιχειρήσεων.
Απέναντι σ’ αυτό το δυνητικό ή υπαρκτό κοινωνικό μπλοκ που συγκροτεί η αντιδραστική δεξιά, στις περισσότερες κοινωνίες υφίσταται η πραγματικότητα μιας άνισα καταμερισμένης αλλά ωστόσο δυναμικά πολυεθνικής / διεθνικής εργατικής τάξης που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών από την αντικειμενική εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας τα τελευταία 40 χρόνια. Αυτή η πολυεθνική εργατική τάξη είναι πολυάριθμη αλλά, λιγότερο ή περισσότερο, αποκλεισμένη από το εθνικό πολιτικό σύστημα. Η εικόνα αυτή δεν είναι ομοιόμορφη αλλά στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη τμήματα των κοινωνιών είναι εχθρικά απέναντι στο αντιδραστικό εθνικισμό και ρατσισμό. Οι μεγάλες κινητοποίησες των Βlack Lives Matter και των γυναικών στις ΗΠΑ ή οι πρόσφατες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις στη Γερμάνια είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παρολαυτά στο πολιτικό επίπεδο απουσιάζει μια πειστική εναλλακτική. Ο κυρίαρχος υποτιθέμενα μη ρατσιστικός λόγος αναπαράγει παντού την υπόθεση ότι οι προσφυγικές ροές είναι πρόβλημα, δηλαδή αιτία του προβλήματος. Οι πολιτικές “ανοίγματος” των συνόρων είναι πρόβλημα. Ο Σουηδικός “αριστερός” συνασπισμός για να αντιμετωπίσει την άνοδο της άκρας δεξιάς περιόρισε δραματικά τις παραχωρήσεις πολιτικού ασύλου πριν τις τελευταίες εθνικές εκλογές σε μια χώρα που χαρακτηριζόταν ως παράδειγμα ανοιχτής πολιτικής. Τα παραδοσιακά “δημοκρατικά” κόμματα καθίστανται υπόλογα στο ρατσιστικό λόγο της άκρας και συντηρητικής δεξιάς. Από την άλλη, μεγάλα τμήματα της λεγόμενης αριστερής “ριζοσπαστικής” αντιπολίτευσης ή των νέων κομμάτων διαμαρτυρίας, παρότι αναπτύσσει ένα φιλομεταναστευτικό και αντιρατσιστικό χώρο, περιστρέφεται γύρω από μια αριστερή εκδοχή ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας όπως η πλατφόρμα του Μελανσόν στη Γαλλία, οι δυνάμεις του ευρωπαϊκού Plan B (παλαιότερα μ’ ένα αντιφατικό τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε παίξει με αυτές τις ιδέες την εποχή του συνθήματος “Μέρκελ ή Ελλάδα”). Στην ιστορική κρίση των παραδοσιακών φιλελεύθερων ή σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών εκπροσωπήσεων, η απουσία εναλλακτικού σοσιαλιστικού παραδείγματος καθιστά το δεξιό λαϊκισμό πειστικότερο, ικανό να επιφέρει άμεσα αποτελέσματα, για παράδειγμα, να σταματήσει τις προσφυγικές ροές.
Κρίση αριστερού παραδείγματος
Στην πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης διαπιστώσαμε κοινωνικές αντιδράσεις που, σε γενικές γραμμές με κάποιες εξαιρέσεις, είχαν αριστερόστροφο, προοδευτικό χαρακτήρα. Από τις αραβικές επαναστάσεις ως το Occupy Wall Street και τις πλατείες του μεσογειακού νότου, παρά τις μεγάλες διαφορές στο χαρακτήρα και τη μαζικότητα των κινητοποιήσεων καθώς και τις εθνικές ιστορικές ιδιομορφίες, είχαμε προοδευτικά κινήματα. Χαρακτηρίστηκαν από μαζική συμμετοχή των “από κάτω”, δομές αυτοοργάνωσης, ανάδειξη του κοινωνικού ζητήματος, παρά την απουσία επαναστατικών ηγεσιών και ενός σαφούς αντικαπιταλιστικού προγράμματος.
Ένας συνδυασμός ηττών, απουσίας πειστικού εναλλακτικού παραδείγματος και “παραγωγής” βαρβαροτήτων έχουν αντιστρέψει αυτή την τάση. Οι γενικές απεργίες στην Ευρώπη απέτυχαν να ανατρέψουν τις πολιτικές λιτότητας. Ο συνδυασμός απεργίας και κατάληψης δημόσιου χώρου έριξε καθεστώτα στη Βόρεια Αφρική, αλλά οι εξεγέρσεις ηττήθηκαν πολιτικά στη συνέχεια τους. Στην Ευρώπη τα κινήματα πρόβαλλαν / ανέθεσαν την εκπλήρωση των στόχων τους σε αριστερά κόμματα διαμαρτυρίας. Η λεγόμενη “συνθηκολόγηση” του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σημείο καμπής στην προοπτική της ανατροπής της λιτότητας με κοινοβουλευτικό τρόπο.
Η παγκόσμια αριστερά ανέκαμψε μερικώς, μετά την κρίση απονομιμοποίησης του σοσιαλιστικού σχεδίου με την πτώση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, γύρω στην καμπή του αιώνα με την αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού στη Λατινική Αμερική και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση συνέπεσε ωστόσο με την εξάντληση του ριζοσπαστισμού των εγχειρημάτων αριστερής διαχείρισης στη Λατινική Αμερική. Η ελληνική αριστερά είχε επικαλεστεί το παράδειγμα της Αργεντινής, με διαφορετικές αποχρώσεις και εμφάσεις όπως είναι φυσικό. Άλλοι τόνιζαν τη “ρεαλιστική” εναλλακτική διαχείριση του Κίρχνερ και άλλοι αναδείκνυαν τις εμπειρίες των εργοστασιακών καταλήψεων και του κινήματος των ανέργων. Οι τελευταίες μέρες του αντιμνημονιακού αγώνα συνέπιπταν ωστόσο με την επάνοδο της νεοφιλελεύθερης δεξιάς στην κυβέρνηση της Αργεντινής. Στη συνέχεια είδαμε την εσωτερική μετάλλαξη της αριστεράς στον Ισημερινό με την αποκαθήλωση της κληρονομιάς Κορέα από την κυβέρνηση Λένιν Μορένο, μέρος της οποίας ήταν η πολυσυζητημένη διαγραφή του “επαχθούς” εξωτερικού χρέους από διεθνή λογιστικό έλεγχο που προτάθηκε σαν λύση για το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η κυβέρνηση Μορένο κατέληξε σε συμφωνία σε ζητήματα “ασφαλείας” με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ενώ πριν δύο μήνες έβγαλε τον Ισημερινό από την ALCA και προστέθηκε στη χορεία των λατινοαμερικανικών κυβερνήσεων που αποκήρυξαν το καθεστώς της Βενεζουέλας. Η νίκη του δεξιού Πινέρα στις προεδρικές εκλογές στη Χιλή και η άνοδος του ακροδεξιού υποψηφίου Μπολσονάρο στη Βραζιλία συμπληρώνουν την εικόνα επιστροφής της Δεξιάς στη ΛΑ. Η διεθνής αριστερά ήταν πιο εύκολο να διαχωριστεί από το κύμα καταστολής του ιστορικού ηγέτη των Σαντινίστας άλλα πλέον φιλελεύθερου Ορτέγκα καθώς ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνικής εξέγερσης εναντίον του καθοδηγείται από τη ριζοσπαστική αριστερά. Παρολαυτά η εξέλιξη στη Νικαράγουα είναι αποκαρδιωτική. Ένα μεγάλο μέρος της λατινοαμερικάνικης αριστεράς είναι δεσμευμένο σε μια άβολη κριτική υποστήριξη της κυβέρνησης Μαδούρο καθώς η δεξιά αντιπολίτευση είναι απολύτως αντιδραστική και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν στοιχηθεί πίσω της περιμένοντας σαν όρνεα έτοιμα να κατασπαράξουν την πετρελαϊκή βιομηχανία της χώρας. Όμως, η καταστροφική οικονομική κρίση στη Βενεζουέλα αποτελεί μια πραγματική δυσφήμιση του σοσιαλισμού, αν κι εμείς θα υποστηρίζαμε ότι η κρίση αυτή οφείλεται στην απουσία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας κι όχι το αντίθετο. Η κρατική αναδιανομή στη Βενεζουέλα είναι πατερναλιστική, κρατάει τον πληθυσμό σε παθητικότητα και ταυτόχρονα είναι μακροοικονομικά αναποτελεσματική. Είναι μια λαϊκιστική ρεφορμιστική διαχείριση χωρίς ρήξη με τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος. Παρολαυτά στις σημερινές συνθήκες η λέξη σοσιαλισμός δεν παραπέμπει στην Κίνα αλλά στη Βενεζουέλα του Μαδούρο, η οποία έχει τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις για χώρα που δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Ούτε η ανταρσία της αντιπολίτευσης ούτε το σαμποτάζ του ιμπεριαλισμού επαρκούν για να εξηγήσουν την οικονομική αποτυχία της Βενεζουέλας. Η “μπολιβαριανή επανάσταση” όντως βελτίωσε αρχικά το βιοτικό και μορφωτικό πεδίο των λαϊκών μαζών αλλά απέτυχε να αναδιοργανώσει την παραγωγική βάση της χώρας μεταφέροντας πόρους σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας, όπως η βιομηχανία τροφίμων, όπως και να ευνοήσει την αυτενέργεια των εργαζομένων μετατρέποντας τους σε “αφέντες της ίδιας της μοίρας” τους. Διαιώνισε την απόλυτη εξάρτηση της χώρας από τις εξαγωγές πετρελαίου και όταν οι τιμές του πήραν την κατιούσα, πληθωρισμός και δημόσιο χρέος γιγαντώθηκαν. Το αποτέλεσμα σήμερα είναι η συνεχιζόμενη δυσφήμιση του σοσιαλισμού ως συνώνυμου του αυταρχισμού και της οικονομικής ανικανότητας.
Το συμπέρασμα είναι ότι παρά την μερική ανάκαμψη της παγκόσμιας αριστεράς μετά το 2000, με οδηγό τις εξελίξεις στη Λατινική Αμερική, καμία δύναμη στο εργατικό κίνημα και την πολιτική αριστερά δεν υπήρξε σε θέση να διατυπώσει μια πειστική εναλλακτική στον καπιταλισμό που να μην αρκείται στην κριτική του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας. Το πρόβλημα του σοσιαλιστικού σχεδίου οργάνωσης της κοινωνίας δεν ανάγεται σε πρόβλημα σωστής ή λαθεμένης προπαγάνδας αυτού του σχεδίου. Πρέπει να “δειχθεί” ένα παράδειγμα όχι απλά να περιγραφεί.
Η Ελλάδα σε σχετική σταθεροποίηση
Με την τριετία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καταγράφηκε οικονομική, πολιτική και κοινωνική σταθεροποίηση. Οι πολιτικοί όροι της σταθεροποίησης τέθηκαν με το ξεφούσκωμα του αντιμνημονιακού αφηγήματος μετά το δημοψήφισμα του 2015 τους οποίους είχαμε αναλύσει επαρκώς στο κείμενο που είχαμε καταθέσει στη συνδιάσκεψη τους 2016[2] εν αντιθέσει προς την τεχνητή αισιοδοξία που καλλιέργησε το πολιτικό κείμενο που πλειοψήφησε στη συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος του 2016. Παρά την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η μακροβιότερη από τις κυβερνήσεις της χώρας μετά την είσοδό της στο αέναο κύκλο της λιτότητας και μέτρων που άνοιξε το 2009. Η “επιτυχία” της κυβέρνησης συνίσταται στην πιστή εφαρμογή του “τρίτου μνημονίου” με τις κοινωνικές αντιστάσεις υπό έλεγχο. Την ίδια ώρα διαπιστώνουμε μια μερική επανάκαμψη του δικομματισμού (ή έστω διπολισμού) με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη να διεκδικεί τη συσπείρωση της δεξιάς πολιτικής παράταξης σε χαμηλά αλλά πλησιέστερα προς τα ιστορικά της επίπεδα στη βάση μάλιστα ενός επιθετικού νεοφιλελεύθερου οικονομικά (και εθνολαϊκού πολιτικά) προγράμματος.
Η σχετική άνοδος της παγκόσμιας οικονομίας και το τσίμπημα της ανάπτυξης στην ευρωζώνη την ίδια περίοδο συνέβαλαν έμμεσα στην αβέβαιη απομάκρυνση της ελληνικής οικονομίας από αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης (1,4% το 2017, εκτιμήσεις γύρω στο 2,0% για το 2018 και για 2,3 % το 2019), ενώ σημειώθηκε μείωση της καταγεγραμμένης ανεργίας από το 24% το 2016 σε κάτω από 20% από το φετινό Ιούνιο. Η εφαρμογή του τρίτου μνημονίου έφερε νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων όμως αυτές δεν ήταν επαρκείς για να προκαλέσουν μια νέα κοινωνική έκρηξη.
Η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης δεν οφείλεται ωστόσο ούτε στην ασθενική άνοδο της οικονομίας ούτε στο νέο αφήγημα εξόδου της χώρας από τα μνημόνια το οποίο διατυμπανίζεται ανελλιπώς από την κυβέρνηση. Ανάγεται στην εξάντληση και απαξίωση των αντιμνημονιακών προσδοκιών και την αδυναμία του εργατικού και αριστερού κινήματος να ξαναπιάσει το νήμα που κόπηκε.
Καταγράφεται ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση των απεργιακών κινητοποιήσεων στα χαμηλότερα επίπεδα της περιόδου ενώ την πρώτη περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχαμε, ακόμη, μερικές σχετικά μαζικές κινητοποιήσεις, όπως το αγροτικό κίνημα ή απεργία στους δήμους. Διαπιστώναμε ότι αυτές δεν μπορούν να “πολιτικοποιηθούν”, να διεκδικήσουν πολιτικές λύσεις, όπως πχ κυβερνητική αλλαγή, δημοψήφισμα, ανατροπή του μνημονίου κτλ., αλλά περιορίζονταν στη διεκδίκηση μη εφαρμογής συγκεκριμένων μνημονιακών μέτρων σε κλαδική κλίμακα μέσα στον υπαρκτό αρνητικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Το καινούργιο στοιχείο της τελευταίας περιόδου, αντίθετα με την προηγούμενη, είναι η εμφάνιση, με τα “μακεδονομαχικά” συλλαλητήρια, λαϊκών κινητοποιήσεων από τα δεξιά ως μορφής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Οι αντιδραστικές τάσεις της περιόδου μέχρι τώρα εκφράζονταν με την άνοδο της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής. Η παρατεταμένη διαδικασία της δίκης της Χρυσής Αυγής την έχει περιορίσει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρείας όπου η κοινοβουλευτική δουλικότητα της ηγεσίας της συμβαδίζει με την παραχώρηση του πεδίου της μαχητικής στράτευσης σε μικρότερες φασιστικές ομάδες, έστω κι αν συνδέονται με τη “μητέρα οργάνωση” ή είναι υποπροϊόντα της κρίσης της. Τα “συλλαλητήρια για τη Μακεδονία” κατέδειξαν τη δυνατότητα ενός ακροδεξιού πόλου στην ελληνική κοινωνία, πιθανά ικανού να συσπειρώσει μια λαϊκή βάση και να ξεπεράσει την κρίση αξιοπιστίας της Χρυσής Αυγής.
Η κοινωνική κατάσταση είναι κλειδωμένη μέχρι την εφαρμογή (ή όχι) των δεσμεύσεων της κυβέρνησης που περιλαμβάνονται στο τρίτο μνημόνιο για δραστική μείωση των συντάξεων από την 1/1/2019 και του αφορολόγητου ορίου και γενικής αύξησης στους φόρους των χαμηλότερων εισοδημάτων από το 2020 ή, να το πούμε αλλιώς, μέχρι τις εκλογές Η κυβέρνηση επιχειρεί με δυσκολία να αναστείλει την εφαρμογή του μέτρου για τις συντάξεις ή να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με κάποια αντισταθμιστικά μέτρα ώστε να μη “φανεί” η μείωση του εισοδήματος των συνταξιούχων, τουλάχιστον πριν τις εθνικές εκλογές. Αν εφαρμοστούν ως έχουν, τα μέτρα συνιστούν μια ριζική χειροτέρευση του βιοτικού επίπεδου εκατομμυρίων. Από τις εθνικές εκλογές θα μπορούσε να προκύψει μια κυβέρνηση της ΝΔ ή μια μεταβατική περίοδος με ασθενείς κυβερνήσεις συνεργασίας ή/και αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων. Θα μπορούσαμε να έχουμε πολιτικές αναδιατάξεις που θέτουν νέα προβλήματα αλλά δύσκολα μια μετατροπή της πολιτικής κρίσης σε κρίση εξουσίας στο μέτρο που οι όροι της “εξόδου από τα μνημόνια” δεν τίθενται σε αμφισβήτηση.
Στρατηγικό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού
Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει αφήσει πίσω τις χειρότερες μέρες του άμεσου κινδύνου κρατικής χρεοκοπίας και κοινωνικής εξέγερσης, αλλά δεν διαθέτει αξιόπιστη στρατηγική. Η προηγηθείσα περίοδος σταθεροποίησης, το τέλος των “προγραμμάτων”, η σταδιακή “έξοδος στις αγορές”, η διαχείριση της αποπληρωμής του χρέους με ορίζοντα τριακονταετίας δεν μπορούν να βάλουν από μόνα τους την ελληνική οικονομία σε τροχιά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Οι πιο μετριοπαθείς προβλέψεις δείχνουν γρήγορη υποχώρηση της ανάκαμψης από το 2022-23. Αναλύσεις με βάση τη δέσμευση για υψηλά πλεονάσματα και τον εσωτερικό δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι δύσκολα την επόμενη δεκαετία ο ελληνικός καπιταλισμός θα ανακτήσει το χαμένο του έδαφος. Μια πιθανή, όπως είδαμε, τώρα ή αργότερα, επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας θα κάνει το έργο αυτό ακόμη δυσκολότερο. Η παλιότερη στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού ήταν απλή: είσοδος στην ευρωζώνη και αξιοποίηση των ευκαιριών σε Βαλκάνια και πρώην Ανατολικό μπλοκ. Χαμηλός δανεισμός για τις επιχειρήσεις και κατάκτηση νέων αγορών. Η κρίση του 2009, χρησιμοποιώντας μια ήπια διατύπωση, έθεσε τέλος στη στρατηγική αυτή.
Η δεκαετία εσωτερικού αποπληθωρισμού και μείωσης των μισθών έχει συνοδευτεί από μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η κρίση δεν έχει προκαλέσει κανένα, θα λέγαμε, “παραγωγικό σοκ”. Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη εξάρτηση από τον τουρισμό, η άνθιση του οποίου οφείλεται στη μείωση μισθών και τιμών λόγω της οικονομικής κρίσης και στην πολιτική αστάθεια σημαντικών τουριστικών προορισμών (Αίγυπτος, Τυνησία, Τουρκία). Μετά από τρεις γενναίες ανακεφαλαιοποιήσεις, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται ξανά σε δίνη από τον όγκο των μη-εξυπηρετήσιμων “κόκκινων” δανείων. Ο παραδοσιακά ισχυρός κατασκευαστικός τομέας μόλις πρόσφατα άρχισε να ανακάμπτει αλλά κυρίως με επισκευές και ανακαινίσεις. Χωρίς ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων και με μελλοντικές δημοπρασίες ακινήτων οι προοπτικές των κατασκευών δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές.
Ένας ελληνικός καπιταλισμός που δεν βασίζεται στις δημόσιες δαπάνες (βλέπε αυστηρή λιτότητα) και την ιδιωτική κατανάλωση (βλέπε χαμηλούς μισθούς) στην παρούσα διεθνή οικονομική συγκυρία είναι σχεδόν ουτοπικός. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας αποδεχτεί το δημοσιονομικό πλαίσιο της λιτότητας ζητάει σωτηρία στις παραγωγικές “άμεσες ξένες επενδύσεις”. Πώς μπορεί να αποτελούν κάτι διαφορετικό από ιδιωτικοποίηση δημόσιων υποδομών και κερδοσκοπικές κινήσεις στις σημερινές συνθήκες; Η ΝΔ και ο ΣΕΒ συνδέουν τις επενδύσεις με περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και μείωση των φόρων για τα υψηλότερα εισοδήματα και τις επιχειρήσεις, αλλά εκφράζουν μια επιχειρηματική τάξη κρατικοδίαιτη και εθισμένη στην επιδοτούμενη εργασία και άλλες μορφές έμμεσης στήριξης από το κράτος και τους προϋπολογισμούς.
Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα πρέπει να τονίσουμε ότι η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική σημασία του αφηγήματος της ενεργειακής εξόδου από την κρίση είναι κεντρική. Η προοπτική ενός ενεργειακού ελντοράντο σε ανατολική Μεσόγειο, Ιόνιο, κτλ., με μεγάλα αποθέματα υδρογονανθράκων, προβάλλει ως διέξοδος και αλλαγή στόχου για την ελληνική οικονομία με γεωπολιτικές συνέπειες που φέρνουν τα στρατηγικά αδιέξοδα του ελληνικού καπιταλισμού σε τροχιά σύγκρουσης με την ενεργειακά “πεινασμένη” αναδυόμενη τουρκική οικονομία.
Ο χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ
Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας ιδιότυπος πολιτικός σχηματισμός προϊόν διαδοχικών ιστορικών μεταλλάξεων. Ρίζες στην ευρωκομμουνιστική αριστερά του ‘70. Συγκρότηση στο κλίμα της “συναίνεσης” του αρχών του 90. Εξέλιξη σε κόμμα διαμαρτυρίας τη δεκαετία του 2000, με πολλά από τα στοιχεία ριζοσπαστικότητας που άφησε εκτεθειμένα η νεοφιλελευθεροποίηση των παραδοσιακών ρεφορμισμιστικών μηχανισμών (σοσιαλδημοκρατία) -ένα σημαντικό του τμήμα άλλωστε προήλθε από “συνιστώσες” της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε αναζήτηση πολιτικών ανασυνθέσεων. Εκτίναξη, με τον αριστερό αντιμνημονιακό λαϊκισμό, στο κόμμα που θα νικούσε (και σχετικά εύκολα, με πειθώ και διαπραγμάτευση) τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα στην Ευρώπη. Μετά τη λεγόμενη “κωλοτούμπα” του 2015 (και τη διάσπασή του) ο ΣΥΡΙΖΑ επανήλθε ως οιονεί θεσμικό ευρωπαϊκό κόμμα της κεντροαριστεράς.
Συγκρότησε μία σημαντική σε μέγεθος ηγεσία του κρατικού μηχανισμού στο εσωτερικό της χώρας αποτελούμενη από τα μέλη του και τις οικογένειές τους, τμήματα του παλιού πασοκικού μηχανισμού, μέχρι και τμήματα της Δεξιάς που μέσω των ΑΝΕΛ πιθανά θα συνεχίσουν την πολιτική τους καριέρα στο ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ώρα η ηγεσία του συσσώρευσε ένα τεράστιο “know-how” στη σχέση της με τους διεθνείς θεσμούς, όπως τα όργανα της ΕΕ και το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, έχει όχι ένα αλλά δύο προσυμφωνημένα με τους “θεσμούς” εναλλακτικά σχέδια προϋπολογισμού για το 2019. Αντιστρόφως ανάλογη είναι η παρουσία του σε κινηματικές διαδικασίες και εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μη μαζικά μπλοκ σε επετειακές κινητοποιήσεις. Παραστάσεις διαμαρτυρίας με λιγοστά στελέχη πίσω από πανό. Θολή εκπροσώπηση σε επαγγελματικές ενώσεις και επιμελητήρια. Κόμμα και (ανασυγκροτημένη) νεολαία οργανώνονται γύρω από τη συμμετοχή στον κρατικό μηχανισμό. Τα κοινωνικά κανάλια μέσα από τα οποία διοχετεύεται η πολιτική προπαγάνδα του κόμματος είναι, κυρίως, τα κρατικά ΜΜΕ, εφημερίδες εθνικής και τοπικής κυκλοφορίας, αρκετά φιλικά προσκείμενα social media.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί μια αριστερή ρητορική κατά περίσταση με αναφορές στον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική δικαιοσύνη που τη συνδυάζει ωστόσο με μια αναθεωρητική ρητορική όπου το δημοψήφισμα του 2015 χαρακτηρίζεται “διχαστικό” και η υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ ως “πατριωτικό καθήκον”. Διατυπώνει έναν τυπικά αντιρατσιστικό φιλομεταναστευτικό λόγο ενώ στην πράξη εφαρμόζει τις σκληρές αντιμεταναστευτικές πολιτικές που απορρέουν από τις συμφωνίες ΕΕ-Τουρκίας και φέρει το μεγαλύτερο κομμάτι ευθύνης για τη βαρβαρότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων στα νησιά του Αιγαίου.
Παρολαυτά, ο πολιτικός τόπος στον οποίο αρχικά προσανατολίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ομάδα των σοσιαλιστών στην Ευρώπη, δηλαδή η αστικοποιημένη σοσιαλδημοκρατία, είναι σήμερα σε φάση συρρίκνωσης ή διάλυσης σε ένα φιλελεύθερο κέντρο. Μακρόν και Μέρκελ εκπροσωπούν διαφορετικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, αλλά αν χρησιμοποιήσουμε σαν κριτήριο την παραδοσιακή διάκριση “αριστερά-δεξιά” οι διαφορές τους είναι δυσδιάκριτες. Απέναντι στο παράδειγμα του φιλελεύθερου αντεργατικού Μακρόν ένας μεταρρυθμισμός “διορθώσεων ακροτήτων” χωρίς αμφισβήτηση των “κανόνων” προβάλλει ως εναλλακτική. Η κυβέρνηση Σοσιαλιστών στην Πορτογαλία που στηρίζεται στην κοινοβουλευτική ψήφο ΚΚ και Αριστερού Μπλοκ και πλέον η συμφωνία Σάντσεθ-Ιγκλέσιας στην Ισπανία είναι παραδείγματα αυτού του ασθενικού μεταρρυθμισμού που ωστόσο έχει κοινωνική απήχηση σε χώρες που δοκιμάστηκαν από σκληρή λιτότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού αναγκαστικά εφάρμοσε μια σκληρή αντεργατική πολιτική, επιδιώκει τώρα να γίνει “πεδίο προοδευτικών συγκλίσεων” στη νέα περίοδο. Η ελληνική παραλλαγή της “διόρθωσης ακροτήτων”, αν κρίνουμε από τις διακηρύξεις της φετινής ΔΕΘ και τις πληροφορίες για τον προϋπολογισμό, είναι λιγότερο φιλόδοξη. Η κυβέρνηση δεσμεύεται για αύξηση του βασικού μισθού και επάνοδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων χωρίς να ορίζει το πότε θα γίνουν. Το σχέδιο για το τέλος των μνημονίων είναι περισσότερο φιλόδοξο στο ιδεολογικό επίπεδο ως προς τον κοινωνικό εταιρισμό του. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τη σύγκλιση με το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ (δια μέσου και του υπαρκτού ΚΙΝΑΛ) και την καραμανλική Δεξιά απέναντι στο νεοφιλελεύθερο Μητσοτάκη που στηρίζεται στις ακροδεξιές τάσεις της ΝΔ σε ένα ιδεολογικό παλίμψηστο από “παλιές καλές ημέρες”. Η σύγκλιση με το Μίχαλο του ΕΒΕΑ και ο τελευταίος ανασχηματισμός είναι προτυπώσεις αυτού του πλατιού μετώπου. Η καθησυχαστική ιδεολογική λειτουργία της πολιτικής πρότασης ΣΥΡΙΖΑ για κοινωνική ειρήνευσης, για μέτωπο λογικής και ασφάλειας χωρίς ακρότητες είναι προφανής.
Ρεφορμισμός και σεκταρισμός
Με τα παραπάνω δεν προσυπογράφουμε σε καμία περίπτωση την υστερική δαιμονοποίηση της σημερινής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τους παλιούς συμμάχους της, που θεωρούν ότι η σημερινή εξέλιξη είναι απλά προδοσία του παλιού καλού ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και σήμερα δεν είναι ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα όπως τα κόμματα της δεξιάς. Κατέληξε να εφαρμόζει μια από τις σκληρότερες νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποχρεωτικά στις σημερινές συνθήκες του ελληνικού καπιταλισμού χάρη στη ρεφορμιστική του λογική διαχείρισης του συστήματος, όχι εναντίον της. Όσοι λένε ότι ήδη από το καλοκαίρι του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά ρεφορμισμό, έχουν απλά μια ρομαντική θεώρηση του ρεφορμισμού. Η εμπειρία της διαχείρισης ενός μνημονίου και της αφομοίωσης στους κρατικούς και υπερκρατικούς θεσμούς δεν είναι ουδέτερη, είναι μια διαδικασία μετάλλαξης. Ειδικά, η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τον κόσμο της εργασίας είναι έμμεση, εκλογική. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τελείως μειοψηφικός μέσα στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Στο πλαίσιο αυτό μια τυπική ανάλυση, που θα απέδιδε ένα ταυτοτικό χαρακτηρισμό, όπως πχ τον κλασικό μαρξιστικό χαρακτηρισμό “αστικό-εργατικό” κόμμα, δεν λύνει το πρόβλημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υπηρετήσει την αστική τάξη αλλά δεν είναι κόμμα της. Μιλάει στο όνομα του κόσμου της εργασίας αλλά δεν έχει στέρεη εργατική βάση. Καμιά αυτόματη μηχανική εφαρμογή της λογικής του ενιαίου μετώπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτές τις συνθήκες. Αλλά ούτε και το αντίθετο, που θα ήταν π.χ. μια εκ των προτέρων δέσμευση να μην προχωρήσουμε ποτέ υπό οποιουσδήποτε όρους σε οποιαδήποτε συνεργασία, κριτική υποστήριξη, κοινή δράση με το ΣΥΡΙΖΑ ή με τμήματά του γιατί είναι αμετάκλητα αστικός ο χαρακτήρας του. Αυτός ο σεκταρισμός, τυπικός στις αναλύσεις ενός μεγάλου τμήματος της αριστεράς πέρα από το ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετείται από την πλειοψηφία της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος σήμερα. Υποτιμά το πρόβλημα της εκπροσώπησης της πλατιάς πλειοψηφίας της εργατικής τάξης εντός του συστήματος (καθώς και στους συγκεκριμένους της, οικονομικούς και κοινωνικούς, αγώνες) και τη συνεχή επανεμφάνιση ηγεμονικών μεταρρυθμιστικών ρευμάτων, ακόμη και σε μια εποχή που το σύστημα αδυνατεί να προβεί σε συστηματικές παραχωρήσεις.
Μια αμφίδρομη κίνηση ριζοσπαστικοποίησης και ενσωμάτωσης ανάμεσα σε φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία και “ριζοσπαστική αριστερά” είναι εμφανής ιδιαίτερα σε περίοδο της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης. Τελευταία παραδείγματα είναι το φαινόμενο Σάντερς στις ΗΠΑ και η στροφή του εργατικού κόμματος στη Βρετανία. Ριζοσπαστικοποιήσεις και πρωτόλειες αντικαπιταλιστικές αναζητήσεις περνούν μέσα από εργατικά κόμματα που θεωρούνταν μεταλλαγμένα (μπλερικό Εργατικό Κόμμα) ή από πτέρυγες κομμάτων που δεν χαρακτηρίζονται καν εργατικά (Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ). Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ επιβιώσει ως κόμμα εξουσίας στην περίοδο πολιτικής αναδιάταξης που έχουμε μπροστά μας είτε όχι, υπάρχει χώρος για έναν πόλο των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης μέσα στο σημερινό αστικό πολιτικό σύστημα.
Η αναβάπτιση του νεοφιλελευθερισμού
Μια από τις πρώτες ιδεολογικές συνέπειες από το ξεφούσκωμα του αντιμνημονιακού αφηγήματος, ήταν η εκλογή στην ηγεσία της ΝΔ ενός αναμφισβήτητου οπαδού του οικονομικού φιλελευθερισμού όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά το στιγματισμό του από τη σύγκρουσή του με τους δημόσιους υπαλλήλους την εποχή που επιχειρούσε να εφαρμόσει την “αξιολόγηση” ως υπουργός Εσωτερικών. Η ΝΔ πέρασε από μια αμυντική συναινετική γραμμή στην αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα. Η βασική ατζέντα στο πρόγραμμα του κόμματος υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη περιστρέφεται γύρω μια γενικευμένη φορολογική τόνωση της επιχειρηματικότητας με πιο ισχυρό παράδειγμα την πρόταση για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από ένα μέσο όρο 40% στο 24%. Ο έλληνας Τραμπ ξεπερνά ακανθώδη ζητήματα, όπως αυτό της ρευστότητας, της ενεργού ζήτησης και της δημοσιονομικής πίεσης από τη μείωση των φόρων, με μια θεωρητική αντικατάσταση των υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%, ικανούς να δημιουργήσουν 600.000 θέσεις εργασίας ήδη από τα πρώτα χρόνια μιας σωτήριας κυβέρνησης της ΝΔ. Η αυτορρύθμιση της ελεύθερης αγοράς συναντά ένα είδος πολιτικού βολονταρισμού. Η ιδεολογική υπεράσπιση της οικονομίας του κέρδους “ως πηγής πλούτου”, “κινητήριας δύναμης της οικονομίας”, “πηγής δημιουργικότητας”, γίνεται με εμφατικό τρόπο για πρώτη φόρα στον πολιτικό λόγο της Δεξιάς ίσως από την εποχή της πρωθυπουργίας του πατέρα του. Όλα αυτά συνεπάγονται τη λογική του “λιγότερου κράτους” αλλά όχι με την απολογητική ρητορεία της μνημονιακής περιόδου ότι για όλα φταίει “το υδροκέφαλο δημόσιο” και “οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι”. Η έμφαση μετατοπίζεται στο “περισσότερος ιδιωτικός τομέας”.
Ισχυρή “ελεύθερη οικονομία” είναι ο ένας βραχίονας της πολιτικής της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο άλλος είναι η ρητορική της ασφάλειας. Ο πρώτος επιχειρεί να συντάξει το φιλελεύθερο κέντρο με τη ΝΔ, ο δεύτερος να επανασυσπειρώσει τη συντηρητική δεξιά βάση του κόμματος και να διεισδύσει στο ακροατήριο της άκρας δεξιάς. Ο πολιτικός λόγος τάξης και ασφάλειας που εκφράζεται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν συνιστά απλά παραχώρηση στην άκρα δεξιά και χάιδεμα των συντηρητικών αντανακλαστικών μεσαίων στρωμάτων. Είναι επιθετική εκδοχή του σχεδίου τόνωσης της επιχειρηματικότητας σε περιοχές, όπως τα πανεπιστήμια και η πόλη. Η αποφασιστική κατασταλτική παρέμβαση σε αυτές τις “ζώνες ανομίας” συνοδεύει τα σχέδια για ιδιωτικά πανεπιστήμια ή πανεπιστήμια συνδεδεμένα με την αγορά, καθώς και το επιδοτούμενο σχέδιο αστικής ανάπλασης που προωθεί η ΝΔ ως απάντηση στην κρίση του κατασκευαστικού κλάδου. Ο επιθετικός, ρεβανσιστικός, αντισυναινετικός πολιτικός λόγος του Μητσοτάκη έχει συσπειρώσει ένα μεγάλο τμήμα της παραδοσιακής βάσης της ΝΔ, τη μεσαία τάξη, και διεισδύει στο φιλελεύθερο κέντρο που στάθηκε απέναντι στο κίνημα αντίστασης την περίοδο του δημοψηφίσματος. Για να δημιουργήσει όμως ένα συνασπισμό εξουσίας η ΝΔ πρέπει να εκτείνει οριακά την επιρροή της σε στρώματα που είχαν πολωθεί προς τα αριστερά την προηγούμενη περίοδο, όπως μια μεγάλη μερίδα της βουβής μάζας των ανέργων / εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Γι’ αυτό το σκοπό ο Μητσοτάκης ανακοινώνει μέτρα ενός “κοινωνικού δικτύου προστασίας” στις πολιτικές εξαγγελίες του (π.χ. αύξηση του επιδόματος ανεργίας και του αριθμού των δικαιούχων) κατά αντιστοιχία με την επιδοματική πολιτική που είναι ήδη σε ισχύ και έντεχνα επιχειρεί να συνδέσει την επιδοματική πολιτική με ένα φιλελεύθερο οικονομικό προσανατολισμό (επιδότηση των οικογενειών που πάνε τα παιδιά τους σε ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς).
Ο νεοφιλελευθερισμός είχε απαξιωθεί στην Ελλάδα κυρίως λόγω των συνεπειών του. Κάποιες από τις ιδεολογικές του προϋποθέσεις (ανίκανο κράτος, τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι, αναχρονιστικές συνθήκες στα πανεπιστήμια, κοκ) είχαν γίνει αποδεκτές στον ένα ή τον άλλο βαθμό από πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η ιδεολογική αποδοχή του έπεσε στο ναδίρ γύρω στην εποχή του δημοψηφίσματος. Η επιλογή Μητσοτάκη συνιστά την ιδεολογική αντεπίθεση του νεοφιλελευθερισμού σε συνθήκες απονομιμοποίησης της αριστερής εναλλακτικής. Σύμμαχός του είναι η ιδεολογική διάλυση που αφήνει πίσω του το ξέφτισμα του αντιμνημονιακού λόγου. Αντίπαλός του η νωπή μνήμη της διαχείρισης της εξουσίας από τη ΝΔ και το ταξικό ένστικτο των εργαζομένων.
Η Αριστερά
Δεν υποστηρίζουμε ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να συγκροτηθεί ένας αριστερός κοινωνικός συνασπισμός εξουσίας σαν κι αυτόν που έφερε το ΣΥΡΙΖΑ από τα μεταίχμιο της κοινοβουλευτικής παρουσίας (3%) στην κυβέρνηση της χώρας: η πάλη των τάξεων δεν βγαίνει από το τσεπάκι των πολιτικών οργανώσεων. Το αντίθετο συμβαίνει και οι ευθύνες των τελευταίων είναι στην κατανόηση των δυναμικών της. Το ερώτημα που μπαίνει είναι ακριβώς ο υποκειμενικός απολογισμός μας (της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, …) στο πώς ένα εργατικό κίνημα και μια εργατική τάξη, με ισχυρό αντικαπιταλιστικό δυναμικό αγωνιστών μάλιστα, με τεράστιες κινητοποιήσεις, δεν κατάφερε να ανακόψει και να ανατρέψει την επίθεση του καπιταλισμού στην Ελλάδα σε όλη την περίοδο (2008 ώς σήμερα). Η επεξεργασία αυτή (και τα πολιτικά της συμπεράσματα) μένει να γίνει, όμως πρέπει να αρνηθούμε εκ των προτέρων τις ταυτολογικές ερμηνείες του τύπου ο καπιταλισμός είναι ισχυρός, οι ρεφορμιστές πρόδοσαν, κλπ., γιατί αποπροσανατολίζουν και από τα σημερινά μας καθήκοντα.
Πιο συγκεκριμένα μάλιστα, οι πολιτικές δυνάμεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), ανεξάρτητα από τις θέσεις και τη στάση απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ από την εποχή της δημιουργίας του μέχρι και τη “συνθηκολόγηση” του 2015, βιώνουν ένα κοινό αδιέξοδο: την ιστορική αποτυχία να εκμεταλλευτούν το κενό που αφήνει η δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ και να οικοδομήσουν έναν “εναλλακτικό” αριστερό πόλο.
α. Το ΚΚΕ ξεπεράστηκε από το ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια του κινήματος αντίστασης της περιόδου 2009-2015 λόγω της ηττοπάθειάς του και της αδυναμίας του να παίξει πρωτοπόρο ηγετικό ρόλο. Στο δημοψήφισμα κινδύνεψε με διάσπαση για πρώτη φορά από τη μαζική αποστασία της βάσης του. Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στη διαχείριση του μνημονίου επέτρεψε την περιορισμένη ανασυγκρότηση του κόμματος, αλλά η απήχησή του έξω από τις γραμμές των οργανωμένων μελών του είναι αναιμική. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ “είπε ψέμματα” στους εργαζομένους για να θυμηθούμε ένα παλιό σύνθημα του κόμματος και το ΚΚΕ τους είχε προειδοποιήσει, οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες αντιμετωπίζουν το ΚΚΕ με αδιαφορία ή συγκατάβαση. Το ΚΚΕ είναι το κόμμα με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στρατευμένων μελών, διατηρεί ρίζες στη βιομηχανική εργατική τάξη (μεταλλουργία, μεταποίηση), διαθέτει σχετικά μαζική νεολαία και τα μεγαλύτερα μπλοκ στις διαδηλώσεις. Ούτε μια στιγμή, όμως, τα τρία χρόνια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το ΚΚΕ δεν απείλησε με τις κινήσεις του την πολιτική της κυβέρνησης και το μνημόνιο. Συμβολικές ενέργειες, κομματικές παρελάσεις, τελετουργικές απεργίες. Η αυτοαναφορικότητά του τρέφεται από φεστιβάλ και επετειακές συναυλίες που οργανώνει με συστηματική ευλάβεια. Το πιο καινούργιο στοιχείο στην πολιτική του ΚΚΕ είναι η επιστροφή σε ένα ξεφτισμένο πλέον αντιιμπεριαλισμό / αριστερό πατριωτισμό. Οι κινητοποιήσεις για την ιμπεριαλιστική “σφαγή” στη Συρία δεν αποτελούν μόνο καρικατούρα των ένδοξων ημερών του τη δεκαετία του ‘90 (Οτσαλάν, νατοϊκός βομβαρδισμός της Σερβίας, επίσκεψη Κλίντον, κοκ). Δικαιώνουν την πραγματική και συνεχιζόμενη σφαγή των Συρίων από το καθεστώς Άσαντ και τη ρώσικη στρατιωτική μηχανή για την οποία δεν έχει κολλήσει ούτε μία αφίσα. Το ΚΚΕ λοιπόν έμμεσα προσχωρεί στον αντιδυτικό καμπισμό τασσόμενο με αντιδραστικά καθεστώτα. Ακόμη χειρότερη είναι η στάση του απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών όπου η “νατοϊκή συμφωνία” καταγγέλλεται ως “νατοϊκή” αλλά και κυρίως γιατί “ρίχνει νερό στο μύλο του αλυτρωτισμού των γειτόνων μας”. Όσο το ΚΚΕ αισθανόταν ότι απειλούνταν από άλλες δυνάμεις της πατριωτικής αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς στη διάρκεια των αντιμνημονιακών αγώνων κατέφευγε σε μια κούφια αντικαπιταλιστική ρητορεία. Τώρα, που κανένας από τους υπαρκτούς σχηματισμούς δεν αμφισβητεί την ηγεμονία του στην αριστερά, επανακάμπτει στη μήτρα του αντιιμπεριαλιστικού πατριωτισμού.
β. Η ΛΑΕ απέτυχε αναμφισβήτητα και, πιθανά, αμετάκλητα στην πραγματοποίηση του ιδρυτικού της λόγου ύπαρξης: να συγκρατήσει την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ στη βάση της “συνέχειας” του κόμματος και να εκφράσει την κοινωνική συμμαχία που πίστεψε τις υποσχέσεις για ανατροπή των μνημονίων και εναπόθεσε τις ελπίδες της για ξεπέρασμα της κρίσης στην Αριστερά. Η ΛΑΕ είναι ένα καταδικασμένη ως αναβιωτικό εγχείρημα, ακόμη κι εκεί που σχετικώς πάει καλά. Αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά των κινητοποιήσεων για τους πλειστηριασμούς στις οποίες συσπείρωσε προσωρινά τη σκορπισμένη βάση της σε ένα συγκεκριμένο στόχο. “Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη” όπως τον παλιό καιρό, αλλά η ΛΑΕ δεν μπορεί να εγγυηθεί κυβερνητική πολιτική λύση στο πρόβλημα των κόκκινων στεγαστικών δανείων.
Η διατήρηση μιας βαριάς αντιμνημονιακής φιλολογίας, προπάντων από την πλειοψηφική τάση του Αριστερού Ρεύματος και της ιστοσελίδα του “Ίσκρα”, μοιάζει ως “επανάληψη” ενός έργου που παίχτηκε. Η Πρωτοβουλία “1-1-4”, η νέα πολιτική ομπρέλα όλων εκείνων που η ΛΑΕ δεν κατάφερε να εντάξει οργανικά, είναι ένα φάντασμα λαϊκού μετώπου, σε εθνικό ή και εθνικιστικό άξονα, είναι η “δημοκρατική συμπαράταξη της αριστεράς με το κέντρο” που παίζεται ως φάρσα το 2018.
Πιο ανησυχητικό δείγμα πολιτικού καιροσκοπισμού είναι η μετατροπή της ΛΑΕ σε πρακτορείο των ρωσικών συμφερόντων στην Ελλάδα που φτάνει μέχρι την υποστήριξη στη ρωσική παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας και την καταγγελία του Φαναρίου για την αναγνώριση της “σχισματικής” και “πραξικοπηματικής” Ουκρανικής Εκκλησίας ενάντια στις επιθυμίες της Μόσχας. Η κλασική στρατοπεδική λογική (ευθυγράμμιση με Σοβιετική Ένωση, Κίνα, Αλβανία κτλ) υπέτασσε τα κομμουνιστικά κόμματα στις καπιταλιστικές χώρες στην κρατική εξωτερική πολιτική των υποτιθέμενων “σοσιαλιστικών φάρων” πολύ συχνά σε βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων στις ίδιες τους τις χώρες και με τραγικές συνέπειες. Οι “σοσιαλιστικές πατρίδες” όμως ανήκαν, θεωρητικά τουλάχιστο, σε ένα διαφορετικό κοινωνικό στρατόπεδο. Ο καμπισμός τύπου ΛΑΕ είναι μια άθλια υποκατάσταση του ψυχροπολεμικού “σοσιαλιστικού στρατοπέδου” από σάπια νεοϊμπεριαλιστικά καθεστώτα και τους συμμάχους τους στο όνομα της πάλης κατά του κλασικού δυτικού (αμερικανικού και ευρωπαϊκού κυρίως) ιμπεριαλισμού.
γ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς επιβιώνει ως εκλογικό “brand name” που δεν συσσωρεύει δυνάμεις και δεν αποτελεί αποτελεσματικό αντιπολιτευτικό πόλο στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Αδράνεια, αποσυσπείρωση και αδυναμία χάραξης ενός κοινού (μεταξύ των βασικών τάσεων του εγχειρήματος) πολιτικού προσανατολισμού στο φόντο της γενικής απογοήτευσης από την ήττα του κινήματος χαρακτηρίζουν την εσωτερική του ζωή και την κοινωνική του παρέμβαση. Το “ηθικό πλεονέκτημα” της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (“δεν ξεπούλησε το κίνημα και δεν διαχειρίστηκε το σύστημα”) είναι υπαρκτό όπως και η “έξωθεν καλή μαρτυρία” αγωνιστικότητας. Ωστόσο, το ΚΚΕ και η ΛΑΕ επικαλούνται εξίσου τα δικά τους “ηθικά πλεονεκτήματα” και πειστήρια αγωνιστικότητας. Αλλά τα ηθικά πλεονεκτήματα δεν φτάνουν. Χρειάζεται πρόγραμμα, μαζικότητα, οργανωμένη παρέμβαση, συνέπεια στην παρέμβαση, ζωντανή εσωτερική ζωή. Όλα αυτά απουσιάζουν δραματικά από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που πηγαίνει υπνωτισμένη από συνδιάσκεψη σε συνδιάσκεψη, όπου οι τάσεις δίνουν τη μάχη της καταγραφής για να αποχωριστούν την επόμενη μέρα. Στο νέο πολιτικό τοπίο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και του τέλους του αντιμνημονιακού αφηγήματος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απώλεσε τον “αντιμνημονιακό μπούσουλα” της προηγούμενης περιόδου μαζί με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Μετά τις πρόσφατες αποχωρήσεις από το ΝΑΡ, το εγχείρημα μοιάζει ολοένα και λιγότερο συνεκτικό. Η προηγούμενη “πλειοψηφία” διαλύθηκε και στη θέση της ένας βάλτος άλυτων αντιφάσεων έχει εγκατασταθεί.
– Η “Μετάβαση”, κίνηση ανένταχτων, ενισχυμένη από συντρόφους / ισες που αποχώρησαν από το ΝΑΡ, αύξησε τις δυνάμεις της. Η πολιτική της, ουσιαστικά σύμπλευσης με τη ΛΑΕ, είναι από τη δική μας σκοπιά μια δεξιόστροφη πολιτική, όχι γιατί βλέπει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μεταβατικό πολιτικό εγχείρημα προς μια άλλη πολιτική ενότητα, ούτε γιατί επιδιώκει ένα ευρύτερο εκλογικό μέτωπο με τη ΛΑΕ, αλλά γιατί επιδιώκει αυτούς τους στόχους σε μια πολιτική και προγραμματική βάση παρόμοια με εκείνη της ΛΑΕ, ένα αντιιμπεριαλιστικό πατριωτικό μέτωπο. Μια τέτοια ενότητα θα πραγματοποιούνταν πάνω στις χειρότερες παραδόσεις της ελληνικής αριστεράς.
– Η πλειοψηφούσα τάση του σημερινού ΝΑΡ με τους μικρούς συμμάχους της: συνένοχη της μετωπικής φιλολογίας και συνοδοιπόρος σε σχήματα-γέφυρες με την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (μέρος των οποίων κατέληξε στη σημερινή ΛΑΕ) σχεδόν για μια επταετία, κλώτσησε τη στιγμή που η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως πολιτικά αυτόνομη και με τη φιλοδοξία να εκφράσει προνομιακά το “όχι” στο δημοψήφισμα. Ήταν ξαφνική ανάκτηση της ιδεολογικής καθαρότητας ή ηγεμονισμός; Η αδυναμία συγκρότησης ενός κοινού εκλογικού μετώπου το ‘15 έβαλε το ΝΑΡ σε παρατεταμένη εσωτερική κρίση που εκτονώθηκε με τις πρόσφατες αποχωρήσεις. Η σημερινή γραμμή της οργάνωσης μοιάζει σαν επαναφορά στο σεκταρισμό της δεκαετίας του ‘90, με πιο χτυπητή την επανεμφάνιση μιας σεκταριστικής γραμμής στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
– Το ΣΕΚ, με ήξεις-αφίξεις στο ζήτημα της συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ΛΑΕ την προηγούμενη περίοδο, μονομερείς επιλογές και πρωτοβουλίες και ανταγωνιστική λογική των “μετωπικών” του κινήσεων, συνεχίζει να αντιμετωπίζει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν μια συμμαχία α λα καρτ. Η σχέση του ΣΕΚ με τους άλλους με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλων με το ΣΕΚ παίρνει ένα μόνιμα κουραστικό μικροπολιτικό χαρακτήρα.
Στο φως όλων των παραπάνω, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρουσιάζεται σαν μέρος της κρίσης της αριστεράς παρά σαν πεδίο ανασυγκρότησής της.
Ποια πολιτική οικοδόμησης;
Η αντιπολιτευτική πλατφόρμα που κατατέθηκε στη συνδιάσκεψη του 2016 έβλεπε ένα “μακροχρόνιο” καθήκον ανασυγκρότησης της επαναστατικής αριστεράς και, γενικά, τα καθήκοντα της περιόδου ως πρωτότυπα και όχι μια απλή προέκταση της προηγούμενης. Ας δούμε πρώτα τι έλεγε η πλειοψηφία.
Ο χαρακτήρας της περιόδου
Οι κατευθύνσεις της σημερινής πλειοψηφίας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος βασίστηκαν και βασίζονται σε τρία αλληλένδετα λάθη στην εκτίμηση και την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων για την περίοδο.
1. Στη σημερινή κρίση του συστήματος οι επαναστάτες και επαναστάτριες έχουν την άμεση δυνατότητα να παρέμβουν αυτόνομα με το πρόγραμμά τους και να οικοδομήσουν προνομιακά μαζικές επαναστατικές οργανώσεις πέρα και σ’ αντιπαράθεση με το νέο και παλιό ρεφορμισμό, σχέδια ανασύνθεσης, “πλατιά” κόμματα αντιλιτότητας, κτλ. Η ανάλυση αυτή είναι κοινός παρονομαστής της διεθνούς πολιτικής συνομάδωσης στην οποία η πλειοψηφούσα τάση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος ανήκει και κατά καιρούς συνοδεύεται από αφηρημένες “αντικειμενίστικες” (η κρίση αντικειμενικά οδηγεί σε επαναστατικές κρίσεις) και “καταστροφιστικές” θεωρήσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Το ίδιο το παράδειγμα της πλειοψηφίας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος και των διεθνών συμμάχων της, η αριθμητική ανάπτυξη και η πολιτική επιρροή τους, αποτελεί την απόλυτη κατάρριψη αυτής της εκτίμησης. Οι αφηρημένες θεωρήσεις πρέπει να δοκιμάζονται στο φως της εξέλιξης της πραγματικής ταξικής πάλης.
2. Ειδικά για την Ελλάδα, η πλειοψηφία της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος απέτυχε να αναγνώσει την αλλαγή της συγκυρίας μετά το δημοψήφισμα του 2015, τη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και την αναμφισβήτητη υποχώρηση της ταξικής πάλης, να αντιμετωπίσει δηλαδή ως σοβαρή την ήττα του κινήματος. Προετοιμαζόταν για επανάληψη εξεγερσιακών γεγονότων (λαϊκές συνελεύσεις, καταλήψεις, κτλ) και μάλιστα απεύθυνε κατηγορίες για ηττοπάθεια και πεσιμισμό σ’ άλλες δυνάμεις που ένοιωθαν ή, ακόμη περισσότερο, ανέλυσαν την αλλαγή της περιόδου.
3. Η ανικανότητα αναγνώρισης των νέων δεδομένων φυσικά οδήγησε σε λαθεμένα πρακτικά συμπεράσματα. Προτεραιότητα της πλειοψηφίας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος υπήρξε η οικοδόμηση της επαναστατικής πτέρυγας μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Πρωτοβουλία για μια Επαναστατική και Αντικαπιταλιστική ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ως το μοναδικό συγκεκριμένο βήμα στην οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος το οποίο δηλωνόταν ρητά στις αποφάσεις της προηγούμενης συνδιάσκεψης. Πέρα από τις διαδικασίες οργάνων και τις συνδιασκέψεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο απολογισμός του εγχειρήματος είναι οριακά μηδενικός. Συνιστά μια πλατφόρμα καταγραφής στις εσωτερικές εκλογές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά όχι μια διαδικασία επαναστατικής οικοδόμησης. Πρακτική ασήμαντη συμβολή στην ταξική πάλη ειδικά αν αναμένονταν “εξεγερσιακά” φαινόμενα.
Η πλειοψηφία της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, πέφτοντας ολοσχερώς έξω στις εκτιμήσεις της, αναγνωρίζει πλέον την υποχώρηση αλλά συνεχίζει να επιμένει ότι αλλαγή της κατάστασης μπορεί να επέλθει “γρήγορα”, το κίνημα να ανέβει ξανά όπως την περίοδο 2009-2013 γιατί η κρίση δεν έχει τελειώσει. Η κρίση δεν έχει τελειώσει και ούτε θα τελειώσει σύντομα αλλά στη διάρκεια της οι ιδεολογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί έχουν μεταβληθεί άρδην σε βάρος των εργαζομένων. Πρέπει να παρακολουθούμε την κοινωνική εξέλιξη χωρίς φαντασιώσεις και αυτοτροφοδοτούμενες προσδοκίες. Η εκτίμηση για γοργή μεταβολή στην ταξική πάλη με ανάγκη ταχύρρυθμης επαναστατικής εκπαίδευσης στελεχών για την αμέσως επόμενη περίοδο επιδέχεται κριτικής με αυστηρούς χαρακτηρισμούς. Θα αρκεστούμε να πούμε ότι θα είναι αυστηρή η πραγματικότητα για τους εμπνευστές της, όπως ήταν για τους ισχυρισμούς για “νίκες του κινήματος” στη συνδιάσκεψη του 2016.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, βέβαια, αυτής της ανάλυσης δεν είναι το οργανωτικό, είναι το πολιτικό. Γιατί οδηγεί σε αφηρημένες και ανώδυνες τοποθετήσεις απέναντι στα επίδικα της πάλης των τάξεων -με αντίστοιχες επιπτώσεις στον τύπο “στελεχοποίησης”. Η επικέντρωση σε έναν ανταγωνισμό υποτιθέμενα καθαρότερων ή επαναστατικότερων εκφραστών της τάξης, πέραν της υλοποίησης μιας ιδιαίτερα δεξιάς αντίληψης για την πολιτική (καθώς υιοθετεί το μοντέλο των “λεσχών” της αστικής επανάστασης, ως αν η χειραφέτηση να μην ήταν έργο των ίδιων των εργαζομένων) οδηγεί σε υπεκφυγές σε σχέση με τη συγκεκριμένη πάλη και τις ανάγκες των μαζών. Ένα πρόσφατο παράδειγμα το είδαμε στην άρνηση τοποθέτησης απέναντι στα επίδικα ζητήματα σε σχέση με την λεγόμενη “συμφωνία των Πρεσπών” (δηλαδή ναι στη μακεδονική εθνότητα, ναι στη μακεδονική γλώσσα, ναι στην αναγνώριση του κράτους), με αφηρημένη και ανώδυνη προσαρμογή στο σταλινογενή εθνικισμό των “εταίρων” μας, μέσω της επίκλησης ενός γενικού δικαιώματος στην αυτοδιάθεση.
Αντικαπιταλιστική αριστερά
Η αντιπολιτευτική πλατφόρμα το 2016 διαπίστωνε την κρίση του εγχειρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως απόπειρας επαναστατικής / αντικαπιταλιστικής οικοδόμησης και έβλεπε το μέλλον της πολιτικής οικοδόμησης μαζί με αυτή και πέρα από αυτή. “Οι ήττες και οι απογοητεύσεις είναι αρνητικός αντικειμενικός παράγοντας για νέες πολιτικές αποκρυσταλλώσεις στην επαναστατική πρωτοπορία. Η κυρίαρχη τάση είναι αυτή της ατομικοποίησης και του κατακερματισμού, που δεν καταπολεμείται απλά με βολονταρισμό και σχέδια επί χάρτου. Ωστόσο, τα πραγματικά πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των κοινωνικών κινημάτων σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα προηγούμενων δεκαετιών και αποφασιστικά πολύ ευρύτερα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς να υποτιμούμε τα χιλιάδες μέλη της, και αυτά ακόμη με τα οποία σήμερα διαφωνούμε.”
Αν περιγράφαμε το 2016 την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν ένα εκλογικό brandname, σήμερα μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης πολιτικής limbo με αναφορά στην αυτόνομη πολιτική παρέμβασή της. Προτάσεις, σχετικές με την ανάγκη διεύρυνσης του εγχειρήματος, του τύπου “αν θέλετε ελάτε σε μας” και επικλήσεις “ηθικών πλεονεκτημάτων” υποτιμούν το πρόβλημα και δεν ανταποκρίνονται σε κάποια πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια μοναδικά πρόσφορη συγκυρία έχει χάσει την ιστορική ευκαιρία να υποδεχτεί τα κομμάτια που έχουν σπάσει από το ρεφορμισμό, να κερδίσει επιρροή σε πλατιά κοινωνικά στρώματα ως μια οργανική τους έκφραση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα δεν διαθέτει ουσιαστική πολιτική ενότητα, κινηματική παρέμβαση και την πολιτική βούληση για να κινητοποιήσει τους αγωνιστές και τις αγωνίστριές της, πολλώ μάλλον δεν προσελκύσει δυνάμεις έξω από αυτή. Η καλή “έξωθεν μαρτυρία” δεν μπορεί να υποκαταστήσει εγγενή ουσιαστικά ελλείμματα. Ο αντικαπιταλιστικός αστερισμός εντός και εκτός ΛΑΕ (Αναμέτρηση, Ανασύνθεση-ΟΝΡΑ, ΑΡΚ, Δικτύωση, Κόκκινο Νήμα) αποτελείται από δυνάμεις με “θολό” προσανατολισμό και μεταβατικό χαρακτήρα. Οι περισσότερες ωστόσο δείχνουν να έχουν επίγνωση αυτού του γεγονότος. Το επιχείρημα ότι το πολιτικό σχέδιο της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος είναι έτοιμο και περιμένει απλά τους άλλους να προσέλθουν σ’ αυτό δείχνει έλλειψη επίγνωσης του πραγματικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Διεθνιστικός πόλος
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι επαρκής σαν “αντικαπιταλιστικό μέτωπο” στην περίοδο γιατί απλά δεν αναπτύσσει ορατή δράση στην κοινωνία και δεν συσσωρεύει δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, οι προοπτικές μιας εσωτερικής διαφοροποίησης, που θα έδιναν τη δυνατότητα για ένα νέο επαναστατικό πολιτικό μόρφωμα με μια πολύ μεγαλύτερη πολιτική συμφωνία είναι δραστικά περιορισμένες. Η ΠΕΕΑ απέδειξε ότι δεν έχει δυνατότητες οικοδόμησης και η νέα στροφή του ΝΑΡ μετά την αποχώρηση της δεξιάς πτέρυγας το ενισχύει απέναντι σε αριστερές κριτικές τουλάχιστο για το επόμενο διάστημα. Η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα είναι η σύγκλιση γύρω από το σημερινό ΝΑΡ μετά τη διάσπασή του, με κίνδυνο η σύγκλιση να γίνει πάνω σε μια κοινή νεοσεκταριστική πολιτική. Υπάρχουν άλλοι ανεξάρτητοι αγωνιστές / ανεξάρτητες αγωνίστριες στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για μια πολιτική οικοδόμηση στα “αριστερότερα” υπαρκτών οργανώσεων εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Δεν υπάρχει τέτοια προοπτική αυτή την περίοδο. Η ΤΠΤ υποστηρίζει ένα περιεκτικό, διαφορετικό πολιτικό σχέδιο συγκρότησης που περιλαμβάνει τις θολές αντικαπιταλιστικές και διεθνιστικές δυνάμεις γιατί βλέπει αντικειμενικά μεγαλύτερα περιθώρια ιδεολογικής και πολιτικής σύγκλισης μαζί τους απ’ ό,τι με τις μεγαλύτερες τάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο οι δυνάμεις αυτές είναι μόνο εν μέρει απελευθερωμένες από την αδράνεια του παρελθόντος.
Η περίοδος θέτει δύσκολα και αντιφατικά καθήκοντα τα οποία δεν υπηρετούνται από διάθεση απολογητικής και πολιτικό ρεβανσισμό.
ΤΠΤ, 16/10/2018
[1] Δε χρειάζεται εδώ να ξαναπιάσουμε τις αναλύσεις για την παγκόσμια γεωπολιτική, που τις επιβεβαιώσαμε στο παγκόσμιο συνέδριο, βλ. “4η Διεθνής, 17ο παγκόσμιο συνέδριο (Φλεβάρης 2018), απόφαση: Καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ιμπεριαλισμοί, γεωπολιτικό χάος και οι επιπτώσεις τους”. Το ίδιο ισχύει και για τις μορφές και τη δυναμική της πάλης των τάξεων, όπως διαπιστώθηκαν στο παγκόσμιο συνέδριο: “Κοινωνικές αναταράξεις, αντιστάσεις και εναλλακτικές λύσεις”. Θέλουμε, ωστόσο, εδώ να επισημάνουμε ιδιαίτερα τις πλευρές που αφορούν πιο άμεσα την ελληνική πολιτική, είτε από την ιδιαίτερη ένταξη της Ελλάδας στις τοπικές γεωπολιτικές αναδιαρθρώσεις (π.χ. Μέση Ανατολή) είτε και από την ιδεολογική επίπτωση που έχουν οι πολιτικές αναδιαρθρώσεις στο ελληνικό εργατικό κίνημα (Λατινική Αμερική).
[2] Παρόλο που η ΤΠΤ δημιουργήθηκε μόλις πριν ένα χρόνο, ωστόσο δημιουργήθηκε πάνω ακριβώς στη βάση του ότι η οργάνωση πλειοψηφικά επέμεινε και επιδείνωσε τα αρνητικά στοιχεία που είχαμε διαπιστώσει ήδη από την τελευταία Συνδιάσκεψη του 2016. Μπορεί τυπικά η ΤΠΤ να μην είναι η συνέχεια των κειμένων που είχαν τότε κατατεθεί και μάλιστα από δύο πλευρές που ενοποιήθηκαν εντός της Συνδιάσκεψης, ιδιαίτερα καθώς δεν θελήσαμε να κρατήσουμε μια ενιαία οργανωμένη τάση έως το Δεκέμβρη του 2017, όταν αναγκαστήκαμε να δημιουργήσουμε την ΤΠΤ, ως μόνιμη δημόσια τάση, όμως, διεκδικούμε τις αντιλήψεις που εκφράσαμε απέναντι στην πλειοψηφία της οργάνωσης και ένας αμοιβαίος απολογισμός τους μπορεί και οφείλει να γίνει.