17ο Παγκόσμιο Συνέδριο 4ης Διεθνούς, συμβολή ΤΠΤ
Η τριετία που πέρασε
1) Μετά από 3 χρόνια διακυβέρνησης του Σύριζα έχει έρθει η στιγμή για έναν απολογισμό για να δούμε ποια ήταν τα λάθη της ηγεσίας της 4ης σε ό,τι αφορά την Ελλάδα αλλά και σε τι ήταν λαθεμένη η γραμμή της πλειοψηφίας του ελληνικού τμήματος και ποιές είναι οι προοπτικές στις αρχές του 2018[1].
2) Την προηγούμενη περίοδο (2010 – 2015) είχαμε ένα εξαιρετικά μαζικό κίνημα με μεγάλη μαχητικότητα. Είχαμε μια μαζική συμμετοχή στις γενικές εθνικές απεργίες που έφτασαν, κατά τη γενική απεργία του Οκτώβρη του 2013, να εμφανίσουν έμβρυα προεπαναστατικών καταστάσεων. Τελευταία έκφραση του μαζικού αυτού κινήματος ήταν το κίνημα του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015. Από την άλλη είχαμε μια ελληνική αριστερά που ήταν σε θέση να εκφράζει έναν πολύ αριστερό λόγο αλλά που ταυτόχρονα προωθούσε στο μαζικό κίνημα τη διατήρηση και ενίσχυση των διασπάσεων και την απουσία αυτοοργάνωσης. Υπήρχαν πιέσεις από το μαζικό κίνημα και ιδιαίτερα από κάποια πρωτοβάθμια σωματεία για να δοθεί σημαντικότερος ρόλος στις διαδικασίες βάσης αλλά διαπιστώνεται αδυναμία όλα αυτά τα χρόνια να υπάρχει γενική απεργία χωρίς κήρυξη από τις εθνικές συνδικαλιστικές ηγεσίες.
3) Σε ό,τι αφορά το ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνουμε ότι ήταν ένα ρεφορμιστικό κόμμα, με ριζοσπαστικό λόγο και γραφειοκρατική λειτουργία. Ο κομματικός του μηχανισμός ελεγχόταν ανέκαθεν από το Συνασπισμό, και ήταν δομημένος με τρόπο που να εμποδίζει κάθε πραγματική ενίσχυση μιας ριζοσπαστικής ή επαναστατικής πτέρυγας. Ο βασικός πυρήνας (“οι προεδρικοί” και όχι μόνο) του κόμματος είχε υιοθετήσει μια σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική τη δεκαετία του ‘90 ορόσημα της οποίας ήταν η υποστήριξη ιδιωτικοποιήσεων και η ψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχ. Η στροφή στο “κίνημα” έγινε κάτω από την πίεση της ανόδου του ΚΚΕ και τα ισχνά εκλογικά αποτελέσματα την ίδια περίοδο. Ένα κόμμα που αγωνιά να πιάσει το 3% για να μπει στο κοινοβούλιο είναι σαφώς διατεθειμένο να κάνει περισσότερες φραστικές παραχωρήσεις σε εξωκοινοβουλευτικούς συμμάχους απ’ ό,τι ένα κόμμα που κυβερνά και διαχειρίζεται την κρίση του συστήματος (ο ΣΥΝ του 1989 ή ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα). Έτσι παρά την παρουσία στο εσωτερικό του επαναστατικών ομάδων, που στα συνέδρια η συνολική επιρροή τους άγγιξε το 30% ο απόλυτος έλεγχος παρέμεινε στα χέρια ενός πολιτικού δυναμικού με ιστορική συνέχεια δεκαετιών. Η αδυναμία ανάπτυξης του ριζοσπαστισμού στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ενισχυόταν και από το γεγονός ότι η πλειοψηφία του “κινήματος” βρισκόταν έξω από αυτόν. Επίσης το ρίζωμα του ΣΥΡΙΖΑ στο εργατικό κίνημα ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. Έτσι, ήδη από το 2010, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προωθούσε το ενδεχόμενο αναδιαπραγμάτευσης των μνημονίων και όχι την απόρριψή τους.
4) Η ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά ήταν ανέκαθεν ισχυρή και μαχητική αλλά εξαιρετικά σεκταριστική και πολυδιασπασμένη. Από το 2009 ωστόσο με τη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑς γίνεται πολιτικά και κοινωνικά ορατή σε εθνικό επίπεδο, εκλογικά παραμένει μικρή αλλά έχει έντονη παρουσία στους αγώνες. Αυτή η διπλή διαπίστωση: απουσία δυνατότητας διεύρυνσης της ριζοσπαστικότητας μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και ανάδυση μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς με δύναμη αρκετών χιλιάδων αγωνιστών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προτεραιότητα μας έπρεπε να είναι η επένδυση στην οικοδόμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κάλεσμα να ενισχυθεί για να βαρύνει περισσότερο πολιτικά προς την κατεύθυνση μιας ρήξης με τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος. Επένδυση που ήταν τόσο πιο αναγκαία όσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έτεινε να αδιαφορεί για τα κεντρικά ζητήματα της κυβέρνησης και να επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη των αγώνων.
5) Το ζήτημα της κυβέρνησης ήταν σε κάθε περίπτωση κρίσιμο. Οι κυρίαρχες σεκταριστικές λογικές της σταλινογενούς αριστεράς εμπόδισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο τη μαζική προπαγάνδιση του συνθήματος όσο και την πρακτική προετοιμασία μιας “εργατικής κυβέρνησης” με συμμετοχή των κομμάτων της αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ) επιτρέποντας στη γραμμή “της κυβέρνησης της αριστεράς” του ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει. Παρολαυτά, έστω και καθυστερημένα, όλες οι δυνάμεις της αριστεράς βρέθηκαν υπό την πίεση του κυβερνητικού ζητήματος. Η πλειοψηφία του ΝΑΡ, ηγεμονικής δύναμης στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υιοθέτησε τη φόρμουλα της “εξουσίας και κυβέρνησης των εργαζομένων”. Αλλά ακόμη και η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετώπισε τρομακτική πίεση με τη μαζική αποστασία της βάσης των οργανωμένων μελών του κόμματος στο δημοψήφισμα του ‘15, όπου αναγκάστηκε έστω για λίγες μέρες να αλλάξει τη ρητορική της. Βέβαια η μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ από την κυβέρνηση Τσίπρα ουσιαστικά έκλεισε κάθε συζήτηση και αποφόρτισε την πίεση πάνω στις ηγεσίες της αριστεράς.
Τα λάθη της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς
Τα λάθη της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς απέναντι στο ελληνικό ζήτημα είναι δύο ειδών:
– το πρώτο είναι η επιλογή των πηγών πληροφόρησης της, πρόβλημα που υπήρχε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Δόθηκε πίστη σε πληροφόρηση από μη μέλη της 4ης που παρουσίασαν σαν “εξαιρετικό γεγονός” τον διάλογο μεταξύ μελών του Συνασπισμού και (τέως) μελών επαναστατικών ή ριζοσπαστικών οργανώσεων. Η ηγεσία της 4ης Διεθνούς εντυπωσιάστηκε από την ικανότητα του Συνασπισμού να σερφάρει στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα με τη χρήση αριστερού λόγου. Δεν πάρθηκαν σοβαρά υπόψη οι προσπάθειες των αγωνιστών της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος (με άρθρα στο Inprecor ή στον τύπο του NPA), για να θυμίσουν και να απεικονίσουν τα όρια αυτού του διαχειριστικού και ρεφορμιστικού κόμματος που ήταν ο Συνασπισμός και να αναφερθούν στη μαζική παρέμβαση στο κίνημα από επαναστατικές δυνάμεις που θα σχημάτιζαν την αντικαπιταλιστική αριστερά. Η τάση αυτή επιλεκτικής πληροφόρησης θα επιβεβαιωθεί και στη συνέχεια (ανακοίνωση της 4ης το 2012 για την Ελλάδα, χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του τμήματος, καθυστέρηση στο να παρθεί υπόψη η αγωνιστική πραγματικότητα και ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τάση να δοθεί μεγαλύτερη σημασία, από το καλοκαίρι του 2015, στην ΛΑΕ απ’ό,τι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
– το δεύτερο είναι πολιτικής τάξης και θα μπορούσαμε να πούμε ότι γνώρισε δύο φάσεις. Μια πρώτη φάση όπου, προφανώς, σύντροφοι της ηγεσίας της 4ης φαίνονταν να πιστεύουν στη δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης του Συνασπισμού. Σε μια δεύτερη φάση: γινόταν σιγά-σιγά όλο και πιο σαφές ότι η πλειοψηφική συνιστώσα του Συν ήταν πράγματι κλασικά ρεφορμιστική, αλλά τις παραμονές των εκλογών του Γενάρη του 2015, η ηγεσία της 4ης φαινόταν ότι εξακολουθούσε να πιστεύει πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα εφάρμοζε το πρόγραμμά του (το μίνιμουμ) των 5 σημείων, την ίδια ώρα που το τμήμα επεσήμαινε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, όπως φάνηκε αμέσως μετά τις εκλογές. Το ίδιο συνέβη και με το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015: η ηγεσία της 4ης εντόπισε, ασφαλώς, με σαφήνεια το κρίσιμο διακύβευμα, αλλά πίστεψε σε μια επιθετική πρωτοβουλία του Τσίπρα, ενώ όλα δείχνουν ότι αυτός υπολόγιζε σε ήττα του ΟΧΙ στις εντολές της τρόϊκας, για να παραιτηθεί. Εξού και μια περίοδος ακατανοησίας από την πλευρά της 4ης απέναντι στην εγκατάλειψη κάθε φιλοδοξίας, ακόμα και ρεφορμιστικής, από τον Τσίπρα το ίδιο το βράδυ της τεράστιας νίκης του δημοψηφίσματος, ενώ ολόκληρη η καμπάνια είχε διεξαχθεί πολιτικά από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή τη δεύτερη φάση, η προσοχή της ηγεσίας στρεφόταν, πολύ πριν από το 2015, κυρίως προς την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε ΛΑΕ μετά το καλοκαίρι του 2015. Υπήρξε σαφής υπερτίμηση των δυνατοτήτων που αυτή η αριστερά θα είχε για να βαρύνει στην πορεία της κυβέρνησης και στους εσωτερικούς συσχετισμούς ή ακόμα και για να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο του μαζικού κινήματος για να προχωρήσει μπροστά. Υπήρξε υπερτίμηση των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων της αριστεράς αυτής στις εκλογές του Φθινοπώρου του 2015, ενώ υποτιμήθηκε το γεγονός ότι ο πυρήνας αυτού του αριστερού ρεύματος αποτελείται από γραφειοκράτες (που έγιναν υπουργοί απολύτως μέσα στη γραμμή) που συσπειρώνονται σε πατριωτικές βάσεις επιστροφής στη δραχμή.
Όλα αυτά είχαν να κάνουν με την γενική κατεύθυνση της 4ης Διεθνούς για την οικοδόμηση πλατιών κομμάτων με συμμετοχή αντικαπιταλιστών και ρεφορμιστών. Τόσο η επιλογή των πηγών πληροφόρησης όσο και οι θέσεις της 4ης για την Ελλάδα βασίστηκαν σε αυτήν. Γενικά οι μέχρι τώρα εμπειρίες από τον προσανατολισμό αυτόν δεν είναι θετικές, αλλά ιδιαίτερα στην Ελλάδα τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά αρνητικά.
Δεν πρέπει βέβαια να μηδενίζουμε θέσεις της 4ης όπως οι αναλύσεις για τη δυναμική του μαζικού κινήματος, η ανάγκη μέτρων αντικαπιταλιστικής ρήξης, η θέση της αυτο-οργάνωσης, το κεντρικό πολιτικό και οικονομικό ζήτημα του χρέους, η κατανόηση μιας αναγκαίας ενεργητικής αλληλεγγύης του εργατικού κινήματος με την διοργάνωση καμπάνιας σε πολλές χώρες, η σημασία του κυβερνητικού ζητήματος με συνυπολογισμό της πραγματικής κατάστασης του εργατικού κινήματος. Ωστόσο πιστεύουμε ότι θα έπρεπε η ελληνική κατάσταση να πάρει μεγαλύτερη θέση στις συζητήσεις μέσα στη Διεθνή και στην αλληλεγγύη, με έναν ιδιαίτερα ευρωπαϊκό άξονα που θα μπορούσε να απεικονίσει το παλιό σύνθημα: “Ενάντια στην Ευρώπη των τραστ και τα κοινοβούλια του κεφαλαίου, ζήτω η Ευρώπη των εργαζομένων, διεθνής αλληλεγγύη:”. Βασικό πολιτικό λάθος ήταν το ανεπαρκές ενδιαφέρον για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως συνεπή συσπείρωση αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Αναμφίβολα μια διαρκής συζήτηση, τακτικές σχέσεις, στην κρίσιμη περίοδο από το 2010 ως τις μέρες μας, με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν τέτοια, καθώς και με το ΝΑΡ, που είναι η μεγαλύτερη συνιστώσα της -της οποίας τη σημασία είχε καταλάβει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ο Ερνέστ Μαντέλ ερχόμενος να συζητήσει μαζί τους όταν ιδρύονταν- θα μας έδινε περισσότερες δυνατότητες να βαρύνουμε στη σημερινή πολιτική κατάσταση, που είναι τόσο πλούσια σε αναδιπλώσεις κάθε είδους, από την εθνικιστική κατεύθυνση της ΛΑΕ ως τη συχνά ξεχωριστή ζωή των οργανώσεων μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Άλλη συνέπεια των λαθών αυτών ήταν η φυγή προς τα μπροστά της πλειοψηφίας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, που -πάνω στη βάση της κριτικής μας για τα λάθη της 4ης σε σχέση με την Ελλάδα- αναδιπλώθηκε σε μια θεωρητικοποίηση του υποτιθέμενου ρεφορμιστικού χαρακτήρα της ηγεσίας, ή και όλης, της 4ης, που χαρακτηρίστηκε ως “πεθαμένο σώμα” στην τοπική συνδιάσκεψη για το παγκόσμιο συνέδριο.
Μια βαθά διαφωνία με το κείμενο της Πλατφόρμας για την Ελλάδα (Ιούλης 2017)
Οι διαφωνίες μας με την πλατφόρμα είναι σε πολλά επίπεδα. Τα βασικά της σημεία με τα οποία διαφωνούμε είναι η υπεραισιοδοξία για την περίοδο, η στροφή στον αντιιμπεριαλισμό απέναντι στον κλασσικό αντικαπιταλισμό που χαρακτηρίζει το ρεύμα μας και η αντιμετώπιση της 4ης σαν ένα εχθρικό ον. Αυτό που εμείς θεωρούμε ως λάθη της 4ης σε σχέση με την Ελλάδα και το ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει μια παγιωμένη θεώρηση της Πλατφόρμας ότι η Διεθνής είναι μια χρεοκοπημένη ή και ρεφορμιστική πια κατάσταση.
Ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος από το 2012 και μετά, διαπιστώνουμε μια πολύ σαφή εξέλιξη από τοποθετήσεις που πρόσεχαν να συνυπολογίσουν τη συνθετότητα της κατάστασης ως το κείμενο του Μάνου (ή και το τμήμα της Πλατφόρμας που αναφέρεται στην Ελλάδα) που αντιβαίνει στα προηγούμενα κείμενα. Και υπάρχει κυρίως ένα συμπέρασμα με το οποίο διαφωνούμε απολύτως: “πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ηγεσία της 4ης καθώς και οι ηγεσίες των περισσότερων διεθνών επαναστατικών ρευμάτων υποστήριξαν άκριτα τον ΣΥΡΙΖΑ και άρα έχουν και τη δική τους ευθύνη στο ότι βοήθησαν το ΣΥΡΙΖΑ να ηγεμονεύσει το κοινωνικό ρεύμα που ξέσπασε κατά της λιτότητας, πράγμα που προκάλεσε την παθητικότητα της εργατικής τάξης (…) και, τέλος, την καταστροφή”. Μας φαίνεται ότι όλα είναι λαθεμένα σε αυτό το ιδιαίτερα σοβαρό συμπέρασμα.
Τα κεντρικά σημεία διαφωνίας σε ότι αφορά την κατάσταση στην Ελλάδα με το κείμενο του Μάνου και της Πλατφόρμας
1) Ακατανοησία του τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ
– Ο ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το κείμενο Μάνου, ποτέ δεν συνδέθηκε με οργανικό τρόπο με το κίνημα. Μπορούμε να δεχθούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο ένα περιορισμένο τμήμα του κινήματος (ο Λεόν μοιάζει να βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ “ηγεμονικό”), πάντως πέτυχε να εκφράσει εκλογικά το κοινωνικό αυτό κίνημα, αν και είχε μικρή παρουσία στο οργανωμένο εργατικό κίνημα.
– Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η έκφραση ενός ανοδικού μαζικού κινήματος, αλλά μια έκφραση της κούρασης και της επιβράδυνσής του: είναι ίσως το κυριότερο λάθος του κειμένου αυτού, που σταματάει στις μεγάλες στιγμές του κινήματος το 2012. Ωστόσο, και άλλες απεργίες έγιναν μετά (η πιο σημαντική ασφαλώς το 2013) -και η διατύπωση αυτή μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τη διακήρυξη του ελληνικού τμήματος το Γενάρη του 2015, που υπογραμμίζει τις πολλαπλές κινητοποιήσεις του Φθινοπώρου-Χειμώνα. Δεν βλέπει ότι χωρίς την ώθηση του μαζικού κινήματος των προηγουμένων ετών ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ερχόταν ποτέ στην κυβέρνηση.
2) ακατανοησία αυτού που θα έπρεπε να κάνει μια κυβέρνηση στην υπηρεσία των εργαζομένων: η υπόσχεση κατάργησης των μνημονίων ήταν, σύμφωνα με το κείμενο Μάνου, ψεύτικη (αν και αυτό συζητείται αν ίσχυε από την αρχή αναγκαστικά) και επιζήμια, γιατί ευνοούσε την ανάθεση της πάλης κατά της λιτότητας σε μια κοινοβουλευτική ηγεσία. Αλλά, κάτω από το φως πολλών εμπειριών, γιατί είναι επιζήμιο ένα μαζικό κίνημα να απαιτήσει από μια κυβέρνηση να καταργήσει μια αδικία; Αντίθετα: πρέπει να φανταστούμε τί θα συνεπαγόταν μια νίκη, που θα επέβαλε το μαζικό κίνημα, κατά των μνημονίων. Θα μπαίναμε σίγουρα σε μια νέα περίοδο σε ελληνική και ευρωπαϊκή κλίμακα.
– Κατά τις πρώτες χρονιές, 2011 και μετά, λέει το κείμενο Μάνου, ήταν δυνατόν να οικοδομηθεί μια εναλλακτική προοπτική βασισμένη σε εκφράσεις της αυτο-οργάνωσης, περιορισμένης, αλλά πραγματικής και σημαντικής. Δυστυχώς, αυτό είναι λάθος γιατί υπερεκτιμά τις πολιτικές δυνατότητες της εποχής εκείνης. Εάν πράγματι υπήρξαν σε αυτές τις χρονιές 2 ή 3 στιγμές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε προεπαναστατικές καταστάσεις, δυστυχώς αυτό δεν ήταν μέσα σε ένα πλαίσιο ορισμένων εμπειριών πραγματικής αυτο-οργάνωσης. Έτσι, ο περιορισμός των δυνατοτήτων της περιόδου, με βάση αυτή τη λογική, έκανε τη γραμμή του ελληνικού τμήματος στην περίοδο να είναι κυρίως μια προπαγάνδα υπέρ της επανάστασης, ενώ το επείγον της κατάστασης ήταν, και παραμένει, να οικοδομηθεί ένα πλαίσιο ενιαίου μετώπου για την ανάπτυξη των εργατικών, αντιφασιστικών, διεθνιστικών αγώνων, με αντικαπιταλιστική πολιτική διάσταση.
3) Σε σχέση με το ρεφορμισμό του ΣΥΡΙΖΑ: όχι, η 4η ποτέ δεν αρνήθηκε το ρεφορμιστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και ποτέ δεν τον παρουσίασε ως αντικαπιταλιστικό κόμμα: Βλ. για παράδειγμα την απάντηση του Λεόν. Τα λάθη της 4ης ήταν άλλα όπως αναφέρουμε στο πρώτο μέρος του κειμένου αυτού.
Ναι, η ηγεσία της 4ης φαίνεται ότι πίστεψε σε έναν “νέου τύπου ρεφορμισμό”. Πέρα από το γεγονός ότι κάθε εμπειρία ρεφορμιστικής αριστεράς έχει τις ιδιαιτερότητές της. Ο ίδιος ο Μάνος αναγνωρίζει ότι αυτή η νέα πλευρά “δεν ήταν απολύτως αληθινή”… επομένως δεν ήταν ούτε απολύτως λάθος!
Ναι, η ηγεσία της 4ης υποστήριξε το επείγον πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διευκρινίζοντας με σαφήνεια ότι αυτό προϋπέθετε την κινητοποίηση των εργαζομένων και μια αρχή ρήξης με την καπιταλιστική λογική.
Μήπως υποστήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ (είναι η κατηγορία που υπάρχει στο κείμενο); Το ερώτημα δεν έχει ενδιαφέρον εάν δεν διευκρινιστούν περισσότερο τα πράγματα. Ακόμα και το κείμενο των Μάνου και άλλων συντρόφων γράφει, το 2012, ότι θα υποστήριζαν τα θετικά μέτρα μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (“Εάν μια κυβέρνηση με επικεφαλής το ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε μέτρα που να ευνοούν τους εργαζόμενους, όπως η αμφισβήτηση των μνημονίων, είναι προφανές ότι οι επαναστάτες θα τα υποστήριζαν”). Συμμετοχή στη δημιουργία ή στη λειτουργία μιας επιτροπής για τον έλεγχο του χρέους ήταν άραγε στήριξη της κυβέρνησης? Όχι, από τη στιγμή που θα υπήρχε συμμετοχή του εργατικού κινήματος σε αυτό τον έλεγχο (έστω και με περιορισμένο τρόπο) και η συμμετοχή αυτή θα εγγραφόταν σε ένα πλαίσιο κινητοποίησης. Η συγκεκριμένη επιτροπή βοηθούσε στην εκλαΐκευση του ζητήματος, έστω και αν παρέμεινε υπερβολικά στο κοινοβουλευτικό πλαίσιο, χωρίς να προωθεί μαζικές κινητοποιήσεις για την ακύρωση του χρέους. Για την κατηγορία της υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ που εκτοξεύει το κείμενο του Μάνου, πρέπει να ξαναπιάσουμε το κείμενο της 4ης (2012): “απέναντι στο ξεσπάθωμα της τρόικας κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που αρνιέται να εφαρμόσει τα προγράμματα λιτότητά της, πρέπει εμείς ή όχι να υποστηρίξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντίθεσή του με τη σημερινή πολιτική; (…) πρέπει να στηρίξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ”. Στο πλαίσιο αυτό, απέχουμε πολύ από την υποστήριξη της γενικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ και τα προβλήματα, για εμάς, ήταν τελείως διαφορετικά (αυταπάτες για τη δυνατότητα εξέλιξης προς τα αριστερά του τέως Συνασπισμού, βλ. το πρώτο μέρος).
– έπρεπε να οικοδομηθεί μια “εργατική αντιπολίτευση” στο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον Γενάρη του 2015; Είναι λάθος τακτικής: έπρεπε κυρίως να προωθήσουμε τις μαζικές κινητοποιήσεις για την ακύρωση των μνημονίων απαιτώντας τη συγκεκριμενοποίηση αυτού του προγραμματικού σημείου.
Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη των αναλύσεων του ελληνικού τμήματος από το 2012 ώς το 2017, έτσι όπως καταγράφονται στο κείμενο για την Ελλάδα του Μάνου, με ένα καταστροφικό και λαθεμένο συμπέρασμα, που δεν συμμεριζόμαστε, δύο τελικές παρατηρήσεις:
– το ζήτημα της πληροφόρησης: για λόγους αρχής και για να αντικρουστεί η πληροφόρηση που δινόταν στην ηγεσία της 4ης από μη μέλη (βλ 1ο μέρος), υπήρξαν μέλη του ελληνικού τμήματος που τακτικά έστελναν άρθρα στα όργανα και στον τύπο της 4ης. Αυτό επέτρεψε να γνωστοποιηθούν πιο πέρα από την ηγεσία της 4ης οι εκτιμήσεις μας για τον ΣΥΡΙΖΑ, για την οικοδόμηση μιας ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, για τα διακυβεύματα για το κίνημα, αλλά επίσης και για το θανάσιμο κίνδυνο που αναδυόταν με την, τότε, πολύ μικρή εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής, το 2010, και για τα καθήκοντα που συνεπάγονταν. Από το 2012, εκτός από 2 ή 3 διακηρύξεις του τμήματος, δεν είχαμε κανένα κείμενο ανάλυσης από συντρόφους του τμήματος, ενώ μπορούσε κανείς να διαβάζει συμβολές από πολιτικές αποχρώσεις διαφορετικές από του τμήματος. Για αυτό δεν υπάρχει άλλη εξήγηση από ότι το τμήμα δεν αισθάνθηκε την ανάγκη στην, ασφαλώς δύσκολη αλλά και κρίσιμη, περίοδο να στέλνει τακτικά κείμενα πληροφόρησης και ανάλυσης, πράγμα που ασφαλώς δεν βοήθησε στη διάδοση των αναλύσεων στο επίπεδο των αγωνιστών της 4ης.
– το ζήτημα των προοπτικών: ο ένας από τους λόγους που μας έκαναν να ιδρύσουμε την τάση μας είναι ακριβώς η απουσία συγκεκριμένων και αξιόπιστων πολιτικών προοπτικών στο κείμενο του Μάνου καθώς και στο κείμενο της Πλατφόρμας. Σε σχέση με την Ελλάδα, αυτό μας φαίνεται κρίσιμο, για να αποφύγουμε όλες τις κυοφορούμενες αναδιπλώσεις, για να μπορέσουμε να προτείνουμε ορισμένες προοπτικές για τη σημερινή περίοδο στην Ελλάδα.
Γιατί ο απολογισμός της πολιτικής γραμμής που ακολούθησε η ηγεσία του ελληνικού τμήματος είναι σαφέστατος: την ίδια στιγμή που σε όλη αυτή την περίοδο το ελληνικό τμήμα είχε ελεύθερο πεδίο μπροστά του για να αποδείξει στην Ελλάδα την “ορθή του γραμμή”, σε μια εξαιρετική κατάσταση σε ιστορική κλίμακα, δεν μπόρεσε να “αδράξει τις ευκαιρίες”, όπως το ζητάει η Πλατφόρμα στην οποία συμμετέχει. Ετσι η πραγματικότητα την διαψεύδει. Ενώ θα έπρεπε το ελληνικό τμήμα να είχε γνωρίσει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, αφού εφάρμοζε μια γραμμή αντίθετη στα “αδιέξοδα” της ηγεσίας της 4ης, παρέμεινε ωστόσο μια πολύ μικρή ομάδα, που δεν βαραίνει καθόλου στην πολιτική κατάσταση και που -πιο σοβαρό ακόμα και από τα μικρά μεγέθη του- έχει χάσει και την εικόνα της ως οργάνωσης χρήσιμης στην ενότητα δράσης είτε μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην επαναστατική και ριζοσπαστική αριστερά, είτε και γενικότερα στο εργατικό κίνημα. Είναι επομένως επείγον να θέσουμε σε εφαρμογή μια εναλλακτική πολιτική σε αυτή την καταστροφική γραμμή, πράγμα που ακριβώς θέλει να κάνει η τάση μας, ΤΠΤ.
Οι προοπτικές της περιόδου που ανοίγει μπροστά μας είναι ιδιαίτερα δύσκολες και απαιτητικές. Τίθεται αντικειμενικά ζήτημα ανασυγκρότησης: κινηματικής, πολιτικής, ηθικής (ακόμα) των δυνάμεων της αριστεράς στο υπόβαθρο ηττών και απογοήτευσης αλλά και με σημαντικές συγκρούσεις στην ταξική πάλη κάτω από τη συνεχή επίθεση του κεφαλαίου στο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τους δανειστές της Ελλάδας. Αυτή η ανασυγκρότηση πρέπει να γίνει χωρίς σεκταρισμούς αλλά και χωρίς επιστροφή / επανάληψη του δοκιμασμένου και αποτυχημένου εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μέσα από τα μαθήματα και τις πικρές εμπειρίες μας καλύτερους όρους για την παρέμβαση και την ανάπτυξη μιας μαζικής, αντισυστημικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
ΤΠΤ ΟΚΔΕ-Σπάρτακος (εττδ), 23/1/2018
[1] Βλέπε τη σχετική συζήτηση στον προσυνεδριακό διάλογο για το 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο, μεταξύ των οποίων:
1) FI Bureau, A Reply to the Opposition Platform,
2) Manos Skoufoglou, Greece, a story without the distorting prism of Syriza, Μάνος Σκούφογλου, Ελλάδα, μια ιστορία χωρίς τον παραμορφωτικό φακό του ΣΥΡΙΖΑ
3) Léon C., Our line on Greece without prism or omission, Λεόν Κ., Η γραμμή για την Ελλάδα χωρίς πρίσμα και χωρίς παραλήψεις
4) Christian V, Janek M, Léon C, Penny D, Pierre R,(members of the Bureau and of the NPA), Some points of debate with the platform “Let’s seize the opportunities…”