Στις 31 Ιανουαρίου 2009 δέκα οργανώσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο Σπόρτιγκ, συνυπέγραψαν τη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματοποιώντας στην ουσία τη σύγκλιση δύο μετωπικών σχηματισμών που προϋπήρχαν, του ΜΕΡΑ και του ΕΝΑΝΤΙΑ. Αποφασιστικό ρόλο για τη σύγκλιση έπαιξε ασφαλώς η στάση των δύο μεγαλύτερων οργανώσεων του ΝΑΡ και του ΣΕΚ, που κατά κάποιο τρόπο βρίσκονταν επικεφαλής των αντίστοιχων μετωπικών σχηματισμών και προερχόταν από διαφορετικές ιστορικές παραδόσεις που θεωρούνταν ασύμβατες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε έτσι το πιο φιλόδοξο μέχρι σήμερα εγχείρημα της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Θα επιχειρήσουμε μια κριτική ανασκόπηση της μέχρι σήμερα πορείας της και θα προσπαθήσουμε να διαγνώσουμε τις σημερινές προοπτικές της.
Η συνύπαρξη που μόλις πριν από ένα χρόνο φαινόταν εντελώς αδύνατη συνέβη ασφαλώς χάρις στη καταλυτική επίδραση της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008. Η επίσημη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 2009. Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, είχε προηγηθεί μόλις τρεις μήνες και κυριαρχούσε ακόμη διάχυτο ένα μαχητικό πνεύμα μέσα στη νεολαία και ένα κλίμα αισιοδοξίας στις οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Από τις δέκα οργανώσεις που συμμετείχαν αρχικά στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εκτός από τις «παραδοσιακές» που είχαν πίσω τους μια μεγαλύτερη ή μικρότερη ιστορική διαδρομή, κάποιες περισσότερο ή λιγότερο σταθερές ιδεολογικές αναφορές και έναν πυρήνα στελεχών πολιτικά διαμορφωμένων στις προηγούμενες περιόδους ανόδου των αγώνων του εργατικού κινήματος (μαζική αντιδικτατορική πάλη, εργατικοί αγώνες της μεταπολίτευσης), συμμετείχαν επίσης και οι σχετικά νέες οργανώσεις ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ, με φοιτητική κυρίως σύνθεση, που αναπτύχθηκαν δυναμικά κατά διάρκεια του φοιτητικού κινήματος 2006-7. Οι δύο αυτές οργανώσεις μπορούμε να πούμε ότι συγκροτούσαν τη δεξιά πτέρυγα μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς σαφείς ιστορικές αναφορές και με τη μικρότερη ιδεολογική και οργανωτική εσωτερική συνοχή. Οι δύο αυτές οργανώσεις με τον προσανατολισμό τους προς μια «παναριστερή ενότητα» και τις διαδοχικές διασπάσεις και αποχωρήσεις τους απασχόλησαν κατά κύριο λόγο την συζήτηση στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το φοιτητικό κίνημα 2006-7 και τα όριά του
Στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα πρώτα δύο -τρία χρόνια, μεγάλο μέρος της γενιάς των φοιτητών που είχαν συμμετάσχει στις μεγάλες εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις 2006-7 ενάντια και στο «άρθρο 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια», βρίσκονταν ακόμη ενεργή πολιτικά μέσα στις σχολές ή αμέσως μετά την αποφοίτηση, διατηρώντας ένα ισχυρό κλίμα αντιπαλότητας προς τις νεοφιλελεύθερες αντι-μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και κατ’ επέκταση και προς την επίσημη ρεφορμιστική αριστερά. Μια αριστερά που υποκλίνονταν και οπισθοχωρούσε διαρκώς απέναντι στην επίθεση του νεοφιλελευθερισμού προβάλλοντας τα δήθεν «εκσυγχρονιστικά» της ψευτο-ιδεολογήματα. Στις 8 Μάρτη του 2007 πάνω από 50.000 φοιτητές περικύκλωσαν τη Βουλή, πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη φοιτητική κινητοποίηση των τελευταίων δεκαετιών κατά την ημέρα που ψηφιζόταν ο «νόμος πλαίσιο» για τη παιδεία. Η κυβέρνηση απάντησε τότε με άγρια καταστολή.
Ωστόσο παρά τη μαζικότητα, τη μαχητικότητα και τη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος 2006-7, αυτό δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί συνολικά απέναντι στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού πέρα από τα εκπαιδευτικά ζητήματα, να συνδεθεί δηλαδή με μια συνολική πολιτική πρόταση και να συμβάλει στην προώθησή της στην κεντρική πολιτική σκηνή, όπως είχε γίνει με τα μεγάλα προηγούμενα φοιτητικά-πανεκπαιδευτικά κινήματα: α) το κίνημα για το 15% του ΑΕΠ για τη παιδεία, στα 1962-3, που συνδεόταν άμεσα με το κίνημα για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών (114) και την χειραφέτηση του συνδικαλιστικού κινήματος (115 συνεργαζόμενα σωματεία) από τους εγκάθετους συνδικαλιστές της μετεμφυλιακής δεξιάς και β) το φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα 1971-73 που συνδέθηκε γρήγορα με ένα εργατικό κίνημα για την αποκατάσταση των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών αλλά και με νέες δυναμικές μορφές εργατικών κινητοποιήσεων.
Ο λόγος αυτής της αδυναμίας του φοιτητικού κινήματος 2006-7 είναι ασφαλώς εξωγενής ως προς αυτό το ίδιο το φοιτητικό κίνημα. Οφείλεται δηλαδή στον γενικότερο συσχετισμό της ταξικής πάλης και στην κατάσταση της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες (κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού μπλοκ, νεοφιλελεύθερη επίθεση, παγκοσμιοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος).
Αποτέλεσμα αυτής της αντικειμενικής αδυναμίας του φοιτητικού κινήματος 2006-7 ήταν η σχετική κοινωνική του απομόνωση. Τα αιτήματα αλλά και οι αντι-ρεφορμιστικές διαθέσεις των φοιτητών δεν έβρισκαν κάποια σημαντική ευρύτερη κοινωνική απήχηση και συμπαράσταση. Στο εσωτερικό του κινήματος αναπτύχθηκαν ριζοσπαστικές τάσεις που όμως δεν αποκτούσαν εμπειρίες σε γενικότερα κοινωνικά αιτήματα και αγώνες, πέρα από τα εκπαιδευτικά και προσπαθούσαν έτσι να θεμελιώσουν την κοσμοαντίληψή τους μόνο μέσα από θεωρητικές αναζητήσεις. Η αναβίωση και η σημαντική επιρροή των αφηρημένων αλτουσερικών αναλύσεων μέσα στις οργανώσεις που αναδύθηκαν στο φοιτητικό κίνημα 2006-7 είναι χαρακτηριστική και ίσως μια μοναδική ελληνική ιδιομορφία. Η πολιτικοποίηση των μελών τους συνίσταται βασικά σε ένα κακοχωνεμένο συνονθύλευμα από ευρωκομμουνιστική κριτική των μετασταλινικών καθεστώτων, αφηγήματα της «ηρωικής» σταλινικής μυθολογίας των λαϊκών μετώπων, αποφθέγματα του μαοϊκού αριστερισμού και τις νεφελώδεις αλτουσεριανές αναλύσεις.
Οι αναφορές τους στην εγχώρια ιστορία, επικεντρώνονται συνήθως α) στον θαυμασμό της «επιτυχημένης πολιτικής του ΚΚΕ» που οδήγησε στην μαζικοποίηση του κατοχικού ΕΑΜ, χωρίς να μπαίνουν στο κόπο να εξετάσουν τις αιτίες για την καταστροφική κατάληξη της συμφωνίας της Βάρκιζας και β) στην σχετικά σημαντική εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ που συσπείρωσε το σύνολο της αριστεράς κατά την μετεμφυλιακή προδικτατορική περίοδο, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να εξετάσουν τις αιτίες για την ολοκληρωτική της εξαφάνισή από την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας της 21ης Απριλίου.
Στην πραγματικότητα παρά τις φραστικές καταγγελίες του ρεφορμισμού, η πολιτική οπτική τους δεν πήγαινε ούτε ένα βήμα πιο πέρα από έναν αριστερό ρεφορμισμό και τις εκλογικίστικες τακτικές (κοινοβουλευτική ηλιθιότητα). Ο αριστερισμός τους εξαντλούνταν κυρίως στην αντι-ΕΕ ρητορεία τους. Η «αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ» αποτελούσε γι’ αυτούς την πεμπτουσία και το βασικό πολιτικό κριτήριο για την κατάταξη των οργανώσεων στο πολιτικό φάσμα.
Η επίδραση της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008
Η δολοφονία Γρηγορόπουλου το βράδυ του Σαββάτου της 6ης Δεκεμβρίου 2008 στο κέντρο της Αθήνας αλλά και η αρχική εξοργιστική διαστρέβλωση της είδησης από τα ΜΜΕ, προκάλεσε ένα αυθόρμητο κύμα από μαζικές πορείες διαμαρτυρίας της νεολαίας, το ίδιο κιόλας βράδυ στην Αθήνα και σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις: τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, την Πάτρα, το Ηράκλειο, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα, τα Χανιά, την Κομοτηνή, τον Βόλο, τη Ρόδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, την Κέρκυρα και το Αγρίνιο. Η χρησιμότητα του διαδικτύου σαν εναλλακτικού μέσου πληροφόρησης και κινηματικού εργαλείου αναδείχθηκε για πρώτη φορά. Τις επόμενες ημέρες οι διαδηλώσεις, οι συγκρούσεις με την αστυνομία και οι καταλήψεις πήραν την μορφή μιας χιονοστιβάδας που για μια στιγμή ταρακούνησε το αστικό καθεστώς.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα στενά όρια και οι ελάχιστες αντοχές μιας ρεφορμιστικής ηγεσίας όπως αυτής του ΣΥΝ, μπροστά σε μια κρίσιμη κοινωνική κατάσταση, αναδείχθηκαν πάρα πολύ γρήγορα. Οι απαιτήσεις μιας πολιτικής στάσης υπεράσπισης μιας ζωντανής εξέγερσης που αναπτύσσεται δυναμικά, απέναντι στην συνολική επίθεση και τους εκβιασμούς του αστικού συστήματος, ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες, τις επιδιώξεις και τους πολιτικούς ορίζοντες οποιασδήποτε ρεφορμιστικής ηγεσίας, δεξιάς ή αριστερής απόκλισης. Μετά τις πρώτες ταλαντευόμενες δηλώσεις, ακολούθησε μια πανικόβλητη αναδίπλωση της ηγεσίας του ΣΥΝ, «στην καταδίκη της βίας απ’ όπου και αν αυτή προέρχεται», που διαδέχθηκε η εμφάνιση της ανανεωτικής του πτέρυγας στο προσκήνιο των ΜΜΕ, με χυδαίες καταγγελίες κατά των «κουκουλοφόρων και των συνοδοιπόρων τους» χωρίς να υπάρξει κάποια αντίδραση από την ηγεσία.
Από την άλλη πλευρά η ηγεσία του ΚΚΕ ξεπέρασε και το χειρότερο εαυτό της. Προχώρησε σε χυδαίες καταγγελίες συνολικά της εξέγερσης συντονισμένες με την κυβερνητική προπαγάνδα, που απέδειξαν για μια ακόμη φορά πως για την κομματική γραφειοκρατία η υπεράσπιση των ίδιων των συμφερόντων της αποτελεί το ύψιστο καθήκον της και πως αυτή η υπεράσπιση μπορεί να γίνει ένας θανάσιμος κίνδυνος για τα ζωντανά κινήματα αλλά και για την ίδια την εργατική τάξη. Σύμφωνα με την τότε γενική γραμματέα του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, η εξέγερση δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα «ενιαίο μέτωπο ΜΑΤ και κουκουλοφόρων» καθώς και προβοκατόρων που υποκινούνταν από «κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας» με στόχο «τη συκοφάντηση του λαϊκού κινήματος».
Όπως είναι επόμενο η στάση αυτή της επίσημης ρεφορμιστικής αριστεράς ώθησε ακόμη περισσότερο τις οργανώσεις ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ στη συμμετοχή τους για την συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ταυτόχρονα η υποκειμενική τους αδυναμία να αναλύσουν τα γεγονότα του Δεκέμβρη με ταξικούς όρους και να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα για την ανάγκη συγκρότησης ενός επαναστατικού κόμματος, τις οδηγούσε συχνά σε αυταπάτες σχετικά με τα όρια και τις αδυναμίες ενός αυθόρμητου κινήματος.
Η τροχοπέδη του άκαμπτου σεχταρισμού
To ΣΕΚ από ιδεολογική και οργανωτική συγκρότηση βρισκόταν μάλλον στον αντίποδα των οργανώσεων ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ. Με ένα πυρήνα από έμπειρα στελέχη ήδη από την περίοδο του αντιδικτατορικού κινήματος, με μια αποκρυσταλλωμένη ιδεολογία από στοιχεία του επαναστατικού μαρξισμού αναμεμειγμένα με τον χαρακτηριστικό αγγλοσαξονικό εμπειρισμό του IS, το ΣΕΚ ήταν σταθερά και μονοδιάστατα προσανατολισμένο στην γραμμική ανάπτυξη της οργάνωσης του. Η διαδικασία των συγκλίσεων και των ενοποιήσεων του μπολσεβικισμού το 1917 που αποτέλεσε ένα ουσιαστικό στοιχείο για την οκτωβριανή νίκη, μάλλον δεν τους είναι κατανοητή. Το επαναστατικό κόμμα γι’ αυτούς έχει ήδη οριστικά συγκροτηθεί, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Το μόνο που απομένει είναι η παραπέρα ανάπτυξή του με διαρκείς στρατολογήσεις. Στο υπέρτατο αυτό καθήκον υποτάσσεται και αναλώνεται όλη η ακτιβιστική ενέργεια των μελών που οδηγούνται έτσι συχνά σε γκροτέσκο καταστάσεις. Γκροτέσκο καταστάσεις που αξιοποιούνται από τους σταλινικούς καλοθελητές για την δυσφήμιση συνολικά του επαναστατικού μαρξισμού.
Οι κρατικο-καπιταλιστικές θέσεις του ΣΕΚ για τα πρώην εργατικά κράτη και τη σταλινική γραφειοκρατία, το είχαν οδηγήσει [όπως και συνολικά το διεθνές ρεύμα του IS], μετά από τη κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού μπλοκ, να χαιρετήσει αυτή την κατάρρευση σαν το άμεσο άνοιγμα μιας «νέας εποχής πολέμων και επαναστάσεων». Η ανερμάτιστη αυτή υπεραισιοδοξία έφερε μια γρήγορη σχετική οργανωτική ανάπτυξη κατά τη δεκαετία του 1990, σε χτυπητή αντίθεση με την φθίνουσα πορεία των υπολοίπων οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς. Όμως η οργανωτική ανάπτυξη αυτή χτίστηκε πάνω σε μια σαθρή ιδεολογική βάση. Οι εύκολες στρατολογήσεις γίνονται επίσης εύκολες αποχωρήσεις με τις πρώτες απογοητεύσεις.
Καθώς η φύση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην ΕΣΣΔ και οι καταστροφικές της συνέπειες στη συνείδηση της παγκόσμιας εργατικής τάξης γινόταν ολοένα και πιο φανερές, το ΣΕΚ προσπαθούσε απεγνωσμένα να αντισταθμίσει αυτή την αποκάλυψη εμφυσώντας στα μέλη του μια διαρκή, επιπόλαιη, αγωνιστική αισιοδοξία που καταπνίγει ή υποβαθμίζει τα όποια στοιχεία κριτικής μαρξιστικής σκέψης. Αυτό δυστυχώς παρά τα αναρίθμητα επιμορφωτικά μαρξιστικά σεμινάρια και συνέδρια. Οι εσωτερικές κρίσεις που εκδηλώθηκαν με τις διασπάσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ενέτειναν ακόμη περισσότερο την οργανωτική περιχαράκωση και τον οργανωτικό σοβινισμό του ΣΕΚ.
Από την πρώτη στιγμή, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτέλεσε στην πραγματικότητα για το ΣΕΚ ένα πεδίο παρέμβασης και όχι μια συμμετοχή για τη συγκρότηση κάποιου ευρύτερου πολιτικού σχηματισμού αφού κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ στη λογική του. Το ΣΕΚ συμμετείχε στοιχειωδώς στις τοπικές οργανώσεις μόνο και μόνο για να μεταφέρει εκεί τη γραμμή του και στην πράξη δεν δεσμευόταν από τις αποφάσεις των οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έφτασε στο σημείο να κατεβάσει στις αυτοδιοικητικές εκλογές δικούς τους συνδυασμούς χρησιμοποιώντας αυθαίρετα το όνομα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άλλωστε το ΣΕΚ έχει αναπτύξει τα δικά του, ιδιόκτητα «μέτωπα» για το φασισμό, τους μετανάστες, το LGBT κλπ. Η αντίληψη και η τακτική αυτή όπως ήταν επόμενο και δεδομένου του σχετικού βάρους αυτής της οργάνωσης μέσα στο μετωπικό σχήμα, αποτέλεσε μια μόνιμη πηγή τριβών, πολιτικών και οργανωτικών δυσλειτουργιών στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Οι ταλαντεύσεις του κεντρισμού
Ο όρος «κεντρισμός» χρησιμοποιήθηκε από τον επαναστατικό μαρξισμό στο μεσοπόλεμο για να χαρακτηρίσει αρχικά τη πολιτική της πρώτης περιόδου της ηγεσίας της σοβιετικής γραφειοκρατίας (1928-33) και στη συνέχεια για τις διασπάσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας προς τα αριστερά κατά τη περίοδο της ανόδου του φασισμού. Θεωρούμε ότι ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης και σήμερα για να χαρακτηρίσει τις διασπάσεις των σταλινικών κομμάτων προς τα αριστερά που εμφανίστηκαν μετά από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αυτές οι πολιτικές οργανώσεις υιοθέτησαν επιλεκτικά επεξεργασίες του επαναστατικού μαρξισμού, αλλά δεν ήταν ικανές να ολοκληρώσουν μια πορεία προς τον επαναστατικό μαρξισμό είτε λόγω της μικροαστικής κοινωνικής τους σύνθεσης (διανοούμενοι και φοιτητές), είτε (και) εξαιτίας των αγκυλώσεων που είχαν αποκτήσει τα στελέχη τους κατά τη προηγούμενη περίοδο της πολιτικής τους ένταξης και διαμόρφωσης μέσα στο σταλινισμό. Για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Λ. Τρότσκι οι οργανώσεις αυτές τράφηκαν απλώς από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του επαναστατικού μαρξισμού.
Το ΝΑΡ προέκυψε σαν αριστερή διάσπαση της ΚΝΕ στις αρχές τη δεκαετίας του 1990, με αφορμή τη στήριξη του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Τζαννετάκη. Στην πραγματικότητα ο πυρήνας των στελεχών του ΝΑΡ που είχε πολιτικοποιηθεί κυρίως την περίοδο του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, με την ένταξή τους στην παράνομη τότε φοιτητική οργάνωση του ΚΚΕ (Αντι-ΕΦΕΕ), πάντοτε ασφυκτιούσε μέσα στην γραφειοκρατική σταλινική δομή του ΚΚΕ.
Το ΝΑΡ, τριάντα χρόνια μετά από την δημιουργία του, μπορούμε να πούμε ότι εξακολουθεί και σήμερα να εντάσσεται σε αυτή τη κατηγορία των κεντριστικών οργανώσεων. Στη διάρκεια της πορείας του, οι θέσεις του σε μια σειρά ζητήματα, κάτω από τη πίεση της συμμετοχής των στελεχών του στο συνδικαλιστικό κίνημα, της εμπλοκής του σε μια σειρά κοινωνικά κινήματα και κυρίως στο εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μετατοπίσθηκαν και βελτιώθηκαν σημαντικά (π.χ. μεταναστευτικό, αντιφασιστικό, φεμινιστικό). Σταδιακά υιοθέτησε ορισμένες επεξεργασίες του επαναστατικού μαρξισμού χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να αφομοιώσει συνολικά την μαρξιστική επαναστατική θεωρία και να αποστασιοποιηθεί ολοκληρωτικά και αποφασιστικά από το σταλινισμό.
Το γεγονός αυτό του δημιουργούσε ένα υπαρξιακό πρόβλημα που προσπάθησε να το λύσει κατασκευάζοντας τη θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» και να την προβάλλει σαν την αποφασιστική τομή που το διακρίνει από τις θέσεις της υπόλοιπης αριστεράς. Για το σκοπό αυτό το ΝΑΡ υιοθέτησε αποσπασματικά και με ένα στρεβλό τρόπο μερικά στοιχεία από την θεωρία των μακρών κυμάτων της καπιταλιστικής εξέλιξης. Αποδεχόταν ότι μετά την ονομαζόμενη «πετρελαϊκή κρίση» 1970-73, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία μπήκε σε μια μακρά περίοδο ύφεσης που κυριαρχείται από τη τάση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους που κατέληξε στην εκδήλωση της οικονομικής κρίσης από το 2008. Όμως τη περίοδο αυτή δεν την αντιλαμβανόταν σαν μια περίοδο (σπειροειδούς) ύφεσης που είναι ενταγμένη στη γενικότερη κίνηση των μακρών κυμάτων της ιστορίας της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, ώστε να διδαχθεί και από τα γενικότερα συμπεράσματα αυτής της θεωρίας. Κατέφευγε έτσι σε ορισμένες χοντροκομμένες ερμηνείες και αυθαίρετα συμπεράσματα. Την περίοδο αυτή την ονόμασε «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» που την διακρίνει από το προηγούμενο στάδιο του «ιμπεριαλιστικού – μονοπωλιακού καπιταλισμού». Βασικό «δομικό στοιχείο» αυτού του νέου σταδίου σύμφωνα με τους θεωρητικούς του ΝΑΡ αποτελεί μια ποιοτική διαφοροποίηση σε σχέση με το «προηγούμενο στάδιο του ιμπεριαλιστικού-μονοπωλιακού καπιταλισμού». Όπως έχουμε αναλύσει και στο Σπάρτακο, αυτή η ποιοτική διαφοροποίηση είναι ανύπαρκτη.
Ωστόσο ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» επιτελεί έναν διαφορετικό αλλά κρίσιμο ρόλο στην συνολική κοσμοαντίληψη του ΝΑΡ. Αφήνοντας πίσω του το στάδιο του «ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού» το ΝΑΡ αφήνει πίσω του και το δικό του στάδιο της «παραδοσιακής» σταλινικής αντιιμπεριαλιστικής ρητορικής. Ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» επιτρέπει να ξεπεραστούν με ανώδυνο τρόπο, σαν οριστικά ξεπερασμένες (και επομένως περιττό να ασχοληθούμε μαζί τους), οι θεωρίες των σταδίων και της εξάρτησης που αποτέλεσαν για πολλά χρόνια την βασική αντίληψη των σταλινικών κομμάτων και σταλινογενών ρευμάτων και το κυριότερο, που συνδέονται με όλα τα κρίσιμα ζητήματα της ιστορίας του ελληνικού (και όχι μόνο) εργατικού κινήματος. Το ΝΑΡ προσπαθεί έτσι να αποφύγει να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο, να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την ιστορική αλήθεια και τις ρίζες της σημερινής κακοδαιμονίας της αριστεράς. Αντίθετα μάλιστα το ΝΑΡ εκδηλώνει κάπως ντροπαλά την επιθυμία να αποτελεί το ίδιο την αυθεντικότερη συνέχεια της ηρωικής λαϊκομετωπικής μυθολογίας του σταλινισμού.
Τα προηγούμενα χρόνια το ΝΑΡ συμμετείχε συστηματικά σε καμπάνιες που στόχευαν μονοθεματικά στην έξοδο από την ΕΕ και στήριζε πρόθυμα επιτροπές οικονομολόγων που προσπαθούσαν να προβάλλουν την αποδέσμευση από την ΕΕ σαν την λύση για την οικονομική ύφεση της χώρας, ξεκομμένα από τα μεταβατικά εκείνα αιτήματα που την συνδέουν με κοινωνική ανατροπή και τη σοσιαλιστική πρόταση. Δεν αντιλαμβανόταν ότι μια τέτοια πολιτική θέση έρχονταν σε πλήρη αντίφαση με τις διακηρυγμένες προγραμματικές του θέσεις που απέρριπταν τη «θεωρία των σταδίων».
Αποτέλεσμα όλης αυτής της αντιφατικής πορείας και θεωρητικής σύγχυσης είναι τα νεότερα μέλη του ΝΑΡ να μην μπορούν να αποκτήσουν μια στέρεη ιδεολογική συγκρότηση και κυρίως να μην κατανοούν το ρόλο και την αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος και του μεταβατικού προγράμματος. Το ΝΑΡ συμμετείχε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει ποιος ακριβώς θα έπρεπε να είναι το στόχος της δημιουργίας της. Κυρίως την αντιλαμβάνεται σαν ένα ευρύτερο μέτωπο, κάπως μονιμότερο από ένα εκλογικό μέτωπο, με χαλαρές εσωτερικές λειτουργίες. Αν δεν πρόβαλλε προσκόμματα στην λειτουργία των τοπικών οργανώσεων αντίστοιχα με αυτά του ΣΕΚ, τουλάχιστον δεν κατέβαλλε καμμιά συστηματική προσπάθεια για τη βελτίωσή της.
Η ένταξη της ΟΚΔΕ-Σπ. και οι επιπτώσεις της
Η ΟΚΔΕ-Σπ., σε αντίθεση από την πλειοψηφία των οργανώσεων που συμμετείχαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στον λεγόμενο «Χώρο Διαλόγου» και στη συνέχεια στο Κοινωνικό Φόρουμ, δεν προσχώρησε τελικά στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συστηματικές αναλύσεις και θέσεις της οργάνωσης απέναντι στον ρεφορμισμό και ειδικότερα απέναντι στο ρεύμα του ελληνικού ευρωκομουνισμού, την βοήθησαν να διατηρήσει αποστάσεις και να διαγνώσει έγκαιρα την μοιραία κυριαρχία του ρεφορμισμού και την περιθωριακή, δορυφορική λειτουργία των μικρών αντικαπιταλιστικών οργανώσεων που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ το 2004, αντίθετα από τις βαρύγδουπες ιδρυτικές διακηρύξεις περί ισοτιμίας.
Η μέχρι τότε τακτική της οργάνωσης να συμμετέχει στα πλατιά μετωπικά σχήματα και τις μεγάλες κινηματικές διαδικασίες του Κοινωνικού Φόρουμ, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε την πολιτική της ανεξαρτησία και τις σαφείς αποστάσεις της από το ρεφορμισμό, της έφεραν οργανωτικά κέρδη με δύο διαδοχικές προσχωρήσεις ομάδων αγωνιστών του επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος από διαφορετικές ιστορικές παραδόσεις. Ασφαλώς η μέχρι τότε κυριότερη κινηματική δραστηριότητα της οργάνωσης περιστρέφονταν γύρω από τις πρωτοβουλίες του «Δικτύου» με το οποίο η ηγεσία διατηρούσε στενούς δεσμούς.
Η πλειοψηφική τάση της οργάνωσης συγκροτούνταν κυρίως από νέους διανοούμενους που είχαν πολιτικοποιηθεί κατά τη δεκαετία του 1990 και έφερναν έντονα τα σημάδια του πεσιμιστικού πολιτικού κλίματος εκείνης της περιόδου υποχώρησης του εργατικού κινήματος. Ο ακραίος εμπειρισμός του «Δικτύου» συνδυάζονταν έτσι συχνά με στοιχεία από πεσιμιστικό μεταμοντερνισμό αλλά και κάποια δόση διανοουμενίστικου ντιλεταντισμού που τους επέτρεπε να διατηρούν κάποιες αποστάσεις. Η πλειοψηφική τάση σε γενικές γραμμές επηρεάζονταν και συμφωνούσε με τις αναλύσεις και τις επιλογές της Ε.Γ. της 4ης Δ, όπως για παράδειγμα τη συμμετοχή του βραζιλιάνικου τμήματος στην κυβέρνηση Λούλα.
Η συμμετοχή στο ΕΝΑΝΤΙΑ επέτρεψε στην ΟΚΔΕ-Σπ. να συμμετάσχει στη συνέχεια στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να έρθει σε επαφή με οργανώσεις με τις οποίες δεν είχε προηγουμένως πολιτική συγγένεια ή κάποια στενή κινηματική συνεργασία. Ασφαλώς η αναγκαστική απομάκρυνση από το «Δίκτυο» που ακολούθησε το δρόμο του ΣΥΡΙΖΑ και με το οποίο η πλειοψηφία της οργάνωσης διατηρούσε έναν μικρόκοσμο στενών προσωπικών σχέσεων και κοινών δραστηριοτήτων, προκάλεσε στην τότε ηγεσία μια σχετική αμηχανία που γρήγορα θα εξελιχθεί σε δυσφορία μπροστά στις απαιτήσεις ενός διαφορετικού και πολύ πιο σύνθετου πολιτικού περιβάλλοντος.
Ωστόσο αρχικά η τότε πλειοψηφία αντιμετώπισε τη συμμετοχή στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με υπερβάλλοντα ενθουσιασμό, θεωρώντας ότι το εγχείρημα εντάσσεται στην λογική των ευρύτερων ανασυνθέσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που προωθούσε η ΕΓ της 4ηςΔ. Άλλωστε η ΟΚΔΕ-Σπ. διακήρυττε σταθερά τον προσανατολισμό της προς την ευρύτερη ανασύνθεση της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, συμμετέχοντας στο πρώιμο εγχείρημα της ΕΑΣ.
Σε πρώτη ανάγνωση, η ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έμοιαζε πράγματι να συμφωνεί με την γενικότερη στρατηγική αντίληψη για την δημιουργία αντικαπιταλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη της Ε.Γ. της 4ηςΔ και συνέπιπτε χρονικά με τη δημιουργία του NPA στη Γαλλία (6-8 Φεβρουαρίου 2009). Η μηχανική μεταφορά αυτής της αντίληψης στην ελληνική πραγματικότητα, που οφείλονταν στο κύρος και στην καταλυτική επιρροή που ασκούσε η ηγεσία της Ε.Γ. πάνω στην τότε πλειοψηφία της ΟΚΔΕ-Σπ. δεν άφηνε περιθώρια για κριτικές προσεγγίσεις. Το παράδειγμα της αυτοδιάλυσης και διάχυσης της LCR μέσα στο NPA, παρακινούσε αυτόματα την τότε ηγεσία της ΟΚΔΕ-Σπ. να μιμηθεί το γαλλικό εγχείρημα, χωρίς να εξετάζει τα εντελώς διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των οργανώσεων που συγκροτούσαν το NPA από αυτά των οργανώσεων που συμμετείχαν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και χωρίς να υπάρχουν ακόμη οι ενδείξεις για την πορεία αυτής της επιλογής που αποδείχθηκε τελικά καταστροφική και για το γαλλικό τμήμα, το σημαντικότερο τμήμα της 4ης Δ.
Η μέχρι τότε μειοψηφική τάση της ΟΚΔΕ-Σπ. είχε ήδη αντιπαρατεθεί συστηματικά και τεκμηριωμένα, από το 1995, στην λαθεμένη στρατηγική και στις επιλογές της Ε.Γ. της 4ης Δ που οδήγησαν στις βεβιασμένες συγκροτήσεις κομματικών σχηματισμών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Μια στρατηγική που είχε ολέθρια αποτελέσματα για τα τμήματα της 4ηςΔ σε μια σειρά από χώρες αλλά και στο φιάσκο της Βραζιλίας. Η μειοψηφική τάση της ΟΚΔΕ-Σπ. είχε συγκροτηθεί αρχικά από πιο έμπειρους συντρόφους μεγαλύτερης ηλικίας, που είχαν πολιτικοποιηθεί σε προηγούμενες περιόδους ανόδου των εργατικών αγώνων, πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ανέλυσαν και πρόβλεψαν την επερχόμενη οικονομική κρίση του 2008, κερδίζοντας κύρος και αξιοπιστία.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 2000 η τάση της μειοψηφίας ενισχύθηκε σημαντικά από την προσχώρηση στην οργάνωση νέων φοιτητών που είχαν πολιτικοποιηθεί στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος 2006-7. Η συμμετοχή τους στα ΕΑΑΚ τους είχε ήδη φέρει σε γνωριμία με τις οργανώσεις που συγκροτούσαν την ΑΝΥΑΡΣΥΑ.
Η μειοψηφία της ΟΚΔΕ-Σπ. αντιμετώπισε με διαφορετικό πνεύμα τη συγκρότηση τη ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Χωρίς να απορρίπτει τη συμμετοχή στο σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφού ανέλυσε ψύχραιμα τα χαρακτηριστικά των οργανώσεων που συμμετείχαν, διέγνωσε τον μετωπικό χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εξέφρασε τις επιφυλάξεις της για την επιπόλαιη αισιοδοξία της πλειοψηφίας σχετικά με την δυνατότητα πολιτικής ενοποίησης. Η τακτική της ανεξάρτητης οικοδόμησης της οργάνωσης δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να εγκαταλειφθεί, παράλληλα με την συμμετοχή της στο μετωπικό σχήμα.
Τα προβλήματα στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίστηκαν πολύ γρήγορα, εξανεμίζοντας τις αβάσιμες ελπίδες της τότε ηγεσίας της ΟΚΔΕ-Σπ. που αμέσως αναδιπλώθηκε σε μια στείρα, μίζερη απορριπτική στάση. Άλλωστε η ανοιχτή προτίμηση της Ε.Γ. της 4ηςΔ προς το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, κατά κάποιον τρόπο απενοχοποιούσε την τότε ηγεσία γι’ αυτήν την νέα, στείρα, απορριπτική στάση της προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς όμως από την άλλη να τολμά να ολοκληρώσει την ρήξη και να ακολουθήσει το παράδειγμα του «Δικτύου» και των άλλων «φιλικών» προς την Ε.Γ. της 4ηςΔ οργανώσεων στον δρόμο τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έναν δρόμο που η ίδια είχε επανειλημμένα αποκηρύξει.
Η φανερή αδυναμία της μέχρι τότε ηγεσίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συμμετοχής στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η συγκροτημένη και ισορροπημένη πολιτική πρόταση της μέχρι τότε μειοψηφίας, η συμμετοχή στην τάση των νέων φοιτητών που μετέφεραν μέσα στην οργάνωση τις πρόσφατες αγωνιστικές εμπειρίες τους και ένα νέο κλίμα οπτιμισμού και αγωνιστικότητας, έφερε την ανατροπή και την αλλαγή της ηγεσίας από το 2010.
Η ένταξη της ΟΚΔΕ-Σπ. στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ προκάλεσε ωστόσο και τα σεχταριστικά ανακλαστικά της ομάδας των συντρόφων που συγκροτούσαν τότε την τάση της ΤΕΜΑ που αποχώρησαν.
Η συμμετοχή της ΟΚΔΕ-Σπ. στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιστεύουμε ότι, παρά το μικρό της μέγεθος, υπήρξε σημαντική για το εγχείρημα καθώς ήταν η μόνη οργάνωση που είχε μια ξεκάθαρη και σαφή πρόταση για την εσωτερική δημοκρατική λειτουργία, για την ανάγκη δημιουργίας μόνιμου κεντρικού μηχανισμού με γραφεία και έντυπο. Υπήρξε η πρώτη που έθεσε με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο το ζήτημα της σοσιαλιστικής κατεύθυνσης που θα πρέπει να έχει απαραίτητα η θέση για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ. Υπήρξε η πρώτη που επεσήμανε την ανάγκη δημιουργίας ενός πλατιού αντιφασιστικού κινήματος απέναντι στην άνοδο της ΧΑ. Πήρε σαφή και ξεκάθαρη θέση από τη πρώτη στιγμή για το μεταναστευτικό και για το LGBT. Διατύπωσε μια ξεκάθαρη διεθνιστική θέση για το Μακεδονικό και τα Ελληνοτουρκικά. Τέλος ήταν η μόνη οργάνωση που υποστήριξε επίμονα και σταθερά την ανάγκη για την πολιτική ανεξαρτησία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι στον ρεφορμισμό. Θέσεις που αν δεν έγιναν δεκτές στο σύνολό τους, επηρέασαν και μετατόπισαν θετικά τις οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η περίοδος της κινηματικής ανόδου 2010-11
Η πρώτη «μνημονιακή» περίοδος 2010-11, δεν χαρακτηρίσθηκε μόνο από τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις που πλημύρισαν τους δρόμους της Αθήνας και των μεγάλων πόλεων με την λαϊκή οργή, αλλά και από την εμφάνιση νέων κινημάτων με κάποιες νέες, πρωτόγνωρες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης. Τα νέα κινήματα δεν φιλοδοξούσαν μόνο στο να αντισταθούν στην πολιτική της επιβολής των αντικοινωνικών μέτρων (κίνημα «πλατειών» και λαϊκών συνελεύσεων, κίνημα «δεν πληρώνω» κλπ.) αλλά επίσης φιλοδοξούσαν να αναλάβουν και κάποιες λειτουργίες παροχής κοινωνικών υπηρεσιών από το κατεδαφιζόμενο «κράτος πρόνοιας» (π.χ. κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες), ή ακόμη προμήθειας και διακίνησης ορισμένων καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. χαριστικά-ανταλλακτικά παζάρια, «τράπεζες» υπηρεσιών, «κίνημα της πατάτας» κλπ.). Τα κινήματα αυτά παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ασύνδετα μεταξύ τους και δεν απέκτησαν ανώτερες οργανωτικές μορφές και δευτεροβάθμια όργανα που θα τους έδιναν τη δυνατότητα κεντρικού συντονισμού των δράσεων και αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική. Αυτές οι μορφές αυτο-οργάνωσης απείχαν πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι «δυαδικής εξουσίας». Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη περίοδο αυτή ενυπήρχαν αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία μιας προεπαναστατικής περιόδου, ενώ η υποχώρησή τους από την προεκλογική περίοδο της άνοιξης του 2012 και μετά συνδέεται άμεσα με ένα γενικό κλίμα απογοήτευσης και σχετικής παθητικότητας που επικράτησε, αλλά και με την άνοδο του νεοναζισμού. Για την υποχώρηση αυτή μεγάλη ευθύνη φέρουν χωρίς αμφιβολία τα κόμματα της «επίσημης», κοινοβουλευτικής αριστεράς.
Η στάση των κομμάτων της «επίσημης» αριστεράς απέναντί τους, μας είναι λίγο –πολύ γνωστή. Είδαμε την απαράδεκτα εχθρική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ που φρόντισε με κάθε τρόπο να απομονώσει τις κομματικές του δυνάμεις ώστε να μην έλθουν σε καμιά επαφή με τα νέα κινήματα και επιπλέον να αξιοποιήσει κάθε αδυναμία τους και κάθε ευκαιρία για να τους επιτεθεί και να τα αποδυναμώσει. Είδαμε ακόμη την επιφυλακτική στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που αντίθετα από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις της ηγεσίας, κράτησαν επιμελώς αποστάσεις ασφαλείας, καθώς τα κινήματα αυτά αναπτύσσονται έξω από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και δεν έχουν σχέση από την λεγκαλιστική πολιτική τους. Η στάση των αναρχικών και αντι-εξουσιαστών μπορούμε να πούμε ότι γενικά υπήρξε επιφυλακτική και επιλεκτική. Συμμετείχαν ενεργά κυρίως σε κινήσεις που μπορούσαν να ελέγχουν απόλυτα, αποκαλύπτοντας έτσι μια βαθιά σεχταριστική αντίληψη.
Οπωσδήποτε η πλειοψηφία των αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως και της υπόλοιπης αντικαπιταλιστικής αριστεράς πήρε ενεργό μέρος στα κινήματα, πολλές φορές με σημαντικές πρωτοβουλίες και πάντοτε στη πρώτη γραμμή. Όμως οι παρεμβάσεις τους γίνονταν χωρίς έναν κεντρικό σχεδιασμό και χωρίς στόχευση και το κυριότερο χωρίς να έχουν οι ίδιοι μια πλήρη συνείδηση της σημασίας αυτών των κινημάτων στα οποία συμμετείχαν, για την συνολική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Αιτία ασφαλώς ο κατακερματισμός των δυνάμεων, ο ανταγωνισμός των οργανώσεων, οι διαφορετικές και ελλιπείς προσεγγίσεις της πολιτικής κατάστασης αλλά κυρίως η ισχυρή πίεση του ρεφορμισμού από τα δεξιά.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς υπήρξε το κυριότερο εγχείρημα συσπείρωσης και συντονισμού των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, ανέδειξε αυτές ακριβώς τις δυνατότητες αλλά και τις αδυναμίες. Από τη μια μεριά το γεγονός της εμπλοκής των αγωνιστών της στα κινήματα συνέβαλλε στο να καταγραφεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με θετικό τρόπο στη συλλογική λαϊκή συνείδηση, από την άλλη η δράση τους δεν κατόρθωσε να αποτελέσει έναν καταλύτη στην εξέλιξη των κινημάτων σε μια ανώτερη μορφή.
Μπροστά στην εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ
Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, μετά από ένα μαραθώνιο κοπιαστικών διαβουλεύσεων μεταξύ των ηγεσιών των οργανώσεων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατόρθωσε επιτέλους να αρθρώσει έναν όχι ασήμαντο πολιτικό λόγο, με το να προτείνει ένα στοιχειώδες πρόγραμμα για τις εκλογές της άνοιξης του ’12. Όμως το στοιχειώδες αυτό πρόγραμμα δεν προέκυψε μέσα από μια πλατιά πολιτική συζήτηση και ζύμωση στις τοπικές επιτροπές της βάσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά μέσα από μια ρουτινιέρικη «κοπτοραπτική» των διαφορετικών θέσεων στις συναντήσεις των ηγεσιών, προκειμένου να βρεθεί ένα σημείο φραστικής ισορροπίας.
Η κοινωνική της «αναγνωρισημότητα» που είχε αποκτήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την προηγούμενη περίοδο της ανόδου των κινημάτων, αποδείχθηκε στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2012 στις οποίες συγκέντρωσε 75.428 ψήφους και ποσοστό 1,19%. Το μεγαλύτερο που έχει ποτέ συγκεντρώσει σε ελληνικές βουλευτικές εκλογές οργάνωση ή σχηματισμός της άκρας αριστεράς.
Με την έναρξη της περιόδου υποχώρησης των κινημάτων, από την άνοιξη του ’12 θα περίμενε κανένας να ξεκινήσει μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τουλάχιστον μια κριτική αποτίμηση των εμπειριών της προηγούμενης περιόδου και να ανοίξει ίσως μια γόνιμη συζήτηση πάνω στην ανάγκη για τη χάραξη μιας στρατηγικής. Δεν αξιοποιήθηκε η ευκαιρία για μια συστηματική παρουσίαση των διαφορετικών προσεγγίσεων καθώς βαδίζαμε στο συνέδριο του Ιουνίου του ’13. Μια πολιτική αντιπαράθεση με επιχειρήματα και δημοκρατικούς κανόνες, θα πλούτιζε το προβληματισμό και θα αναβάθμιζε τη δημοκρατική λειτουργία στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως η αντιπαράθεση έγινε σχεδόν αποκλειστικά στη βάση των αριθμητικών συσχετισμών των οργανώσεων χωρίς να δοθεί η ευκαιρία να εκτεθούν και αναπτυχθούν μέσα από ένα διάλογο στις οργανώσεις της βάσης, οι διαφορετικές απόψεις.
Η «δεξιά πτέρυγα» ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ, εμφάνισε αμέσως τις αδυναμίες της με τον προσανατολισμό της προς την λεγόμενη «συμπόρευση» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το Σχέδιο Β’ του Αλαβάνου που από τότε μονοπώλησε την εσωτερική συζήτηση. Υποστήριζαν με φανατισμό την «συμπόρευση» με μια μικρή, αρχηγική, ρεφορμιστική οργάνωση, σχεδόν ανύπαρκτη μέσα στα κινήματα και πίστευαν ότι η «συμπόρευση» αυτή θα λύσει ως δια μαγείας το πρόβλημα της κοινωνικής απεύθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις πλατιές λαϊκές μάζες. Από τη μεριά της, η πολιτική πρόταση του Σχεδίου Β’, ήταν απολύτως ενταγμένη στη λογική της διαχείρισης του αστικού κράτους και σε μεταρρυθμιστικές απόψεις για τις δομές της ΕΕ. Την «συμπόρευση» δεν την αντιλαμβανόταν σαν μια απλή εκλογική συνεργασία μέσα στην οποία ο καθένας θα διατηρούσε ακέραιο το πρόγραμμά του, αλλά σαν μια συμμαχία με ενιαία πολιτική έκφραση.
Προκειμένου λοιπόν να επιτύχουν αυτή την πολυπόθητη «συμπόρευση», οι υποστηρικτές της μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν πρόθυμοι να ακρωτηριάσουν ακόμη και το συμφωνημένο με τόσο κόπο, κεντρικό, στοιχειώδες πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απαλείφοντας το σύνθημα της «εξόδου από την ΕΕ». Το σημείο δηλαδή που οι ίδιοι, όλο το προηγούμενο διάστημα της συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θεωρούσαν ιερό και απαράβατο όρο, απόλυτο σημείο αναφοράς και υπέρτατο κριτήριο για την κατάταξη των οργανώσεων μέσα στο φάσμα της αριστεράς. Η ευκολία με την οποία δέχθηκαν αυτόν τον ακρωτηριασμό, προκειμένου να προσεταιρισθούν μια «σημαντική προσωπικότητα» που θα τους έφερνε ίσως εγγύτερα στην «επίσημη» αριστερά και στους απώτερους σχεδιασμούς για μια «κυβέρνηση της αριστεράς», θα πρέπει να μας προϊδεάζει για το πόσο εύκολα μπορούν να βρεθούν οι κατάλληλες προφάσεις για να εγκαταλειφθούν, από τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών οργανώσεων, οι προγραμματικές δεσμεύσεις και τα μεγάλα λόγια, όταν βρεθούν μπροστά σε κρίσιμα, αποφασιστικά διλήμματα.
Στις εκλογές του Μαΐου του 2014 για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το κόμμα του Αλαβάνου συγκέντρωσε μόλις 11.307 ψήφους και ποσοστό 0,20%. Στις ίδιες εκλογές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκέντρωσε 41.299 ψήφους και ποσοστό 0,72%. Η εκλογική αποτυχία, για έναν ρεφορμιστικό πολιτικό σχηματισμό όπως το Σχέδιο Β’, επιβεβαίωνε την κοινωνική του ασημαντότητα και σήμαινε το ουσιαστικό τέλος της ύπαρξής του. Το μάθημα αυτό ωστόσο δεν στάθηκε αρκετό για να νουθετήσει τους οπαδούς της «παναριστεράς» μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι ακόρεστες φιλοδοξίες τους για εκλογικούς θριάμβους δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τα διαχρονικά πενιχρά αποτελέσματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Πορεία οργανωτικής συρρίκνωσης
Αν η συμπόρευση με το Σχέδιο Β’ και τον Αλαβάνο τελικά ναυάγησε, η έλξη της ΛΑΕ και του Λαφαζάνη αποδείχθηκε ακατανίκητη. Η δημιουργία της ΛΑΕ τον Αύγουστο του 2015, μετά από το δημοψήφισμα-φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ, πραγματοποιήθηκε από την πλειοψηφία της «Αριστερής Πλατφόρμας» που αποτελούσε και την μεγαλύτερη μέχρι τότε εσωκομματική ομαδοποίηση. Η συμμετοχή, στην ίδρυση της ΛΑΕ, 25 ήδη εκλεγμένων βουλευτών και 53 μελών της κεντρικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, η υποστήριξή της από μια σειρά πρώην υπουργούς και γνωστές «προσωπικότητες» της αριστεράς (Γλέζος, Αλαβάνος, Κωνσταντοπούλου, Στρατούλης, Βαλαβάνη, Λεοτσάκος, Χουντής, Ήσυχος κλπ.) δημιουργούσαν ένα διθυραμβικό κλίμα στο οποίο ήταν αδύνατον πλέον να αντισταθούν οι οπαδοί της παναριστεράς της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ.
Είναι αλήθεια ότι αρχικά στο εγχείρημα της ΛΑΕ συμμετείχαν επίσης μια σειρά οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (ΔΕΑ, Κομμουνιστική Τάση, Ανασύνταξη κλπ.) που δεν πτοήθηκαν από τις πατριωτικές κορώνες του Λαφαζάνη, από την έξοδο από την ΕΕ με στόχο την «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» και την επιστροφή στη δραχμή, από τις σταλινικές αναφορές και πρακτικές της ηγεσίας. Δεν έλειψαν τότε επίσης και οι παραινέσεις και οι πιέσεις από οργανώσεις της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής αριστεράς προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προσχωρήσει ή τουλάχιστον να στηρίξει εκλογικά την ΛΑΕ.
Έτσι οι ΑΡΑΝ ΑΡΑΣ εγκατέλειψαν χωρίς δισταγμό ότι είχε οικοδομηθεί με κόπο στα προηγούμενα χρόνια των κοινωνικών αγώνων, πιστεύοντας ότι θα δρέψουν τους εύκολους καρπούς μιας μικρής εκλογικής νίκης. Όμως οι ελπίδες για μικρές εκλογικές νίκες και κοινοβουλευτικές παρουσίες, για μια φορά ακόμη, διαψεύσθηκαν αμέσως και οικτρά. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η ΛΑΕ πέρα από κάθε προσδοκία δεν κατόρθωσε να περάσει το πολυπόθητο κατώφλι του 3% για να μπει στη Βουλή. Συγκέντρωσε 155.242 ψήφους και ποσοστό 2,87%. Η πολιτική της διαδρομή είχε ουσιαστικά τελειώσει και η μια μετά την άλλη οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς την εγκατέλειπαν (Κομμουνιστική Τάση, Ανασύνταξη, Ανασύνθεση, ΔΕΑ κλπ.). Τα επόμενα χρόνια, η πορεία του Λαφαζάνη και τα υπόλοιπα της ΛΑΕ, εκτός από την ουσιαστική ανυπαρξία τους στο εργατικό και τα κοινωνικά κινήματα, αποκάλυψαν μια αποκρουστική, βαθιά συντηρητική, εθνικιστική, ιδεολογική φυσιογνωμία.
Η αποχώρηση των δύο οργανώσεων ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ τον Αύγουστο του 2015, μετά από το δημοψήφισμα και το φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ και η προσχώρησή τους στη ΛΑΕ, σηματοδότησε την πορεία της οργανωτικής συρρίκνωσης τη ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο η εκλογική της απήχηση όπως αποδείχθηκε στις δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 ελάχιστα ή καθόλου δεν επηρεάστηκε από το γεγονός αυτό. Στις εκλογές του Ιανουαρίου συγκέντρωσε 39.455 ψήφους και ποσοστό 0,64% και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 46.096 ψήφους και ποσοστό 0,85%.
Το πολύτιμο κεφάλαιο που παραμένει
Ωστόσο η πλειοψηφία των πολιτικά έμπειρων αγωνιστών, με διαρκή παρουσία στο συνδικαλισμό και στα κοινωνικά κινήματα, με μακρά κοινωνική παρουσία και αναγνωρισιμότητα, δεν ανήκε στις οργανώσεις της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ, αλλά στις οργανώσεις που παρέμειναν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που αναφέρονταν ή υποστηρίχθηκαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημείωσαν όλη τη περίοδο από το 2015 μέχρι και σήμερα άνοδο ή σταθερότητα. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα πολύτιμο αλλά δυστυχώς και το μοναδικό κεφάλαιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Επιβεβαίωση για την τοπική κοινωνική ακτινοβολία της δραστηριότητας των αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσαν τα αποτελέσματα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, που δύο φορές ανέδειξαν 12 περιφερειακούς συμβούλους στις 12 περιφέρειες που κατέβασε συνδυασμούς και αρκετούς δημοτικούς συμβούλους στις μεγάλες πόλεις. Για πρώτη φορά ένας αντικαπιταλιστικός πολιτικός σχηματισμός απόκτησε πανεθνική παρουσία και απήχηση με ένα στοιχειώδες ριζοσπαστικό πρόγραμμα.
Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί και να εξειδικεύσει το στοιχειώδες πρόγραμμα που είχε καταρτήσει την άνοιξη του 2012. Οι θέσεις της απέναντι στα ζητήματα της κεντρικής πολιτικής που ανέκυπταν διαρκώς ήταν συνήθως το αποτέλεσμα ενός άνευρου φραστικού συμβιβασμού των θέσεων των δύο μεγαλύτερων οργανώσεων.
Η έλλειψη ενός μόνιμου κεντρικού μηχανισμού στελεχών με ένα έντυπο και γραφεία, δεν επιτρέπει την προβολή και την αξιοποίηση των επιμέρους συνδικαλιστικών και κινηματικών επιτυχιών των αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αλλά ούτε επίσης μια σοβαρή και συστηματική συζήτηση μεταξύ των οργανώσεων. Η παρουσία και οι θέσεις των περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξαντλούνται άσκοπα μέσα στις συνεδριάσεις των αντίστοιχων συμβουλίων. Οι τοπικές οργανώσεις της δεν λειτουργούν καθόλου ή λειτουργούσαν υποτυπωδώς μόνο τις προεκλογικές περιόδους. Το αποτέλεσμα είναι οι ανένταχτοι αγωνιστές να απομακρύνονται και ακόμη σημαντικότερο να είναι αδύνατη η προσέλκυση νέων αγωνιστών σε μια ανύπαρκτη οργανωτικά δομή.
Η έλλειψη πολιτικής συγκρότησης από τη μια μεριά και η απογοήτευση από τη στασιμότητα από την άλλη, έφερε νέες τριβές αυτή τη φορά στο εσωτερικό του ΝΑΡ, με αποτέλεσμα την αποχώρηση της ομάδας της «Μετάβασης», αποτελούμενης κυρίως από νέους πολιτικοποιημένους στο φοιτητικό κίνημα 2006-7, που αλληθώριζαν εδώ και καιρό προς τον ρεφορμισμό και το όραμα της «παναριστεράς».
Η ΟΚΔΕ-Σπ. γνώρισε τη διάσπαση της ομάδας ΤΠΤ, που οφείλονταν κυρίως στην υποταγή αυτών των συντρόφων στις πολιτικές αντιλήψεις της ΕΓ της 4ηςΔ. Οι νέες απόπειρες να συγκροτηθούν τα ρεφορμιστικά «παναριστερά» μορφώματα ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ και ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, με θολές θέσεις και ακαθόριστους προσανατολισμούς, βρίσκονται πολύ κοντύτερα στο πνεύμα και στις αντιλήψεις της ΕΓ της 4ηςΔ. Επιπλέον οι αντιπολιτευτικές θέσεις της πλειοψηφίας της ΟΚΔΕ-Σπ. προς την ΕΓ της 4ηςΔ, μάλλον είχαν καταστεί γι’ αυτούς αφόρητες.
Νέα εποχή-νέες απαιτήσεις
Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή του πολιτικού τοπίου. Οι συνδυασμένες συνέπειες της πανδημίας, της οικονομικής κρίσης, της κλιματικής αλλαγής οξύνονται από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανίας, που πυροδοτεί επίσης τις παγκόσμιες ανακατατάξεις και περιφερειακές εντάσεις που κυοφορούνταν από καιρό. Ο κόσμος μας κινδυνεύει να αφανιστεί από μια νέα ιμπεριαλιστική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα. Η επαπειλούμενη κολοσσιαία σύγκρουση επικαθορίζει πλέον όλες τις επιμέρους εξελίξεις. Ήδη προκαλούνται και σύντομα θα ενταθούν κοινωνικοί σεισμοί σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η νέα περίοδος πολέμων και κοινωνικών συγκρούσεων που ανοίγεται μπροστά μας πρέπει να βρει αυτή τη φορά την αντικαπιταλιστική αριστερά καλύτερα συγκροτημένη, πολιτικά και οργανωτικά.
Ασφαλώς κάποιοι περιορίζονται απλώς σε γενικόλογες πατσιφιστικές εκκλήσεις. Κάποιοι άλλοι, διατελώντας σε πλήρη πολιτική σύγχυση, συντάσσονται με το δυτικό στρατόπεδο, υπεράσπισης των αστικοδημοκρατικών αξιών απέναντι στον «βάρβαρο Ρώσο εισβολέα». Κάποιοι άλλοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη νίκη των καθεστώτων του αντίπαλου στρατοπέδου Ρωσίας-Κίνας, χωρίς να είναι σε θέση να διαγνώσουν τη ιμπεριαλιστική φύση τους. Οι αντιλήψεις αυτές είναι καταδικασμένες να σαρωθούν κάποια στιγμή από τις κατακλυσμιαίες κοινωνικές συνέπειες των πολέμων. Η ανεπάρκεια και η φυγομαχία των κάθε λογής ρεφορμιστικών κομμάτων και σχηματισμών θα ξεγυμνωθούν μπροστά τα μάτια των εργατικών τάξεων.
Ωστόσο όπως μας έχουν δείξει το κίνημα για τον πυρηνικό αφοπλισμό, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όπως και το αντιπολεμικό κίνημα στον πόλεμο του Βιετνάμ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αρχές της δεκαετίας του 1970, (για να μην ανατρέξουμε στον Α’ ΠΠ και την διακήρυξη του Τσίμερβαλντ) για τη συμμετοχή σε ένα πλατύ, μαζικό κίνημα αντιπολεμικό δεν θα πρέπει να μπαίνουν προγραμματικά προαπαιτούμενα. Πρέπει να γίνονται δεκτά και τα πατσιφιστικά ρεύματα και οι οργανώσεις που δεν αποβλέπουν σε στόχους πέρα από την άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών.
Αντίθετα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να συμμετέχει με ένα συγκεκριμένο αντιπολεμικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα αποβλέπει στην σοσιαλιστική διέξοδο με την μετατροπή των πολέμων σε εμφύλιους ταξικούς. Οι δυνάμεις που σήμερα εξακολουθούν να συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν ήδη τη βασική αντίληψη ότι ο αντίπαλος που πρέπει να αντιπαλέψουμε είναι ο ταξικός αντίπαλος βρίσκεται στη δική μας πλευρά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαθέτει ήδη ένα πολύτιμο κεφάλαιο έμπειρων και δοκιμασμένων αγωνιστών που πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα. Για το σκοπό αυτό η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος πρέπει να προτείνει:
-
Την επεξεργασία του στοιχειώδους προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον εμπλουτισμό του με τις αντιπολεμικές θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού.
-
Παράλληλα να καθιερωθεί η τακτική συνάντηση των τοπικών οργανώσεων σε δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση με στόχο την ανάπτυξη της αντιπολεμικής προπαγάνδας και των πρωτοβουλιών σε τοπικό επίπεδο.
-
Να επαναφέρει τις προτάσεις για κεντρικά γραφεία και κεντρικό στελεχιακό μηχανισμό που θα συντονίζει τη λειτουργία της αντιπολεμικής καμπάνιας.
-
Να επαναφέρει την πρόταση για έντυπο που θα βοηθήσει, εκτός των άλλων, στην ανάπτυξη του διαλόγου των οργανώσεων και στο ξεκαθάρισμα των θέσεων.
|
Αποτελέσματα Περιφερειακών Εκλογών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ |
||||
|
|
2014 |
2019 |
||
|
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ |
ΠΟΣΟΣΤΟ |
ΨΗΦΟΙ |
ΠΟΣΟΣΤΟ |
ΨΗΦΟΙ |
|
Αν. Μακεδονίας-Θράκης |
1,53 |
5.387 |
1,48 |
4.704 |
|
Αττικής |
2,09 |
33.475 |
1,77 |
28.215 |
|
Βόρειου Αιγαίου |
2,38 |
2.525 |
1,62 |
1.628 |
|
Δυτικής Ελλάδας |
2,04 |
8.187 |
1,39 |
5.399 |
|
Δυτικής Μακεδονίας |
1,81 |
3.443 |
1,49 |
2.699 |
|
Ηπείρου |
2,94 |
6.400 |
1,80 |
3.762 |
|
Θεσσαλίας |
2,23 |
9.870 |
1,42 |
5.948 |
|
Ιονίων Νήσων |
2,21 |
2.661 |
1,93 |
2.121 |
|
Κεντρικής Μακεδονίας |
2,63 |
25.842 |
1,85 |
17.031 |
|
Κρήτης |
2,35 |
8.198 |
2,06 |
6.865 |
|
Πελοπονήσου |
2,18 |
7.946 |
1,38 |
4.864 |
|
Στερεάς Ελλάδας |
3,36 |
11.093 |
1,39 |
4.440 |
|
ΣΥΝΟΛΟ |
2,29 |
125.027 |
1,67 |
87.676 |
Σημ1. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατέβασε συνδυασμούς στην περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου.
Σημ2. Τα συνολικά ποσοστά έχουν υπολογισθεί μεσοσταθμικά για τις 12 περιφέρειες στις οποίες κατέβασε συνδυασμούς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι σαν μέσος όρος των ποσοστών.
Παγκόσμια Συνέδρια
Βιβλιοθήκη






