Η Κίνα και ο Ιμπεριαλισμός[i]
Μετάφραση Νίκου Τ.
Περιθωριακή και ασήμαντη πριν από 40 χρόνια – αν αφήσουμε στην άκρη τη σημασία που είχε στην Ασία για τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ στον αγώνα του κατά της ΕΣΣΔ – η Κίνα έγινε σταδιακά, από την είσοδό της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, από τα μεγάλα κέντρα υπερ-κερδών πολυεθνικών από όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Αυτό της επέτρεψε να καθιερωθεί ως εξαγωγέας τελικών προϊόντων ή εξαρτημάτων χαμηλής τεχνολογίας. Αυτή η ολοένα και πιο σημαντική οικονομική θέση της επέτρεψε να αποκτήσει επιρροή στη διεθνή σκηνή, μέσω του εμπορίου και της διπλωματίας, ενώ εστίασε τις προσπάθειές της στο να κάνει την οικονομία της πιο σύνθετη και να αυξήσει την τοπική προστιθέμενη αξία και τον ανταγωνισμό για την ηγεσία στην καινοτομία. Σε ένα άλλο πρόσφατο άρθρο αναφέραμε τα διαδοχικά στάδια της καπιταλιστικής αποκατάστασης στην Κίνα, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο που επέβαλε το καθεστώς του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) όπου το κράτος διατηρεί εκτεταμένες εξουσίες, στον πυρήνα του οικονομικού προσανατολισμού και της κοινωνικής οργάνωση. Αυτός ο «υβριδισμός» μεταξύ κρατισμού και ηγετικής ένταξης στις ροές της παγκόσμιας κυκλοφορίας του κεφαλαίου είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης που χαρακτηρίζει την κινεζική οικονομική και κοινωνική διαμόρφωση σήμερα. Αυτές οι δύο όψεις είναι θεμελιώδεις για την κατανόηση της ιδιαίτερης πορείας της Κίνας, η οποία είναι διαφορετική από εκείνη οποιασδήποτε άλλης εξαρτημένης ή ημι-αποικιακής χώρας.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μαζί με την εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών που την κατέστησαν έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους σχεδόν κάθε χώρας στον πλανήτη, η Κίνα προσπάθησε να δημιουργήσει τον δικό της χώρο επιρροής και τη δική της οικονομική παρουσία, χρησιμοποιώντας διμερείς συμφωνίες σχετικά με το εμπόριο, τις επενδύσεις, τη διπλωματία και ακόμη και την εγκατάσταση υποδομών που σχετίζονται με την ασφάλεια (όπως ο διαστημικός σταθμός παρατήρησης Neuquén). Κατά την πρώτη δεκαετία της χιλιετίας, οι προσπάθειες της Κίνας να αυξήσει την παγκόσμια επιρροή της έγιναν μέσω μιας σχέσης εξάρτησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία οδήγησε στο να μιλούμε για “Chinamerica”. Παρόλο που πολλοί αναλυτές της κύριας ιμπεριαλιστικής δύναμης είχαν σημειώσει με ανησυχία τις «παγκόσμιες ανισορροπίες», δηλαδή ουσιαστικά το αμερικανικό έλλειμμα και την εξάρτηση που προέκυψε από την χρηματοδότησή του από την Κίνα, και ότι πολλές αναφορές είχαν γίνει για «χειραγώγηση» των νομισμάτων , δεν υπήρχε ακόμη υπόνοια ρήξης. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά το 2008. Με τον Ομπάμα, ο οποίος ανακοίνωσε το 2011 τις κύριες στρατηγικές γραμμές του «άξονα στην Ασία», οι σχέσεις με την Κίνα έγιναν τεταμένες – προτού γίνουν ακόμη πιο σκληρές μετά την εκλογή του Τραμπ – και προκάλεσε μια πιο επεμβατική απάντηση από την Κίνα , ιδίως με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ξι το 2013. Αν και οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας κυριαρχούνται όλο και περισσότερο από λογικές άμεσης αντιπαράθεσης, η ισχυρή αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ του μεγαλύτερου εξαγωγέα στον κόσμο (Κίνα) και του μεγαλύτερου αγοραστή στον κόσμο (Ηνωμένες Πολιτείες) δεν έχει ανατραπεί, γεγονός που καθιστά την πορεία της σύγκρουσης πιο περίπλοκη.
Παρόλο που οι αντικειμενικοί δείκτες της εξέλιξης της Κίνας στη διεθνή σκηνή αποδεικνύονται αδιαμφισβήτητοι, τα σημάδια της αυξανόμενης παγκόσμιας δύναμής της συνυπάρχουν με άλλα, τα οποία φαίνεται να επιβεβαιώνουν τη διατήρηση του δευτερεύοντος ρόλου της στον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Αν θέλαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό με την περίοδο κατά την οποία άρχισε να εμφανίζεται η αντικατάσταση της Αγγλίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ηγεμονική παγκόσμια δύναμη, θα βλέπαμε πολλές διαφορές μεταξύ της θέσης της Κίνας σήμερα και των Ηνωμένων Πολιτειών εκείνης της εποχής, που δημιουργούν πολλές από τις δυσκολίες που παρουσιάζονται για να καταλήξουμε σε ένα χαρακτηρισμό. Είναι, ως εκ τούτου, ενδιαφέρον να διαβάσουμε τις παρατηρήσεις του Τρότσκι σχετικά με την παρακμή της Αγγλίας και την άνοδο των Ηνωμένων Πολιτειών, που διατυπώνονται σε διάφορα άρθρα και ομιλίες, για να αναλογιστούμε τις ομοιότητες και τις διαφορές που μπορούμε να βρούμε σε αυτόν τον παραλληλισμό.[ii] Εκείνη την εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία, οι δύο χώρες στην πρώτη γραμμή της ενδο-ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, είχαν ξεπεράσει σαφώς τη Βρετανία στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αντίθετα, η Κίνα παρουσιάζει έναν συνδυασμό νεωτερικότητας και υστέρησης που προκύπτει από τον επιταχυνόμενο τρόπο με τον οποίο έχει επιτύχει το «άλμα προς τα εμπρός».
Η διαφορά με τις άλλες δυνάμεις που έχουν ανέλθει στο παγκόσμιο βάθρο δεν είναι μικρή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργούσαν τα θεμέλια για την άνοδό τους για περισσότερο από έναν αιώνα, ακολούθησαν προστατευτικές πολιτικές για της βιομηχανική τους βάση ενάντια στη φιλελεύθερη «ομοφωνία» και τα συμφέροντα του βαμβακιού και της δουλείας του Νότου και τελικά εδραίωσαν τις βάσεις της οικονομικής τους απογείωσης με τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η Κίνα το έκανε μέσα σε 40 χρόνια και κάνοντας έκκληση στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, ακόμα κι αν αυτός είναι ο λόγος που οι ιμπεριαλιστικές πολυεθνικές εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να κατέχουν μια πραγματικά κυρίαρχη θέση στο εξωτερικό της εμπόριο.[iii] Αλλά αυτό το γεγονός δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο από την «αρνητική» του όψη, δηλαδή ως απόδειξη της εξαρτημένης κατάστασης που θα διατηρούσε η Κίνα αν διαβάζαμε μονομερώς ορισμένα μεγέθη της οικονομίας της. Πρέπει επίσης να εξεταστεί από την άποψη των δυνατοτήτων που προσέφερε αυτό στα διευθυντικά στρώματα του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ): πράγματι, η ισχυρή παρουσία του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου τους επέτρεψε – κυρίως χάρη στις “παρεμβατικές” δυνατότητες που διατηρούσε το κινεζικό κράτος – να “σκαρφαλώσουν” στην κλίμακα ανάπτυξης, πέρα από τις μεγάλες ανισότητες με τις οποίες το έκαναν, αναπόφευκτο προϊόν της ταχύτητας του “αλματώδους βηματισμού” τους.
Δύο ζητήματα είναι συνυφασμένα στις περισσότερες αναλύσεις για τη θέση της Κίνας, τα οποία πρέπει να προσπαθήσουμε να διαχωρίσουμε ακόμα και αν έχουν πολύ στενή σχέση: το πρώτο είναι να μάθουμε που βρίσκεται η Κίνα μέσα στην «παγκόσμια κοινότητα», δηλαδή σε ποιο βαθμό η κατάστασή της την τοποθετεί ήδη ως δύναμη της πρώτης γραμμής· το δεύτερο είναι αν ανταγωνίζεται για παγκόσμια ηγεσία. Αυτά τα δύο ζητήματα συγχωνεύονται και συχνά η ιδέα ότι η Κίνα θα μπορούσε να γίνει ιμπεριαλιστική δύναμη απορρίπτεται συγκρίνοντας τη θέση της με τη θέση της κυρίαρχης χώρας, των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την τελευταία αυτή άποψη, η απόσταση παραμένει τεράστια, ακόμη και αν μειωθεί σε ορισμένους τομείς. Αλλά αν εξετάσουμε μάλλον τη θέση της σε σχέση με άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες, λαμβάνοντας στο σύνολό της μια σειρά παραμέτρων, θα έχουμε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Η Κίνα βρίσκεται πίσω – και μάλιστα πολύ πίσω – από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αρχίζει να ξεπερνά άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες σε πολλούς τομείς. Με πολλή ετερογένεια στην οικονομική της δομή και άλλες αδυναμίες, όπως θα δούμε, αλλά ωστόσο αυτό συμβαίνει.
Από τη μία πλευρά, αν λάβουμε υπόψη μια σειρά από χαρακτηριστικά στο σύνολό της, είναι όλο και πιο δύσκολο να πούμε ότι η Κίνα δεν έχει ήδη κατακτήσει μια θέση ιμπεριαλιστικής χώρας στο επίπεδο μερικών από τις πιο ισχυρές χώρες του κόσμου – εξαιρουμένης της κυριότερης δύναμη, των Ηνωμένων Πολιτειών, με την οποία δεν συγκρίνεται. Φυσικά, η Κίνα διατηρεί μια ολόκληρη σειρά χαρακτηριστικών των εξαρτημένων χωρών και οικονομικής καθυστέρησης, ειδικότερα σε ορισμένες από τις περιοχές της. Αυτά τα δεδομένα καθιστούν αδιανόητο να της αποδώσουμε ήδη αυτόν τον χαρακτηρισμό. Στο πλαίσιο αυτών των δύο αντιφατικών τάσεων που εξακολουθούν να υπάρχουν, αυτό που φαίνεται σαφές είναι η κατεύθυνση προς την οποία εξελίσσεται.
Οι ποσοτικές όψεις της θέσης της Κίνας σήμερα
Είναι απαραίτητοι μερικοί δείκτες προκειμένου να εξετασθεί η θέση της Κίνας μέσα στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων και για να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό αυτή βελτιώνεται ή όχι.
Οικονομικοί δείκτες
Όλα όσα σχετίζονται με την Κίνα αποκτούν ένα τέτοιο μέγεθος που από μόνο του τροποποιεί οποιαδήποτε παράμετρο. Αυτό εμφανίζεται πρώτα απ’ όλα από την αντίθεση μεταξύ της θέσης της ως δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο σε επίπεδο απόλυτου ΑΕΠ και της θέσης της σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ (82η το 2017 σύμφωνα με το ΔΝΤ) ή παραγωγικότητας. Το μέγεθος μιας οικονομίας είναι ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη στο διεθνή συσχετισμό. Αλλά όπως έγραψε ο Τρότσκι, “ο νόμος της παραγωγικότητας της εργασίας είναι τόσο σημαντικός στη σφαίρα της ανθρώπινης κοινωνίας όσο είναι και ο νόμος της βαρύτητας στη σφαίρα της μηχανικής”.
Στην ιστορία του καπιταλισμού των δύο τελευταίων αιώνων, οι χώρες που ανταγωνίστηκαν για την παγκόσμια ηγεσία ήταν πάντα αυτές που πρωτοπορούσαν όσον αφορά την παραγωγικότητα. Η ιδιαιτερότητα της Κίνας είναι ότι δεν συμβαίνει αυτό ακριβώς. Η ωριαία παραγωγικότητά της αυξήθηκε 15 φορές μέσα σε 40 χρόνια, μια επίδοση που λίγες χώρες μπορούν σήμερα να παρουσιάσουν και η οποία εκφράζει την έκταση των μετασχηματισμών της. Όμως ακόμα κι έτσι, αν συγκρίνουμε την ωριαία παραγωγικότητά της με αυτήν των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, υπάρχει ένα χάσμα: βρίσκεται στο 20% της αντίστοιχης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας, και στο 32% της Ιαπωνίας. Προφανώς αυτό εκφράζει το γεγονός ότι ο γιγαντιαίος πληθυσμός της Κίνας υποβιβάζει κατά πολύ την κατά κεφαλήν παραγωγή. Η κλίμακα της Κίνας και η ετερογένειά της μας παραπλανούν: η υψηλή παραγωγικότητα της νοτιοανατολικής περιοχής της χώρας, όπου βρίσκεται η κινεζική “Silicon Valley”, για παράδειγμα, συνυπολογίζεται για το μέσο όρο με τη χαμηλή παραγωγικότητα των αγροτικών περιοχών· από αυτό το συνολικό άθροισμα προκύπτει η πολύ χαμηλή «συνολική παραγωγικότητα». Ωστόσο, αυτό το μέτρο δείχνει πόσο δρόμο έχει ακόμη να κάνει η Κίνα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τάση είναι αρκετά σαρωτική: το 2007, η ωριαία παραγωγικότητα της Κίνας ήταν στο 10% αυτής των Ηνωμένων Πολιτειών, δηλαδή το ποσοστό διπλασιάστηκε από τότε.[iv] Αυτή η ετερογένεια στην παραγωγικότητα και το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα επεξηγούν μια ταξική δομή χωρίς καμμιά αναλογία με εκείνη οποιασδήποτε ιμπεριαλιστικής χώρας. Παρόλο που οι στατιστικές δείχνουν μια αύξηση των κοινωνικών στρωμάτων που η συμβατική κοινωνιολογία ορίζει ως “μεσαία τάξη” – δηλαδή ο μισθωτός πληθυσμός ή ανεξάρτητοι έμποροι / επαγγελματίες με κάποια καταναλωτική ικανότητα – το μεγαλύτερο μέρος τους (68%) βρίσκεται στην ζώνη του μεσαίου έως χαμηλού εισοδήματος.[v]
Η ιδιομορφία της ως χώρα που παράγει αποτελέσματα “πέρα από τα συνήθη μέτρα” είναι επίσης εμφανής στο γεγονός ότι η Κίνα βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης με βάση τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο που καταρτίστηκε από την Fortune: από τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο, η Κίνα μετρά τις 119, ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες με 99 εταιρείες. Εάν υπάρχει ένας δείκτης που παραδοσιακά θεωρείται ένδειξη της οικονομικής ισχύος μιας χώρας, αυτός είναι ο αριθμός των εταιρειών που διαθέτει μεταξύ των μεγαλύτερων στον πλανήτη, ένας τομέας στον οποίο, τα τελευταία τουλάχιστον 90 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν αναμφισβήτητα οι επικρατέστερες. Για πρώτη φορά το 2019, η Κίνα πέρασε στο προβάδισμα, αλλά έχει περισσότερες εταιρείες που κατατάσσονται κυρίως λόγω του μεγέθους της οικονομίας της και της πολιτικής του κράτους για την ενίσχυση των «εθνικών πρωταθλητών»· όταν πρόκειται να μετρήσουμε πόσο έχει αυξηθεί η παγκόσμια επιρροή των εταιρειών τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με λιγότερες εταιρείες, παραμένουν στην πρώτη θέση. Για κάθε μια Huawei ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν στην κατάταξη άλλες πέντε κινεζικές εταιρείες που έχουν λιγοστές δραστηριότητες εκτός της χώρας. Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας ή της ΕΕ, η σχέση είναι σχεδόν η αντίθετη: μεταξύ των εταιρειών αυτών των χωρών που εμφανίζονται στο Global 500, επικρατούν αυτές που έχουν εκτεταμένη διεθνή δραστηριότητα και κυριαρχούν στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας ή στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το ίδιο ισχύει όταν εξετάζουμε τις “οικονομικές επιδόσεις”: οι 99 αμερικανικές εταιρείες είναι πιο κερδοφόρες και χρησιμοποιούν λιγότερο ενεργητικό για να το επιτύχουν από τις 119 κινεζικές εταιρείες.
Οπωσδήποτε, αυτός είναι ένας ισχυρός δείκτης ανάπτυξης των κινεζικών επιχειρήσεων, με επικεφαλής τις κρατικές επιχειρήσεις, ακόμη και αν συνοδεύονται από μερικές μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις με ισχυρή επέκταση και παγκόσμια ανταγωνιστικότητα.
Η θέση των χωρών στην κούρσα της τεχνολογίας είναι στενά συνδεδεμένη με τα παραπάνω. Οι πρωτοπόροι σε αυτόν τον τομέα είναι σε θέση να επιβάλουν σε άλλες χώρες τι θα παράγουν και πώς θα το παράγουν, γεγονός που τους επιτρέπει να κυριαρχούν στους στρατηγικούς κρίκους της αλυσίδας αξίας – εκείνους που απομυζούν από την αγορά την μερίδα του λέοντος του παραγόμενου πλούτου – και, τελικά, να συλλέγουν τα εισοδήματα από την ιδιοκτησίας τεχνολογικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.[vi] Η Κίνα υπήρξε για πρώτη φορά το 2019, ο μεγαλύτερος χρήστης του διεθνούς συστήματος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, τη Γερμανία και τη Νότια Κορέα. Στην κατάταξη που δημοσιεύτηκε το 2019 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μεταξύ των 2.500 εταιρειών στον κόσμο που επενδύουν περισσότερο στην έρευνα και ανάπτυξη (R&A), η Κίνα έρχεται δεύτερη μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακολουθούν η Ιαπωνία και η Γερμανία.[vii] Αλλά όταν πρόκειται για την αξιολόγηση των δαπανών, η Κίνα υποβιβάζεται στην τρίτη θέση: οι αμερικανικές εταιρείες δαπανούν 312 δισεκατομμύρια ευρώ, οι ιαπωνικές εταιρείες 109,4 δισεκατομμύρια ευρώ και οι κινεζικές εταιρείες 96,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Γερμανία, διαθέτοντας το ένα τρίτο των κινεζικών εταιρειών μεταξύ των 2.500, έχει επένδυση σε R&A 82,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, που είναι αρκετά κοντά. Η Κίνα έχει πολλές εταιρείες μέσα στην κατάταξη, αλλά μόνο δύο στις κορυφαίες 50: τη Huawei (5η θέση) και την Alibaba (28η). Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν 22 μέσα στις 50 πρώτες, η Γερμανία 8 και η Ιαπωνία 6. Η Κορέα έχει μόνο μία, αλλά είναι η Samsung, η δεύτερη εταιρεία με τις υψηλότερες δαπάνες σε R&A για το 2019.
Όπως φαίνεται, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η ηγέτιδα σε αυτόν τον τομέα, ακολουθούμενες από την Ιαπωνία, την Κίνα και τη Γερμανία. Ωστόσο, η Huawei και η Alibaba επιτρέπουν στην Κίνα να παραμείνει στον αγώνα και υπάρχουν τομείς όπως αυτός της τεχνητής νοημοσύνης (το βιβλίο του Kai-Fu Lee, AI Superpowers. China, Silicon Valley and the New World Order, δίνει ένα πανόραμα των σχετικών δυνατοτήτων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνα μέσα στις διαφορετικές διαστάσεις της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης) ή της 5G, στην οποία ο ανταγωνισμός αρχίζει να γίνεται σκληρός, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα όσον αφορά τους πόρους που επενδύονται στην ανάπτυξη της καινοτομίας. Οι υπόλοιπες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με πολύ υψηλό τεχνολογικό επίπεδο, όπως η Γερμανία, αρχίζουν να υποβιβάζονται σε δευτερεύουσες θέσεις σε αυτόν τον ανταγωνισμό.
Η διεθνής επέκταση των επιχειρήσεων μέσω άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό (IDE) αποτελεί μια ακόμη απόδειξη της οικονομικής ισχύος. Ενώ πριν από μερικές δεκαετίες, η εξαγωγή κεφαλαίου ήταν το μονοπώλιο των ιμπεριαλιστικών χωρών, σήμερα πολλές «αναδυόμενες» και «αναπτυσσόμενες» χώρες εξάγουν επίσης κεφάλαια, δηλαδή υπήκοοί τους πραγματοποιούν άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ιεραρχία μεταξύ των χωρών σήμερα δεν εξαρτάται από το αν εξάγουν κεφάλαιο ή όχι, αλλά από το επίπεδο αυτής της εξαγωγής και το καθαρό αποτέλεσμα μεταξύ του “εξαγόμενου” κεφαλαίου και του εισπραχθέντος κεφαλαίου. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε την εξαιρετική επέκταση της Κίνας που συνέβη μέσα σε μόλις είκοσι χρόνια.
Το 2019, η Κίνα ήταν η τρίτη χώρα όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις: οι IDE της αντιπροσώπευαν το 6% του παγκόσμιου συνόλου. Δεκαεννέα χρόνια νωρίτερα, οι άμεσες επενδύσεις της στο εξωτερικό ανέρχονταν σε μόλις 0,37%. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μακράν ο μεγαλύτερος επενδυτής στον κόσμο, αν και μεταξύ 2000 και 2019, το μερίδιό τους στο συνολικό απόθεμα μειώθηκε από το 36% στο 22%. Με άλλα λόγια, εξακολουθούν να επενδύουν τρεις φορές περισσότερο από το δεύτερο, την Ολλανδία. Η Βρετανία, η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Γαλλία είναι ελαφρώς πιο πίσω από την Κίνα όσον αφορά τον όγκο του εξαγόμενου παραγωγικού κεφαλαίου. Όμως, σε αντίθεση με την Κίνα, όλες αυτές οι χώρες εκτός από την Ιαπωνία και την Ολλανδία είδαν το μερίδιό τους να μειώνεται από ό, τι ήταν πριν από 9 ή 19 χρόνια. Μόνο η Κίνα παρουσιάζει εκθετική αύξηση στις επενδύσεις της στο εξωτερικό.
Όπως συμβαίνει συνήθως στην πλειοψηφία των ιμπεριαλιστικών χωρών και σε αντίθεση με τις περισσότερες εξαρτημένες οικονομίες, το απόθεμα των IDE που τοποθετούνται από τους Κινέζους στο εξωτερικό υπερβαίνει τώρα αυτό του ξένου κεφαλαίου στην Κίνα. Τις τελευταίες δεκαετίες, η Κίνα υπήρξε πόλος έλξης κεφαλαίων από όλο τον κόσμο, ειδικά για μεγάλες πολυεθνικές που έχουν εγκαταστήσει εκεί σημαντικό μέρος των αλυσίδων αξίας τους, αλλά με την επενδυτική προσπάθεια που έχουν επιτύχει οι εταιρείες της – ειδικά οι κρατικές επιχειρήσεις – σε άλλες χώρες, έχει εξαχθεί περισσότερο κεφάλαιο από ό, τι εισήλθε κεφάλαιο στη χώρα, αν και τα δύο ποσά είναι γιγαντιαία. Δηλαδή, το καθαρό υπόλοιπό του είναι «πιστωτικό» προς τον υπόλοιπο κόσμο ως προς το παραγωγικό κεφάλαιο. Αυτό την διαφοροποιεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν στο έδαφός τους περισσότερες άμεσες επενδύσεις από κεφάλαια άλλων χωρών από ό, τι οι εταιρείες τους στο εξωτερικό, δηλαδή συγκεντρώνουν ένα ισοζύγιο «οφειλέτη» αρκετά σημαντικό (εδώ συγκρίνουμε μόνο τα αποθέματα των παραγωγικών επενδύσεων, όχι ολόκληρο τον καθαρό ισολογισμό των εξωτερικών λογαριασμών, ο οποίος είναι επίσης χρόνια ελλειμματικός για τις Ηνωμένες Πολιτείες).
Το έργο και η επένδυση “Νέος δρόμος του μεταξιού” για την εξασφάλιση προνομιακής πρόσβασης στους φυσικούς πόρους κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στο πλαίσιο των εξαγωγών κεφαλαίων της Κίνας και της διεθνούς οικονομικής επέκτασης. Η Κίνα μπήκε σε αυτόν τον αγώνα με όλη της τη δύναμη. Στην Αφρική, έχει πάρει το πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαϊκών δυνάμεων σε πολλές χώρες, και ταυτόχρονα, σε αρκετές περιπτώσεις, έχει επιδείξει μια συμπεριφορά που δεν έχει να ζηλέψει πολύ από την παραδοσιακή αποικιοκρατία όσον αφορά την απληστία και την περιφρόνηση προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Ένα από τα αδύνατα σημεία της Κίνας μέχρι σήμερα είναι η επέκταση της χρηματοπιστωτικής της δύναμης, δηλαδή η επιρροή του νομίσματός της ως διεθνούς νομίσματος και η διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στην ισχύ που δίνει η δυνατότητα διαχείρισης των παγκόσμιων οικονομικών. Οι οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες έχουν πάρει μια ολοένα και πιο σημαντική θέση στο οπλοστάσιο των πολιτικών της Ουάσινγκτον για να πλήξουν τις χώρες που θέλουν να αντιμετωπίσουν, έχουν έναν από τους θεμελιώδεις μοχλούς τους στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Λόγω της κεντρικής σημασίας του δολαρίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ στη διεθνή οικονομία, οι αμερικανικές κυβερνήσεις μπορούν να εμποδίσουν τη δυνατότητα υπηκόων άλλων χωρών να χρησιμοποιούν δολάρια, τόσο για επιχειρηματικές όσο και για χρηματοπιστωτικές συναλλαγές· το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων είναι εύκολο να επιτευχθεί και πολύ αποτελεσματικό για να πλήξει την πολιτική και οικονομική ελίτ των χωρών εναντίον των οποίων στρέφεται. Η χρηματοπιστωτική ισχύς είναι επίσης μια ενισχυτική συνιστώσα για την ικανότητα συσσώρευσης και παγκόσμιας επέκτασης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εκτός αυτής της χώρας. Σε αυτό το πεδίο, το πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι με την πρώτη ματιά συντριπτικό. Η Νέα Υόρκη είναι το κέντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και το δολάριο είναι το κυρίαρχο νόμισμα στις επιχειρηματικές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές: στις καθημερινές συναλλαγές συναλλάγματος, το 88% των συναλλαγών περιλαμβάνει το δολάριο στη μία πλευρά της συναλλαγής. Για σύγκριση, το ευρώ συμμετέχει μόνο στο 32% των συναλλαγών και το κινεζικό νόμισμα, το ρένμιμπι (γιουάν), μόνο στο 4% (το άθροισμα των συναλλαγών φτάνει το 200% επειδή λαμβάνει υπόψη τα νομίσματα των δύο όψεων της ανταλλαγής).
Ωστόσο, η Κίνα προσπαθεί να κερδίσει έδαφος. Επιδιώκει να αντικαταστήσει το δολάριο με το νόμισμά της στις εμπορικές συναλλαγές. Προς το παρόν, δεν μπορεί να επιτύχει ουσιαστική αλλαγή του ισοζυγίου μεταξύ των νομισμάτων, αφού μόνο το 7% των συναλλαγών σε ξένο νόμισμα πραγματοποιούνται από μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, δηλαδή από εκείνες που σχετίζονται άμεσα με το εμπόριο. Με τις εμπορικές συναλλαγές με το νόμισμά της, κάτι που δεν μπορεί να κάνει με όλες τις χώρες, η Κίνα μπορεί να αυξήσει την κυριαρχία της σε αυτόν τον τομέα, αλλά το υπόλοιπο 93% συνδέεται με χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Η Κίνα επιχειρεί επίσης να αναπτύξει τα δικά της χρηματοδοτικά πακέτα. Με την ανταλλαγή νομισμάτων μεταξύ της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας και των κεντρικών τραπεζών άλλων εξαρτημένων χωρών, δημιουργεί δεσμούς που συμβάλλουν στην αύξηση της διεθνούς σημασίας του ρενμίνμπι. Η πιο φιλόδοξη πρωτοβουλία σε αυτόν τον τομέα ήταν η δημιουργία διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία συμμετέχουν άλλες χώρες, με εξέχουσα θέση για την Κίνα: η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων στις Υποδομές (AIIB), που ξεκίνησε από την Κίνα το 2013-14, και η Τράπεζα ανάπτυξης των BRICS, στο εξής Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (NDB), που προτάθηκε στα 2013-14 και ξεκίνησε το 2015. Λόγω της μετατόπισης των BRICS, καθώς η Βραζιλία ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία αντιτίθεται στην Κίνα για συνοριακές διαφωνίες, η τελευταία δεν ήταν ιδιαίτερα ενεργή. Η AIIB, με κεφάλαιο 100 δισεκατομμύρια δολάρια και η οποία έχει μέχρι σήμερα περισσότερες από 100 χώρες μέλη, έχει χρηματοδοτήσει έργα στους τομείς της ηλεκτροδότησης, της ενέργειας και των δρόμων στις Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, την Ινδία, την Ινδονησία, την Αίγυπτο, την Τουρκία και αλλού.
Η στρατιωτική ισχύς
Στον στρατιωτικό τομέα, όπως και στον οικονομικό τομέα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι αρκετά βήματα μπροστά από όλες τις άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Το 2019, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν το 38% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης. Η Κίνα ξόδεψε λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο των δαπανών των Ηνωμένων Πολιτειών, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση με το 14% των παγκόσμιων δαπανών. Οι στρατιωτικές δυνατότητες που αναπτύχθηκαν χάρη σε αυτές τις δαπάνες υπερβαίνουν τώρα αυτές πολλών ιμπεριαλιστικών χωρών.
Υπάρχουν τομείς όπως το οπλοστάσιο πυρηνικών κεφαλών όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες – όπως η Ρωσία – εξακολουθούν να έχουν συντριπτική ανωτερότητα, με 6.800 πυρηνικές κεφαλές σε σύγκριση με λιγότερες από 200 για την Κίνα. Αλλά σε άλλους, η Κίνα κέρδισε γρήγορα σημαντικά πλεονεκτήματα. Σύμφωνα με ένα πρόσφατο άρθρο της El País, η Κίνα έχει αναπτύξει «μια ναυπηγική βιομηχανία και όπλα παγκόσμιας κλάσης». Οι κινέζοι κατασκευαστές όπλων «υπερέχουν στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και στην παραγωγή drones και πυραύλων». Επιπλέον, το Πεκίνο έχει αναπτύξει τουλάχιστον 2000 χερσαίους, συμβατικούς ή πυρηνικούς πυραύλους, μεσαίου βεληνεκούς (μεταξύ 500 και 5.500 χιλιομέτρων), σύμφωνα με εκτιμήσεις των δυτικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Ένας άλλος τομέας όπου η Κίνα έχει κάνει μεγάλα βήματα είναι το ναυτικό. Όπως σημειώνει μια έκθεση της Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ (CRS), το κινεζικό ναυτικό είναι “μακράν το μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ανατολική Ασία και τα τελευταία χρόνια έχει ξεπεράσει το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ σε αριθμό πολεμικών πλοίων”. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το Γραφείο Πληροφοριών του Ναυτικού λέει ότι μέχρι το τέλος του έτους η Κίνα θα διαθέτει 360 πολεμικά πλοία, έναντι 297 για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με το έγγραφο, το κινεζικό ναυτικό «θέτει μια μεγάλη πρόκληση στην ικανότητα του Πολεμικού Ναυτικού να αποκτήσει και να διατηρήσει τον έλεγχο των ωκεάνιων λεκανών στο δυτικό Ειρηνικό». Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Μια βασική διαφορά είναι ότι μέχρι σήμερα, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες, η Κίνα δεν έχει χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της δύναμη για επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας σε περιοχές που δεν σχετίζονται με συγκρούσεις με γειτονικές χώρες ή απειλή για το θαλάσσιο χώρο της.
Οι «ποσοτικές» παράμετροι και η παγκόσμια θέση της Κίνας
Προκειμένου να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα από αυτές τις παραμέτρους που αναλύσαμε, είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε τι μας λένε, συνολικά, σχετικά με τη συγκριτική θέση της Κίνας έναντι άλλων χωρών. Αυτό κάνει ο Τόνι Νόρφιλντ, ο οποίος έχει αναπτύξει έναν δείκτη ισχύος των χωρών (με βάση το ΑΕΠ τους, τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό, το βάρος των τραπεζών τους, τα νομίσματά τους και τη στρατιωτική τους δύναμη).
Το 2019, η Κίνα κατέλαβε για πρώτη φορά τη δεύτερη θέση – η πρώτη καταλήφθηκε προφανώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες – και μετά την Κίνα έρχονται η Μεγάλη Βρετανία, η Ιαπωνία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία. Αν εξετάσουμε λεπτομερέστερα, παρατηρούμε ιδιαίτερα ότι η Κίνα κάνει τη διαφορά ως προς το μέγεθος του ΑΕΠ και τη στρατιωτική της δύναμη. Στις άλλες παραμέτρους που μετρήθηκαν από τον Νόρφιλντ, κατατάσσεται σχεδόν ή λίγο πιο πίσω από τις χώρες που την ακολουθούν. Υπάρχει όμως και μια άλλη κρίσιμη πτυχή που επισημαίνουμε και δεν περιλαμβάνεται σε αυτόν τον δείκτη: η καινοτομία. Σε αυτόν τον τομέα, η Κίνα έχει κερδίσει έδαφος και βρίσκεται στις πρώτες θέσεις, όπως έχουμε επισημάνει, οπότε αν την συμπεριλάβουμε, η θέση της Κίνας στον δείκτη θα ενισχυθεί περαιτέρω.
Ο Νόρφιλντ δεν θεωρεί την Κίνα ως ιμπεριαλιστική, δηλαδή, σύμφωνα με τον ίδιο, οι καπιταλιστικές εξελίξεις στη χώρα δεν έχουν αλλάξει ποιοτικά την κοινωνική της δομή ή τη συμπεριφορά του κράτους. Επίσης, – λανθασμένα – αποδίδει έναν προοδευτικό ρόλο στην Κίνα, τόσο λόγω των κοινωνικών επιτευγμάτων της όσο και ως “αντίβαρο” στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτά είναι επιχειρήματα που δεν συμμεριζόμαστε, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν σε αυτό το άρθρο και σε άλλους.
Αυτό που συνιστά τεράστια διαφορά μεταξύ της Κίνας και των ιμπεριαλιστικών χωρών που αφήνει πίσω της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για την εξουσία είναι η μεγαλύτερη «σαφήνεια», ας το πούμε έτσι, της θέσης αυτών των άλλων χωρών. Όταν αναλύουμε την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γαλλία, η θέση τους όσον αφορά την παραγωγή πλούτου, την επέκταση του διεθνικού κεφαλαίου που εδράζεται μέσα σε αυτές τις χώρες, την ικανότητα για καινοτομία, την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, τα διακυβεύματα για κάθε χώρα είναι λίγο πολύ αποσαφηνισμένα, πέρα από τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα που μπορεί να έχει το καθένα (όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία, με την πόλη του Λονδίνου για παράδειγμα έχει αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα, ενώ η Γερμανία ή η Ιαπωνία προηγούνται στην καινοτομία). Το ίδιο ισχύει και στον στρατιωτικό τομέα, με εξαίρεση τη Γερμανία, η οποία υστερεί σε αυτό το σημείο. Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, διαθέτει μεγάλη προβολή ισχύος, βοηθούμενη από το γιγαντιαίο μέγεθος και τη δύναμή της σε πολλούς τομείς, αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι δεν κατάφερε να αποτινάξει εντελώς ορισμένα χαρακτηριστικά της εξάρτησης ότι η οικονομική και η κοινωνική δομή της αφθονούν σε ετερογένειες.
2. Αδύναμα σημεία
Η εξέταση της σχετικής θέσης της Κίνας πρέπει να συμπληρωθεί με την εισαγωγή άλλων κρίσιμων παραμέτρων που εξακολουθούν να αναδεικνύον τα πιο ευάλωτα σημεία της.
Η ανολοκλήρωτη εθνική ενότητα
Θα είναι δύσκολο να μιλήσουμε για μια επιτυχημένη πρόοδο στην ιμπεριαλιστική συγκρότηση της Κίνας έως ότου καταφέρει να επιλύσει οριστικά το πρόβλημα της εδαφικής της ολοκλήρωσης. Η ενότητα που επιτεύχθηκε από την επανάσταση του 1949, η οποία υπήρξε ένα σημείο καμπής, ήταν οπωσδήποτε πάντοτε σχετική, αφού έπρεπε να συνυπάρξει με τη βρετανική κατοχή του Χονγκ Κονγκ και την πορτογαλική κατοχή του Μακάο, που κράτησαν μέχρι το 1999, καθώς και με το προτεκτοράτο που ιδρύθηκε από το Κουομιντάγκ στην Ταϊβάν.
Η Ταϊβάν αποτελεί ένα θεμελιώδες πρόβλημα ασφάλειας, αφού η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της απολάμβανε πάντα την ανοιχτή ή κρυφή υποστήριξη του ιμπεριαλισμού. Η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ταϊβάν από το 1979 έχει χαρακτηριστεί από ορισμένους αναλυτές ως «διφορούμενη στρατηγική»: ενώ όλοι οι πρόεδροι (ακόμα και ο Τραμπ, που φλέρταρε με την μεταστροφή) έπαψαν να έχουν διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊπέι, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών επικύρωσε και κράτησε σε ισχύ τον νόμο σχετικά με τις σχέσεις με την Ταϊβάν, ο οποίος υπόσχεται να παράσχει στην Ταϊβάν αμυντικά όπλα, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε επίθεση από την Κίνα θα προκαλούσε τη «σοβαρή ανησυχία» στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο Χονγκ Κονγκ, οι διαμάχες που συνεχίζονται γύρω από το δόγμα «μία χώρα, δύο συστήματα» έχουν γίνει εμφανείς τα τελευταία χρόνια. Λόγω των οικονομικών δεσμών του με το Σίτι του Λονδίνου, είναι ένα βασικό κανάλι για την κυκλοφορία των κεφαλαίων, το οποίο θα μπορούσε να γίνει αχίλλειος πτέρνα εάν οι πρόσφατες συγκρούσεις συνεχίσουν να κλιμακώνονται.
Η ύπαρξη και άλλων κινεζικών κρατών, λόγω της ετερογένειας της παραγωγικής και κοινωνικής δομής και της αδυναμίας κυριαρχίας σε αυτά τα εδάφη, είναι για την Κίνα ένα από τα δυνητικά πιο αποσταθεροποιητικά στοιχεία που απειλούν κάθε προβολή παγκόσμιας ισχύος.
Η έλλειψη μηχανισμών για τη διασφάλιση των οικονομικών της συμφερόντων στο εξωτερικό
Ιμπεριαλισμός σημαίνει, εξ ορισμού, η επέκταση των οικονομικών συμφερόντων ενός κράτους πέρα από τα σύνορά του, πράγμα που συνεπάγεται την υποταγή – επίσημη ή άτυπη, όπως είναι σήμερα ο κανόνας – άλλων εδαφών για να διασφαλιστεί η προστασία αυτών των συμφερόντων και να διασφαλιστεί η ροή των κερδών και τα εισοδήματα που προέρχονται από αυτή τη σχέση. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη άσκησε αυτήν την «αστυνομική εξουσία» για να υπερασπιστεί τα κεφάλαιά της στα αποικιακά εδάφη που κατείχε ή στις ημι-αποικίες που, με ποικίλους βαθμούς τυπικής πολιτικής κυριαρχίας, ήταν υποταγμένες σε μία από τις μητροπόλεις. Στο τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, οι αγώνες ενάντια στην αποικιοκρατία κατέληξαν στο να κάνουν τις αποικιακές δυνάμεις να χάσουν όλα σχεδόν τα υπερπόντια εδάφη τους. Ταυτόχρονα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ έχει αναλάβει το ρόλο του “χωροφύλακα” για να διασφαλίσει σε ολόκληρο τον κόσμο τη συμμόρφωση προς τους κανόνες που ευνοούν τη συσσώρευση του κεφαλαίου, υπερασπίζοντας τα συμφέροντα του συνόλου του παγκόσμιου κεφαλαίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες «απένειμαν στον εαυτό τους το αποκλειστικό δικαίωμα να επεμβαίνουν εναντίον άλλων κυρίαρχων κρατών (κάτι που έχουν κάνει σε αρκετές περιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο) και επιφύλαξαν τα δικά τους κριτήρια για την ερμηνεία των κανόνων και των διεθνών προτύπων».[viii] Αλλά εκπληρώνουν αυτόν τον ρόλο της «παγκόσμιας αστυνομίας» για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των χωρών που έχουν αποδεχτεί να παραμείνουν ενσωματωμένες στην τροχιά της ασφάλειας και στο σύστημα των συμμαχιών των Ηνωμένων Πολιτειών, με μια κάποια υποταγή, ακόμη και για την περίπτωση ιμπεριαλιστικών χωρών. Χώρες όπως η Κίνα βρίσκονται εκτός αυτής της σφαίρας.
Η Κίνα δεν διαθέτει ακόμη στρατιωτικές ή διπλωματικές ικανότητες στο επίπεδο εκείνων που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι οποίες, κατ ‘επέκταση, ευνοούν τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που, σήμερα, εξακολουθούν να λειτουργούν στο πλαίσιο του “Ατλαντισμού”, παρά την βαθιά και μακροχρόνια κρίση, που σύρει όλη αυτή τη μεταπολεμική διάρθρωση.
Το αποτέλεσμα είναι ότι το Πεκίνο δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την αποποίηση χρεών που είχαν συμβληθεί από ορισμένες χώρες, ούτε να ασκήσει πολύ αποτελεσματικές κυρώσεις όταν άλλα κράτη παραιτήθηκαν από τις δεσμεύσεις τους. Το κύριο όπλο της Κίνας είναι να κλείνει την αγορά της σε κακοπληρωτές και, όλο και περισσότερο, να διακόπτει τη χρηματοδότηση. Αλλά αυτή η soft power δεν είναι πάντοτε επαρκής, ειδικά όταν οξύνονται οι εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επίσης ενεργούν – άμεσα και μέσω των συμμάχων τους – στις ίδιες αυτές χώρες. Οι αλλαγές στάσης στο 5G είναι ένα πολύ γνωστό παράδειγμα αυτής της έλλειψης αποτελεσματικότητας.
Είναι ελκυστικός ο «κινέζικος τρόπος ζωής»;
Η ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών βρήκε στην «εξαγωγή» του «αμερικανικού τρόπου ζωής» ένα από τα πιο ανθεκτικά της ερείσματα. Μπορεί όμως η Κίνα να δημιουργήσει μια συγκρίσιμη επιρροή με τον δικό της «way of life»; Ο Economist αξιοσημείωτα προειδοποίησε ότι η ικανότητά της να παρουσιάζει ως επιτυχία το μοντέλο της του “κρατικού καπιταλισμού”, το οποίο έχει συνδυάσει υψηλή ανάπτυξη και αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος – ξεκινώντας από πολύ χαμηλά επίπεδα – με μερικές σημαντικές επιτυχίες στην καινοτομία και τον ανταγωνισμό, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί.[ix] Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται επαρκές για να πάρει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο «σοσιαλισμός με κινέζικα χαρακτηριστικά», στον οποίο η γραφειοκρατία δεν σταματά να αναφέρεται στην προώθηση του αναπτυξιακού της σχεδίου, είναι ορισμένος εξαρχής ως ιστορική ιδιαιτερότητα. Το γραφειοκρατικό καθεστώς του ΚΚΚ υπήρξε ο πυρήνας της εξαιρετικής ανάπτυξης της Κίνας και εξακολουθεί να είναι για τη συνέχεια και την εδραίωσή της, διατηρώντας την αντιφατική άρθρωση μεταξύ της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των κρατικών επιχειρήσεων, διαχειριζόμενο το μοχλό των πιστώσεων υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης και με κατεύθυνση της καινοτομίας προς ορισμένους τομείς που θεωρούνται στρατηγικοί. Τα «ατού» του κινεζικού καθεστώτος, ιδίως ο ρόλος κλειδί του ΚΚΚ, καθώς και τα σαφώς βοναπαρτιστικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος, συνιστούν με αντιφατικό τρόπο ένα όριο για την εξαγωγή, εκτός της Κίνας, του πολιτικού και πολιτιστικού της μοντέλου, το οποίο δυσκολεύεται, για αυτούς τους λόγους, να αναδειχθεί ως πόλος έλξης προς μίμηση.
Στην ίδια την Κίνα, τα βοναπαρτιστικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος, ενισχυμένα από τον Xi Jinping, αποτελούν στην πραγματικότητα ένα σημαντικό εμπόδιο στην ηγεμονία που διεκδικεί το «κινεζικό μοντέλο». Η προώθηση πτυχών της πιο παραδοσιακής ιδεολογίας, η οποία συμβαδίζει με την αυξανόμενη επιμονή “στη μοναδικότητα του κινεζικού πολιτισμού και την κατασκευή ενός πλαισίου εθνικής υπερηφάνειας κατά την εποχή του Xi”,[x] επιδιώκει να καλύψει αυτό το κενό, αλλά αυτό δεν μπορεί να έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα πέρα από τα σύνορα.
Στον ανταγωνισμό για την παγκόσμια ηγεσία και την υπεροχή έναντι άλλων χωρών, η Κίνα μπόρεσε, προσωρινά, να καταλάβει τη θέση που εγκατέλειψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και να παρουσιαστεί ως ο πρωταθλητής της “παγκοσμιοποίησης”. Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ υπερασπίστηκε την πολιτική «Πρώτα η Αμερική» και επιτέθηκε στην παγκοσμιοποίηση σε όλες τις ομιλίες του, ο Ξι Ζινπίνγκ εμφανίστηκε ως εγγυητής της οικονομικής ολοκλήρωσης. Σε όλα τα παγκόσμια φόρουμ και συνεδριάσεις διεθνών οργανισμών, που σχεδόν όλα δημιουργήθηκαν με την ώθηση των Ηνωμένων Πολιτειών, η Κίνα προώθησε τα πιόνια της και έγινε πυλώνας σε ένα σκηνικό όπου ο Τραμπ τους γύριζε την πλάτη ή εξέφραζε την περιφρόνησή του. Το μεγαλύτερο δώρο από αυτή την άποψη ήταν η εγκατάλειψη της συμμετοχής στην συνθήκη του Ειρηνικού, που είχε συνάψει ο Ομπάμα με τις εμπορικές συμφωνίες περισσότερων από δώδεκα χωρών, εξαιρουμένης της Κίνας. Με την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών, η Κίνα έδειξε ενδιαφέρον για ένταξη και θα μπορούσε να είναι ο κύριος δικαιούχος της συνθήκης. Αλλά με τον Μπάιντεν, οι Δημοκρατικοί θα προσπαθήσουν να επιστρέψουν σε μια πιο παγκοσμιοποιημένη ατζέντα – αν και υπάρχουν σοβαροί λόγοι που αυτή η μετατόπιση θα συναντήσει όρια – και θα είναι πιο δύσκολο για την Κίνα να συνεχίσει να καταλαμβάνει το κενό μέρος που άφησε ο Τραμπ.
Μερικά συμπεράσματα
Τι μάθαμε από την ανάλυση αυτών των αντιφατικών παραμέτρων που έχουμε αναλύσει; Ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Au Loong Yu, μιλούν για την Κίνα ως έναν ιμπεριαλισμό υπό κατασκευή ή συγκρότηση, και ο οποίος δεν έχει ακόμη φτάσει στην ωριμότητα. Αυτός ο χαρακτηρισμός ίσως να είναι αυτός που αποτυπώνει καλύτερα την τρέχουσα κατάσταση στην Κίνα, αν και πρέπει να αποφευχθεί να δοθεί σε αυτή η έννοια μιας διαδικασίας που αναγκαστικά θα ολοκληρωθεί. Η Κίνα περιβάλλεται από πολλαπλές απειλές, τόσο λόγω της ύπαρξης «πολλών Κινών» μέσα στην ίδια εθνική επικράτεια, λόγω των παραγωγικών ανισοτήτων, όσο και λόγω των μεγάλων εντάσεων που δημιουργούνται από τη διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία δημιουργεί δυσαρέσκεια μεταξύ εκείνων που συνεχίζουν να αντιστέκονται σε αυτήν καθώς και μεταξύ εκείνων που δυσανασχετούν γιατί δεν κινείται αρκετά γρήγορα. Πέρα από το να γίνει, ο όρος «ιμπεριαλισμός υπό κατασκευή» βοηθά στην κατανόηση της θέσης που ήδη καταλαμβάνει η Κίνα. Αντικειμενικά, σε πολλά επίπεδα, βρίσκεται πιο μπροστά από μερικές από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αν και υστερεί πολύ πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, ταυτόχρονα, δείχνει πολλές αχίλλειες πτέρνες που κάνουν τη θέση της ευάλωτη.
Ένας χαρακτηρισμός αυτού του είδους επιτρέπει την αποσαφήνιση του ρόλου της Κίνας στην παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η Κίνα δεν αμφισβητεί τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα αυτής της τάξης πραγμάτων, από την οποία, αντίθετα, κέρδισε, μετατρέποντας ένα εργατικό δυναμικό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε φρουρούμενο θήραμα προς εκμετάλλευση από το ιμπεριαλιστικό και το τοπικό κεφάλαιο και βοηθώντας σε όλο τον κόσμο το κεφάλαιο να πραγματοποιεί ένα παγκόσμιο «συμβιβασμό» ενάντια στην εργατική δύναμη προκειμένου να αυξήσει την κερδοφορία του. Αναπαράγει στις σχέσεις της με άλλες χώρες μοτίβα της λεηλασίας και της εξαπάτησης, παρόμοια με αυτά των ευρωπαϊκών δυνάμεων ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ιδέα ότι η Κίνα μπορεί να είναι μια καλοπροαίρετο αντίβαρο στην ιμπεριαλιστική λεηλασία, μια δύναμη αλλά όχι ιμπεριαλιστική, αποδεικνύεται λανθασμένη. Η Κίνα μπορεί να είναι αντίβαρο σε άλλες δυνάμεις, παρέχοντας οικονομική βοήθεια ή επενδύσεις, αλλά αν συμβεί αυτό, συμβαίνει επειδή διακυβεύονται τα δικά της συμφέροντα και αυτή η βοήθεια ή αυτό το αντίβαρο έχει υψηλό κόστος. Στην εθνική του επικράτεια, το κράτος καταπιέζει και αρνείται το παραμικρό δικαίωμα στις μειονοτικές εθνότητες, εφαρμόζοντας για να το πράξει τη σκληρότερη καταστολή. Στο Σιντζιάνγκ, είχαμε τις πιο πρόσφατες διαδηλώσεις.
Όπως είπαμε και στην αρχή θα πρέπει να διακρίνουμε δύο ζητήματα: 1. Σε ποιο βαθμό η Κίνα γίνεται ένας ιμπεριαλισμός; 2. Σε ποιο βαθμό μπορεί να επιβληθεί σαν ηγεμονική δύναμη; Όπως είδαμε, αν κάποιος αρχίσει να βρίσκει λόγους για να απαντήσει καταφατικά στην πρώτη ερώτηση, ακόμη και υπό όρους, η δεύτερη δεν μπορεί καν να τεθεί στα σοβαρά παρά μόνο με μια πορεία μεγάλων αντιπαραθέσεων.
Παρά τα όρια που εξακολουθεί να παρουσιάζει η θέση της Κίνας, η φιλοδοξία της να ενισχύσει τη διεθνή επιρροή της έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως αποτέλεσμα, η Κίνα δεν θα μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη θέση στην οποία βρίσκεται, χωρίς να περάσει από τις τρέχουσες εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια πιο άμεση αντιπαράθεση. Πράγματι, ακόμη και αν η Κίνα δεν είναι μια χώρα που προτείνει την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων, αναγκάζεται ωστόσο να αμφισβητήσει τους πυλώνες της σημερινής τάξης πραγμάτων που ευνοούν τις Ηνωμένες Πολιτείες και στο πλαίσιο των οποίων έχουν αναπτυχθεί μέχρι τώρα. Για να σταθεί στο παγκόσμιο βάθρο, η Κίνα δεν μπορεί απλώς να υποκριθεί ότι αντικαθιστά τις Ηνωμένες Πολιτείες στο παγκόσμιο σύστημα ισχύος, των οποίων τα δίκτυα διαμορφώθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες την ίδια στιγμή που αυτές ήρθαν στο κέντρο. Για να σταθεί στο παγκόσμιο βάθρο, η Κίνα δεν μπορεί να υποκριθεί ότι αντικαθιστά απλώς τις Ηνωμένες Πολιτείες στο παγκόσμιο σύστημα ισχύος, τα δίκτυα του οποίου διαμορφώθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την ίδια στιγμή που αυτές τοποθετήθηκαν στο επίκεντρο. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην άρθρωση των συμμαχιών και την υποταγή των συμμάχων – σε μια σχέση συντονισμού και ενίοτε έντασης με το Πεντάγωνο -, το Υπουργείο Οικονομικών στα χρηματοοικονομικά ζητήματα, μαζί με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) στον καθορισμό των γραμμών συντονισμού με τις κεντρικές τράπεζες των πιο ισχυρών χωρών, αποτελούν τη βάση της αρχιτεκτονικής της παγκόσμιας διακυβέρνησης που απαιτεί το διεθνικό κεφάλαιο και την υποστηρίζουν καθώς ταυτόχρονα στοχεύουν στην αναπαραγωγή της αμερικανικής δύναμης.
Ούτε μπορούμε να θεωρούμε πλέον μια Κίνα που απλώς «βολεύεται» στο να είναι μια υποδεέστερη δύναμη μεταξύ άλλων. Δεν μπορεί απλώς να συνεχίσει να «ανεβαίνει» με μια «δανεική» τάξη πραγμάτων και η κυρίαρχη δύναμη δεν θα παραχωρήσει τη θέση της. Ούτε μπορούμε πλέον να περιμένουμε από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, οι οποίες έχουν ήδη σχετικά εκτοπιστεί με την άνοδο της ισχύος της Κίνας, να συμβιβαστούν με αυτήν την κατάσταση ειρηνικά, αν και μέσα σε ένα πλαίσιο γενικότερης διάλυσης της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, μπορούμε να περιμένουμε περισσότερες διασπάσεις και αναδιάρθρωση των συμμαχιών. Η Κίνα μπορεί να πυροδοτήσει τον ανταγωνισμό ή να γίνει ένας πόλος έλξης.
Ταυτόχρονα, πρέπει να λάβουμε υπόψη όλες τις δυνητικά αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις που δημιούργησε η καπιταλιστική πορεία στην Κίνα, οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν την κύρια αχίλλειο πτέρνα της και οι οποίες θα μπορούσαν να επιταχύνουν η όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών. Πολλά τμήματα της γραφειοκρατίας υποψιάζονται τη φιλοδοξία του Ξι να επεκτείνει την εξουσία του πέραν των 10 ετών, παραβιάζοντας την πρακτική που υπήρχε μετά από την αποχώρηση του Deng Xiaoping. Υπάρχουν επίσης οι κακώς επουλωμένες πληγές των διαφορών που προηγήθηκαν της ανόδου του στην εξουσία και τελείωσαν με την εκκαθάριση του Bo Xilai, ο οποίος προήδρευσε του κόμματος στο Chongquing, ήταν ο σημαιοφόρος ενός εξασθενημένου «νεο-μαοϊσμού» και σήμερα βρίσκεται φυλακισμένος επ’ αόριστον. Υπάρχει ένας δομικός λόγος για τη δυσαρέσκεια των τομέων που επωφελήθηκαν περισσότερο από τις πολιτικές της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, δηλαδή ότι, παρά την εδραίωση των αστικών σχέσεων παραγωγής, η τάση μετά από την άνοδο του Ξι είναι μάλλον προς τη στασιμότητα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος και η ενίσχυση του κρατισμού, με τονισμό των βοναπαρτιστικών χαρακτηριστικών του καθεστώτος.
Από την άποψη των υποτελών τάξεων, το νέο προλεταριάτο που αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ελάχιστα συνδεδεμένο με την παλιά εργατική τάξη των κρατικών επιχειρήσεων που υπέστησαν βαριές ήττες από τις ιδιωτικοποιήσεις, ηγήθηκε επίσης την τελευταία πένταετία των διαδικασιών της οργάνωσης και της πάλης που ανάγκασαν το καθεστώς και τις εταιρείες να παραχωρήσουν καλύτερες συνθήκες στους εργαζόμενους.[xi] Όπως παρατηρούν οι συντάκτες του China Labor Bulletin, τον 21ο αιώνα, «οι συλλογικές διαμαρτυρίες των εργαζομένων έχουν γίνει πιο συχνές και οργανωμένες καλύτερα, σε σημείο που να αποτελούν πλέον μέρος της καθημερινής ζωής στην Κίνα και οι εργατικές αναταραχές είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία»[xii]. Η συσσώρευση της εξουσίας στα χέρια του Ξι τον καθιστά επίσης πιο επιρρεπή σε λάθος βήματα και θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για εσωτερικούς αγώνες, οι οποίοι, σε αυτό το πλαίσιο και με την εξωτερική σύγκρουση, θα μπορούσαν να γίνουν ανεξέλεγκτοι. Το ξέσπασμα της επιδημίας Covid απείλησε αρχικά να έχει καταστροφικές συνέπειες για την κυριαρχία του ΚΚΚ, λόγω των αρχικών αδέξιων αντιδράσεων μετά την εμφάνιση του ιού, αλλά οι σχετικά λιγότερο καλές επιδόσεις του μεγάλου μέρους της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, έφεραν τελικά τη γραφειοκρατία σε καλύτερη θέση και επέτρεψαν στην Κίνα να εξάγει τη βοήθειά της. Παρ ‘όλα αυτά, η ένταση που παρουσιάστηκε σε αυτή τη κρίση είναι ένα άλλο σημάδι ότι η θέση του Ξι – και μαζί με αυτόν το σύνολο του καθεστώτος – απέχει από το να είναι σταθερή. Η υπόθεση μιας μεγάλης κρατικής κρίσης, με καταστροφικές συνέπειες για τη θέση της Κίνας, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί. Με πρωτοφανή επίπεδα χρέους (το σύνολο του χρέους των εταιρειών, του δημοσίου και των νοικοκυριών ξεπερνά το 300% του ΑΕΠ), το φάντασμα μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης στοιχειώνει την Κίνα. Σε μια τέτοια κρίση, οι κρατικές εταιρείες, πολύ επιρρεπείς στη μόχλευση, θα μπορούσαν να είναι μεταξύ των τομέων που έχουν πληγεί περισσότερο. Ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος από το κράτος έχει μέχρι στιγμής περιορίσει την υλοποίηση αυτών των απειλών, αλλά το έχει κάνει με το κόστος μιας βιαστικής φυγής προς τα εμπρός, καθώς ο όγκος των υποχρεώσεων δεν σταματά να αυξάνεται. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να επιδεινώσει όλες αυτές τις πιθανές αστάθειες, σε ανεξέλεγκτα επίπεδα.
Η κατάσταση της ανοικτής σύγκρουσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, που επικεντρώνεται τώρα στο εμπόριο και τη διαμάχη για τεχνολογική υπεροχή – η οποία συνδέεται στενά με ζητήματα ασφάλειας – αλλά με την αυξανόμενη απειλή στρατιωτικών παρεκτροπών, τροφοδοτεί όλες τις εσωτερικές εντάσεις που ήδη υπάρχουν στην Κίνα.
Το γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να μιλάει για την Κίνα ως ιμπεριαλισμό με την πλήρη έννοια του όρου, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών ή άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, θα πρέπει να διαβαστεί από την άποψη της μονομερούς ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας κατά της Κίνας, επιθετικότητας από την οποία θα προέκυπτε αυτόματα μια υποστήριξη για την Κίνα. Όπως το βιώνουν το προλεταριάτο και οι καταπιεσμένες εθνότητες της Κίνας, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται αντιμέτωπες με τον ιμπεριαλισμό, το κράτος υπό την ηγεσία του ΚΚΚ δεν αντιπροσωπεύει καμία προοδευτική εναλλακτική λύση έναντι της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, καθορίζονται από τις συγκεκριμένες συνθήκες, αν και η τοποθέτηση μπροστά από κάθε σενάριο σύγκρουσης πρέπει να καθορίζεται από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι δεν θα προκύψει από εκεί καμία εναλλακτική λύση ή ένα στήριγμα για τους καταπιεσμένους λαούς να σπάσουν τις αλυσίδες του ιμπεριαλισμού και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αντίθετα, η φιλοδοξία του Ξι Ζινπίνγκ και ολόκληρης της ηγεσίας του ΚΚΚ είναι να ανεγείρουν το κινεζικό κράτος ως ένα ακόμη τούβλο στον τοίχο της καταπίεσης.
[i] Ο συγγραφέας εκφράζει ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη στην Paula Bach για τη συμβολή της στον προβληματισμό σχετικά με τη μέθοδο και τα κριτήρια που μας επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε με ισορροπημένο τρόπο την κατάσταση της Κίνας σήμερα.
Αυτό το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στις 15 Νοεμβρίου 2020 στο εβδομαδιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό Ideas de Izquierda (https://www.laizquierdadiario.com/China–y–el–imperialismo–elementos–para–el–debate#nh2)
[ii] Δείτε για παράδειγμα [Sobre la cuestión de la ‘estabilizacion‘ de la economia mundial https://ceip.org.ar/Sobre–la–cuestion–de–la–estabilizacion–de–la–economia–mundial], μια ομιλία 1925 που δημοσιεύσαμε στο El capitalismo y sus crisis. [Ο πρόλογος της Paula Bach στο βιβλίο https://ceip.org.ar/Prologo–a–El–capitalismo–y–sus–crisis Danemark] (1η έκδοση του Νοεμβρίου 2008) περιλαμβάνει επίσης τα κείμενα του Τρότσκι σε αυτές τις βασικές ομοιότητες και διαφορές ανάγνωσης για τη σχέση Ηνωμένων Πολιτειών-Αγγλίας εκείνη την εποχή, και τη σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας την εποχή της κρίσης του 2008, η οποία επικεντρώθηκε στο νομισματικό ζήτημα, με την Κίνα να γίνεται ο κύριος δανειστής της κύριας ιμπεριαλιστικής δύναμης.
[iii] Αυτή η κυριαρχία του κινεζικού εξωτερικού εμπορίου από τις πολυεθνικές πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψη με κάποια προσοχή, δεδομένου του βάρους της παρουσίας κρατικών αντιπροσώπων/παρατηρητών σε πολλές ιδιωτικές εταιρείες, τις οποίες ακόμη και αυτές οι ξένες εταιρείες έπρεπε να ανεχθούν. Επιπλέον, λόγω της σχετικής στασιμότητας των αλυσίδων αξίας και της αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου την τελευταία δεκαετία, αυτό το τμήμα της οικονομίας που κυριαρχείται κυρίως από πολυεθνικό κεφάλαιο έχει χάσει σχετικό βάρος στην οικονομία της, οι επενδύσεις σε υποδομές και ανάπτυξη ακινήτων έχουν αυξηθεί σημαντικά.
[iv] Όλα τα στοιχεία της παραγωγικότητας λαμβάνονται από τη διεθνή βάση δεδομένων του Conference Board.
[v] “How Well-off is China’s Middle Class?”, China Power, 29/10/2020.
[vi] Για να μάθετε περισσότερα σχετικά με αυτό το ζήτημα, [δείτε αυτό το άρθρο του Paul Bach https://www.laizquierdadiario.com/Nuevas–tecnologias–TikTok–competencia–gratuidad–y–trabajo–humano]
[vii] Joint Research Centre (European Commission), “The 2019 EU industrial R&D investment scoreboard”, Bruselas, Publication Office of the EU, 19/12/2019. Όλα τα δεδομένα αυτής της παραγράφου έχουν ληφθεί από αυτό το έγγραφο.
[viii] Leo Panitch et Sam Gindin, The making of global capitalism. The political economy of American empire, Madrid, Akal, 2014, p. 24.
[ix] The new state capitalism. Xi Jinping is trying to remake the Chinese economy, The Economist, 15/8/2020.
[x] Kerry Brown & Una Aleksandra Bērziņa-Čerenkova, L’idéologie à l’ère de Xi Jinping, Journal of Chinese Political Science, vol. 23, février 2018, p. 323-339 .
[xi] Αυτές οι μισθολογικές βελτιώσεις δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα αγώνων. Αποτελούσαν επίσης μέρος του στόχου της «αναπροσαρμογής» της οικονομίας που ανακοινώθηκε από το 2008, αλλά οι χορηγηθείσες αυξήσεις δεν ήταν ποτέ επαρκείς ώστε η εγχώρια κατανάλωση τελικών προϊόντων να διαδραματίσει ένα ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη.
[xii] «Le mouvement des travailleurs en Chine, 2015-2017», août 2018. Ο ιστότοπος αναφέρεται στην εξέλιξη των συγκρούσεων και των οργανωτικών διαδικασιών σε όλους τους τομείς και τις περιοχές της χώρας.
Αρχικό κείμενο: La Chine et l’impérialisme : éléments pour le débat
Παγκόσμια Συνέδρια
Βιβλιοθήκη






