του John Smith*
Η έξοδος της Βρετανίας από το ιμπεριαλιστικό μπλοκ που είναι γνωστό ως Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι πλέον μη αναστρέψιμη. Η συντριπτική εκλογική ήττα του Εργατικού Κόμματος έχει απογοητεύσει πολλούς εργάτες και νέους που είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Jeremy Corbyn, τον αριστερό ηγέτη του. Αυτό το άρθρο αξιολογεί αυτά τα ιστορικά γεγονότα, κανένα από τα οποία δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ξεχωριστά από το άλλο.
Brexit
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια παρακμάζουσα αυτοκρατορική δύναμη που περιλαμβάνει τη Μεγάλη Βρετανία και έξι βορειοανατολικές κομητείες της Ιρλανδίας («Βόρεια Ιρλανδία»).
Οι δεξιοί πολιτικοί ψάχνουν παντού, εκτός από τον καθρέφτη, για τις αιτίες αυτής της παρακμής και αναπολούν την εποχή που η Βρετανία στάθηκε μόνη εναντίον των ναζιστικών ορδών και με το ένα χέρι μόνο έσωσε τον παγκόσμιο πολιτισμό, με κάποια καθυστερημένη βοήθεια από τις ΗΠΑ. Μόνο που η προσφιλής αυτή εθνική αφήγηση είναι μια φαντασία. Η ραχοκοκκαλιά του ναζιστικού στρατού είχε σπάσει στο ανατολικό μέτωπο, από τη Σοβιετική Ένωση και όχι από τη Βρετανία, η οποία ήταν απασχολημένη σε έναν αποικιακό πόλεμο στη Βόρεια Αφρική, ενόσω ο Σοβιετικός στρατός και ο Σοβιετικός λαός σήκωναν όλο το βάρος. Οι απώλειες της Βρετανίας στο El Alamein, τη μεγαλύτερη μάχη που έδωσε ο βρετανικός στρατός πριν από την απόβαση στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944, ήταν λιγότερες από 2.000, ενώ μισό εκατομμύριο Σοβιετικοί πέθαναν στη μάχη του Στάλινγκραντ. Ο ρατσισμός, η υποκρισία και η αυτοκρατορική ύβρις – βασικές βρετανικές αξίες, με τις οποίες όλα τα πολιτικά κόμματα και οι θεσμοί είναι εμποτισμένοι- εξηγούν την κατά τα άλλα ανεξήγητη τρέλα που έγινε γνωστή ως Brexit.
Αφήνοντας ωστόσο κατά μέρος την αυτοκρατορική ύβρι, οι καπιταλιστές ηγέτες της Βρετανίας αντιμετωπίζουν ένα στρατηγικό δίλημμα: είτε να συμμαχήσουν με τη Γαλλία και τη Γερμανία στην ΕΕ είτε να ευθυγραμμιστούν με τις ΗΠΑ˙ δύο κατευθύνσεις εξίσου δυσμενείς για τα συμφέροντα των εργαζομένων και όλων των καταπιεσμένων ανθρώπων Η διχοστασία του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος πάνω σε αυτό το δίλημμα έφεραν το 2016 ένα δημοψήφισμα στο οποίο οι ψηφοφόροι αποφάσισαν, με μικρή διαφορά, να εγκαταλείψουν την ΕΕ. Σε ένα προηγούμενο άρθρο[1] εξήγησα γιατί η έκβαση αυτή καθορίστηκε από την εχθρότητα των εργαζομένων προς την ΕΕ (τα δύο τρίτα από αυτούς ψήφισαν αποχώρηση από την ΕΕ) και γιατί ο βασικότερος παράγοντας που τους οδήγησε σε αυτό είναι η αντίθεσή τους στη μετανάστευση καθώς η ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων μέσα στα σύνορα της ΕΕ είναι ένας από τους πυλώνες της ζώνης ελεύθερων συναλλαγών της, ενώ πολλοί εργάτες, που πλήττονται από την αυξανόμενη ανασφάλεια και την φθίνουσα ποιότητα ζωής, αποδίδουν αυτά τα δεινά στον αυξημένο ανταγωνισμό που υφίστανται από τους επήλυδες εργάτες και επιζητούν την προστασία του κράτους από αυτούς.
Κατά τη διάρκεια των τριών ετών πολιτικής αναταραχής που ακολούθησαν το δημοψήφισμα του 2016, το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια ομαλή έξοδο αποδείχτηκε ο εδώ και μια εκατονταετία διαχωρισμός της Ιρλανδίας στις 26 κομητείες του νοτίου κράτους (η λεγόμενη «Ιρλανδική Δημοκρατία») και στον βρετανικό κατεχόμενο θύλακα στις βορειοανατολικές έξι κομητείες (η λεγόμενη «Βόρεια Ιρλανδία»)[2]. Ενόσω η Βρετανία και το νότιο ιρλανδικό κράτος παραμένουν στην ΕΕ, οι άνθρωποι και τα αγαθά μπορούν να διασχίσουν τα σύνορα μεταξύ των δύο περιοχών της Ιρλανδίας απροσκοπτα. Η έξοδος όμως του Ηνωμένου Βασιλείου από την εμπορική ζώνη της ΕΕ θα απαιτούσε την επιβολή σκληρών συνόρων, που θα έπληττε σοβαρά την οικονομία της Ιρλανδίας και θα κινδύνευε να επανεκκινήσει την ένοπλη πάλη ενάντια στη βρετανική κατοχή.
Η πρώην πρωθυπουργός Theresa May διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία εξόδου που παρέκαμπτε το πρόβλημα των συνόρων διατηρώντας τόσο τη Βρετανία όσο και τη βόρεια Ιρλανδία στη ζώνη ελευθέρων συναλλαγών της EE μέχρι την ολοκλήρωση των επικείμενων διαπραγματεύσεων για μια μόνιμη εμπορική σχέση και διασφάλιζε ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αυτών των διαπραγματεύσεων, η Βόρεια Ιρλανδία θα παρέμενε εντός της ζώνης ελεύθερων συναλλαγών της ΕΕ και θα υπόκειται στους κανόνες της. Η May προσπάθησε και απέτυχε τρεις φορές να το περάσει από το Κοινοβούλιο, οπότε παραιτήθηκε και τα μέλη του Συντηρητικού κόμματος , κυρίως άνδρες πλούσιοι λευκοί ηλικίας άνω των 60 ετών, επέλεξαν τον Μπόρις Τζόνσον ως ηγέτη τους. Ο Johnson επανέλαβε κανονικά τις διαπραγματεύσεις για τους όρους της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου.
Όπως και πριν, η ΕΕ επέμεινε στην εγγύηση ότι δεν θα υπήρχαν σκληρά σύνορα μεταξύ των δύο περιοχών της Ιρλανδίας. Προς έκπληξη πολλών (συμπεριλαμβανομένου και του συγγραφέα αυτών των γραμμών), ο Τζόνσον συμφώνησε σε μια αναθεωρημένη συμφωνία, της οποίας η μόνη ουσιαστική διαφορά με την προηγούμενη, είναι η πρόβλεψη ενός de facto μόνιμου συνόρου μεταξύ της Βρετανίας και ολόκληρης της Ιρλανδίας, διατηρώντας παράλληλα την προσήλωσή της στην βρετανική συνταγματική ακεραιότητα. Μπροστά σε κραυγές προδοσίας από τους φιλοϊμπεριαλιστές ενωτικούς πολιτικούς στη Βόρειο Ιρλανδία, ο Τζόνσον αρνήθηκε κατηγορηματικά αυτό που ήταν ολοκάθαρα γραμμένο στη συμφωνία που είχε ο ίδιος διαπραγματευτεί και το ξεφορτώθηκε μέσα από το Κοινοβούλιο.
Οι γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2019 – η πλαστή δημοκρατία σε δράση
Όπως υποδεικνύουν οι υπαναχωρήσεις του, ο Johnson δεν είχε καμία πρόθεση να σεβαστεί τους όρους της συμφωνίας εξόδου. Η παραχώρηση του για το ζήτημα των συνόρων ήταν εντελώς τακτική – να περάσει μια συμφωνία μέσω του Κοινοβουλίου με οποιοδήποτε μέσο και στη συνέχεια να ζητήσει γενικές εκλογές, στις οποίες το Συντηρητικό Κόμμα θα έκανε προεκλογικό αγώνα γύρω από ένα απλό σύνθημα : «Get Brexit Done»˙ να περατώσουμε το Brexit.
Ο βασικός αντίπαλός του, το Εργατικό Κόμμα με επικεφαλής τον Τζέρεμι Κόρμπιν, ήταν απελπιστικά διχασμένο για την ΕΕ, όπως και για τόσα άλλα. Προσπάθησε και απέτυχε να μετατοπίσει την εθνική συζήτηση μακριά από το Brexit ώστε να περιστραφεί γύρω από την κυβερνητική πολιτική λιτότητας, η οποία οδήγησε σε σοβαρή επιδείνωση των υγειονομικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο Όσον αφορά το Brexit, ο Corbyn υποσχέθηκε να συνάψει γρήγορα μια νέα εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, η οποία θα διατηρούσε το σημερινό εμπορικό καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου κι έτσι θα αποφευγόταν η απώλεια θέσεων εργασίας. Σημείωσε το γεγονός ότι αυτό θα απαιτούσε αναπόφευκτα την υποταγή του Ηνωμένου Βασιλείου στους κανονισμούς της ΕΕ, την αποδοχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και τη συνέχιση των συνεισφορών στον προϋπολογισμό της ΕΕ – όλο κι όλο εκείνο που θα άλλαζε θα ήταν η απώλεια της δυνατότητας του Ηνωμένου Βασιλείου να διαμορφώνει την πολιτική της ΕΕ. Ο Corbyn υποσχέθηκε να θέσει αυτή την κατ’ όνομα συμφωνία Brexit σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα, όπου οι ψηφοφόροι θα καλούνταν να επιλέξουν μεταξύ αυτής της συμφωνίας και της ολωσδιόλου ακύρωσης του Brexit και ο ίδιος να παραμείνει ουδέτερος!
Ο Corbyn και το Εργατικό Κόμμα πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την ασυνάρτητη στάση τους στο κεντρικό θέμα του Brexit, αλλά, όπως θα δούμε, αυτό δεν υπήρξε ο μοναδικός λόγος για τον οποίο κατατροπώθηκαν στις κάλπες. Σε αυτές, οι Εργατικοί έλαβαν το 32,2% των ψήφων έναντι 43,6% του Συντηρητικού Κόμματος. Λαμβάνοντας υπόψη τη συμμετοχή (67,3%) και τους μη εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους (17%), η «σαρωτική νίκη» των Συντηρητικών επιτεύχθηκε με το 24% του εκλογικού σώματος, ενώ μόλις 18% ψήφισαν για τους Εργατικούς. Περισσότεροι εργάτες ψήφισαν Συντηρητικούς παρά Εργατικούς˙ στους ανειδίκευτους, η διαφορά ήταν 43% με 37%, ενώ οι ειδικευμένοι και μισοειδικευμένοι εργάτες ψήφισαν το Συντηρητικό Κόμμα με ακόμα μεγαλύτερη διαφορά. Οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ήταν επίσης εμφανείς: οι άνδρες ψήφισαν κατά 48% έναντι 29% υπέρ των Συντηρητικών, ενώ η διαφορά μεταξύ των γυναικών ψηφοφόρων ήταν πολύ μικρότερη, 42% έναντι 36%. Το χάσμα των γενεών ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό : μόλις το 19% της ηλικιακής ομάδας 18-24 ψήφισε υπέρ των Συντηρητικών έναντι 57% των Εργατικών, σε διαμετρική αντίθεση με τα άτομα άνω των 65 ετών, 62% των οποίων έδωσαν την ψήφο τους στους Συντηρητικούς έναντι μόλις 18% για το Εργατικό Κόμμα.
Πόσοι από αυτούς τους ψηφοφόρους πίστευαν πραγματικά σε αυτό που ψήφισαν και πόσοι στοιχήθηκαν αγεληδόν πίσω από το μικρότερο κακό, μπορεί ο καθένας να εικάσει. Οι δημοσκοπήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν ότι οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, με μεγάλη διαφορά, είναι οι λιγότερο αξιόπιστοι ανάμεσα σε όλα τα επαγγέλματα. Όσον αφορά τους δημοσιογράφους, τα περισσότερα από τα έντυπα μέσα ανήκουν σε υπεραντιδραστικούς δισεκατομμυριούχους, ενώ τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα κρατούν σταθερά φιλελεύθεροι αξιοκράτες της μεσαίας τάξης που εκκρίνουν περιφρόνηση για τους εργαζόμενους. Αυτή δεν είναι δημοκρατία, είναι μια μασκαράτα δημοκρατίας!
Η συντριβή της παράλογης μη-πολιτικής που ακολούθησε η αριστερά του πτέρυγα σχετικά με το Brexit δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο το Εργατικό Κόμμα κατέρρευσε στην κάλπη. Δύο ακόμη λόγοι, πρέπει ειδικότερα να επισημανθούν. Πρώτον, ενώ οι οικονομικές πολιτικές των Εργατικών ήταν δημοφιλείς ανάμεσα στους εργαζομένους και τη νεολαία, λίγοι πίστευαν στην ικανότητά τους να τις διεκπεραιώσουν. Οι Εργατικοί υποσχέθηκαν[3] να αυξήσουν σημαντικά τους φόρους στους πλούσιους και στα εταιρικά κέρδη, να εθνικοποιήσουν τις επιχειρήσεις σιδηροδρόμων, νερού, ταχυδρομείου και ηλεκτρικής ενέργειας, να υποχρεώσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις να μεταφέρουν το 10 τοις εκατό των μετοχών τους στους εργαζομένους, να περιορίσουν τα ενοίκια και να αυξήσουν τα δικαιώματα του ενοικιαστή, να ιδρύσουν ένα Ταμείο Εθνικού Μετασχηματισμού 400 δισεκατομμυρίων λιρών για τη χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια οικονομία με μηδενικές εκπομπές άνθρακα και την αναβάθμιση σχεδόν όλων των 27 εκατομμυρίων κατοικιών του Ηνωμένου Βασιλείου σε υψηλότερα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης, να δημιουργήσουν ένα Ταμείο Κοινωνικού Μετασχηματισμού ύψους 150 δισ. λιρών για την επισκευή ή την αντικατάσταση ερειπωμένων σχολείων και νοσοκομείων, να δανειστούν επιπλέον 250 δισ. Λίρες για τη χρηματοδότηση μιας Εθνικής Τράπεζας Επενδύσεων, να αυξήσουν δραστικά τον κατώτατο μισθό, τις κρατικές συντάξεις και άλλες κοινωνικές παροχές, να παράσχουν 30 ώρες την εβδομάδα δωρεάν παιδική φροντίδα σε όλα τα παιδιά ηλικίας 2 έως 4 ετών, να καταργήσουν τα δίδακτρα και να παράσχουν επιχορηγήσεις για να συντηρούνται οι φοιτητές του Πανεπιστημίου και πολλά άλλα.
Το ότι αυτή η λίστα για ψώνια είναι επιθυμητή από το λαό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, η αξιοπιστία της όμως τίθεται. Πολλοί αισθάνονται, για βάσιμους λόγους, ότι απόπειρες εκπλήρωσης αυτών των υποσχέσεων, θα προκαλούσαν φυγή κεφαλαίων και κατάρρευση της λίρας, βυθίζοντας την ήδη εύθραυστη οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου σε βαθιά κρίση, με αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της λιτότητας και όχι τον τερματισμό της. Το επίσημο επιτόκιο δανεισμού της Τράπεζας της Αγγλίας είναι 0,75% και είναι αρνητικό αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. Αυτό είναι το χαμηλότερο επιτόκιο στους τέσσερις αιώνες της ύπαρξης της Τράπεζας.
Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε όλες τις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες καταδεικνύουν το αβυσσαλέο βάθος της συστημικής κρίσης του καπιταλισμού – «μια σουπερνόβα που περιμένει να εκραγεί», σύμφωνα με τα λόγια του εξέχοντος χρηματιστή Bill Gross[4]. Ωστόσο, για την αριστερά του Εργατικού Κόμματος, τα πολύ χαμηλά επιτόκια δεν είναι κόκκινο λαμπάκι που ανάβει, αλλά πράσινο φως που τους προσκαλεί να δανειστούν τεράστια χρηματικά ποσά από εκείνους που τα έχουν, δηλαδή τους πλούσιους. Ωστόσο, η ιστορία, όπως επί παραδείγματι η περίπτωση της Ελλάδας με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μας διδάσκει, όταν οι καπιταλιστές κληθούν να δανείσουν χρήματα σε μια κυβέρνηση που δεν εμπιστεύονται, είναι βέβαιο ότι θα απαιτήσουν ένα υψηλό ασφάλιστρο κινδύνου, που θα οδηγήσει σε ναυάγιο τα δημόσια οικονομικά και θα καταστρέψει τα ρεφορμιστικά όνειρα.
Αν ο Κόρμπιν και οι υποστηρικτές του διατηρούσαν κάποια αμφιβολία ότι οι καπιταλιστές της Βρετανίας θα συγκατατεθούν ειρηνικά σε αυτό το πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, δεν τη φανέρωσαν. Αλλά δεν μπορείς να οδηγήσεις το λαό σε μια μάχη προσποιούμενος ότι δεν θα υπάρξει καμία μάχη. Απογοητευμένοι από δεκαετίες ηττών, αποστρατευμένοι από δουλικούς μειλίχιους συνδικαλιστές ηγέτες και αποπροσανατολισμένοι από ένα αδιάκοπο και αδιαμφισβήτητο μπαράζ ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας τόσο από τη φιλελεύθερη αριστερά όσο και από τη λευκή εθνικιστική δεξιά, οι περισσότεροι εργάτες έδειξαν με την ψήφο τους ότι δεν ψάχνονται να πολεμήσουν τους κυβερνήτες τους, γυρεύουν απλώς να πατροναριστούν από αυτούς.
Από τον 19ο αιώνα οι πλουτοκράτες κυβερνήτες της Βρετανίας κατάφεραν να σύρουν τους εργαζόμενους σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία εναντίον του υπόλοιπου κόσμου. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επί παραδείγματι, οι αυξανόμενοι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες στις αποικίες και νεοαποικίες της Βρετανίας – και όχι μόνο το εγχώριο κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης – έπεισαν τους κυβερνώντες να ενδώσουν στις απαιτήσεις των εργαζομένων για δωρεάν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση. Στόχος τους ήταν να ειρηνεύσουν την εργατική τάξη και να εξασφαλίσουν την ενεργό υποστήριξη των συνδικαλιστικών και πολιτικών ηγετών της για πολέμους κατά των ανυπάκουων κυβερνήσεων και των εξεγερμένων λαών σε όλο τον κόσμο. Αυτό το ιμπεριαλιστικό κοινωνικό συμβόλαιο είναι η ίδια η ουσία της βρετανικής σοσιαλδημοκρατίας, τόσο στις αριστερές όσο και στις δεξιές παραλλαγές της. Τώρα όμως, εξαναγκασμένοι από το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης, οι ηγέτες της Βρετανίας κινούνται για να καταργήσουν αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο, στέλνοντας τη σοσιαλδημοκρατία να κυνηγάει την ουρά της.
Ο δεύτερος παράγοντας της ήττας του Corbyn ήταν οι προσπάθειές του να συμβιβάσει διαμετρικά αντίθετες απόψεις μέσα στο Εργατικό Κόμμα για την ελευθερία μετακίνησης και ένα ευρύ φάσμα άλλων αμφιλεγόμενων ζητημάτων, οδηγώντας πρακτικά στην εγκατάλειψη των θεμελιωδών αρχών του και στην συνθηκολόγηση με τη δεξιά πτέρυγα. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος χαρακτήριζε τον εαυτό του ως δημοκρατικό σοσιαλιστή και όχι ως σοσιαλδημοκράτη, πέρασε ολόκληρη την πολιτική του ζωή ως αντιφρονών στην αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, όπου κέρδισε τη φήμη του ως συνεπούς αντιπάλου των ιμπεριαλιστικών πολέμων, συμπεριλαμβανομένων όσων διεξάγονται από τις κυβερνήσεις των Εργατικών, και ως υπερασπιστή των Παλαιστινίων και άλλων οι οποίοι αντιμάχονται τον ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό σε ολόκληρο τον κόσμο. Βρέθηκε στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος το 2015 από μια πλημμύρα εργατών και νέων που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί από τη συμμετοχή της Βρετανίας στην εισβολή της Αμερικής στο Ιράκ το 2003 και από την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 και επικεντρώθηκε στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Και τα δύο αυτά γεγονότα έγιναν με κυβερνήσεις Εργατικών υπό την ηγεσία ανοιχτά φιλοϊμπεριαλιστών δεξιών σοσιαλδημοκρατών.
Ανησυχώντας για το γεγονός ότι ο Corbyn δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη ότι θα υπερασπιστεί τα εκτεταμένα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή και αλλού, ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία – που περιλάμβανε δεξιούς πολιτικούς μέσα στο Εργατικό Κόμμα, σχεδόν όλα τα έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα, την Ισραηλινή πρεσβεία και πρόσωπα κλειδιά μέσα στο βρετανικό κατεστημένο – για να κολλήσει στον Κόρμπιν και στους αριστερούς Εργατικούς την ταμπέλα του αντισημιτισμού. Το μίσος κατά των Εβραίων είναι πράγματι μια θανατηφόρα απειλή και η ιστορία διδάσκει ότι ανθίζει σε εποχές συστημικής καπιταλιστικής κρίσης, όπως τώρα, όταν οι δημαγωγοί, αριστεροί και δεξιοί, προσπαθούν να εκτρέψουν τον θυμό των εργαζομένων και των αποστερημένων εναντίον των Εβραίων καπιταλιστών και όχι εναντίον της καπιταλιστικής τάξης στο σύνολό της. Ο αντισημιτισμός προωθείται επίσης από αστούς εθνικιστές στη Μέση Ανατολή, οι οποίοι φθονούν την εύνοια του ιμπεριαλισμού προς το Ισραήλ και επιθυμούν κι αυτοί την ίδια μεταχείριση. Επομένως, το γεγονός είναι ότι η φασιστική δεξιά πτέρυγα δεν έχει το μονοπώλιο του αντισημιτισμού. Αντίθετα, το δηλητήριό του έχει μολύνει την αριστερά και το παγκόσμιο κίνημα αλληλεγγύης προς των αγρίως καταπιεσμένο παλαιστινιακό λαό. Μια λεπτομερής ανάλυση θα βρισκόταν πέρα από το πεδίο αυτού του άρθρου. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, είναι η πλήρης ανικανότητα του Κόρμπιν και της αριστεράς των Εργατικών να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό του και το ευρύτερο κίνημα σχετικά με τη φύση του αντισημιτισμού και γιατί αυτός διαδίδεται σε περιόδους κρίσης. Για να εκθέσει τον κυνισμό των κατηγόρων του, θα έπρεπε να περάσει στην επίθεση, εκθέτοντας την άθλια ιστορία του βρετανικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή και, κριτικά, τη συνενοχή της Βρετανίας στο Ολοκαύτωμα. Η Βρετανία έκλεινε κατά πρόσωπο την πόρτα της στους Εβραίους πρόσφυγες κατά τη δεκαετία του 1930 και αργότερα, όταν ξέσπασε ο Β ‘ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ απέκρυψε τις ειδήσεις για τη γενοκτονία επειδή δεν ήθελε περισπασμούς από τους αποικιακούς πολέμους της Βρετανίας στη Βόρεια Αφρική και στη Βιρμανία. Αλλά ο Corbyn και το εργατικό κόμμα δεν έκαναν τίποτε από αυτά. Από τη στιγμή που εξελέγη ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, ο Corbyn σταμάτησε να μιλάει για την Παλαιστίνη. Παρομοίως, τήρησε μια πέτρινη σιωπή απέναντι στη φωναχτή κριτική του πολιτικού του ιστορικού να εκφράζεται κατά της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον Βρετανικό Στρατό και τη Βασιλική Χωροφυλακή του Όλστερ[5] και τη συμπαιγνία τους με τα παραστρατιωτικά αποσπάσματα θανάτου στη Βόρεια Ιρλανδία και να υποστηρίζει αντιιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική.
Και λοιπόν τι ακολουθεί;
Η κρίση του Brexit στη Βρετανία έχει προσωρινά καταλαγιάσει. Οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για μια μόνιμη εμπορική σχέση από την μια και με τις ΗΠΑ για μια νέα εμπορική συμφωνία από την άλλη, θα είναι ακόμη πιο συγκλονιστικές από αυτές που οδηγούν στην έξοδο της Βρετανίας. Η οικονομική στασιμότητα της Βρετανίας θα επιδεινωθεί αναπόφευκτα από τη διακοπή του εμπορίου με την ΕΕ, για την οποία προορίζεται πάνω από το 40% των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο οικονομικός εθνικισμός και η νοσταλγία για την αυτοκρατορική εποχή θα μεταλλάσσονται σε όλο και πιο μολυσματικές παραλλαγές. Το Brexit έχει ήδη καταφέρει σοβαρό πλήγμα στην βρετανική κυριαρχία στη βορειοανατολική Ιρλανδία: η επανένωση της Ιρλανδίας έχει τώρα σταθερά επανέλθει στην ημερήσια διάταξη και αποτελεί επίσης πρόκριμα για την αποκλίνουσα πορεία της Σκωτίας από την Αγγλία˙ οι απαιτήσεις για ένα δεύτερο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας θα ακουστούν πλέον πιο δυνατά στη Σκωτία. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποσυντίθεται και τούτο αποτελεί λόγο για πανηγυρισμό, όχι για πένθος!
Η προσπάθεια του Corbyn να μετατρέψει το Εργατικό Κόμμα σε σοσιαλιστικό κόμμα έχει καταλήξει σε αποτυχία. Η σοσιαλδημοκρατία στη Βρετανία, όπως στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα και σε άλλες ιμπεριαλιστικές δημοκρατίες, είναι νεκρή και οι προσπάθειες ανάστασής της μάταιες. Ο θάνατός της θα πρέπει να πανηγυρίζεται κι όχι να θρηνείται. Κάθε πραγματικό σοσιαλιστικό κίνημα πρέπει να είναι διεθνιστικό, αντιιμπεριαλιστικό και επαναστατικό, αλλιώς δεν είναι σοσιαλιστικό και δεν μπορεί να προχωρήσει.
*Ο John Smith είναι πρώην μηχανικός τηλεπικοινωνιών, οδηγός λεωφορείου, εργάτης εξέδρας άντλησης πετρελαίου και συγγραφέας του βιβλίου Ιμπεριαλισμός στον 21ο αιώνα (2016), ένα βραβευμένο βιβλίο με βάση το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, το οποίο ολοκλήρωσε το 2010
[1]https://mronline.org/2019/06/24/brexit-imperialist-britain-faces-existential-crisis/
[2]Για περισσότερα βλέπε: https://mronline.org/2018/11/01/brexit-another-day-in-the-death-of-the-old-world-order/
[3]Βλέπε https://labour.org.uk/wp-content/uploads/2019/11/Real-Change-Labour-Manifesto-2019.pdf
[4]Για μια σύντομη εξήγηση βλέπε: https://mronline.org/2019/03/23/john-smith-on-imperialism-part-3/
[5] Η Βασιλική Χωροφυλακή του Όλστερ (Royal Ulster Constabulary) αποτελούσε την αστυνομική δύναμη της Βορείου Ιρλανδίας από το 1922 έως το 2001.