του Κώστα Δικαίου
Στο κίνημα που πυροδότησε η δολοφονία στα Τέμπη, η επαναστατική πρωτοπορία προώθησε το σύνθημα της εθνικοποίησης του σιδηρόδρομου χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών και κάτω από εργατικό έλεγχο. Είναι ένα σύνθημα που προσπαθεί να μετατρέψει μια άμεση διεκδίκηση που είναι λογική και αποδεκτή από τις μάζες και που οδηγεί σε μια μεταρρύθμιση όχι αναγκαστικά αντικαπιταλιστική (κρατικές επιχειρήσεις λειτουργούν κάλλιστα με καπιταλιστικά κριτήρια) σε μια διαδικασία πυροδότησης αγώνων που θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος και του αστικού κράτους, προωθώντας το αίτημα του εργατικού ελέγχου.
Τι είναι ο εργατικός έλεγχος
Ο εργατικός έλεγχος των εργοστασίων και των τομέων κλειδιά της παραγωγής, όπως είναι οι μεταφορές, αφορά την δημιουργία επιτροπών μέσα στην επιχείρηση από τους ίδιους τους εργαζόμενους με στόχο να αποκαλύψουν με άμεσο τρόπο την ανικανότητα και τον παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος, να οξύνουν την κρίση του με την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων, να μάθουν τους εργαζομένους όχι μόνο στην διεκδίκηση και την αμφισβήτηση αλλά και στην διαχείριση της παραγωγής μέσα από δικά τους όργανα, να γεφυρώσουν την πάλη για μεταρρυθμίσεις με μια ανώτερη πολιτική συνείδηση και δράση. Είναι ένα μεταβατικό- αντικαπιταλιστικό αίτημα που ο καπιταλισμός δεν μπορεί ούτε να το απορροφήσει ούτε να το χωνέψει όπως κατάφερε να κάνει με άλλες άμεσες διεκδικήσεις των εργαζομένων (8ωρο, αυξήσεις μισθών, κοινωνική νομοθεσία κλπ). Εφαρμόζεται σε περιόδους οξυμένης ταξικής πάλης και προσπαθεί να αυξήσει την συνείδηση των εργαζομένων – η μεγάλη μάζα των εργαζομένων μαθαίνει μέσα από την πράξη, μέσα από τις ίδιες της τις εμπειρίες– έτσι ώστε ερχόμενοι σε σύγκρουση με την εργοδοτική εξουσία σε κάθε επίπεδο, να αντιληφθούν την ανάγκη να προχωρήσουν γρήγορα από τον εργατικό έλεγχο στην εργατική διαχείριση πρώτα του εργοστασίου και τελικά ολόκληρης της οικονομίας. Ο εργατικός έλεγχος αμφισβητεί την εξουσία της μπουρζουαζίας και τείνει να δώσει υπόσταση σε μια εμβρυακή εξουσία αντίθετη προς την αστική, αποτελώντας έτσι την καλλίτερη γέφυρα ανάμεσα στην πάλη για τις άμεσες διεκδικήσεις και την πάλη για την εξουσία. Χωρίς αυτή την τακτική πέφτουμε είτε στην προδοτική λογική των ρεφορμιστών που κάνουν έκκληση στους θεσμούς του αστικού κράτους να ασκήσουν «πραγματικό έλεγχο», να επιβάλουν «διαφάνεια»-συνθήματα πλήρως αφομοιώσιμα από μια αστική πολιτική εξαπάτησης των μαζών. Είτε στην ουτοπική λογική των αναρχικών, με την επίκληση του ηρωισμού, του κινηματισμού και του βολονταρισμού. Είτε στον υποκαταστατικό και γραφειοκρατικό ρόλο του κόμματος που υποτίθεται θα κάνει την επανάσταση στο όνομα της εργατικής τάξης οπότε ο εργατικός έλεγχος ούτε απαραίτητος είναι αλλά και μπορεί να παραπεμφθεί στο σοσιαλιστικό μέλλον.
Ένα πρόγραμμα στην λογική του εργατικού ελέγχου μπορεί να περιλαμβάνει το άνοιγμα των λογιστικών βιβλίων της επιχείρησης και τον έλεγχο όλων των οικονομικών της (η κατάργηση του «εμπορικού» μυστικού είναι το πρώτο βήμα για ένα πραγματικό έλεγχο στην βιομηχανία), το βέτο στις απολύσεις και το κλείσιμο εργοστασίων (ή λειτουργία τους κάτω από άμεση εργατική διεύθυνση, αν αυτά έχουν εγκαταλειφθεί από τους καπιταλιστές), την δήμευση των περιουσιών των αφεντικών σαν αντάλλαγμα για όλες τις επιδοτήσεις που είχαν πάρει από το κράτος, τον έλεγχο στην οργάνωση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο (εξαιτίας της αύξησης του επιπέδου μόρφωσης των εργαζομένων και την προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας η ιεραρχική δομή της επιχείρησης βαραίνει πάνω στους εργαζόμενους ολοένα και περισσότερο όσο το χάσμα της τεχνικής γνώσης ανάμεσα σε αυτούς και τους εργοδότες μικραίνει και διατηρείται μονάχα από ένα τεχνητό μονοπώλιο πάνω στις λεπτομέρειες της λειτουργίας της επιχείρησης σαν συνόλου, μονοπώλιο που ο εργοδότης ζηλότυπα κρατάει για τον εαυτό του), τον έλεγχο των τιμών, την κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου, τον έλεγχο πάνω στις επενδύσεις.

Ο εργατικός έλεγχος ασκείται από εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους των εργατών από τις γενικές συνελεύσεις τους και δεν έχει καμιά σχέση με την λεγόμενη «συνδιοίκηση» ή «συνδιαχείριση» (πχ με την συμμετοχή συνδικαλιστικών εκπροσώπων στην διοίκηση των επιχειρήσεων) που μετατρέπει τα συνδικάτα σε άλλοθι των πολιτικών των καπιταλιστών και καταλήγει πάντα στην ανάγκη να δεχτούν οι εργαζόμενοι υποχωρήσεις και θυσίες που υπονομεύουν την ενότητα και την αλληλεγγύη τους.
Ο εργατικός έλεγχος βασίζεται: α) Στο δικαίωμα βέτο των εργαζομένων ενάντια σε κάθε απόφαση που υπονομεύει τα συμφέροντά τους (πχ άρνηση να επιταχυνθούν οι ρυθμοί εργασίας) την ίδια στιγμή που αρνείται κάθε ευθύνη σχετική με την διοίκηση της επιχείρησης όσο εξακολουθούν ακόμα να υπάρχουν η καπιταλιστική ιδιοκτησία και το αστικό κράτος. β) Σε μια επίθεση στα ιερά και όσια της ατομικής ιδιοκτησίας των καπιταλιστών, στα άδυτα των οικονομικών τους μυστικών, που πρέπει να έρθουν στο φως ξεσκεπάζοντας συγκεκριμένα την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης. Οι εργαζόμενοι οι παραγωγοί του πλούτου έχουν κάθε δικαίωμα να ξέρουν που πάνε τα χρήματα που βγαίνουν με τον ιδρώτα τους και να φανεί έτσι η παράλογη σπατάλη της ανθρώπινης δουλειάς σαν αποτέλεσμα της καπιταλιστικής αναρχίας και της ωμής επιδίωξης του κέρδους.
Ο εργατικός έλεγχος δεν είναι κυρίως ένα αίτημα προς τους καπιταλιστές και το κράτος τους αλλά μια κατάσταση που επιβάλλεται με τον συσχετισμό δύναμης από τους εργαζόμενους. Για αυτό και η πολιτική του εργατικού ελέγχου πρέπει να συνδυάζεται με μεταβατικές μορφές αγώνα και πρακτικές: α) μαζικές δυναμικές αποφασιστικές μορφές πάλης όπως κατάληψη εργοστασίων και επιχειρήσεων, μαχητική περιφρούρηση, σύγκρουση με τους μηχανισμούς καταστολής κλπ. Η προσωρινή κατάληψη του εργοστασίου είναι ένα χαστούκι στο είδωλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Κάθε τέτοια απεργία βάζει με πρακτικό τρόπο το ερώτημα ποιος είναι ο αφέντης στο εργοστάσιο. β) Μορφές αυτοοργάνωσης όπως απεργιακές επιτροπές και φρουρές εκλεγμένες από γενικές συνελεύσεις, επιτροπές αυτοάμυνας και άλλα τα οποία γίνονται «εργατικά πανεπιστήμια», σχολεία αυτενέργειας και αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων. Μόνο οι εργοστασιακές επιτροπές μπορούνε να πραγματοποιήσουν έναν αληθινό έλεγχο της παραγωγής παίρνοντας κοντά τους ως συμβούλους- όχι σαν τεχνοκράτες- ειδικούς ειλικρινά αφοσιωμένους στο Λαό. (λογιστές, μηχανικούς, επιστήμονες). Από την στιγμή που κάνει την εμφάνισή της η επιτροπή, μια αληθινή δυαδική εξουσία εγκαθιδρύεται μέσα στο εργοστάσιο. Από την ίδια της την φύση αντιπροσωπεύει μια μεταβατική κατάσταση γιατί κλείνει μέσα της δυο ασυμφιλίωτα καθεστώτα : το καπιταλιστικό και το προλεταριακό.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ, τα όργανα αυτά τείνουν να ενοποιηθούν σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και με δεδομένο ότι στις βιομηχανίες που κλείνουν τον εργατικό έλεγχο αντικαθιστά η διεύθυνση των ίδιων των εργατών τότε ο εργατικός έλεγχος γίνεται σχολείο σχεδιασμένης οικονομίας. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει την δημιουργία ενός καινούργιου είδους εξουσίας, άπειρα πιο δημοκρατικής και πιο δίκαιης από την αστική «δημοκρατία», μιας εξουσίας στην οποία όλοι μαζί οι εργαζόμενοι θα παίρνουν αποφάσεις που καθορίζουν την τύχη τους.
Μικρό ιστορικό
Ο εργατικός έλεγχος εφαρμόστηκε στην Επανάσταση του 17 στην Ρωσία και στηρίχτηκε από τους μπολσεβίκους. Τα εργοστασιακά συμβούλια που ιδρύθηκαν στην Πετρούπολη και τη Μόσχα το Μάρτιο του 1917 διαδόθηκαν αστραπιαία. Τα μέλη τους ήταν άμεσα εκλεγμένα από τους εργάτες κάθε επιχείρησης και αρχικά είχαν στόχους αμυντικούς (να μην κλείσουν εργοστάσια και ενάντια στις απολύσεις) και επιθετικούς (8ωρη εργασία, αναγνώριση των συμβουλίων). Η Συνδιάσκεψη των εργοστασιακών συμβουλίων αποφάσισε ότι στα καθήκοντα των Συμβουλίων θα περιλαμβάνεται η «δημιουργία νέων όρων εργασίας», η «οργάνωση του εμπεριστατωμένου και λεπτομερούς ελέγχου της παραγωγής και της διανομής από τους εργάτες». Μέσα στους επόμενους μήνες, σε πολλά εργοστάσια οι εργάτες καθαίρεσαν τους διευθυντές και ανέλαβαν τη λειτουργία τους. Λίγες μόλις ημέρες μετά την επανάσταση εκδίδεται από την Κεντρική Πανρωσική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ, με ψήφους 24 κατά 10, το Διάταγμα του Εργατικού Ελέγχου, το οποίο εισάγει την «αναγνώριση της ισχύος του εργατικού ελέγχου σε όλη την οικονομία». Νομιμοποιείται έτσι το ήδη υφιστάμενο καθεστώς των εργοστασιακών επιτροπών ως καθεστώς εργατικού ελέγχου, αλλά και προστίθεται ένα Περιφερειακό και ένα Πανρωσικό Συμβούλιο Εργατικού Ελέγχου , που θα συντονίζουν περιφερειακά και εθνικά τις εργοστασιακές επιτροπές αλλά τα συνδικάτα και τα συνέδρια των σοβιέτ θα μπορούσαν να ακυρώνουν τις αποφάσεις τους ώστε να διασφαλίζεται ο κεντρικός σχεδιασμός. Αυτό το Διάταγμα αποτελεί μεγάλη κοινωνική και πολιτική κατάκτηση του Οκτώβρη.
Από το σημείο αυτό ως την άνοιξη του 1918 ξεκινά μια αντίστροφη διαδικασία, μια διαδικασία ανάσχεσης αυτής της κατάκτησης. Ο εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, η πολύ δυσχερής οικονομική κατάσταση του νέου κράτους, οι τάσεις πλήρους αποδιοργάνωσης της παραγωγής και πολύ δυσχερούς εξασφάλισης της τροφοδοσίας σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης και ακόμη πιο δυσχερούς τροφοδοσίας σε βιομηχανικά προϊόντα υποχρεώνουν τους μπολσεβίκους να απομακρυνθούν από την στήριξη των εργοστασιακών επιτροπών. Ο εργατικός έλεγχος δεν λειτουργεί πάντοτε αποτελεσματικά και συχνά βρίσκεται σε σχέση έντασης με τις κεντρικές ανάγκες εφοδιασμού και υποστήριξης της κοινωνίας και του κράτους-υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η εργοστασιακή επιτροπή αποσπά για τον εαυτό της όλο το παραγόμενο προϊόν. Επίσης, το πέρασμα στην οικονομία του «πολεμικού κομμουνισμού» οξύνει και εντείνει αυτονόητα την υπεροχή συγκεντρωτικών αντιλήψεων. Το Μάρτη του 1918 δημοσιεύεται τελικά διάταγμα που βάζει οριστικό τέλος στον σοβιετικό εργατικό έλεγχο ως πείραμα και επιβάλλει οριστικά την «μονοπρόσωπη διεύθυνση» στην επιχείρηση, δηλαδή ορίζεται σε κάθε επιχείρηση ένας πολιτικός επίτροπος και δύο διευθυντές, ένας τεχνικός οικονομικός και ένας διοικητικός. Αυτά τα τρία πρόσωπα έχουν πλέον απόλυτη εξουσία στην επιχείρηση, πράγμα που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας και τον εκφυλισμό του εργατικού κράτους αργότερα.
Ο εργατικός έλεγχος θα υιοθετηθεί από την Κομμουνιστική Διεθνή στο 3ο συνέδριό της και θα παίξει σημαντικό ρόλο στους επαναστατικούς αγώνες του 1920-23 στην Γερμανία.
Στην συνέχεια θα εγκαταλειφθεί από την γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ και θα αποτελέσει ένα σύνθημα που θα σβηνόταν από τα προγράμματα των κομμουνιστικών κομμάτων όπου γης, αν και η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 και ο Γαλλικός Μάης του 1968 θα επανέφεραν στο προσκήνιο τις ξεχασμένες αυτές εργατικές διεκδικήσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προγραμματικής έλλειψης του εργατικού ελέγχου αποτέλεσε η Χιλή. Κατά την διάρκεια της επανάστασης εκατοντάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις καταλήφθηκαν, ενώ τα αφεντικά και οι διευθυντές τους πετάχτηκαν έξω. Ταυτόχρονα οι εργάτες ανέλαβαν με επιτυχία να διευθύνουν τις επιχειρήσεις σε καθημερινή βάση. Τόσο οι εργάτες, όσο και άλλα στρώματα εργαζομένων, από το 1972, είχαν βάλει μπροστά τη δημιουργία νέων δικών τους οργανώσεων που τις ονόμαζαν Los Cordones Industriales (Συντονιστικές Εργοστασιακές Επιτροπές Αγώνα). Επρόκειτο για εκλεγμένες επιτροπές εργατών, οι οποίες είχαν σαφώς τη δυνατότητα να αποτελέσουν την εναλλακτική λύση στο καπιταλιστικό κράτος. Στις παραγκουπόλεις, την ίδια ώρα, δημιουργήθηκαν οι Λαϊκές Επιτροπές Τροφοδοσίας (JAPS), που ανέλαβαν τη διανομή τροφίμων και τον έλεγχο των τιμών, ενώ διασφάλιζαν το να πάνε τα τρόφιμα σε όσους είχαν πραγματικά ανάγκη. Όλες αυτές οι αυθόρμητες μορφές οργάνωσης γεννήθηκαν έξω από τα επίσημα συνδικάτα που ελέγχονταν από το ΚΚ και αναπτύχθηκαν κυρίως γιατί το CUT (η βασική Συνομοσπονδία Εργατών) αδρανούσε και δεν βοη2210θούσε να πάει ο αγώνας μπροστά. Τα Cordones και οι JAPS θα έπρεπε να αποτελέσουν σοβαρά στοιχεία δυαδικής εξουσίας στην επαναστατική διαδικασία στην Χιλή. Ωστόσο οι Cordones Industriales άρχισαν σταδιακά να ατονούν, καθώς δεν είχαν καθαρή αντίληψη του ρόλου που είχαν κληθεί να παίξουν μέσα στην επανάσταση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσουν να ενώνονται με τις τοπικές επιτροπές του CUT. Τότε, το ΚΚ άρχισε να ενθαρρύνει αυτή την εξέλιξη, έχοντας σαν αντικειμενικό σκοπό να περιορίσει τον επαναστατικό τους ρόλο και να τις απορροφήσει τελικά μέσα στον μηχανισμό του CUT. Αυτή η εξέλιξη αδυνάτισε την δύναμη των εργαζομένων και τελικά επέτρεψε το πραξικόπημα των αρχουσών τάξεων.