του Χρήστου Ανδρικόπουλου
- Η αυτενέργεια των εξεγερμένων
Την τετάρτη 14 Νοέμβρη έχουν καλεστεί συνελεύσεις στις σχολές για να συζητήσουν τις προτάσεις Σιφναίου για την ανώτατη εκπαίδευση και τη διενέργεια ελεύθερων φοιτητικών εκλογών. Στη συνέλευση της νομικής οι συνδικαλιστές της επαναστατικής αριστεράς μεταφέρουν μια λανθασμένη πληροφορία στους συναδέλφους τους, ότι φοιτητές του πολυτεχνείου συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής και γι’ αυτό πρέπει να γίνει πορεία από το σώμα της συνέλευσης, από την νομική προς το πολυτεχνείο. Ξεκινάει έτσι μια πορεία πάνω από χίλια άτομα από την νομική στο πολυτεχνείο με πρωτεργάτες τους αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς. Η πορεία φτάνοντας στο πολυτεχνείο δέχεται το πέσιμο της αστυνομίας και καταφέρνει η μισή να μπει μέσα και η άλλη μισή να μείνει έξω. Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές παραμένουν στο χώρο αποκρούοντας την αστυνομία, φωνάζουν συνθήματα και ζητούν την συμπαράσταση του κόσμου, που αρχίζει σιγά σιγά να συγκεντρώνεται. Αποφασίζει το μέσο της κατάληψης, όσο και εάν αυτή την απόφαση δεν τη στηρίζουν συκοφαντώντας την ως τυχοδιωκτική οι δυνάμεις της Αντι-ΕΦΕΕ και του Ρήγα. Όμως, μετά συμμετέχουν λόγω της μαζικότητας που αποκτά η ίδια.
Η κατάληψη γίνεται κέντρο αγώνα και πόλος συσπείρωσης της λαϊκής οργής και αγανάκτησης απέναντι στη χούντα. Μαζί με το πολυτεχνείο της Αθήνας καταλήφθηκαν και το πολυτεχνείο του ΑΠΘ, το παράρτημα του πανεπιστημίου Πατρών και το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι ένα αναβαθμισμένο μέσο πάλης, που είχε δοκιμαστεί νωρίτερα με επιτυχία ως μέσο με τις δύο καταλήψεις της νομικής, τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1973. Οι καταλήψεις αυτές είχαν γίνει με σκοπό να ακυρωθεί στην πράξη το διάταγμα της χούντας που επιστράτευσε φοιτητές που είχαν αντιδικτατορική και συνδικαλιστική ηγετική δράση, με σκοπό να μείνει ακέφαλο το ανεπτυγμένο φοιτητικό κίνημα που είχε στριμώξει τη χούντα με τις νίκες που είχε αποσπάσει: ακύρωσε τα ξενόγλωσσα πανεπιστήμια, αλλά και κατήγγειλε τη νοθεία των φοιτητικών εκλογών που είχε προκηρύξει η χούντα. Πριν λίγες ημέρες από την εξέγερση άρχισαν να επιστρέφουν οι επιστρατευμένοι φοιτητές, που πήγαν κατευθείαν στο πολυτεχνείο για να συμμετάσχουν στην κατάληψη.
Η κατάληψη κατέληξε να γίνει λαϊκή εξέγερση. Τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν εξέγερση είναι η αυτοοργάνωση, η ευρύτερη συσπείρωση των μαζών και η μαχητική σύγκρουση με το καθεστώς. Οι διαθέσεις του “απλού” κόσμου υπερέβαιναν τις οργανωμένες δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος: του ρεφορμισμού αλλά και της επαναστατικής αριστεράς. Αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι η επαναστατική αριστερά κατανόησε τις διαθέσεις που είχαν οι μάζες σε επίπεδο φοιτητών, εκείνου του κομματιού της αγωνιστικής πρωτοπορίας, αλλά και του δυναμικού τμήματος του λαϊκού παράγοντα, που είχε ήδη εκδηλώσει συγκρουσιακές διαθέσεις απέναντι στις δυνάμεις της αστυνομίας, την μέρα που πραγματοποιήθηκε το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου, λίγες μέρες πριν την εξέγερση, στις 4 Νοέμβρη. Ήθελε την πολιτικοποίηση της κατάληψης με τις δυνάμεις που είχε εντός των φοιτητών, αλλά και μέσω των εργατών της, που συγκρότησαν εντός της την εργατική συνέλευση. Όμως, είχε αδυναμία και αμηχανία να καθορίσει την ηγεμονία της κατάληψης και να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο καταστολής της.
Η αυτενέργεια του κόσμου εντός πολυτεχνείου φάνηκε απ΄ τη διάθεση και την επαγρύπνηση του να δημιουργήσει και να συμμετέχει στις επιτροπές λειτουργίας του ραδιοφωνικού πομπού, του ιατρείου, της τροφοδοσίας και της περιφρούρησης του χώρου, στις πύλες και στα εργαστήρια. Μαζί με τις συνελεύσεις των φοιτητών και την συντονιστική επιτροπή κατάληψης συγκροτήθηκαν η εργατική και η μαθητική συνέλευση. Πέραν της εργατικής συνέλευσης οι δυνάμεις του ρεφορμισμού προσπαθούσαν να ελέγξουν οργανωτικά τις δομές αυτές λόγω της ήττας της πολιτικής τους γραμμής. Το ευνοούσε αυτό και η ισχυρή οργανωτική τους δύναμη σε σχέση μ’ αυτή που δεν υπήρχε από τις δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς.
Οι μαθητές συγκρότησαν την δική τους συνέλευση μέσα στο πολυτεχνείο. Τις ημέρες της εξέγερσης βρέθηκαν εντός και εκτός του κτιρίου και έπαιξαν έναν ουσιαστικό ρόλο: είτε στο κομμάτι της περιφρούρησης, της αναγραφής των συνθημάτων σε χαρτόνια που κολλούσαν πάνω στα αυτοκίνητα και στα λεωφορεία, αλλά και στις ομάδες των τραυματιοφορέων που μεταφέρουν τραυματίες εντός του κτιρίου. Επέλεξαν να φύγουν από τα σχολεία τους κάνοντας κοπάνα ή να πάνε σ’ αυτά για να δώσουν χαρτιά με συνθήματα στους συμμαθητές τους. Πολλοί μαθητές πήγαιναν μετά το φροντιστήριο ή έκαναν κοπάνα και από το φροντιστήριο. Συνέχισαν να κατεβαίνουν και την επόμενη ημέρα μετά την εκκένωση του πολυτεχνείου, που το κέντρο ήταν μια εμπόλεμη ζώνη.
Η εργατική συνέλευση του πολυτεχνείου αποτελούνταν από εργάτες και διανοούμενους της επαναστατικής αριστεράς, που ήταν λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία από τους φοιτητές, που είχαν την συνδικαλιστική εμπειρία των εργατικών αγώνων της προηγούμενης περιόδου προ Χούντας και που είχαν διαφοροποιηθεί απ’ τα αριστερά με την νομιμοποιητική αντίληψη της ΕΔΑ και της ΔΝΛ. Οι ίδιοι επιδίωκαν τον κοινό αγώνα φοιτητών – εργατών, την ενεργητική συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα στην εξέγερση και την κήρυξη γενικής απεργίας. Ήθελαν να αναβαθμιστεί στρατηγικά ο αγώνας, με το να γίνει η οργανική πρωτοπορία του κινήματος η εργατική τάξη, σε συμμαχία με τους φοιτητές. Εντός της συνέλευσης συζητούνταν για το ποιος θα είναι ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα. Οι ανακοινώσεις τους ήταν πιο προχωρημένες σε σχέση μ’ αυτές της συντονιστικής επιτροπής, που δέχτηκαν και τη λογοκρισία της. Είχε δύο εκπροσώπους της εντός συντονιστικής. Ήθελε τη διάχυση της εξέγερσης. Η εργατική συνέλευση επιδίωκε να παγώσει με την απεργία η παραγωγική δραστηριότητα στους χώρους εργασίας, οι εργαζόμενοι να φτιάξουν συνελεύσεις ανά τόπους δουλειάς και το μήνυμα της εξέγερσης να μεταφερθεί στις γειτονιές. Άλλη οργανωμένη εκδήλωση της εργατικής τάξης στην εξέγερση ήταν η εμφάνιση των οικοδόμων έξω απ’ αυτό, για να δηλώσουν την συμπαράσταση τους στους φοιτητές. Οι εργαζόμενοι που συμμετείχαν στα γεγονότα είτε δεν πήγαν στην δουλειά τους και βρίσκονταν στο πολυτεχνείο ή μεταφέρονταν σ’ αυτό μετά το τέλος της βάρδιάς τους. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί και η παρουσία των αγροτών από τα Μέγαρα που πήγαν στο πολυτεχνείο, για να βρουν συμπαράσταση στο δικό τους αγώνα ενάντια στην εγκατάσταση του διυλιστηρίου Ανδρεάδη στην απαλλοτριωμένη γη τους.
Η συντονιστική επιτροπή κατάληψης λειτουργούσε ως συντονιστικό κέντρο και όχι ως καθοδηγητικό, όσο και εάν το φοιτητικό κίνημα ήταν η πρωτοπορία του αντιδικτατορικού αγώνα. Δεν λειτούργησε ως καθοδηγητικό κέντρο, διότι δεν μπορούσε να απαντήσει σε επίπεδο στρατηγικής και τακτικής στο ζήτημα της μετέπειτα προοπτικής της κατάληψης και της εξέγερσης. Η συντονιστική επιτροπή πέρασε από δύο φάσεις: τα πρώτα εκλεγμένα στελέχη της ανταποκρίνονταν στους συσχετισμούς που υπήρχαν στις σχολές πριν την κατάληψη και η δεύτερη ΣΕ καθορίστηκε από τις ψήφους των συνελεύσεων των φοιτητικών συλλόγων που έγιναν εντός πολυτεχνείου. Δεν ήταν ενιαία λόγω των συγκρούσεων που δυνάμωσαν μεταξύ των δύο ρευμάτων που την αποτελούσαν. Η ηγεμονία εντός συντονιστικής σε επίπεδο συσχετισμού δυνάμεων ήταν αμφίρροπη. Όμως, σύρθηκαν οι γραμμές και οι οργανώσεις που τις εξέφραζαν πίσω από τις αυθόρμητες διαθέσεις του κόσμου που ήθελε ανατροπή της χούντας, εδώ και τώρα.
Προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς γύρω από τη συμπερίληψη του ζητήματος της εθνικής ενότητας στην ανακοίνωση της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης. Η διαφωνία μέσα στη συντονιστική πήγε να λυθεί στις γενικές συνελεύσεις των συλλόγων που είχαν καλεστεί στην τελευταία μέρα, που όμως δεν έγιναν, διότι είχε ξεκινήσει το σχέδιο καταστολής της εξέγερσης από το καθεστώς και οι οδομαχίες μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής. Ένα άλλο σημείο τριβής μέσα στην εξέγερση ήταν το σχέδιο της απαγκίστρωσης που στήριζε η Αντι-ΕΦΕΕ, δηλαδή της αποχώρησης από το πολυτεχνείο με πορείας προς το σύνταγμα. Το σχέδιο αυτό έφερε σε αμηχανία και αδυναμία τα μέλη της Αντι-ΕΦΕΕ αλλά και σε αντίθεση με τους καθοδηγητές τους, που λόγω της παραδοσιακής αντίληψης τους είχαν αποκοπεί από τις ζυμώσεις του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος. Ακόμη, η αντιπαράθεση γινόταν και στα συνθήματα, είτε για φοιτητικά ή για πιο πολιτικά και προωθημένα αντιδικτατορικά, εργατικά και αντιιμπεριαλιστικά. Το κοινό αίτημα σύνδεσης που μπήκε σε ανακοίνωση της συντονιστικής και το στήριξαν όλες οι δυνάμεις ήταν το σύνθημα για γενική απεργία.
Η λαϊκή συμμετοχή δεν θα μπορούσε πάντως να υπάρξει χωρίς τη δημιουργία από τους φοιτητές του δικού τους μέσου επικοινωνίας: του ραδιοφωνικού πομπού. Το ραδιόφωνο τους κατάφερε να πιάσει πανελλαδική εμβέλεια, διότι το μήνυμα του το μετέδιδαν με την σειρά τους και οι ραδιοπειρατές, να σπάσει το κλίμα της απομόνωσης που ήθελε να δημιουργήσει η χούντα και να κινητοποιήσει τον λαό να παρευρεθεί έξω από το πολυτεχνείο. Ως μέσο επικοινωνίας των από κάτω βοήθησε να κοινοποιήσει το μήνυμα των εξεγερμένων. Είναι χαρακτηριστικό γεγονός ότι πολύς κόσμος στα σπίτια του άκουγε το ραδιόφωνο της εξέγερσης, τις ώρες εκείνες που υλοποιούνταν από την αστυνομία και τον στρατό το σχέδιο εκκένωσης του πολυτεχνείου.
Το πολυτεχνείο δεν θα γινόταν εξέγερση, αν δεν υπήρχαν οι απ’ έξω του πολυτεχνείου. Ο λαϊκός εκείνος κόσμος που στην αρχή μπορεί να πήγε να συμπαρασταθεί στους φοιτητές και να έδινε τρόφιμα, φάρμακα, λεφτά κ.ά. αντικείμενα ή/και που συνδέθηκε μετά σ’ ένα κοινό αγώνα μαζί τους. Πήγε να εκδηλώσει την οργή του απέναντι στο καθεστώς. Δέχτηκε τα πυρά και τη βία των δυνάμεων καταστολής, όταν η χούντα άρχισε να υλοποιεί το σχέδιο εκκένωσης περιμετρικά του πολυτεχνείου, για να μπορέσει αυτή μετά να εισβάλει σ’ αυτό. Συγκρούστηκε με τη χούντα κάνοντας οδοφράγματα όχι μόνο για να μη εισβάλουν οι κατασταλτικές της δυνάμεις στο πολυτεχνείο, αλλά και για να πέσει η ίδια. Πήρε σφοδρό χαρακτήρα και η καταστολή της χούντας αλλά και οι συγκρουσιακές διαθέσεις του κόσμου, που πάλεψε ηρωικά και αυτοθυσιαστικά. Και συνέχισε να κατεβαίνει και να σχηματίζει αυθόρμητες διαδηλώσεις σε κεντρικά σημεία του κέντρου και να δέχεται πυροβολισμούς από τα τανκς, όταν είχε εκκενωθεί το πολυτεχνείο. Αλλά πρέπει να επισημανθεί και ο ρόλος του κόσμου αυτού που δεν συμμετείχε στα γεγονότα, αλλά άνοιξε τις πόρτες των σπιτιών του για να βάλει διαδηλωτές, φοιτητές και μη, που τους κυνηγούσε η χούντα. Σε κυνηγημένους και τραυματισμένους διαδηλωτές τους παρείχε τις πρώτες βοήθειες.
- Συγκρούσεις και καταστολή
Η χούντα πίστευε στην αρχή ότι θα εκτονωθεί, μη έχοντας επίγνωση της δυναμικής της κατάστασης που έχει ξεσπάσει. Προσπαθεί να βρει από ποιόν καθοδηγείται. Η Χούντα είχε προγραμματίσει στις 17 Νοέμβρη να εξαγγείλει τις χουντοεκλογές που θα έκανε το Φλεβάρη του 1974. Είχε αποφασιστεί η ημερομηνία αυτή πριν τη κατάληψη του πολυτεχνείου. Το σχέδιο των χουντοεκλογών είχε στηριχθεί από τμήμα του (παλιού) αστικού πολιτικού κόσμου, όπου εντός του υπήρχαν διάφορες εξαιρέσεις, και από το ΚΚΕ εσωτερικού.
Από τότε που εκδηλώθηκε το φοιτητικό κίνημα η χούντα ήταν σε μια συνεχή αντίφαση: από την μία να περάσει το σχέδιο ομαλοποίησης της μέσω του “φιλελεύθερου” ανοίγματος της, με σκοπό να βρει η ίδια κοινωνική νομιμοποίηση, και, απ’ την άλλη, να καταστείλει τους φοιτητές, όταν αμφισβητούσαν την πολιτικοποίηση του καθεστώτος αποδεικνύοντας το πραγματικά αυταρχικό του πρόσωπο ή/και να ενσωματώσει τις αντιδράσεις τους δίνοντας τους ελεγχόμενο χώρο, με τις ήττες που δεχόταν μέσω της πάλης τους. Πριν το πολυτεχνείο την άνοιξη του 1973 είχε προκύψει το κίνημα στο Ναυτικό από δημοκρατικούς αξιωματικούς που είχαν κάνει ανταρσία ενάντια στο καθεστώς και μέσω του αντιτορπιλικού βέλος ζήτησαν άσυλο στην Ιταλία.
Η ίδια βλέποντας ότι η διαμαρτυρία στο πολυτεχνείο δεν εκτονώνεται, αλλά ότι συνεχίζεται και δυναμώνει αρχίζει κλιμακωτά να χτυπά, πρώτα με την αστυνομία και μετά με τον στρατό. Η αστυνομία δεν μπορεί να ελέγξει τις διαθέσεις του πλήθους, γι’ αυτό κατεβάζει στην συνέχεια τον στρατό. Όσο περνούν οι μέρες, τόσο η κινητοποίηση και η αυτενέργεια παίρνουν τέτοιες μαζικές και δυναμικές διαστάσεις, που διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό κλίμα που μπορεί να την ρίξει. Υπάρχει γρήγορη συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου. Αλλάζει η συνείδηση των από κάτω τόσο γρήγορα, που οι απ’ έξω του πολυτεχνείου από συμπαραστάτες στον αγώνα των φοιτητών γίνονται ενεργοί δρώντες. Οι από μέσα δεν θέλουν να φύγουν, επιδιώκουν να παραμείνουν και να ρίξουν την χούντα. Η αυτενέργεια των απ’ έξω δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της, χωρίς την παρουσία της πρωτοπορίας του κινήματος, που ήταν οι φοιτητές και τα μέλη της εργατικής συνέλευσης.
Αρχίζει να υλοποιεί το κατασταλτικό σχέδιο της το απόγευμα της τρίτης μέρας (16/11/1973), με την διάλυση της πορεία που ξεκινά από το πολυτεχνείο και φτάνει στο ύψος της Κλαυθμώνος (18:00 μμ), με μπροστάρηδες τους οικοδόμους. Στον αντίποδα, οι διαδηλωτές όσο πάνε προς τα πίσω μέχρι να φτάσουν έξω από το πολυτεχνείο, ξεκινούν να συγκρούονται από τα Χαυτεία (20:00 – 22:00 μμ) και μετά μέσω πιο μικρών ομάδων με τις δυνάμεις καταστολής. Στο πολυτεχνείο υπάρχει χιλιάδες λαού απ’ έξω εκείνη την στιγμή. Όταν ξεκινάνε να πέφτουν χημικά από τις αύρες της αστυνομίας, αλλά και πυροβολισμοί από αστυνομικούς και από ελεύθερους σκοπευτές από τις ταράτσες των γύρω κτιρίων πέριξ του πολυτεχνείου αρχίζει να κυνηγιέται και να διαλύεται το πλήθος σε μεγάλες και μικρές ομάδες διαδηλωτών στους γύρω δρόμους, περιμετρικά από το πολυτεχνείο. Ένα μεγάλο τμήμα κόσμου απ’ τον φόβο του αρχίζει να αποχωρεί. Συνεχίζει, όμως, να παραμένει κόσμος έξω από το πολυτεχνείο και να συγκρούεται.
Μεγάλο πλήθος κόσμου βρίσκεται μετά έξω από το υπουργείο δημόσια τάξης, ένα γωνιακό κτίριο που έχει οπτική γωνία από διάφορους δρόμους και σημεία (Μάρνη, Αβέρωφ, 3ης Σεπτεμβρίου, πλατεία Βάθης) (21:00 – 23:00 μμ). Οι διαδηλωτές πήγαν να εισβάλλουν στο κτίριο, αλλά δέχτηκαν το ξύλο και τα πυρά της φρουράς του κτιρίου, της αστυνομίας και της χωροφυλακής από την είσοδο, τα παράθυρά και την ταράτσα του. Στην ταράτσα του βρίσκονταν και φασίστες ως ελεύθεροι σκοπευτές, που ήταν μέλη της 4ης Αυγούστου. Στο σημείο αυτό συντελούνταν τραυματισμοί και δολοφονίες διαδηλωτών (Διομήδης Κομνηνός, 17 ετών, Toril Margrethe Engeland, 22 ετών, Βασίλειος Φάμελλος, 26 ετών) κατά την διάρκεια της νύχτας. Είχε καταληφθεί από διαδηλωτές και η νομαρχία Αττικής (19:00 – 19:30 μμ), με σκοπό να προστατευτούν από την καταστολή.
Η χούντα προσπαθεί να δημιουργήσει μια υγειονομική ζώνη έξω από το πολυτεχνείο με σκοπό εισβάλει σ’ αυτό. Το κάνει με δολοφονικό μένος και προσπαθεί να σπείρει την τρομοκρατία στους μέσα και στους έξω. Επίσης, η καταστολή και οι συγκρούσεις εκείνο το βράδυ εκτείνονται και έξω αλλά και πέραν του πολυτεχνείου, σε κεντρικές αρτηρίες του κέντρου (Πατησίων, Κάνιγγος, Λ. Αλεξάνδρας, Ομόνοια κ. αλλού), μέχρι να γίνει εκκαθάριση σ’ όλο το κέντρο, με σκοπό να κατέβουν στους δρόμους τα τεθωρακισμένα. Ομάδες διαδηλωτών στους γύρω δρόμους ανάβουν φωτιές, ρίχνουν πέτρες και φτιάχνουν οδοφράγματα για να προστατευτούν από τα χημικά, να περιορίσουν την αστυνομία και τα οχήματα του στρατού εκδηλώνοντας έτσι την οργή τους στο καθεστώς. Σημαντική σύγκρουση καθεστώτος και χιλιάδων διαδηλωτών γίνεται στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο σημείο της Πλατείας Αιγύπτου, που οι δυνάμεις καταστολής ρίχνουν δακρυγόνα για να ανοίξουν δρόμο στα τεθωρακισμένα (24:00 μμ – 2:00 πμ.), που κατεβαίνουν από το Γουδί. Ο κόσμος κάνει οδοφράγματα από αυτοκίνητα, τρόλεϊ και λεωφορεία για να μπλοκάρει τα τανκς να κατέβουν στο πολυτεχνείο.
Υπήρχαν ομάδες τραυματιοφορέων από τους εξεγερμένους που έβγαιναν έξω από το πολυτεχνείο για να μαζέψουν τραυματίες και να τους μεταφέρουν στο ιατρείο, που την στελέχωσαν πολλοί μαθητές. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο δεύτερος επιβεβαιωμένος νεκρός της εξέγερσης, ο Διομήδης Κομνηνός. Το πρόχειρο ιατρείο του πολυτεχνείου το στελέχωσαν φοιτητές ιατρικής, φαρμακευτικής και οδοντιατρικής, επαγγελματίες γιατροί και ο ασφαλίτης της χούντας Δημήτριος Πίμπας, που έπαιζε τον ρόλο του γιατρού. Τις περισσότερες φορές, οι τραυματίες μεταφέρονταν από εκεί μέσω ασθενοφόρων στο Ρυθμιστικό και σε άλλα νοσοκομεία, πάνω σε πόρτες που είχαν σπάσει οι φοιτητές από το κτίριο. Υπήρχαν, κιόλας, ασθενοφόρα που μέσα τους υπήρχαν αστυνομικοί, που έφταναν έξω από τις πύλες του πολυτεχνείου και έριχναν χημικά. Επίσης, ο σταθμός του πολυτεχνείου ζητούσε φάρμακα και άλλο ιατρικό υλικό, λόγω ότι το ιατρείο δεν ήταν κατάλληλα εξοπλισμένο. Μέσα σ’ αυτή την εμπόλεμη κατάσταση υπήρχαν άνθρωποι που πήγαν έξω από τις πύλες του πολυτεχνείου για να δώσουν ιατρικό υλικό.
Κατά τις 3:00 τα μεσάνυχτα, το τανκ έσπασε την κεντρική πύλη και ο στρατός εισέβαλε μέσα στο πολυτεχνείο. Η εκκένωση του πολυτεχνείου βασίστηκε σε υπάρχον, μετεμφυλιακό και βασιλικό, διάταγμα κήρυξης κατάστασης πολιορκίας για την αποτροπή ταραχών. Στην στιγμή της εκκένωσης όταν ο κόσμος έβγαινε είτε από την πύλη της Πατησίων ή/και από τις άλλες δύο, της Τοσίτσα και της Στουρνάρη, δεχόταν το άγριο ξύλο της αστυνομίας. Στην κεντρική πύλη ο κόσμος έβγαινε από τα αριστερά του πεζοδρομίου της Πατησίων, που φοβισμένοι φαντάροι του είχαν δημιουργήσει τείχος προστασίας, που από πίσω τους βρισκόντουσαν αφιονισμένοι αστυνομικοί. Στην μεταπολίτευση υπάρχουν μαρτυρίες από φαντάρους των επίλεκτων εκείνων μονάδων (ΛΟΚ, πεζοναύτες κ.λ.π.), που κατέβηκαν στο πολυτεχνείο για να καταστείλουν την εξέγερση, που αναφέρονταν την προπαγάνδα που δέχονταν εκείνες τις ημέρες από τους αξιωματικούς τους. Μετά την εκκένωση ο εξεγερμένος κόσμος, εάν δεν συλλήφθηκε, κρύφτηκε σε διαμερίσματα των πολυκατοικιών, που βρίσκονταν στην περιοχή των Εξαρχείων. Τις αμέσως επόμενες μέρες βγήκε στην παρανομία για να μην συλληφθεί, διότι μπορεί να ήταν ήδη γνωστός στις αρχές: είτε από προηγούμενες συλλήψεις του λόγω αντιστασιακής δράσης, είτε από την επιστράτευση του, είτε από κλήσεις του “διά υπόθεσίν του” σε αστυνομικά τμήματα, είτε έχει στοχοποιηθεί η δράση του από μυστικούς της αστυνομίας μέσα στις σχολές ή από το σπουδαστικό της ασφάλειας. Πολλοί ασφαλίτες αναγνώρισαν μέσα στα αστυνομικά τμήματα και στις φυλακές συλληφθέντα πρόσωπα που είχαν συμμετοχή στην εξέγερση.
Μετά την εκκένωση του πολυτεχνείου τις τρεις επόμενες μέρες η Αθήνα είχε γίνει εμπόλεμη ζώνη, από τον στρατό και την αστυνομία (Σάββατο 17-Κυριακή 18-Δευτέρα 19 Νοέμβρη). Η κατασταλτική βία της χούντας δείχνει όχι μόνο την αντεπίθεση της, αλλά και το ότι ήθελε να πνίξει κάθε συγκέντρωση που θα μπορούσε να γίνει σ’ ένα οποιοδήποτε κεντρικό σημείο. Ο κόσμος κατεβαίνει ενώ ξέρει ότι έχει εκκενωθεί η κατάληψη. Σε σημεία (Ομόνοια, Κοτζιά, Μητροπόλεως, Πλ. Αμερικής, Πατησίων στο ύψος του ΟΤΕ κ.ά.) που βρέθηκαν μικρές ή μεγάλες ομάδες συγκεντρωμένων, όπου προσπαθώντας να σχηματίσουν πορεία ή συγκρούονταν δέχτηκαν την βία του στρατού και της αστυνομίας και με πυροβολισμούς που έπεφταν από τεθωρακισμένα. Συνεχίζονταν και τότε οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας από τον απλό κόσμο, όπως ήταν το πέρασμα τανκ πάνω από πολίτη στην οδό Φιλελλήνων, που είχε ξαπλώσει κάτω στην άσφαλτο. Συνεχίστηκαν οι πυροβολισμοί πάνω από τις ταράτσες των κτιρίων, όπως γίνονταν και απ’ το κτίριο του ΟΤΕ στη Βικτώρια (νεκροί: Μάρκος Καραμανής, 23 ετών, Αλέξανδρος Σπαρτίδης, 16 ετών). Την Δευτέρα συνέλαβε προληπτικά εκατοντάδες πολίτες θέλοντας να αποτραπούν συναθροίσεις οικοδόμων, που οι ίδιοι είχαν κηρύξει για εκείνη την ημέρα απεργία.
Αυξάνεται ο αριθμός των τραυματιών και των νεκρών (16 από τους 25 νεκρούς, ενώ ήταν 8 μόνο στις 16/11) μετά την εκκένωση του πολυτεχνείου. Τραυματίστηκαν και δολοφονήθηκαν και άνθρωποι που ήταν περαστικοί. Κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος το Σάββατο στις 17/11, από τις 11 η ώρα το πρωί, και απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 4ης η ώρα το απόγευμα. Μέσα στις διατάξεις του στρατιωτικού νόμου προβλέπονταν κυρώσεις σε οποιοδήποτε πολίτη περιέθαλπε τραυματία στο σπίτι του. Τεθωρακισμένα περνούν από διάφορες γειτονιές του λεκανοπεδίου που βρίσκονταν σε κεντρικές αρτηρίες που κατέληγαν στο κέντρο, σκορπώντας πίσω τους τον τρόμο και ρίχνοντας στο ψαχνό σε ανυπεράσπιστους πολίτες (νεκρός: Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών). Ξεκινούσαν από τα αντίστοιχα στρατόπεδα που βρίσκονταν εντός του λεκανοπεδίου.
Στις 25 Νοέμβρη γίνεται πραξικόπημα μέσα στη χούντα, από τους σκληρούς της χούντας, με αρχηγό τον Ιωαννίδη. Η εξέγερση του πολυτεχνείου είχε αποσταθεροποιήσει το σχέδιο ομαλοποίησης της ομάδας Παπαδόπουλου, μέσω ελεγχόμενης κοινοβουλευτικής δικτατορίας, με τις πολιτειακές αρμοδιότητες που είχε ο στρατός να τις αναλαμβάνει ο πρόεδρος της δημοκρατίας, που θα ήταν ο Παπαδόπουλος. Διαρρέεται αποπροσανατολιστικά μετά στην μεταπολίτευση από ακροδεξιούς κύκλους που ήταν υπέρ του Παπαδόπουλου, ότι το πολυτεχνείο ήταν έργο του Ιωαννίδη για να πέσει ο Παπαδόπουλος. Μετά την εξέγερση επικρατεί κλίμα φόβου, με ένταση της καταστολής. Εξαρθρώνονται τα παράνομα κλιμάκια του ΚΚΕ (Φλεβάρης του 1974), της ΕΔΕ (Μάρτης 1974) και του ΕΚΚΕ (Μάιος 1974). Γεμίζουν πάλι οι φυλακές, τα στρατόπεδα, τα τμήματα και τα κρατητήρια (Αβέρωφ, ΕΑΤ ΕΣΑ, Γενική διεύθυνση, διεύθυνση Περισσού, ΚΕΒΟΠ, Ασφάλεια Μεσογείων κ.ά.). Αναστέλλονται οι πολιτικές αμνηστεύσεις, που είχαν συμβεί λίγο καιρό νωρίτερα του πολυτεχνείου. Λίγες μέρες μετά το πολυτεχνείο διενεργείται τηλεοπτική συνέντευξη από αγωνιζόμενους φοιτητές μέσα από το ΚΕΒΟΠ, που την παρουσιάζει ο Νίκος Μαστοράκης, που για να συμμετάσχουν οι ίδιοι είχαν απειληθεί και κακοποιηθεί. Η χούντα είχε μια πύρρειος νίκη, που όμως η κυριαρχία της είναι εύθραυστη, όπως αυτό φάνηκε τον Ιούλιο του 1974, με τα γεγονότα της Κύπρου και την επιστροφή του Καραμανλή.
Εντός της συνθήκης αυτής δεν μπορούσε να εκδηλωθεί καμία αντίδραση όταν τα μέλη του αντιδικτατορικού κινήματος βρίσκονταν στην παρανομία, στις φυλακές και στα κρατητήρια, υπήρχε αστυνομία έξω απ’ τα σπίτια τους και οι χώροι των πανεπιστημίων ήταν ασφυκτικά αστυνομοκρατούμενοι. Στις συνθήκες αυτές της “ήττας” δυναμώνει την υπάρχουσα σύγχυση για την αναγκαιότητα της κατάληψης του πολυτεχνείου η κυκλοφορία του φύλλου 8 της Πανσπουδαστικής, που κυκλοφορεί εντός της μια πλαστή ανακοίνωση, που είχε την υπογραφή της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης, που κατήγγειλε την πορεία – έναυσμα της εξέγερσης ως έργο προβοκατόρων. Αντίστοιχα, μεσ’ το τεύχος αυτό υπάρχει και μια καταγγελία απέναντι στον συνδικαλιστή της ΑΑΣΠΕ, τον Διονύση Μαυρογένη, ως πράκτορας της ΚΥΠ. Η αιτία αυτής της πλαστογραφίας ήταν ότι η εξέγερση διέλυσε τις αυταπάτες περί αντιδικτατορικής ενότητας και η απαξίωση των πιο μετωπικών της στιγμών. Το κείμενο βρίθει από σταλινική πλαστογραφία, προβοκατορολογία και γραφειοκρατική αντίληψη, για το πώς ξεσπάνε οι αγώνες και ποιος ο ρόλος μιας πρωτοπορίας εντός αυτών. Ως απάντηση στη συκοφαντία αυτή τον Μάρτη του ΄74, 18 από τα 28 μέλη της συντονιστικής του πολυτεχνείου συνέγραψαν μια ανακοίνωση που υποστήριξαν ότι δεν υπέγραψαν την πλαστή ανακοίνωσης του φύλλου 8. Στις ημέρες της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου όλα τα μέλη της συντονιστικής υπέγραψαν κοινή ανακοίνωση, που ανασκεύαζε την καταγγελία περί υποκίνηση της εξέγερσης από προβοκάτορες. Επίσης, ο Διονύσης Μαυρογένης έγραψε ένα κείμενο που το διάβασε σε γενική συνέλευση της σχολής του, που υποστήριζε ότι η καταγγελία αυτή δεν συκοφαντεί μόνο τον ίδιο, αλλά συκοφαντεί και την γραμμή που ο ίδιος εκπροσωπούσε. Επίσης, στο κείμενο αυτό υποστήριζε ότι μετά το πολυτεχνείο κρυβόταν σε μια σπηλιά, στην Κρήτη. Ακόμη, γνωστά στελέχη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος που ήταν ανένταχτοι και μέλη όλων των δυνάμεων, πλην της Αντι-ΕΦΕΕ, υπέγραψαν στην μεταπολίτευση μια κοινή ανακοίνωση που δήλωσαν την συμπαράσταση στο πρόσωπό του. Στην μεταπολίτευση το ΚΚΕ προσπαθούσε να αποσιωπήσει αμήχανα το γεγονός του φύλλου 8. Μετά από πενήντα χρόνια έκανε δημόσια αυτοκριτική για το φύλλο 8 και αποκατέστησε τον Μαυρογένη.
Οι δυνάμεις καταστολής άσκησαν δολοφονικό όργιο βίας, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες. Δεν έπεφταν σφαίρες μόνο σε διαδηλωτές, αλλά και σε ανθρώπους που δεν συμμετείχαν στα επεισόδια. Τα τραύματα στα σώματα των ανθρώπων ήταν κατά πλειοψηφία διαμπερή, θλαστικά ή/και πολλαπλά σε ευθεία ή/και στοχευμένη βολή από πυροβόλα όπλα και λιγότερο τυφλά. Ακόμη, οι περισσότεροι τραυματισμοί και θάνατοι ήταν από πυροβόλα όπλα, λιγότερο από γκλομπ και χημικά. Χρησιμοποιήθηκε διαθέσιμο οπλοστάσιο από το αστικό κράτος, που θεωρείται ότι αυτό απαγορεύεται να χρησιμοποιείται σε καιρώ ειρήνης (π.χ. σφαίρες ντουμ ντουμ, μακρύκαννα thomson).
Οι επίσημα επιβεβαιωμένοι νεκροί της εξέγερσης είναι 25, σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, το 2003. Για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου είχαν υπάρξει διάφορα πορίσματα αμφιβόλου ποιότητας, που ένα είχε συντάξει το καθεστώς και όλα τα άλλα έχουν συνταχθεί εντός διαφόρων κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης. Από την άλλη, η έρευνα του ΕΙΕ είναι πιο ακριβής αλλά δεν είναι συνολική, διότι οι νεκροί είναι περισσότεροι, αλλά δεν καταγράφηκαν ή/και δεν ταυτοποιήθηκαν, διότι μπορεί να φοβήθηκαν οι συγγενείς τους ή μπορεί να μη γνώριζαν την παρουσία τους στα γεγονότα κ.ά. Δεν υπάρχει κανένας επίσημα επιβεβαιωμένος νεκρός μέσα στο χώρο του πολυτεχνείο, που αυτό έδωσε το έναυσμα σε διαφόρους υπερασπιστές της χούντας να λένε ότι στο πολυτεχνείο δεν υπήρχαν νεκροί. Ο νεότερος νεκρός ήταν 5 ετών στην περιοχή του Ζωγράφου, ο Δημήτρης Θεοδώρας, και ο μεγαλύτερος ήταν μια γυναίκα 76 χρονών στους Αγίους Αναργύρους, η Αικατερίνη Αργυροπούλου. Οι δολοφονίες δεν έγιναν μόνο στο κέντρο της Αθήνας, αλλά περιλαμβάνονται νεκροί σε περιοχές: όπως το Ζωγράφου και οι Άγιοι Ανάργυροι, αλλά και ο Νέος Κόσμος (Βασιλική Μπεκιάρη, 17 ετών) και τα Νέα Λιόσια (Γεώργιος Γεριτσίδης, 47 ετών). Οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν από πυροβόλα όπλα και κατά βάση από στοχευμένα τραύματα (Γεώργιος Σαμούρης, 22 ετών, Κυριάκος Παντελεάκης, 44 ετών, Ανδρέας Κούμπος, 63 ετών, Στυλιανός Καραγεώργης, 19 ετών, Νικόλαος Μαρκούλης, 24 ετών κ.ά.) και λιγότεροι από κλόμπ (Δημήτριος Κυριακόπουλος, 35 ετών, Σπύρος Μαρίνος, 31 ετών, Ευστάθιος Κολινιάτης, 47 ετών) ή χημικά (Σπυρίδων Κοντομάρης, 57 ετών, Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, Δημήτριος Παπαϊωάννου, 60 ετών, Δημήτριος Κυριακόπουλος, 35 ετών). Ένας νεκρός πέθανε από συγκοπή διότι βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά (Αλέξανδρος Παπαθανασίου, 59 ετών). Δεν έχουν ακόμη εξιχνιαστεί τα αίτια θανάτου του Ιωάννη Μικρώνη (22 ετών). Βρέθηκε και 26ος επιβεβαιωμένος επίσημα νεκρός που δεν έχει καταγραφεί εντός της μελέτης του ΕΙΕ, που ονομαζόταν Οδυσσέας Γουντιέρης, που πέθανε το 1977 από επιπλοκές που του προκάλεσαν οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις του γκλομπ του αστυνομικού που τον χτύπησε έξω από το ΥΠΔΗΤ.
Οι επιβεβαιωμένοι τραυματίες είναι 1.103 άτομα, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, πάνω στη βάση των στοιχείων των καταστάσεων των νοσοκομείων και των ιδιωτικών κλινικών. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα, ενώ λιγότεροι ήταν οι περαστικοί. Σε επίπεδο κοινωνικών κατηγοριών οι περισσότεροι τραυματίες ανήκουν στην εργατική τάξη: εργατοτεχνίτες, εργαζόμενοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι κ.ά. Μετά ακολουθούν οι φοιτητές και οι μαθητές, όσο και αν οι φοιτητές ήταν η πρωτοπορία του κινήματος αλλά και οι μαθητές ένα δυναμικό στοιχείο της εξέγερσης, και στην συνέχεια οι διανοούμενοι, οι άνθρωποι που ανήκουν στα μικροαστικά στρώματα και νοικοκυρές. Από τους εργαζόμενους που τραυματίστηκαν οι περισσότεροι άνηκαν σ’ ένα ηλικιακό εύρος 18 με 30 χρονών. Φαίνεται ξεκάθαρα από τα στοιχεία αυτά όχι μόνο το δολοφονικό μένος της χούντας, ακόμα και σε περαστικούς που τους θεώρησε ενδεχομένως “ύποπτους” και “ταραξίες”, αλλά και η ευρύτερη λαϊκή απονομιμοποίηση της. Δηλώνεται, κιόλας, πως η εργατική τάξη και η εργατική νεολαία είδαν το πολυτεχνείο, ως δικό τους σημείο εκδήλωσης οργής απέναντι στη χούντα, που οι ίδιοι δεν μπορούσαν να εκδηλώσουν μ’ άλλους όρους την αντίδρασή τους σ’ αυτήν, λόγω ότι το εργατικό κίνημα ήταν διαλυμένο, ελεγχόμενο και είχε δεχτεί ιστορικές και στρατηγικές ήττες στο πρόσφατο παρελθόν του. Η εργατική τάξη δήλωσε την οργή της λόγω των χαμηλών μισθών, του στασιμοπληθωρισμού, της καταστολής και του αυταρχικού ελέγχου που δεχόταν στην καθημερινότητά της. Δεν πρέπει να παραγνωριστούν πάντως οι διάφορες εργατικές απεργίες που είχαν ξεσπάσει νωρίτερα του πολυτεχνείου εντός του έτους 1973.
Οι χιλιάδες τραυματίες της νύχτας της εισβολής αλλά και των επόμενων ημερών θα μπορούσαν να ήταν εν δυνάμει νεκροί με το μένος της δολοφονικής βίας που υπέδειξε η αστυνομία και ο στρατός. Δέχτηκαν πραγματικές και όχι πλαστικές σφαίρες, που αυτές στόχευαν κατά κύριο λόγο στο πάνω μέρος και στα ζωτικά όργανα του σώματος (π.χ. κεφάλι κ.ά.). Σε πολλούς τραυματίες τους παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες στο ιατρείο του πολυτεχνείου, στο σταθμό πρώτων βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού και από ιδιώτες: είτε σε ιατρεία ή σε σπίτια. Από εκεί μεταφέρθηκαν είτε στο ρυθμιστικό ή σ’ άλλα νοσοκομεία και κλινικές, ή από το Ρυθμιστικό σ’ άλλα νοσοκομεία και κλινικές. Πολλοί δεν καταγράφηκαν ως τραυματίες ή/και διέφυγαν με την βοήθεια του υγειονομικού προσωπικού, με σκοπό να γλιτώσουν από την έξαλλη βία των αστυνομικών μέσα στους χώρους υγείας ή/και επειδή φοβήθηκαν μετά για αντίποινα και στιγματισμό από τη χούντα. Σκληρή βία με ανθρωποκτόνο διάθεση δέχτηκαν οι τραυματίες που βρίσκονταν στο Ρυθμιστικό με την σύμφωνη γνώση του διοικητή του, του Βασίλειου Μπουκλάκου, που ήταν ταγματάρχης ε.α.., αλλά και βία, απόκρυψη στοιχείων και απαξίωση δέχτηκαν και οι συγγενείς τους, που ανησυχούσαν για τους δικούς τους. Πολλοί τραυματίες που κρύφτηκαν σε διαμερίσματα στις γύρω πολυκατοικίες από το πολυτεχνείο δεν μεταφέρθηκαν για νοσηλεία σε μονάδες υγείας, επειδή φοβόντουσαν και τους παρασχέθηκαν εκεί οι πρώτες βοήθειες.
- Δίκη και μαρτυρίες
Μετά την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας, πολλοί από τους συγγενείς των θυμάτων και τους τραυματίες της εξέγερσης έστειλαν μηνύσεις, με σκοπό την απονομή δικαιοσύνης. Λόγω και της πίεσης της κοινής γνώμης ξεκίνησε η δικαστική διερεύνηση απόδοσης ευθυνών για την δολοφονική καταστολή της εξέγερσης. Συντάχθηκε πόρισμα από τον εισαγγελέα Τσεβά με το οποίο απαγγέλθηκαν κατηγορίες προς ενοχή σε 33 στελέχη της ηγεσίας της χούντας, της αστυνομίας και του στρατού γύρω από το ρόλο τους στην καταστολή της εξέγερσης. Έγιναν δύο δίκες: η μία το 1975 (16 Οκτωβρίου – 30 Δεκεμβρίου 1975) και η άλλη το 1977. Η δεύτερη είχε χαρακτήρα έφεσης. Απαγγέλθηκαν κάποιες από τις εξής κατηγορίες από το δικαστήριο στο κάθε μεμονωμένα κατηγορούμενο χουντικό: για ηθική αυτουργία ή/και για απλή συνέργεια ή/και σε απόπειρες ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως, για πρόκληση σε διάπραξη κακουργημάτων, για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, για παράνομες κατακρατήσεις και για παράνομη οπλοφορία. Στην δεύτερη δίκη πολλοί από τους καταδικασθέντες, αυτοί που ήταν δευτεραγωνιστές, αθωώθηκαν ή έπεσαν στα μαλακά. Αυτό προκάλεσε την οργή της τότε κοινής γνώμης, που το πολυτεχνείο ήταν ακόμα νωπό ως γεγονός στην λαϊκή συνείδηση.
Δεν εξιχνιάστηκαν στοιχεία, που έπρεπε να διατεθούν στο δικαστήριο και ήταν κρίσιμα. Τέτοιου είδους στοιχεία ήταν για τα ανεξιχνίαστα όργανα της έννομης τάξης που δολοφόνησαν ή τραυμάτισαν με πυροβόλα όπλα ανθρώπους που συμμετείχαν στα γεγονότα, ποια ήταν τα άγνωστα σημεία από τα οποία προήλθαν πυροβολισμοί του πλήθους, ποιος ήταν ο οπλισμός που χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή της εξέγερσης κ.ά. Εάν είχαν διατεθεί τα στοιχεία αυτά θα είχε αμφισβητηθεί ο νομιμοποιητικός ρόλος των κατασταλτικών θεσμών του αστικού κράτους και των πραιτωριανών του. Ακόμη, φάνηκε ότι δεν έγινε πραγματική αποχουντοποίηση στους θεσμούς του βαθύ κράτους.
Πολλοί από τους τραυματισθέντες κατέθεσαν συγκλονιστικές μαρτυρίες στο δικαστήριο, που δεν διαφαίνεται μόνο απ’ αυτές στο ποια ήταν η συμμετοχή τους στα γεγονότα, αλλά και οι λόγοι κινητοποίησης τους, ποια ήταν η ζωή τους πριν και μετά την εξέγερση και τα σημάδια που έχουν στο σώμα τους από την καταστολή της χούντας. Πολλές απ’ τις μαρτυρίες τους φώτιζαν τις δολοφονικές επιθέσεις της χούντας απέναντι στους εξεγερμένους, την συσσωρευμένη οργή του κόσμου, την κοινωνική απονομιμοποίηση και την αδυναμία της η ίδια να ελέγξει την κατάσταση. Φωτίστηκαν συγκλονιστικά περιστατικά κυνισμού και βίας: όπως ήταν η δολοφονία του Μ. Μυρογιάννη (20 ετών) από το περίστροφο του συνταγματάρχη Ντερτιλή. Κάποιοι από τους μάρτυρες που τραυματίστηκαν υπέστησαν μόνιμες βλάβες, που τους έκανε να έχουν ολική ή μερική αναπηρία και τους κατέστη ανίκανους για εργασία ή για στράτευση ή/και να πέθαναν μετά από μερικά χρόνια. Αντίστοιχα, συγκλονιστικές μαρτυρίες δόθηκαν από τους συγγενείς των θυμάτων, αλλά και από αυτόπτες μάρτυρες ενός τραυματισμού ή μια δολοφονίας, που οι ίδιοι τις περισσότερες φορές ήταν τραυματίες και ενεργά δρώντα άτομα της εξέγερσης. Κάμποσοι τραυματίες ή αυτόπτες μάρτυρες δεν θέλησαν να πάνε να καταθέσουν, αλλά εν τέλει υποχρεώθηκαν από τις κλήσεις που δέχτηκαν. Ο φόβος σε πολλούς ανθρώπους να καταθέσουν μπορεί να προέκυπτε λόγω ότι ήταν φτωχοί και δεν είχαν τα μέσα και την θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, η αδυναμία διαχείρισης του ψυχικού τραύματος που τους προκάλεσε στους ίδιους και στην οικογένεια ο βαρύ τραυματισμός τους, αλλά και επειδή υπήρχε ακόμη ο φόβος εντός ελληνικής κοινωνίας ότι μπορεί πάλι να υπάρξει ενδεχόμενη κατάσταση αποσταθεροποίησης.
Σημαντικό ρόλο στην καταγραφή της εξέγερσης έπαιξαν το οπτικοακουστικό, κινηματογραφικό και φωτογραφικό, υλικό των φωτορεπόρτερ και των σκηνοθετών, αλλά και του ραδιοφωνικού πομπού, που χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό υλικό στη δική. Βοήθησε επίσης να χαραχθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο η ενεργητική συμμετοχή, διάθεση και συλλογική ευφορία του κόσμου και η καταστολή της εξέγερσης.
Πολλοί τραυματίες που ενδέχεται να βρέθηκαν και να συμμετείχαν σε συγκρούσεις και σε οδομαχίες υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους στα δικαστήρια ως ειρηνικοί διαδηλωτές. Όσο και εάν σωστά διέπραξαν στο δικαστήριο, υπήρχε η παρανόηση με τα χρόνια ότι οι εξεγερμένοι είχαν μόνο ειρηνικά μέσα και διαθέσεις. Σίγουρα, η εξέγερση ήταν μια πολύμορφη και πολύπλευρη συλλογική διαδικασία. Υπήρχαν δρώντες που είχαν ειρηνικές διαθέσεις, αλλά και αυτοί που ήθελαν να συγκρουστούν με το καθεστώς. Ο κόσμος που συμμετείχε είχε διακριτές διαθέσεις και προσανατολισμούς, που ανήκει όμως στο ιστορικό και κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων των από κάτω. Ο λαϊκός κόσμος που συμμετείχε κινήθηκε με ταξικό κριτήριο, είτε συγκρούστηκε ή είχε ειρηνική παρουσία. Μπορεί να είχε και πολύτιμες εμπειρίες από τη ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων της δεκαετίας του ‘60, πριν γίνει το πραξικόπημα.
- Στις “πραγματικές” εξεγέρσεις σπάνε τζάμια;
Η επικέντρωση γύρω από το αφήγημα της ειρηνικής εξέγερσης και η απαξίωση των πιο μαχητικών και μετωπικών διαστάσεων και της αυτοοργάνωσης της ήταν σ’ ένα πλαίσιο ένταξης και ενσωμάτωσης της στην εθνική αφήγηση, πάνω στ’ ότι η αποκατάσταση “της αστικής” δημοκρατίας ήταν ένα παλλαϊκό αίτημα της εξέγερσης και η δικαίωση της, αποκρύπτοντας ότι οι διαθέσεις και η αυτενέργεια των εξεγερμένων ενδέχεται να άνοιγαν πρακτικά τον δρόμο της αμφισβήτησης της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, εάν δεν καταστελλόταν απ’ την χούντα. Το αφήγημα για την ειρηνικό της χαρακτήρα ήταν και βολικό άλλοθι για την ρεφορμιστική αριστερά πάνω στην νομιμοποίηση του δικού της ρόλου στον αστικό κοινοβουλευτισμό και την υπεράσπιση της γραμμής περί αντιδικτατορικής εθνικής ενότητας, αλλά και ενός αφηγήματος θυματοποίησης που διαχέεται από την ίδια στο εργατικό κίνημα. Η κάθε χρόνο επετειακή της διάσταση είναι ένα μέσο κινητοποίησης των από κάτω, επικαιροποίησης των αιτημάτων της ανά την συγκυρία και ήταν μια συνθήκη επιβολής ενός πιο ευνοϊκού συσχετισμού δύναμης για τους κάτω εντός μεταπολίτευσης.
Έπρεπε κιόλας η εξέγερση να ενταχθεί στην εθνική αφήγηση για να νομιμοποιηθεί ότι η χούντα ήταν μια “ανωμαλία” και όχι μια συνέχεια του μετεμφυλιακού αυταρχικού κράτους της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού. Έπρεπε να αποκρυφτεί η στάση αποδοχής και ανοχής που κράτησαν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις ως προς την χούντα, εφόσον η ίδια βοήθαγε στην αρχή την επέκταση και την ανάπτυξη της εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας, πριν την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής του 1973. Υπήρχε στην αρχή μια στάση ανοχής στην ίδια λόγω φόβου στους από κάτω και λόγω μιας συνθήκης πλαστής ευμάρειας για τα μεσαία στρώματα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος άρχισε να διαφοροποιείται από την χούντα, όταν αντιλήφθηκε την ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνική απονομιμοποίηση που δεχόταν η ίδια και την πολιτική ανικανότητα της, γι’ αυτό και στήριξε το σχέδιο φιλελευθεροποίησης της ή το σχέδιο της αντικατάστασης της από μια κυβέρνηση εκτάκτων εξουσιών, που θα άνοιγε το δρόμο στην αστική δημοκρατία (δημόσια πρόταση Καραμανλή).
Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε που δεν δόθηκε η απαραίτητη σημασία τους “απέξω”, που είχαν μείνει αόρατοι από τα αντίστοιχα αφιερώματα. Μπορεί να μην είχαν οι ίδιοι και τα απαραίτητα μέσα και θέση να καταθέσουν τη δική τους μαρτυρία. Τα τελευταία χρόνια διάφορες ιστορικές καταγραφές έχουν υπάρξει για να δώσουν ορατότητα στις αθέατες πτυχές της συμμετοχής και της παρουσίας των απέξω. Αυτός ο προσανατολισμός είναι σημαντικός, διότι διατυπώνονται οι λαϊκές μαχητικές διαθέσεις τους, η καταστολή που δέχτηκαν, οι διάφοροι λόγοι της συνειδητής συμμετοχής τους στην εξέγερση και ότι δεν ήταν μόνο συμπαραστάτες στον αγώνα των φοιτητών, αλλά δρώντα ενεργά υποκείμενα.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι “πρωταγωνιστές” της και οι μαρτυρίες τους, παρά την αντίθετη πορεία που ακολούθησαν κάποιοι απ’ αυτούς στην συνέχεια. Ήταν τότε κατά βάση φοιτητές, οργανωμένοι ή ανένταχτοι, και είχαν αριστερό προσανατολισμό. Πολλοί απ’ αυτούς μίλησαν, όχι μόνο λόγω της μετέπειτα γνωστής επαγγελματικής και πολιτικής σταδιοδρομίας, αλλά και επειδή ήταν τότε ενταγμένοι σε μια συνθήκη οργανωμένου κινήματος και ήταν στην πρωτοπορία της αντιδικτατορικής αντίστασης. Συμμετείχαν σε πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις που τους έκανε κιόλας να αποκτήσουν και τα αντίστοιχα πολιτικά εργαλεία και λόγο, για να εξηγήσουν την τότε δική τους δράση. Ο δημόσιος λόγος σε επίπεδο μαρτυριών γύρω από το πολυτεχνείο καθορίστηκε κατά βάση απ’ αυτούς. Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, λόγω ότι το πολυτεχνείο ήταν ένα πρόσφατο γεγονός και επειδή πολλοί ήταν στρατευμένοι πολιτικά, ήταν πολωμένοι μεταξύ τους σε δημόσιο επίπεδο δικαίωσης γραμμών, παρ’ ότι υπήρχε ένας συναγωνιστικός δεσμός μεταξύ τους. Μέσα στα χρόνια με τις εγχώριες και διεθνείς αλλαγές που συντελέστηκαν ιστορικά (π.χ. πτώση της ΕΣΣΔ, υποχώρησης του κινήματος κ.ά.) ανέδειξαν πολλοί απ’ αυτούς ένα λόγο κατά βάση προσωπικών και βιωματικών αναμνήσεων και απολογισμούς της τότε δράσης τους, της γενιάς και της μετέπειτα πορείας τους.
Οι φοιτητές έγιναν πρωτοπορία λόγω της διεθνής εμπειρίας της νεανικής ριζοσπαστικοποίησης του ‘60 και της προλεταριοποίησης της διανόησης που έβγαινε μέσα από τα πανεπιστήμια. Δεν είχαν τον φόβο της βίας, της καταστολής, της εξορίας αλλά και το στίγμα του αποκλεισμού που είχαν πάνω τους οι παλαιότεροι αγωνιστές, παρά το αρχικό σοκ που βίωσαν λόγω της εγκαθίδρυσης αλλά και της ασφυκτικής καταπίεσης της. Δεν τους γνώριζαν αρχικά οι αρχές, λόγω ότι δεν είχαν φάκελο κοινωνικών φρονημάτων και πολλοί απ’ αυτούς προέρχονταν από οικογένειες υψηλών εισοδημάτων, που δεν είχαν κάποια σχέση με την αριστερά. Δεν είχαν ζήσει τις ήττες που είχαν βιώσει οι προηγούμενες γενιές αγωνιστών στην περίοδο των Δεκεμβριανών, του εμφυλίου και των Ιουλιανών και δεν είχαν απογοητευτεί από τα όρια της ρεφορμιστικής αριστεράς, όσο και εάν αναφερόταν στην πρόσφατη ιστορία του αριστερού κινήματος. Οι ίδιοι πήραν την πρωτοβουλία της αντίστασης ενάντια στη χούντα πάνω τους, λόγω και ότι το εργατικό κίνημα ήταν διαλυμένο. Η μαζική τους δράση μέσω των δικών τους δομών οργάνωσης, που αυτές ήταν οι φοιτητικές επιτροπές αγώνα (από το 1972 και μετά), ήρθε ως απάντηση στα αδιέξοδα των αντιδικτατορικών οργανώσεων που χρησιμοποιούσαν μορφές προπαγάνδας ή/και συμβολικής βίας, αλλά και των διαχειριστικών ορίων των δύο ΚΚ. Το κίνημα τους είχε νίκες απέναντι στο καθεστώς εκμεταλλευόμενο το σχέδιο φιλελευθερισμού της και όσο δυνάμωνε τόσο δεχόταν την αναβαθμισμένη καταστολή της χούντας, που την άντεχε λόγω της μαζικότητας του. Το ίδιο ήταν ένα αυτόνομο κίνημα, χωρίς όμως να έχει καχύποπτη στάση απέναντι στις οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς και ήταν σε επαφή μαζί τους. Ήταν ένα πολιτικό κίνημα που δεν διεκδικούσε γενικά και μόνο φοιτητικά αιτήματα, αλλά συγκροτούσε μια αντιαυταρχική πάλη ενάντια στο καθεστώς. Όσο ανέβαινε πίστα τόσο ενισχύονταν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του και οι δυνάμεις της αριστερής ριζοσπαστικοποίησης εντός του. Πριν ξεκινήσει η δράση των φοιτητών μέσα από το αίτημα και από τις δικαστικές προσφυγές για ελεύθερες φοιτητικές εκλογές στους συλλόγους, χώρος πολιτικής συλλογικοποίησης και ζύμωσης τους ήταν η ΕΚΙΝ. Ως αντιστάθμισμα στα διορισμένα ΔΣ των συλλόγων από την χούντα αποτέλεσαν οι εθνοτοπικοί σύλλογοι φοιτητών. Όμως, οι πρώτες συσπειρώσεις στο χώρο των φοιτητών ήταν κοινωνικές που λειτουργούσαν ως παρέες, που συνδέονται μεταξύ τους μέσω συζητήσεων γύρω από έργα πολιτικοποιημένης κουλτούρας. Οι πρώτες αντιδράσεις της νεολαίας ενάντια στην χούντα ήταν η συμμετοχή στις προβολές ταινιών: woodstock και Φράουλες και αίμα (1970). Επίσης, η πρώτη εκδήλωση νεανικής εναντίωσης ήταν η γελοιοποίηση του Παπαδόπουλου από τους μαθητές γυμνασίων στην γιορτή εθνικοφροσύνης που διοργάνωσε η χούντα στην πρώτη επέτειο της στο Καλλιμάρμαρο (Απρίλιος 1968).
Η χούντα επιβλήθηκε για να υπερασπιστεί την σταθεροποίηση του εγχώριου αστικού σχηματισμού, που είχε δεχτεί ρήγματα κατά την δεκαετία του ‘60 από την δυναμική της ριζοσπαστικοποίησης, που είχε επέλθει μέσα στους εργαζόμενους και στην νεολαία, με τρανταχτό παράδειγμα λαϊκής κινητοποίησης με εξεγερσιακά χαρακτηριστικά να αποτελούν τα Ιουλιανά. Επιβλήθηκε, κιόλας, βασισμένη στο υπάρχουσα πολιτειακή συνθήκη του αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους, της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, αλλά και στο υπάρχον κατασταλτικό σύμπλεγμα δεξιάς-παλατιού-αστυνομίας-στρατού και παρακράτους. Στηρίχθηκε στην παράδοση που είχε αποκτήσει ο στρατός να έχει κεντρικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου. Επιβλήθηκε από την αστική τάξη για να απαντήσει ετεροχρονισμένα στην ήττα που δέχτηκε το εργατικό κίνημα την περίοδο των Ιουλιανών, που η επίσημη πολιτική ηγεσία του η ΕΔΑ είχε μια αποτυχημένη γραμμή συμβιβασμού και νομιμότητας, που αντί να αποτρέψει και να προετοιμαστεί για την εκτροπή, αυτή εν τέλει επιβλήθηκε. Επίσης, η χούντα έπρεπε να υπερασπιστεί πιο δυναμικά την διεθνή θέση της χώρας μεσ’ το πλαίσιο της γεωπολιτικής συνεργασίας της με τις ΗΠΑ και την ιμπεριαλιστική επέκταση του αμερικανικού παράγοντα στην γύρω περιοχή.
- Μεταπολίτευση: οι παρακαταθήκες της εξέγερσης
Με την εγκαθίδρυση της μεταπολίτευσης το πολυτεχνείο ήταν ένα ανοιχτό πεδίο οικειοποίησης και νοηματοδότησης, και από την μεριά των από κάτω και των από πάνω. Αυτό φάνηκε, κιόλας, ότι στην πρώτη επέτειο του πολυτεχνείο προκηρύχθηκαν οι πρώτες εθνικές εκλογές της μεταπολίτευσης, που σ’ αυτές κέρδισε θριαμβευτικά η ΝΔ με ποσοστό 54%, πάνω στο εκβιαστικό δίλημμα “Καραμανλή ή τανκς”, επιδιώκοντας την αποδυνάμωση του ως εξεγερσιακού γεγονότος. Η αστική τάξη και η πολιτική της κυριάρχησε σε επίπεδο συσχετισμών και σε επίπεδο πολιτειακής μεταβολής: από την δικτατορία στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Φάνηκε αυτό, απ την άλλη, με την διοργάνωση των πρώτων πορειών του πολυτεχνείου, που η μία ήταν της άκρας αριστεράς με 50 χιλιάδες κόσμου στις 16 Νοέμβρη του 1974, που ξεκίνησε από το πολυτεχνείο και κατέληξε στο μπλόκο της Καισαριανής, και η άλλη που έγινε στις 24 Νοέμβρη, που είχε συγκεντρώσει κοντά στο 1 εκατ. λαού. Εντός αριστεράς οι ζυμώσεις για τις πρώτες επέτειοι του πολυτεχνείου είχαν και αντιπαραθετικό χαρακτήρα, γύρω από την ή μη νομιμοποίηση της απαγορεύσεων της αστυνομίας να φτάσουν οι πορείες μέχρι την Αμερικάνικη πρεσβεία. Η πιο χαρακτηριστική εναντίωση προέκυψε στην επέτειο του 1980, που η άκρα αριστερά επέλεξε να συγκρουστεί με τον κλοιό της αστυνομίας στα λουλουδάδικα, θέλοντας να σπάσει την απαγόρευση και να φτάσει μέχρι την πρεσβεία των ΗΠΑ. Η λυσσαλέα βία της αστυνομίας εκείνη την ημέρα άφησε δύο νεκρούς: τον Κουμή και την Κανελλοπούλου. Με τις απαγορεύσεις αυτές του αστικού κράτους φαινόταν πόσο φοβόταν τον ριζοσπαστισμό του πολυτεχνείου και την παρακαταθήκη του στους αγώνες της μεταπολίτευσης. Η αντιπαράθεση τότε εντός αριστεράς δείχνει και το πώς υπάρχει μάχη, για την νοηματοδότηση ενός συγκεκριμένου περιεχομένου γύρω από την δικαίωση της εξέγερσης, μέσα από την συνέχεια ύπαρξης των διακριτών γραμμών που υπήρχαν σε αντίθεση εντός της κατάληψης του πολυτεχνείου. Οι δυνάμεις της πήραν θέση στο δίλημμα: εκδημοκρατισμός η επαναστατική αλλαγή.
Η παρακαταθήκη του πολυτεχνείου ήταν υπαρκτή μέσα στην μεταπολίτευση και αυτή φάνηκε στους εργατικούς αγώνες που ξέσπασαν στα πρώτα χρόνια της. Οι εργατικοί αγώνες που ξέσπασαν ήταν πολύμηνοι και μαχητικοί με καταλήψεις εργοστασίων, που διεκδικούσαν αύξηση στα μεροκάματα, συνδικαλιστικές ελευθερίες, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας. Στους αγώνες αυτούς η άκρα αριστερά επέδρασε με μάχιμους και έμπειρους συνδικαλιστές αλλά και με την συνδικαλιστική μορφή των εργοστασιακών σωματείων ανά τόπους δουλειάς. Ο ριζοσπαστισμός του πολυτεχνείου τροφοδότησε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και τις συγκρούσεις τμημάτων πρωτοπόρων εργατών με την αστυνομία, που έλαβαν χώρα στο κέντρο της Αθήνας (γενική απεργία για τον νόμο Λάσκαρη τον Μάη του 1976, απεργία οικοδόμων τον Ιούλη του 1975).
Ήταν υπαρκτή η παρακαταθήκη του και μέσα στην νεολαία, που έκανε στην μεταπολίτευση μαζικούς αγώνες απέναντι στην αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το φοιτητικό κίνημα της μεταπολίτευσης μπορεί να είχε πάνω του την παθογένεια του φαινομένου της παραταξιοποίησης, απ’ την άλλη, όμως, οι δυνάμεις της άκρας αριστεράς εντός του επιδίωξαν να αναφέρονται στα πιο προωθημένα στοιχεία που αναπτύχθηκαν και μέσα στους κόλπους του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Τέτοια στοιχεία ήταν η αδιαμεσολάβητη δημοκρατία και η αυτοοργάνωση μέσα από τις γενικές συνελεύσεις, η αμφισβήτηση, έστω και εμπειρικά, της συνδιαχειριστικής και γραφειοκρατικής αντίληψης, η κοινωνική αυτονομία του κινήματος από την λογική της γραφειοκρατικής κομματικής καθοδήγησης και η εναντίωση στον αστικό εκσυγχρονισμό του πανεπιστημίου, στην πειθάρχηση και στον αυταρχισμό μέσα στις σχολές.
Στην μεταπολίτευση συντελούνται πολιτισμικές και κοινωνικές αλλαγές στο ζήτημα των κοινωνικών και έμφυλων σχέσεων, της θέσης της νεολαίας μεσ’ την κοινωνία και των οικογενειακών ρόλων. Κάποιες απ’ αυτές τις αλλαγές, είτε κοινωνικές ή/και θεσμικές, είχαν ήδη φανεί ως συμπεριφορές μεταξύ των πολιτικοποιημένων φοιτητών της περιόδου της δικτατορίας. Γυναίκες φοιτήτριες πρωταγωνίστησαν μεσ’ το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα (π.χ. η Ιωάννα Καρυστιάνη ως στέλεχος της Αντι-ΕΦΕΕ) και πολλές απ’ τις γυναίκες αυτές υποστηρίζουν σε μετέπειτα μαρτυρίες τους ότι είχαν τότε ανεξάρτητο, υποστηρικτικό και ισότιμο ρόλο απ’ τους συντρόφους τους. Η νεολαία υποστηρίζει την δική της κοινωνική δυναμική και θέλει να εδραιώσει τον δικό της ρόλο μεσ’ την κοινωνία αλλά και ενάντια στο ασφυκτικό πλαίσιο της χούντας και των καταπιεστικών θεσμών του αστικού κράτους. Αυτό εκφράζεται μέσα από το φοιτητικό κίνημα, μέσα από διάφορες πολιτισμικές κολεκτίβες με κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό, μέσα από την επαφή με τις τέχνες ή/και μέσω των νέων διεθνών πολιτικών και πολιτισμικών ριζοσπαστικών ρευμάτων που γεννά η δεκαετία του ‘60. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγο μετά την πτώση της χούντας αναπτύσσονται τα νέα κινήματα: το φεμινιστικό, της ομοφυλόφιλης απελευθέρωσης, το περιβαλλοντικό, το κίνημα των φαντάρων κ.ά.
Ο ριζοσπαστισμός του πολυτεχνείου επέδρασε καταλυτικά και στην αριστερά, με τις ανακατατάξεις που υπήρξαν εντός της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ότι μετά στην μεταπολίτευση, σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, αγωνιστές των νεολαίων των 2 ΚΚ που συμμετείχαν τότε στην εξέγερση, άνοιξαν δρόμους ρήξης με την γραμμή συναίνεσης και συνδιαλλαγής των κομμάτων τους με την αστική πολιτική. Προέκυψαν από τις νεολαίες του ρεφορμισμού δύο αριστερές πλειοψηφικές διασπάσεις: η μία ήταν της Β’ Πανελλαδικής το 1978 και η άλλη ήταν η διάσπαση της ΚΝΕ το 1989, που συγκρότησε μετά το ΝΑΡ.
Το πολυτεχνείο έγινε τμήμα της λαϊκής συνείδησης και “φωτίστηκε” με συλλογικά, ηθικά και ισχυρά ιδανικά ηρωισμού, ανιδιοτέλειας και αυτοθυσίας. Ως γιορτή των καταπιεσμένων που θεωρούνται οι εξεγέρσεις ξεπερνιούνται στους από κάτω συμπεριφορές παθητικότητας και μοιρολατρίας, εγωισμού και βολής, κομφορμισμού και αδιαφορίας, διότι δυναμώνει η αυτοπεποίθηση τους. Με την συλλογική ευφορία που δημιουργούν οι από κάτω απελευθερώνονται από την εξατομίκευση, την μοναξιά και την ιδιώτευση. Αναπτύσσονται ατομικά στον καθένα τα καλύτερα στοιχεία του χαρακτήρα τους, διότι εντάσσονται σ’ ένα ισότιμο συλλογικό “εμείς”.
Υ/Σ1: Το κείμενο αυτό γράφτηκε για λόγους προσωπικής ενασχόλησης και καλλιέργειας του συγγραφέα με το πολυτεχνείο και την δικτατορία, και όχι για οποιουσδήποτε άλλους ερευνητικούς και επιστημονικούς λόγους. Μπορεί να υπάρχουν ενδεχόμενες παρανοήσεις και πραγματολογικά λάθη, που όμως δεν έγιναν σκόπιμα. Διορθώθηκε πολλές φορές για να αποφευχθούν τέτοιους είδους σφάλματα. Η οποιαδήποτε συντροφική κριτική είναι καλοδεχούμενη προς τον συγγραφέα του, που ο ίδιος σέβεται με ταπεινότητα τους αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα.
Υ/Σ2: Παρατίθεται ενδεικτική βιβλιογραφία για να γίνουν οι απαραίτητες συγκρίσεις με τα λεγόμενα του συγγραφέα, όπου βασίστηκε ο ίδιος για την συγγραφή του κειμένου του. Επισυνάπτονται κιόλας για περαιτέρω ανάγνωση και μελέτη από τον οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο.
- Καλλιβρετάκης, Λεωνίδας: Το πολυτεχνείο έξω από το πολυτεχνείο. Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973 (2023), εκδόσεις Θεμέλιο.
Πολυτεχνείο ’73: Το ζήτημα των θυμάτων: Νεκροί και τραυματίες (2004). Ανοιχτά διαθέσιμο άρθρο από το αποθετήριο Ήλιος. URL: https://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/8782.
- Λύκαρης, Ιερώνυμος: Πολυτεχνείο 1973 – Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει (2023), εκδόσεις Καστανιώτης.
- Χανδρινός, Ιάσονας: Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική μαρτυρία της εξέγερσης του πολυτεχνείου (2019), εκδόσεις Καστανιώτης.
- Λυγερός, Σταύρος: φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα. Α΄ και Β΄ τόμος (1977-8), εκδοτική ομάδα εργασίας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μια ξεχασμένη κατάθεση (2023), εκδόσεις Πατάκη.
- Δαφέρμος, Ολύμπιος: Φοιτητές και δικτατορία. Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, 1972 -3, περιέχει και ονόματα. Έκτη έκδοση. Εταιρεία σύγχρονης ιστορίας (2023).
- Κορνέτης, Κώστας: Τα παιδιά της δικτατορίας (2015), εκδόσεις Πόλις.
- Ταμβακλής, Νίκος: Για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και το πολυτεχνείο (2023). Αδημοσίευτο δημόσια.
- Βόγλης, Πολυμέρης: Το πολυτεχνείο σε πρώτο πρόσωπο. Πώς και γιατί εξελίχθηκαν μέσα στο χρόνο οι αφηγήσεις των πρωταγωνιστών της εξέγερσης (2023). Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Συντακτών. Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος. Στήλη: Κρυφά χαρτιά.
URI: https://www.efsyn.gr/themata/kryfa-hartia/412068_polytehneio-se-proto-prosopo (19.11.23 10:27).
- Μαντέλ, Ερνέστ: Τα διδάγματα της Ελλάδας. (Μάης 1967). Κείμενο ενταγμένο στο βιβλίο με κείμενα του Μαντέλ, “Γιατί είμαστε επαναστάτες σήμερα” (2023). Εκδόσεις Ένεκεν.