Δημοσιεύτηκε 30/10/2023
https://marxistleftreview.org/articles/palestinian-national-liberation-struggle-socialist-analysis/
μετάφραση: Πέτρος Νομικός
Προλεγόμενα…
Αυτό το άρθρο που πρωτογράφτηκε το 2002, ενημερώθηκε και αναδημοσιεύτηκε το 2020.i Φωτίζει κρίσιμες όψεις της τροχιάς που διέγραψε η Παλαιστινιακή αντίσταση και αναλύει τα διάφορα ρεύματα εντός του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Γράφτηκε στη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα, που σηματοδοτούσε μια βαθιά δυσαρέσκεια προς τη λεγόμενη ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονταν με τυμπανοκρουσίες για την παράνομη εισβολή τους στο Ιράκ. Ο, ήδη συνεχιζόμενος, πόλεμος κατά της τρομοκρατίας πυροδοτήθηκε από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και αναδιαμόρφωσε την αμερικανική αυτοκρατορία. Την εποχή της συγγραφής του άρθρου, ο Γιασέρ Αραφάτ ζούσε ακόμα και η Φατάχ εξακολουθούσε να κυριαρχεί στο κίνημα. Η Αραβική Άνοιξη δεν είχε ακόμη ταρακουνήσει και ανατρέψει δικτάτορες και δεσπότες. Αν και πολλές ιστορικές στιγμές και γεγονότα έχουν μεσολαβήσει από την αρχική του δημοσίευση μέχρι σήμερα, το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο αυτού του άρθρου παραμένει σημαντικό για να κατανοήσει κανείς τις συνεχιζόμενες εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης σε όλη την περιοχή, ή γιατί ο αγώνας για το Παλαιστινιακό εμπνέει και συσπειρώνει κινήματα σε περιφερειακό επίπεδο.
Οι ατελείωτοι γύροι διαπραγματεύσεων μεταξύ της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και του Ισραήλ οι οποίοι ακολούθησαν τις Συμφωνίες του Όσλο του 1993, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν ούτε τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα ούτε την εγκαθίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους ούτε και το δικαίωμα επιστροφής για πέντε εκατομμύρια Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Επιπλέον, οι συνθήκες διαβίωσης των Παλαιστινίων στα Κατεχόμενα Εδάφη έχουν πράγματι επιδεινωθεί. Η φτώχεια και η ανεργία θεριεύουν ενώ το Ισραήλ έχει επεκτείνει τους οικισμούς του. Όπως περιέγραψε την κατάσταση ο Παλαιστίνιος καθηγητής Edward Said:
Στην παλαιστινιακή περίπτωση, η τραγωδία ενός αποστερημένου και στρατιωτικά κατεχόμενου λαού επιδεινώνεται από μια ηγεσία που συνήψε συμφωνία «ειρήνης» με τον ισχυρότερο εχθρό της, που εξυπηρετεί τους στρατηγικούς σκοπούς του Ισραήλ και κρατά τους Παλαιστίνιους, των οποίων η γη έχει πρακτικά χαθεί από τη Σιωνιστική κατάκτηση, σε μια καταθλιπτική κατάσταση υποτέλειας… Το γεγονός είναι ότι με τη συμπεριφορά του ο κ. Αραφάτii έχει πάψει να αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των Παλαιστινίων και ότι, αναξιοπρεπής πλέον, επιβιώνει χάρη στην υποστήριξη των ΗΠΑ, του Ισραήλ και των Αράβων.iii
Τον Σεπτέμβριο του 2000, η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου από το Όσλο και μετά, μαζί με την αυξανόμενη απογοήτευση για την πολιτική ανικανότητα της PLO, προκάλεσαν τη δεύτερη μέσα σε δεκαπέντε χρόνια μαζική εξέγερση των Παλαιστινίων, την Ιντιφάντα al-Aqsa.iv Από τότε, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι έχουν βγει στους δρόμους της Δυτικής Όχθης και της Γάζας για να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο τον ισραηλινό στρατό και τους εποίκους. Παρά τη βάναυση καταστολή από το Ισραήλ και τις επανειλημμένες προσπάθειες του Αραφάτ να χαλιναγωγήσει την παλαιστινιακή οργή, οι Παλαιστίνιοι ρίχτηκαν, για άλλη μια φορά, με τεράστιο θάρρος και περιφρόνηση των κινδύνων και των θυσιών, στον αγώνα για να κερδίσουν την ελευθερία τους.
Δυστυχώς, η ηρωική πάλη της Ιντιφάντα al-Aqsa δεν έφτασε για να σταματήσει το Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα μια σειρά από δύσκολα εμπόδια: τη βάναυση καταστολή του Ισραήλ, την άνευ όρων πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ, τις προδοσίες και την καταστολή από την ίδια την PLO και τις μανούβρες των φιλοαμερικανικών αραβικών καθεστώτων για να τερματιστεί η Ιντιφάντα πριν αρχίσουν να την μιμούνται και οι άλλοι Άραβες εργάτες.
Όσο τρομερά κι αν είναι αυτά τα εμπόδια, δεν είναι πάντως ανυπέρβλητα. Για να μπορέσουν όμως να τα ξεπεράσουν οι Παλαιστίνιοι, χρειάζεται να οικοδομηθεί ένα μαζικό κίνημα απ’ τη μια μέχρι την άλλη άκρη του αραβικού κόσμου που θα αμφισβητήσει τόσο τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ όσο και τα αραβικά καθεστώτα που υποστηρίζονται από αυτόν. Ένα τέτοιο κίνημα θα μπορούσε να προσφέρει την απαραίτητη πολιτική και οικονομική υποστήριξη στους Παλαιστίνιους για να αμφισβητήσουν το Ισραήλ.
Περαιτέρω, το κατά πόσο οποιοδήποτε μαζικό κίνημα θα μπορέσει να αμφισβητήσει τις ΗΠΑ και τα αραβικά καθεστώτα και να στηρίξει τους Παλαιστίνιους ενάντια στο Ισραήλ, συνδέεται με το ζήτημα της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής στον αραβικό κόσμο, ένα ζήτημα που μπορεί να εγείρει μόνο η συνειδητοποίηση, ότι οι Άραβες εργάτες, που παράγουν όλο το πετρέλαιο και τον πλούτο στην περιοχή, πρέπει να αγωνιστούν για πραγματικό, δημοκρατικό έλεγχο της κοινωνίας προκειμένου να απαλλαγούν από τις άθλιες συνθήκες, που τους επιβάλλουν τα κυρίαρχα αραβικά καθεστώτα και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλλά μια σοσιαλιστική εναλλακτική στον αραβικό κόσμο θα χρειαζόταν πρώτα να αναμετρηθεί και να μάθει από τα λάθη μιας παλαιότερης ριζοσπαστικής γενιάς που προσέβλεπε στη σταλινική Ρωσία και σε ορισμένα «προοδευτικά» αραβικά καθεστώτα, όπως η Συρία και το Ιράκ, ως πρότυπα κοινωνικής αλλαγής.vΑυτό προϋποθέτει την απόρριψη των συμβιβασμών της PLO με τον Σιωνισμό, τη στροφή προς τους αγώνες των απλών ανθρώπων της Παλαιστίνης ενάντια στο Ισραήλ, την αναγνώριση ότι η αλληλεγγύη προς την αραβική εργατική τάξη, όχι οι διαπραγματεύσεις, είναι ο τρόπος για να σταματήσει το Ισραήλ και τον προσανατολισμό των αγώνων προς μια κοσμική και δημοκρατική Παλαιστίνη στο έδαφος της ισότητας Αράβων και Εβραίων.
Η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής στον αραβικό κόσμο, ειδικά στην Παλαιστίνη, απαιτεί σαφείς απαντήσεις σε μια σειρά βασικών πολιτικών ζητημάτων. Γιατί η PLO παραδόθηκε στο Ισραήλ και την Ουάσιγκτον; Ποιανού ταξικά συμφέροντα εκπροσωπεί η PLO; Γιατί πολλοί Παλαιστίνιοι στράφηκαν στη Χαμάς; Τι απέγινε η παλαιστινιακή αριστερά, το Λαϊκό και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης; Γιατί η αριστερά είναι ουρά στην πολιτική του Αραφάτ; Είναι πραγματικά απαραίτητο (ή ρεαλιστικό) να αναγνωρίσουμε στους αγώνες των Αράβων εργατών τον τρόπο με τον οποίο θα απελευθερωνόταν η Παλαιστίνη;
Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν σωστά χωρίς μια επανεξέταση της ιστορίας του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, ιδιαίτερα της ανόδου και της πτώσης της PLO και της παλαιστινιακής αριστεράς. Μια τέτοια επανεξέταση είναι επιτακτική προκειμένου να επιτευχθεί η απαραίτητη θεωρητική σαφήνεια για όσους από εμάς θέλουν να συνεχίσουν να αντιστέκονται τόσο στο Ισραήλ όσο και στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Αυτό το δοκίμιο ελπίζει να προσφέρει μια μικρή συμβολή προς αυτόν τον στόχο.
Το, προ του 1948, εθνικιστικό κίνημα
Στις τρεις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Νάκμπα, της καταστροφής, του 1948, οι Παλαιστίνιοι διεξήγαγαν έναν γενναίο αγώνα αντίστασης στο σιωνιστικό σχέδιο οικοδόμησης ενός εβραϊκού κράτους που προοριζόταν για προκεχωρημένο φυλάκιο του δυτικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, οι Παλαιστίνιοι αμφισβήτησαν την αποικιακή δικαιοδοσία της Βρετανίας στην Παλαιστίνη και την ακολουθούμενη πολιτική διευκόλυνσης της εβραϊκής μετανάστευσης και εγκατάστασης. Το 1929, οι Παλαιστίνιοι οργάνωσαν διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες κατά των εβραϊκών οικισμών και επιχειρήσεων, που έγιναν γνωστές ως η Εξέγερση του Μπουράκ. Ο βρετανικός στρατός κατέστειλε βίαια αυτές τις διαμαρτυρίες.vi
Η εντατικοποίηση της εβραϊκής μετανάστευσης, που προκάλεσε η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930, άσκησε μεγαλύτερη πίεση στους Παλαιστίνιους. Οι Παλαιστίνιοι ξανάρχισαν τον αγώνα κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας και του Σιωνισμού, στρεφόμενοι στον ένοπλο αγώνα. Με επικεφαλής τον Σεΐχη Izz al-Din al-Qassam της Μουσουλμανικής Αδελφότητας,vii ένα δίκτυο πολιτοφυλακών που απαρτιζόταν κυρίως από αγρότες και διανοούμενους των πόλεων επιτέθηκε στα Βρετανικά και Σιωνιστικά συμφέροντα σε όλη την Παλαιστίνη. Η αστυνομία της Δικαιοδοσίας σκότωσε τον αλ-Κασάμ σε μια ένοπλη συμπλοκή το 1935, αλλά ο ένοπλος αγώνας συνεχίστηκε.
Το 1936, ένας μαζικός κοινωνικός αγώνας ενώθηκε με τον ένοπλο αγώνα. Τον Απρίλιο, μετά από εβδομάδες συγκρούσεων μεταξύ Παλαιστινίων διαδηλωτών και Εβραίων εποίκων, Άραβες λιμενεργάτες στο λιμάνι της Γιάφα απέργησαν διαμαρτυρόμενοι για τη βρετανική υποστήριξη της εβραϊκής μετανάστευσης. Κάτω από την πίεση των μαζών, η παλαιστινιακή ελίτ, υπό την ηγεσία του μουφτή της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίν αλ-Χουσεϊνί, αναγκάστηκε να κηρύξει γενική απεργία. Μέσα σε λίγες μέρες, η απεργία εξαπλώθηκε και σε άλλα μεγάλα παλαιστινιακά λιμάνια, πόλεις και χωριά. Όλα τα τμήματα της παλαιστινιακής αραβικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των εργατών, των αγροτών, των μικρών επιχειρήσεων, ακόμη και μέρους των μεγάλων επιχειρήσεων, συμμετείχαν στην απεργία. Η απεργία απαιτούσε τον τερματισμό της εβραϊκής μετανάστευσης, την απαγόρευση της πώλησης γης σε εποίκους και την αντικατάσταση της Βρετανικής Δικαιοδοσίας από μια κυβέρνηση προερχόμενη από την πλειοψηφία του πληθυσμού. Οι Παλαιστίνιοι οργάνωσαν μια μαζική εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής και σταμάτησαν να πληρώνουν φόρους στις βρετανικές αρχές. Εν τω μεταξύ, οι πολιτοφυλακές του al-Qassam επιτίθονταν σε βρετανικά και σιωνιστικά συμφέροντα σε όλη τη χώρα.viii
Η γενική απεργία κράτησε έξι μήνες, μέχρι να καταφέρουν οι Βρετανοί να την τερματίσουν με βάναυση καταστολή. Ο ένοπλος αγώνας συνεχίστηκε για δύο ακόμη χρόνια. Τελικά, ο βρετανικός στρατός και οι σιωνιστικές πολιτοφυλακές κατάφεραν να συντρίψουν τον ένοπλο αγώνα. Συνολικά, αυτή η μαζική εξέγερση (η γνωστή Μεγάλη Αραβική Εξέγερση του 1936) διήρκεσε τρία χρόνια.
Παρά τους ηρωικούς αγώνες και τις θυσίες των Παλαιστινίων, η εξέγερση του 1936 απέτυχε. Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί σε δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, οι ανεπαρκώς εξοπλισμένες παλαιστινιακές πολιτοφυλακές δεν μπορούσαν να σταθούν απέναντι στη συντριπτική στρατιωτική υπεροχή των συνδυασμένων βρετανικών και σιωνιστικών δυνάμεων. Επιπλέον, καθώς οι σιωνιστές εκτόπιζαν τους Παλαιστίνιους εργάτες από στρατηγικούς εργασιακούς χώρους σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, έγινε ευκολότερο για τους Βρετανούς να «μπλοκάρουν τις αραβικές εθνικιστικές προσπάθειες για να εξαπλωθεί η γενική απεργία και να παραλύσει πλήρως την οικονομία της χώρας».ix Δεύτερον, βλέποντας τον κίνδυνο χάσει κάθε έλεγχο πάνω στις παλαιστινιακές μάζες, η παλαιστινιακή ελίτ, υποστηριζόμενη από αντιδραστικά και προσκείμενα στη Βρετανία αραβικά καθεστώτα, αποδυνάμωσε την εξέγερση με συμβιβασμούς και συνεχείς μανούβρες για τον τερματισμό της.
Πράγματι, ο συντηρητικός ρόλος που έπαιξε η παλαιστινιακή ελίτ κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 προέβαλε πολλά εμπόδια στην ανάπτυξη ενός επιτυχημένου αγώνα κατά του Σιωνισμού. Αυτή η ελίτ μεγαλογαιοκτημόνων και εμπόρων παρότι, γενικά, αντιτάχθηκε στη βρετανική αποικιοκρατία και στην ίδρυση εβραϊκού κράτους, μετρίαζε την αντίθεσή της στην αποικιοκρατία εξαιτίας δύο παραγόντων. Από τη μια πλευρά, διάφορες πλούσιες οικογένειες Παλαιστινίων διαγκωνίζονταν για την εύνοια των βρετανικών αρχών προκειμένου να υπερισχύσουν στον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά πάλι, οι οικονομικοί δεσμοί που συνέδεαν την παλαιστινιακή ελίτ στο σύνολό της με τις άλλες φιλοβρετανικές αραβικές άρχουσες τάξεις, όπως αυτές της Αιγύπτου και της Ιορδανίας, ωθούσαν την παλαιστινιακή ελίτ να αποφύγει την αντιπαράθεση με τη Βρετανία. Αυτό εξηγεί, για παράδειγμα, το γιατί ορισμένα μέλη της ελίτ ζήτησαν να σταματήσουν οι επιθέσεις στα σιωνιστικά συμφέροντα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Μπουράκ το 1929 ή γιατί υποστήριξαν μια καταστροφική πολιτική ενίσχυσης των σχέσεων με τη Βρετανία, ελπίζοντας να την κερδίσουν με το μέρος τους έναντι του Σιωνισμού. Μερικοί προύχοντες παλαιστίνιοι έφτασαν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξουν, ως τελευταία γραμμή άμυνας ενάντια στον Σιωνισμό, τη διατήρηση της βρετανικής Δικαιοδοσίας στην Παλαιστίνη!x
Πράγματι, ορισμένες πλούσιες οικογένειες, όπως οι αλ-Νασασίμπι και οι αλ-Χουσεϊνί, οργάνωσαν ξεχωριστά εθνικιστικά κόμματα. Ωστόσο, αυτές οι οικογένειες απέβλεπαν στο να χρησιμοποιήσουν τον εθνικιστικό αγώνα για να προωθήσουν τα δικά τους στενά εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα. Η μεταξύ τους εχθρότητα και ο φόβος τους προς τις μάζες των Παλαιστινίων αγροτών και εργατών βάραινε πάντα περισσότερο από την αντίθεσή τους στη βρετανική αποικιοκρατία και τον Σιωνισμό.xi Με άλλα λόγια, η παλαιστινιακή ελίτ ενδιαφερόταν περισσότερο για τη διατήρηση του πλούτου της και των δεσμών της με τα αραβικά καθεστώτα παρά για την ηγεσία ενός αγώνα κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας και του Σιωνισμού.
Στον αντίποδα, κατά την ίδια περίοδο, οι Παλαιστίνιοι εργάτες και αγρότες πρόσφεραν τεράστιες θυσίες στον εθνικιστικό αγώνα. Στις πόλεις, οι εργάτες οργάνωσαν πολυάριθμες απεργίες και διαδηλώσεις στους δρόμους. Στην ύπαιθρο, οι αγρότες πολέμησαν γενναία παρά τη χρόνια βρετανική τρομοκρατία.
Ο ηρωισμός αυτών των εργατών και αγροτών δεν ήταν όμως ικανός να υπερκεράσει τη συντηρητική επιρροή της παλαιστινιακής ελίτ στον εθνικιστικό αγώνα. Πριν από το 1948, η εργατική τάξη στην Παλαιστίνη ήταν ακόμα μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού, χωρίς πολλά συνδικάτα ή πολιτική οργάνωση. Οι αγρότες, από την άλλη πλευρά, δεν είχαν την απαραίτητη κοινωνική συνοχή για να παίξουν έναν αποτελεσματικό πολιτικό ρόλο. Αυτές οι αδυναμίες σήμαιναν ότι οι παλαιστινιακές μάζες δεν ήταν έτοιμες να αντιπαραταχθούν με αξιώσεις απέναντι στο βρετανικό στρατό και στο γενναία χρηματοδοτημένο και εξοπλισμένο σιωνιστικό κίνημα εποίκων.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης: Ένα λάθος ξεκίνημα
Διχασμένο ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες της παλαιστινιακή ελίτ, το εθνικιστικό κίνημα παρέμεινε κατακερματισμένο και αδύναμο. Υπό αυτές τις συνθήκες, υπήρχε σαφής ανάγκη για μια προοδευτική αριστερή εναλλακτική. Δυστυχώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης (ΚΚΠ), η μόνη σοσιαλιστική οργάνωση στην Παλαιστίνη πριν από το 1948, υπέφερε από σοβαρές πολιτικές αδυναμίες που το εμπόδισαν να αμφισβητήσει την ηγεσία και τον έλεγχο της συντηρητικής παλαιστινιακής ελίτ.
Το ΚΚΠ, που ιδρύθηκε το 1924 με τη βοήθεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), είχε ως στόχο να ενώσει Άραβες και Εβραίους εργάτες σε έναν αγώνα για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής Παλαιστίνης.xii Ωστόσο, το ΚΚΠ, όπως και άλλα κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο, έπαψε να είναι μια επαναστατική οργάνωση στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μετά την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία στη Ρωσία. Έτσι, το ΚΚΠ διαμόρφωσε τις πολιτικές του όχι με γνώμονα τις ανάγκες των εργατικών αγώνων ενάντια στην αποικιοκρατία, αλλά με γνώμονα τις τροπές της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Το ΚΚΠ θα ακολουθούσε πλέον τις εντολές της Μόσχας, ακόμη και εκείνες που το οδήγησαν στην απομόνωσή του από τις αραβικές μάζες.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, το κόμμα παρέμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου Εβραϊκό, λόγω της προέλευσής του ως διάσπαση από το αριστερό σιωνιστικό «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα». Χρειάστηκαν πέντε χρόνια από την ίδρυσή του μέχρις ότου το ΚΚΠ πραγματοποιήσει, το 1929, την πρώτη του έκδοση στα αραβικά. Η εξέγερση του Μπουράκ εκείνη τη χρονιά βρήκε το κόμμα απροετοίμαστο. Τα έντυπα και οι εκπρόσωποι του κόμματος αρχικά χαρακτήρισαν την εξέγερση αντιιμπεριαλιστική αλλά και αντιεβραϊκό πογκρόμ. Το 1935 η Κομιντέρν υιοθέτησε μια πολιτική «επανάστασης κατά στάδια», καλώντας τα μέλη της στις καταπιεζόμενες χώρες να ενωθούν με την «προοδευτική αστική τάξη» σε ένα αντιιμπεριαλιστικό «λαϊκό μέτωπο». Στην Παλαιστίνη, αυτή η πολιτική μεταφράστηκε σε μια άκριτη πολιτική ουράς προς την παραδοσιακή αραβική ηγεσία.
Το 1943, το ΚΚΠ διασπάστηκε σε εθνικές γραμμές. Τα εβραϊκής εθνότητας μέλη, κατηγορώντας την ηγεσία του κόμματος για «υπερεθνικιστική» πολιτική, αναδιοργάνωσαν το ΚΚΠ υιοθετώντας τη σιωνιστική ιδέα ότι το Yishuv, η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης, αποτελούσε μια εθνική ομάδα με δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Η απόφαση του ΚΚΠ να εγκαταλείψει τον στόχο του αγώνα για μια ενωμένη, σοσιαλιστική Παλαιστίνη οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος του αραβικού στελεχιακού του δυναμικού να εγκαταλείψει το κόμμα. Αργότερα εκείνη τη χρονιά, μερικά από αυτά τα στελέχη, όπως ο Bulus Farah, ανασυγκροτήθηκαν στον Εθνικοαπελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ).
Η γνήσια σοσιαλιστική πολιτική στην Παλαιστίνη δέχθηκε τη χαριστική βολή το 1947, όταν η ΕΣΣΔ αποφάσισε να υποστηρίξει το Σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης των Ηνωμένων Εθνών. Μέχρι τότε, το ΚΚΠ ήταν αντίθετο στη διχοτόμηση, παρά την ήπια στάση του απέναντι στο Σιωνισμό. Όταν η Σοβιετική Ένωση ανακοίνωσε την υποστήριξή της για το σχηματισμό του Ισραήλ, ενός κράτους που ήλπιζε να μετατραπεί σε Σοβιετικό σύμμαχο στην περιοχή ενάντια στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, το ΚΚΠ συντάχθηκε πίσω της. Εβραϊκά μέλη του ΚΚΠ εντάχθηκαν στη Χαγκάνα για να πολεμήσουν τους Άραβες που αντιστέκονταν στον σχηματισμό του κράτους του Ισραήλ το 1948. Εν τω μεταξύ, η υποστήριξη της διχοτόμησης από τη Σοβιετική Ένωση αποσάθρωσε τον ΕΑΣ, με ορισμένους ηγέτες να υποστηρίζουν και άλλους να αντιτίθενται στη διχοτόμηση.
Ο ΕΑΣ κατέληξε πολύ μικρός αριθμητικά και πολύ συγκεχυμένος πολιτικά για να παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτροπή της καταστροφής της παλαιστινιακής αραβικής κοινωνίας που ακολούθησε.xiii
Αναγέννηση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος
Η Νάκμπα του 1948 πήγε πολλά χρόνια πίσω το παλαιστινιακό εθνικιστικό κίνημα. Αμέσως μετά τον πόλεμο, η καταστροφή της παλαιστινιακής αραβικής κοινωνίας και η μετατροπή του 70 τοις εκατό του πληθυσμού σε πρόσφυγες, που ζούσαν κάτω από αυταρχικά αραβικά καθεστώτα, καθιστούσαν πολύ δύσκολη την οργάνωση της αντίστασης.
Αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, καθώς οι Παλαιστίνιοι διαπίστωναν με πικρία την απροθυμία των αραβικών καθεστώτων να λύσουν το προσφυγικό πρόβλημα ή να αντιταχθούν στο Ισραήλ, το παλαιστινιακό εθνικιστικό κίνημα άρχισε να αναβιώνει. Μια ομάδα Παλαιστινίων διανοουμένων και επαγγελματιών που ζούσαν και σπούδαζαν σε αραβικές χώρες, ανάμεσά τους και ο Γιάσερ Αραφάτ, συγκρότησαν το 1958 την οργάνωση Παλαιστινιακό Απελευθερωτικό Κίνημα, Φατάχ. Βασιζόμενη στην εμπειρία του πολέμου της Αλγερίας για ανεξαρτησία από τη Γαλλία, η Φατάχ υποστήριζε τον «ένοπλο αγώνα» (ανταρτοπόλεμο) για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης και μεγάλωνε σε μέγεθος και δημοτικότητα.
Στον απόηχο της νίκης του Ισραήλ στον πόλεμο των έξι ημερών επί της Αιγύπτου του Gamal Abdel Nasser, και άλλων αραβικών καθεστώτων τον Ιούνιο του 1967, ο ένοπλος αγώνας της Φατάχ πρόσφερε σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον αραβικό κόσμο ελπίδα για τη δυνατότητα αντεπίθεσης. Η Μάχη του Karameh του 1968, όπου υποεξοπλισμένοι Παλαιστίνιοι αντάρτες της Φατάχ απέκρουσαν τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) κοντά στην ιορδανική πόλη Karameh, έφερε στις τάξεις της χιλιάδες, Παλαιστίνιους και μη, από όλο τον κόσμο.
Το 1969, η Φατάχ κατάφερε να αναλάβει τα ηνία της PLO, μιας οργάνωσης που είχαν ιδρύσει οι αραβικές κυβερνήσεις το 1964. Όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, η PLO επέτρεψε στις αραβικές κυβερνήσεις, κυρίως στην Αίγυπτο του Nasser, να υποστηρίζουν στα λόγια στον παλαιστινιακό αγώνα, διατηρώντας ταυτόχρονα υπό τον έλεγχό τους τη δράση του. Υπό την προεδρία του Ahmed Shukeiri, ενός Παλαιστίνιου δικηγόρου, η PLO ήταν μια αδύναμη και μετριοπαθής οργάνωση. Μέχρι το 1969, το κύρος που κέρδιζε η Φατάχ την έφερε σε θέση να πάρει τα ηνία της PLO καθώς ο Nasser παραμέρισε τον Shukeiri. Η Φατάχ μετέτρεψε την PLO σε μια μαζική οργάνωση που περιλάμβανε όλες τις νεοσύστατες αριστερές και επαναστατικές οργανώσεις.xiv
Ο Εθνικός Καταστατικός Χάρτης της Παλαιστίνης, όπως αναθεωρήθηκε το 1968, δείχνει την επιρροή των ανταρτών στο παλαιστινιακό κίνημα. Η PLO συνέχιζε να προσδιορίζει την Παλαιστίνη ως την «αδιαίρετη εδαφική ενότητα» εντός των παλαιών συνόρων της, πριν από το Ισραήλ, βρετανικής Δικαιοδοσίας. Επιπλέον, ισχυριζόταν, «ο ένοπλος αγώνας είναι ο μόνος τρόπος για να απελευθερωθεί η Παλαιστίνη. Αποτελεί επομένως συνολική στρατηγική, όχι απλώς μια τακτική φάση… Η δράση κομάντο αποτελεί τον πυρήνα του παλαιστινιακού λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου». Ο ίδιος Καταστατικός Χάρτης δήλωνε ακόμη ότι οι Παλαιστίνιοι «απορρίπτουν όλες τις λύσεις που υποκαθιστούν την πλήρη απελευθέρωση της Παλαιστίνης».xv Η ριζοσπαστική γλώσσα αντανακλούσε τις μεθυστικές μέρες της πρώιμης επιτυχίας των ανταρτών.
Η ιδεολογία της Φατάχ απευθυνόταν στους Παλαιστίνιους που ήθελαν δράση, όχι διπλωματικές διαμάχες με χορηγούς τα αραβικά καθεστώτα. Αλλά η Φατάχ δεν ήθελε να απαντήσει στην ερώτηση: «Τίνος η Παλαιστίνη;» Η Φατάχ θεωρούσε τον εαυτό της ως εκπρόσωπο όλων των κοινωνικών τάξεων της παλαιστινιακής κοινωνίας. Υποστήριζε ότι οι όποιες ταξικές διαφορές μεταξύ των Παλαιστινίων πρέπει να παραμεριστούν προκειμένου να κερδηθεί ο αγώνας. Η εθνικιστική ιδεολογία της Φατάχ αγνοούσε τον ασυμφιλίωτο ταξικό ανταγωνισμό μεταξύ των Παλαιστινίων.
Η καταστροφή του 1948 επηρέασε πλούσιους και φτωχούς Παλαιστίνιους με διαφορετικούς τρόπους. Ενώ ένας μεγάλος αριθμός πλούσιων Παλαιστινίων μπόρεσε να μεταφέρει τα περιουσιακά του στοιχεία σε γειτονικές αραβικές χώρες τους μήνες που προηγήθηκαν της καταστροφής, η συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων αγροτών και εργατών κατέληξαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς του ΟΗΕ. Έτσι, ενώ οι πλούσιοι Παλαιστίνιοι μπόρεσαν να ανασυνταχθούν και τελικά να παίξουν κεντρικό οικονομικό ρόλο στις αραβικές χώρες, η πλειοψηφία των προσφύγων στερούνταν κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών δικαιωμάτων.
Η εθνικιστική ιδεολογία της Φατάχ ταίριαζε στα συμφέροντα της παλαιστινιακής αστικής τάξης. Αυτή η ομάδα, από τη μια πλευρά, χρειαζόταν ένα κίνημα όπως η Φατάχ για να πετύχει το στόχο της οικοδόμησης του δικού της κράτους. Όμως, από την άλλη πλευρά, η παλαιστινιακή αστική τάξη έπρεπε να διασφαλίσει ότι οι φτωχοί πρόσφυγες δεν θα επαναστατούσαν ενάντια στους καταπιεστικούς Άραβες συμμάχους της. Η Φατάχ υποσχέθηκε να εκπληρώσει και τις δύο αυτές ανάγκες: να κινητοποιήσει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες για να πολεμήσουν το Ισραήλ αποφεύγοντας ταυτόχρονα την αντιπαράθεση με τις αραβικές κυβερνήσεις.
Η Φατάχ υιοθέτησε μια «αρχή μη επέμβασης» στις εσωτερικές υποθέσεις των αραβικών χωρών. Η PLO υπό τη Φατάχ έλαβε δισεκατομμύρια από αραβικά καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένων και των μοναρχιών του Κόλπου. Σε αντάλλαγμα, η PLO αρνήθηκε να λάβει θέση για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν τους Παλαιστίνιους και τους άλλους πληθυσμούς των Αράβων χορηγών της. Στις πλούσιες σε πετρέλαιο μοναρχίες του Κόλπου, οι Παλαιστίνιοι εργάτες μόχθησαν επί πενήντα χρόνια για να οικοδομήσουν τις οικονομίες αυτών των κρατών, τα οποία τους αρνούνταν βασικά οικονομικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο, η Φατάχ δεν κατάφερε να υποστηρίξει τους αγώνες των Παλαιστινίων εργατών πετρελαίου τη δεκαετία του 1950 ενάντια στη γιγαντιαία αμερικανική εταιρεία πετρελαίου ARAMCO.xvi Δεν κατάφερε να αμφισβητήσει ούτε τις πολιτικές των αραβικών καθεστώτων, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, που φυλάκιζαν και βασάνιζαν Παλαιστίνιους αγωνιστές, για να μην αναφέρουμε χιλιάδες άλλους Άραβες συνδικαλιστές και ριζοσπάστες. Η αρχή της μη επέμβασης σήμαινε ότι η Φατάχ συμβιβαζόταν, ξανά και ξανά, με καθεστώτα που καταπίεζαν τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να αμφισβητήσουν ούτε το Ισραήλ ούτε τη Δυτική επιρροή στην περιοχή.
Παρά τις αρχικές της επιτυχίες, η PLO πλήρωσε την «αρχή της μη επέμβασης» με μια σειρά από σοβαρές πολιτικές και στρατιωτικές αποτυχίες. Η συντριπτική ήττα που υπέστη η οργάνωση στην Ιορδανία, κατά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1970, ήταν η πιο σημαντική από αυτές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η PLO είχε καθιερωθεί ως η κύρια πολιτική και στρατιωτική δύναμη στην Ιορδανία, επισκιάζοντας ουσιαστικά το μισητό καθεστώς του βασιλιά Χουσεΐν. Είχε την πολιτική υποστήριξη των Παλαιστινίων προσφύγων, που αποτελούσαν το 70 τοις εκατό του πληθυσμού της Ιορδανίας. Ωστόσο, ο Αραφάτ απέρριψε επανειλημμένα εκκλήσεις Παλαιστίνιων αγωνιστών, ακόμη και ορισμένων αξιωματικών του ιορδανικού στρατού, να καθαιρέσει τον βασιλιά και να εγκαταστήσει στη θέση του ένα δημοκρατικό καθεστώς. Μια δημοκρατική Ιορδανία, πίστευαν πολλοί ριζοσπάστες, θα παρείχε ένα πρότυπο προς μίμηση από τους άλλους αραβικούς λαούς. Θα μπορούσε επίσης να απελευθερώσει τη δυνατότητα του μαζικού αγώνα που θα χρειαζόταν για τον πόλεμο εναντίον του ισχυρού στρατιωτικού καθεστώτος που ήταν το Ισραήλ.
Οι δισταγμοί της PLO κόστισαν ακριβά. Τον Σεπτέμβριο του 1970, ο βασιλιάς Χουσεΐν με πρόσχημα την κρίση που προκάλεσε μια αεροπειρατεία παλαιστίνιων αριστερών, εξαπέλυσε ολοκληρωτική στρατιωτική επίθεση κατά της PLO. Ο Αραφάτ για άλλη μια φορά αρνήθηκε να μπει σε συνολική αντιπαράθεση με το καθεστώς του βασιλιά. Όπως το έβλεπε ο Αραφάτ, μια αντιπαράθεση με τον βασιλιά θα προκαλούσε μαζική πολιτική αστάθεια στην περιοχή. Θα μπορούσε επίσης να θέσει σε κίνδυνο την υποστήριξη άλλων Αράβων δικτατόρων προς την PLO. Η παθητική αντίσταση της PLO επέτρεψε στον στρατό του βασιλιά να σφαγιάσει εκατοντάδες Παλαιστίνιους αγωνιστές, επιβάλλοντας καθεστώς τρόμου στον προσφυγικό πληθυσμό. Τελικά, ο Αραφάτ συμφώνησε να μεταφέρει τα ιδρύματα και τις πολιτοφυλακές της PLO από την Ιορδανία στο Λίβανο.xvii
Η PLO δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει από την ήττα της στην Ιορδανία. Αν η αραβική ήττα στον πόλεμο του 1967 έδειξε την ανημποριά των αραβικών καθεστώτων εναντίον του Ισραήλ, ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» έπεισε το ηγετικό στέλεχος της PLO Salah Khalaf ότι
Ήταν πολύ προφανές ότι η παλαιστινιακή επανάσταση δεν μπορούσε να υπολογίζει σε κανένα αραβικό κράτος για ένα ασφαλές καταφύγιο ή μια επιχειρησιακή βάση κατά του Ισραήλ. Για να προχωρήσουμε προς τη δημοκρατική, διαθρησκευτική κοινωνία που ήταν το ιδανικό μας, έπρεπε να έχουμε το δικό μας κράτος, ακόμη και σε μια τετραγωνική ίντσα της Παλαιστίνης.xviii
Η δήλωση του Khalaf έδωσε ένα ριζοσπαστικό λούστρο σε μια αναδυόμενη αλλαγή στοχοθεσίας της PLO. Αμέσως μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν την «ειρηνευτική διαδικασία» των διαπραγματεύσεων μεταξύ των αραβικών κρατών και του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ στόχευαν να αποσπάσουν από τους Άραβες την αναγνώριση του Ισραήλ με αντάλλαγμα την επιστροφή των κατειλημμένων από τους πολέμους του 1967 και του 1973, αραβικών εδαφών. Τα αραβικά καθεστώτα, επιζητώντας διακαώς στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ, πίεσαν την PLO να εγκαταλείψει τους ριζοσπαστικούς της στόχους. Και οι ηγέτες της PLO άρχισαν να στρέφονταν όλο και περισσότερο προς τη διεθνή διπλωματία για να διεκδικήσουν το «μίνι-κράτος» που επιθυμούσαν. Ο Phil Marshall εξηγεί τον πολιτικό αντίκτυπο της απόφασης της Φατάχ:
Η Φατάχ δέχτηκε να εγκαταλείψει τον κύριο στόχο της, την απελευθέρωση ολόκληρης της Παλαιστίνης, προς όφελος της προοπτικής του μίνι-κράτους, για το οποίο επρόκειτο να πιεστεί το Ισραήλ από τις ΗΠΑ. Αν και η ηγεσία της Φατάχ είχε συζητήσει εδώ και καιρό τον χαρακτήρα της παλαιστινιακής «οντότητας» για την οποία αγωνιζόταν, την έκταση του εδάφους της, το εάν θα έπρεπε να συνυπάρχει με το Ισραήλ και το εάν θα έπρεπε να δώσει υπηκοότητα στους Ισραηλινούς Εβραίους, δεν είχε ποτέ αναγνωρίσει δημόσια κανένα δικαίωμα ελέγχου του σιωνιστικού κινήματος σε περιοχή της Παλαιστίνης.xix
Το 1974, ο Αραφάτ πράγματι ζήτησε επίσημα μια λύση δύο κρατών και αποδέχτηκε τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που μοίραζαν την Παλαιστίνη. Στην περίφημη ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο Αραφάτ πρόσφερε στο Ισραήλ έναν «ιστορικό συμβιβασμό», κραδαίνοντας όπλο στο το ένα χέρι και προσφέροντας κλαδί ελιάς με το άλλο. Αυτός ο συμβιβασμός ισοδυναμούσε στην ουσία του, με αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ και, κατά κάποιο τρόπο, αποτέλεσε το προοίμιο του Όσλο.
Ο Καταστατικός χάρτης της PLO, όπως αναθεωρήθηκε το 1974, αντανακλούσε τη μετατόπιση από τον ένοπλο αγώνα στη λύση του μίνι-κράτους:
Η PLO θα αγωνιστεί με κάθε μέσο, το κυριότερο από τα οποία είναι ο ένοπλος αγώνας, για να απελευθερώσει την παλαιστινιακή γη και να εδραιώσει την εθνική, ανεξάρτητη και μαχητική κυριαρχία του λαού σε κάθε τμήμα της παλαιστινιακής γης που πρόκειται να απελευθερωθεί. Αυτό απαιτεί τη δημιουργία περαιτέρω αλλαγών στην ισορροπία δυνάμεων υπέρ του λαού μας και του αγώνα του.
Η PLO ολοκλήρωσε την μετατόπισή της στην «ειρηνική συνύπαρξη» με το Ισραήλ κατά τη δέκατη ένατη σύνοδο του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου (PNC), το 1988, όπου ο Αραφάτ εξέδωσε μια παλαιστινιακή «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας». Την ώρα που η οργανωμένη από τη βάση της PLO Ιντιφάντα δέσμευε χιλιάδες ισραηλινά στρατεύματα στα Κατεχόμενα Εδάφη, αυτή η σύνοδος του PNC έπαιρνε την πρωτοβουλία να προωθήσει τη διπλωματική της ατζέντα για το μίνι-κράτος. Με ξεκάθαρη γλώσσα, ο Αραφάτ και το PNC έκαναν μια σειρά από ιστορικές παραχωρήσεις προς το Ισραήλ.
Το PNC αναγνώρισε το Ισραήλ. Υποστήριξε το ψήφισμα του ΟΗΕ του 1947 που διχοτόμησε την Παλαιστίνη. Πρότεινε το ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος να βρίσκεται στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα – μόνο το 23% της προ του 1947 Παλαιστίνης. Αποκήρυξε την «τρομοκρατία» (δηλαδή τον ένοπλο αγώνα) και ενέκρινε τη διπλωματία ως μέσο για την επίτευξη του μίνι-κράτους. Αυτές οι παλαιστινιακές παραχωρήσεις του 1988 άνοιξαν το δρόμο για το Όσλο.xx
Η Παλαιστινιακή Αριστερά, Εναλλακτική έναντι της Φατάχ;
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μια νέα παλαιστινιακή αριστερά θα προσπαθούσε να αμφισβητήσει την ηγεσία της Φατάχ στην PLO. Δύο κύριες οργανώσεις, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (DFLP), επέκριναν την «αρχή της μη επέμβασης» της Φατάχ και, για ένα σύντομο διάστημα, προσπάθησαν να οικοδομήσουν ένα αριστερό ρεύμα εντός του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος.
Ριζοσπάστες Άραβες εθνικιστές διανοούμενοι, με επικεφαλής τον Τζορτζ Χαμπάς, ίδρυσαν το PFLP αμέσως μετά τον πόλεμο του Ιουνίου του 1967. Καθώς τα αυτοαποκαλούμενα «σοσιαλιστικά» αραβικά καθεστώτα, όπως η Αίγυπτος του Νάσερ, αποδεικνύονταν ανίκανα να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους να πολεμήσουν το Ισραήλ και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, το PFLP ωθήθηκε να αναζητήσει πιο ριζοσπαστικά μέσα για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Εμπνευσμένο από τις επιτυχίες της Κουβανικής Επανάστασης και άλλων αντιιμπεριαλιστικών αγώνων στην Αλγερία και το Βιετνάμ και επηρεασμένο από ένα κράμα μαοϊκών και σταλινικών ιδεών, το PFLP αυτοπροσδιοριζόταν ως «μαρξιστική-λενινιστική» οργάνωση και θεωρούσε την παλαιστινιακή υπόθεση μέρος ενός παγκόσμιου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Πίστευε, ότι η κατάσταση των Παλαιστινίων ήταν στενά συνδεδεμένη με την καταπίεση των αραβικών μαζών από τις αραβικές δικτατορίες και τον ιμπεριαλισμό και ότι, επομένως, η απελευθέρωση του παλαιστινιακού λαού συνδέεται με τον αγώνα για μια σοσιαλιστική κοινωνία σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.xxi
Το PFLP απέρριπτε την ιδέα ότι θα μπορούσαν να είναι πράγματι «σοσιαλιστικά» τα εθνικιστικά αραβικά καθεστώτα. Αυτά τα «μικροαστικά»xxii καθεστώτα, υποστήριζε το PFLP, δεν ήταν σε θέση, αλλά ούτε καν πρόθυμα, να αμφισβητήσουν το Ισραήλ ή τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ λόγω της εξάρτησής τους από τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Ένας βαθύς ταξικός ανταγωνισμός μεταξύ εργατών και αγροτών, από τη μια πλευρά, και της αραβικής αστικής τάξης, από την άλλη, χαρακτήριζε τα αραβικά καθεστώτα. Έτσι, υποστήριζε το PFLP, τα αραβικά καθεστώτα μπορούσαν να επιβιώνουν μόνο χάρη στην υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και την καταστολή των αραβικών μαζών.
Επιπλέον, το PFLP απέρριπτε την «αρχή της μη επέμβασης» της Φατάχ στις υποθέσεις των αραβικών καθεστώτων. Σε αντίθεση με την εξάρτηση της Φατάχ από τα αραβικά καθεστώτα, το PFLP πίστευε, ότι η νίκη του παλαιστινιακού αγώνα εξαρτάται από την επιτυχία των αραβικών μαζών να νικήσουν αυτά τα καθεστώτα. Γι’ αυτό επινόησε το περίφημο σύνθημα: «Ο δρόμος για την Ιερουσαλήμ ξεκινά από το Κάιρο, τη Δαμασκό και το Αμμάν». Αυτό το σύνθημα αντανακλούσε τη δική του δέσμευση σε ένα ευρύτερο όραμα σχετικά με τις ανάγκες του αγώνα.
Το PFLP λοιπόν έκανε κάποια προσπάθεια να προσανατολιστεί στους αγώνες των Παλαιστινίων και άλλων Αράβων εργατών και αγροτών. Στην Ιορδανία, στο αποκορύφωμα της επιρροής της PLO στα τέλη της δεκαετίας του 1960, το PFLP προσπάθησε να οργανώσει τόσο τους Παλαιστίνιους όσο και τους Ιορδανούς εργάτες γης και παρενέβη σε διάφορους βιομηχανικούς αγώνες. Οργάνωσε επίσης τις δικές του λαϊκές πολιτοφυλακές, προσελκύοντας πολλούς Παλαιστίνιους, Ιορδανούς και άλλους Άραβες αγωνιστές. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μαύρου Σεπτέμβρη του 1970, αυτές οι πολιτοφυλακές πολέμησαν γενναία, αλλά χωρίς επιτυχία, στην προσπάθειά τους να σταματήσουν την επίθεση του βασιλιά Χουσεΐν κατά της PLO.
Το 1970, το PFLP αναγκάστηκε, μαζί με τις άλλες φατρίες της PLO, να εγκαταλείψει την Ιορδανία για τον Λίβανο. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, προσπάθησε να διατηρήσει τη δέσμευσή του για την απελευθέρωση ολόκληρης της Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου, για παράδειγμα, το PFLP πολέμησε στο πλευρό άλλων λιβανέζικων αριστερών και ισλαμικών πολιτοφυλακών ενάντια στις υποστηριζόμενες από το Ισραήλ, φιλοφασιστικές πολιτοφυλακές των Μαρωνιτών. Στον τον πόλεμο του Λιβάνου το 1982 τα μέλη του βοήθησαν στην υπεράσπιση των Παλαιστινίων και της PLO από την ισραηλινή επίθεση, ενώ τα στελέχη του, μαζί με άλλες δυνάμεις, έπαιξαν επιτόπιους ηγετικούς ρόλους στα πρώτα στάδια της Ιντιφάντα 1987–93 στα Κατεχόμενα.xxiii
Το PFLP ηγήθηκε ενός «Απορριπτικού Μετώπου» παλαιστινιακών οργανώσεων ενάντια στην υιοθέτηση της φόρμουλας του «μίνι-κράτους» από την PLO το 1974. Παρά τη ριζική του κριτική στη στρατηγική της PLO, το PFLP έπασχε από μια σειρά μεγάλων αντιφάσεων και αδυναμιών. Αυτά τα προβλήματα το εμπόδισαν να οικοδομήσει μια επαναστατική εναλλακτική λύση στη Φατάχ.
Πρώτον, ενώ σωστά απέρριπτε την ιδέα ότι ορισμένα αραβικά καθεστώτα ήταν σοσιαλιστικά, το PFLP τα διέκρινε εσφαλμένα σε αντιδραστικά καθεστώτα, που συμβιβάζονταν με τον ιμπεριαλισμό και σε προοδευτικά εθνικιστικά καθεστώτα, που αναγκάζονταν να πολεμήσουν εναντίον του. Στη βάση αυτής της διάκρισης, το PFLP συμμάχησε με μια σειρά από καταπιεστικές αραβικές κυβερνήσεις, όπως το καθεστώς Μπάαθ στο Ιράκ και το καθεστώς Άσαντ στη Συρία. Τελικά, αυτές οι συμμαχίες κόστισαν στο PFLP την πολιτική του ανεξαρτησία και το υποβίβασαν σε υποχείριο ορισμένων Αράβων ηγεμόνων.
Δεύτερον, το PFLP, όπως και η υπόλοιπη σταλινική αριστερά στον αραβικό κόσμο, συμμάχησε με αυτές που θεωρούσε «πραγματικές» σοσιαλιστικές κοινωνίες, τη Σοβιετική Ένωση και το ανατολικό μπλοκ. Αυτό σήμαινε ότι, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, το PFLP χειραγωγούνταν κανονικά από τη Σοβιετική Ένωση και αναγκαζόταν να προσαρμοστεί στις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή. Το όραμά του για τον μαρξισμό-λενινισμό εξέφραζε η κουβανική επανάσταση, όπου μια μικρή ομάδα ανταρτών, χωρίς την ενεργητική συμμετοχή των Κουβανών εργατών και αγροτών, νίκησε έναν υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ δικτάτορα και, λίγα χρόνια αργότερα, ανακήρυξε την Κούβα σοσιαλιστική κοινωνία.
Τέλος, η κύρια τακτική συνεισφορά του PFLP στο ανερχόμενο παλαιστινιακό κίνημα του 1968–72 ήταν η χρήση της αεροπειρατείας ως μέσου για να κερδηθεί η ορατότητα της παλαιστινιακής υπόθεσης.xxiv Έτσι όμως, με τις ενέργειες των λίγων, αφοσιωμένων μελών του, υποκαθιστούσε τη μαζική πάλη των Αράβων εργατών και αγροτών με τους οποίους εν τούτοις αποσκοπούσε να συνδεθεί. Καθώς οι Παλαιστίνιοι αντιμετώπιζαν μια από τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου, γινόταν φανερό ότι οι αντάρτικες τακτικές δεν μπορούσαν, από μόνες τους, να νικήσουν. Και παρόλο που εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον αραβικό κόσμο υποστήριξαν τον ένοπλο αγώνα των Παλαιστινίων, η φύση αυτού του αγώνα τους εμπόδιζε να λάβουν μέρος. Όπως ήταν επόμενο, η προσκόλληση σε αυτήν την τακτική άφησε τις πολιτοφυλακές PFLP (και της PLO) σχετικά μικρές σε μέγεθος και ανίκανες να αποτελέσουν σοβαρή στρατιωτική απειλή για το Ισραήλ. Επίσης, ακόμα πιο κρίσιμο, απομόνωσε το PFLP από τους μαζικούς αγώνες που δόθηκαν ενάντια στα αραβικά καθεστώτα και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και, μάλιστα, από το εργατικό και φοιτητικό κίνημα στην Αίγυπτο (1968–72).xxv
Δυστυχώς, οι πολιτικές αδυναμίες του PFLP δεν του επέτρεψαν να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μέση Ανατολή και το επανέφεραν στον ρόλο του εσωτερικού επικριτή της Φατάχ στην PLO. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καθώς το PFLP δεν μπόρεσε να επηρεάσει σημαντικά την επιδίωξη της Φατάχ για τη λύση του μίνι-κράτους, συντάχθηκε τελικά με αυτήν και με άλλες φατρίες της PLO, για να υποστηρίξει την πρόταση της αραβικής συνόδου κορυφής του 1983 για ένα μίνι-κράτος στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Ουσιαστικά, το PFLP υιοθέτησε τη λύση δύο κρατών της Φατάχ.xxvi
Το DFLP ξεκίνησε το 1969 ως μια αριστερή διάσπαση από το PFLP. Το DFLP, ενώ συμμεριζόταν την πολιτική του PFLP συνολικά, απέρριπτε τη διάκριση των αραβικών καθεστώτων σε αντιδραστικά και εθνικιστικά. Αυτή η διάκριση, υποστήριζε το DFLP, χρησίμευε απλώς για να επιτρέπει στο PFLP να βασίζεται σε μικροαστικά καθεστώτα που ήταν ασυνεπή στον αγώνα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αντίθετα, το DFLP σωστά υποστήριξε, ότι οι αραβικές εργατικές τάξεις είναι η μόνη κοινωνική δύναμη, ικανή να νικήσει το Ισραήλ και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Το DFLP ήταν η πρώτη από τις ομάδες της Παλαιστινιακής αντίστασης που συνεργάστηκε με συμμάχους στην ισραηλινή αριστερά. Πρωτοστάτησε στην ιδέα ότι οι Παλαιστίνιοι έπρεπε να αγωνιστούν για ένα «κοσμικό, δημοκρατικό κράτος» στην Παλαιστίνη, όπου Άραβες και Εβραίοι θα είχαν ίσα δικαιώματα.
Ωστόσο, μετά την ήττα της PLO τον Μαύρο Σεπτέμβριο, το DFLP μετατοπίστηκε απότομα προς τα δεξιά. Χρησιμοποιώντας τη μηχανική, σταλινική θεωρία των σταδίων, σύμφωνα με την οποία τα «δημοκρατικά» αιτήματα (για παράδειγμα, η εθνική απελευθέρωση) έπρεπε να ιεραρχηθούν πρότερα και να επιτευχθούν προτού ξεκινήσει ο αγώνας για το σοσιαλισμό, το DFLP εγκατέλειψε τις προηγούμενες ριζοσπαστικές του θέσεις. Το DFLP υποστήριζε τώρα ότι η επαναστατική αριστερά θα έπρεπε να θέσει σε αναμονή το στόχο του σοσιαλισμού ή της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης της Παλαιστίνης και, αντ’ αυτού, να αγωνιστεί βραχυπρόθεσμα για να οικοδομήσει ένα παλαιστινιακό κράτος «σε οποιοδήποτε απελευθερωμένο κομμάτι γης θα μπορούσε να αναγκαστεί το Ισραήλ να εγκαταλείψει». Το 1974, ο ηγέτης του DFLP Nayef Hawatmeh ζήτησε τον σχηματισμό μιας παλαιστινιακής «εθνικής αρχής» στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, πιστεύοντας ότι το παλαιστινιακό μίνι κράτος θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της ειρηνευτικής διαδικασίας. Αυτό κάνει φανερό το γεγονός ότι, τέσσερα χρόνια πριν ο ίδιος ο Αραφάτ τολμήσει να το ξεστομίσει, η παλαιστινιακή αριστερά ήταν στην πραγματικότητα έτοιμη να αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ και να αποδεχθεί τη λύση των δύο κρατών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το DFLP, ακόμη περισσότερο από το PFLP, απλώς ακολουθούσε τους συμβιβασμούς και τα ζιγκ-ζαγκ της Φατάχ.xxvii
Η ισλαμική αντιπολίτευση
Η, για τριάντα χρόνια, αποτυχία της PLO και της αριστερής της πτέρυγας να παράσχουν μια ξεκάθαρη και αποτελεσματική ηγεσία στον εθνικό αγώνα ή να κερδίσουν έστω οποιοδήποτε από τα δικαιώματα που εκατομμύρια Παλαιστίνιοι περιμένουν απεγνωσμένα, είχε τραυματίσει την αξιοπιστία όλων των κοσμικών οργανώσεων. Επιπλέον, οι αντιδημοκρατικές και διεφθαρμένες πρακτικές της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ) έχουν στρέψει πολλούς περισσότερους απλούς Παλαιστίνιους εναντίον της. Αυτές οι συνθήκες εξηγούν γιατί, τα τελευταία χρόνια, ένα μεγάλο τμήμα της παλαιστινιακής κοινωνίας προκειμένου να αντισταθεί στο Ισραήλ, στράφηκε στο Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης (Χαμάς) και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ισλαμική Τζιχάντ.
Η τυπική αντίθεση της Χαμάς προς τις Συμφωνίες του Όσλο και τις ατελείωτες παραχωρήσεις των Παλαιστινίων διαπραγματευτών, βρήκε απήχηση στους ανθρώπους που έβλεπαν πόσο μάταιες ήταν οι διαπραγματεύσεις. Η επιμονή της Χαμάς στην απελευθέρωση ολόκληρης της Παλαιστίνης ανταποκρίνεται στην προσδοκία των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στη χώρα τους.
Από το 1967 μέχρι το ξέσπασμα της Πρώτης Ιντιφάντα το 1987, η Μουσουλμανική Αδελφότητα κυριαρχούσε στο Ισλαμικό κίνημα στην Παλαιστίνη. Η Αδελφότητα προσέλκυσε σημαντικό αριθμό ανθρώπων που είχαν απηυδήσει από τις άθλιες συνθήκες της ισραηλινής κατοχής. Ωστόσο, η Αδελφότητα αρνιόταν να αναλάβει ενεργό ρόλο στην αντίσταση κατά του Ισραήλ. Αντίθετα, επικεντρώθηκε σε ιεραποστολικά έργα, όπως η ανέγερση τζαμιών και η παροχή διαφόρων κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών σε άπορους Παλαιστίνιους. Η μη-πολιτική της θέση απογοήτευε ολοένα και περισσότερο πολλά από τα νεότερα στελέχη της και, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ορισμένα από αυτά τα στελέχη άρχισαν να προσβλέπουν στην πιο ριζοσπαστική αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ.xxviii Αυτή η νεότερη γενιά θαύμαζε τον πολιτικό ακτιβισμό της αιγυπτιακής οργάνωσης, που είναι γνωστή κυρίως για το ρόλο της στη δολοφονία του (φιλοϊσραηλινού) Προέδρου Σαντάτ το 1981. Τελικά, τα δυσαρεστημένα αυτά στοιχεία έσπασαν από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα για να σχηματίσουν την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ.
Η Ισλαμική Τζιχάντ απέρριπτε τη μη-πολιτική στάση της Αδελφότητας, καθώς και τον συμβιβασμό της PLO με τη λύση των δύο κρατών. Υποστήριξε, όπως έκανε η PLO και η αριστερά της μέχρι πρότινος, ότι ένας ένοπλος αγώνας (αυτή τη φορά από μια «ισλαμική εμπροσθοφυλακή») ήταν ακόμα απαραίτητος για την απελευθέρωση ολόκληρης της Παλαιστίνης. Ως εκ τούτου, τη δεκαετία του 1980, η Ισλαμική Τζιχάντ πραγματοποίησε στρατιωτικές επιθέσεις σε ισραηλινούς στόχους, αν και η συντριπτική στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ κράτησε την επιρροή της σχετικά περιορισμένη.xxix
Το ξέσπασμα της πρώτης παλαιστινιακής Ιντιφάντα το 1987 άλλαξε ριζικά τις τύχες της ισλαμικής αντιπολίτευσης. Κάτω από την πίεση της πρώτης Ιντιφάντα, η Μουσουλμανική Αδελφότητα συνειδητοποίησε ότι είτε θα εγκατέλειπε τη μη-πολιτική προσέγγισή της είτε θα κινδύνευε να χάσει κάθε αξιοπιστία μεταξύ των Παλαιστινίων. Τελικά, το 1988, η Αδελφότητα θα συγκροτήσει μια πολιτική πτέρυγα, τη Χαμάς, για να οργανώσει την αντίσταση στο Ισραήλ.
Ο αρχικός καταστατικός χάρτης της Χαμάς αντανακλούσε την απογοήτευση των Παλαιστινίων για την αποτυχία των διπλωματικών προσπαθειών και των ελιγμών της PLO προκειμένου να κερδίσει κάποιο από τα χαμένα δικαιώματά τους. Εδάφια του καταστατικού χάρτη της Χαμάς εκφράζουν αυτό το συναίσθημα:
Δεν υπάρχει λύση στο Παλαιστινιακό πρόβλημα παρά μέσω της Τζιχάντ (Ιερού Αγώνα). Οι πρωτοβουλίες, οι προτάσεις και τα διεθνή συνέδρια δεν είναι παρά χάσιμο χρόνου, μια άσκηση ματαιότητας. Ο παλαιστινιακός λαός είναι πολύ ευγενής για να εναποθέσει το μέλλον του, το δικαίωμά του και τη μοίρα του σε ένα μάταιο παιχνίδι.xxx
Απέρριψε την απόφαση του Αραφάτ να αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ κατά τη σύνοδο του PNC στην Αλγερία το 1988. Και όσο η PLO ήταν απασχολημένη με τις προετοιμασίες προκειμένου να χρησιμοποιήσει την Ιντιφάντα ως διαπραγματευτικό ατού για να αναγκάσει το Ισραήλ να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Χαμάς άρχισε να κερδίζει σε λαϊκή υποστήριξη παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδηλώσεις στους δρόμους και τις αντιπαραθέσεις με τον ισραηλινό στρατό.
Καθώς εκατομμύρια Παλαιστίνιοι έχαναν την υπομονή τους μπροστά στην επίμονη αλαζονεία του Ισραήλ και τους ατελείωτους συμβιβασμούς του Αραφάτ, η Χαμάς κέρδιζε περισσότερη λαϊκή υποστήριξη. Η άρνησή της να αναγνωρίσει τις Συμφωνίες του Όσλο και η αυτοθυσία των μελών της στις στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων, κέρδιζε τον σεβασμό των ανθρώπων που αντιμετώπιζαν καθημερινά τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς.xxxiΣτις αρχές του 2002, οι παλαιστινιακές δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η υποστήριξη των ισλαμιστικών ομάδων ισοφάριζε, ή ακόμη και ξεπερνούσε, την υποστήριξη του κοσμικού κινήματος Φατάχ του Αραφάτ.
Η αυξημένη υποστήριξη στα ρεύματα της Χαμάς δεν σημαίνει ότι προσφέρουν κάποια λύση για τους Παλαιστίνιους. Η Χαμάς πιστεύει στην ιερότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και υποστηρίζει μια αγοραία οικονομία. Αυτή της η πεποίθηση την οδηγεί σε μια αντιφατική θέση απέναντι στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Από τη μια πλευρά, εναντιώνεται στις ΗΠΑ διότι υποστηρίζουν το Ισραήλ. Από την άλλη, η Χαμάς τείνει να υιοθετεί τις ιδέες της αγοράς που προωθούνται από τις ΗΠΑ και τους οικονομικούς τους βραχίονες στην περιοχή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα, που ευθύνονται για τη δυστυχία εκατομμυρίων Αράβων εργατών και αγροτών. Επιπλέον, λόγω της συντηρητικής της ιδεολογίας, η Χαμάς δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει τα αραβικά καθεστώτα που συμμαχούν με τις ΗΠΑ, ειδικά τις δεξιές μοναρχίες στον Κόλπο, όπως η Σαουδική Αραβία. Με αυτόν τον τρόπο, η Χαμάς συμφωνεί με την καταστροφική αρχή της Φατάχ για μη ανάμειξη στις υποθέσεις των αραβικών χωρών.
Η ηγεσία της Χαμάς προέρχεται κυρίως από στοιχεία της μεσαίας τάξης και τείνει, επομένως, να βλέπει με συμπάθεια τους στόχους της παλαιστινιακής αστικής τάξης. Όπως και η Φατάχ, η Χαμάς πιστεύει και αυτή στην αναγκαιότητα μιας συμμαχίας μεταξύ όλων των τάξεων της παλαιστινιακής κοινωνίας. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τα συμφέροντα των Παλαιστινίων προσφύγων και εργατών πρέπει να υποταχθούν σε αυτά του Αραφάτ και της αστικής τάξης. Σε κάμποσες ευκαιρίες, η ηγεσία της Χαμάς έχει εκφράσει την ετοιμότητά της να αποδεχθεί το Όσλο και να ζήσει με το κράτος του Ισραήλ. Ήδη από το 1993, ο Σεΐχης Αχμέντ Γιασίν, ο πολιτικός ηγέτης της Χαμάς, επισήμανε ότι το κίνημα θα μπορούσε να δεχτεί μια λύση δύο κρατών: «Είναι νοητό να κηρύξουμε κατάπαυση του πυρός με το Ισραήλ για 10, ίσως και 20 χρόνια, εάν εγκαθιδρυθεί ένα παλαιστινιακό κράτος».xxxii
Παρά την κριτική της Χαμάς για την επιμονή της PLO σε μια στρατηγική συμβιβασμού, συνεχίζει να θεωρεί την PLO (και τον Αραφάτ) ως νόμιμη ηγεσία του παλαιστινιακού εθνικιστικού κινήματος. Η Χαμάς θεωρεί τον εαυτό της απλώς ως μια συνιστώσα αυτού του κινήματος:
Η PLO είναι μια από τις εγγύτερες στη Χαμάς, γιατί είναι πατέρας, αδελφός, συγγενής, φίλος. Μπορεί ένας μουσουλμάνος να απομακρυνθεί από τον πατέρα του, τον αδελφό του, τον συγγενή του ή τον φίλο του; Μία είναι η πατρίδα μας, μία η συμφορά μας, μία η μοίρα μας και ο εχθρός μας κοινός.xxxiii
Ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή φυλάκιζε και βασάνιζε τα μέλη της, η Χαμάς επέμενε στην ανάγκη «να διατηρηθεί ανοιχτός διάλογος με τον Αραφάτ και συνεργασία με την Παλαιστινιακή Αρχή σε όλους τους τομείς της αυτονομίας». Αυτή η συμφιλιωτική προσέγγιση προς την ΠΑ έχει εξοργίσει πολλά στελέχη της οργάνωσης.xxxiv
Το Όσλο και η κρίση των προοπτικών
Πριν από τρεις δεκαετίες, εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο θεωρούσαν την PLO ως ένα από τα κύρια εθνικά απελευθερωτικά κινήματα στον κόσμο, στο ίδιο επίπεδο με το Βιετναμέζικο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο της Νότιας Αφρικής. Κατά μια τραγική εξέλιξη, σήμερα η PLO είναι η σκιά του πρώην εαυτού της. Έχει παραιτηθεί από τους αρχικούς στόχους της για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης και την αντικατάσταση του Ισραήλ με ένα κοσμικό, δημοκρατικό κράτος.
Η «ειρηνευτική διαδικασία» του Όσλο παγίδευσε τις κύριες δυνάμεις του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος σε ένα αδιέξοδο. Η PLO, που ανασυστάθηκε ως Παλαιστινιακή Αρχή στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα μετά τις Συμφωνίες του Όσλο του 1993, συνεργάζεται χωρίς ντροπή τόσο με την υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας του Ισραήλ (Shinbet) όσο και με τη CIA για τον περιορισμό των Παλαιστινίων μαχητών. Ισχυρίζεται, ότι μια τέτοια συνεργασία είναι απαραίτητη για να πειστεί η Ουάσιγκτον να υποστηρίξει ένα παλαιστινιακό κράτος. Χρησιμοποιεί τις τεράστιες δυνάμεις ασφαλείας της (περισσότερες από πενήντα χιλιάδες) για να φυλακίσει, να βασανίσει, ακόμη και να δολοφονήσει εκείνους τους Παλαιστινίους που αντιτίθενται στο Όσλο.xxxv Η PLO έπαψε να είναι μια δύναμη στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Κατά απίστευτο τρόπο, στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2001, η PLO δήλωσε ότι είναι «εταίρος των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η PLO, όχι μόνο υποστήριξε τον βομβαρδισμό του Αφγανιστάν, μιας από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, αλλά οι δυνάμεις ασφαλείας της πυροβόλησαν και σκότωσαν Παλαιστίνιους που διαδήλωσαν κατά του πολέμου.
Μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων θεωρεί ότι ο Αραφάτ δεν διεξάγει αγώνα για απελευθέρωση αλλά προστατεύει την ασφάλεια του Ισραήλ. Πολλοί είναι θυμωμένοι, καθώς οι πολυετείς διαπραγματεύσεις απέτυχαν να τερματίσουν την κατοχή, να σταματήσουν την επέκταση των ισραηλινών εποικισμών ή να διασφαλίσουν το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων. Είναι επίσης θυμωμένοι επειδή τα επίπεδα φτώχειας και ανεργίας για τους απλούς ανθρώπους έχουν επιδεινωθεί, ενώ ο Αραφάτ και οι φίλοι του έχουν κάνει περιουσίες μέσω της διαφθοράς και των μονοπωλίων.
Πολλοί άνθρωποι αναγνωρίζουν την παράδοση της PLO στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ και την εσωτερική της βαρβαρότητα, ως «ξεπούλημα». Αυτή η άποψη, ωστόσο, παραβλέπει τον πραγματικό λόγο που έφερε τη συνθηκολόγηση της PLO με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ: τα ταξικά συμφέροντα που πάντα διαμόρφωναν τις πολιτικές της οργάνωσης. Η PLO ισχυρίστηκε ότι εκπροσωπούσε τα συμφέροντα όλων των Παλαιστινίων. Στην πραγματικότητα, πάντα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της παλαιστινιακής αστικής τάξης – ειδικά την επιθυμία αυτής της τάξης να σχηματίσει το δικό της μίνι κράτος μέσω διαπραγματεύσεων και συμβιβασμού με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Ποτέ δεν θέλησε να στηριχθεί σε λαϊκούς αγώνες παλαιστινιακών ή αραβικών μαζών, που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα τόσο της ίδιας όσο και των Αράβων συμμάχων της.
Αυτός ο φόβος της μαζικής εξέγερσης από τα κάτω, χαρακτηριστικός άλλωστε όλων των κυρίαρχων τάξεων, εξηγεί γιατί η PLO είχε πάντα μια αντιφατική στάση απέναντι στους μαζικούς αγώνες. Η PLO χρειάζεται κάποια μορφή αγώνα για να εξαναγκάσει το Ισραήλ σε παραχωρήσεις, αλλά πρέπει συνεχώς να προσπαθεί (μερικές φορές ανεπιτυχώς) να κρατά οποιουσδήποτε τέτοιους αγώνες, ειδικά τις Ιντιφάντα, υπό τον έλεγχό της. Εξηγεί επίσης γιατί η PLO υποστηρίζει πάντα τους Άραβες συμμάχους της όταν απειλούνται από τις δικές τους εργατικές τάξεις. Το 1970, για παράδειγμα, η PLO προτίμησε να εγκαταλείψει την Ιορδανία αντί να αμφισβητήσει και να αποσταθεροποιήσει το αυταρχικό καθεστώς του βασιλιά Χουσεΐν. Το 1988 και το 1989, επέλεξε να στηρίξει τις κυβερνήσεις της Αλγερίας και της Ιορδανίας ενάντια σε δύο λαϊκές εξεγέρσεις που ενέπνευσε η πρώτη Ιντιφάντα.xxxvi
Σε απάντηση στις Συμφωνίες του Όσλο το 1993, η κατεστημένη παλαιστινιακή αριστερά επέκρινε δριμύτατα τον Αραφάτ για την υπογραφή μιας συνθήκης επωφελούς μόνο για το Ισραήλ, χωρίς εγγυήσεις για κανένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα των Παλαιστινίων. Τα PFLP και DFLP μαζί με άλλες οκτώ ριζοσπαστικές παλαιστινιακές οργανώσεις μποϊκόταραν την Παλαιστινιακή Αρχή. Το 1996, το PFLP αποχώρησε επίσημα από την PLO. Αλλά από το 1994 και μετά, η Παλαιστινιακή Αρχή διαμόρφωνε όλο και περισσότερο την παλαιστινιακή πολιτική. Οι ηγέτες του PFLP και του DFLP απείχαν από τις εκλογές του 1996 για το νομοθετικό συμβούλιο. Αυτό έφερε οργανωτική διάσπαση στο DFLP, δημιουργώντας ένα άλλο κόμμα (FIDA) που κατέβασε υποψηφίους και πήρε θέσεις στην ΠΑ. Οι υποστηρικτές του PFLP στο εκλογικό σώμα αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό τις εκκλήσεις της ηγεσίας για μποϊκοτάζ και πολλά μέλη του κόμματος έθεσαν υποψηφιότητα ως ανεξάρτητοι, χωρίς την επίσημη υποστήριξη του PFLP.xxxvii
Καθώς ο Αραφάτ ετοιμαζόταν να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ για το «τελικό καθεστώς» καθώς το 1999 έληγε η μεταβατική περίοδος των Συμφωνιών του Όσλο, το DFLP και το PFLP ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον Αραφάτ για να προετοιμάσουν μια ενιαία εθνική στάση. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι πολιτικοί παρατηρητές ερμήνευσαν αυτές τις κινήσεις ως παραδοχή, εκ μέρους αυτών των ομάδων, της αποτυχίας τους να αναπτύξουν μια συνεκτική αντιπολίτευση στη διαδικασία του Όσλο. Εκείνη την εποχή, ο εκλιπών ηγέτης του PFLP, Αμπού Αλί Μουσταφά, είχε παραδεχτεί ότι η αντιπολίτευση «δεν κατάφερε να μετατρέψει τον πολιτικό της λόγο σε πρακτική, υλική δράση».xxxviii Το 1999, και οι δύο ομάδες ενέκριναν το σχέδιο του Αραφάτ για επίτευξη συμφωνίας «τελικού καθεστώτος» με το Ισραήλ.
Η αποτυχία της κοσμικής αριστεράς να οικοδομήσει μια αριστερή αντιπολίτευση στη Φατάχ και την Παλαιστινιακή Αρχή πηγάζει από την αποτυχία της να εφαρμόσει τις αρχικές της αντιλήψεις σχετικά με την αντιδραστική φύση των αραβικών κυρίαρχων τάξεων, αλλά και της ίδιας της παλαιστινιακής αστικής τάξης. Όπως εξήγησε το Challenge, σοσιαλιστικό περιοδικό της Ιερουσαλήμ:
Στην αρχή, όταν υπογράφηκαν οι Συμφωνίες του Όσλο, τα αριστερά κόμματα ξεκίνησαν μια εκστρατεία εναντίον της, καλώντας τους Παλαιστίνιους να μποϊκοτάρουν την Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) που είχε ενταχθεί στο αποικιοκρατικό σύστημα. Ο στόχος ήταν να επαναφέρουν την αστική τάξη στο εθνικό στρατόπεδο. Όταν αυτό απέτυχε, η οργανωμένη Αριστερά αποφάσισε να αναγνωρίσει το Όσλο ως τετελεσμένο γεγονός κι άρχισε να ζητά εθνική ενότητα που, αυτή τη φορά, απλώς «παρέβλεπε» το Όσλο. Αντί να κάνει ό,τι μπορεί για να απομονώσει την αστική τάξη από τις μάζες, η Παλαιστινιακή Αριστερά εστίασε όλες της τις προσπάθειες στο να βρει έναν εθνικό κοινό παρονομαστή με την αστική τάξη, η οποία φυσικά δεν δεσμεύτηκε ποτέ σε αυτόν τον κοινό παρονομαστή. Οι αστοί απλώς χρησιμοποίησαν την ιδέα της εθνικής ενότητας για να συγκαλύψουν τη συνθηκολόγησή τους και να κρατήσουν τον έλεγχο των μαζών. Η ψευδαίσθηση της εθνικής ενότητας όλων των τάξεων εξυπηρέτησε τα αστικά συμφέροντα και εμπόδισε την Αριστερά να εκπληρώσει το στρατηγικό της καθήκον: να δημιουργήσει μια πολιτική εναλλακτική.xxxix
Τόσο το PFLP όσο και το DFLP έχουν γίνει απλώς μια εξ αριστερών, νομιμόφρων αντιπολίτευση στον Αραφάτ.xl Στην πραγματικότητα, η επιρροή τους έχει πέσει τόσο πολύ που ο δημοσιογράφος Graham Usher, ένας μακροχρόνιος παρατηρητής της παλαιστινιακής πολιτικής, τους θεωρεί πολιτικά ανήμπορους:
Η μελλοντική συμμαχία του εθνικιστικού κινήματος θα συναφθεί μεταξύ των κυρίαρχων εθνικιστών, της Φατάχ, και των ισλαμιστών. Οι αριστεροί, οι κομμουνιστές, το Δημοκρατικό Μέτωπο (DF) και το Λαϊκό Μέτωπο (PF) δεν είναι πουθενά. Ανήκουν στην ιστορία. Δεν έχουν δρόμο. Ακολουθούν τη Φατάχ και τη Χαμάς. Το Λαϊκό Μέτωπο ξανάρχισε τις ένοπλες ενέργειες τους τελευταίους δύο μήνες [το καλοκαίρι του 2001] καθαρά και απλά επειδή αντιγράφει τη Φατάχ, τη Χαμάς,και την Ισλαμική Τζιχάντ. Το ίδιο και το Δημοκρατικό Μέτωπο. Άρα η κοσμική αριστερά…δεν παίρνει πλέον τις αποφάσεις. Τις παίρνουν η Χαμάς και η Φατάχ. Ο Αραφάτ έπρεπε να μοιραστεί την εξουσία με τη [Χαμάς].xli
Μετά το Όσλο, η PLO αισθάνεται πίεση και από τα πάνω και από τα κάτω. Από τα πάνω, πιέζεται από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ να συνεχίσει με παραχωρήσεις και καταστολές μαχητών. Από κάτω, η οργή των μαζών για τις ατελείωτες και άκαρπες παραχωρήσεις, που ξέσπασαν με τη μορφή της Ιντιφάντα al-Aqsa, περιορίζει την ικανότητα του Αραφάτ να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις. Ο Αραφάτ δεν ήταν τελείως εκτός πραγματικότητος όταν φέρεται να είπε στον Πρόεδρο Κλίντον ότι φοβόταν πως θα τον δολοφονούσαν αν έκανε περαιτέρω παραχωρήσεις στο Ισραήλ κατά τις διαπραγματεύσεις του Καμπ Ντέιβιντ το 2000.
Η σοσιαλιστική εναλλακτική
Τόσο η Πρώτη Ιντιφάντα όσο και η Ιντιφάντα αλ Άκσα έδειξαν ότι, παρά την τεράστια στρατιωτική ισχύ και την υποστήριξη των ΗΠΑ, το Ισραήλ δεν μπορεί να φιμώσει το Παλαιστινιακό ζήτημα. Ωστόσο, έδειξαν επίσης ότι ο αγώνας των Παλαιστινίων από μόνος του δεν μπορεί να νικήσει το Ισραήλ.
Στα αρχικά της στάδια, η Ιντιφάντα al-Aqsa συνδύασε την κινητοποίηση του παλαιστινιακού πληθυσμού με στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών στρατιωτών και εποίκων. Επειδή το καθεστώς Αραφάτ θέλησε να χρησιμοποιήσει την Ιντιφάντα ως διαπραγματευτικό χαρτί για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ, προσπάθησε να περιστείλει τις λαϊκές πτυχές της εξέγερσης, μετατρέποντας όλο και περισσότερο τη σύγκρουση σε σποραδικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Σαρόν αναβάθμισε τη στρατιωτική της επίθεση κατά των Παλαιστινίων. Ο Σαρόν διακήρυξε την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» για να συντρίψει κάθε αντίσταση και να επιβάλει ένα σύστημα απαρτχάιντ στους Παλαιστίνιους. Αυτό έκανε ακόμα πιο κρίσιμα τα διακυβεύματα του απελευθερωτικού αγώνα. Μόνο μια στρατηγική που περιλαμβάνει τη μάζα των Παλαιστινίων, μια στρατηγική που δεν ταλαντεύεται ανάμεσα στις μεμονωμένες αντάρτικες ενέργειες και τις διαπραγματεύσεις που απλώς ενισχύουν την ισραηλινή κυριαρχία στην Παλαιστίνη, μπορεί να υπερασπιστεί το απελευθερωτικό κίνημα.
Βραχυπρόθεσμα, μια στρατηγική μαζικής Ιντιφάντα, που θα συνδυάζει στρατιωτικές τακτικές με μαζικές ενέργειες της παλαιστινιακής «κοινωνίας των πολιτών» (όπως συνδικάτα και λαϊκές επιτροπές), μπορεί να οδηγήσει τον αγώνα σε μια κατεύθυνση πιο ευνοϊκή για τους Παλαιστινίους. Αυτό το είδος στρατηγικής έχει τη δυνατότητα να αυξάνει το κόστος της κατοχής και να σπάει το ισραηλινό ηθικό. Μπορεί να δώσει, σε όσους βρίσκονται στην αντίπερα όχθη της Πράσινης Γραμμής, στους Ισραηλινούς αντιρρησίες συνείδησης ή υποστηρικτές των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και στους Παλαιστίνιους που ζουν στο Ισραήλ, την αυτοπεποίθηση ώστε να διαδηλώσουν την αλληλεγγύη τους. Αυτό το είδος στρατηγικής θα άλλαζε επίσης την ισορροπία στην παλαιστινιακή κοινωνία προς το μέρος των απλών Παλαιστίνιων και της δημοκρατίας και μακριά από τους φίλους του Αραφάτ και τους διεφθαρμένους αξιωματούχους της Παλαιστινιακής Αρχής που επιδίωξαν να κυβερνήσουν ένα είδος επιβεβλημένου από το Όσλο Μπαντουστάν, σε συνεργασία με το Ισραήλ.
Ακόμα κι αν οι Παλαιστίνιοι έδιωχναν το Ισραήλ από τα εδάφη που κατέλαβε το 1967, αυτό το επίτευγμα δεν θα ισοδυναμούσε με την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Το Σιωνιστικό κράτος θα υπήρχε ακόμα και οι Παλαιστίνιοι δεν θα είχαν κερδίσει το δικαίωμά τους να επιστρέψουν στην ιστορική τους πατρίδα. Η καταπίεση των Παλαιστινίων είναι ενσωματωμένο συγκροτητικό στοιχείο του Μεσανατολικού κρατικού συστήματος που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ. Επομένως, η παλαιστινιακή απελευθέρωση εξαρτάται από τον τερματισμό αυτού του κρατικού συστήματος και τον σχηματισμό ενός δημοκρατικού, κοσμικού κράτους σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη όπου Εβραίοι και Άραβες μπορούν να ζήσουν ως ίσοι. Η μόνη δύναμη που μπορεί να επιτύχει αυτό το καθήκον είναι η εργατική τάξη της περιοχής. Αυτή η αλήθεια σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την κεντρική θέση του παλαιστινιακού αγώνα και των θυσιών. Τονίζει μόνο ότι για να απελευθερωθούν επιτέλους οι Παλαιστίνιοι, οι Άραβες εργάτες πρέπει επίσης να αποτινάξουν τις αλυσίδες τους.
Εκατομμύρια απλοί Άραβες ζουν στη φτώχεια κάτω από καταπιεστικές κυβερνήσεις που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ. Επιπλέον, βλέπουν, πώς η αμερικανική δύναμη επιβάλλει γενοκτονικές κυρώσεις στο Ιράκ που έχουν σκορπίσει το θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινούς και έχουν αφήσει σε ερείπια την οικονομία του Ιράκ. Βλέπουν ακόμα, πώς η αμερικανική ισχύς υποστηρίζει την άρνηση του Ισραήλ να αναγνωρίσει τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα σε εκατομμύρια Παλαιστίνιους. Αυτός ο συνδυασμός διευρυνόμενης ταξικής ανισότητας και άθλιων συνθηκών διαβίωσης, τόσο του ιρακινού όσο και του παλαιστινιακού λαού, εξωθεί πολλούς στα άκρα.
Η βαθύτερη ταξική οργή και η αυξανόμενη υποστήριξη προς τους Ιρακινούς και τους Παλαιστίνιους ξέσπασαν σε μαζικές διαδηλώσεις στην Αίγυπτο αμέσως μετά την έναρξη της Ιντιφάντα του al-Aqsa, κατά την εαρινή επίθεση του Ισραήλ στα Κατεχόμενα Εδάφη το 2002. Δεκάδες χιλιάδες εργάτες, δικηγόροι και φοιτητική και μαθητική νεολαία (από το κολέγιο μέχρι το δημοτικό) βγήκαν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων (ακόμα και των χωριών) για να δείξουν την αλληλεγγύη τους στην Ιντιφάντα. Οι διαδηλώσεις απαιτούσαν από την κυβέρνηση Μουμπάρακ να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ. Αυτές οι διαδηλώσεις αλληλεγγύης γρήγορα στράφηκαν κατά της ίδιας της κυβέρνησης Μουμπάρακ. Οι διαδηλωτές πέρασαν πολύ σύντομα σε συνθήματα καταγγελίας της διαδεδομένης διαφθοράς, της έλλειψης πολιτικών ελευθεριών και της λιτότητας που επέβαλαν η κυβέρνηση και το ΔΝΤ. Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις τροφοδοτούν την άνοδο της αγωνιστικότητας των εργατών που έχει κάνει την αιγυπτιακή κυβέρνηση πολύ νευρική.xlii
Στην Ιορδανία, για πολλά χρόνια, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες και η πλειονότητα των απλών Ιορδανών υποφέρουν από τις σκληρές οικονομικές συνθήκες που δημιούργησαν οι κυρώσεις κατά του κύριου εμπορικού εταίρου της Ιορδανίας, του Ιράκ, καθώς και των φαύλων προγραμμάτων λιτότητας που επιβλήθηκαν από μια διεφθαρμένη μοναρχία. Όπως και στην Αίγυπτο, κατά τη διάρκεια της ισραηλινής εισβολής το 2002, χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους. Από τότε, η ιορδανική κυβέρνηση, προσέφυγε πολλές φορές στο στρατό προκειμένου να τιθασεύσει φιλοπαλαιστίνιους διαδηλωτές.
Διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν επίσης στο Μαρόκο, τη Συρία, ακόμη και στις χώρες του Κόλπου, τη Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ, όπου τέτοιου είδους διαδηλώσεις ήταν πολύ πιο σπάνιες. Η μετεξέλιξη των διαδηλώσεων αλληλεγγύης προς την Ιντιφάντα σε αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες ανέδειξε, για άλλη μια φορά, τη στενή σύνδεση μεταξύ των δεινών των Παλαιστινίων και του αγώνα των αραβικών εργατικών τάξεων για δημοκρατία. Έδειξε το ριζοσπαστικό αντίκτυπο που είχε πάντα ο παλαιστινιακός αγώνας στους Άραβες εργάτες. Ο παλαιστινιακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας έχει κατ’ επανάληψη εμπνεύσει, τόσο τους Άραβες εργάτες, όσο και τους φοιτητές να αντισταθούν στις δικές τους κατασταλτικές κυβερνήσεις, αλλά και στην επικυριαρχία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Εκατομμύρια Άραβες, καταπτοημένοι από την Ισραηλινή νίκη του 1967 επί των αραβικών καθεστώτων, αναπτέρωσαν τις ελπίδες τους χάρη στην ένοπλη αντίσταση της PLO. Η αντίσταση της PLO αποδείκνυε ότι ήταν ακόμα δυνατός ο αγώνας, τόσο ενάντια στο Ισραήλ, όσο και ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Οι αρχικές στρατιωτικές επιτυχίες της PLO κατά του Ισραήλ (1968–70) έδωσαν με τη σειρά τους στους απλούς Άραβες, την εμπιστοσύνη για να αντισταθούν στα δικά τους χρεοκοπημένα και ταπεινωτικά καθεστώτα. Μαζικά κινήματα εργατών και φοιτητών στην Αίγυπτο (1968-72) και στην Ιορδανία (1970) αμφισβήτησαν αυτά τα καθεστώτα και, χιλιάδες νέοι και επαναστάτες από όλη τη Μέση Ανατολή, συνέρρευσαν για να ενταχθούν στις πολιτοφυλακές της PLO.
Οι αυθόρμητοι αγώνες των Αράβων εργατών ή φοιτητών δεν είναι ικανοί να υπερνικήσουν το Ισραήλ και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Χρειάζεται να οικοδομήσουν μια σοσιαλιστική εναλλακτική ριζωμένη στους καθημερινούς αγώνες των Αράβων εργατών ενάντια στην καταπίεση και τη διαφθορά των δικών τους καθεστώτων. Χρειάζεται να απορρίψουν τη συνεργασία της PLO (και των αραβικών καθεστώτων) με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Χρειάζεται να αγωνιστούν για έναν αραβικό κόσμο κάτω από τη δημοκρατική διοίκηση των εργατών που δημιουργούν όλο τον πετρελαϊκό πλούτο. Η εθνικιστική παράδοση, που ενσαρκώνει κυρίως η PLO, προσέκρουσε στο αδιέξοδο του Όσλο. Αυτό άνοιξε την πόρτα στους ισλαμιστές, των οποίων η μαχητικότητα συγκαλύπτει μια αντιδραστική κοινωνική ατζέντα.
Η πραγματική ελπίδα για το μέλλον της Παλαιστίνης βρίσκεται στην οικοδόμηση μιας γνήσιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής απέναντι σε αυτές τις πολιτικές. Η οικοδόμηση μιας τέτοιας εναλλακτικής δεν θα είναι εύκολη δουλειά ούτε στην Παλαιστίνη ούτε στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο, δεδομένου του επιπέδου καταστολής από την Παλαιστινιακή Αρχή και τις άλλες αραβικές κυβερνήσεις. Επιπλέον, μια νέα γενιά σοσιαλιστών πρέπει να ξεπεράσει την κληρονομιά του σταλινισμού και τις καταστροφικές του επιπτώσεις στην αριστερά. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει να ξαναανακαλυφθεί η αυθεντική μαρξιστική παράδοση, εκείνη που για την αλλαγή της κοινωνίας πάντα προσέβλεπε στους αγώνες της εργατικής τάξης και όχι στη σταλινική Ρωσία ή σε κάποιο αυταρχικό αραβικό καθεστώς που αυτοαποκαλείται «σοσιαλιστικό» ή «προοδευτικό». Θα είναι κρίσιμο να μαθητεύσουμε στα λάθη των παλιών σταλινικών οργανώσεων και να συνδέσουμε αυτά τα μαθήματα με τους αγώνες του σήμερα.
Σημειώσεις
i. Μια προηγούμενη έκδοση αυτού του δοκιμίου δημοσιεύτηκε στο The Struggle for Palestine, που επιμελήθηκε ο Lance Selfa (Chicago: Haymarket Books, 2002), το κείμενο της οποία προέρχεται από το Palestine: A socialist introduction, που επιμελήθηκαν η Sumaya Awad και ο Brian Bean (Σικάγο: Haymarket Books, 2020). Όλες οι σημειώσεις των «συντακτών» είναι των Awad και Bean.
ii. Σημείωση των συντακτών: Ο Αραφάτ ήταν ο ηγέτης της Παλαιστινιακής Αρχής και της PLO την εποχή που γραφόταν αυτό το δοκίμιο.
iii. Edward Said, The End of the Peace Process: Oslo and After (Νέα Υόρκη: Pantheon Books, 2000), 188
iv. Η Πρώτη Ιντιφάντα διήρκεσε από το 1987 έως το 1993. Βλέπε Phil Marshall [Phil Marfleet], Intifada: Zionism, Imperialism, and Palestinian Resistance (Λονδίνο: Bookmarks, 1989), 149–76.
v. Marshall, Intifada, 191–208.
vi. Κέντρο Σοσιαλιστικών Σπουδών (στο εξής CSS), The Palestinian Question: A Revolutionary Perspective (Κάιρο, Αίγυπτος: The Center for Socialist Studies, 2001), 28–29.
vii. Σημείωση των συντακτών: Η συμμετοχή του Σεΐχη αλ-Κασάμ στην Αδελφότητα δεν είναι τεκμηριωμένη και φαίνεται ιστορικά απίθανη. Ο πρώτος καταταστικός χάρτης της Χαμάς ισχυρίζεται ότι συμμετείχε στην Αδελφότητα.
viii. Marshall, Intifada, 40–41.
ix. Marshall, Intifada, 40–43.
x. CSS, 32–36; Zachary Lockman, Comrades and Enemies: Arab and Jewish Workers in Palestine, 1906–1948 (Berkeley: University of California Press, 1996), 241.
xi. Marshall, Intifada, 59–61.
xii. Το Ρωσικό Μπολσεβίκικο Κόμμα ίδρυσε την Κομιντέρν το 1919 για να οργανώσει μαζικά κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο. Ορισμένοι Άραβες σοσιαλιστές, ειδικά από την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, γοητεύτηκαν από το παράδειγμα της Ρωσικής Επανάστασης και την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για τις καταπιεσμένες εθνότητες στην τσαρική ρωσική αυτοκρατορία. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μικρών κομμουνιστικών κομμάτων σε μια σειρά από αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης.
xiii. Joel Beinin, Κυμάτιζε εκεί η Κόκκινη Σημαία; Marxist Politics and the Arab-Israeli Conflict in Egypt and Israel, 1948–1965 (Berkeley: University of California Press, 1990). [Σημείωση των συντακτών: Τα μέλη του ΕΑΣ συνέχισαν να είναι η ραχοκοκαλιά του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιορδανίας που στη συνέχεια, μέσω μιας σειράς διασπάσεων και συγχωνεύσεων, θα εμφανιζόταν ξανά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως Παλαιστινιακό Κομμουνιστικό Κόμμα και θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της Πρώτης Ιντιφάντα.]
xiv. Marshall, Intifada, 115–20; CSS, 43–47.
xv. Βλέπε «The Palestine National Charter as Revised by the Fourth PNC Meeting, July 1968» (αποσπάσματα), στο Helena Cobban, The Palestinian Liberation Organisation: People, Power, and Politics (Cambridge: Cambridge University Press, 1984), 267–68.
xvi. Marshall, Intifada, 99–101. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι Παλαιστίνιοι εργάτες πετρελαίου ηγήθηκαν σε μια σειρά από μαχητικές απεργίες εναντίον εταιρειών πετρελαίου στη Σαουδική Αραβία και στα άλλα κράτη του Κόλπου. Το 1956, Παλαιστίνιοι εργάτες οργάνωσαν διαδηλώσεις κατά της εισβολής στο Σουέζ. Αυτό ώθησε τις χώρες του Κόλπου να απαγορεύσουν τις απεργίες στις πετρελαιοπηγές.
xvii. Marshall, Intifada, 123–27; CSS, 47–51.
xviii. Παρατίθεται στο Cobban, Palestinian Liberation Organisation, 60–61. Το Ισραήλ δολοφόνησε τον Khalaf το 1990.
xix. Marshall, Intifada, 132
xx. Για μια περίληψη της στροφής της PLO στη στρατηγική του «μίνι-κράτους» και μια ανάλυση των αποφάσεων του 1988, βλέπε Muhammad Muslih, «Towards Coexistence: An Analysis of the Resolutions of the Palestine National Council», Journal of Palestine Studies 19, αρ. . 4 (Καλοκαίρι/Άνοιξη 1990): 3–29.
xxi. CSS, 95–96.
xxii. Σημείωση συντακτών: Οι μικροαστοί είναι μικροκαπιταλιστές, μαγαζάτορες ή ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων. Ο όρος μπορεί επίσης να αναφέρεται σε αυτό που συχνά αποκαλείται νέα μεσαία τάξη.
xxiii. CSS, 95–104; Marshall, Intifada, 115–27.
xxiv. Το PFLP εγκατέλειψε –και στη συνέχεια απέρριψε– τις αεροπειρατείες στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
xxv. Marshall, Intifada, 177–96.
xxvi. Ο Samih K Farsoun με την Christina E Zacharia, Palestine and the Palestinians (Boulder, CO: Westview Press, 1997), 193
xxvii. CSS, 95–104, Marshall, Intifada, 97–100.
xxviii. Σημείωση συντακτών: Η Αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ως μια διάσπαση από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, επηρεασμένη από τον Sayyid Qutb.
xxix. CSS, 104–5.
xxx. Το πλήρες κείμενο του Καταστατικού Χάρτη της Χαμάς είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση http://avalon.law.yale.edu/20th_century/hamas.asp.
xxxi. CSS, 105–09.
xxxii. CSS, 112–13.
xxxiii. Καταστατικός Χάρτης της Χαμάς.
xxxiv. Σημείωση των συντακτών: Κάποια από αυτά θα άλλαζαν με την απόφαση της Χαμάς το 2005 να διεκδικήσει εκλογές της PLO.
xxxv. Said, End of the Peace Process, 35–36, 84–85, 106.
xxxvi. Marshall, Intifada, 188–89.
xxxvii. Σχετικά με τις Παλαιστινιακές εκλογές, βλέπε Ali Jarbawi, “Palestinian Politics at a Crossroads”, Journal of Palestine Studies (Summer 1996), 37–38, και Khalil Shikaki, “The Palestinian Elections: An Assessment”, Journal of Palestine Studies 25, αρ. . 4 (Άνοιξη 1996), 18.
xxxviii. Abu Ali Mustafa, “The Palestinian Secular Opposition at a Crossroads”, συνέντευξη, Journal of Palestine Studies 29, αρ. 2 (Χειμώνας 2000), 84. Τον Αύγουστο του 2001, το Ισραήλ δολοφόνησε τον Μουσταφά.
xxxix «Debate with the Palestinian Left», challenge-mag.com, χωρίς ημερομηνία.
xl Μια δήλωση του PFLP της 1ης Οκτωβρίου 2000, που εκδόθηκε ημέρες μετά την έναρξη της Ιντιφάντα του al-Aqsa, ζητούσε «επιστροφή στις αποφάσεις της διεθνούς νομιμότητας όπως διατυπώνονται στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου Ασφαλείας, ως όρων αναφοράς για περαιτέρω ειρηνευτικές συνομιλίες και ως εναλλακτικής στην ισραηλινή ισχύ και την αμερικανική μεροληπτική θέση» («Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης», δελτίο τύπου, διαθέσιμο στον ιστότοπο της Αντιιμπεριαλιστικής Ένωσης με έδρα την Ολλανδία στη διεύθυνση www.lai-aib.org ).
xli Graham Usher, αδημοσίευτη συνέντευξη με τους Anthony Arnove, Ahmed Shawki και Nigel Harris, Ιερουσαλήμ, Ιούλιος 2001. Μια θεωρητική διολίσθηση συνόδευσε την απώλεια της πολιτικής πρωτοβουλίας του DFLP και του PFLP. Ενώ κάποτε θεωρούσαν τον εαυτό τους πρωτοπορία στην περιοχή ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, ο πρώην γενικός γραμματέας του DFLP, Nayef Hawatmeh, έγραψε πρόσφατα: «Το παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πρέπει να θέσει ως στόχο την επικοινωνία και την επίτευξη κοινής κατανόησης με τις ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει να πειστούν οι ΗΠΑ να πιέσουν το Ισραήλ για να σεβαστεί όλα τα προηγούμενα ψηφίσματα του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο». Και ο ιδρυτής του PFLP Τζορτζ Χαμπάς δήλωσε πρόσφατα: «Δεν είναι πλέον απαραίτητο να πολεμάμε ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ ή να τον νικήσουμε για να νικήσουμε το Ισραήλ» (CSS, 101–4).
xlii Emad Mekay, «Egyptian Labor Reforms Fuel Militancy», Asia Times, 13 Φεβρουαρίου, 2002.