Οι τελευταίοι μήνες χαρακτηρίζονται από την όξυνση των πολλαπλών αδιεξόδων του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος – προϊόντων της πολύπλευρης, γενικευμένης του κρίσης. Είναι εντυπωσιακό πώς οι αστικές πολιτικές ηγεσίες εξακολουθούν να συμπεριφέρονται σαν υπνωτισμένες μπροστά στα αδιέξοδα: Στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που γίνονται αισθητές σε όλο τον πλανήτη και αποδεικνύουν την οικτρή αποτυχία των πολιτικών που εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή της. Στην οικονομική ύφεση που εδώ και τρία χρόνια οξύνεται και διαπερνά τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες, πλήττοντας με την ακρίβεια των ειδών πρώτης ανάγκης τα λαϊκά τους στρώματα. Στην διαρκή κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία που μετά και από την τυχοδιωκτική εισβολή του ουκρανικού στρατού στο Κουρσκ, εξακολουθεί να απομυζά τους οικονομικούς και ενεργειακούς πόρους της Ευρώπης. Στην αχαλίνωτη επεκτατική και γενοκτονική δράση του Ισραήλ που συνεχίζεται στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη, στο νότιο Λίβανο, που απειλεί με ανάφλεξη τη Μέση Ανατολή και ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον κυνισμό και την υποκρισία των ίδιων των δυτικών κυβερνητών, καθώς κάνουν δήθεν εκκλήσεις για ειρήνη ενώ στην πράξη την στηρίζουν. Στις εντάσεις στον Ειρηνικό που εγκυμονούν τον κίνδυνο μιας άμεσης, γιγαντιαίας σύγκρουσης ΗΠΑ-Κίνας. Στα κύματα των απελπισμένων μεταναστών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» που προσπαθούν να καταφύγουν τις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά προκαλώντας υστερικές κοινωνικές αντιδράσεις και αναταράξεις στο πολιτικό τους σκηνικό.
Απέναντι σε αυτά τα αδιέξοδα, οι κυβερνήσεις των δυτικών κρατών, όπως άλλωστε και η ελληνική της ΝΔ, εμφανίζονται να είναι τραγικά κατώτερες των περιστάσεων και ανίκανες για να πάρουν οποιεσδήποτε αποτελεσματικές πρωτοβουλίες, δίνοντας διαρκώς χώρο στην ακροδεξιά δημαγωγία. Πολύ περισσότερο αποδεικνύονται ανίκανες να προβάλλουν κάποια μακροπρόθεσμη προοπτική, κάποια πρόταση ελπίδας και διεξόδου για τα λαϊκά στρώματα των χωρών τους. Δεξιές, κεντρώες ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις, περιορίζονται στην προσπάθεια της πολιτικής τους επιβίωσης: να διασφαλίζουν τα τρέχοντα συμφέροντα του κεφαλαίου, να διαχειρίζονται προσωρινά τις επιπτώσεις της κρίσης με μπαλώματα και να επιδίδονται σε μικροπολιτικούς ελιγμούς.
Η σύνθεση της εργατικής τάξης στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες έχει αλλάξει σημαντικά με την αποβιομηχάνιση των προηγούμενων δεκαετιών και τη γιγάντωση του τομέα των υπηρεσιών. Οι μεγάλες μάζες των βιομηχανικών εργατών, που από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του 20ου ήταν οργανωμένες στα εργατικά κόμματα (σοσιαλδημοκρατικά, κομμουνιστικά) και στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, έχουν σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από μάζες ατομικοποιημένων, σε σημαντικό ποσοστό επισφαλώς εργαζομένων, χωρίς σαφή πολιτική συνείδηση και προσανατολισμό.
Τα ρεφορμιστικά κόμματα μεταλλάσσονται και αποσυντίθενται. Στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ και αργότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από την ιστορικά καθυστερημένη τους εμφάνιση και την γρήγορη άνοδο στην κυβερνητική εξουσία, γνώρισαν, με διαφορετικό ρυθμό το καθένα, την αποσύνθεση. Το ΚΚΕ, ένα από τα ελάχιστα μαζικά σταλινικά κόμματα που επιβιώνουν ακόμα παγκοσμίως, κυρίως λόγω της ελληνικής ιστορικής ιδιομορφίας, παραμένει στάσιμο και χωρίς δυναμική.
Τα κοινωνικά κινήματα (αντιπολεμικό, αντιφασιστικό, φεμινιστικό, LGBT+ κλπ.), εδώ και τρεις δεκαετίες, έχουν κερδίσει την αυτονομία τους από τα πολιτικά κόμματα, αλλά ταυτόχρονα έχουν χάσει τη σύνδεσή τους με τους ταξικούς αγώνες και την κεντρική πολιτική στόχευση. Μαζικοποιούνται ή υποχωρούν και αποδυναμώνονται ανάλογα με τις γενικότερες συνθήκες και τις διακυμάνσεις των διαθέσεων των μαζών, χωρίς να εξασφαλίζουν οργανωτική συνοχή και συνέχεια.
Σήμερα, μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, χτυπημένα από την εργασιακή ανασφάλεια, τον πληθωρισμό, την ακρίβεια αλλά και την ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, στρέφονται προς την ακροδεξιά. Η ακροδεξιά ανεβαίνει με άλματα στο πολιτικό προσκήνιο όπως έδειξαν και οι πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γαλλία και στα τρία κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας.
Το εφιαλτικό αδιέξοδο της κλιματικής κρίσης
Ο πληθυσμός του πλανήτη διαπιστώνει σήμερα, πέρα από κάθε αμφιβολία και συνωμοσιολογική αμφισβήτηση, ότι η κλιματική κρίση όχι μόνο είναι παρούσα, αλλά ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πολλαπλασιάζονται και επιδεινώνονται ραγδαία απειλώντας την ίδια την ύπαρξή του. Τους καλοκαιρινούς καύσωνες συνοδεύουν οι καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, η ξηρασία και η λειψυδρία, για να επακολουθήσουν σε λίγο οι καταιγίδες και τα πλημμυρικά φαινόμενα με καταστροφές υποδομών και αγροτικής παραγωγής.
Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, αποδεικνύεται ανίκανο να εφαρμόσει ριζικά μέτρα και να τηρήσει τους κανόνες που θα μπορούσαν να ανακόψουν αυτή την εφιαλτική πορεία και πολύ περισσότερο να την αναστρέψουν. Η συμφωνία του Κιότο, για την εισαγωγή του λεγόμενου χρηματιστηρίου των ρύπων, σύμφωνα με την οποία οι ρυπογόνες βιομηχανίες μπορούν να αγοράζουν δικαιώματα απόρριψης στην ατμόσφαιρα μιας ορισμένης ποσότητας CO2 και ελεύθερα να μεταπωλούν τα πιθανά πλεονάσματα των δικαιωμάτων σε άλλες ρυπογόνες βιομηχανίες, αποδείχθηκε ένα τεράστιο φιάσκο κατά την εφαρμογή της από την ΕΕ, την προηγούμενη δεκαετία. Επιπλέον, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τον δραστικό περιορισμό της ροής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς τη Δυτική Ευρώπη, οι δυτικές κυβερνήσεις πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων όλες τις υποτιθέμενες πολιτικές περιορισμού των ρύπων στην ΕΕ και επανέφεραν στα μουλωχτά τους γαιάνθρακες και την πυρηνική ενέργεια.
Οι κυβερνήσεις προσανατολίζονται σε μια σισύφεια προσπάθεια προσαρμογής στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή, με αμυντικά μέτρα, όπως η ανάπτυξη μηχανισμών πυροσβεστικών μέσων και εξοπλισμού για την κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, αντιπλημμυρικά έργα για τη προστασία οικισμών και καλλιεργειών, αναπροσαρμογή αγροτικών καλλιεργειών κλπ. Μέτρα που μετά από λίγο θα αποδειχθούν ανεπαρκή, καθώς σε λίγα χρόνια ή ακόμα και την επόμενη χρονιά, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα εκδηλωθούν με μεγαλύτερη σφοδρότητα.
Η υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων με πηγές της λεγόμενης «πράσινης ενέργειας» (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, γεωθερμία κλπ.) εκτός από την ανεπάρκεια των τελευταίων να καλύψουν την διαρκώς αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση και τη διακοπή της ροής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, δημιουργούν με τη σειρά τους νέα περιβαλλοντικά προβλήματα. Αποψίλωση δασών και καλλιεργήσιμων εκτάσεων για την εγκατάσταση πάρκων ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών, προβλήματα εδαφικής μόλυνσης από την εξόρυξη και την επεξεργασία τεράστιων ποσοτήτων κοβαλτίου, μαγγανίου και λιθίου για τη παραγωγή μπαταριών για τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, προβλήματα από την απόρριψη των μη ανακυκλώσιμων υλικών τους μετά από την γήρανση και αχρήστευσή τους κλπ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως ακριβώς και οι άλλες καπιταλιστικές κυβερνήσεις, κλείνει υστερικά τα μάτια μπροστά στην εφιαλτική προοπτική της κλιματικής αλλαγής και επικεντρώνεται αποκλειστικά στις προσπάθειες αντιμετώπισης των άμεσων επιπτώσεων. Προσπάθειες που αποδεικνύονται πολύ σύντομα ανεπαρκείς όπως απέδειξαν οι περσινές τεράστιες καταστροφές στη Θεσσαλία και η έκταση της φετινής πυρκαγιάς στην Αττική. Καμιά πρωτοβουλία ή έστω στήριξη κάποιας διεθνούς πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση της καταστροφικής πορείας δεν εκδηλώνεται από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς τέτοιου είδους πρωτοβουλίες έρχονται σε αντίθεση με τα τρέχοντα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης. Η εθελοτυφλία της ελληνικής αστικής τάξης και της κυβέρνησης μπροστά στην προοπτική της κλιματικής αλλαγής γίνεται ακόμη πιο εξωφρενική, καθώς ο τουρισμός, από τον οποίο εξαρτάται σήμερα σχεδόν το 25% της ελληνικής οικονομίας θα απειληθεί σοβαρά τα αμέσως επόμενα χρόνια, όπως φάνηκε φέτος το καλοκαίρι με τους παρατεταμένους καύσωνες,.
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ, περιορίζονται στο να ασκούν κριτική στην κυβερνητική διαχείριση των μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων. Κλείνουν επίσης υστερικά τα μάτια τους μπροστά στη μεγάλη εικόνα της επερχόμενης καταστροφής, η αντιμετώπιση της οποίας απαιτεί πολιτικές πολύ πέρα από τον ορίζοντά τους: ριζικές κοινωνικές ανατροπές, παγκόσμιο κεντρικό σχεδιασμό, προγραμματισμό και συντονισμό. Η ακροδεξιά, αν και δεν τολμά πλέον να αμφισβητεί την ύπαρξη της κλιματικής κρίσης, δεν διακινδυνεύει το δημαγωγικό της αφήγημα με το να υπερβαίνει τη στενή εθνικιστική οπτική της.
Η αδυναμία οικονομικής ανάκαμψης και οι πολιτικές της επιπτώσεις
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία τα τρία τελευταία χρόνια έχει μπει σε ένα νέο κύκλο ύφεσης, πέρα από τη γενικότερη πορεία του μακρού καθοδικού κύματος που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και από το οποίο δεν μπορεί μέχρι σήμερα να ανακάμψει. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία και στους βασικούς οικονομικούς δείκτες των μεγαλύτερων καπιταλιστικών οικονομιών.
Οι ΗΠΑ που εξακολουθούν να αποτελούν τη μεγαλύτερη σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη (26% του παγκ. ΑΕΠ) για το 2024, προβλέπεται να έχουν μια ασθενική αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% που θα είναι για τρίτη χρονιά κάτω από το μέσο όρο των ανοδικών κύκλων, πληθωρισμό 2,9% (έναντι 8% το ’22 και 4,1% το ’23), ανεργία στο 3,6% (έναντι 3,6% το ’22 και 5,4% το ’23) και για δεύτερη χρονιά αύξηση του δημόσιου χρέους που θα φτάσει στο 123,2% του ΑΕΠ (έναντι 122,1% το ’23).
Η Κίνα, που μετά την προηγούμενη εκρηκτική της άνοδο, αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη (17% του παγκ. ΑΕΠ), για το 2024 προβλέπεται μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,5% που θα είναι για τρίτη χρονιά πολύ κάτω από τους ρυθμούς ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου και μια αύξηση του δημόσιου χρέους για δωδέκατη συνεχόμενη χρονιά που θα φτάσει στο 87% του ΑΕΠ.
Η Γερμανία, που θεωρείται η ατμομηχανή της οικονομίας της Ευρώπης (4% του παγκ. ΑΕΠ και το 24% της ΕΕ) προβλέπεται για το 2024 μια αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 1,5% παραμένοντας στα πολύ χαμηλά επίπεδα των τελευταίων 12 σχεδόν χρόνων. Το δημόσιο χρέος συγκρατείται στο 66% του ΑΕΠ και ο πληθωρισμός που τα δύο προηγούμενα χρόνια είχε εκτοξευθεί στο 8,5% και 7,2% πιστεύεται ότι θα συγκρατηθεί φέτος στο 3,5%, ενώ η καταγεγραμμένη ανεργία παραμένει στα επίπεδα του 3,5%.
Η Γαλλία, η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της Ευρώπης (3,6% του παγκ. ΑΕΠ και το 16% της ΕΕ) προβλέπεται για το 2024 μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4%, σημαντικά χαμηλότερη των δύο προηγούμενων χρόνων (5,8 για το 2002 και 4,6% για το 2023). Το δημόσιο χρέος τα τρία τελευταία χρόνια έχει ανέβει στο 113% του ΑΕΠ προκαλώντας ανησυχία στα οικονομικά επιτελεία καθώς συνοδεύεται από ένα μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα που φέτος αναμένεται να φτάσει στο 6%, ο πληθωρισμός παραμένει στα επίπεδα του 7-8%, ενώ η καταγεγραμμένη ανεργία στα επίπεδα του 7,5%.
Η Ιταλία, η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρώπης (3% του παγκ. ΑΕΠ και το 12% της ΕΕ) προβλέπεται για το 2024 μια αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 1,3%, (3,9% το 2022 και 0,9% το 2023). Το δημόσιο χρέος τα τρία τελευταία χρόνια κυμαίνεται γύρω στο 147% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση φιλοδοξεί ότι ο πληθωρισμός θα συγκρατηθεί φέτος στο 1,7% (έναντι 8,7% για το 2002 και 5,2% για το 2023), ενώ η καταγεγραμμένη ανεργία παραμένει στα υψηλά επίπεδα του 9-9,5%.
Η Ελλάδα, βρίσκεται 54η στην παγκόσμια κατάταξη με βάση το ΑΕΠ και αντιπροσωπεύει μόλις το 0,23% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 2,17% του αντίστοιχου της ΕΕ. Για το 2024 προβλέπεται μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2-2,3%, (2% το ’23 και 5,6% το ’22) για δεύτερη χρονιά πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο των ανοδικών της κύκλων. Το δημόσιο χρέος, γύρω στο 160% του ΑΕΠ είναι το υψηλότερο ποσοστό της Ευρώπης και από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Ο πληθωρισμός για το 2024 αναμένεται στο 2,7-3% (έναντι 4,2% το ’23 και 9,3% το ’22). Ειδικότερα ο πληθωρισμός στα τρόφιμα για το 2024 αναμένεται στο 5,6% (έναντι 11,7% το ’23 και 12% το ’22) ενώ την προηγούμενη δεκαετία ο μέσος πληθωρισμός στα είδη διατροφής στην Ελλάδα ήταν μόλις στο 1,3%. Η καταγεγραμμένη ανεργία παραμένει σταθερή στο σχετικά υψηλό, σε σχέση με την Ευρώπη, ποσοστό του 10% (10,9% το ’23 και 12,4% το ’22). Το ποσοστό του πληθυσμού στο «όριο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού» σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας βρισκόταν το 2023 στο 26,1%.
Η δυσφορία των εργαζομένων και γενικότερα των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, εκδηλώθηκε στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2023, κατά πρώτο λόγο με την αύξηση της αποχής και κατά δεύτερο με μια στροφή προς τα κόμματα της ακροδεξιάς. Η κυβέρνηση της ΝΔ κατόρθωσε ωστόσο να διατηρήσει την πολιτική της κυριαρχία, λόγω της ουσιαστικής ανυπαρξίας αξιόπιστης αντιπολίτευσης από τα αριστερά της αλλά και της πολυδιάσπασης της ακροδεξιάς.
Καθώς αυτή η δυσφορία των λαϊκών στρωμάτων τους τελευταίους μήνες διαρκώς αυξανόταν (και αποτυπωνόταν και στις δημοσκοπήσεις), εκφράστηκε διαθλασμένα μέσα από το ίδιο το κόμμα της ΝΔ με την εκδήλωση της «ανταρσίας» 11 βουλευτών της προερχόμενων από την καραμανλική-σαμαρική «λαϊκή» δεξιά με το πρόσχημα της υπεράσπισης της λαϊκής στέγης από τους servicers.
Το μεταναστευτικό και η άνοδος της ακροδεξιάς
Τα μεταναστευτικά κύματα, όπως όλοι πλέον παραδέχονται, δημιουργούνται από τις τραγικές κοινωνικές επιπτώσεις των ιμπεριαλιστικών πολέμων, των στρατιωτικών επεμβάσεων και της κλιματική αλλαγής στις εντελώς ανοχύρωτες κοινωνίες των χωρών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου». Όμως οι αστικές πολιτικές ηγεσίες των ιμπεριαλιστικών κρατών όχι μόνο δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο αυτές τις αιτίες, αλλά με έναν υστερικό τρόπο υψώνουν τους συνοριακούς φράχτες και με απίστευτο κυνισμό βυθίζουν τις βάρκες των «κολασμένων αυτής της γης», σπέρνοντας ταυτόχρονα το ρατσιστικό δηλητήριο στο εσωτερικό τους και στρώνοντας το δρόμο στην ακροδεξιά. Την ίδια ώρα, η λειτουργία των δυτικών ανεπτυγμένων οικονομιών έχει απόλυτη ανάγκη από έναν μεγάλο αριθμό μεταναστών για να εκτελούν τις βαριές χειρωνακτικές και να ενισχύουν τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς η υπογεννητικότητα και η στροφή προς της υπηρεσίες του ντόπιου πληθυσμού δεν μπορούν πλέον να τα καλύψουν.
Στην Ελλάδα, ο φράχτης του Έβρου, η ενίσχυση των μονάδων συνοριοφυλάκων και του λιμενικού, οι συστηματικές επανα-προωθήσεις στη θάλασσα, τα «κλειστά κέντρα υποδοχής» στα νησιά, χάρις στην οικονομική, στρατιωτική και διοικητική στήριξη της ΕΕ, εμπόδισαν κάπως την είσοδο των μεταναστών και σε κάθε περίπτωση δεν κάνουν ορατή την ύπαρξη τους στον ντόπιο πληθυσμό και στους τουρίστες. Η κυβέρνηση της ΝΔ, μπορεί να επαίρεται ότι σημείωσε αυτή τη μεγάλη επιτυχία, αδιαφορώντας για τη ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία που δηλητηριάζουν την ελληνική κοινωνία.
Η συγκαλυμμένα ευνοϊκή στάση των ΜΜΕ απέναντι στα εγκλήματα που διαπράττονται στη Μεσόγειο, (ακόμα και σε φρικτές βαρβαρότητες, όπως αυτή που διαπράχτηκε πέρυσι ανοιχτά της Πύλου), η αντιμετώπισή τους σαν μια αποδεκτή κανονικότητα, οδηγούν τελικά μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων να υιοθετούν αυτή την κυνική στάση και να καταλήγουν στην αγκαλιά της ακροδεξιάς. Στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας και άλλων πόλεων, εκδηλώθηκαν συχνά αντιδράσεις για την εγκατάσταση κέντρων φιλοξενίας ανηλίκων ή φοίτησης παιδιών μεταναστών στα σχολεία.
Στην Αγγλία, στις αρχές Αυγούστου, ένας αφηνιασμένος όχλος ρατσιστών ξεχύθηκε στους δρόμους, βιαιοπραγώντας και τρομοκρατώντας μετανάστες, βανδαλίζοντας μαγαζιά και μουσουλμανικά τεμένη. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα μέρες για να ξυπνήσουν τα ανακλαστικά του αντιφασιστικού κινήματος και να βγει να απαντήσει μαζικά στους δρόμους.
Στη Γερμανία, η αυξανόμενη ξενοφοβική υστερία, η συνεπακόλουθη εκλογική άνοδος του AfD που αποτυπώθηκε τον Σεπτέμβριο στις εκλογές των τριών κρατιδίων, οδήγησαν την πανικόβλητη γερμανική κυβέρνηση να επιβάλλει νέους ελέγχους στα σύνορά της χώρας για να περιορίσει την είσοδο μεταναστών ακόμη και αν τους έχει χορηγηθεί άσυλο στις χώρες πρώτης υποδοχής. Ένα μέτρο που μπορεί να εξελιχθεί σε ντόμινο, με γενίκευση των συνοριακών ελέγχων σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και να θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Μια εβδομάδα αργότερα η ακροδεξιά κυβέρνηση στη Γαλλία με την ανάληψη των καθηκόντων της υποσχέθηκε «τάξη στους δρόμους και τάξη στα σύνορα της χώρας».
Η στεγανοποίηση όμως των συνόρων των χωρών στο εσωτερικό της Ευρώπης θα έχει επίπτωση στις χώρες «πρώτης υποδοχής» όπως η Ελλάδα, καθώς δεν θα μπορούν να προωθήσουν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που τους χορηγείται άσυλο προς τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Βορρά. Ακόμη χειρότερα, υπάρχει το ενδεχόμενο τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης να χάσουν τη σημασία τους για τη Γερμανία και τις άλλες πλούσιες χώρες και η φύλαξή τους να εγκαταλειφθεί στην αποκλειστική διοικητική μέριμνα και την οικονομική επιβάρυνση των χωρών της «πρώτης υποδοχής».
Η αντιπολίτευση τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και του ΠΑΣΟΚ δεν τολμά να αρθρώσει μια ουσιαστικά διαφορετική πρόταση, πέρα από μια ακαθόριστη και αμφίσημη υπεράσπιση των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων με γενικόλογη επίκληση των κανόνων του διεθνούς δικαίου και μοίρασμα του βάρους της υποδοχής και κοινωνικής ενσωμάτωσης σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Το ΚΚΕ καταγγέλλει τις πολιτικές της ΕΕ για το μεταναστευτικό, χωρίς να τολμά να αντιπαρατεθεί ενεργητικά στους δρόμους με την ξενοφοβία και το ρατσισμό που διαχέεται στα λαϊκά στρώματα.
Η κατάργηση του φράχτη, το άνοιγμα των συνόρων σε όλους τους εργαζόμενους και τους κολασμένους αυτής της γης, είναι αποκλειστικά η θέση μιας επαναστατικής πολιτικής. Όχι μόνο για ανθρωπιστικούς και ηθικούς λόγους, αλλά και για την ανάπτυξη στα λαϊκά στρώματα της συνείδησης της αλληλεγγύης και της ενότητας των εργαζομένων. Μιας συνείδησης εντελώς απαραίτητης για τη προώθηση αποτελεσματικών ταξικών πολιτικών.
Ο βαλτωμένος πόλεμος στην Ουκρανία
Η προώθηση του αμερικανο-νατοϊκού ιμπεριαλισμού στην ανατολική Ευρώπη, η περικύκλωση του αναδυόμενου ανταγωνιστικού άξονα Κίνας-Ρωσίας, αποτελεί διαχρονικά το υπόβαθρο του πολέμου στην Ουκρανία. Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία μοιάζει να έχει οδηγήσει τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε ένα φαύλο κύκλο κλιμάκωσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων και διαδοχικών αποτυχιών στα πολεμικά μέτωπα. Ο πόλεμος μετατράπηκε σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων με μικρές προωθήσεις και υποχωρήσεις και πλήγματα στα μετόπισθεν από αέρος που θυμίζουν τον πόλεμο χαρακωμάτων του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η κλυδωνιζόμενη από εσωτερικές έριδες κυβέρνηση Ζελένσκι, που στηρίζεται ολοκληρωτικά στην οικονομική και τη στρατιωτική βοήθεια του δυτικού ιμπεριαλισμού, προσπαθεί να παρατείνει την επιβίωσή της με σπασμωδικές ενέργειες όπως η εισβολή στην περιοχή του Κουρσκ και τα χτυπήματα με πυραύλους και drones όλο και πιο βαθιά στη Ρωσία.
Στις δυτικές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, τα τεράστια χρηματικά ποσά των κρατικών προϋπολογισμών που κατευθύνονται στην παραγωγή πολεμικών μηχανών και συστημάτων, γιγαντώνουν τις πολεμικές βιομηχανίες, δημιουργούν ισχυρά συμφέροντα που με τη σειρά τους πιέζουν διαρκώς τις πολιτικές ηγεσίες για ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση των ενεργών πολέμων όπως αυτός της Ουκρανίας. Όμως η διαρκώς και αυξανόμενη οικονομική βοήθεια, η παροχή στρατιωτικού και τεχνολογικού εξοπλισμού, συμβούλων, ειδικών, μισθοφόρων, συστημάτων και υπηρεσιών πληροφοριών, ακόμη και η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από το ευρωπαϊκό δίκτυο, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις διαρκείς καταστροφές των υποδομών, τις απώλειες ανθρώπινου δυναμικού, την κόπωση συνολικά του ουκρανικού πληθυσμού που έχει μετατραπεί κυριολεκτικά «σε κρέας για τα κανόνια».
Η κόπωση του πληθυσμού εκφράζεται όλο και πιο ανοιχτά με την δυσανασχέτηση απέναντι στην επιστράτευση όλο και μεγαλύτερων ηλικιακά κλάσεων, με δημόσιες αντιδράσεις και μαζικές ανυποταξίες, ακόμη και λιποταξίες. Οι τριβές μέσα στο ίδιο κυβερνητικό επιτελείο, μετά από την αποτυχία της περυσινής «εαρινής αντεπίθεσης», εντάθηκαν και μετά από τη τυχοδιωκτική ενέργεια στο Κουρσκ, πήραν διαστάσεις που οδήγησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου σε νέο κυβερνητικό ανασχηματισμό.
Εν τω μεταξύ, η πλειοψηφία του ευρωκοινοβουλίου, εθελοτυφλώντας μπροστά στο αδιέξοδο, την ανθρωποσφαγή και τον κίνδυνο κλιμάκωσης, εξέδωσε το ψήφισμα της 19ης Σεπτεμβρίου, που ζητά να αρθούν οι περιορισμοί που υποτίθεται ότι εμποδίζουν την Ουκρανία να χρησιμοποιήσει δυτικά οπλικά συστήματα εναντίον στρατιωτικών στόχων βαθιά μέσα στη Ρωσία. Επαναλαμβάνουν επίσης τη θέση ότι όλες οι χώρες της ΕΕ και οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα πρέπει συλλογικά και ξεχωριστά να δεσμευτούν για ετήσια στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία με τουλάχιστον 0,25% του ΑΕΠ τους.
Η ελληνική οικονομία ασφαλώς δεν διαθέτει κάποια πολεμική βιομηχανία που να ασκεί πιέσεις για μεγαλύτερη και ενεργητικότερη συμμετοχή. Όμως η κυβέρνηση και η κυρίαρχη μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης, ποντάρουν τα πάντα, στη στήριξή τους από τον αμερικανο-νατοϊκό άξονα για τις βλέψεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο και απέναντι στον τουρκικό ανταγωνισμό. Έτσι η κυβέρνηση της ΝΔ συμμετέχει από την πρώτη στιγμή, χωρίς καμιά επιφύλαξη και με μεγάλη ζέση στον πόλεμο, παρέχοντας κάθε είδους στρατιωτικά εφόδια και διευκολύνσεις και υποστηρίζοντας όλα τα αιτήματα της κυβέρνησης Ζελένσκι για κλιμάκωση των στρατιωτικών της επιχειρήσεων. Άλλωστε, στο πλαίσιο αυτό, ο Μητσοτάκης επισκέφτηκε τον περασμένο Μάρτιο την Οδησσό, προκειμένου να επιδείξει και να επιβεβαιώσει την σταθερή προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης στους αμερικανο-νατοϊκούς στόχους για την Ουκρανία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, ψελλίζουν κάποιες διαφωνίες για μια πιο επιφυλακτική στάση και «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική, χωρίς όμως να αμφισβητούν το επίσημο, κυρίαρχο αμεικανο-νατοϊκό αφήγημα.
Η ακροδεξιά, όσο βρίσκεται στην αντιπολίτευση, εμφανίζεται διαμαρτυρόμενη για τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, όπως εξακολουθούν να κάνουν το AfD στη Γερμανία ή ο Βελόπουλος στην Ελλάδα. Είναι έτοιμη ωστόσο να εγκαταλείψει αμέσως την «φιλο-ρωσική» στάση της, μόλις αυτό αποτελεί προϋπόθεση για είσοδο στην κυβέρνηση, όπως έκανε ήδη η Μελόνι στην Ιταλία και κάνει σήμερα η Λεπέν στην Γαλλία.
Το αντιπολεμικό κίνημα για την Ουκρανία στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, δεν πήρε αξιόλογες διαστάσεις. Η επίσημη αντι-ρωσική προπαγάνδα βρήκε σημαντική απήχηση καθώς η ρωσική εισβολή προκάλεσε τα αρνητικά ανακλαστικά των δυτικών κοινωνιών. Τα κόμματα και οι περισσότερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς, βρίσκονται σε σύγχυση μετά τη ρωσική εισβολή και δεν μπόρεσαν να αρθρώσουν μια συνεκτική, πειστική αντιπολεμική πρόταση. Μια συνεπής ντεφετιστική θέση, που θα αποτελεί τον πυρήνα για ένα μελλοντικό αντιπολεμικό κίνημα, μπορεί να υποστηριχθεί μόνο από επαναστατικές μαρξιστικές οργανώσεις που είναι ικανές να σταθούν ενάντια στο ρεύμα.
Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή και το αντιπολεμικό κίνημα
Το Ισραήλ αποτελεί ασφαλώς το βασικό προκεχωρημένο φυλάκιο του αμερικανο-νατοϊκού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή, αλλά επίσης και έναν σημαντικό κόμβο για τον σχεδιαζόμενο μελλοντικό διάδρομο σύνδεσης της Δύσης με την Άπω Ανατολή. Έναν διάδρομο που προσπαθούν δημιουργήσουν οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εναλλακτικό και ανταγωνιστικό προς τον κινεζικό «δρόμο του μεταξιού». Δηλαδή προς το μεγάλο εγχείρημα που σχεδίασε και ξεκίνησε η κυβέρνηση της Κίνας από το 2013 με προοπτική να το ολοκληρώσει μέχρι το 2049. (Παρεμπιπτόντως, η πόντιση σήμερα του καλωδίου που θα διασυνδέσει τα δίκτυα της ηλεκτρικής ενέργειας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και φιλοδοξεί να συνεχίσει προς τα Αραβικά Εμιράτα, εντάσσεται ασφαλώς στον σχεδιασμό αυτού του εναλλακτικού διαδρόμου της Δύσης προς την Άπω Ανατολή).
Η ύπαρξη της Χαμάς και των άλλων οργανώσεων της παλαιστινιακής αντίστασης, της Χεζμπολάχ, των Χούτις και των πολιτοφυλακών στην περιοχή που ελέγχονται από το Ιράν, όπως άλλωστε και η ύπαρξη του ίδιου του καθεστώτος του Ιράν, αποτελεί ένα εμπόδιο για τη δημιουργία αυτού του εναλλακτικού δυτικού διαδρόμου και απειλή για την μελλοντική του ασφάλεια. Η εξάλειψή τους αποτελεί μια βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία του.
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι η συντριπτική υπεροχή του Ισραήλ σε τεχνολογικά μέσα και δύναμη πυρός, δεν στάθηκαν αρκετά για να συντρίψουν ολοκληρωτικά την αντίσταση της Χαμάς στον περίκλειστο, απομονωμένο θύλακα της Γάζα, μετά από 11 μήνες απίστευτης βαρβαρότητας. Το γεγονός αυτό μας δίνει το μέτρο του μεγέθους που θα πρέπει να έχει μια επιχείρηση για την ολοκληρωτική εξάλειψη της Χεζμπολάχ και πολύ περισσότερο του Ιράν. Επιπλέον είναι πολύ αμφίβολη η στάση που θα κρατήσει ο άξονας Ρωσίας-Κίνας απέναντι σε μια τέτοια εξέλιξη, στην άμεση περιφέρειά του.
Οι ΗΠΑ και οι δυτικές κυβερνήσεις, προσπαθούν να εμφανιστούν ότι είναι παγιδευμένες από την κυβέρνηση των φανατικών θρησκόληπτων του Νετανιάχου, προσποιούμενες ότι δεν μπορούν να την τιθασεύσουν και να επιβάλλουν μια παύση της γενοκτονικής επιχείρησης στη Γάζα, των επεκτατικών πρακτικών στη Δυτική Όχθη, των διαρκών προκλήσεών προς το Ιράν, την επέκταση των καταιγιστικών βομβαρδισμών στον νότιο Λίβανο που προαναγγέλλουν τη νέα χερσαία εισβολή. Στην πραγματικότητα, εάν πραγματικά επιθυμούσαν τη συγκράτηση της κυβέρνησης Νετανιάχου, θα είχαν διακόψει την παροχή βοήθειας από την οποία εξαρτώνται ολοκληρωτικά οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ και αυτές θα είχαν σταματήσει αμέσως.
Οι υποκριτικές επικλήσεις τους για ειρήνη, πηγάζουν αποκλειστικά από το φόβο τους για την ανάπτυξη στο εσωτερικό τους ενός μαχητικού αντιπολεμικού κινήματος που θα στρέφεται ενάντια στην πραγματική πολιτική τους, της υλικής δηλαδή στήριξης του πολέμου. Η ανάμνηση του μεγάλου αντιπολεμικού κινήματος στον πόλεμο του Βιετνάμ στοιχειώνει τις δυτικές κυβερνήσεις. Εκεί οφείλεται και η πρωτοφανής βιαιότητα με την οποία αντιμετώπισαν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ τις καταλήψεις των πανεπιστημίων την περασμένη άνοιξη.
Οι φρικαλεότητες που καθημερινά διαπράττονται από τον ισραηλινό στρατό και αναμεταδίδονται από τα ΜΚΔ και τα ΜΜΕ, ταράζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων στη Δύση, ακόμη και αν έχουν συνηθίσει στην κανονικότητα των φρικαλεοτήτων που διαπράττονται στα σύνορά τους. Επιπλέον, τα κόμματα και οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, δεν έχουν σημαντικά διαφορετικές προσεγγίσεις για τον πόλεμο του Ισραήλ, όπως συμβαίνει με τον πόλεμο της Ουκρανίας. Ωστόσο οι μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις με τα γενικόλογα συνθήματα που μένουν χωρίς συνέχεια και κλιμάκωση, δεν προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στις δυτικές κυβερνήσεις. Αντίθετα το κύμα των ανοιξιάτικων καταλήψεων των πανεπιστημίων που πρόβαλε ένα πολύ συγκεκριμένο κύριο αίτημα, την αποσύνδεση δηλαδή των πανεπιστημίων από τις επενδυτικές δραστηριότητες στο κράτος του Ισραήλ [university divest from Israel], θορύβησε πολύ περισσότερο τις κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση της ΝΔ τάχθηκε από την πρώτη στιγμή, χωρίς κανένα ενδοιασμό, στο πλευρό του Ισραήλ. Ο Μητσοτάκης έσπευσε πρώτος-πρώτος, στις 23 Οκτωβρίου 2023, να δηλώσει τη συμπαράστασή του στον Νετανιάχου και ότι μπορεί «να υπολογίζει στην υποστήριξη και τη βοήθειά του». Οι αποστολές των ελληνικών φρεγατών στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα για να προστατεύσουν τα νώτα του ισραηλινού στρατού και οι κάθε είδους σχετικές διευκολύνσεις, επιβεβαίωσαν την ειλικρίνεια της υπόσχεσης.
Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ όσο καιρό κατείχαν κυβερνητικούς θώκους προώθησαν χωρίς δισταγμό συμφωνίες με το κράτος του Ισραήλ, για επενδυτικές δραστηριότητες, για στρατιωτικές συνεργασίες και ανταλλαγές πληροφοριών. Τώρα αναγκάστηκαν να καταγγείλουν τις φρικαλεότητες στη Γάζα, χωρίς όμως να αναφέρονται στο διαρκές έγκλημα του εποικισμού, από το 1947, των παλαιστινιακών εδαφών, στον εκτοπισμό του παλαιστινιακού λαού από τα εδάφη του και τη μετατροπή του σε λαό ξεριζωμένων προσφύγων ή έγκλειστων εφ’ όρου ζωής σε θύλακες και στρατόπεδα με καθεστώς απαρτχάιντ.
Το ΚΚΕ κατά την πάγια τακτική του περιορίζεται σε συμβολικές κινητοποιήσεις, διανθισμένες με βαρύγδουπες βερμπαλιστικές καταγγελίες, χωρίς προοπτική συνέχειας και κλιμάκωσης και χωρίς άμεσους συγκεκριμένους στόχους.
Η επαναστατική αριστερά οφείλει να βγάλει τα συμπεράσματά της από την μέχρι τώρα πορεία και να δώσει επειγόντως την απαιτούμενη προοπτική και στόχευση σε ένα μαχητικό αντιπολεμικό μέτωπο.