του Νίκου Ταμβακλή
Στις 6 Αυγούστου, εκδηλώθηκε η αιφνιδιαστική προώθηση των μονάδων του ουκρανικού στρατού μέσα στο έδαφος της Ρωσίας, με κατεύθυνση προς το Κουρσκ, μια πόλη μισού εκατομμυρίου κατοίκων, σημαντικό σιδηροδρομικό κόμβο, με ένα κεντρικό αντλιοστάσιο παροχέτευσης φυσικού αερίου προς την Δ. Ευρώπη και με έναν μεγάλο πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής σε μια απόσταση 40χλμ δυτικά από την πόλη (έναν από τους τρεις μεγαλύτερους της Ρωσίας).
Η εισβολή προκάλεσε, όχι αδικαιολόγητα, την απορία πολλών διεθνών στρατιωτικών ειδημόνων ως προς τη σκοπιμότητά της. Ο ίδιος ο Ζελένσκι ισχυρίστηκε ότι στόχος της επιχείρησης είναι «η υπερέκταση των ρωσικών δυνάμεων και η αποσταθεροποίηση της κατάστασης». Ο Πούτιν αρχικά είδε στην ενέργεια αυτή απλώς μια προσπάθεια του Κιέβου να αποκτήσει κάποια εδαφικά κέρδη που θα χρησιμοποιήσει στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Κάποιοι δυτικοί ειδήμονες είδαν μια απόπειρα κατάληψης του πυρηνικού σταθμού για να «εξισορροπηθεί» η κατοχή του αντίστοιχου σταθμού της Ζαπορίζια από τις ρωσικές δυνάμεις. Κάποιοι άλλοι είδαν στην επιχείρηση περισσότερο μια προπαγανδιστική προσπάθεια για την ανύψωση του ηθικού του ουκρανικού στρατού αλλά και για να γίνει μια επίδειξη στους δυτικούς συμμάχους του αξιόμαχου και της ικανότητάς του να αξιοποιεί την πλουσιοπάροχη δυτική βοήθεια, ώστε αυτή να συνεχισθεί κατά το δυνατόν απρόσκοπτα και να παραταθεί η επιβίωση της κυβέρνησής του.
Τα αμερικανονατοϊκά επιτελεία, αν και δεν εκδήλωσαν κανένα αιφνιδιασμό, δήλωσαν ότι αγνοούσαν τον σχεδιασμό και την απόφαση της ουκρανικής κυβέρνησης για αυτήν την επιχείρηση. Δηλαδή αγνοούσαν την απόφαση μιας κυβέρνησης που εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από την οικονομική και στρατιωτική τους στήριξη, να προχωρήσει σε μια επικίνδυνη πρωτοβουλία κλιμάκωσης του πολέμου χωρίς να τους ενημερώσει! Όμως δήλωσαν επίσης ταυτόχρονα ότι δεν έχουν καμιά αντίρρηση για τη χρήση του εξοπλισμού που παραδίδουν στις ουκρανικές δυνάμεις, μέσα στο έδαφος της Ρωσίας. Κάτι που μέχρι χθες, υποτίθεται ότι αποτελούσε έναν αυστηρό περιοριστικό όρο για την παράδοση αυτού του εξοπλισμού. Κατά σύμπτωση, τις προηγούμενες ημέρες, είχαν δημοσιευθεί και οι πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση αντιαεροπορικών συστημάτων από τη Ρωσία στο Ιράν.
Ωστόσο σε εμάς φαίνεται, ότι τόσο η σημερινή δυτική, όσο και η ρωσική ηγεσία, πάσχουν από μια ολέθρια για πολιτικούς ηγέτες, ανικανότητα ανάγνωσης και κατανόησης της Ιστορίας.
Η ανικανότητα της ηγεσίας του Πούτιν
Πριν από δυόμισι περίπου χρόνια, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, ξεκίνησε η γενική εισβολή-αστραπή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σαν αντίδραση στην επαπειλούμενη νέα μεγάλη επίθεση του ανασυγκροτημένου, με την αμερικανονατοϊκή πάντοτε βοήθεια, ουκρανικού στρατού, στις ανατολικές, αυτοαποκαλούμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Νονέτσκ και του Λουχάνσκ της περιοχής του Ντονμπάς.
Η περιοχή του Ντονμπάς αποτελούσε παραδοσιακά ένα σημαντικό βιομηχανικό κέντρο της ΕΣΣΔ, με συμπαγή ρωσικό πληθυσμό και με πλειοψηφική την παρουσία μιας εργατικής τάξης με σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο. Το σεπαρατιστικό κίνημα που εκδηλώθηκε εκεί μετά το «πραξικόπημα του Μαϊντάν», το 2014 και τους περιορισμούς που επέβαλλε η νέα κυβέρνηση του Κιέβου στη ρωσική εθνότητα, επέδειξε δυναμισμό και στοιχεία μαζικής αυτοοργάνωσης και αυτενέργειας. (Στοιχεία που αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και δυσφορία από το «κέντρο» στη Μόσχα, παρά το γεγονός ότι δεν συνοδεύονταν από κάποια ανατροπή ή έστω απειλή για το καπιταλιστικό καθεστώς των «ολιγαρχών»). Ωστόσο, η αντιφασιστική ρητορική, η αντοχή και οι στρατιωτικές επιτυχίες των σεπαρατιστών κατά την απόκρουση των διαδοχικών εκστρατειών του (μετα το Μαϊντάν) καθεστώτος του Κιέβου, δημιούργησαν εκείνη την περίοδο ένα, περιορισμένο, διεθνές κίνημα αλληλεγγύης κυρίως από μικρές αντιιμπεριαλιστικές οργανώσεις των δυτικών χωρών.
Στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, η ραγδαία προέλαση των ρωσικών αρμάτων, δεν περιορίστηκε στα όρια των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς, δηλαδή σε μια περισσότερο αμυντική στρατηγική που θα προσέδιδε στην ρωσική επιχείρηση ένα ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα, αλλά προχώρησε ακάθεκτη στο εσωτερικό της Ουκρανίας και σταμάτησε μπροστά στις πύλες του Κιέβου. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Πούτιν περίμενε ότι η σπαρασσόμενη από τις εσωτερικές έριδες και διαβρωμένη από την διαφθορά κυβέρνηση Ζελένσκι, θα καταρρεύσει μέσα σε λίγες ημέρες, αν όχι μέσα σε λίγες ώρες· και ότι, η Ουκρανία, στο σύνολό της, θα παραδοθεί στις ρωσικές δυνάμεις σαν ένα ώριμο φρούτο. Ο Πούτιν πίστευε ίσως ότι θα βάλλει έτσι οριστικό τέλος στην διαγραφομένη, μετά το Μαϊνταν, απειλή της προώθησης των αμερικανονατοϊκών βάσεων και στο έδαφος της Ουκρανίας.
Ο Πούτιν, με αλαζονεία, εν όψει ενός βέβαιου, όπως νόμιζε, θριάμβου, δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει αναδρομικά τον Λένιν και το κόμμα των Μπολσεβίκων της Οκτωβριανής Επανάστασης, για την αυτονομία που υποτίθεται ότι παραχώρησαν στην «εθνοτικά ανύπαρκτη» Ουκρανία. Μια αυτονομία, που ο Λένιν πραγματικά σχεδίαζε να παραχωρηθεί στην ουκρανική και στις άλλες υποτελείς εθνότητες της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας, καθώς οι στόχοι του και ο πολιτικός του ορίζοντας ήταν πολύ ευρύτεροι από την άμεση επιβίωση μιας κομματικής γραφειοκρατίας. Για το σκοπό αυτό μάλιστα έδωσε την τελευταία απεγνωσμένη μάχη του, από το κρεβάτι της αρρώστιας του, ενάντια στον «κτηνώδη, βάρβαρο μεγαλορωσικό σωβινισμό» που αναδύθηκε αναπάντεχα μέσα από τις γραμμές του ίδιου του μπολσεβίκικου κόμματος, μετά από την εδραίωσή του στην κυβερνητική εξουσία. Η πολιτική κληρονομιά του Λένιν, πολύ γρήγορα στρεβλώθηκε από τους επιγόνους για να διατηρηθούν κάποια σπαράγματά της, απλώς ως προπέτασμα, μεταξύ των άλλων και για την καταπίεση των μικρότερων εθνοτήτων. Ο Πούτιν που εκπαιδεύτηκε και σταδιοδρόμησε ως αξιωματούχος της Κα Γκε Μπε, μέσα δηλαδή στον σκληρό πυρήνα της σοβιετικής γραφειοκρατίας, εξέφρασε απλώς ανοιχτά αυτό που οι δάσκαλοί του πίστευαν πραγματικά, αλλά δεν τολμούσαν ποτέ να το εκφράσουν.
Οι κομπασμοί και οι εκτιμήσεις του Πούτιν και των ανιστόρητων επιτελικών εγκεφάλων του Κρεμλίνου αποδείχθηκαν τραγικά εκτός πραγματικότητας. Ένα κύμα εθνικιστικού παροξυσμού απλώθηκε στην Ουκρανία και η πλειοψηφία του ουκρανικού λαού συσπειρώθηκε γύρω από την, μέχρι χθες αναξιόπιστη, κυβέρνηση Ζελένσκι. Ο ουκρανικός λαός έχει ακόμη πικρές αναμνήσεις από τις εμπειρίες των δεκαετιών της ρωσοκεντρικής, αυταρχικής, γραφειοκρατικής διακυβέρνησης της ΕΣΣΔ. Αναμνήσεις που δυστυχώς επισκιάζουν τις αντίστοιχες των κατακτήσεων της Οκτωβριανής Επανάστασης. Των κατακτήσεων εκείνων που επιβίωσαν στο εργατικό κράτος κάτω από το γραφειοκρατικό καθεστώς (στέγη, δουλειά, περίθαλψη, παιδεία κλπ.) Η πλειοψηφία του πληθυσμού, κάθε άλλο παρά θεώρησε τα ρωσικά στρατεύματα ως απελευθερωτές. Οι ακροδεξιές πολιτοφυλακές, πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ακόμη χειρότερα, η ρωσική εισβολή αναζωπύρωσε τον εθνικισμό και σε όλες τις γειτονικές χώρες του πρώην «ανατολικού μπλοκ» και ευνόησε την ενίσχυση ακροδεξιών κυβερνήσεων και κομμάτων που συμπαρατάχθηκαν στο πλευρό του Κιέβου.
Οι πολυπλόκαμες υπηρεσίες των αμερικανονατοϊκών ιμπεριαλιστών, ήδη καλά δικτυωμένες στην περιοχή και η δυτική προπαγάνδα, καλωσόρισαν και αξιοποίησαν στο έπακρο την πρώτη ρωσική αποτυχία. Ο κρατικός μηχανισμός της Ουκρανίας όχι μόνο δεν κατέρρευσε κάτω από τα χτυπήματα της ρωσικής εισβολής, αλλά γρήγορα ανασυγκροτήθηκε και άρχισε να αντιστέκεται στην εισβολή. Ο πακτωλός της δυτικής βοήθειας που άρχισε να ρέει, παρά την εκτεταμένη κυβερνητική διαφθορά, αναστύλωσε, τουλάχιστον προσωρινά, το ηθικό και αποκατέστησε την ισχύ του ουκρανικού στρατού. Το καθεστώς Ζελένσκι δεν έπεσε τελικά σαν ώριμο φρούτο τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2022 και οι ρωσικές δυνάμεις τελικά αποσύρθηκαν άδοξα από τις πύλες του Κιέβου και αναδιπλώθηκαν στην ανατολική και τη νότια Ουκρανία, σε περιοχές όπου πλειοψηφούσε η ρωσική εθνότητα.
Μια μερίδα οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, βιάστηκαν τότε να βγάλουν το συμπέρασμα ότι πρέπει να συμπαραταχθούν με την ουκρανική κυβέρνηση στην απόκρουση της ρωσικής εισβολής και να ζητήσουν μάλιστα την ενίσχυσή της με την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Αποδείχθηκαν ανίκανες να αντιληφθούν το γενικότερο πολιτικό-ιστορικό πλαίσιο της σύγκρουσης: τη διαρκή προσπάθεια στρατιωτικής προώθησης των δυτικών ιμπεριαλιστών προς τα ανατολικά, μέσα στο οποίο εντάσσεται συνολικά και η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση. Από την άλλη πλευρά, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές ασφαλώς δεν χρειάζονταν αυτή την παρότρυνση των αριστερών οργανώσεων για να προχωρήσουν στην στρατιωτική υποστήριξη της κυβέρνησης Ζελένσκι· ωστόσο η στάση αυτή τους χρησίμευσε σαν κερασάκι στην τούρτα της φιλοπόλεμης προπαγάνδας τους και στην καλλιέργεια μιας αντιρωσικής υστερίας μέσα στις δυτικές κοινωνίες.
Ακολούθησαν τα δυόμισι χρόνια του πολέμου φθοράς. Ενός πολέμου όχι και τόσο «χαμηλής έντασης», αλλά χαρακωμάτων, επιθέσεων και αντεπιθέσεων, μικρών προελάσεων και υποχωρήσεων, πυραυλικών χτυπημάτων και επιδρομών με drones. Τα στοιχεία της αυτοοργάνωσης και της αυτενέργειας των εργατικών στρωμάτων των «Λαϊκών Δημοκρατιών», μαζί με την αντιφασιστική τους ρητορική, όπως αυτά είχαν εκδηλωθεί αμέσως μετά το 2014, πολύ σύντομα καταπνίγηκαν από το αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν.
Η ανικανότητα της δυτικής πολιτικής ηγεσίας
Είναι βέβαιο ότι στα δυόμισι χρόνια του πολέμου φθοράς, οι ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις και γενικότερα η ουκρανική κοινωνία καταπονήθηκαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις αντίστοιχες της Ρωσίας. Η διαρκής και αυξανόμενη οικονομική βοήθεια, η παροχή στρατιωτικού και τεχνολογικού εξοπλισμού, συμβούλων, ειδικών, μισθοφόρων, συστημάτων και υπηρεσιών πληροφοριών, δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις διαρκείς καταστροφές των υποδομών, τις απώλειες του ανθρώπινου δυναμικού, την κόπωση συνολικά του ουκρανικού πληθυσμού. Η κόπωση άρχισε να εκφράζεται όλο και πιο ανοιχτά με την δυσανασχέτηση απέναντι στην επιστράτευση όλο και μεγαλύτερων ηλικιακά κλάσεων, με δημόσιες αντιδράσεις και μαζικές ανυποταξίες, παρά τις απαγορεύσεις και τα αυταρχικά μέτρα της κυβέρνησης. Οι τριβές μέσα στο ίδιο κυβερνητικό επιτελείο, μετά μάλιστα από την αποτυχία της πολυδιαφημισμένης περυσινής «εαρινής αντεπίθεσης», άρχισαν να πληθαίνουν.
Είναι βέβαιο ότι η Ρωσία διαθέτει μια πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή εφεδρειών και η αχανής έκταση των υποδομών και της οικονομίας της, ελάχιστα επηρεάστηκαν από τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι οικονομικές επιπτώσεις από τις δυτικές οικονομικές κυρώσεις, δεν είχαν τα αναμενόμενα για την αμερικανονατοϊκή ηγεσία αποτελέσματα, καθώς δεν είχε λάβει επαρκώς υπόψη της, τον νέο παγκόσμιο συσχετισμό που διαμορφώνεται με την οικονομική άνοδο της Κίνας και τον σχηματισμό των BRICS. Οπωσδήποτε η δυσφορία του ρωσικού πληθυσμού από την επιστράτευση και τις οικονομικές κυρώσεις είναι υπαρκτή, αλλά συγκριτικά πολύ μικρότερη από της Ουκρανίας που υφίσταται άμεσα τα δεινά του πολέμου.
Αν και θα πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη την παντελή ιστορική άγνοια προσωπικά του Ζελένσκι και του ακροδεξιού επιτελείου του, αυτό δεν θα έπρεπε να ισχύει τουλάχιστον για τα αμερικανονατοϊκά επιτελεία και τα δυτικά “think tanks” που καλωσόρισαν ανεπιφύλακτα την «αιφνιδιαστική» ουκρανική εισβολή στο ρωσικό έδαφος. Ισχυρίζονται σήμερα ότι ο αιφνιδιασμός και η εύκολη προέλαση της στρατιάς των ουκρανικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ρωσίας αποδεικνύει την συντριπτική τεχνολογική ανωτερότητα του δυτικού εξοπλισμού και πλήττει το κύρος και την αξιοπιστία της ηγεσίας του Πούτιν.
Ιστορικά, όλοι οι εισβολείς στο ρωσικό έδαφος διέθεταν τεχνολογικά ανώτερο στρατιωτικό εξοπλισμό και αρχικά, πραγματοποιούσαν πάντοτε πολύ εύκολες και βαθιές προελάσεις μέσα στις αχανείς εκτάσεις, οι οποίες ήταν δύσκολο να περιφρουρηθούν από αποτελεσματικές ρωσικές αμυντικές διατάξεις. Από την άλλη πλευρά, η κινητοποίηση των εφεδρειών του ρωσικού στρατού πάντοτε καθυστερούσε λόγω των μεγάλων αποστάσεων και των αντίστοιχων μεγάλων μετακινήσεων των στρατιωτικών μονάδων που απαιτούνταν. (Αυτό άλλωστε αποτέλεσε και ένα βασικό επιχείρημα ενάντια στο σχέδιο της ανάπτυξης ενός συστήματος πολιτοφυλακών στη θέση του τακτικού στρατού που οραματίστηκε ο Τρότσκι μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου).
Ωστόσο μετά την ολοκλήρωση της κινητοποίησης των ρωσικών εφεδρειών, άρχιζε πάντοτε και η αντίστροφη μέτρηση για την τύχη του εισβολέα, οι δυνάμεις του οποίου μειονεκτούσαν τώρα από την υπερέκταση των γραμμών του ανεφοδιασμού του. Η «υπερέκταση» των ρωσικών δυνάμεων που επικαλέστηκε ο Ζελένσκι, όχι μόνο δεν θα ισχύσει μεσοπρόθεσμα, αλλά το πιθανότερο θα αποτελέσει ένα ακόμη μειονέκτημα για τον ουκρανικό στρατό μαζί με την ένδεια εφεδρειών που δύσκολα μπορούν πλέον να αναπληρώσουν οι ξένοι «ειδικοί» και μισθοφόροι.
Όσο για την «αποσταθεροποίηση» του ρωσικού καθεστώτος του Πούτιν που αφήνει να εννοηθεί ότι περιμένει ο Ζελένσκι, θα μπορούσε ίσως να διδαχθεί, εάν είναι βέβαια επιδεκτικός, αν όχι από την Ιστορία, αλλά από την ίδια την δική του εμπειρία. Από την συσπείρωση που προκάλεσε, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, η ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022 της πλειοψηφίας της ουκρανικής κοινωνίας γύρω από την μέχρι τότε αναξιόπιστη κυβέρνησή του.