Από την πρώτη μέρα της σύστασής του, το 1979, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο παραμένει ένας ατροφικός θεσμός με περιορισμένες εξουσίες παρά τις προσπάθειες, (π.χ. με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, της Λισαβώνας κλπ.), να αναβαθμιστεί ο ρόλος του και να αναλάβει περισσότερες αρμοδιότητες. Το κοινοβούλιο δεν απέκτησε ποτέ τις ουσιαστικές νομοθετικές λειτουργίες και τις δυνατότητες για τις αποφασιστικές πρωτοβουλίες που διαθέτει το συμβούλιο των κυβερνητικών επιτρόπων, η Κομισιόν. Αυτό αποδείχθηκε ξεκάθαρα κατά την περίοδο 2012-15 της κορύφωσης της ονομαζόμενης «ελληνικής κρίσης χρέους», όταν όλες οι πρωτοβουλίες και οι κρίσιμες αποφάσεις πάρθηκαν στην Κομισιόν.
Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο δεν στηρίζεται σε ένα σύνταγμα που να κατοχυρώνει τα συμφέροντα κάποιας ενιαίας ευρωπαϊκής αστικής τάξης, (δηλαδή μιας τάξης με συνείδηση κάποιων βασικών κοινών συμφερόντων της). Παρά την επιβολή και διατήρηση του κοινού νομίσματος και την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση και αλληλοδιείσδυση των οικονομιών, οι αστικές τάξεις των χωρών της ευρωπαϊκής ένωσης παραμένουν ανταγωνιστικές και περιχαρακωμένες στις δικές τους εθνικές βάσεις. Ο περιβόητος γαλλογερμανικός άξονας που θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της ΕΕ, ποτέ δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την απαιτούμενη συνοχή και ομοψυχία μεταξύ των δύο ισχυρότερων αστικών ευρωπαϊκών τάξεων.
Ο ρόλος του κοινοβουλίου τις περισσότερες φορές περιορίζεται στο να επικυρώνει τις αποφάσεις της Κομισιόν μέσα από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των ανταγωνιζόμενων πλευρών και ενός κυκεώνα γραφειοκρατικών διαδικασιών.
Η εγγενής ακόρεστη δίψα των καπιταλιστών για νέες αγορές οδήγησε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων, στην διαρκή επέκταση της ΕΕ προς τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Όμως η πολιτική αστάθεια αυτών των χωρών, η ανάδειξη εθνικιστικών-ακροδεξιών ή ακροκεντρώων κυβερνήσεων, δημιούργησε έναν ακόμη παράγοντα δυσλειτουργίας για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Από την άλλη πλευρά η ισχυρή ανάμνηση του αυταρχισμού των σταλινικών καθεστώτων στις χώρες αυτές αποτελεί ακόμη και σήμερα έναν αποτρεπτικό παράγοντα για τη μαζική συνδικαλιστική και πολιτική συγκρότηση των εργατικών τους τάξεων.
Η αποχή
Η διαχρονικά χαμηλή συμμετοχή στις Ευρωπαϊκές εκλογές (στις εκλογές της 9ης Ιουνίου μόλις λίγο πάνω από το 50% των πανευρωπαϊκά εγγεγραμμένων) αντικατοπτρίζει το μικρό γενικά ενδιαφέρον των λαϊκών τάξεων για έναν θεσμό εντελώς απομακρυσμένο από την καθημερινότητα και τα καυτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, καθώς παρατείνεται και επιδεινώνεται η γενικευμένη, πολυσύνθετη κρίση του καπιταλισμού.
Στις εκλογές της 9ης Ιουλίου, για μια ακόμα φορά, η πιο χαμηλή συμμετοχή σημειώθηκε στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (Κροατία 21,35%, Λιθουανία 28,35%, Βουλγαρία 33,79%, Λετονία 33,82%, Σλοβακία 34,38%, Τσεχία 36,65%, Εσθονία 37,60%, Πολωνία 40,65% ). Γεγονός που αντικατοπτρίζει το πολύ χαμηλό έως ανύπαρκτο κύρος του θεσμού σε αυτές τις χώρες, οι οποίες μετά την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων υπέστησαν τις βάρβαρες «θεραπείες σοκ» της ελεύθερης αγοράς. Μια στάση που μαζί με την άνοδο της ακροδεξιάς φανερώνει την απογοήτευση και σύγχυση στην οποία βρίσκονται στις χώρες αυτές οι εργατικές τάξεις και τα λαϊκά στρώματα. Αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, δεδομένου ότι πριν από τρεις δεκαετίες, στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, η κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων συνοδεύτηκε από τις ονομαζόμενες «βελούδινες επαναστάσεις» στις οποίες κυριαρχούσαν οι λαϊκές αυταπάτες για τον δήθεν φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρα της ΕΕ και της Δύσης γενικότερα.
Σχετικά χαμηλά είναι επίσης τα ποσοστά συμμετοχής στις χώρες του ευρωπαϊκού «νότου» που χτυπήθηκαν σκληρότερα από την οικονομική κρίση και τις πολιτικές λιτότητας των μνημονίων (Πορτογαλία 36,54%, Ελλάδα 41,39%) και λιγότερο Ιταλία 48,31% και Ισπανία 49,21%.
Στις δύο μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Γαλλία και τη Γερμανία, η συμμετοχή στις εκλογές ήταν αντίστοιχα 51,50% και 64,78%. Οι ψηφοφόροι τους χρησιμοποίησαν την ευκαιρία βασικά για να τιμωρήσουν τις εθνικές τους κυβερνήσεις.
Ο μεγάλος συνασπισμός
Αυτή η προβληματική λειτουργία του κοινοβουλίου και των ευρωπαϊκών θεσμών γενικότερα, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του 2019, βασιζόταν κυρίως στους αμοιβαίους συμβιβασμούς των δύο μεγαλύτερων ευρωπαϊκών σχηματισμών: του δεξιού EPP (European People’s Party – Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) και του κεντροαριστερού PES (Party of European Socialists – Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα). Η ηγετική παρουσία και στους δύο σχηματισμούς, των αντίστοιχων γερμανικών κομμάτων (του CDU/CSU-χριστιανοδημοκρατικού στο EPP και του SPD-σοσιαλδημοκρατικού στο PES), αφενός επιβεβαίωνε την πρωτοκαθεδρία του γερμανικού καπιταλισμού στην ΕΕ και αφετέρου διασφάλιζε την όποια συνοχή του θεσμού και συνέχεια της λειτουργίας του.
Τα δύο αυτά ευρωπαϊκά «κόμματα», μέχρι το 2019, συγκέντρωναν αθροιστικά περισσότερες από 400, από τις συνολικά 700+ έδρες του κοινοβουλίου και διατηρούσαν έτσι μια επισφαλή πλειοψηφία («μεγάλος συνασπισμός») στα επιμέρους ζήτημα που έρχονταν προς ψήφιση. Η σχετική αυτή ισορροπία ανατράπηκε στις εκλογές του 2019 καθώς τα δύο κόμματα συγκέντρωσαν 176 (το EPP) και 139 (το PES) έδρες (συνολικά 315), έναντι 216 και 185 (συνολικά 401) αντίστοιχα που είχαν συγκεντρώσει το 2014. Αυτό ανάγκασε πολλές φορές το EPP μετά το 2019 να αναζητήσει την ευκαιριακή στήριξη είτε από την ακροδεξιά, είτε από το «ακραίο κέντρο» ή τους «πράσινους» που είχαν σημειώσει σχετική άνοδο.
Ασφαλώς η πτώση του μεγάλου συνασπισμού δεν έγινε απότομα στις εκλογές του 2019. Η πτώση, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, έγινε σταδιακά με την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης που εκδηλώθηκε μετά το 2008. Τη σταδιακή πτώση πανευρωπαϊκά του μεγάλου συνασπισμού ακολούθησε με έναν εντυπωσιακό τρόπο, σχεδόν γραμμικά, η σημαντική γερμανική του συνιστώσα (το άθροισμα CDU/CSU και SPD) όπως φαίνεται με το σχεδόν σταθερό διαχρονικά ποσοστό της συμμετοχής της 14-15%.
Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αποτελεί ωστόσο ένα πεδίο πολιτικών διεργασιών, μια ευκαιρία συνάντησης και συντονισμού πολιτικών δυνάμεων από τις διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, που έχουν έναν κάπως παραπλήσιο προσανατολισμό. Αυτές τις διευκολύνσεις και τις δυνατότητες που προσφέρει το κοινοβούλιο, φαίνεται πως κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν κατάλληλα οι αναδυόμενες δυνάμεις της ακροδεξιάς. Για τις δυνάμεις αυτές αποτέλεσε οπωσδήποτε και μια πηγή οικονομικής ενίσχυσης των κομματικών τους μηχανισμών, χάρις στις θεσμικές χρηματικές επιδοτήσεις, τις διάφορες υλικές παροχές και διευκολύνσεις και τις παχυλές βουλευτικές αποζημιώσεις (εκτός από τις θρυλούμενες υπόγειες συναλλαγές). Μια ενδεχόμενη, ανάληψη χαρτοφυλακίων από την ακροδεξιά, μετά από μια επίσημη συμφωνία με το EPP (όπως για τη διατήρηση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία), θα διευρύνει ακόμη περισσότερο αυτές τις δυνατότητες οικονομικής ενίσχυσης των μηχανισμών της.
α) Για το EPP – Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Τα μεγαλύτερα συντηρητικά κεντροδεξιά κόμματα της Ευρώπης συγκροτούν το EPP (European People’s Party) – Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τη μεγαλύτερη ομάδα κομμάτων του ευρωκοινοβουλίου που διατηρεί σταθερά την προεδρία τόσο του κοινοβουλίου όσο και της Κομισιόν, από το 1976 μέχρι και σήμερα. Περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα συντηρητικά κεντροδεξιά κυβερνητικά κόμματα:
Το CDU/CSU της Γερμανίας, The Republicans της Γαλλίας, CD&V του Βελγίου, PNL της Ρουμανίας, Fine Gael της Ιρλανδίας, National Coalition Party της Φινλανδίας, Νέα Δημοκρατία της Ελλάδας, Forza Italia της Ιταλίας, People’s Party (PP) της Ισπανίας, Civic Platform της Πολωνίας, Social Democratic Party της Πορτογαλίας, Citizens for European Development της Βουλγαρίας.
Στην ιστοσελίδα του, το EPP διακηρύσσει ότι είναι «η κεντροδεξιά πολιτική οικογένεια, της οποίας οι ρίζες βρίσκονται βαθιά στην ιστορία και τον πολιτισμό της ευρωπαϊκής ηπείρου και [η οποία] πρωτοστάτησε στο ευρωπαϊκό εγχείρημα από την αρχή του».
Όπως αναφέραμε και παραπάνω το EPP, στις εκλογές του 2019 είχε υποστεί μια πτώση στις 176 έδρες από τις προηγούμενες 216 του 2014 (πτώση 40 έδρες). Στις εκλογές της 9ης Ιουνίου το EPP φαίνεται ότι διατηρεί αλώβητες τις δυνάμεις του, αυξάνοντας μάλιστα τις έδρες του, από 176 το 2019, στις 190 και προκαλώντας έτσι μια σχετική ανακούφιση στα κυβερνητικά επιτελεία των ιμπεριαλιστικών δυτικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος των New York Times το βράδυ της Κυριακής: «το κέντρο κρατάει», ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε ότι «η Ακροδεξιά εξακολουθεί να προκαλεί τρόμο».
Ωστόσο, παρά αυτόν τον «τρόμο», η Τζώρτζια Μελόνι, η μεταφασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας, εφαρμόζει χωρίς εμπόδια την αντιμεταναστευτική και ομοφοβική πολιτική της, ενώ βρίσκεται σε συνεννοήσεις για τη στήριξη της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη παραμονή της στη θέση της προέδρου της Κομισιόν.
β) Για το PES (Party of European Socialists) – Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα
Τα παραδοσιακά κεντροαριστερά-σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών της Ευρώπης, ανεξάρτητα από την ένταξή τους στην ΕΕ, συμμετέχουν στο PES. Τα μεγαλύτερα κόμματα εντός της ΕΕ είναι:
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) της Γερμανίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) της Γαλλίας, το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Ρουμανίας και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ισπανίας.
Το 1978, η Συνομοσπονδία των Σοσιαλιστικών Κομμάτων ενέκρινε το πρώτο κοινό ευρωπαϊκό εκλογικό της μανιφέστο, στο οποίο αναφέρονταν ότι οι σημαντικότεροι στόχοι ήταν η διασφάλιση του δικαιώματος στην αξιοπρεπή εργασία, η καταπολέμηση της ρύπανσης, ο τερματισμός των διακρίσεων, η προστασία του καταναλωτή και η προώθηση της ειρήνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών.
Όμως ο Σολτς, ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Γερμανίας, δεν δίστασε φέτος να διακηρύξει ότι «πρέπει να απελαύνουμε τους ανθρώπους πιο συχνά και πιο γρήγορα». Πριν από τις εκλογές υιοθέτησε το αίτημα του AfD να ξεκινήσει η απέλαση ανθρώπων στο Αφγανιστάν. Η κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Ελεύθερων Δημοκρατών που σχηματίστηκε το 2021, υποστηρίζει σταθερά την επίθεση γενοκτονίας του Ισραήλ στη Γάζα και καταστέλλει με αγριότητα τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις της νεολαίας στο εσωτερικό. Ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ρωσίας και οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των διαρκώς αυξανόμενων αποστολών όπλων προς την Ουκρανία, επιβάλουν τη λιτότητα και τον περιορισμό των δαπανών για δημόσια υγεία, σχολεία και υποδομές.
To SPD, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, ακολούθησε επίσης την πτωτική πορεία του μεγάλου συνασπισμού από το 2009. Στις εκλογές της 9ης Ιουνίου, το SPD, ενώ βρίσκεται ακόμη στην κυβέρνηση κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας του (13,90%).
Η μετεωρική ανάδυση και πτώση του «ακραίου κέντρου»
Πριν από τις εκλογές του 2019, σχηματίστηκε το Renew Europe με την συνένωση του παραδοσιακού κόμματος του κέντρου των φιλελευθέρων ALDE (Alliance of Liberals and Democrats for Europe Party) – Κόμμα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη, που διέγραφε και αυτό μια φθίνουσα πορεία από την έναρξη της κρίσης και των αναδυόμενων δυνάμεων του λεγόμενου «ακραίου κέντρου», με βασικό και αντιπροσωπευτικό εκφραστή τους το γαλλικό Renaissance του Εμμανουέλ Μακρόν.
Εκτός από τη Γαλλία (22 εκλεγμένοι στους συνολικά 79 Γάλλους ευρωβουλευτές), ισχυρή παρουσία είχαν στις ευρωεκλογές του 2019 τα κόμματα του Renew σε μια σειρά από δυτικές χώρες. Σε παρένθεση οι εκλεγμένοι ευρωβουλευτές στο συνολικό αριθμό της χώρας) :
Βέλγιο (4/21), Δανία (11/21), Ολλανδία (7/29), Φινλανδία (3/14), Ισπανία (9/59), Γερμανία (7/96), αλλά και σε αρκετές του πρώην ανατολικού μπλοκ: Βουλγαρία (3/17), Τσεχία (5/21), Ρουμανία (7/33), Σλοβακία (4/14).
Με τον πρόσκαιρο λαμπερό λούστρο που τους έδωσαν τα αστικά ΜΜΕ και τα νέα εργαλεία χειραγώγησης της κοινής γνώμης, οι ακροκεντρώοι πολιτευτές κατέγραψαν μια εντυπωσιακή εμφάνιση τόσο στις εθνικές τους εκλογές, όσο και στις ευρωπαϊκες του 2019, υποσχόμενοι εκσυγχρονιστικές «μεταρρυθμίσεις», οικονομική ανάπτυξη που θα βασίζεται στην επιχειρηματικότητα, στην τυφλή εμπιστοσύνη στον ρυθμιστικό ρόλο της ελεύθερης αγοράς, στον περιορισμό των κρατικών δαπανών κλπ.
Την πενταετία που ακολούθησε τα κόμματα του ακραίου κέντρου που βρέθηκαν στην κυβέρνηση υιοθέτησαν σταδιακά την ακροδεξιά ατζέντα ισχυριζόμενα ότι εκφράζουν τις «ανησυχίες των πολιτών», με χαρακτηριστικό πάντοτε παράδειγμα την Renaissance του Μακρόν. Εισήγαγε μια σειρά από αντεργατικούς νόμους με κορυφαίο το νόμο για το συνταξιοδοτικό που προκάλεσε μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις. Ο Μακρόν από τη θέση του πρωθυπουργού της Γαλλίας δεν διστάζει να εκτοξεύει απειλές ενάντια στους «ισλαμοαριστερούς» και να κατηγορεί τη Λεπέν ότι είναι «μαλακή απέναντι στο Ισλάμ». Εξαγγέλλει την αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στο μέτωπο της Ουκρανίας και απαγορεύει τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους.
Μετά τη συντριβή του στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, με 15% έναντι 32% της Λεπέν, ο Μακρόν διέλυσε τη Βουλή ελπίζοντας να εκβιάσει έτσι τους ψηφοφόρους και ανοίγοντας το δρόμο σε μια πιθανή είσοδο στην κυβέρνηση της Λεπέν.
Η διαχρονική αδυναμία των Πράσινων
Το ευρωπαϊκό κόμμα των Πράσινων δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1979 από οικολογικά κινήματα και ομάδες και από κινήματα για τον πυρηνικό αφοπλισμό που δραστηριοποιούνταν στην Ευρώπη ήδη από την δεκαετία του1970. Στις εκλογές του 1984 εξέλεξαν 11 ευρωβουλευτές (7 από τη Γερμανία, 1 από την Ολλανδία και 1 από το Βέλγιο).
Η ευαισθητοποίηση των πληθυσμών για την επιδεινούμενη κλιματική κρίση, έδωσε ώθηση στη δημιουργία μιας σειράς πράσινων κομμάτων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης που προγραμματικά, επικεντρώνονται σε πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα τοποθετούνται πολιτικά στο χώρο του κέντρου και αποδέχονται τις νέο-φιλελεύθερες πολιτικές. Αρκετά συμμετείχαν για κάποια χρονικά διαστήματα ή σήμερα συμμετέχουν, σε κυβερνήσεις συνασπισμού όπως στη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ιρλανδία, τη Τσεχία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία.
Η ανησυχία του ευρωπαϊκού πληθυσμού από την όξυνση της κλιματικής κρίσης προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, με τις δραματικές πλέον επιπτώσεις από την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας, αποτυπώθηκε στις εκλογές του 2019, με τη σημαντική άνοδο του ευρωπαϊκού κόμματος των Πρασίνων.
Η απογοήτευση από την σταδιακή αποκάλυψη της αδυναμίας να δώσουν οι Πράσινοι μια ουσιαστική εναλλακτική πρόταση, αποτυπώθηκε με την σχετική πτώση τους στα προηγούμενα επίπεδα, στις εκλογές του 2024, όπως φαίνεται στον ΠΙΝΑΚΑ 3.
Το πρώτο Πράσινο Κόμμα που πέτυχε πανεθνική προβολή ήταν το Γερμανικό Κόμμα των Πρασίνων. Το κόμμα ιδρύθηκε το 1980, με αναφορές στην εξέγερση του Μάη του 68, στο αντιπολεμικό κίνημα των δεκαετιών 1960-70, στα κινήματα της Νέας Αριστεράς και έγινε γνωστό για την μαχητική αντίθεσή του στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Γνώρισε μια σημαντική εκλογική άνοδο μετά το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ το 1986. Τη δεκαετία του ’90, μετά την Γερμανική ενοποίηση, συγχωνεύθηκε με ομάδες υποστήριξης των πολιτικών δικαιωμάτων από την πρώην Ανατολική Γερμανία. Στις βουλευτικές εκλογές του 1994 κέρδισαν 7,3% και 49 έδρες στη Μπούντεσταγκ. Το 1998 σχημάτισαν μαζί με το SPD την πρώτη «κοκκινο-πράσινη» κυβέρνηση συνασπισμού (1998-2002) και στη συνέχεια τη δεύτερη (2002-2005). Στις βουλευτικές εκλογές του 2021 κέρδισαν 14,8% και σχημάτισαν την κυβέρνηση συνασπισμού του Όλαφ Σόλτς με το SPD και το κόμμα των φιλελευθέρων FDP.
Όπως είναι επόμενο, με τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις το Γερμανικό Πράσινο κόμμα εγκατάλειψε όλες τις αρχικές ριζοσπαστικές κοινωνικές θέσεις του και τους προβληματισμούς του, για να επικεντρωθεί στη «ρεαλιστική» πολιτική επιδιώκοντας τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, τη μείωση των εκπομπών άνθρακα και την προώθηση της βιωσιμότητας και των φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών μέσα από την προώθηση σχετικών νομοθεσιών. Από την άλλη υποστηρίζει τα αντεργατικά μέτρα λιτότητας, τη συμμετοχή των γερμανικών στρατευμάτων στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, την αποστολή όπλων στην Ουκρανία και τη γενοκτονία του Ισραήλ στη Γάζα. Η εκλογική δυναμική του γερμανικού κόμματος όπως φαίνεται στον ΠΙΝΑΚΑ 3 ακολουθεί πλέον τις διακυμάνσεις της εκλογικής δύναμης των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κεντρώων πράσινων κομμάτων.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς
Στις εκλογές του 2019 η ακροδεξιά εμφανίστηκε κυρίως με δύο πανευρωπαϊκά «κόμματα»:
α) το IDP (Identity and Democracy Party – Ταυτοτικό και Δημοκρατικό Κόμμα)
Σήμερα περιλαμβάνει τα παρακάτω κόμματα, με την αντίστοιχη παρουσία στα εθνικά τους κοινοβούλια μέσα στη παρένθεση:
Αυστρία Freiheitliche Partei Österreichs (FPÖ) 30/183, Βέλγιο Vlaams Belang (VB) 18/87, Τσεχία Svoboda a přímá demokracie (SPD) 19/200, Εσθονία Konservatiivne Rahvaerakond (EKRE) 19/101, Γαλλία Rassemblement national (RN) 88/577, Ιταλία Lega 66/400, Ολλανδία Partij voor de Vrijheid (PVV) 37/150, Πορτογαλία Chega (CH) 50/230, Σλοβακία Slovenská národná strana (SNS) 10/150.
Το κόμμα ιδρύθηκε μετά τις εκλογές του 2014 αρχικά από τη Rassemblement national, τη Lega, τη Freiheitliche Partei Österreichs, το Vlaams Belang, το Konservatiivne Rahvaerakond και διαμορφώθηκε στη σημερινή του κατάσταση μετά από τρία διαδοχικά συνέδρια, συγκρούσεις, προσχωρήσεις και αποχωρήσεις. Θεωρείται ότι συσπειρώνει τα πιο σκληρά εθνικιστικά κόμματα με εχθρική στάση απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Στις εκλογές της 9ης Ιουνίου το κόμμα αύξησε τη δύναμή του σε σχέση με το 2009 από 49 σε 58.
Το Alternative für Deutschland (AFD) 80/736 της Γερμανίας είχε αποβληθεί από το ID πριν τις εκλογές της 9ης Ιουνίου, μετά από την αποκάλυψη μυστικών ρατσιστικών σχεδιασμών για απελάσεις μεταναστών. Παρόλα αυτά το AfD σημείωσε μια εντυπωσιακή αύξηση από 9 σε 17 που θα πρέπει να προστεθεί στην άνοδο της ακροδεξιάς.
β) το ECR (European Conservatives and Reformists Party – Ευρωπαϊκό Συντηρητικό και Μεταρρυθμιστικό Κόμμα).
Περιλαμβάνει τα παρακάτω κυριότερα πιο «μετριοπαθή» ακροδεξιά κόμματα με παρουσία, στην παρένθεση, στα εθνικά τους κοινοβούλια :
Κροατία Hrvatski suverenisti 1/151, Τσεχία Občanská demokratická strana 34/200, Ιταλία Fratelli d’Italia 118/400, Λετονία Nacionālā apvienība 13/100, Λιθουανία Lietuvos lenkų rinkimų akcija – Krikščioniškų šeimų sąjunga 3/141, Λουξεμβούργο Alternativ Demokratesch Reformpartei Parti réformiste d’alternative démocratique Alternative Demokratische Reformpartei 5/60, Πολωνία Prawo i Sprawiedliwość 189 / 460, Ρουμανία Alternativa Dreaptă 3 / 330, Σλοβακία Sloboda a Solidarita19 / 150 , Ισπανία Vox 33 / 350, Σουηδία Sverigedemokraterna 73 / 349.
Το ECR παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το 2019από 69 σε 96.
Στην ακροδεξιά του ευρωκοινοβουλίου ωστόσο θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και άλλα κόμματα που εξέλεξαν ευρωβουλευτές ενώ δεν ανήκουν στους δύο παρακάνω πανευρωπαϊκούς σχηματισμούς π.χ. τα ελληνικά κόμματα: Ελληνική Λύση, Νίκη, Φωνή Λογικής. Αλλά και μεμονωμένους βουλευτές που έχουν εκλεγεί από κόμματα που συμμετέχουν στο EPP π.χ. ο Μπελέρης με το κόμμα της ΝΔ.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι τις απώλειες του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας, πανευρωπαϊκά, τις καρπώθηκε βασικά η ακροδεξιά.
Είναι γεγονός ότι κανένα από τα παραπάνω εθνικά κόμματα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανοιχτά φασιστικό/ναζιστικό, καθώς δεν αναπτύσσουν οργανωμένες ομάδες εφόδου, υπόγεια κοινωνική δικτύωση και δημόσια αντικοινοβουλευτική ρητορεία, όπως για παράδειγμα έκανε το κόμμα της Χρυσής Αυγής που γνωρίσαμε. Ωστόσο πολλά τέτοια κόμματα και ομάδες υπάρχουν διάσπαρτα στο πολιτικό περιθώριο της Ευρώπης και η διαρκής άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί για αυτά το εύφορο έδαφος για μια μελλοντική ανάπτυξη.
Η διαχρονική ένδεια της ρεφορμιστικής Αριστεράς
Στο σχηματισμό του ευρωπαϊκού κόμματος της «Αριστεράς» συμμετέχουν τα παρακάτω «κομμουνιστικά» και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, με την αντίστοιχη παρουσία στα εθνικά τους κοινοβούλια μέσα στη παρένθεση:
Αυστρία Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίας (0/183), Βουλγαρία Βουλγαρική Αριστερά (0/240), Κροατία Εργατικό Μέτωπο (0/151), Τσεχία Η Αριστερά (0/200), Δανία Κοκκινοπράσινη Συμμαχία (9/179), Εσθονία (0/101), Φινλανδία (0/200), Γαλλία ΚΚ Γαλλίας (12/577), Γερμανία Η Αριστερά (28/736), Ελλάδα ΣΥΡΙΖΑ (36/300), Ουγγαρία (0/199), Ιταλία Κομμουνιστική Επανίδρυση (0/400), Λουξεμβούργο Η Αριστερά (2/60), Μολδαβία ΚΚ Μολδαβίας (8/101), Πορτογαλία Αριστερό Μπλοκ (5/230), Ρουμανία Σοσιαλιστικό Κόμμα (0/330), Σλοβενία (Η Αριστερά 5/90), Ισπανία ΚΚ Ισπανίας (7/350), Καταλονία Ενιαία και Εναλλακτική Αριστερά (0/47).
Από την παράθεση των παραπάνω αριθμών γίνεται φανερή η σχεδόν ασήμαντη ευρύτερη κοινωνική απήχηση των κομμάτων της ρεφορμιστικής Αριστεράς στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Μια συνέπεια, σε μεγάλο βαθμό όπως αναφέραμε και παραπάνω, της ζωντανής ακόμη ανάμνησης των αυταρχικών σταλινικών καθεστώτων που αυτά βίωσαν για παραπάνω από τέσσερες δεκαετίες.
Από την παράθεση του Πίνακα 4, της συνολικής εξέλιξης της δύναμης της «Αριστεράς» στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η όποια δυναμική παρουσιάσθηκε για τα κόμματα αυτά στις χώρες της δυτικής Ευρώπης το 2014, στη κορύφωση δηλαδή της ελληνικής «κρίσης χρέους», καταστράφηκε στη συνέχεια με την απογοήτευση που σκόρπισε η άθλια συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Στη γενικότερη άθροιση των δυνάμεων της ρεφορμιστικής Αριστεράς του ευρωκοινοβουλίου, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τουλάχιστον και τους δύο βουλευτές που διατηρεί σταθερά το ΚΚΕ από το 2009, (με τις διαφορετικές, επίσημα διατυπωμένες θέσεις του σχετικά με τον ρόλο και την προοπτική της ΕΕ).
Οπωσδήποτε οι γενικότερες εξελίξεις στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Αριστεράς απαιτούν μια διαφορετική, προσεκτική, πολύ πιο λεπτομερή και αναλυτική προσέγγιση.