Το βράδυ της 9ης Ιουνίου, με την ανακοίνωση της διάλυσης της Βουλής από τον Μακρόν, ο Φρανσουά Ρουφέν, μια ανεξάρτητη προσωπικότητα της κεντροαριστεράς έκανε έκκληση για τη δημιουργία ενός Νέου Λαϊκού Μετώπου. Στις 10 Ιουνίου δημοσιεύει στα κοινωνικά δίκτυα ένα σχετικό αίτημα που συγκεντρώνει αμέσως πολλές εκατοντάδες χιλιάδες υπογραφές, συνυπογράφουν 350 γνωστές προσωπικότητες. Ακολουθούν αυθόρμητες συγκεντρώσεις και καλέσματα από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το βράδυ της 10ης Ιουνίου εκπρόσωποι από 7 κόμματα:
Πράσινοι (EELV), η La France insoumise (LFI), το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), η Place publique (PP), η Génération·s (G·s) και η Ρεπουμπλικανική και Σοσιαλιστική Αριστερά (GRS) ανακοινώνουν δημόσια τη δημιουργία ενός συνασπισμού γαλλικών αριστερών πολιτικών κομμάτων με το όνομα «Νέο Λαϊκό Μέτωπο». Αμέσως ξεκίνησαν τα ατελείωτα παζάρια για την κατανομή των εδρών, ακόμη και για τον ορισμό του πιθανού πρωθυπουργού.
Δύο μέρες αργότερα ακολουθούν το NPA-L’Anticapitaliste, το Κίνημα Ρεπουμπλικανών και Πολιτών, οι Αριστεροί Ριζοσπάστες και το L’Engagement.
Πως λοιπόν φτάσαμε σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση, στη χώρα που αποτελούσε πάντοτε το πολιτικό εργαστήριο δοκιμών της Ευρώπης;
Η άνοδος και η κατάρρευση του ακραίου κέντρου και των Πράσινων
Ο Μακρόν προέρχεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το 2014 ήταν υπουργός των οικονομικών και εισηγήθηκε ένα νόμο για την ανάπτυξη και για την ισότητα στην οικονομική δραστηριότητα και τις οικονομικές ευκαιρίες που πήρε το όνομα «νόμος του Μακρόν». Το 2016 παραιτήθηκε από τη κυβέρνηση του Manuel Valls και ίδρυσε το δικό του πολιτικό κόμμα, το En Marche! Ισχυριζόταν ότι το κόμμα του βρισκόταν έξω από τη διάκριση αριστεράς-δεξιάς και λόγω των ακραίων νεοφιλελεύθερων απόψεων ονομάστηκε «ακραίο κέντρο». Έθεσε υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές του 2017, στις οποίες ήρθε πρώτος στον πρώτο γύρο με 24% έναντι 21,3% της Λεπέν, για να νικήσει θριαμβευτικά με 66,1% στο δεύτερο γύρο και έγινε έτσι στα 39 του χρόνια ο νεότερος στην ιστορία Γάλλος πρόεδρος.
Η πρώτη του θητεία χαρακτηρίστηκε από την μεταρρύθμιση του εργατικού κώδικα που κατάργησε τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και τις αντικατέστησε με εταιρικές. Προκάλεσε μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις ήδη από το Σεπτέμβριο του 2017. Το 2018 αντιμετώπισε τις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων. Ένα κίνημα που επικεντρώθηκε αρχικά στην αύξηση της τιμής των καυσίμων που είχε προκαλέσει η αύξηση του φόρου στα πετρελαιοειδή. Γρήγορα το κίνημα επεκτάθηκε και σε αιτήματα που σχετίζονται με την αγοραστική δύναμη των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων.
Πριν από τις ευρωεκλογές του 2019, τα ευρωπαϊκά κόμματα του λεγόμενου «ακραίου κέντρου», σχημάτισαν την ομάδα Renew Europe με την συνένωσή τους με τα φιλελεύθερα, παραδοσιακά κόμματα του κέντρου που μέχρι τότε σχημάτιζαν την ομάδα ALDE (Alliance of Liberals and Democrats for Europe Party) – Κόμμα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη. Το γαλλικό του Εμμανουέλ Μακρόν που μετονομάστηκε Renaissance, πήρε την ηγετική θέση και αποτελούσε τον βασικό και αντιπροσωπευτικό εκφραστή του «ακραίου κέντρου».
Καθώς η καπιταλιστική κρίση, επιτεινόταν από τις συνέπειες των περιφερειακών πολέμων και της κλιματικής αλλαγής, παρά τις περιοδικές, προσωρινές όλο και πιο ασθενικές ανακάμψεις της οικονομίας, τα παραδοσιακά αστικά κόμματα γνώριζαν τη σταδιακή πτώση της απήχησης και του κύρους τους. Από την άλλη πλευρά, οι λαϊκές μάζες της Ευρώπης απογοητευμένες για μια φορά ακόμη από την ρεφορμιστική αριστερά, μετά από την άθλια συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, γυρίζουν τη πλάτη τους στο πολιτικό σύστημα με την αποχή. Ένα σημαντικό μέρος των στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση στρέφεται προς την ακροδεξιά που προβάλλει υποκριτικά ένα δήθεν αντι-καπιταλιστικό (ή αντι-συστημικό) προσωπείο.
Το «ακραίο κέντρο» προσπάθησε να καλύψει το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε, προβάλλοντας με ένα νέο περιτύλιγμα τις ίδιες αποτυχημένες παλιές συνταγές του laisser faire. Oι ακροκεντρώοι πολιτικοί, υποστηριζόμενοι με κάθε τρόπο από τις αστικές τους τάξεις, από τα αστικά ΜΜΕ και τα νέα εργαλεία χειραγώγησης της κοινής γνώμης, από εταιρείες συμβούλων επικοινωνίας και με τον πρόσκαιρο λαμπερό λούστρο που τους προσέδωσαν, κατέγραψαν αρκετές εντυπωσιακές εμφανίσεις τόσο στις εθνικές εκλογές των χωρών τους, όσο και στις ευρωπαϊκες του 2019, υποσχόμενοι εκσυγχρονιστικές «μεταρρυθμίσεις», οικονομική ανάπτυξη που θα βασίζεται στην επιχειρηματικότητα, στην τυφλή εμπιστοσύνη στον ρυθμιστικό ρόλο της ελεύθερης αγοράς, στον περιορισμό των κρατικών δαπανών κλπ.
Σημαντική άνοδο σημείωσαν επίσης στις ευρωεκλογές του 2019 και τα πράσινα κόμματα που τοποθετούνται στο κέντρο ή την κεντροαριστερά, μεταξύ των οποίων και το γαλλικό (EELV), καθώς τα συμπτώματα της κλιματικής κρίσης από την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο εφιαλτικά από τα τέλη της δεκαετίας του 2010, ενώ αναπτύχθηκαν σημαντικές κινητοποιήσεις της νεολαίας για το περιβάλλον κυρίως στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Όταν τα πράσινα κόμματα συμμετείχαν σε κυβερνήσεις, όπως συμβαίνει με τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς, εγκατάλειψαν τις όποιες ριζοσπαστικές κοινωνικές προγραμματικές θέσεις τους, για να επικεντρωθούν στη «ρεαλιστική» πολιτική επιδιώκοντας τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, με τις συμφωνίες για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, την προώθηση της βιωσιμότητας και των φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών μέσα από την προώθηση επιμέρους νομοθεσιών. Η ανεπάρκεια και τα αδιέξοδα αυτής της δήθεν «ρεαλιστικής» πολιτικής γίνονται καθημερινά όλο και πιο φανερά στα μάτια των λαϊκών μαζών. Από την άλλη τα πράσινα κόμματα υποστηρίζουν και ψηφίζουν τα αντεργατικά μέτρα λιτότητας των κυβερνήσεων, τη συμμετοχή των στρατευμάτων της χώρας τους στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, την αποστολή όπλων στην Ουκρανία και τη γενοκτονία του Ισραήλ στη Γάζα.
Εν τω μεταξύ, την πενταετία που ακολούθησε τις εκλογές του 2019, τα κόμματα του ακραίου κέντρου που βρέθηκαν στην κυβέρνηση υιοθέτησαν σταδιακά την ακροδεξιά ατζέντα ισχυριζόμενα ότι εκφράζουν έτσι τις «ανησυχίες των πολιτών», με χαρακτηριστικό πάντοτε παράδειγμα το Renaissance του Μακρόν.
Μετά την επανεκλογή του στη προεδρία το 2022, ο Μακρόν, εισήγαγε μια σειρά από νέους αντεργατικούς νόμους με κορυφαίο το νόμο για το συνταξιοδοτικό που αύξησε τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και προκάλεσε νέες μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις. Στα τέλη του 2023 εισήγαγε ένα νόμο για το μεταναστευτικό που χαρακτηρίστηκε από τη RN της Λε Πεν ως μια δική της «ιδεολογική νίκη» και προκάλεσε εντάσεις ακόμη και μέσα στο ίδιο το προεδρικό στρατόπεδο. Στο πεδίο τη οικονομίας η Γαλλία άρχισε να αντιμετωπίζει ένα δημοσιονομικό έλλειμα μεγαλύτερο από αυτό που προέβλεπε η κυβέρνηση.
Καθώς τα περιθώρια διαρκώς στενεύουν, ο Μακρόν υπερθεματίζει διαρκώς στο μεταναστευτικό και από τη θέση του προέδρου της Γαλλίας δεν διστάζει να εκτοξεύει απειλές ενάντια στους «ισλαμοαριστερούς» και να κατηγορεί ακόμη και τη Λεπέν ότι είναι «μαλακή απέναντι στο Ισλάμ». Προσπαθεί να πάρει διεθνείς πρωτοβουλίες που θα αυξήσουν το κύρος του, υπερκεράζοντας ακόμη και το ΝΑΤΟ, εξαγγέλλοντας την αποστολή γαλλικών τακτικών στρατευμάτων στο μέτωπο της Ουκρανίας. Στο εσωτερικό απαγορεύει τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους κατηγορώντας τους διαδηλωτές για «αντισημιτισμό».
Οι Ευρωεκλογές 9ης Ιουνίου
Το ακροδεξιό ψηφοδέλτιο Rassemblement National της Λε Πεν, με επικεφαλής τον Τζορντάν Μπαρντελά, σημείωσε μια επίδοση ρεκόρ φτάνοντας το 31,37% σημειώνοντας μια άνοδο 8 περίπου μονάδων σε σχέση με το ποσοστό που πήρε το 2019.
Οι ακροδεξιοί του Reconquête (Ανακατάκτηση) της Μαριόν Μαρεσάλ 5,4%.
Αντίθετα το ψηφοδέλτιο που υποστήριξε ο Μακρόν, με επικεφαλής τη Βαλερί Χαγιέρ, συγκέντρωσε μόλις 14,60 % έναντι 22,42% που είχε πάρει το 2019. Μια πτώση 8 περίπου μονάδων.
Οι Πράσινοι οικολόγοι της Μαρί Τουσέν 5,5% έναντι 13,48%. Πτώση 8 μονάδων.
Οι παραδοσιακοί δεξιοί, Républicains, με επικεφαλής τον Φρανσού Ξαβιέ Μπελαμί 6,9% έναντι 8,48%. Πτώση 2 μονάδων.
Το ψηφοδέλτιο Place Publique που υποστηρίχτηκε και από τους σοσιαλιστές, με επικεφαλής τον Ραφαέλ Γκλυκσμάν πήρε 13,83 %, έναντι του 6,19 % που είχε πάρει το 2019. Άνοδο 8 μονάδων.
Η France Insoumise του Μελανσόν με επικεφαλής την Μανόν Ομπρύ 9,4% , έναντι 6,31 % που είχε πάρει το 2019. Άνοδο 3 περίπου μονάδων.
Όπως συνέβη και πανευρωπαϊκά, το κόμμα του «ακραίου κέντρου» του Μακρόν και οι Πράσινοι υπέστησαν τις μεγάλες απώλειες (8+8=16) και λιγότερο η παραδοσιακή δεξιά (2). Το μεγαλύτερο μέρος από τις οποίες, όπως συνέβη επίσης πανευρωπαϊκά καρπώθηκε η ακροδεξιά RN της Λε Πεν και Rec της Μαρεσά (8+5=13). Στην περίπτωση της Γαλλίας, το κόμμα του Γκλυκσμάν μαζί με τους σοσιαλιστές κέρδισαν (8) και λιγότερο η FI του Μελανσόν (3).
Μετά τη συντριβή του στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, ο Μακρόν διέλυσε τη Βουλή ελπίζοντας να εκβιάσει έτσι τους ψηφοφόρους και ανοίγοντας το δρόμο σε μια πιθανή είσοδο στην κυβέρνηση της Λεπέν. Αμέσως πραγματοποιήθηκαν αυθόρμητες συγκεντρώσεις σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Γαλλίας, στις οποίες επικρατούσε το σύνθημα: «Θέλουμε να γίνει ένα Λαϊκό Μέτωπο».
Αν και είναι κατανοητός ο φόβος που αισθάνεται η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μπροστά στον κίνδυνο να δουν την ακροδεξιά να αποκτά πρόσβαση στην κυβερνητική εξουσία και κατανοητή επίσης η επιθυμία τους να ενωθούν όλοι μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο, πρέπει να θυμηθούμε τι ήταν πραγματικά το Λαϊκό Μέτωπο το 1936, μέσα σε ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε και κυρίως ποια ήταν τα αποτελέσματά του. Η μυθολογία του σταλινισμού έχει περιβάλλει τα Λαϊκά Μέτωπα που προώθησε η Κομιντέρν από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 με θρυλικά επιτεύγματα. Όμως τα θρυλικά αυτά επιτεύγματα, που τα περισσότερα υπήρξαν στην πραγματικότητα προσωρινά, δεν οφείλονται στην πολιτική της ταξικής συνεργασίας των Λαϊκών Μετώπων αλλά στους αγώνες και την αυτοθυσία της μεγάλης μάζας των απλών αγωνιστών/τριών. Η σταλινική μυθολογία έχει αποκρύψει επιμελώς την αιτία για τις τραγικές ήττες στις οποίες τελικά οδηγήθηκαν οι εργατικές τάξεις και οι λαϊκές μάζες.
Το σημερινό Νέο Λαϊκό Μέτωπο, συγκροτείται μέσα σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και ένα διαφορετικό συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Ωστόσο τα διδάγματα από τα Λαϊκά Μέτωπα της δεκαετίας του 1930 πρέπει να αφομοιωθούν από την σημερινή πρωτοπορία προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα τη σημερινή πραγματικότητα και να χαράξει τη πολιτική της. Για το σκοπό αυτό όμως θα πρέπει να αποκατασταθεί και η ιστορική αλήθεια πέρα από τη σταλινική μυθολογία.
Το Λαϊκό Μέτωπο του μεσοπολέμου
Την περίοδο του μεσοπολέμου η ακροδεξιά με τη μορφή του φασισμού ανέβηκε πρώτα στην Ιταλία το 1922 και στη συνέχεια με τη μορφή του ναζισμού στη Γερμανία το 1933. Από το 1929 είχε επωφεληθεί από την οικονομική κρίση, τη φτώχεια, την ανεργία στην οποία βυθίστηκε η εργατική τάξη, αλλά και από την απογοήτευση από τις αποτυχίες της κομμουνιστικής αριστεράς να προχωρήσει σε μια αποφασιστική λύση. Το ΚΚΓ, κάτω από την καθοδήγηση της σταλινικής Κομιντέρν, επιδόθηκε σε έναν αδελφοκτόνο αγώνα με τους σοσιαλιστές εργάτες που τους θεωρούσε μεγαλύτερο κίνδυνο από τους ναζιστές.
Την ίδια περίοδο, φασιστικά κόμματα και οργανώσεις εμφανίστηκαν απειλητικά σε όλες τι χώρες της Ευρώπης. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους, εκτός από την εθνικιστική, τη ρατσιστική (κυρίως αντι-εβραϊκή) ιδεολογία τους και τη δήθεν αντικαπιταλιστική ρητορεία τους, ήταν η οργάνωση των μελών τους σε πυρήνες στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές, η συγκρότηση μαχητικών πολιτοφυλακών που τρομοκρατούσαν στο δρόμο, επιτίθονταν και διέλυαν τις συγκεντρώσεις των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών. Οι φασίστες στόχευαν στην πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας και περιφρονούσαν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Στη Γαλλία εμφανίζονται επίσης τέτοιοι φασιστικοί σύνδεσμοι όπως η οργάνωση Croix-de-Feu, η Action Française και τα τάγματα εφόδου, οι Camelots du roi ή οι Jeunesses patriotes. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1934 θα συγκεντρωθούν δεκάδες χιλιάδες μέλη των φασιστικών συνδέσμων στην πλατεία Concorde και θα προσπαθήσουν να εισβάλλουν στη Βουλή. Υπάρχουν νεκροί και τραυματίες. Η κοινοβουλευτική Δημοκρατία δεν ανατράπηκε, αλλά η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, η CGT, που ελέγχεται από τους σοσιαλιστές, και η CGT-U, που ελέγχεται από τους κομμουνιστές, θα καλέσουν ξεχωριστά για μια απάντηση, προκαλώντας αγανάκτηση στη βάση τους. Η επιθυμία για ενότητα είναι τόσο έντονη ώστε το Κομμουνιστικό Κόμμα αναγκάζεται τελικά να συμμετάσχει στη διαδήλωση της 12ης Φεβρουαρίου του ’34 που κάλεσαν οι σοσιαλιστές.
Εν τω μεταξύ η γραμμή της Κομιντέρν άλλαξε 180ο καθώς ο Στάλιν αντιμετωπίζει μια πιθανή επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία και αναζητά συμμάχους στις αστικές δημοκρατίες. Επιβάλλει έτσι στο ΚΚΓ την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, δηλαδή μια εκλογική συμμαχία με το Σοσιαλιστικό και το Ριζοσπαστικό Κόμμα, που κερδίζει τελικά τις εκλογές στις 3 Μαΐου του 1936. Η εκλογική νίκη συνοδεύεται όμως από μια εκρηκτική άνοδο της μαχητικότητας της εργατικής τάξης. Οι μισθωτοί, αδιαφορώντας για το επίσημο πρόγραμμα του μετώπου, ξεκινούν απεργίες που εξαπλώνονται σε όλη τη Γαλλία με καταλήψεις εργοστασίων, χώρων δουλειάς, ακόμη και μεγάλων εμπορικών καταστημάτων.
Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, ξεκινά αμέσως την προσπάθεια να σταματήσει τις απεργίες. Οι ηγέτες των σοσιαλιστών και του ΚΚΓ κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να πείσουν τους εργαζόμενους να επιστρέψουν στη δουλειά. Καθώς όμως το απεργιακό κίνημα είναι πολύ ισχυρό η κυβέρνηση και η εργοδοσία αναγκάζονται να υπογράψουν τη συμφωνία του Matignon, που έφερε την αναγνώριση του δικαιώματος της συνδικαλιστικής οργάνωσης, την καθιέρωση εκλεγμένων εκπροσώπων του προσωπικού και την αύξηση των μισθών από 7% έως 15%, τις άδειες μετ’ αποδοχών και την εβδομάδα εργασίας των 40 ωρών. Αυτά τα κοινωνικά επιτεύγματα πρέπει να αποδοθούν στη γενική απεργία και όχι στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, που τα παραχώρησε κάτω από την πίεση του απεργιακού κινήματος και που έκανε τα πάντα για να το σταματήσει.
Στη συνέχεια η κυβέρνηση θα μετατοπίζεται όλο και πιο δεξιά. Θα αρνηθεί κάθε επέμβαση στην Ισπανία, ενώ τα στρατεύματα του Φράνκο, με την υποστήριξη της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, σφαγιάζουν τους Ισπανούς εργάτες. Η κοινωνική πρόοδος θα εξαφανιστεί γρήγορα καθώς οι μισθοί πέφτουν με τον πληθωρισμό και το 1937 ο πρωθυπουργός Μπλουμ ανακοινώνει την παύση των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και παραιτείται για να αναλάβουν οι δεξιοί ριζοσπάστες του Λαϊκού Μετώπου. Αυτοί θα καταργήσουν το νόμο των 40 ωρών και θα επιβάλλουν το πάγωμα των μισθών. Στις 10 Ιουλίου του 1940 θα παραδώσουν την εξουσία στην ακροδεξιά κυβέρνηση του Πεταίν.
Η θέση του Τρότσκι απέναντι στο Λαϊκό Μέτωπο είναι ότι όλοι οι εργάτες πρέπει να ενωθούν στην πάλη ενάντια στον φασιστικό κίνδυνο, αλλά στα πλαίσια της ταξικής πάλης που δεν έχει σχέση με την εκλογική ενότητα του Λαϊκού Μετώπου. Προβάλλει την πολιτική του «Ενιαίου Μετώπου», το οποίο θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Το ενιαίο μέτωπο θα είναι συμφωνημένο στη βάση των κοινών αιτημάτων για ολόκληρη την εργατική τάξη, θα οργανώνει τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τις καταλήψεις, τη δημιουργία εργοστασιακών απεργιακών επιτροπών και εργατικών συμβουλίων, τις εργατικές πολιτοφυλακές αυτοάμυνας ενάντια στις φασιστικές συμμορίες. Θα είναι προσανατολισμένο σταθερά, αντίθετα από το Λαϊκό Μέτωπο, στην όξυνση της ταξικής πάλης, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας από τα συμβούλια των εργαζομένων.
Ο σημερινός κίνδυνος της ακροδεξιάς
Σήμερα, όπως έδειξαν οι εκλογές της 9ης Ιουνίου, οι δυνάμεις της ακροδεξιάς κερδίζουν έδαφος σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Η ρητορεία της χαρακτηρίζεται από τον εθνικισμό, το ρατσισμό και τη ξενοφοβία ενώ ο αντιϊσλαμισμός φαίνεται να έχει πάρει σήμερα τη θέση του αντιεβραϊσμού της δεκαετίας του 1930. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι κυριότερες δυνάμεις της ακροδεξιάς συγκροτούνται στους δύο πανευρωπαϊκούς σχηματισμούς:
α) το IDP (Identity and Democracy Party – Ταυτοτικό και Δημοκρατικό Κόμμα), με ηγέτιδα δύναμη την RN της Λε Πεν και
β) το ECR (European Conservatives and Reformists Party – Ευρωπαϊκό Συντηρητικό και Μεταρρυθμιστικό Κόμμα) με ηγέτιδα δύναμη τους Fratelli d’Italia της Μελόνι
η δραστηριότητα τους παραμένει βασικά μέσα στα κοινοβουλευτικά πλαίσια, δεν έχουν αναπτύξει υπόγειους κομματικούς μηχανισμούς με μαχητικούς πυρήνες, ούτε ομάδες κρούσεις, όπως τα φασιστικά/ναζιστικά κόμματα και σύνδεσμοι της δεκαετίας του 1930. Με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, όπως στην περίπτωση της Μελόνι, ή απλώς με την προοπτική μιας συμμετοχής στην κυβέρνηση, όπως στην περίπτωση της Λεπέν, δεν διστάζουν να βάλλουν αμέσως νερό στο κρασί της δήθεν αντικαπιταλιστικής ή ακόμη και της αντι-ΕΕ ρητορείας τους, αποκαλύπτοντας την δημαγωγική αλητεία τους.
Ωστόσο πολλά μικρότερα κόμματα και ομάδες με καθαρά φασιστικά χαρακτηριστικά υπάρχουν διάσπαρτα στο πολιτικό περιθώριο της Ευρώπης και η γενική άνοδος της ακροδεξιάς και οι συνθήκες της κρίσης αποτελούν για αυτά το κατάλληλο έδαφος για μια μελλοντική ανάπτυξη, όπως γνωρίσαμε εδώ με την ραγδαία ανάπτυξη της ΧΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Σε κάθε περίπτωση όμως, μια άνοδος της ακροδεξιάς στην κυβερνητική εξουσία, εκτός από τον κίνδυνο του να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος σε ένα καθαρά φασιστικό κίνημα, επιτείνει την πολιτική σύγχυση σε μια μεγάλη μερίδα των λαϊκών στρωμάτων, αναμοχλεύει τις βαθύτερες προκαταλήψεις των πιο καθυστερημένων, χύνει το δηλητήριο του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας μέσα στην κοινωνία, υψώνει τα εμπόδια για την οργανωτική συγκρότηση των εργαζομένων.
Αν δεχτούμε ότι η φασιστική πανούκλα δεν αποτελεί σήμερα έναν απολύτως άμεσο κίνδυνο, τα δεινά που συσσωρεύονται πάνω στην ανθρωπότητα και ολόκληρο τον πλανήτη (οικονομική κρίση, κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων, επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, πανδημίες) συνιστούν πλέον έναν άμεσο, ορατό πλέον, θανάσιμο κίνδυνο. Είναι βέβαιο ότι οι ακροδεξιές κυβερνήσεις, καθώς θα παροξύνουν τον εγγενή παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος, θα επιδεινώσουν την γενικευμένη κρίση σε όλους τους τομείς.
Το νέο Λαϊκό Μέτωπο
Το νέο Λαϊκό Μέτωπο που συγκροτήθηκε στη Γαλλία, αποτελείται από πολιτικές δυνάμεις όπως οι Πράσινοι (EELV), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), που έχουν ήδη δοκιμαστεί επανειλημμένα στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και έχουν αποδειχθεί ανίκανες να υπερβούν τα όρια του αξιόπιστου διαχειριστή του καπιταλιστικού συστήματος. Το έχουν αποδείξει εδώ και σαράντα χρόνια οι «αριστερές» κυβερνήσεις του Μιτεράν, του Ζοσπέν, του Ολάντ. Στο νέο Λαϊκό Μέτωπο συμμετέχουν κόμματα και πολιτικοί που έχουν στηρίξει πρόσφατα τις κυβερνήσεις Φρανσουά Ολάντ και Μανουέλ Βαλς οι οποίες έχουν επιβάλλει αντεργατικούς νόμους, έχουν καταστείλει βίαια διαδηλώσεις, έχουν επιδοθεί στο κυνήγι των μεταναστών. Συμμετέχει ακόμη και ο Aurélien Rousseau, ένας πρώην υπουργός υγείας του Μακρόν.
Πως είναι δυνατόν να πιστέψει κάποιος τις διάφορες υποσχέσεις που δίνουν πρώην υπουργοί, υφυπουργοί και γενικοί γραμματείς υπουργείων, για δέσμευση των τιμών των βασικών αγαθών σε τρόφιμα, ενέργεια και καύσιμα, για άμεση κατάργηση των διαταγμάτων της μεταρρύθμισης της ασφάλισης της ανεργίας και του συνταξιοδοτικού συστήματος, για αυξήσεις των μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους, για κατάργηση του νόμου για το άσυλο-μεταναστευτικό κλπ. Mέτρα που δεν εφάρμοσαν όταν βρίσκονταν στην εξουσία ενώ τα είχαν τόσες φορές εξαγγείλει προεκλογικά; Ας θυμηθούμε το δικό μας περιβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του Τσίπρα που ξεχάστηκε την επόμενη μέρα από την ανάληψη της εξουσίας.
Από την πρώτη στιγμή σχηματισμού του μετώπου η Aurélie Trouvé, εκ μέρους της LFI (La France Insoumise), θέλησε να καθησυχάσει την αστική τάξη δηλώνοντας: «Βρισκόμαστε σε τροχιά μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων», «Δεν είμαστε δημοσιονομικά ανεύθυνοι. Τα έσοδα θα είναι εκεί και ο αντίκτυπος των μέτρων μας στη ζήτηση θα δώσουν στην πραγματικότητα μια ώθηση. Δουλεύουμε με ένα μοντέλο πανομοιότυπο με αυτό της Banque de France».
Στις 14 Ιουνίου, ο Ραφαέλ Γκλυκσμάν, ενώ ανακοίνωσε την υποστήριξή του στην «ένωση της αριστεράς», προκειμένου «η RN να μην κερδίσει αυτές τις βουλευτικές εκλογές και να μην κυβερνήσει αυτή τη χώρα», δήλωσε ταυτόχρονα ότι έχει «αποκτήσει […] μια εξαιρετικά σαφή δέσμευση [από το Μέτωπο] για παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία, στα σύνορα της Ουκρανίας, για ακλόνητη υποστήριξη στην ουκρανική αντίσταση». Δήλωσε επίσης ότι «έχει υποστήριξη για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση», ότι «οι επιθέσεις [της Χαμάς] της 7ης Οκτωβρίου χαρακτηρίζονται ως […] ξεκάθαρα τρομοκρατικές» και ακόμα μια «σαφή δέσμευση στον αγώνα κατά του αντισημιτισμού, στην καταπολέμηση της βαναυσότητας στο δημόσιο διάλογο». Τον όρο «αντισημίτες» χρησιμοποιούν κυνικά οι ευρωπαίοι αστοί πολιτικοί για να δυσφημίσουν το κίνημα αλληλεγγύης προς το σφαγιαζόμενο λαό της Γάζας.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση για άλλη μια φορά, αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό κίνημα των εργαζομένων που θα τους πιέζει διαρκώς, αυξανόμενα και ασφυκτικά μέχρι την τελική, από τα κάτω ανατροπή τους, το μόνο που θα κατορθώσουν αυτοί οι πολιτικάντηδες του Λ.Μ . είναι να σπείρουν για άλλη μια φορά την απογοήτευση που θα επαναφέρει δριμύτερο τον κίνδυνο της ακροδεξιάς.
Είναι γεγονός ότι τόσο η οργανωτική συγκρότηση και η αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης στη Γαλλία, παρά τις τελευταίες εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στα αντεργατικά νομοσχέδια του Μακρόν ή τις εξεγερτικές κινητοποιήσεις, όπως των κίτρινων γιλέκων ή ακόμη των αγροτών του περασμένου χειμώνα, βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της εργατικής τάξης της δεκαετίας του 1930. Όταν ήταν ακόμη σχετικά πρόσφατος ο αντίκτυπος της Οκτωβριανής επανάστασης και το βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν συμπαγές και οργανωμένο στο ΚΚ και στο ΣΚ στις εργατικές συνοικίες των μεγάλων πόλεων. Σήμερα στη συλλογική συνείδηση των εργαζομένων βαραίνει ακόμη η κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων αλλά και η πρόσφατη πολιτική πανωλεθρία της κυβέρνησης και του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, αν σήμερα το βιομηχανικό προλεταριάτο της Γαλλίας δεν είναι συμπαγές και πολιτικά οργανωμένο στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων όπως τη δεκαετία του 30, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων της χώρας είναι μισθωτοί στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το μέσο μορφωτικό επίπεδο των σημερινών μισθωτών εργαζομένων είναι πολύ υψηλότερο από τους εργάτες της δεκαετίας του ’30. Μια μεγάλη και διαρκώς διευρυνόμενη μερίδα των εργαζομένων μισθωτών, που παίζουν ένα κομβικό ρόλο στην παραγωγή και στη λειτουργία των επιχειρήσεων, στις μεταφορές, στους τεχνολογικούς κόμβους, είναι πολύ καλύτερα πληροφορημένοι από τους εργάτες της δεκαετίας του ’30 καθώς έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης πέρα από την επίσημη προπαγάνδα. Έχουν πολύ καλύτερη επίγνωση των τεράστιων κινδύνων που συσσωρεύονται από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την ανεξέλεγκτη καταστροφή του οικοσυστήματος, την ανικανότητα και τη διαφθορά των διαχειριστών του καπιταλισμού. Αξιοποιούν τις νέες δυνατότητες επικοινωνίας και κινητοποίησης που παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως έχουν αποδείξει με τη στήριξη και σημαντική συμμετοχή σε μια σειρά επιμέρους κινήματα και αγώνες.
Στη μεγάλη και διαρκώς διευρυνόμενη αυτή μερίδα των εργαζομένων μισθωτών οφείλει επειγόντος να απευθυνθεί η επαναστατική μαρξιστική αριστερά, προτείνοντας ένα συνεκτικό πρόγραμμα που θα ενοποιεί τους επιμέρους αγώνες και θα τους συνδέει με την εμπειρία του παρελθόντος. Που θα προειδοποιεί εγκαίρως για το ρόλο που θα παίξουν την κρίσιμη στιγμή οι πολιτικάντηδες και τα κάθε λογής κεντρώα ή κεντροαριστερά ή ρεφορμιστικά κόμματα. Που θα προωθεί την ταξικά ανεξάρτητη πολιτική συγκρότηση και οργάνωση των εργαζομένων μισθωτών και θα ανοίγει το δρόμο της εξόδου από τον καπιταλισμό.
Για την ένταξη στο N.Λ.Μ. του NPA-L’Anticapitaliste
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κόμματος:
«Η ηγεσία του NPA-l’Anticapitaliste συναντήθηκε το απόγευμα της Τρίτης [11 Ιουνίου] και αποφάσισε ομόφωνα να ανταποκριθεί θετικά στο κάλεσμα των 7 οργανώσεων που ξεκίνησαν το Λαϊκό Μέτωπο. Σε μια εποχή που το RN και οι σύμμαχοί του είναι σε θέση να πάρουν την εξουσία, το Λαϊκό Μέτωπο προσφέρει ελπίδα για την κοινωνική και πολιτική αριστερά, ενάντια στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, για αντιρατσιστικούς, περιβαλλοντικούς, φεμινιστικούς και LGBTI αγώνες και για όλα τα κινήματα για ίσα δικαιώματα κλπ.
Από αύριο, οι αγωνιστές μας θα δεσμευτούν πλήρως να διασφαλίσουν ότι οι υποψήφιοι του Λαϊκού Μετώπου θα κερδίσουν και να αντιστρέψουν τη θανατηφόρα δυναμική στην οποία βρισκόμαστε. Μαζί με τους εκπροσώπους μας, είμαστε αποφασισμένοι να παίξουμε πλήρως τον ρόλο μας στην εκστρατεία, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής υποψηφίων ….
… . Το χάος που προκαλεί αυτό το ληστρικό σύστημα απαιτεί επαναστατική ρήξη με τον καπιταλισμό και μια νέα, χειραφετητική ελπίδα για τους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευόμενους. Σήμερα, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για ενότητα ενάντια στο φασισμό και για την δημιουργία μιας αντεπίθεσης από τις εργατικές τάξεις. Μπροστά στον κίνδυνο του φασισμού, ας ενταχθούμε στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο!»
Οι σύντροφοι του NPA-l’Anticapitaliste, αν καταλαβαίνουμε καλά, πιστεύουν ανεπιφύλακτα ότι το νέο Λαϊκό Μέτωπο και οι υποψήφιοί του προσφέρουν αυτήν την ελπίδα για τους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευόμενους και ότι η δημιουργία του ευνοεί την αντεπίθεση της εργατικής τάξης.
Προφανώς οι σύντροφοι του NPA-l’Anticapitaliste έχουν ξεχάσει ή ακόμη χειρότερα έχουν απορρίψει τα συμπεράσματα και τις θέσεις που για πολλές δεκαετίες υποστηρίζαμε σταθερά στο ρεύμα μας σχετικά με το ρόλο του Λαϊκού Μετώπου το 1936 στην ίδια τη χώρα τους και την ανάγκη της δημιουργίας του ταξικά ανεξάρτητου Ενιαίου Μετώπου.
Προφανώς δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να βγάλουν κανένα συμπέρασμα από την πολιτική πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, τον οποίο εμπιστεύθηκαν και υποστήριξαν ανεπιφύλακτα, καλλιεργώντας τις αυταπάτες των εργαζομένων της Ευρώπης. Παρά τις διαρκείς, από την πρώτη στιγμή, αγωνιώδεις προειδοποιήσεις μας.
Φαίνεται ότι δεν έχουν επιφυλάξεις ούτε για τη δέσμευση του Λαϊκού Μετώπου δια στόματος της εκπροσώπου της LFI, ότι θα διατηρηθεί η «δημοσιονομική υπευθυνότητα». Μια δέσμευση που προδιαγράφει με βεβαιότητα την μετεκλογική ακύρωση όλων των «φιλεργατικών» προεκλογικών υποσχέσεων.
Ούτε θορυβήθηκαν από τις διαβεβαιώσεις του Λαϊκού Μετώπου προς τον Γκλυσμάν, ότι θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει τις διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης σαν «αντισημιτικές» και τη Χαμάς σαν μια «τρομοκρατική οργάνωση».
Πολύ περισσότερο βεβαίως δεν πρέπει να έχουν αντιρρήσεις για τη δέσμευση του Λαϊκού Μετώπου σχετικά με τις παραδόσεις γαλλικών όπλων και πολεμοφοδίων στην Ουκρανία, προκειμένου να συνεχισθεί και να κλιμακωθεί το παρανοϊκό ιμπεριαλιστικό σφαγείο, που έχει στηθεί εκεί. Δυστυχώς φαίνεται ότι έχουν ξεχάσει ή απορρίψει τις αναλύσεις και τις θέσεις για τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους της Λούξεμπουργκ, του Λένιν, του Τρότσκι και του Μαντέλ. για να υιοθετήσουν μια επιφανειακή πρώτη ανάγνωση του πολέμου.
Για τη θέση του NPA–R
Από την πλευρά του, ο σ. Gaël Quirante, στην τοποθέτηση του, στη διάρκεια της προχθεσινής προεκλογικής συγκέντρωσης στο Παρίσι του NPA–R, αφού ανακοινώθηκε η ανεξάρτητη κάθοδος του κόμματος σε μια σειρά περιφέρειες, θέτει μεταξύ άλλων τα ερωτήματα:
«Θα πολεμήσουμε το αντεργατικό πρόγραμμα της ακροδεξιάς μαζί με αυτούς που παραβίασαν τον Εργατικό Κώδικα με τον νόμο El Khomri; Θα πολεμήσουμε τη ρατσιστική ακροδεξιά μαζί με αυτούς που υπερασπίστηκαν την αφαίρεση της υπηκοότητας από τους μετανάστες μετά τις επιθέσεις του Μπατακλάν, δηλαδή με τον Ολάντ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα; Θα αντιμετωπίζουμε την λεπενοποίηση της αστυνομίας με εκείνους και εκείνες που έστησαν τις τεράστιες παγίδες κατά τη διάρκεια των αγώνων για την Εργατική Νομοθεσία επί κυβέρνησης Σοσιαλιστικού Κόμματος; Όχι, δεν θα τελειώσουμε με την ακροδεξιά και τις πολιτικές της με τη δημιουργία εκλογικών συμμαχιών όπως το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, με επικεφαλής το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το κόμμα των Πράσινων, που ευθύνονται για αυτές τις αντικοινωνικές και ρατσιστικές πολιτικές σαράντα ετών… . Θυμάμαι, τότε που ήμουν στην Jeunesses communistes révolutionnaires και αρνηθήκαμε να καλέσουμε για υπερψήφιση του Σιράκ ενάντια στη Λεπέν, λέγαμε στα πανό μας «20 χρόνια αντικοινωνικής πολιτικής έφεραν το 20% στο Εθνικό Μέτωπο». Σήμερα 40 χρόνια αντικοινωνικών και ρατσιστικών πολιτικών, έφεραν το 40% στην ακροδεξιά. Τι θέλουμε λοιπόν; Να συνεχίσουμε; Να συνεχίσουμε να ανεβάζουμε το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Πράσινο Κόμμα στην κυβέρνηση; Εμείς έχουμε υποψηφίους και υποψήφιες που συμμετέχουν σε όλους τους αγώνες, σε όλες τις μάχες. Από την άλλη έχουμε ανθρώπους που επιτρέπουν στον εαυτό τους να μας κάνουν μαθήματα, μαθήματα για την αυταπάτη των εκλογών, για τους αριστερισμούς, αλλά εμείς δεν έχουμε πρόβλημα με τις εκλογές. Απλώς έχουμε πρόβλημα με κόμματα που στην πραγματικότητα υπερασπίστηκαν τα συμφέροντα των καπιταλιστών, με τον νόμο El Khomri, με την αφαίρεση της υπηκοότητας από τους μετανάστες, με την ενίσχυση της αντιδραστικής και κατασταλτικής αστυνομίας απέναντι σε όλους όσους αγωνίζονται. Αυτό είναι το πρόβλημά μας. Μας κατηγορούν ότι δεν λερώνουμε τα χέρια μας; Τα λερώνουμε κάθε μέρα, μέσα στα εργαστήρια, στα γραφεία των ταχυδρομείων, στις γειτονιές, το ίδιο κάναμε και χθες, το ίδιο θα κάνουμε αύριο και μεθαύριο …»