Η ισοπέδωση της πόλης της Γάζα από τον ισραηλινό στρατό, με τους μέχρι στιγμής, πάνω από 35.000 καταμετρημένους νεκρούς και πάνω από 80.000 τραυματίες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι γυναίκες και παιδιά, προκαλεί τον αποτροπιασμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης και αντιδράσεις που κορυφώνονται αυτές τις μέρες με τις μαχητικές αντιπολεμικές κινητοποιήσεις της νεολαίας στα πανεπιστήμια όλου σχεδόν του κόσμου.
Η διαδοχική εκκένωση πρώτα της βόρειας Γάζα, μετά του μεγαλύτερου μέρους της νότιας και η συγκέντρωση του πληθυσμού στον θύλακα της Ράφα, από τον οποίο τώρα προσπαθούν να τον εκδιώξουν προς απόλυτα ελεγχόμενες περιοχές, φανερώνει τις προθέσεις των ακροδεξιών φανατικών της κυβέρνησης Νετανάχιου, να προχωρήσουν σε μια ακόμα Νάκμπα. Δύσκολα κρύβεται αυτός ο απώτερος στόχος του ισραηλινού καθεστώτος, να εκκαθαρίσει ολοκληρωτικά τη λωρίδα της Γάζας από τον παλαιστινιακό πληθυσμό και στη συνέχεια να την εποικίσει. Αυτός ο στόχος συναντά τουλάχιστον την άρνηση της Αιγύπτου να δεχτεί ένα κύμα δύο εκατομμυρίων προσφύγων και τη δυσφορία των ΗΠΑ μπροστά σε ένα ενδεχόμενο που θα προκαλούσε περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής.
Ωστόσο, προς το παρόν, με τη συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας της ισραηλινής κοινής γνώμης, η κυβέρνηση των φανατικών προχωρά στην ολοκληρωτική ισοπέδωση και της νότιας Γάζα, στοχεύοντας προς το παρόν στην πλήρη εξουθένωση και υποταγή της παλαιστινιακής αντίστασης. Πόσο όμως εφικτός μπορεί να είναι αυτός ο ενδιάμεσος στόχος, χωρίς μάλιστα να συνυπολογίσουμε το ραγδαία διογκούμενο κίνημα αλληλεγγύης προς τον λαό της Παλαιστίνης, που προκαλεί ήδη σοβαρές τριβές στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, δηλαδή στο βασικό πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό, στήριγμα του κράτους του Ισραήλ;
Η τακτική του ισραηλινού στρατού βασίζεται σε μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη ορισμένων μονοδιάστατων στρατιωτικών εγκεφάλων, ότι ένας γενικός «αδιάκριτος βομβαρδισμός περιοχής» (area bombing), δηλαδή βομβαρδισμός χωρίς διάκριση των στρατιωτικών στόχων και των κατοικημένων περιοχών, δεν θα διακόψει μόνο την όποια παραγωγή πολεμικού υλικού (στοιχειώδη για τη περίπτωση της Γάζα), τις γραμμές επικοινωνίας των μαχόμενων μονάδων κλπ. αλλά κυρίως θα προκαλέσει την κατάρρευση του ηθικού του εχθρικού πληθυσμού και θα οδηγήσει σε εμφύλιες αναταραχές και συγκρούσεις που θα τον αναγκάσουν τελικά να παραδοθεί.
Παραπλήσια είναι και η τακτική του βομβαρδισμού-χαλιού (carpet bombing) που ισοπεδώνει επίσης χωρίς διάκριση μια λωρίδα γης (χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις) στην οποία πρόκειται στη συνέχεια να προελαύσουν τα τεθωρακισμένα και το πεζικό. Η τακτική αυτή υποτίθεται ότι έχει καθαρά στρατιωτική στόχευση.
Ο ισραηλινός στρατός μοιάζει να χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό αυτών των δύο τακτικών πάνω στο μαρτυρικό σώμα της Γάζα. Η συντριπτική υπεροχή της στρατιωτικής ισχύος του Ισραήλ και από την άλλη η ολοκληρωτική απομόνωση της παλαιστινιακής αντίστασης από οποιεσδήποτε γραμμές ανεφοδιασμού, δεν αφήνουν περιθώρια ως προς την τελική στρατιωτική έκβαση της σύγκρουσης. Όμως η αντοχή του παλαιστινιακού πληθυσμού να μην υποταχθεί και να διατηρήσει μέχρι τέλους αρραγές το αντιστασιακό του μέτωπο, θα έχει μακροπρόθεσμα έναν σημαντικό, διεθνή, πολιτικό αντίκτυπο, αλλά ίσως και κοινωνικές διεργασίες μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Η αντίληψη ότι η χρήση της τακτικής των χωρίς διάκριση βομβαρδισμών θα προκαλέσει την κατάρρευση του ηθικού του πληθυσμού του αντιπάλου, έχει διαψευστεί επανειλημμένα από την ίδια την ιστορία της εφαρμογής της, εδώ και έναν σχεδόν αιώνα.
Οι πολιτικές επιπτώσεις των χωρίς διάκριση βομβαρδισμών
Ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αντίπαλοι ιμπεριαλιστές επιχείρησαν τέτοια τυφλά, μεγάλης έκτασης χτυπήματα προς τα αστικά κέντρα, στα μετόπισθεν των γραμμών του εχθρού. Χαρακτηριστικές ήταν οι επιδρομές των Γερμανών με τα Zeppelin πάνω από την Αγγλία και τα χτυπήματα των πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς (το κανόνι «Big Bertha» ) στο μέτωπο με τη Γαλλία. Το αποτέλεσμα ήταν τελικά η συσπείρωση των άμαχων πληθυσμών γύρω από τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, η συντήρηση του εθνικισμού και της πολεμικής υστερίας.
Στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936-1939), οι βομβαρδισμοί των άμαχων πληθυσμών της Μαδρίτης και της Γκουέρνικα από τις φασιστικές δυνάμεις, που χαρακτηρίστηκαν τότε σαν «εγκλήματα πολέμου», αλλά και άλλων πόλεων (όπως π.χ. της Βαρκελώνης τον Μάρτιο του 1938, με 1300 νεκρούς), δεν είχαν σαν αποτέλεσμα την κάμψη του ηθικού του δημοκρατικού λαού της Ισπανίας. Η ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων προκλήθηκε βασικά από τις εσωτερικές πολιτικές αδυναμίες της κυβέρνησης του λαϊκού μετώπου.
Με την έναρξη του Β’ ΠΠ και μετά από σχετική έκκληση του προέδρου των ΗΠΑ, του Ρούσβελτ, οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, Γαλλίας και Βρετανίας αποδέχτηκαν την κήρυξη μιας σειράς πόλεων (Παρίσι, Βρυξέλες, Ρώμη, Αθήνα και άλλων), ως «ανοχύρωτων» πόλεων και να αποφευχθούν τουλάχιστον σε αυτές οι χωρίς διάκριση βομβαρδισμοί.
Ωστόσο οι δολοφονικοί ισοπεδωτικοί βομβαρδισμοί πόλεων, όχι μόνο δεν αποφεύχθηκαν, αλλά εφαρμόστηκαν σε τεράστια κλίμακα ήδη από την έναρξη του Β’ΠΠ : Βαρσοβία (25 Σεπτεμβρίου 1939), Ρότερνταμ (14 Μαΐου 1940), βομβαρδισμοί του Λονδίνου, του Λίβερπουλ, του Κόβεντρι και άλλων πόλεων από την γερμανική αεροπορία στη διάρκεια της «μάχης της Αγγλίας».
Οι σύμμαχοι απάντησαν επίσης με τεράστιας κλίμακας δολοφονικούς βομβαρδισμούς πόλεων όπως του Αμβούργου, στις 23 Ιουλίου 1943, ισοπεδώνοντας ολόκληρες συνοικίες με τουλάχιστον 42.000 νεκρούς πολίτες, ενώ ένα εκατομμύριο περίπου αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν.
Ο στόχος αυτών των βομβαρδισμών ήταν πλέον απροκάλυπτα οι συνοικίες των βιομηχανικών εργατών ώστε οι ανθρώπινες κυρίως απώλειες, να επηρεάσουν άμεσα τη βιομηχανική παραγωγή που υποστήριζε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο συνδυασμός ισχυρών εκρηκτικών βομβών, ώστε να σπάσουν οι στέγες, με τις εμπρηστικές, ώστε να πυρπολήσουν το εκτεθειμένο εσωτερικό των κτιρίων, χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στις αστικές περιοχές σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, με αποκορύφωμα τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης (13-15 Φεβρουαρίου 1945) είχε σαν αποτέλεσμα σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις εκατοντάδες χιλιάδες (σύμφωνα με σημερινές «επίσημες» εκτιμήσεις των δυτικών περίπου 25.000) νεκρούς πολίτες και την ολοκληρωτική καταστροφή του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Στο μέτωπο του Ειρηνικού, στους εννέα τελευταίους μήνες του πολέμου, έγινε μεγάλη χρήση χωρίς διάκριση βομβαρδισμών από την αμερικανική αεροπορία σε ιαπωνικές πόλεις (Κόμπε, Οσάκα, Ναγκόγια). Τη νύχτα 9-10 Μαρτίου 1945, βομβαρδίστηκαν οι πυκνοκατοικημένες εργατικές περιοχές του Τόκιο, με αποτέλεσμα το θάνατο περισσότερων από 100.000 ανθρώπων, που οι περισσότεροι κάηκαν από τη χρήση των εμπρηστικών βομβών. Υπολογίζεται ότι μέχρι τη ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, είχαν ήδη σκοτωθεί περισσότεροι από 300.000 Ιάπωνες άμαχοι και 400.000 τραυματίστηκαν.
Όλες αυτές οι θηριωδίες, αν και ίσως συντόμευσαν λίγο τη λήξη του πολέμου χάρις στην αποδιοργάνωση που προκαλούσαν στους κρατικούς μηχανισμούς, ελάχιστα ή καθόλου δεν επηρέασαν το ηθικό των πληθυσμών και οπωσδήποτε δεν προκάλεσαν εμφύλιες ταραχές και συγκρούσεις. Αντίθετα μάλιστα συσπείρωσαν τους άμαχους πληθυσμούς μέχρι τέλους γύρω από τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις τους και ενέτειναν το εθνικιστικό μίσος και την ξενοφοβία.
Στον αντίποδα αυτών των τακτικών, υπήρξε η πολιτική της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ και του εμφυλίου που ακολούθησε.
Η πολιτική της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων στον Α΄ΠΠ.
Από την πρώτη μέρα της κατάληψης της εξουσίας, οι Μπολσεβίκοι έστρεψαν με αγωνία όλη την προσοχή τους στις διαθέσεις των εργατικών τάξεων της Ευρώπης απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Όλες τους οι ενέργειες, μέχρι τη λήξη του πολέμου, κυριαρχούνταν από την προσπάθεια και την ελπίδα να αφυπνίσουν τους εργάτες των αντιμαχόμενων πλευρών, να τους παρακινήσουν σταματήσουν τον πόλεμο και να στραφούν ενάντια στις άρχουσες τάξεις που τους είχαν οδηγήσει στο σφαγείο.
Από τα πρώτα μέτρα που πήρε το Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού ήταν να οργανώσει την προπαγάνδα του μέσα στην εργατική τάξη ενάντια στον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Ο Τρότσκι με τη βοήθεια του Καρλ Ράντεκ, εξέδωσε την γερμανόφωνη εφημερίδα Die Fackel (Ο Πυρσός), που διανεμόταν μέσα στα γερμανικά χαρακώματα. Στις 13 Δεκεμβρίου 1917 η κυβέρνηση διέθεσε δύο εκατομμύρια ρούβλια για επαναστατική προπαγάνδα στο εξωτερικό και δημοσιοποίησε το γεγονός. Στις 19 Δεκεμβρίου ξεκίνησε η αποστράτευση του ρωσικού στρατού. Απελευθέρωσε τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς αιχμαλώτους πολέμου από τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και τους επέτρεψε να οργανωθούν και να εργαστούν ως ελεύθεροι πολίτες. Κήρυξε άκυρη τη ρωσο-βρετανική συνθήκη του 1907, βάσει της οποίας η Περσία είχε διαμοιρασθεί ανάμεσα στις δύο δυνάμεις· και στις 23 Δεκεμβρίου διέταξε τα ρωσικά στρατεύματα να εκκενώσουν τη βόρεια Περσία.
Στις 8 Δεκεμβρίου, μια μέρα πριν από την έναρξη των επίσημων ειρηνευτικών συνομιλιών στο Μπρεστ Λιτόφσκ, ο Τρότσκι, σε μια κοινή σύνοδο της κυβέρνησης, της Κεντρικής Επιτροπής των Σοβιέτ, του Σοβιέτ και του Δημοτικού Συμβουλίου της Πετρούπολης, καθώς και των ηγετών των συνδικάτων, εκφώνησε μια από τις πιο σημαντικές και εμπνευσμένες ομιλίες του, που αναδείκνυε οπωσδήποτε και το αγωνιώδες ερώτημα εκείνης της συγκεκριμένης συγκυρίας: πως θα εκλάμβανε η γερμανική και η αυστριακή εργατική τάξη τη διεξαγωγή των ειρηνευτικών συνομιλιών;
“Αυτός ο πόλεμος ανέδειξε πραγματικά τη δύναμη και την ανθεκτικότητα του ανθρώπου, που του δίνουν τη δυνατότητα να υπομένει ανήκουστες δοκιμασίες. Όμως έδειξε επίσης πόση βαρβαρότητα διατηρείται ακόμα μέσα στον σύγχρονο άνθρωπο … . Αυτός, ο βασιλιάς της φύσης, κατέβηκε στο σπήλαιο-χαράκωμα και εκεί, κρυφοκοιτάζοντας μέσα από μικρές τρύπες, σαν μέσα από ένα κελί φυλακής, παραμονεύει τον συνάνθρωπό του, τη μελλοντική του λεία … . Πόσο χαμηλά έχει πέσει το ανθρώπινο είδος … . Αισθάνεται κατάθλιψη κανείς από ένα αίσθημα ντροπής για τον άνθρωπο, τη σάρκα του, το πνεύμα του, το αίμα του, όταν σκέφτεται ότι οι άνθρωποι που έχουν περάσει τόσες πολλές φάσεις πολιτισμού – χριστιανισμό, απολυταρχία και κοινοβουλευτική δημοκρατία – άνθρωποι που έχουν εμποτιστεί με τις ιδέες του σοσιαλισμού, σκοτώνουν ο ένας τον άλλον σαν άθλιοι σκλάβοι κάτω από το μαστίγιο των αρχουσών τάξεων. Αν ο πόλεμος έχει σαν μοναδικό αποτέλεσμα να επιστρέψουν οι άνθρωποι στο μαντρί τους, να μαζεύουν τα άθλια ψίχουλα που πέφτουν από τα τραπέζια των ιδιοκτητριών τάξεων, αν αυτός ο πόλεμος τελειώσει με τον θρίαμβο του ιμπεριαλισμού, τότε η ανθρωπότητα θα αποδεικνυόταν ανάξια για τις δοκιμασίες της και την τεράστια διανοητική της προσπάθεια, την οποία συνεχίζει αδιάκοπα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Όμως αυτό δεν θα συμβεί – δεν μπορεί να συμβεί.
Ο ρωσικός λαός, αφού εξεγέρθηκε μέσα στη χώρα του πρώην χωροφύλακα της Ευρώπης, δηλώνει ότι θέλει να μιλήσει στα ένοπλα αδέλφια του … όχι με τη γλώσσα των όπλων, αλλά με τη γλώσσα της διεθνούς αλληλεγγύης των εργατών … . Αυτό το γεγονός δεν μπορεί σβηστεί από το μυαλό των λαϊκών μαζών … όλων των χωρών. Αργά ή γρήγορα οι εργάτες θα ακούσουν τη φωνή μας, θα μας πλησιάσουν και θα μας απλώσουν ένα χέρι βοήθειας. Αλλά ακόμα και αν … οι εχθροί του λαού πρόκειται να μας υπερνικήσουν και εμείς να αφανιστούμε … η μνήμη μας θα περνά από γενιά σε γενιά και θα αφυπνίζει τους απογόνους για νέους αγώνες. Οπωσδήποτε, η θέση μας θα ήταν πολύ πιο εύκολη αν οι λαοί της Ευρώπης είχαν ξεσηκωθεί μαζί μας, αν είχαμε να συζητήσουμε όχι με το στρατηγό Χόφμαν και τον κόμη Τσέρνιν αλλά με τον Καρλ Λήμπκνεχτ, την Κλάρα Ζέτκιν και την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αυτό δεν έχει συμβεί. Δεν είναι δυνατόν εμείς να κατηγορηθούμε για αυτό. Τα αδέρφια μας στη Γερμανία δεν μπορούν να μας κατηγορήσουν ότι επικοινωνούμε πίσω από την πλάτη τους με τον Κάιζερ, τον ορκισμένο εχθρό τους. Μιλάμε μαζί του όπως σε έναν εχθρό – εμείς δεν αμβλύνουμε την ασυμβίβαστη εχθρότητά μας προς τον τύραννο.
Η εκεχειρία έφερε μια παύση των εχθροπραξιών. Οι ομοβροντίες των όπλων έχουν σταματήσει και όλοι περιμένουν με αγωνία να ακούσουν με ποιο τρόπο θα μιλήσει η κυβέρνηση των Σοβιέτ στους Χοεντσόλερν και τους Αψβούργους. Σε αυτό πρέπει να μας υποστηρίξετε γιατί θα μιλήσουμε μαζί τους όπως θα μιλούσαμε σε εχθρούς της ελευθερίας … και γιατί δεν πρέπει ούτε ένα ελεύθερο άτομο να θυσιαστεί για τον ιμπεριαλισμό. Τότε μόνο το πραγματικό νόημα των αγώνων μας θα διεισδύσει βαθιά στη συνείδηση του γερμανικού και του αυστριακού λαού.”