Μία διαφορετική ανατύπωση του συριακού από την σκοπιά του διεθνισμού
Το κείμενο έχει σκοπό να ανοίξει τη συζήτηση στην οργάνωση για ένα ζήτημα πρωταρχικής σημασίας που αφορά όχι μόνο την Μέση Ανατολή, αλλά πολύ περισσότερο τη στάση των διεθνιστών-κομμουνιστών ενάντια στις «δικές μας» αστικές τάξεις και τη συμμετοχή τους στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που γίνονται όλο και πιο παράτολμες και επικίνδυνες, λόγω της όξυνσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Στο τέλος θέτω δύο τροποποιήσεις στο κείμενο της πλειοψηφίας για το κουρδικό και την συγκεκριμενοποίηση της στάσης των διεθνιστών που τις θεωρώ απαραίτητες.
Ο πόλεμος στη Συρία μαίνεται εδώ και επτά χρόνια και έχει προκαλέσει εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες. Τα κύριο καθήκοντα της επαναστατικής/αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη χώρα μας, την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα είναι αφενός η υπεράσπιση των προσφύγων ενάντια στα κλειστά σύνορα, τις δολοφονίες στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα και αφετέρου η ήττα των «δικών μας» αστικών τάξεων, που συμμετέχουν στην επέμβαση του «δικού μας» ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου στη Συρία.
Ο πόλεμος στη Συρία έχει περάσει από πολλές φάσεις. Το έναυσμα έδωσε η αιματηρή καταστολή από το καθεστώς Άσαντ των διαδηλώσεων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική που προωθούσε το καθεστώς σε συνεργασία με το ΔΝΤ και τις διώξεις κατά κάθε ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Η σύγκρουση με το καθεστώς απόκτησε σύντομα ένοπλο χαρακτήρα με την αποσκίρτηση σημαντικών δυνάμεων από τον Συριακό Αραβικό Στρατό (SAA) που συγκρότησαν τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA) και την είσοδο από την μεθόριο ένοπλων ισλαμικών ομάδων, οι οποίες σταδιακά, λόγω του εξοπλισμού τους από τη Σαουδική Αραβία, τις μοναρχίες του Κόλπου, την Τουρκία, αλλά και τις ΗΠΑ απέκτησαν τον έλεγχο στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης. Οι περισσότερο φιλοδυτικές δυνάμεις που ηγούνται από αποσκιρτήσαντες αξιωματικούς του συριακού στρατού συνεργάστηκαν εξ αρχής απρόσκοπτα με τους φονταμενταλιστές κατά του Άσαντ, χάνοντας όμως έτσι σταδιακά τον έλεγχο.
Οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις υποστηρίζουν θεωρητικά τους «μετριοπαθείς» φιλοδυτικούς, αλλά κατά την ομολογία των ιδίων τα όπλα που στέλνουν περνούσαν όλο και περισσότερο στα χέρια των φονταμενταλιστών, καθώς τα όρια μεταξύ των τελευταίων και των λεγόμενων «μετριοπαθών» γίνονταν όλο και πιο δυσδιάκριτα. Από την πλευρά τους η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα, το Κατάρ και η Τουρκία εξοπλίζουν κατευθείαν τους φονταμενταλιστές, αναγκάζοντας ορισμένες φορές τους αμερικανούς συμμάχους τους να εκφράζουν την «ανησυχία» τους. [1]
ISIS και Αλ Κάιντα
Το ISIS (Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας) ή ISIL (Ι.Κ. του Ιράκ και του Λεβάντε) όπως έγινε αρχικά γνωστό στη Δύση ή «Daesh», σύμφωνα με τα αραβικά αρχικά του είναι μια σαλαφιτική/ουαχαμπίτικη [2] φονταμενταλιστική οργάνωση που ξεκίνησε τη δράση του στο Ιράκ ως το τμήμα της Αλ Κάιντα του Ιράκ και κατά την έναρξη του πολέμου στη Συρία επέκτεινε και εκεί τις δραστηριότητές του σε στενή συνεργασία με το Μέτωπο Αλ Νούσρα, τμήμα της συριακής Αλ Κάιντα και στρατιωτική συνεργασία με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αντιπολίτευσης κατά του κοινού εχθρού Άσαντ. Η ρήξη ήρθε λόγω των αξιώσεων του ISIS να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο στις περιοχές που κυριαρχούσε η ένοπλη συριακή αντιπολίτευση και της πολιτικής του ατζέντας που περιλάμβανε την επέκταση της δράσης του στο Ιράκ, κάτι που ήταν ασύμβατο με την τακτική της υπόλοιπης ουαχαμπίτικης αντιπολίτευσης που κρατούσαν προσεκτική στάση απέναντι στη Δύση, με σκοπό να μην δημιουργούνται προστριβές που θα δυσχέραιναν τον εξοπλισμό τους (βλ. δηλώσεις Αχράρ αλ Σαμ παρακάτω).
Έτσι, στα τέλη του 2013 όλα τα φυλάκια που έλεγχε η αντιπολίτευση στην τουρκοσυριακή μεθόριο δέχθηκαν επίθεση του ISIS και τα περισσότερα καταλήφθηκαν. Ακολούθησε η επίθεση στους Κούρδους του PYD (αδελφής οργάνωσης του PKK) στη Ροζάβα και η προέλαση του ISIS στον Εφράτη και στην κεντρική Συρία, με την κατάληψη της Ράκα και της Παλμύρας. Παράλληλα ξεκίνησαν τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS στην Ευρώπη. Τότε μάθανε οι Ευρωπαίου τι «κακοί που είναι οι τζιχαντιστές». Παρόλα αυτά, η κοινή στρατιωτική δράση του ISIS κατά του Άσαντ με άλλες υποτίθεται πιο «μετριοπαθείς» ουαχαμπίτικες οργανώσεις συνεχίστηκε σε αρκετές περιπτώσεις.
FSA, Αλ Νούσρα, κλπ «δημοκρατικές δυνάμεις»
Όπως δήλωσε ο Κamal Sido, εμπειρογνώμονας στο μεσανατολικό της οργάνωσης “Society for Threatened Peoples”, «Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA) είναι ένα προπέτασμα καπνού που κρύβει διάφορα ονόματα και αν κοιτάξετε τα ονόματα, στα βίντεο αυτών των ομάδων, θα διαπιστώσετε ότι είναι ριζοσπαστικές ισλαμιστικές, τζιχαντιστικές ομάδες» (Από άρθρο της Deutsche Welle σχετικά με την στήριξη της τουρκικής εισβολής στο Αφρίν από τον FSA με τίτλο ο «Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός στρέφεται στην Τουρκία για υποστήριξη στον πόλεμο κατά του Άσαντ» [3]).
Η DW ήταν από την αρχή από τους υποστηρικτές του FSA και εξακολουθεί να τους περιγράφει ως «υπερασπιστές της δημοκρατίας» στα πρώτα στάδια του συριακού εμφυλίου. Στην πραγματικότητα, ο FSA εξ αρχής συνεργαζόταν με τις ουαχαμπίτικες οργανώσεις, όπως η Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ (αναβαπτισμένη «Αλ Νούσρα», συριακός κλάδος της Αλ Κάϊντα) και η υποτίθεται πιο «μετριοπαθής» Αχράρ Αλ Σαμ, που κατά τα λεγόμενά της έχει ως πρότυπο τους Ταλιμπάν [4].
Όταν πλέον η ήττα των FSA/Νούσρα/Αχράρ Αλ Σαμ, κλπ στο Χαλέπι ήταν αναπόφευκτη, οι δυνάμεις αυτές έκαναν συμφωνία με τον Άσαντ για την ασφαλή αποχώρησή τους από την πόλη. Διαμεσολαβητές ήταν οι Πούτιν και Ερντογάν. Η Νούσρα (από τον Ιούλιο του 2016 για να θολώσει τα νερά μετονομάστηκε σε Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ) και η Αχράρ Αλ Σαμ κατευθύνθηκαν κυρίως προς το Ιντλίμπ, που βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχό τους. Τον Ιούλιο του 2017, η Αλ Νούσρα συγκρούστηκε με του συμμάχους της και απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της πόλης.[5]
Οι δυνάμεις που προσεταιριζόταν η Τουρκία μεταφέρθηκαν στα βόρεια, νότια και ανατολικά του κουρδικού Αφρίν, αποκόπτοντας το από την Ροζάβα. Αριθμώντας συνολικά τις 25.0000, πολέμησαν κάτω από την σημαία του FSA ως το πεζικό του Ερντογάν. Έτσι η συμμετοχή του τουρκικού στρατού στην επιχείρηση «Κλαδί της Ελιάς» για την κατάληψη του Αφρίν περιορίστηκε σε αεροπορία, τεθωρακισμένα και ειδικές δυνάμεις.
Άλλη σημαντική ουαχαμπίτικη οργάνωση είναι η Χαρακάτ Νουρ αλ Ντιν αλ Ζένκι, αυτοί που αποκεφάλισαν τον δωδεκάχρονο Παλαιστίνιο στο Χαλέπι με την κατηγορία ότι ήταν «πράκτορας του Άσαντ»,[6] βιντεοσκοπόντας την εκτέλεση, κατά τα πρότυπα του ISIS. Η οργάνωση αυτή συμμετέχει στο λεγόμενο «Συριακό Επαναστατικό Συμβούλιο» και εξοπλίζεται επίσημα από τις ΗΠΑ,[7] οι οποίες δήλωσαν ότι θα διερευνηθεί αν η συγκεκριμένη οργάνωση διέπραξε το έγκλημα για να εξεταστεί αν θα συνεχιστεί ο εξοπλισμός τους.
Ροζάβα και Αφρίν: οι Κούρδοι της Συρίας απέναντι στο ISIS, την Τουρκία και τον FSA
Το PYD (Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης) των Κούρδων της Συρίας, αδελφό κόμμα του ΡΚΚ και οι πολιτοφυλακές του YPG/YPJ έδωσαν από την πλευρά τους μια άλλη διάσταση στο συριακό, προτάσσοντας την εθνική χειραφέτηση του κουρδικού λαού, παράλληλα με το ξεπέρασμα των εθνικών και θρησκευτικών διαιρέσεων και τη χειραφέτηση των γυναικών στα πλαίσια μιας ομοσπονδιακής Συρίας.
Οι λαϊκές πολιτοφυλακές των YPG/YPJ και οι υπό κουρδική ηγεσία SDF (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις) έπαιξαν τον κύριο ρόλο στην συντριβή του ISIS, κάνοντας τακτικές συμμαχίες με τη Ρωσία[8] και τις ΗΠΑ (κυρίως με την έναρξη της επιχείρησης «Οργή του Ευφράτη» με στόχο την κατάληψη της Ράκα). Έχουν όμως ουσιαστικά εγκαταλειφτεί από τους συμμάχους τους και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην τουρκική εισβολή του Αφρίν. Επίσης, η απομάκρυνση σημαντικών δυνάμεων των κουρδικών λαϊκών πολιτοφυλακών από την Ροζάβα για την καταδίωξη του ISIS και την κατάληψη της Ράκα, είχε τώρα ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν στην ίδια τους την ενδοχώρα και να ζητούν απεγνωσμένα τη βοήθεια της Δαμασκού για την «προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας», δηλ. την απόκρουση της τουρκικής εισβολής. Τελικά ο Άσαντ παρά τις απειλές για «κατάρριψη των τουρκικών μαχητικών» το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ανοίξει διάδρομο αποστολής μαχητών, κυρίως Κούρδων, από το Χαλέπι και τη Ροζάβα, μια κίνηση που ωστόσο δεν μπόρεσε να αποτρέψει την πτώση της πρωτεύουσας του Αφρίν και την κατάληψη όλης της επαρχίας από τον τουρκικό στρατό και τον FSA.
Παρά τα λάθη της κουρδικής ηγεσίας, που πρέπει να ειδωθούν στo πλαίσιο της ασφυκτικής πίεσης των Κούρδων από ISIS, Τουρκία και FSA και τον απεγνωσμένο αγώνα για επιβίωση, το εγχείρημα της Ροζάβα παραμένει η μόνη προοδευτική πλευρά στον συριακό εμφύλιο και αξίζει την έμπρακτη συμπαράσταση των διεθνών κομμουνιστικών δυνάμεων. Γι αυτό το λόγο άλλωστε, ένας μικρός, αλλά πολιτικά σημαντικός αριθμός διεθνιστών, κομμουνιστικών και αναρχικών πεποιθήσεων, από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου έσπευσε στη Ροζάβα και στο Αφρίν, εντάχθηκαν στο Διεθνές Τάγμα Ελευθερίας (International Freedom Battalion), τμήμα των κουρδικών πολιτοφυλακών και έχει πληρώσει ήδη βαρύ φόρο αίματος στον αγώνα κατά του ISIS, του FSA και του τουρκικού στρατού. Η πλειοψηφία τους είναι μέλη τουρκικών κομμουνιστικών οργανώσεων, μέσω των οποίων έρχονται σε επαφή και οι υπόλοιποι εθελοντές.[9]
Ρωσική επέμβαση υπέρ του Άσαντ
Επωφελούμενη από τα αδιέξοδα της αμερικανικής πολιτικής στη Συρία και τις προστριβές εντός του στρατοπέδου της συριακής αντιπολίτευσης, η Ρωσία αποδέχτηκε την πρόσκληση του Άσαντ στέλνοντας στρατιωτικές δυνάμεις το 2015, ξεκινώντας έτσι την πρώτη της ιμπεριαλιστική επέμβαση στην ιστορία του νέου ρωσικού κράτους. Αυτοί που ισχυρίζονται πως δεν πρόκειται για ιμπεριαλιστική επέμβαση, γιατί έγινε με την πρόσκληση του Άσαντ, θα πρέπει να αναλογιστούν ότι πολύ συχνά έτσι ακριβώς ξεκινάνε οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις: με το μανδύα της διεθνούς νομιμότητας (βλ. Κορέα, Βιετνάμ κλπ). Η Συρία είναι η μόνη αραβική χώρα που διατηρεί σήμερα στενές σχέσεις με τη Ρωσία και στο έδαφος της οποίας βρίσκεται η μοναδική ρωσική βάση έξω από τον πρώην σοβιετικό χώρο .
Η ρωσική στρατιωτική ισχύς (κυρίως αεροπορική) έγειρε σαφώς την πλάστιγγα υπέρ του Άσαντ με αποτέλεσμα τρία χρόνια μετά η μόνη περιοχή που ελέγχουν οι υπό την Ταχρίρ αλ Σαμ (Αλ Νούσρα) φονταμενταλιστές να είναι το Ιντλίμπ. Οι άλλες δυνάμεις με τα χρώματα του FSA που ελέγχουν το Αφρίν και τις υπόλοιπες περιοχές δυτικά της Ροζάβα υπάγονται στον έλεγχο του τουρκικού στρατού.
Παρόλα αυτά, η στάση του Κρεμλίνου δεν είναι σταθερά προσανατολισμένη στη συμμαχία με Συρία και Ιράν. Τα ανοίγματα προς Τουρκία και Σαουδική Αραβία για πώληση πυραύλων S400, και σε μια πιο σταθερή βάση με Τουρκία είτε για τη συμφωνία εκκένωσης του Χαλεπίου το 2016 και σήμερα για αποστρατικοποιημένη ζώνη στο Ιντλίμπ (και μάλιστα σε αυτή την περίπτωση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της συριακής κυβέρνησης), είτε για τον αγωγό φυσικού αερίου Turkish Stream, δείχνουν πως αυτό που απεγνωσμένα αναζητά ο ρωσικός καπιταλισμός είναι το άνοιγμα σε νέες αγορές για την πώληση υδρογονανθράκων που αποτελεί το κύριο εξαγωγικό προϊόν της Ρωσίας.
Το πρόβλημα της Ρωσίας όμως που την εμποδίζει να παίξει ένα σημαντικότερο διεθνή ρόλο και στη συγκεκριμένη περίπτωση να αναβαθμίσει τη θέση της στη Μέση Ανατολή είναι η οικονομική της διάρθρωση. Η Ρωσία είναι μια στρατιωτική υπερδύναμη, με ισχύ και εξοπλιστικά προγράμματα σαφώς πολύ υποδεέστερα αυτών της ΕΣΣΔ, που σίγουρα όμως κατατάσσεται από αυτή την άποψη στις μεγάλες δυνάμεις. Η οικονομία της όμως είναι του μεγέθους της Ιταλίας και το κύριο εξαγωγικό της προϊόν είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ήταν αρκετό ένα πραξικόπημα στην Ουκρανία για να ανατρέψει μια κυβέρνηση που ισορροπούσε μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ και να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις ρωσικές εξαγωγές προς τη Δύση, ενώ κάθε σοβαρή πτώση στις τιμές πετρελαίου (συχνά υποκινούμενη από τις ΗΠΑ, μέσω της συμμάχου της και ηγέτιδας δύναμης στον OPEC Σαουδικής Αραβίας) προκαλεί σοβαρούς κλυδωνισμούς στη ρωσική οικονομία. Από αυτή την άποψη, η Ρωσία δεν είναι καθόλου ισχυρή για να αποτελέσει ένα αντίπαλο δέος στις ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας είτε την ανοικοδόμηση της Συρίας ή, πολύ περισσότερο, προχωρώντας τις συμφωνίες με ένα παραδοσιακό σύμμαχο των ΗΠΑ, την Τουρκία που μέχρι στιγμής μένουν στα χαρτιά. Αυτό βέβαια το ξέρει καλά και ο Τραμπ και μάλλον δεν τον ανησυχούν οι κατά καιρούς λεονταρισμοί του Ενρντογάν, γιατί όσο δεν υπάρχει παγκόσμια εναλλακτική συμμαχία για τις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας, όλοι στο τέλος θα γυρίζουν στην σίγουρη αγκαλιά του θείου Σαμ (και στην προκειμένη περίπτωση του θείου Ντόναλντ).
Οι επιπτώσεις του πολέμου στη Συρία σε Λίβανο – Παλαιστίνη
Ο πόλεμος στη Συρία δεν άφησε φυσικά αδιάφορες τις πολιτικές δυνάμεις στις γειτονικές χώρες, ιδιαίτερα αυτές που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τον ιμπεριαλισμό. Η Χεζμπολάχ έχει εμπλακεί στρατιωτικά στο πλευρό της συριακής κυβέρνησης. Είναι μια σιϊτική οργάνωση που όμως ουδέποτε υπήρξε μαριονέτα των Άσαντ και έχει την υποστήριξη ευρύτερων θρησκευτικών στρωμάτων του Λιβάνου ως η πιο αξιόμαχη δύναμη που αντιστάθηκε νικηφόρα; στην εισβολή του Ισραήλ το 2006 και βρίσκεται στο σταθερά στο πλευρό των Παλαιστινίων. Η στάση της Χεζμπολάχ σίγουρα δεν πηγάζει από αγάπη για τους Άσαντ, ένα καθεστώς που έχει κάνει ένα πλήθος διεθνών συνεργασιών είτε με τις ΗΠΑ (πόλεμος του Κόλπου το 1990, συμμετέχοντας και στην κοινή στρατιωτική διοίκηση, συμμετοχή στο πρόγραμμα των μυστικών φυλακών βασανιστηρίων της CIA μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν), είτε με το Ισραήλ (εισβολή στο Λίβανο το 1976 σε συνεργασία τους ντόπιους συμμάχους των σιωνιστών και καταπίεση των Παλαιστινίων στα στρατόπεδα της Συρίας, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ιορδανίας)
Όλοι στο Λίβανο όμως γνωρίζουν καλά ότι αν κυριαρχήσουν στη Δαμασκό οι ουαχαμπίτες φονταμενταλιστές που θεωρούν πως οι αλλόθρησκοι και οι «τακφίρ» (αποστάτες) πρέπει να προσηλυτιστούν ή να εξοντωθούν και έχουν επανειλημμένα χτυπήσει με βομβιστικές επιθέσεις τη Βυρηττό, σύντομα θα μπουν και στο Λίβανο συνεχίζοντας εκεί το «θεάρεστο» έργο τους. Μια τέτοια προοπτική θα στερούσε τους Παλαιστίνιους από τον πιο πιστό τους σύμμαχο, τη Χεζμπολάχ.
Κατά την έναρξη του πολέμου στη Συρία οι παλαιστινιακές οργανώσεις βρέθηκαν διαιρεμένες, με κάποιες να υποστηρίζουν την κυβέρνηση, κάποιες την αντιπολίτευση και κάποιες να κρατούν ουδετερότητα. Στα παλαιστινιακά στρατόπεδα στη Συρία η πλειοψηφία υποστήριξε το καθεστώς και οργανώσεις όπως το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Γεν. Διοίκηση), η Φατάχ αλ Ιντιφάντα και ο Παλαιστινιακός Λαϊκός Αγώνας πολεμούν στο πλευρό της κυβέρνησης. Στην Παλαιστίνη η μεγαλύτερη ισλαμική οργάνωση η Χαμάς, λόγω των σχέσεων της με τους μουσουλμάνους αδελφούς, υποστήριξε την αντιπολίτευση. Βρέθηκε όμως σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, γιατί εκτός από την καταστολή του καθεστώτος εντός της Συρίας, το 2015 το μεγαλύτερο παλαιστινιακό στρατόπεδο στη Συρία, το Γιαρμούκ στα προάστια της Δαμασκού έπεσε στα χέρια του ISIS και της Νούσρα έχοντας απέναντί του τον συριακό στρατό και τους Παλαιστίνιους συμμάχους του. Το αριστερό Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) πήρε θέση υπέρ της συριακής κυβέρνησης, όπως και μια άλλη οργάνωση, με κοινή ισλαμική ρίζα με τη Χαμάς, η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ.
Στην Παλαιστίνη, όπως και στο Λίβανο και στη Συρία οι διαιρέσεις δεν είναι κυρίως βάσει της θρησκευτικής σέκτας. Έτσι, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ (οργανώσεις του σουνιτικού Ισλάμ) έχουν υποστήριξη τμημάτων του πληθυσμού που δεν είναι σουνίτες, ενώ διατηρούν πολιτικές σχέσεις με τη σιϊτική Χεζμπολάχ και εξοπλίζονται από το επίσης σιϊτικό Ιράν. Η επικράτηση με τον οποιοδήποτε τρόπο του σχεδίου σεκταριστικού διαχωρισμού και ηγεμονίας που προωθούν τόσο το ISIS, όσο και η Νούσρα και οι λοιπές ουαχαμπίτικες οργανώσεις, διαλύει κάθε προοπτική πολιτικής ενότητας των λαών και της εργατικής τάξης των χωρών της Μέσης Ανατολής και εκτός από τα σχέδια των Σαούντ για αναβάθμιση του ρόλου τους μέσω της εξαγωγής φονταμενταλιστικής αντεπανάστασης, εξυπηρετεί και τα σχέδια του Ισραήλ, των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Γι αυτό το λόγο, εκτός από την Σαουδική Αραβία, τις μοναρχίες του Κόλπου και την Τουρκία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, υιοθετώντας την τακτική «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος», έδωσαν από τη πρώτη στιγμή πλήρη στήριξη στις αντιδραστικές φονταμενταλιστικές οργανώσεις που ηγούνται του πολέμου κατά του Άσαντ, παρεμβαίνοντας μάλιστα και ενεργά με πυραυλικές και αεροπορικές επιθέσεις κατά του συριακού στρατού και της Χεζμπολάχ.
Για μια συνεπή διεθνιστική – κομμουνιστική στάση
Το 1990 και το 2003, όταν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εισέβαλαν στο Ιράκ, οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία κατά της εισβολής, αν και γνώριζαν ότι ο Σαντάμ ήταν δυνάστης και χασάπης των λαών του Ιράκ και για 8 χρόνια είχε διεξάγει ένα αιματηρό πόλεμο κατά του Ιράν ως εντολοδόχος των ΗΠΑ και των αντιδραστικών μοναρχιών του Κόλπου.
Ο ρόλος των διεθνιστών κομμουνιστών ήταν ξεκάθαρος. Χωρίς να δείχνουν κανένα συγχωροχάρτι στον Σαντάμ και στο καθεστώς της Βαγδάτης, κατανόησαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, έδωσαν την μάχη να απαντήσουν στην αστική προπαγάνδα και να αποκαλύψουν στις εργατικές τάξεις των χωρών τους τις συγκεκριμένες συνθήκες των γεγονότων της εισβολής και πέρασαν στην αντεπίθεση – στο μέτρο των οργανωτικών δυνατοτήτων τους. Χωρίς να πέφτουν σε πασιφιστικές αυταπάτες ή ακόμα χειρότερα σε ίσες αποστάσεις, χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή δισταγμό κήρυξαν την αντιπολεμική αντεπίθεση: «Στρατιωτική ήττα των Αμερικανών και των συμμάχων τους», Ήταν ένα σύνθημα που έβαζε ως πρωταρχικό καθήκον την ήττα της δική μας αστικής τάξης. Που απεγκλώβιζε στην δύση τις εργατικές μάζες από την στήριξη των δικών τους αρχουσών τάξεων, που έβαζε τα καθήκοντα του σαμποτάζ της δική τους πολεμικής προσπάθειας (π.χ. να επιστρέψει η ελληνική φρεγάτα από το μέτωπο, να μπλοκαριστούν οι στρατιωτικές μεταφορές από το ελληνικό έδαφος προς το μέτωπο στο Ιράκ).
Δυστυχώς, τα πράγματα άλλαξαν από την εποχή της κρίσης στη Λιβύη το 2011. Τότε αρκετές αριστερές οργανώσεις στη Δύση, που συχνά αυτοαποκαλούνται «αντικαπιταλιστικές», συντάχτηκαν με την «ανθρωπιστική» ιμπεριαλιστική επέμβαση, υιοθετώντας τα επιχειρήματα, την ορολογία και τους στόχους των «δικών τους» αστικών τάξεων, ενάντια στον «χασάπη Καντάφι» και συμβάλλοντας έτσι στον αφοπλισμό του αντιπολεμικού κινήματος.
Η πολιτική στάση αυτών των οργανώσεων, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ενιαία Γραμματεία της 4ης Διεθνούς, έχοντας ήδη ουσιαστικά εγκαταλείψει τον στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού και υιοθετήσει προγράμματα διαχείρισής του με την ένταξη σε ρεφορμιστικά πολιτικά σχέδια διακυβέρνησης, έχει υποταχτεί στην ατζέντα των «δικών τους» αστικών τάξεων και του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ, που είναι και το μόνο συγκροτημένο μπλοκ παγκόσμια. Αυτή η στάση έχει όχι μόνο σπείρει τη σύγχυση, αλλά χτυπάει και από τα μέσα το αντιπολεμικό κίνημα.
Ορισμένο μάλιστα καταφεύγουν και στην τακτική της συκοφάντησης όσων πηγαίνουν κόντρα στα πολεμοκάπηλα σχέδια, όπως κατά της βρετανικής «Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο», που κατά τους συκοφάντες της είναι «υποστηρικτές του Άσαντ», γιατί δεν τον καταγγέλλουν ως χασάπη την ώρα που οι ΗΠΑ εξαπολύουν πυραυλικές επιθέσεις εναντίον του και δεν υιοθετούν τη θέση της συριακής αντιπολίτευσης που κριτικάρει τις πυραυλικές επιθέσεις ως «αναποτελεσματικές»! Αυτή η χυδαία τακτική δεν διαφέρει καθόλου από την mainstream λασπολογία των συντηρητικών και των δεξιών «εργατικών» κατά του Κόρμπιν, ότι είναι δήθεν «αντισημίτης» και «πράκτορας του Πούτιν». Τους διεθνιστές κομμουνιστές πάντως, δεν τους τρομάζουν τέτοιες συκοφαντίες, γιατί υπήρχαν και τρομερότερες: τον Λένιν τον συκοφαντούσαν ως «πράκτορα του Κάιζερ», γιατί υποστήριζε πως μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να σταματήσει το ιμπεριαλιστικό πόλεμο και για αυτό το μικρότερο κακό είναι η ήττα της δικής του αστικής τάξης. Δυστυχώς η πλειοψηφία της τότε αριστεράς, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ταυτίστηκε με τα συμφέροντα των αστικών της τάξεων, στηρίζοντας τον πόλεμο και στέλνοντας την εργατική τάξη στο σφαγείο.
Σήμερα η επανάληψη της διολίσθησης στον σοσιαλιμπεριαλισμό, είτε ενάντια σε (κατά την ορολογία του Πεντάγωνου) «αιμοσταγείς δικτάτορες», που μέχρι πρόσφατα ήταν ή επιδίωκαν να γίνουν συνεργάτες του δυτικού ιμπεριαλισμού, ή ενάντια στην καπιταλιστική Ρωσία του Πούτιν, επαναλαμβάνει την εγκληματική προδοσία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας έναν αιώνα πριν, αφοπλίζει την εργατική τάξη και προετοιμάζει το έδαφος για τις επόμενες πιο αιματηρές εξορμήσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού που ενδεχομένως δεν θα έχουν ως αντίπαλο μόνο χώρες όπως η Συρία, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, αλλά μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα. Απέναντι σε μια τέτοια φρικαλέα προοπτική που είναι αποτέλεσμα της όξυνσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, οι επαναστάτες έχουν μία μόνο επιλογή: πόλεμο ενάντια στον πόλεμο που σημαίνει πόλεμο ενάντια στις εγχώριες αστικές τάξεις και το «δικό μας» ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.
Από αυτή τη σκοπιά, σε σχέση με τον πόλεμο στη Συρία, άμεση προτεραιότητα για τους διεθνιστές κομμουνιστές, όπως και στην περίπτωση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο Ιράκ το 1990 και 2003, είναι ήττα των δικών τους αστικών τάξεων και του δικού τους ιμπεριαλιστικού μπλοκ των ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ, των συμμάχων τους και των ακροδεξιών φονταμενταλιστικών ομάδων που στηρίζουν για να επιβάλλουν την αντιδραστική τους ατζέντα σήμερα στη Συρία και αύριο στο Λίβανο και την Παλαιστίνη. Οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να ανατρέψουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς των Άσαντ είναι οι λαοί και η εργατική τάξη της Συρίας με τον δικό τους ανεξάρτητο αγώνα και όχι μέσω ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και λυκοσυμμαχιών ιμπεριαλιστών-φονταμενταλιστών. Αυτή η προοπτική ανοίγει το δρόμο και στους άλλους λαούς της περιοχής και πρώτα από όλα στην Παλαιστίνη. Για την συντριβή του σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ, των επίσημων υπερσυντηρητικών φοντααμενταλιστών του Οίκου των Σαούντ και των ομογάλακτων τους στις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου και κάθε αντιδραστικού καθεστώτος. Για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των λαών της Συρίας και της Μέσης Ανατολής.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ-ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: «Η μόνη ορατή προοδευτική δύναμη που δρα αυτή τη στιγμή στη Συρία είναι η συμμαχία γύρω από το κουρδικό PYD, που είναι ωστόσο εγκλωβισμένη στις ρεαλιστικές συμμαχίες μια με τις ΗΠΑ και μια με τον Άσαντκαι κινείται σεκταριστικά και εχθρικά απέναντι σε αριστερές προοδευτικές πολιτικές ομάδες της περιοχής – χωρίς αυτό να μειώνει τη σημασία της διεθνούς αλληλεγγύης στο κίνημα της Ροτζάβα ή γενικά το δίκιο του κουρδικού λαού».
«Η μόνη ορατή προοδευτική δύναμη που δρα αυτή τη στιγμή στη Συρία είναι η συμμαχία γύρω από το κουρδικό PYD και τις λαïκές πολιτοφυλακές YPG/YPJ που δίνουν από την πλευρά τους μια άλλη διάσταση στο συριακό, προτάσσοντας την εθνική χειραφέτηση του κουρδικού λαού, παράλληλα με το ξεπέρασμα των εθνικών και θρησκευτικών διαιρέσεων και τη χειραφέτηση των γυναικών στα πλαίσια μιας ομοσπονδιακής Συρίας.
Όταν η Ροζάβα βρέθηκε πολιορκούμενη από τον ISIS, η στρατιωτική ενίσχυση τους ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Οι μόνοι πρόθυμοι που μπορούσαν να το κάνουν αυτό ήταν ο Άσαντ σε πολύ περιορισμένο βαθμό προσφέροντας εκεχειρία και οι Αμερικάνοι με όπλα. Κατά την επίθεση του τουρκικού στρατού και του FSA στο Αφρίν φάνηκε ξεκάθαρα πως ούτε η Ρωσία που διατηρούσε εκεί δυνάμεις, ούτε οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να αποτρέψουν την κατάληψή του.
Παρά τα όποια λάθη της κουρδικής ηγεσίας, που πρέπει να ειδωθούν στo πλαίσιο της ασφυκτικής πίεσης των Κούρδων από ISIS, Τουρκία και FSA και τον απεγνωσμένο αγώνα για επιβίωση, το εγχείρημα της Ροζάβα παραμένει η μόνη προοδευτική πλευρά στον συριακό εμφύλιο και αξίζει την έμπρακτη συμπαράσταση των διεθνών κομμουνιστικών δυνάμεων».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ: μετά από «Καμία παρέμβαση, ούτε της Ρωσίας, ούτε του δυτικού ιμπεριαλισμού, ούτε των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών κρατών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο όνομα του μικρότερου κακού»
«Από αυτή τη σκοπιά, σε σχέση με τον πόλεμο στη Συρία, άμεση προτεραιότητα για τους διεθνιστές κομμουνιστές, όπως και στην περίπτωση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο Ιράκ το 1990 και 2003, είναι η ήττα των δικών τους αστικών τάξεων και του δικού τους ιμπεριαλιστικού μπλοκ των ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ, των συμμάχων τους και των ακροδεξιών φονταμενταλιστικών ομάδων που στηρίζουν για να επιβάλλουν την αντιδραστική τους ατζέντα σήμερα στη Συρία και αύριο στο Λίβανο και την Παλαιστίνη. Οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να ανατρέψουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς των Άσαντ είναι οι λαοί και η εργατική τάξη της Συρίας με τον δικό τους ανεξάρτητο αγώνα και όχι μέσω ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και λυκοσυμμαχιών ιμπεριαλιστών-φονταμενταλιστών. Αυτή η προοπτική ανοίγει το δρόμο και στους άλλους λαούς της περιοχής και πρώτα από όλα στην Παλαιστίνη. Για την συντριβή του σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ, των επίσημων υπερσυντηρητικών φοντααμενταλιστών του Οίκου των Σαούντ και των ομογάλακτων τους στις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου και κάθε αντιδραστικού καθεστώτος. Για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των λαών της Συρίας και της Μέσης Ανατολής».
Παραπομπές:
[2] Το σύνολο των φονταμενταλιστικών οργανώσεων στη Συρία ασπάζονται την σαλαφιστική/ουαχαμπιτική εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ, που είναι το επίσημο δόγμα των Σαούντ.
[3] https://www.dw.com/en/free-syrian-army-turns-to-turkey-for-support-in-war-against-assad/a-42462658
[4] Η Αχράρ αλ Σαμ αρνείται τον προσδιορισμό «τζιχαντιστές» (που αποδίδει στον ISIS) και διαφωνεί με την τακτική των επιθέσεων στη Δύση, αλλά προβάλει ως μοντέλο του Ταλιμπάν που «ένωσαν όλους τους σουνίτες στο Αφγανιστάν». Παράλληλα, περιγράφει την συμμαχία με μη ισλαμικές δυνάμεις (προφανώς τις ΗΠΑ) ως διπλωματία που «ουδετεροποιεί εχθρικές (προς το Ισλάμ) δυνάμεις» https://warontherocks.com/2016/06/how-ahrar-al-sham-has-come-to-define-the-kaleidoscope-of-the-syrian-civil-war/
[5] https://en.wikipedia.org/wiki/Idlib#Syrian_Civil_War
[6] https://www.bbc.com/news/world–middle–east-36843990
[7] https://en.wikipedia.org/wiki/Nour_al-Din_al-Zenki_Movement
[8] Στο Αφρίν, όπου ο εναέριος χώρος του καντονιού ελεγχόταν από το ρωσικό σύστημα αεράμυνας. Πριν την έναρξη της επίθεσης του τουρκικού στρατού, οι ρώσικες δυνάμεις αποχώρησαν διευκολύνοντας έτσι τον Ερντογάν.
[9] Για αυτό το λόγο, παρά τις πολιτικές διαφορές του ΡΚΚ με τις οργανώσεις της τουρκικής αριστεράς, είναι λάθος η διατύπωση ότι το PYD έχει εχθρική και σεχταριστική προς την υπόλοιπη αριστερά.