Νικόλας Σκούφογλου
Η δημόσια τοποθέτηση της ΤΠΤ, μέσα από δύο κείμενα, κριτικά υπέρ της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ-Κοτζιά-Δημητρώφ υπό την αιγίδα του Νίμιτς, και αναφανδόν ενάντια στην τοποθέτηση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, είναι ένα συμπίλημμα από έλλειψη ενημέρωσης, πραγματολογικές ανακρίβειες και ευσεβείς πόθους. Ακόμα χειρότερα όμως είναι το αποτέλεσμα μιας λάθος μεθόδου αντιμετώπισης των τρεχόντων προβλημάτων και οικοδόμησης ενός φαντασιακού διπόλου, που την οδηγεί στην, έστω κριτική, υποστήριξη μιας κίνησης ακραίας επιβολής του ελληνικού κράτους, υπό την ενορχήστρωση μιας νεοφιλελεύθερης και επιθετικής στο εξωτερικό κυβέρνησης, ενάντια τόσο στον εθνικισμό και τη Δεξιά όσο και στις εξ αριστερών κριτικές απέναντι σε αυτή την κίνηση. Η κεντρική ιδέα της τοποθέτησης λοιπόν είναι ότι η συμφωνία, παρά την σκανδαλώδη διαιώνιση και επισημοποίηση ορισμένων κατακτήσεων του ελληνικού κράτους ενάντια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΔΜ) είναι το μικρότερο κακό, συγκρινόμενη με την κριτική της τόσο από τα δεξιά-και τα εθνικιστικά-όσο και από τα αριστερά. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τα όρια που έχει, καταφέρνει να κάνει κάτι πιο προοδευτικό από αυτό που υποστηρίζει τόσο η ΝΔ και το «μαύρο μέτωπο» όσο και η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος.
Δεν θα σταθώ εδώ στο θέμα του τρόπου με τον οποίο οι σ-σ της ΤΠΤ επέλεξαν να τοποθετηθούν. Χωρίς να επιδιώξουν πολιτική συζήτηση στο εσωτερικό της οργάνωσης και των οργάνων της, ένιωσαν την ανάγκη να βγάλουν ένα βιαστικό κείμενο που κατακεραυνώνει το σχέδιο απόφασης, στο οποίο χρεώνει ότι «χάνεται το μέτρο της πραγματικότητας», «επαναλαμβάνει το γνώριμο αριστερίστικο ελιγμό που ‘’πετάει την μπάλα στην κερκίδα’’», είναι «σαν να ομιλεί ένας Μακεδόνας Λαφαζάνης», και αποτελεί «έναν αφηρημένο διεθνισμό που δεν ενοχλεί κανένα και καμία σε τελική ανάλυση». Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της ΤΠΤ και καθενός-μίας να προτιμάει την απευθείας δημόσια πολεμική από την πολιτική συζήτηση στο εσωτερικό της οργάνωσης. Είναι επίσης αλήθεια ότι στο κείμενο της πιο επίσημης τοποθέτησής τους, οι σ-σ περιορίζουν τον ενθουσιασμό τους, επισημαίνουν ορθά κάποια σημαντικά στοιχεία, τα οποία δανείζονται επί το πλείστον από την ανακοίνωση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, ωστόσο η ουσία της τοποθέτησης παραμένει.
Ας δούμε λοιπόν έναν έναν τους βαρείς χαρακτηρισμούς που προανέφερα και πόσο εύκολα μπορούν να επιστραφούν.
1. Πώς χάνεται το μέτρο της πραγματικότητας;
Αν μη τι άλλο, για να μπορούμε να επικαλούμαστε την πραγματικότητα, οφείλουμε να γνωρίζουμε και να καταλαβαίνουμε τουλάχιστον τα ιστορικά και πραγματολογικά δεδομένα. Η κεντρική ιδέα της ΤΠΤ ότι η συμφωνία, με όλα της τα προβλήματα, κάνει το θεμελιώδες καλό ότι επιτέλους αναγνωρίζει ένα κράτος-παρία και το βοηθάει να ανοιχτεί στην διεθνή κοινότητα, απλώς δεν ισχύει. Η ΔΜ είναι ήδη πλήρες μέλος στα Ηνωμένα Έθνη, έχει διακρατικές συμφωνίες με τα περισσότερα κράτη της υφηλίου και αναγνωρίζεται από 140 χώρες με το-ακόμα ισχύον-συνταγματικό της όνομα. Όσον αφορά την Ελλάδα, η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, προέβλεπε την αναγνώρισή του κράτους, με το τερατώδες βέβαια όνομα ΠΓΔΜ, όνομα με το οποίο έχει ενταχθεί και στον ΟΗΕ. Οι σύντροφοι, εκλαμβάνοντας τη συμφωνία ως μια χάρη που γίνεται στη ΔΜ, έστω και με βαρύτατο όπως και οι ίδιοι επισημαίνουν τίμημα, δεν κάνουν άλλο από το να ανέχονται το «ελληνικό προνόμιο». Το ότι, στην ουσία, το επιχείρημά τους είναι πανομοιότυπο με αυτό του Ζάεφ, που έχει θέσει ως πρώτο στόχο το «σπάσιμο της απομόνωσης», με το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα της οικονομίας στο ξένο κεφάλαιο και την ένταξής της σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, θεωρώ ότι είναι απλώς σύμπτωση.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ουσιαστικά ακολουθώντας την εθνική γραμμή Καραμανλή και το διαβόητο βέτο στο Βουκουρέστι, ανοίγει την πόρτα στη ΔΜ για την ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, όχι μόνο χωρίς να κάνει παραχωρήσεις, έστω «ετεροβαρείς» όπως ισχυρίζεται η ΤΠΤ, αλλά με μια επιθετική κίνηση που εδραιώνει περαιτέρω την οικονομική και πολιτική επιβολή της Ελλάδας. Οι προβλέψεις της Συμφωνίας αφενός υποχρεώνουν τους πολίτες της ΔΜ σε μια ταπεινωτική απάρνηση της ταυτότητάς τους σε όλες τις πτυχές της ζωής, σε εσωτερικό και εξωτερικό, με την αλλαγή του ονόματος της χώρας και του οτιδήποτε προέρχεται από αυτήν, την αλλαγή των επιγραφών των μνημείων και την αφαίρεση του τρέχοντος συμβόλου από τη σημαία κ.α. Αφετέρου όμως, και σε αυτό οι σ-σ μόνο παρενθετικά αναφέρονται, προβλέπεται ενίσχυση και επέκταση της στρατηγικής συνεργασίας των δύο μερών στους τομείς της γεωργίας, της άμυνας, της πολιτικής προστασίας, της οικονομίας, της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της βιομηχανίας, των υποδομών, των επενδύσεων. Η ιδέα ότι τα παραπάνω έχουν τον οποιοδήποτε αμφίδρομο χαρακτήρα μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να ακουστεί. Επομένως, αστειότητα του «μισή ντροπή δική μας-μισή ντροπή δική τους» είναι στην πραγματικότητα ολόκληρη η ντροπή όσων αναγνωρίζουν το δικαίωμα στο ελληνικό κράτος να συνεχίζει τους λεονταρισμούς του.
Σε όλα τα παραπάνω, η ΤΠΤ βλέπει-ρεαλιστικά βεβαίως βεβαίως-μια «πρόταση για ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις». Η πραγματικότητα, δυστυχώς για αυτή, είναι άλλη. Η Ελλάδα λέει πολύ απλά: «για να σε αφήσω, γιατί μόνο εγώ έχω θέσει το κώλυμα, να μπεις στους μηχανισμούς λιτότητας, αυταρχισμού και μιλιταρισμού της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, στους οποίους είμαι περήφανα μέλος και ενισχύω μάλιστα τη θέση μου, πρέπει να με αφήσεις να αγοράσω ό,τι υπάρχει απούλητο και να μου δώσεις γραμμένο ότι σε 5 χρόνια δεν θα αναφέρεσαι πουθενά, ούτε καν στην εσωτερική αλληλογραφία, ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αν διαπιστώσω οποιαδήποτε παρέκκλιση, διατηρώ το δικαίωμα να σε καταγγείλω στη διεθνή κοινότητα και θα υποστείς κυρώσεις.»
Οι δήθεν δε παραχωρήσεις όσον αφορά τον εθνοτικό προσδιορισμό και τη γλώσσα, που επικαλείται ως τα θετικότερα στοιχεία η ΤΠΤ, είναι απλά ψευδεπίγραφα. Η μακεδονική γλώσσα έχει αναγνωριστεί στη διεθνή κωδικοποίηση από το 1977, επί κυβερνήσεως Κων. Καραμανλή, και δεν ήταν αντικείμενο της τρέχουσας διαπραγμάτευσης. Ο δε χαρακτηρισμός Μακεδόνας, αφορά την υπηκοότητα του κράτους (συνοδευόμενο από το «πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας») και όχι την εθνικότητα.
Στο μεταξύ,η πραγματικότητα στάθηκε αμείλικτη όσον αφορά τους εκβιασμούς από το εξωτερικό και τους αντιδημοκρατικούς, μαφιόζικους χειρισμούς της κυβέρνησης για να επιβάλει με το έτσι θέλω το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ο πρώην ΥΠΕΞ Κοτζιάς συμπεριφέρθηκε ως αποικιοκράτης, προειδοποιώντας-στην πραγματικότητα απειλώντας- τους Μακεδόνες να ψηφίσουν «σωστά» στο επιβεβλημένο δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση Ζάεφ βγάζει από τη φυλακή καταδικασμένους τραμπούκους-βουλευτές του ΒΜΡΟ για να ψηφίσουν τη συμφωνία του. ΝΑΤΟϊκοί αξιωματούχοι εγκαθίστανται στα σπίτια βουλευτών. Οι εξαγορές δίνουν και παίρνουν. Α ναι, είναι μια δημοκρατική συμφωνία.
2. Πώς πετιέται η μπάλα στην κερκίδα;
Στην πραγματικότητα, τα όποια επιχειρήματα της ΤΠΤ χρησιμοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό να στηρίξουν ένα προκατασκευασμένο σχήμα: ότι το πρόβλημα δεν είναι βασικά η Συμφωνία, αλλά η κριτική που γίνεται σε αυτή, τόσο η δεξιά, αλλά εξίσου και η αριστερή, που τελικά «αντικειμενικά» υποστηρίζει τη δεξιά. Άλλωστε μας γνωστοποιήθηκε από ηγετικό μέλος της ΤΠΤ ότι, ανεξαρτήτως προθέσεων, η εναντίωση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στη συμφωνία παίζει το παιχνίδι του «μαύρου μετώπου».
Η ΤΠΤ λοιπόν, αντί να τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο θέμα και στη συγκεκριμένη στιγμή, καταφεύγει σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να «αποδείξει» τη γενική της εκτίμηση για το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του, που, παρά τα όσα κάνει, μην ξεχνάμε ότι είναι «ποιοτικά διαφορετικός» από τη ΝΔ. Δεν θα επιχειρηματολογήσουμε για το ότι η θέση της Δεξιάς, που παίζει το παιχνίδι της συγκαλυμμένης ή ανοιχτής υποστήριξης της ακροδεξιάς και εθνικιστικής μούργας που βγήκε στους δρόμους για το Μακεδονικό, ή των άλλων αστικών κομμάτων είναι χειρότερη (αν και πολύ αμφιβάλλουμε ότι ο Μητσοτάκης θα έκανε κάτι διαφορετικό αν ήταν κυβέρνηση) ούτε γιατί ο κίνδυνος αναζωπύρωσης του εθνικισμού είναι υπαρκτός και είναι καθήκον μας να τον πολεμήσουμε ασυμβίβαστα. Τόσο η τοποθέτησή μας για τη Συμφωνία, και γενικά για το μακεδονικό, αλλά κυρίως η πρακτική μας δράση, στο μέτρο των δυνάμεών μας, στο δρόμο και στις γειτονιές δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία. Ωστόσο, η πρεμούρα να αποδειχθεί η δήθεν προοδευτική διαχείριση του μακεδονικού από την τρέχουσα κυβέρνηση οδηγεί την ΤΠΤ σε εξώφθαλμες παραλείψεις και αλλοιώσεις καθοριστικών στοιχείων.
Πρώτο και κυριότερο, η ΤΠΤ νομίζει ότι η Συμφωνία, και γενικά η τοποθέτηση της κυβέρνησης μέσω των αρμόδιων στελεχών της, έρχεται σε ρήξη με το κύριο εθνικιστικό αφήγημα περί «του αυταπόδεικτου ελληνικού χαρακτήρα και εθνικής ιστορικής συνέχειας στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας από την εποχή του Αλεξάνδρου ως τις μέρες μας» (από το κείμενό της).
Παραθέτω το άρθρο 7, παράγραφος 2 του κειμένου της Συμφωνίας:
Αναφορικά με το Πρώτο Μέρος (σημ:την Ελλάδα), με αυτούς τους όρους (σημ: «Μακεδονία» και «Μακεδόνες») νοούνται όχι μόνο η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους, αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Και παρακάτω, το άρθρο 8, παράγραφος 2:
Εντός έξι μηνών από τη θέση σε ισχύ της παρούσης Συμφωνίας, το Δεύτερο Μέρος(σημ: η Δημοκρατία της Μακεδονίας) θα επανεξετάσει το καθεστώς των μνημείων, δημόσιων κτιρίων και υποδομών στην επικράτειά του, και στο μέτρο που αυτά αναφέρονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική ιστορία και πολιτισμό που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς του Πρώτου Μέρους, θα προβεί στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα και να διασφαλίσει τον σεβασμό στην προαναφερόμενη κληρονομιά.
Το κείμενο της Συμφωνίας απηχεί απολύτως την τοποθέτηση του Υπουργείου Εξωτερικών, που κατά λέξη αναφέρει:
Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος, σημειωτέον, είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Οι σ-σ απατώνται πολύ άσχημα όταν εκτιμούν πως «…η συμφωνία, ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε αστικές τάξεις και πολιτικές ελίτ, που ‘’αναγνωρίζει’’ με νομικές και θεσμικές συνέπειες την ύπαρξη των γειτόνων ως Μακεδόνων θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αποδοχή του γειτονικού έθνους σαν πραγματικού και την ίδια ώρα θα αποτελέσει ένα πλήγμα στην ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού».
Ο ελληνικός εθνικισμός, συνοψίζεται στο εξής: «Το μακεδονικό έθνος, όπως το επανέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης στο εθνικιστικό συλλαλητήριο στην Αθήνα, είναι ‘’κατασκεύασμα’’ του Τίτο». Σωστά. Μόνο που, δυστυχώς για τους σ-σ, η τοποθέτηση ότι:
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
, δεν είναι (μόνο) θέση του Θεοδωράκη ή των μακεδονομάχων, αλλά του ΥΠΕΞ της Ελλάδας.
Με λίγα λόγια, για να μην έχουμε την παραμικρή αμφιβολία, ας ακούσουμε τον ρητορικό προβληματισμό του Παπαδημούλη: αν ήταν τόσο καλή η Συμφωνία για τους γείτονες, όπως μας κατηγορούν οι κουφιοκεφαλάκηδες της αντιπολίτευσης, γιατί δεν υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των πολιτών εκεί;
Η ΤΠΤ έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί ότι απέναντι στον κραυγαλέο και επαρχιώτικο εθνικισμό της δεξιάς και της ακροδεξιάς, το μόνο αντίπαλο δέος είναι ο εκσυγχρονισμένος, «κυριλέ» εθνικισμός τύπου Κοτζιά και Καμμένου (αν και αυτού μάλλον στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται). Έχει επίσης κάθε δικαίωμα να θεωρεί πλήγμα στον ελληνικό εθνικισμό μια συμφωνία, η οποία ενισχύει αποφασιστικά την παρουσία και δράση του ελληνικού κεφαλαίου στη ΔΜ, τον περιφερειακό δηλαδή ελληνικό ιμπεριαλισμό σε οικονομικό-και πολιτικό επίπεδο, το δικαίωμά του να κρατάει τα κλειδιά των διεθνών οργανισμών και να επιβάλλει την ατζέντα του στις ασθενέστερες γειτονικές χώρες (όπως και οι ίδιοι παραδέχονται).
Εδώ όμως φτάνουμε σε ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο:
3. Τίνος η τοποθέτηση μοιάζει με του Λαφαζάνη;
Ο ρεφορμιστικός πατριωτικός χαρακτήρας του σχεδίου της ΛΑΕ και του αρχηγού της δεν αφορά μόνο και κύρια την ανάδειξη της αντίθεσης με τους θεσμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ως απόλυτο στοιχείο του προγράμματος. Με την έννοια αυτή, ο πολιτικός ρόλος των πατριωτών, αυτό που τους κάνει πατριώτες, δεν είναι μόνο ότι καταγγέλλουν τους «ξένους», τους «ιμπεριαλιστές» που πάντα βρίσκονται «αλλού», ή ότι στις αναλύσεις τους δεν πάνε πιο πέρα από τον καμπισμό.
Αυτό που κάνει έναν πατριώτη πατριώτη, είναι ότι στις διάφορες διενέξεις του «δικού του» αστικού κράτους με τα άλλα, με το ένα ή το άλλο πρόσχημα προσδένεται πίσω από το σχεδιασμό της «δικής του» αστικής τάξης. Είναι χαρακτηριστική η αφοσίωση των ΚΚΕ και ΛΑΕ στη συζήτηση για τις ΑΟΖ, στα αφηγήματα περί αλυτρωτισμού της «ΠΓΔΜ»-σε αυτά πάλι ταυτίζονται με το ΥΠΕΞ.-και άλλα πολλά, που δεν έχω χώρο και σκοπό να αναφέρω.
Ωστόσο, είναι ενδιαφέρουσα η υποστήριξη από την ΤΠΤ μιας συμφωνίας, η οποία αφενός εντάσσεται στη στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού να λύσει τις εκκρεμότητες στην περιοχή, να εξαπολύσει σταυροφορίες στο εξωτερικό για την υπέρβαση της κρίσης του κλπ που αναφέρουν και οι ίδιοι οι σ-σ, και αφετέρου, ακριβώς εξαιτίας αυτού, συσπειρώνει πρωτοπόρα κομμάτια του ελληνικού κεφαλαίου, τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδας, τον Μίχαλο, επενδυτές, εργολάβους, τραπεζίτες. Οι προβλέψεις της Συμφωνίας για σύμπηξη του «Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Κυβερνήσεων» μέσω του οποίου οι δύο χώρες «θα ενθαρρύνουν αμοιβαίες επενδύσεις και θα λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποτελεσματική προστασία τους, περιλαμβανομένων μέτρων κατά της υπερβολικής γραφειοκρατίας και κατά θεσμικών, διοικητικών και φορολογικών εμποδίων» και ότι «τα Μέρη δεσμεύονται να προσδώσουν ιδιαίτερη έμφαση στη συνεργασία μεταξύ εκατέρωθεν εταιρειών, επιχειρήσεων και βιομηχανιών» είναι παραπάνω από προφανές ότι έχουν αποκλειστικά μονόδρομο χαρακτήρα.
Είχαμε προβλέψει εξ αρχής το ενδεχόμενο της οικοδόμησης, με άξονα τον «ρεαλιστικό» χειρισμό στο Μακεδονικό, μιας νέας εθνικής ενότητας γύρω από την «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι η ΤΠΤ μπαίνει τόσο πρόθυμα στο κάδρο, υποστηρίζοντας βέβαια «κριτικά» τη συμφωνία-αλήθεια πόσοι και πόσοι δεν χρεοκόπησαν πολιτικά μέσα από «κριτικές» υποστηρίξεις και ψήφους;-προξενεί ωστόσο κάποια έκπληξη.
Ακόμα περισσότερο, στο όνομα του διεθνισμού, και με το απαραίτητο συμπλήρωμα της σκληρής, ειλικρινούς κατά τη γνώμη μου, κριτικής στα σημεία, η ΤΠΤ δεν έχει πρόβλημα να αποδεχτεί ως λύση κάτι το οποίο έρχεται σε τόσο κατάφωρη παραβίαση με μια βασική αρχή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος: την αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας μόνο με αυτό το όνομα. Και ακόμα περισσότερο: αναγνωρίζει στην Ελλάδα το δικαίωμα να έχει λόγο και να τον επιβάλλει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Εμείς στεκόμαστε απέναντι σε αυτό. Δεν αναγνωρίζουμε καμία αναγκαιότητα για καμία «Συμφωνία».
Όσο αποδείχτηκε ότι η ιστορική δήθεν μάχιμη γραμμή της πατριωτικής αριστεράς, από ορισμένους συμμάχους μας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι την τωρινή ΛΑΕ και άλλους, για «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό» είναι μια γραμμή υλοποιήσιμη από μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, άλλο τόσο αποδείχτηκε ότι οι διεθνιστικές παραδόσεις της ΤΠΤ (επιμονή στην ονομασία, υπογράμμιση του ζητήματος των μειονοτήτων κ.ά.) δεν αρκούν για να την αποτρέψουν από το να υποστηρίξει αυτή τη σύνθετη ονομασία. ΤΠΤ και Λαφαζάνης, από εντελώς άλλες αφετηρίες, φτάνουν στο ίδιο σημείο.
Η επιμονή επομένως στον «πλαστό αντιιμπεριαλισμό» της πατριωτικής αριστεράς αυτό ακριβώς επιχειρεί να αποκρύψει. Την ένταξη των συντρόφων-ισσών της ΤΠΤ στη νέα εθνική γραμμή, που βεβαίως υλοποιεί ο προοδευτικός ΣΥΡΙΖΑ-με την ακροδεξιά συνιστώσα των ΑΝΕΛ-και όχι καμία ΝΔ-με την ακροδεξιά ομάδα Βορίδη, Γεωργιάδη και Σία.
Η εκτίμηση ότι ΚΚΕ, ΛΑΕ και ΝΑΡ αδιακρίτως ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης παίρνει επάξια όσκαρ πρωτοτυπίας. Το δε επιχείρημα ότι τα κόμματα της πατριωτικής αριστεράς πρακτόρευαν τα συμφέροντα των καθεστώτων του υπαρκτού, τα οποία έχουν κιόλας το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το ότι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ διευρύνονται στην περιοχή, και επομένως δεν δικαιούνται να ομιλούν για τον ιμπεριαλισμό, διεκδικεί το χρυσό βατόμουρο.
4. Αφηρημένος διεθνισμός; Ή μήπως συγκεκριμένος σωβινισμός;
Η κυβέρνηση Ζάεφ έχει αποδυθεί στον υπέρ πάντων αγώνα να ενταχθεί στους υπερεθνικούς μηχανισμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Σε αυτή την προσπάθεια όχι μόνο εμφανίζεται διατεθειμένη να προβεί σε θεμελιώδεις παραχωρήσεις, αλλά και να επιβάλει με εξώφθαλμα αντιδημοκρατικό τρόπο το αποτέλεσμα του αποτυχημένου δημοψηφίσματος.
Η προσπάθεια υποστηρίζεται από τη ρητορική του σπασίματος της απομόνωσης της χώρας και ξεπεράσματος της εθνικιστικής υστερίας της προηγούμενης κυβέρνησης του ΒΜΡΟ του Γκρούεφσκι. Με δεδομένη την κατάσταση της χώρας και από την άποψη του αστικού της εκσυγχρονισμού, η επιλογή αυτή, για έναν πολιτικό που έχει ως πρότυπο τον Τσίπρα, φαντάζει λογική.
Ωστόσο, είναι ενδιαφέρουσα-ή μάλλον όχι και τόσο-η πρόσληψη της ένταξης στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ ως κάποιου βήματος διεθνιστικής προόδου της χώρας και της περιοχής από οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς.
Οι σύντροφοι της ΤΠΤ εκτοξεύουν την κατηγορία περί αφηρημένου και ανώδυνου διεθνισμού στην ανακοίνωση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος. Αφήνω κατά μέρος το ότι για πρώτη φορά η λέξη «διεθνισμός», με οποιονδήποτε επιθετικό προσδιορισμό, χρησιμοποιείται ως μομφή. Ας πάμε πάλι στα πραγματικά γεγονότα. Η διοργάνωση των διεθνιστικών συλλαλητηρίων, με κατά περιπτώσεις αναπάντεχα πλατιά και μεγάλη συμμετοχή, απέναντι στον επελαύνοντα παροξυσμό των εθνικιστικών συλλαλητηρίων δεν ήταν καθόλου αφηρημένη.Η διοργάνωση των διεθνιστικών εκδηλώσεων σε γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, όπου διαδίδαμε απόψεις λίγο δημοφιλείς, δεν ήταν καθόλου αφηρημένη. Η συμμετοχή της οργάνωσης σε διεθνιστική εκδήλωση στα Σκόπια, που διοργανώθηκε από την αριστερή οργάνωση Λέβιτσα σε μια πολύ σκοτεινή εποχή, δεν ήταν καθόλου αφηρημένη (χωρίς να θέλω να εξωραΐσω τις γενικά απροσδιόριστες πολιτικές απόψεις της ετερογενούς Λέβιτσα, είναι αλήθεια ότι παλεύει σε μια συνθήκη που η ακροδεξιά την κατηγορεί για πράκτορες των Ελλήνων και η κυβέρνηση, μαζί με ελληνικές οργανώσεις όπως το Ξεκίνημα, για ταύτιση με την ακροδεξιά).
Σε όλα αυτά βέβαια, η ΤΠΤ είχε μια περιθωριακή συμμετοχή. Αντιθέτως, η πιο συγκεκριμένη πολιτική πρόβλεψη της ήταν η πιθανότητα ανάδειξης ενός πλειοψηφικού τμήματος των Μακεδόνων πολιτών υπέρ της Συμφωνίας. Παταγώδης αποτυχία.
Η αγωνιώδης προσπάθεια των συντρόφων να αποδείξουν ότι μιλάνε συγκεκριμένα και τοποθετούνται καίρια στα πραγματικά διλήμματα δεν είναι παρά η παραδοχή της σχεδόν απόλυτης απουσίας τους, εκτός φαεινών εξαιρέσεων, από τα τρέχοντα κινηματικά και πολιτικά γεγονότα. Η επιλεκτική και ισχνή, και συνήθως ανύπαρκτη, επαφή που έχουν με την τρέχουσα κινηματική δραστηριότητα και πολιτική συζήτηση εντός και εκτός οργάνωσης τους οδηγεί στο να θεωρούν ότι τα εγκεφαλικά κατασκευάσματα μπορεί και να είναι μάχιμες και συγκεκριμένες πολιτικές παρεμβάσεις. Έτσι, για παράδειγμα, ο παραλληλισμός της Συμφωνίας των Πρεσπών με το σχέδιο Ανάν, που υποστηρίχτηκε τότε στο όνομα του ότι το ψήφισαν οι Τουρκοκύπριοι πλειοψηφικά, αποδείχτηκε παιδαριώδης αστοχία και αφαίρεση.
Συνοψίζοντας, ο μόνος λόγος για τον οποίο η «κριτική» υποστήριξη της Συμφωνίας από την ΤΠΤ δεν δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα είναι γιατί το σχέδιο στο οποίο εντάσσεται είναι πολύ πιο εγκεφαλικό και ανύπαρκτο από αυτό που κωδικοποιείται και χλευάζεται ως «διεθνιστική ανατροπή». Δεν λέμε ότι η διεθνιστική τοποθέτηση και η ανάληψη ανάλογης δράσης, απέναντι στον «ρεαλισμό» της κυβέρνησης και τις εθνικιστικές κραυγές της αστικής αντιπολίτευσης, αλλά και τις διαφαινόμενα ανυπέρβλητες αγκυλώσεις της πατριωτικής ρεφορμιστικής αριστεράς, κερδίζουν εύκολα έδαφος στην κοινωνία, ούτε ότι υπάρχει ιδιαίτερα μαζικό ρεύμα εργατικής διεθνιστικής αντίθεσης στη Συμφωνία. Ωστόσο, η «διεθνιστική» υποστήριξη της Συμφωνίας το μόνο συγκεκριμένο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει είναι ιντερνετικά κείμενα που συγκεντρώνουν τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ σε ακαδημαϊκούς και καλλιτεχνικούς χώρους, και στην πράξη αποτελεί μια «ρεαλιστική» ευθυγράμμιση με τον υποτιθέμενα ή πραγματικά προοδευτικό πυλώνα της εγχώριας αστικής τάξης. Απέναντι στον «αφηρημένο διεθνισμό» της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, η ΤΠΤ προτείνει έναν συγκεκριμένο σωβινισμό.
Νικόλας Σκούφογλου, 11/2018
ΥΓ.Απαραίτητη διευκρίνιση: η κριτική στην ΤΠΤ αφορά εξίσου οργανώσεις που προέρχονται από διεθνιστική μήτρα και διατήρησαν την ίδια υπερασπιστική γραμμή στη Συμφωνία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η πολιτική πρόταση της ΤΠΤ στη Συνδιάσκεψη του 2018 προκρίνει τη συμμαχία με αυτές ακριβώς τις δυνάμεις. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.