Εισαγωγή
Η αντίληψή μας για τον ρόλο και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς σε εθνικό επίπεδο είναι ότι θέλουμε να οικοδομήσουμε κόμματα που είναι χρήσιμα για την ταξική πάλη. Δηλαδή κόμματα που μπορούν να συγκεντρώσουν δυνάμεις και να αποφασίσουν δράσεις που έχουν αποτέλεσμα και προωθούν την ταξική πάλη στη βάση μιας ταξικής προσέγγισης και προγράμματος, με τον απώτερο στόχο ενός τέτοιου κόμματος να είναι προφανώς η απαλλαγή από το υφιστάμενο (καπιταλιστικό) σύστημα, με όποιους γενικούς όρους κι αν εκφράζεται αυτό. Αυτή η προοπτική δεσμεύει τις δυνάμεις της 4ης Διεθνούς να είναι οργανικό και πιστό κομμάτι στην οικοδόμηση και την ηγεσία τέτοιων νέων κομμάτων, και όχι απλώς να προσπαθούν να στρατολογήσουν ή να περιμένουν να καταγγείλουν τελικές προδοσίες.
Ο προσανατολισμός μας έπεται ως συμπέρασμα της ανάλυσης για την παγκόσμια κατάσταση που γίνεται στα άλλα δύο κείμενα που διαμορφώθηκαν ενόψει του Παγκοσμίου Συνεδρίου, και στα οποία σημειώνεται από τη μια πλευρά το γεωπολιτικό χάος, και από την άλλη οι άνισες και αντιφατικές διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης σε ένα υπόβαθρο κρίσης της ταξικής συνείδησης.
Η βασική ιδέα είναι ότι δεν μπορούμε να γενικεύσουμε ένα μοντέλο για το τι θα πρέπει να κάνει η 4η Διεθνής, παρότι είναι προφανές ότι κάποιες εμφανώς πιο πετυχημένες εμπειρίες θα υπάρχει η τάση να αντιγραφούν∙ αλλά θα πρέπει να συνηθίσουμε μια κατάσταση στην οποία οι συγκεκριμένες εμπειρίες είναι διαφορετικές και ίσως μερικές φορές οδηγούν εμφανώς σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ένα πρόβλημα που είχαμε είναι η ακούσια τάση να παίρνουμε υπόψη μερικές φορές μόνο ό,τι συμβαίνει σε μερικές βασικές χώρες (η Γαλλία λίγα χρόνια πριν κλπ), και να μην διεθνοποιούμε αρκετά τη σκέψη μας∙ η συζήτηση σχετικά με διαφορικές εμπειρίες στις τελευταίες Διεθνείς Επιτροπές[1] βοήθησε να γίνει η σκέψη μας πιο πλουραλιστική∙ και αυτή είναι η κεντρική ιδέα αυτής της ανάλυσης για το ρόλο και τα καθήκοντα.
Αναπροσανατολισμός στη δεκαετία του 1990
Το 1995 αποφασίσαμε ότι η προοπτική της οικοδόμησης μικρών μαζικών κομμάτων της πρωτοπορίας βασισμένων σε όλο το πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς είχε φτάσει στα όριά της, παρότι είχαμε πάρει πολλά πολύτιμα μαθήματα σχετικά με την οικοδόμηση αγωνιστικών κομμάτων. Στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του Σοβιετικού Μπλοκ – που αναπροσδιόρισε τις οριοθετήσεις μεταξύ των οργανώσεων – ήταν δυνατό να οικοδομηθούν ριζοσπαστικά ταξικά κόμματα που να που να περιλαμβάνουν περισσότερες δυνάμεις και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν μια θετική και πιο σημαντική επίδραση στην ταξική πάλη.[2]
Έτσι, το κείμενο «Χτίζοντας τη Διεθνή σήμερα» θεμελίωνε μια προσέγγιση στην οικοδόμηση κομμάτων η οποία επικεντρωνόταν στην οικοδόμηση και ενίσχυση των οργανώσεων της Διεθνούς σε εθνικό επίπεδο μέσω της συγκέντρωσης πλατύτερων δυνάμεων από αυτές που θα κερδίζαμε πάνω στο ιστορικό πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς.
Περιέγραφε αυτό το πλαίσιο ως εξής:
«Το σχέδιο για μια σοσιαλιστική κοινωνία που θα προσφέρει εναλλακτική τόσο στον καπιταλισμό όσο και στις καταστροφικές εμπειρίες του γραφειοκρατικού «σοσιαλισμού» έχει έλλειμμα πειστικότητας: συναντά τα εμπόδια του απολογισμού του Σταλινισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και του λαϊκιστικού εθνικισμού στον «τρίτο κόσμο», όπως και της αδυναμίας εκείνων που το υποστηρίζουν σήμερα».
«Σε έναν μεγάλο αριθμό κυριαρχούμενων χωρών, οι πλατιές δυνάμεις της πρωτοπορίας βλέπουν σήμερα με σκεπτικισμό την πιθανότητα επιτυχίας μιας επαναστατικής ρήξης με τον ιμπεριαλισμό∙ και βλέπουν με σκεπτικισμό τις δυνατότητες να πάρουν την εξουσία και να την κρατήσουν μέσα σε μια νέα παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων»…«ο επαναστατικός διεθνισμός μοιάζει με ουτοπία» (Κεφάλαιο 1).
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αναλύσεις ενόψει του επερχόμενου Παγκοσμίου Συνεδρίου δεν δείχνουν καμία ποιοτική βελτίωση των συσχετισμών δύναμης και του επιπέδου της ταξικής συνείδησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάσταση δεν άλλαξε από το 1995. Υπήρξαν σημαντικά κινήματα που άφησαν το στίγμα τους στην πολιτική συνείδηση (μεταξύ άλλων οι Ζαπατίστας, το κίνημα της Global Justice, η Μπολιβαριανή Επανάσταση, το κίνημα του Occupy, η Αραβική επαναστατική διαδικασία καθώς και κάποιες μαζικές απεργίες σε χώρους δουλειάς και φεμινιστικές κινητοποιήσεις) αλλά δεν ήταν επαρκή για να αναχαιτίσουν τις αδυσώπητες επιθέσεις και έτσι δεν άλλαξαν το συνολικό συσχετισμό των δυνάμεων. Κανένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα που να αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού δεν αναδείχτηκε στην αριστερά, επομένως η οικοδόμηση νέων κομμάτων παραμένει μια βιώσιμη προοπτική.
Τα δυο πεδία για την οικοδόμηση τέτοιων κομμάτων υποδεικνύονταν ως εξής:
«η κατάρρευση του Σταλινικού συστήματος είχε το θετικό αποτέλεσμα να πλήξει σοβαρά τις σεκταριστικές προκαταλήψεις εναντίον μας μέσα στις τάξεις του εργατικού κινήματος, των συνδικάτων και των πολιτικών πρωτοποριών. Η θριαμβολογία του κεφαλαίου είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ενθάρρυνση της ενοποίησης όλων των αντικαπιταλιστών που τώρα έχουν συνείδηση της αδυναμίας τους. Είμαστε πιο ικανοί σήμερα να οικοδομήσουμε σχέσεις ενεργητικής αλληλεγγύης και ενότητας στον αγώνα με δυνάμεις που μέχρι πρόσφατα δίσταζαν ακόμα και στην ιδέα να μας μιλήσουν» (Κεφάλαιο 2)… «Ελπίζουμε να υποδεχτούμε στους κόλπους μας επαναστατικές μαρξιστικές οργανώσεις που δεν ισχυρίζονται απαραιτήτως ότι είναι «τροτσκιστικές» ούτε ταυτίζονται με την ιστορίας μας, αλλά οι οποίες ενώνονται μαζί μας στη βάση μιας πραγματικής προγραμματικής σύγκλισης» (Κεφάλαιο 3).
«Θα πρέπει επίσης να ασχοληθούμε με τα νέα θέματα πολιτικής σκέψης που ενδιαφέρουν τις νέες γενιές, οι οποίες θα αναπτύσσονται, από δω και πέρα, σε ένα “μετα-σταλινικό” περιβάλλον, όπου νέες ιδεολογικές ανησυχίες και εμπειρίες πρέπει να συνδυαστούν με τα παλιά διδάγματα του αιώνα τα οποία επιβεβαιώνονται για μια ακόμα φορά από τον καπιταλισμό σε κρίση. Το να ασχοληθούμε με νέα θέματα δεν είναι απλώς ζήτημα “διαπαιδαγώγησης” προς την αγωνιζόμενη νεολαία, αλλά ένα πολύ πιο θεμελιώδες ζήτημα σχετικό με την ικανότητά μας να επεξεργαζόμαστε τη θεωρία, να επικαιροποιούμε το πρόγραμμα και να ενσωματώνουμε νέες πολιτικές εμπειρίες, πρωτότυπες μορφές και θέματα αγώνα, κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές κλπ.».
Το κείμενο συνέχιζε σκιαγραφώντας διαφορετικές μεθόδους προσέγγισης αυτού του στόχου της ενίσχυσης των οργανώσεών μας:
Α) Ενιαίο μέτωπο σε συγκεκριμένους αγώνες και μαζικά κινήματα
Β) Ενότητα με άλλες επαναστατικές οργανώσεις
Γ) Ευρύτερη ανασύνθεση με άλλες αριστερές οργανώσεις
Ήδη από το 1991 η ανάλυση για τη Λατινική Αμερική έλεγε: «Είναι προφανώς αδύνατο να παρέχουμε έναν ενιαίο προσανατολισμό για όλα τα τμήματά μας. Δεν υπάρχει ένα μοναδικό μοντέλο για την οικοδόμηση κομμάτων ούτε μια μοναδική γραμμή για την οικοδόμηση κομμάτων κατάλληλη για κάθε εποχή και μέρος. Είναι τώρα σαφές ότι η Νικαραγουανή Επανάσταση και η ίδρυση του βραζιλιάνικου PT προκάλεσαν προσπάθειες να επαναληφθούν αυτές οι δύο εμπειρίες. Είμαστε υπέρ της οικοδόμησης μαζικών επαναστατικών κομμάτων, αλλά υπάρχουν αναρίθμητες διαφορετικές πιθανές παραλλαγές για να φτάσει κανείς εκεί» (η υπογράμμιση δική μας).
Απαριθμούσε τις διαφορετικές επιλογές που έκαναν οι οργανώσεις μας εκείνη την εποχή:
· «Η ανάδυση ενός μαζικού εργατικού κόμματος όπως το PT έκανε δυνατή την ανάπτυξη ενός επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος μέσα σε αυτό, το οποίο δουλεύει με τον πιο πιστό δυνατό τρόπο για την οικοδόμηση του κόμματος…
· Το μεξικάνικο PRT αναπτύχθηκε βασικά ως ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα με μαζική επιρροή. Πριν την ανάδυση του νεο-Καρδενισμού, ήμασταν κοντά στο να πετύχουμε τη σύγκλιση του μεγαλύτερου όγκου της επαναστατικής αριστεράς γύρω από το PRT…
· Η είσοδος σε επαναστατικές οργανώσεις που ήδη υπάρχουν ή που είναι υπό διαμόρφωση. Αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο ακολούθησε το κολομβιανό μας τμήμα. Οι σύντροφοί μας μπήκαν στο A Luchar στη βάση πολιτικής συμφωνίας, βασικά σε σχέση με την κατάσταση στην Κολομβία…
· Η συμμετοχή σε ένα επαναστατικό πολιτικό μέτωπο με παράλληλη διατήρηση μιας ανεξάρτητης ύπαρξης. Σε αυτό το επίπεδο, η εμπειρία των ουρουγουανών συντρόφων μας στη συγκρότηση του MPP μέσα από τη σύγκλιση αρκετών ρευμάτων – του MLN-Τουπαμάρος, το PVP, του MRO και μιας καλής μερίδας ανεξάρτητων αγωνιστών – είναι πολύ σημαντική…»
Το 2003 επαναβεβαιώναμε:
«(2) Ο αγώνας για τέτοια κόμματα θα περάσει μέσα από μια σειρά σταδίων, τακτικών και οργανωτικών μορφών, ειδικών σε κάθε χώρα. Μια τέτοια αντικαπιταλιστική ανασύνθεση πρέπει να επιδιώκει έναν βασικό στόχο εξαρχής: να δημιουργήσει μια αποτελεσματική, ορατή πόλωση μεταξύ της ίδιας και όλων των δυνάμεων που είναι πιστές στον κοινωνικό νεοφιλελευθερισμό (σοσιαλδημοκρατία, μετα-Σταλινισμός, οικολόγοι, λαϊκιστές) με σκοπό να επιταχύνει την κρίση τους και να της δώσει ένα θετικό αποτέλεσμα.
Αυτό απαιτεί:
– την παρουσία σημαντικών πολιτικών δυνάμεων, μέσα στις οποίες τα επαναστατικά μαρξιστικά ρεύματα συνεργάζονται με σημαντικά ή εμβληματικά ρεύματα ή εκπροσώπους που έρχονται σε ρήξη με τα ρεφορμιστικά κόμματα, χωρίς να φτάνουν απαραιτήτως σε επαναστατικές μαρξιστικές θέσεις·
– μια σχέση σεβασμού, αλλά στενή, με το κοινωνικό κίνημα, όπου η ανασυντεθειμένη οργάνωση προωθεί τα αιτήματα και τις δράσεις του κινήματος·
– έναν σχηματισμό που να αναγνωρίζεται ότι εκπροσωπεί κάτι πραγματικό στην κοινωνία, σπάζοντας το μονοπώλιο των κομμάτων που είναι πιστά στον σοσιαλ-νεοφιλελευθερισμό, χάρη στην παρουσία εκλεγμένων αντιπροσώπων σε κοινοβούλια σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και (πιθανόν) διεθνές (ευρωπαϊκό) επίπεδο, εκλεγμένα με γενική ψηφοφορία·
– μια πλουραλιστική λειτουργία που πηγαίνει πέρα από την απλή εσωτερική δημοκρατία με τρόπο ώστε να ευνοεί τόσο τις συγκλίσεις όσο και τον διάλογο, επιτρέποντας τη λειτουργία ενός επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος ως ένα αποδεκτό τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου.
Στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, ο σκοπός μας είναι να χτίσουμε πλατιά, πλουραλιστικά αντικαπιταλιστικά κόμματα ή/και ανασυνθέσεις με μια πραγματική παρουσία στο προλεταριάτο και τα κοινωνικά κινήματα, και τα οποία εκφράζουν μια αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό στο πλαίσιο του αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Ως επαναστατικό μαρξιστικό ρεύμα, ήμαστε υπέρ της οικοδόμησης ενός “σκληρού πυρήνα” της αριστεράς. Αυτή η προοπτική δεν μπορεί να επιτύχει αν αντικαταστήσει τη στρατηγική σκέψη, τη ριζοσπαστική δράση και τις γενναίες πρωτοβουλίες με μια σεκταριστική στάση “αυτοεπιβεβαίωσης” που παλεύει να διατηρήσει τη “δική μας ταυτότητα”».
Το 2010, η έμφασή μας μετακινήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την υπογράμμιση των πιθανών σχέσεων με ήδη υπάρχουσες αριστερές οργανώσεις διαφόρων τύπων στην ανοικοδόμηση της αριστεράς:
«Θέλουμε να εμπλακούμε σε αυτή την αναδιοργάνωση για να δημιουργήσουμε μια νέα αριστερά ικανή να απαντήσει στις προκλήσεις αυτού του αιώνα και να ανοικοδομήσει το εργατικό κίνημα, τις δομές του, την ταξική του συνείδηση, την ανεξαρτησία του από την αστική τάξη στο πολιτικό και το πολιτιστικό επίπεδο (η υπογράμμιση δική μας).
– Μια αριστερά αντικαπιταλιστική, διεθνιστική, οικολογική και φεμινιστική·
– Μια αριστερά που να είναι καθαρή εναλλακτική στη σοσιαλδημοκρατία και τις κυβερνήσεις της·
– Μια αριστερά που να παλεύει για έναν σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, αυτοδιαχειριζόμενο και δημοκρατικό, και η οποία να έχει ένα συνεκτικό πρόγραμμα για να φτάσει εκεί·
– Μια αριστερά που να έχει συνείδηση ότι για αυτό τον σκοπό θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με τον καπιταλισμό και τη λογική του και επομένως δεν μπορεί να κυβερνήσει μαζί με τις πολιτικές εκπροσωπήσεις με τις οποίες θέλει να έρθει σε ρήξη·
– Μια πλουραλιστική αριστερά, ριζωμένη στα κοινωνικά κινήματα και στους χώρους δουλειάς, η οποία να ενσωματώνει τη μαχητικότητα των εργατών, τους αγώνες για απελευθέρωση και χειραφέτηση των γυναικών και των ΛΟΑΤ και τους οικολογικούς αγώνες·
– Μια μη θεσμική αριστερά η οποία να βασίζει τη στρατηγική της στην αυτοοργάνωση του προλεταριάτου και των καταπιεσμένων σύμφωνα με την αρχή ότι η χειραφέτηση των εργατών είναι έργο των ίδιων των εργατών·
– Μια αριστερά η οποία να προωθεί όλες τις μορφές αυτοοργάνωσης των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων, που ενθαρρύνουν τη σκέψη, τις αποφάσεις και τη δράση για τον εαυτό τους και στη βάση των δικών τους αποφάσεων·
– Μια αριστερά που να ενσωματώνει νέους κοινωνικούς τομείς, νέα θέματα όπως αυτά που εκφράστηκαν στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Belem, και πάνω απ’ όλα τις νέες γενιές, γιατί δεν μπορείς να κάνεις νέα πράγματα με παλιά υλικά·
– Μια διεθνιστική και αντιιμπεριαλιστική αριστερά που να παλεύει εναντίον της κυριαρχίας και του πολέμου και υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών, και η οποία να θέσει το πλαίσιο για μια μαζική δημοκρατική διεθνή·
– Μια αριστερά ικανή να συνδέει την πολύτιμη κληρονομιά του κριτικού και επαναστατικού Μαρξισμού με τις εξελίξεις του φεμινισμού, του οικοσοσιαλισμού και των ιθαγενικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής·
– Μια ανεξάρτητη και ταξική αριστερά, που να παλεύει για την ευρύτερη δυνατή ενωτική δράση ενάντια στην κρίση και υπέρ των δικαιωμάτων, των κατακτήσεων και των επιδιώξεων των εργαζομένων και όλων των καταπιεσμένων.
Αυτά είναι τα κριτήρια και το γενικό περιεχόμενο του προσανατολισμού για την οικοδόμηση νέων, χρήσιμων αντικαπιταλιστικών οργάνων για να αντιπαλέψουμε το σημερινό σύστημα.»
Διαφορετικοί δρόμοι για τον ίδιο σκοπό, ρήξεις και διακλαδώσεις
Όπως επαναλάβαμε σε αυτά τα διαφορετικά κείμενα, η απόφαση για το ποιο πολιτικό όργανο ταιριάζει καλύτερα στον ορισμό σε κάθε συγκεκριμένη χώρα και σε κάθε συγκεκριμένο χρόνο πρέπει να βασίζεται σε μια σαφή κατανόηση της κατάστασης – της δυναμικής, των υπαρχουσών δυνάμεων. Καμία συνταγή από έξω, με οποιαδήποτε ταμπέλα, δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτή την κατανόηση της πραγματικής κατάστασης.
Επειδή η χρησιμότητα ενός πολιτικού οργάνου μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με αυτή την κατανόηση, έπεται ότι ο τύπος πολιτικού οργάνου που είναι απαραίτητος αλλάζει καθώς αλλάζει η κατάσταση. Το καλύτερο σενάριο είναι το όργανο στην οικοδόμηση του οποίου έχουμε εμπλακεί να αλλάζει σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες – επομένως, παλεύουμε για να αναπτύξουμε την πολιτική βάση/πρόγραμμα των κομμάτων στα οποία συμμετέχουμε έτσι ώστε να το κάνουν αυτό.
Όμως, μπορεί το κόμμα και να μην το κάνει, και πράγματι να προδώσει ότι είναι αναγκαίο. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να έρθουμε σε ρήξη και να δημιουργήσουμε ένα νέο όργανο, όταν κρίνουμε ότι έχουμε χάσει την πολιτική μάχη.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η προηγούμενη επιλογή ήταν λάθος (ξέρουμε επίσης ότι κόμματα που ανακηρύχθηκαν στη βάση του πλήρους προγράμματος της μπολσεβίκικης επανάστασης πρόδωσαν/έγιναν ρεφορμιστικά κλπ). Πρέπει να κρίνουμε αν κατά τη χρονική στιγμή που δημιουργήθηκαν και κατά την πρώτη τους (λιγότερο ή περισσότερο μακρά) περίοδο είχαν θετικές συνέπειες στην εθνική κατάσταση.
Επομένως, ενώ μπορεί να κάνουμε κριτική στην εξέλιξη του βραζιλιάνικου PT ή στην Επανίδρυση στην Ιταλία επειδή στο τέλος δεν οδήγησαν πουθενά, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν λάθος το να συμμετάσχουμε σε αυτά ή ότι σε κάποια φάση (για μια μικρότερη ή μεγαλύτερη περίοδο) δεν ήταν μια θετική έκφραση των επιδιώξεων εκείνων που επιθυμούν αλλαγή του συστήματος ή ότι δεν μπόρεσαν να πετύχουν συγκεκριμένες κατακτήσεις.
Μπορεί επίσης να συμβεί να γίνει πολύ γρήγορα σαφές ότι το πολιτικό όργανο είναι μεταβατικό και ότι ο στόχος του πρέπει να είναι να δώσει τη μάχη για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κόμματος.
Αφού λέμε ότι ο χαρακτήρας του αναγκαίου πολιτικού οργάνου εξελίσσεται μαζί με την κατάσταση, ξέρουμε ότι όταν η επανάσταση είναι στον ορίζοντα θα χρειαστούμε ένα κόμμα ικανό να καταλάβει και να αρπάξει αυτή την ευκαιρία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αναφέρουμε εμπειρίες στις οποίες κόμματα που αυτοχαρακτηρίζονταν ανοιχτά ως επαναστατικά είχαν πραγματική επιρροή: το αμερικάνικο SWP στο αντιπολεμικό κίνημα, η γαλλική LCR, ή έξω από το κίνημά μας το βρετανικό SWP με τη δημιουργία της Anti–Nazi League τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, η επιρροή τους ήταν προϊόν μιας ιδιαίτερης πολιτικής κατάστασης και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Επιπλέον, η επιρροή τους ήταν παρόλα αυτά μέτρια και αυτά τα κόμματα δεν κατάφεραν να αποκτήσουν κρίσιμο βάρος στην πολιτική ζωή των χωρών τους – με την εξαίρεση της LCR μέσα από τις δύο καμπάνιες του Μπεζανσενό το 2002 και το 2007, κατά την τελευταία δεκαετία της ύπαρξής της.
Οι απολογισμοί των εμπειριών μας από την αρχή της δεκαετίας του 1990
Σχεδόν όλες οι εθνικές οργανώσεις της 4ης Διεθνούς προσπάθησαν, με τους τρόπους που θεωρούσαν ότι αντιστοιχούσαν στην εθνική κατάσταση, να χτίσουν και να συμμετάσχουν σε πλατύτερους πολιτικούς σχηματισμούς.
Οι πρώτες εμπειρίες ήταν στην δεκαετία του 1980, και πήραν πολλές διαφορετικές μορφές. Οι σύντροφοι στη Βραζιλία συμμετείχαν στην ίδρυση και την οικοδόμηση του Εργατικού Κόμματος (PT) από το 1980 και έπειτα. Μπορούμε να σημειώσουμε την ίδρυση του Solidarity στις ΗΠΑ με την ανασύνθεση τριών οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς το 1986, και της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας στη Δανία το 1989 με τη συμφωνία μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος[3] και του τμήματός μας. Δέκα χρόνια αργότερα, το Αριστερό Μπλόκο στην Πορτογαλία ιδρύθηκε επίσης από το τμήμα μας, ένα ρεύμα προερχόμενο από το Κομμουνιστικό Κόμμα και μια μαοϊκή οργάνωση.
Στην Ασία, σημαντικές οργανώσεις που προέρχονταν από άλλα ρεύματα (οι Φιλιππινέζοι σύντροφοι που ήρθαν σε ρήξη με τον μαοϊσμό, οι Πακιστανοί σύντροφοι που ήταν προηγουμένως στην τάση του Militant – CWI σ.τ.μ. – οι σύντροφοι της Σρι Λάνκα που είχαν τις ρίζες τους στο πρώην τμήμα της Σρι Λάνκα πριν το 1964 και που ήταν επίσης για ένα διάστημα στο CWI, οι σύντροφοι από το Μπαγκλαντές, αρχικά μαοϊκοί που όμως έγιναν γκραμσιανοί) ενώθηκαν μαζί μας κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Ειδικά αυτές οι οργανώσεις είχαν να αντιμετωπίσουν καταστάσεις ακραίας βίας, αν και με διαφορετικούς τρόπους, στις Φιλιππίνες με την αυτοοργάνωση των μειονοτήτων που απειλούνταν και με την παράνομη ένοπλη οργάνωση που υποστηρίζει τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, και στο Πακιστάν με ανοιχτή πολιτική καμπάνια που κατήγγελλε ενεργά τη βία του κράτους και των Ταλιμπάν.
Μερικές από τις εθνικές μας οργανώσεις, ιδίως, αλλά όχι μόνο, στην Ευρώπη, συμμετείχαν σε αρκετές προσπάθειες να χτίσουν πλατύτερες οργανώσεις με διάρκεια κατά τις τρεις αυτές δεκαετίες, για παράδειγμα στην Ιταλία ή τη Βρετανία, αλλά επίσης στη Νότιο Αφρική και το Πουέρτο Ρίκο. Οι Βραζιλιάνοι σύντροφοι επίσης, μετά την προδοσία του PT, συμμετείχαν στην οικοδόμηση του PSOL.
Κάποιες προσπάθειες συγχώνευσης επαναστατικών ρευμάτων απέτυχαν λίγο-πολύ αμέσως (στο Ισπανικό Κράτος με το μαοϊκό MC/MKE, στη Γερμανία με τους μετα-σταλινικούς του VSP), ενώ άλλες όπως το Solidarity στις ΗΠΑ ή η Socialist Resistance στη Βρετανία συνεχίζουν για 15 ή και περισσότερα χρόνια. Ένα κεντρικό σημείο στους απολογισμούς είναι ότι αυτές οι πρωτοβουλίες επιβιώνουν όταν υπάρχει συμφωνία για τα καθήκοντα σε σχέση με την εθνική κατάσταση.
Άλλες εμπειρίες απέτυχαν επίσης να πετύχουν αυτό που έλπιζαν, με μια από τις πιο αξιοσημείωτες να είναι η δημιουργία του ΝΡΑ από το γαλλικό τμήμα το 2009, αλλά και η Αριστερή Ενότητα στη Βρετανία το 2014. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ένας παράγοντας ήταν η απρόσμενη ανάδυση ενός αριστερού ρεύματος μέσα από τη σοσιαλδημοκρατία (το Κόμμα της Αριστεράς στη Γαλλία, το φαινόμενο Κόρμπυν στη Βρετανία), το οποίο υπέσκαψε τη δυναμική των νέων αυτών σχεδίων. Όσο και αν σε καμία από τις δύο περιπτώσεις αυτές οι εξελίξεις δεν έχουν ακόμα αποδειχτεί μακροπρόθεσμα αξιόπιστα νέα ριζοσπαστικά πολιτικά όργανα, δείχνουν ότι παρά την παρακμή της, η σοσιαλδημοκρατία δεν πέθανε ακόμα (αυτό δεν θέλει να πει ότι η κρίση του ΝΡΑ προκλήθηκε από αυτό τον παράγοντα και μόνο).
Από την άλλη πλευρά, τόσο η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία όσο και το Μπλόκο στην Πορτογαλία εξακολουθούν να έχουν έναν ορισμένο ρόλο και επιρροή ως αριστερά κόμματα στις αντίστοιχες χώρες – όπως κάνει και το Podemos, του οποίου η κινητήρια δύναμη και η βάση είναι πολύ περισσότερο συνδεδεμένες με την ανάπτυξη των αυθόρμητων κινημάτων αντίστασης και την ριζοσπαστικοποίηση που χαρακτήριζαν το κίνημα των Indignad@s.
Το Podemos είναι αυτή τη στιγμή η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να χαρακτηριστεί προϊόν αυτού του τύπου κινήματος, παρότι η υποστήριξη στον Σαντερς στις ΗΠΑ ή στον Κόρμπυν στη Βρετανία έχει κάποια κοινά στοιχεία. Ωστόσο, αυτά τα τελευταία φαινόμενα φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με ένα από τα χαρακτηριστικά της νέας ριζοσπαστικοποίησης: απόρριψη των πολιτικών κομμάτων εν γένει, πολύ συχνά ως αποτέλεσμα της απογοήτευσης από τα καθιερωμένα κόμματα, αν και στην περίπτωση πιο ριζοσπαστικοποιημένων στοιχείων επίσης λόγω της ελιτίστικης ή/και σεκταριστικής συμπεριφοράς ομάδων της άκρας αριστεράς στα κοινωνικά κινήματα.
Ωστόσο, την τελευταία περίοδο στη Ευρώπη και τις ΗΠΑ μπορεί να σημειωθεί ότι, παρότι υπάρχει ακόμα καχυποψία προς τα κόμματα και τα λοιπά, έχει λάβει χώρα μια στρατηγική στροφή προς το πολιτικό-εκλογικό πεδίο, εξαιτίας αρκετών παραγόντων: του βάθους της οικονομικής/ κοινωνικής/ πολιτικής κρίσης∙ του παραδείγματος των Αραβικών επαναστάσεων, που αποσκοπούσαν στην ανατροπή κυβερνήσεων και καθεστώτων∙ των δυσκολιών να κατακτηθούν νίκες μόνο μέσα από τον κοινωνικό αγώνα∙ και λόγω της βαθύτερης απαξίωσης της ίδιας της πολιτικής ελίτ, η οποία δίνει μια εικόνα αδυναμίας.
Κατά τραγικό τρόπο, η αραβική επαναστατική διαδικασία δεν έφερε την ανάδυση ισχυρών οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων ικανών να παρέχουν ηγεσία στο μαζικό κίνημα, με την μερική εξαίρεση του Λαϊκού Μετώπου στην Τυνησία.
Οι εμπειρίες μας από την οικοδόμηση χρήσιμων κομμάτων για την ταξική πάλη προήλθαν γενικά από τη συμμετοχή σε κόμματα που πέτυχαν μια ορισμένη επιρροή στις χώρες τους, παρότι ήταν μειοψηφικά κόμματα (με εκλογικά ποσοστά συνήθως κάτω του 10%, λίγες χιλιάδες μέλη κλπ.), σε πολιτικές καταστάσεις κατά τις οποίες υπήρχε μια ορισμένη σχετική σταθερότητα, στις οποίες δεν ήταν δυνατό να δει κανείς στον ορίζοντα μια κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων και όπου το «ζήτημα της εξουσίας» δεν ετίθετο, ή ετίθετο μόνο με την έννοια του ποια σχέση χρειάζεται με τη σοσιαλδημοκρατία. Αλλά υπήρξαν λίγες περιπτώσεις στις οποίες βρεθήκαμε σε διαφορετικού τύπου καταστάσεις, που είχαν άλλες δυνατότητες και έθεταν άλλα προβλήματα: καταστάσεις πολιτικής κρίσης, όπου διαφαινόταν ότι κόμματα των μη-αρχουσών τάξεων μπορούσαν να γίνουν πολιτική πλειοψηφία, να σχηματίσουν κυβέρνηση κλπ. Μια είναι η περίπτωση του PT, μια άλλη το Podemos, και μια άλλη είναι η περίπτωση μιας ομάδας με την οποία έχουμε συντροφικές σχέσεις, της ΔΕΑ στον ΣΥΡΙΖΑ∙ υπάρχει επίσης η Marea Socialista που ήταν μέσα στο PSUV (το κόμμα του Τσάβες στη Βενεζουέλα – σ.τ.μ.) για μερικά χρόνια, αν και σε αυτή την περίπτωση σε μια μακρά διαδικασία μιας αριστερής κυβέρνησης στην εξουσία.
Θα ήταν χρονοβόρο να απαριθμήσουμε όλες τις διαφορετικές εμπειρίες στις διαφορετικές χώρες, και έγινε μια σειρά συμβολών σχετικά με τους απολογισμούς που δημοσιεύτηκε κυρίως στο International Viewpoint (“Building new parties of the left” http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?rubrique14). Ωστόσο, ως γενικό συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι ενώ κανένα μοντέλο δεν οδήγησε σε σημαντικές προόδους, η αποτυχία να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που αναδύονται όταν θα μπορούσε να γίνει μια ποιοτική ή ποσοτική πρόοδος στη συγκέντρωση χρήσιμων ταξικών δυνάμεων θα έχει μακροχρόνια αρνητικά αποτελέσματα.
Διδάγματα από τους απολογισμούς
Τα διδάγματα που αντλήσαμε συλλογικά από αυτές τις διαφορετικές εμπειρίες κωδικοποιήθηκαν στα κείμενα του Παγκοσμίου Συνεδρίου, και στις συμβολές από το Παγκόσμιο Συνέδριο του 2010 και μετά, στη σειρά των απολογιστικών συζητήσεων που οργανώθηκαν στις συναντήσεις της ΔΕ.
Περιστράφηκαν γύρω από την ανάγκη να δώσουμε πολιτικές μάχες μέσα στις πολιτικές δυνάμεις που οικοδομούμε για:
– Συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα και τους αγώνες των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων, όχι ως πολιτική ελίτ που παρεμβαίνει από τα έξω αλλά ως οργανικό τμήμα αυτών των κινημάτων και αγώνων, αναπτύσσοντας πολιτικές αναλύσεις και διεκδικήσεις και συνεχίζοντας τον αγώνα για αυτές τις διεκδικήσεις μέχρι το τέλος. Σε αυτή τη διαδικασία, επίσης μαθαίνουμε από αυτά τα κινήματα, ώστε να εμβαθύνουμε και να εμπλουτίζουμε το δικό μας πρόγραμμα – όπως κάναμε σχετικά με το φεμινισμό, την οικολογία, τα ζητήματα LGBTQΙ∙
– Οικοδόμηση δραστήριων, ριζοσπαστικών και ταξικών συνδικάτων, είτε μέσα από τη δραστηριοποίηση σε υπάρχοντα συνδικάτα είτε, όπου αυτό είναι απαραίτητο και κατάλληλο, μέσα από την οικοδόμηση νέων εργατικών συνδικάτων∙
– Τη στάση απέναντι στο κράτος, στους θεσμούς∙ τις εκλογές ως υποστήριξη της δραστηριότητας στο μαζικό κίνημα, η οποία θα πρέπει να παραμένει το κέντρο βάρους της δραστηριότητάς μας∙ τον ρόλο και τη σχέση των εκλεγμένων αντιπροσώπων με το κόμμα, οι οποίοι εκλεγμένοι είναι συχνά οι πιο προβεβλημένοι αντιπρόσωποι του κόμματος, των οποίων οι πράξεις (μέσω των ψηφοφοριών) μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν το μεγαλύτερο αποτέλεσμα, και οι οποίοι βρίσκονται συχνά υπό τη μεγαλύτερη πίεση να είναι «χρήσιμοι» βραχυπρόθεσμα. Είναι ευθύνη του κόμματος να καθορίσει το πολιτικό πλαίσιο της δράσης τους∙
– Τη σημασία μια διεθνούς και διεθνιστικής κατανόησης της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης, η οποία οδηγεί σε δραστηριοποίηση σε διεθνείς καμπάνιες και ενεργητική και πρακτική αλληλεγγύη, όπως και στη συμμετοχή στην 4η Διεθνή (βλ. παρακάτω)∙
– Την αναγκαιότητα για δημοκρατική και διαφανή λειτουργία με πλατιά δημοκρατία, περιλαμβανομένου του δικαιώματος της τάσης, ενάντια στην καθετοποιημένη λειτουργία, στηριγμένη στη συμμετοχή των μελών της βάσης στη δραστηριότητα και τη λήψη των αποφάσεων του κόμματος, με τις απαραίτητες οργανωτικές δομές για να εξασφαλιστεί αυτό∙ κατανόηση της καταπίεσης που εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και μέσα σε κόμματα που είναι εναντίον όλων των μορφών καταπίεσης των γυναικών και των άλλων μορφών ειδικής καταπίεσης, και ανάπτυξη των κατάλληλων δομών, λειτουργιών και διαδικασιών∙
– Την σημασία της ενασχόλησης με τα «νέα» ζητήματα που ανακύπτουν στους αγώνες και τις αντιστάσεις των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων (ιδίως με το φεμινισμό, την οικολογία, το LGBTQI κ.ά.)∙
– Έναν ανυποχώρητο αγώνα εναντίον όλων των μορφών ρατσισμού – περιλαμβανομένου του ρατσισμού εναντίον των ιθαγενών πληθυσμών, του αντισημιτισμού, της ισλαμοφοβίας, και υπέρ της ελεύθερης μετακίνησης των μεταναστών, στη βάση της αλληλεγγύης και της ενότητας∙
– Τη σημασία της ανανέωσης των οργανώσεων μέσω μια ανοιχτής και δυναμικής στάσης για τη στρατολόγηση της ριζοσπαστικοποιούμενης νεολαίας και την ενσωμάτωσή της στο κόμμα.
Η σημασία της 4ης Διεθνούς
Ένα κρίσιμο στοιχείο που βγήκε από τους απολογισμούς μας, ξεκινώντας από αυτόν για το ρεύμα της DS (το τότε βραζιλιάνικο τμήμα – σ.τ.μ.) μέσα στο PT, είναι η απόλυτη ανάγκη να διατηρήσουμε σε εθνικό και διεθνές επίπεδο το πλαίσιο της 4ης Διεθνούς ως ενός τόπου για την ανταλλαγή, την αντιπαράθεση και τον διάλογο όχι μόνο σχετικά με την κατανόηση της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης, αλλά και με τις πραγματικές εμπειρίες της οικοδόμησης πολιτικών οργανώσεων. Αυτό σημαίνει να είμαστε οργανωμένοι ως τεταρτοδιεθνιστές – διατηρώντας τη δυνατότητα να συζητάμε με συντρόφους που μοιράζονται ένα πολιτικό πλαίσιο, και ανανεώνοντας αυτό το πολιτικό πλαίσιο στη βάση της τρέχουσας εμπειρίας.
Επιδιώκουμε ενεργά να οικοδομήσουμε οργανώσεις με δυνάμεις και άτομα που δεν μοιράζονται το συνολικό ιστορικό μας πρόγραμμα, αν και με την προοπτική να δημιουργήσουμε μια πολιτική δύναμη βασισμένη στα βασικά στοιχεία του. Παρόλα αυτά, θεωρούμε ότι το πολιτικό πλαίσιο που μοιραζόμαστε, διαμορφωμένο από όλο το φάσμα των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων, ιδίως από τις πρώτες συμβολές της μαρξιστικής σκέψης και μετά, αλλά μέχρι και τις εμπειρίες και συμβολές της σημερινής εποχής, δημιουργεί ένα αναντικατάστατο πλαίσιο για γόνιμη συζήτηση, όπου το βάρος της εθνικής εμπειρίας μπορεί να εξισορροπηθεί από άλλες εμπειρίες, όπου η ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων μπορεί να βοηθήσει να χαραχθούν προοπτικές για τους συντρόφους μας στα διαφορετικά εθνικά περιβάλλοντα. Επομένως, οι ετήσιες πρόσωπο με πρόσωπο συζητήσεις στις συναντήσεις της ΔΕ μεταξύ ηγετικών συντρόφων από τον μέγιστο δυνατό αριθμό οργανώσεών μας, αλλά και από εκείνες με τις οποίες έχουμε συντροφικές σχέσεις τόσο ώστε να τις καλούμε να συμμετέχουν, είναι απαραίτητες.
Στο εθνικό επίπεδο, οι ακριβείς μορφές αυτών των συζητήσεων και οι αντίστοιχες μορφές οργάνωσης θα διαφέρουν, όπως διαφέρουν και οι ευρύτερες μορφές πολιτικής οργάνωσης. Θα υπάρξει μια ένταση ανάμεσα στην υπέρβαση των ορίων των πολιτικών ρευμάτων που αρχικά συμμετείχαν στην οικοδόμηση νέων κομμάτων, πράγμα που σημαίνει τη διάλυση υφιστάμενων οργανώσεων, από τη μία πλευρά, και στην πεποίθηση ότι η διατήρηση ενός πλαισίου της 4ης Διεθνούς είναι απαραίτητη, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, από την άλλη. Το να επιλύσουμε αυτή την ένταση με τον κατάλληλο τρόπο σε κάθε συγκεκριμένο πλαίσιο είναι μια από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Σε διεθνές επίπεδο, ο τύπος μας, τόσο στην έντυπη όσο και στην ηλεκτρονική μορφή, είναι επίσης σημαντικό στοιχείο αυτής της ανταλλαγής. Η παρουσία του θα πρέπει να ενισχυθεί (τουλάχιστον) με τη δημιουργία ενός σάιτ της 4ης Διεθνούς που θα είναι τόσο μια ενημερωμένη ηλεκτρονική έκδοση, όσο και μια αρχειακή πηγή για τις αναλύσεις μας και για άλλα σημαντικά κείμενα, τουλάχιστον στις τρεις γλώσσες εργασίας της Διεθνούς, αλλά και στις άλλες γλώσσες στις οποίες αυτά είναι διαθέσιμα.
Τα σχολεία και τα σεμινάριά μας είναι ανεκτίμητες ευκαιρίες να μορφώσουμε τους συντρόφους μας και επίσης να καλέσουμε συντρόφους από πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες αναπτύσσουμε σχέσεις. Η συμμετοχή στα σχολεία έπαιξε κρίσιμο ρόλο, για παράδειγμα, στην ενίσχυση των σχέσεών μας με τους Φιλιππινέζους συντρόφους, πριν ενταχθούν στη Διεθνή. Η ανάπτυξη του IIRE με τις τακτικές συνεδρίες της Μανίλα και τα σεμινάρια της Ισλαμαμπάντ είναι κρίσιμη πλευρά της ανάπτυξης της πραγματικής παρουσίας μας ως Διεθνούς σε αυτή την περιοχή του πλανήτη.
Το κάμπινγκ νεολαίας είναι, κυρίως για τις Ευρωπαϊκές οργανώσεις φυσικά, μια μοναδική ευκαιρία να φέρουμε νέους συντρόφους, συμπαθούντες και φιλικές οργανώσεις σε μια πολιτική πρωτοβουλία όπου, γύρω από τα βασικά στοιχεία του προγράμματος της 4ης Διεθνούς, είναι δυνατόν να τους συμπεριλάβουμε στη συζήτηση γύρω από τις πραγματικές δραστηριότητες με τις οποίες εμπλέκονται ως νέοι άνθρωποι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης νέων στελεχών με διεθνιστική κατανόηση της περιπλοκότητας των διαφορετικών εμπειριών μας. Παρότι το κάμπινγκ πρέπει να παραμείνει Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για πρακτικούς λόγους (κόστη, εφαρμογή της αυτοοργάνωσης στην πράξη μέσα από την κοινή προετοιμασία και αποτίμηση του κάμπινγκ), η συμμετοχή νέων συντρόφων από αλλού, ιδίως αν αυτό μπορεί να συνδυαστεί με την παρακολούθηση του σχολείου νεολαίας ή ενός σεμιναρίου, είναι επίσης σημαντική επένδυση για το μέλλον.
Προς μια νέα Διεθνή;
Οι δυσκολίες της οικοδόμησης νέων οργανώσεων σε εθνικό επίπεδο δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μεγαλύτερες σε διεθνές επίπεδο. Παρόλα αυτά, οι διεθνείς επαφές μεταξύ ριζοσπαστικών αριστερών πολιτικών οργανώσεων είναι για μας προτεραιότητα. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την ανάπτυξη των κατ’ ιδίαν σχέσεών μας με διαφορετικές οργανώσεις είτε της παραδοσιακής άκρας αριστεράς είτε από νεοεμφανιζόμενα ρεύματα. Την ίδια στιγμή, συμμετέχουμε σε φόρουμ τέτοιων οργανώσεων τα οποία διοργανώνονται από άλλους ή παίρνουμε στην πράξη την πρωτοβουλία για την προώθηση τέτοιων φόρουμ. Με την παρακμή του κινήματος του Κοινωνικού Φόρουμ, οι ευκαιρίες είναι λιγότερο συχνές από ότι στη δεκαετία του 2000, αλλά θα πρέπει να παραμένουμε σε εγρήγορση για κάθε τέτοια πρωτοβουλία.
[1] Με ένα ψήφισμα στο Παγκόσμιο Συνέδριο του 2010 αποφασίστηκε να γίνει ένα σεμινάριο σχετικά με τον απολογισμό του προσανατολισμού προς την οικοδόμηση «πλατιών κομμάτων». Η ΔΕ του 2011, με πρόταση των Δανών συντρόφων, αποφάσισε αυτό να ενταχθεί στην τακτική συνάντηση της ΔΕ. Και το 2013 αποφασίστηκε να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση ως τμήμα των τακτικών συναντήσεων της ΔΕ. Συνολικά η ΔΕ συζήτησε απολογισμούς των εξής εμπειριών: το 2012, το PT στη Βραζίλία, την Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία, το Μπλόκο στην Πορτογαλία, την Επανίδρυση και τη Sinistra Critica στην Ιταλία∙ το 2013, το LPP/AWP στο Πακιστάν, την LCR που μετεξελίχθηκε σε Anticapitalistas στο Ισπανικό Κράτος, την LCR που μετεξελίχθηκε στο NPA στη Γαλλία∙ το 2014, το RPM–M στις Φιλιππίνες, το Respect και την Αριστερή Ενότητα στη Βρετανία, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα∙ το 2015, το Podemos στο Ισπανικό Κράτος∙ το 2016, το Podemos στο Ισπανικό Κράτος και το Μπλόκο στην Πορτογαλία. Μια γενική συζήτηση πάνω σε ορισμένα ενδιάμεσα συμπεράσματα το 2013 οδήγησε στην απόφαση να συνεχιστούν οι συζητήσεις του «σεμιναρίου».
[2] Το 1968, με βάση την ανάλυση για μια ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας σε όλο τον κόσμο, το κείμενο του 9ου Παγκοσμίου Συνεδρίου επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην οικοδόμηση επαναστατικών νεολαιίστικων οργανώσεων συνδεδεμένων με το κόμμα. Το 1974 θέσαμε το πρόταγμα να «κερδίσουμε την ηγεμονία» μέσα σε μια «νέα πρωτοπορία μαζικών διαστάσεων» και έτσι να χτίσουμε «ποιοτικά ισχυρότερες επαναστατικές οργανώσεις». Το 1979 ο προσανατολισμός ήταν να οικοδομήσουμε μαζικά εργατικά επαναστατικά κόμματα μέσα από τη στροφή στη βιομηχανία. Αυτός ο προσανατολισμός εξελίχθηκε το 1985 στη στροφή προς το λαό, τις γυναίκες και τη νεολαία.
[3] «Εξαρχής το Αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν ένα μείγμα όλων των στοιχείων της Νέας Αριστεράς: hippies, αναρχικοί, μαοϊκοί, τροτσκιστές, άλλοι που προσδιορίζονταν ως λενινιστές, αντιιμπεριαλιστές και πολλές άλλες αποχρώσεις της αντικαθεστωτικής αντιπολίτευσης», Michael Voss, SAP.