(Κατατίθεται από Παναγιώτη Κ., Χριστίνα Π., Μάνο Σ., Νικόλα Σ., Νίκο Τ.,
με την έγκριση της πλειοψηφίας της ΚΕ ως βάση για το πολιτικό κείμενο της συνδιάσκεψης)
Α. Διεθνής κατάσταση
Α1. Η καπιταλιστική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008 υπήρξε η κατάληξη μιας μακράς περιόδου πιέσεων στην καπιταλιστική οικονομία και το ποσοστό κέρδους. Ήταν αναμενόμενο ότι μια κρίση τέτοιας ιστορικής εμβέλειας δεν θα μπορούσε να ξεπεραστεί σύντομα και χωρίς μια ριζική καταστροφή κεφαλαίων και παραγωγικών δυνάμεων. Τα τεράστια προγράμματα κρατικής παρέμβασης (bail–outs, κρατικές ενέσεις στην οικονομία, χαμηλά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών και ποσοτική χαλάρωση) απέτρεψαν ένα ακόμη μεγαλύτερο σοκ, με το κόστος όμως μιας παρατεταμένης ύφεσης που εγκυμονεί τον κίνδυνο νέων καταρρεύσεων. Η καταστροφική αντικειμενική λειτουργία της κρίσης δεν έχει ολοκληρωθεί.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι διαρκώς αρνητικοί. Από το 201 και μετά, στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες η ανάπτυξη επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς, κατά κανόνα όμως αναιμικούς και επισφαλείς (σπανίως άνω του 2% όσον αφορά το ΑΕΠ). Η βιομηχανική παραγωγή παγκοσμίως παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Οι επενδύσεις εξακολουθούν να είναι σημαντικά μειωμένες και ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου δεν έχει φτάσει ποτέ στα προ κρίσης επίπεδα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το ίδιο ισχύει και για τις άμεσες ξένες επενδύσεις, και γενικότερα τις διεθνείς ροές κεφαλαίου. Ο ρυθμός κεφαλαιακής συσσώρευσης εξακολουθεί να ελαττώνεται.
Οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι κρίσεις υπερπαραγωγής και όχι υπο-παραγωγής. Η μειωμένη επένδυση, επομένως, δεν δηλώνει έλλειψη κεφαλαίων ή «ρευστότητας», αλλά μειωμένες ευκαιρίες κερδοφορίας. Πράγματι, τα ποσοστά κέρδους έχουν ανακάμψει μόνο οριακά μετά το 2008.
Αυτό που, ωστόσο, έχει μεγαλώσει κατά πολύ από ό,τι πριν την κρίση είναι το παγκόσμιο χρέος. Η αύξηση δεν αφορά τόσο το χρέος των νοικοκυριών, το οποίο οι τράπεζες προσπάθησαν να περιορίσουν, αλλά τις γενικές κυβερνήσεις και το εταιρικό χρέος, που απειλεί να γίνει ο μοχλός της επόμενης κατάρρευσης.
Η πιο σημαντική ίσως εξέλιξη των τελευταίων χρόνων, ωστόσο, είναι ότι έγινε σαφές πως τα «οικονομικά θαύματα» των λεγόμενων αναδυόμενων οικονομιών δεν άντεξαν την κρίση, όπως αρκετοί πίστευαν στην αρχή. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε προ κρίσης, οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες εμφανίζουν ελλείμματα στους προϋπολογισμούς, λόγω των κρατικών ενισχύσεων της οικονομίας τους. Η Κίνα έζησε μεγάλες χρηματιστηριακές κρίσεις το 2015-2016 και ξανά τον Φλεβάρη του 2018. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από ό,τι στις παραδοσιακά ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά βρίσκεται κάτω του 7%, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1990. Η Ινδία ακολουθεί παρόμοιους ρυθμούς, ενώ η Βραζιλία είναι στάσιμη. Η κατάρρευση στην Τουρκία είναι η διάψευση ενός από τα πιο πρόσφατα και δυναμικά καπιταλιστική «θαύματα».
Στα πλαίσια του αγώνα για το ποιος να αναλάβει το βάρος της παρατεταμένης ύφεσης εντείνεται ο διεθνής ανταγωνισμός, τον οποίο τροφοδοτεί ακόμα περισσότερο η πολιτική του μερικού προστατευτισμού που εισήγαγε η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ.Οι χώρες της ΕΕ αντιμετωπίζουν το στρατηγικό δίλημμα μεταξύ της ανάγκης να μείνουν ενωμένες για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό με τις μεγαλύτερες οικονομίες (ΗΠΑ και Κίνα) και των μεταξύ τους ανταγωνισμών.
Οι αναιμικές οικονομικές επιδόσεις στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιο νέο τεχνικο-οικονομικό παράδειγμα που θα επέτρεπε να μιλήσει κανείς για την απαρχή ενός νέου μακρού κύματος ανάπτυξης, δείχνουν ότι ο κύκλος της κρίσης του 2008 δεν έχει κλείσει. Το καθήκον για τη διεθνή επαναστατική αριστερά επομένως δεν είναι να προσαρμόσει την στρατηγική της σε μια υποτιθέμενη καπιταλιστική ανάκαμψη ή περίοδο σταθερότητας, αλλά να προετοιμαστεί για νέες βαθιές κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις.
Α2. Ο γύρος της πολιτικής αστάθειας, των εκρήξεων και των ανακατατάξεων δεν έχει ολοκληρωθεί
i. Ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
Η μάχη για την κατανομή του βάρους της κρίσης ανάμεσα στις αστικές τάξεις προστίθεται στην αντιπαράθεση για τις σφαίρες επιρροής και την πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους και οδηγεί σε πιο έντονους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Το αποτέλεσμα δεν είναι προς το παρόν ένας γενικευμένος ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος, που θα είχε τεράστιο κόστος για όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά μια κούρσα για το ποια ιμπεριαλιστική δύναμη θα παίξει τον αποφασιστικό ρόλο στους περιφερειακούς πολέμους, κυρίως στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Συρία, η Λιβύη, η Υεμένη, έχουν διαλυθεί τελείως λόγω των εκρηκτικών αντιφάσεων που δημιούργησε η διαχρονική παρουσία του ιμπεριαλισμού και η επικράτηση του καπιταλισμού στην περιοχή, τα αυταρικά αστικά καθεστώτα αλλά και η σημερινή εμπλοκή των περιφερειακών και των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό είναι το υπόβαθρο του φαινομενικού γεωπολιτικού χάους.
Η γραμμή της εξωτερικής πολιτικής του υπερ-αντιδραστικού προέδρου Τραμπυπήρξε αρχικά ασαφής και αντιφατική, μετά από δύο χρόνια ωστόσο αρχίζει να παίρνει συγκεκριμένο σχήμα. Από την εποχή ακόμα του Μπαράκ Ομπάμα, οι ΗΠΑ ήταν υποχρεωμένες να αναθεωρήσουν τη στρατηγική της μεγάλης κλίμακας πολέμων, με εμπλοκή μαζικών χερσαίων δυνάμεων, που οδήγησαν σε αποτυχία στο Αφγανιστάν και το Ιρακ, παρά τη μαζική σφαγή του πληθυσμού. Και η πολιτική της πληθώρας των «μικρών» πολέμων του Ομπάμα, ωστόσο, έδειξε τα όριά της, στη Λιβύη, τη Συρία, αλλά και τις παλιότερες ανοιχτές υποθέσεις. Βεβαίως η οικονομία των εξοπλισμών και των πολεμικών επεμβάσεων είναι ζωτικής σημασίας για τον αμερικάνικο καπιταλισμό και δεν πρόκειται να μειωθούν. Ούτε οι αποτυχίες του 21ου αιώνα αλλάζουν το γεγονός της αναμφισβήτητης στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ σε όλη την υφήλιο.
Αυτό που φαίνεται να αλλάζει είναι ότι η ηγεσία Τραμπ υπαναχωρεί εν μέρει από τον ρόλο του διαμεσολαβητή «ειρηνοποιού» και παρεμβαίνει πιο καθαρά υπέρ συγκεκριμένων συμμάχων και εναντίον συγκεκριμένων εχθρών. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και η παρασκηνιακή πρόταση για ομοσπονδία της Παλαιστίνης με την Ιορδανία, δηλαδή για τελειωτικό εξορισμό των Παλαιστινίων από τη χώρα τους, ισοδυναμεί με εγκατάλειψη κάθε διπλωματικού προσχήματος για επίλυση του παλαιστινιακού. Μαζί με τη Γαλλία, τη Βρετανία και την Ισπανία, οι ΗΠΑ στηρίζουν αναφανδόν τον αιματηρό πόλεμο της συμμάχου Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη. Με άξονα αυτή τη συμμαχία, η κυβέρνηση Τραμπ κλιμακώνει την αντιπαράθεση με το Ιράν, αποσυρόμενη από τη συμφωνία για τα πυρηνικά.
Μετά από μια σειρά μάλλον άγαρμπους ελιγμούς, ο Τραμπ αποκλιμάκωσε προς το παρόν την ένταση με τη Βόρεια Κορέα, πουλώντας στο εσωτερικό των ΗΠΑ την εικόνα του εγγυητή ενάντια σε μια ενδεχόμενη πυρηνική απειλή. Σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή επαναπροσέγγιση με τον παροιμιώδη Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες, ο Τραμπ προσπαθεί να κλείσει τα άλλα μέτωπα στην Ανατολική Ασίακαι να επικεντρωθεί στον ανταγωνισμό με την Κίνα. Από την άλλη, οξύνει ξανά τις σχέσεις με την Κούβα και επιδιώκει περισσότερο έλεγχο στην παραδοσιακή αυλή των ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στα περσινά γεγονότα στη Βενεζουέλα, με την απροκάλυπτη υποστήριξη της δεξιάς αντιπολίτευσης του MUD,και η πιθανή συμμετοχή τους στην απόπειρα κατά της ζωής του προέδρου Μαδούρο τον Αύγουστο είναι χαρακτηριστικές.
Ενθαρρυμένη από τις αντιφάσεις της πολιτικής των ΗΠΑ, η Ρωσία κάνει τον πρώτο της ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε μη όμορη χώρα, στη Συρία. Στο έδαφος της Συρίας έχει συμμαχήσει με το αιματηρό καθεστώς του Άσαντ και το Ιράν, όμως δεν ακολουθεί μια μονοδιάστατη πολιτική υπέρ του Ιράν. Έχει ταυτόχρονα ανοιχτό δίαυλο με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία προσπαθεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ στον ρόλο του ρυθμιστή και «ειρηνοποιού», με τη βία φυσικά, στην περιοχή. Η σχετική προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας αντιμετωπίζει μεγάλες αντιφάσεις και δύσκολα θα είναι βιώσιμη.
Από την άλλη, ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-ΕΕ (με τη Βρετανία να τραβιέται προς τις ΗΠΑ) αποκτά μεγαλύτερο βάθος στην κρίση. Η Ευρώπη στηρίζεται ενεργειακά σε χώρες αποκλεισμένες από τις ΗΠΑ, όπως η Λιβύη, το Ιράν, αλλά και η Ρωσία. Σε αντιπαράθεση με την πολιτική των ΗΠΑ, η Γερμανία απλώνει χέρι βοηθείας στην κυβέρνηση Ερντογάν, που για πρώτη φορά μετά από χρόνια επιστρέφει σε φιλο-ευρωπαϊκές δηλώσεις. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Τραμπ δεν είναι πια διατεθειμένη να αναλάβει όλο το κόστος του ΝΑΤΟ για λογαριασμό των Ευρωπαίων συμμάχων, για αυτό και έβαλε τις φωνές στη σύνοδο κορυφής του Ιούλη, προκαλώντας τον θαυμασμό του Τσίπρα. Η ΕΕ δέχεται τις συνέπειες των δασμών του Τραμπ. Παρόλα αυτά, αποτελεί οργανικό τμήμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, που δεν μπορεί να αποκοπεί από τις ΗΠΑ.
Η οικονομική εμπλοκή της Κίνας έχει επεκταθεί πολύ πέραν της ανατολικής Ασίας, σε όλες τις ηπείρους, από τις εξορύξεις στη Λατινική Αμερική και τις φυτείες στην Αφρική μέχρι το λιμάνι του Πειραιά, τον διάδρομο Κίνας Πακιστάν, το περσικό κόλπο και το Ιράν. Προς το παρόν, δεν έχει να επιδείξει στρατιωτική δραστηριότητα ανάλογη με την οικονομική της διείσδυση, παρά μόνο σε μια σχετικά άμεση σφαίρα επιρροής (ανταγωνισμός με Ιαπωνία, νότια σινική θάλασσα), καθώς και κάποιες δυνάμεις σε ρόλο αστυνόμευσης των επενδύσεών της (πχ Νότια Αφρική), ωστόσο είναι αναμενόμενο να αναβαθμιστεί και ο στρατιωτικός της ρόλος.
Στη Συρία, με την παρέμβαση των στρατιωτικών τζιχαντιστικών ομάδων, των περιφερειακών ιμπεριαλισμών της Μέσης Ανατολής (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Ιράν) και των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία, Ρωσία), η εξέγερση εναντίον του δικτατορικού νεοφιλελεύθερου καθεστώτος Άσαντ στο πλαίσιο της αραβικής άνοιξης εξετράπη σε έναν εμφύλιο χωρίς προοδευτικό στρατόπεδο. Στους κόλπους της αντιπολίτευσης, οι προοδευτικές δυνάμεις έχασαν κάθε έλεγχο και ουσιαστική επιρροή πολύ σύντομα. Κυριάρχησαν κατά κράτος το Ίσις, ο Ταχρίραλ-Σαμ (πρώην Μέτωπο Αλ-Νούσρα) και παρόμοιες υπερ-αντιδραστικές οργανώσεις, που επέβαλαν στα εδάφη που έλεγχαν την πιο άγρια δικτατορία, διαλύοντας κάθε μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης και των εθνοτήτων της περιοχής. Αυτό επέτρεψε και στον Άσαντ να αυτοπροβάλλεται ως μια κοσμική δύναμη νομιμότητας, ισοπεδώνοντας ολόκληρες πόλεις και τον πληθυσμό τους. Η μόνη ορατή προοδευτική δύναμη που δρα αυτή τη στιγμή στη Συρία είναι η συμμαχία γύρω από το κουρδικό PYD, που είναι ωστόσο εγκλωβισμένη στις ρεαλιστικές συμμαχίες μια με τις ΗΠΑ και μια με τον Άσαντκαι κινείται σεκταριστικά και εχθρικά απέναντι σε αριστερές προοδευτικές πολιτικές ομάδες της περιοχής – χωρίς αυτό να μειώνει τη σημασία της διεθνούς αλληλεγγύης στο κίνημα της Ροτζάβα ή γενικά το δίκιο του κουρδικού λαού.
Η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ είναι υπόθεση του συριακού λαού, των εργαζομένων και των εθνοτήτων της χώρας, και όχι των υπεραντιδραστικών ομάδων ή των κάθε λογής ιμπεριαλιστών. Καμία παρέμβαση, ούτε της Ρωσίας, ούτε του δυτικού ιμπεριαλισμού, ούτε των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών κρατών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο όνομα του μικρότερου κακού.
Από τη φύση των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων και των περιφερειακών (προς το παρόν) πολέμων προκύπτει ότι καμία επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει εάν υποκύψει κανείς στον εκβιασμό της επιλογής κάποιου υποτιθέμενα λιγότερο αντιδραστικού ιμπεριαλισμού. Η εύλογη αποστροφή προς τον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό οδηγεί μια μερίδα της αριστεράς στη συμπάθεια ή ανοχή προς τον αντίπαλο ρωσικό ιμπεριαλισμό ή/και προς το σιιτικό μπλοκ γύρω από το Ιράν. Ωστόσο, το Ιράν δεν έχει τίποτα το αντι-ιμπεριαλιστικό, όσο και αν το στοχοποιεί η κυβέρνηση Τραμπ – ας μην ξεχνάμε ότι στο Ιράκ το φιλο-ιρανικό σιιτικό κόμμα παρέλαβε ουσιαστικά την εξουσία από τους Αμερικανούς. Από την άλλη, μια μεγάλη μερίδα της δυτικής αριστεράς αναπαράγει τα στερεότυπα και τις φοβίες, θεωρώντας, ρητά ή άρρητα, τον δυτικό ιμπεριαλισμό συγκριτικά πιο προοδευτικό από τη βαρβαρότητα της ανατολικής δεσποτείας. Έφτασε με αυτή τη λογική να στηρίζει τη δυτική ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη και τη Συρία. Και στις δύο περιπτώσεις, επιστρατεύεται το επιχείρημα του ρεαλισμού: η άποψη ότι μόνο η ανεξάρτητη οργάνωση των εργαζομένων και των λαών, πέρα από θρησκευτικούς και εθνοτικούς διαχωρισμούς, μπορεί να εξασφαλίσει τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους είναι, κατά τη δική τους γνώμη, αφηρημένη και ανεδαφική. Ο στόχος είναι όντως πολύ δύσκολος και δεν μπορεί να διακηρυχθεί από το εξωτερικό.Ας μην νομίζουν, ωστόσο, ότι είναι λιγότερο αφηρημένο και ανεδαφικό το να φαντάζονται οι ίδιοι ότι, επιλέγοντας το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, επηρεάζουν και τον μεταξύ τους συσχετισμό δύναμης.
ii. Πολιτική αστάθεια στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες: κρίση της ιμπεριαλιστικής αστικής δημοκρατίας
Η καπιταλιστική κρίση οδήγησε σε μια μεγάλη κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και των αστικών κομμάτων που κυβερνούσαν στις δυτικές δημοκρατίες, κρίση η οποία εγκυμονεί κινδύνους αλλά και επαναστατικές ευκαιρίες.Πρώτα από όλα, η πολιτική κρίση παίρνει τη μορφή της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας, που δεν μπορεί να προσφέρει πια ούτε τους στοιχειώδεις συμβιβασμούς για τους οποίους την επέλεγαν οι εργατικές τάξεις. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είτε καταρρέουν και σχεδόν εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη (ΠΑΣΟΚ, Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα), είτε μετατρέπονται σε «δημοκρατικά» κόμματα, χωρίς δομές και συχνά εντελώς αρχηγικά (Δημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας, Μακρόν στη Γαλλία), είτε και τα δύο. Εξαίρεση αποτελούν οι Εργατικοί του Κόρμπυν, που ακολουθούν περισσότερο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και Podemos στο Ισπανικό Κράτος, οι υποσχέσεις των οποίων όμως έχουν ήδη διαψευστεί παταγωδώς.
Ωστόσο, και τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα εξουσίας, με προεξάρχουσα τη χριστιανοδημοκρατία, αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες και απώλειες. Σε μια σειρά από χώρες της Ε.Ε. παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σημαντική άνοδος ακροδεξιών κομμάτων, με κυριότερα παραδείγματα το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία, το AFD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), το FPÖ (Κόμμα Ελευθερίας) στην Αυστρία, το SD (Σουηδοί Δημοκράτες), τη Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία και το PVV (Κόμμα για την Ελευθερία) του Βίλντερς στην Ολλανδία. Στην Ιταλία, η Λέγκα του Βορρά βρέθηκε στην εξουσία μαζί με το πιο διάσημο κόμμα του επίσης αναδυόμενου δεξιού λαϊκισμού με απολίτικο προσωπείο (τα λεγόμενα κόμματα bigtent), το Κίνημα των 5 Αστέρων.
Βασικά χαρακτηριστικά των αναδυόμενων ακροδεξιών κομμάτων είναι:
– Η διευρυμένη κοινωνική διεισδυτικότητα.
– Η σταθερότητά τους, καθώς καταφέρνουν και σταθεροποιούνται στο πολιτικό σύστημα. Δεν είναι ευκαιριακά σχήματα που εξαφανίζονται μετά από μια εκλογική επιτυχία.
– Σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα στα κοινωνικά, ρατσισμός, ισλαμοφοβία, εθνικισμός.
– Τα περισσότερα κόμματα έχουν φασιστικές ρίζες. Παρ’ όλα αυτά έχουν σχηματίσει ένα ευπρεπές προφίλ που τους επιτρέπει να απευθύνονται σε ευρύτερα στρώματα.
Τα κόμματα αυτά είναι «εν εξελίξει». Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ακόμα την στρατηγική τους και να κάνουμε εκτιμήσεις για το αν θα ενσωματωθούν στην κοινοβουλευτική δημοκρατία ή θα επιδιώξουν να εγκαθιδρύσουν φασιστικά καθεστώτα. Θα μπορούσαν να περιγραφούν με τον όρο «Μεταφασισμός» (Έντζο Τραβέρσο). Η ανάπτυξη των ακροδεξιών κομμάτων βασίζεται τόσο στην καπιταλιστική κρίση και στην υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος όσο και στις αντιδραστικές παραδόσεις της Ευρώπης (αποικιοκρατία, ρατσισμός, ολοκαύτωμα, ιμπεριαλισμός).
Το ακροδεξιό ή «μεταφασιστικό» φαινόμενο δεν είναι άυλο. Η φύση του φασισμού είναι βαθιά ταξική. Για τον λόγο αυτό, καμία συνεργασία με αστικές δυνάμεις δεν μπορεί να υπάρξει για την αντιμετώπισή του. Η Ε.Ε. τροφοδοτεί, ανέχεται και ενισχύει την άκρα δεξιά με την πολιτική της, τόσο στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την φτωχοποίηση λαϊκών στρωμάτων, όσο και στο μεταναστευτικό- προσφυγικό. Έτσι, είναι ανοησία να περιμένει κανείς ότι η ΕΕ μπορεί να είναι αντίβαρο στον κίνδυνο του φασισμού και του ρατσισμού.
Η άνοδος της ακροδεξιάς σημαίνει αναβαθμισμένα καθήκοντα για το εργατικό κίνημα. Είναι επιτακτική η ανάγκη για μαχητικό, ταξικό, μαζικό αντιφασισμό. Παράλληλα, χρειάζεται η διαμόρφωση μιας εργατικής πολιτικής του θα αποστοιχίσει τα λαϊκά στρώματα από τον φασισμό.
Η ακροδεξιά ενισχύεται πάνω στην κατάρρευση των υποσχέσεων που έδινε η αστική δημοκρατία. Έτσι, η μάχη εναντίον της δεν μπορεί να δοθεί από τη σκοπιά της υπεράσπισης του σημερινού παρηκμασμένου συστήματος. Κι όμως, ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, ακόμα και αντικαπιταλιστικής, έχει αποδοθεί στον μάταιο αγώνα της υπεράσπισης των κεκτημένων μιας εξιδανικευμένης αστικής δημοκρατίας. Μπορεί η αστική δημοκρατία να έχει όλο και λιγότερο τη διάθεση να προσφέρει ο,τιδήποτε στην εργατική τάξη, όμως η ρεφορμιστική, και όχι μόνο, αριστερά έχει όλο και περισσότερο τη διάθεση να τη διαχειριστεί και να κυβερνήσει. Εκτός της συμμετοχής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση Πρόντι, της παλιότερης κυβέρνησης του ΑΚΕΛ, του ΣΥΡΙΖΑ και της συγκυβέρνησης της γερμανικής Αριστεράς (Linke) σε μια σειρά κρατίδια της Γερμανίας, η αριστερά έχει να επιδείξει τα νέα πρόσφατα κατορθώματα της κοινοβουλευτικής στήριξης των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στην Πορτογαλία (από το ΚΚ Πορτογαλίας και το Μπλόκο της Αριστεράς) και, πιο πρόσφατα, στο Ισπανικό Κράτος (από το Podemos και την Ενωμένη Αριστερά). Τον δικό της ρόλο στην άνοδο της ακροδεξιάς έχει παίξει και η αποτυχία και ηθική παρακμή της αριστεράς, εντός ή εκτός εισαγωγικών, προεξάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ.
Το «λαϊκιστικό» ρεύμα που αναπτύχθηκε στους κόλπους της ευρωπαϊκής ρεφορμιστικής αριστεράς, υπογραμμίζοντας την εθνική ανεξαρτησία, τη «λαϊκή κυριαρχία», τον αγώνα ενάντια στη διαφθορά κλπ., αντιμετωπίζει επίσης σοβαρές στρατηγικές δυσκολίες. Το ηγεμονικό του παράδειγμα, το Podemos (παρότι δεν αυτοχαρακτηρίζεται αριστερό κόμμα), είναι σε κρίση. Μετά το φιάσκο της σύγχρονης ναυαρχίδας του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, το προσωποπαγές κόμμα του Μελανσόν στη Γαλλία, η ΛαΕ στην Ελλάδα, αλλά και ένα τμήμα της γερμανικής Linke, στρέφονται ενάντια στο ευρώ. Οραματίζονται μια κεϋνσιανή αναδιανομή με τη βοήθεια του κρατικού παρεμβατισμού, η οποία ωστόσο είναι μέσα στην κρίση εξίσου απατηλή με την αρχική υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει τη λιτότητα μέσα από τη σκληρή διαπραγμάτευση. Η πλειοψηφία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχει καθηλωθεί σε μια πολιτική ουράς στον ρεφορμισμό του ενός ή του άλλου ρεύματος, του φιλοευρωπαϊκού ή του πατριωτικού-λαϊκιστικού. Έτσι, φαίνεται προς το παρόν ανίκανη να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που της έδωσε η κρίση.
Για να καταλήξει η συνεχιζόμενη πολιτική κρίση στην Ευρώπη σε επαναστατική ευκαιρία και όχι στην ατραπό της ακροδεξιάς ή του φασισμού, είναι απαραίτητη μια αντικαπιταλιστική αριστερά πολιτικά ανεξάρτητη από τον ρεφορμισμό. Το πού θα γείρει σε κάθε περίπτωση η πλάστιγγα εξαρτάται από τους συσχετισμούς, που διαμορφώνονται διαφορετικά σε κάθε περίπτωση. Η υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών της εργατικής τάξης και του κινήματος είναι ασφαλώς αναγκαιότητα. Το να μεμψιμοιρεί, όμως, η αντικαπιταλιστική αριστερά για τη χαμένη αστική δημοκρατία της Ευρώπης και να παραλύει μπροστά στον φόβο της αποσταθεροποίησης δεν ωφελεί σε τίποτα. Χρειάζεται τόλμη και επαναστατική στρατηγική.
iii. Το επίπεδο της ταξικής πάλης
Παρά την αδυναμία του καπιταλισμού να μπει σε μια φάση βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης και πολιτικής επανασταθεροποίησης, τα τελευταία χρόνια δεν έχει υπάρξει ένας κύκλος αγώνων και εξεγέρσεων ανάλογος με εκείνον της περιόδου 2008-2012. Παρόλα αυτά, υπάρχουν σημαντικά σημάδια κινητικότητας: τα κινήματα που ξέσπασαν από την πρώτη στιγμή ενάντια στον Τραμπ, οι φοιτητικοί και απεργιακοί ξεσηκωμοί στη Γαλλία και το Μεξικό, οι αντιφασιστικές κινητοποιήσεις στην Ιταλία και τη Γερμανία, η μεγαλύτερη γενική απεργία της ιστορίας στην Ινδία, ο νέος γύρος αγώνων στην Αργεντινή, που είναι βέβαιο ότι θα φουσκώσουν ακόμα περισσότερο με την επιστροφή του ΔΝΤ στη χώρα, τα κινήματα στο Ιράν και το Ιράκ είναι μερικά παραδείγματα.
Η ταξική πάλη δεν έχει σταματήσει και τα όρια των μέχρι τώρα αγώνων δεν μπορούν να είναι το άλλοθι για την ηττοπάθεια και την παραίτηση. Αυτό που λείπει δεν είναι η αγωνιστικότητα και ο ηρωισμός των εργατικών τάξεων και των καταπιεσμένων, αλλά τα επιτυχημένα παραδείγματα. Βαραίνει η απουσία επαναστατικών κομμάτων που να μπορούν να προσφέρουν έναν ανεξάρτητο ταξικό προσανατολισμό.
Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις η οργή στρέφεται σε κινήματα με αντιδραστική ηγεσία (πορτοκαλί επαναστάσεις) ή σε εξεγέρσεις που ξεκινούν ως αυθεντικές κινητοποιήσεις των καταπιεσμένων κηδεμονεύονται από τέτοιες ηγεσίες.
Οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής που ήρθαν σε μερική ρήξη με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ βρίσκονται σε αδιέξοδο. Οι περισσότερες επιδεικνύουν αντοχή (Βενεζουέλα, Βολιβία, Ισημερινός, όχι όμως Περού), όμως η απροθυμία για μια πολιτική ολοκληρωτικής ρήξης με τον ιμπεριαλισμό και για σοσιαλιστικά μέτρα τις φέρνει αντιμέτωπες με σοβαρές αντιφάσεις και απώλεια του λαϊκού τους ερείσματος. Στη Νικαράγουα έχει κυλήσει πολύ περισσότερο νερό στο αυλάκι από τότε που η κυβέρνηση των Σαντινίστας είχε ακόμα κάποια σχέση με την επανάσταση. Εναντιωνόμαστε σε κάθε παρέμβαση του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ εναντίον αυτών των κυβερνήσεων, δεν υποστηρίζουμε όμως τη λογική της επιβολής της κοινωνικής ειρήνης και της στοίχισης πίσω από την κυβέρνηση στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού.
Η καπιταλιστική κρίση έχει οδηγήσει επίσης στην όξυνση εθνικών ζητημάτων, με κορυφαίο πρόσφατο παράδειγμα στην Ευρώπη, από πολιτική άποψη, την Καταλονία. Το ζήτημα δεν έχει να κάνει κυρίως με μια ιστορική συζήτηση για το δικαίωμα ή όχι του καταλανικού λαού να έχει το δικό της κράτος, αλλά είναι ένα σύγχρονο πολιτικό θέμα. Το κίνημα της αυτονομίας ήταν ένα πραγματικό κίνημα εναντίον του αυταρχισμού του Ισπανικού Κράτους, του θεσμού της μοναρχίας και της ΕΕ, που άξιζε και αξίζει τη διεθνιστική αλληλεγγύη. Πυροδότησε δε αγώνες σε άλλες περιοχές του Ισπανικού Κράτους τόσο ενάντια στην κυβέρνηση και τη λιτότητα, όσο και στην φρανκική ακροδεξιά, που προσπάθησε να σηκώσει κεφάλι. Η μάχη για την αυτοδιάθεση όμως δεν μπορούσε να δοθεί σε συμμαχία με την καταλανική αστική τάξη και την κυβέρνηση, όπως έσπευσε να κάνει η πλειοψηφία της αριστεράς.
Το γεγονός ότι ο ρεφορμισμός απέτυχε να εξασφαλίσει έστω και τις στοιχειώδεις κατακτήσεις για τις εργατικές τάξεις εν μέσω κρίσης δεν είναι έκπληξη. Αυτό που είναι οδυνηρό μέσα στα χρόνια της κρίσης και των χαμένων μέχρι τώρα επαναστατικών ευκαιριών, όμως, είναι η αποτυχία των διεθνών αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών ρευμάτων, περιλαμβανομένης της δικής μας Διεθνούς, με το σημερινό της προσανατολισμό και ηγεσία. Η πρόσφατη ψήφος εμπιστοσύνης, από το Podemos αλλά και το τμήμα της 4ης Διεθνούς, στην κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών του Σάντσες στο Ισπανικό Κράτος, δηλαδή στο κόμμα που εισήγαγε το μεγάλο πρόγραμμα λιτότητας του 2009 και που συνέβαλε στην κατάπνιξη του κινήματος της Καταλονίας, δυστυχώς δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Στο Παγκόσμιο Συνέδριο του Φλεβάρη, η πλειοψηφία της 4ης Διεθνούς δεν φάνηκε να βγάζει συμπεράσματα από τις αποτυχίες της πολιτικής των «πλατιών κομμάτων» και των «κυβερνήσεων ενάντια στη λιτότητα», που οδήγησαν σε μια πολιτική συγχώνευσης με τον ρεφορμισμό και σε καταστροφικά αποτελέσματα.
Διεθνισμός χωρίς διεθνή οργάνωση δεν υπάρχει. Επιμένουμε στην αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας επαναστατικής οργάνωσης, αλλά δεν υποκρινόμαστε ότι σήμερα αυτή είναι η κατάσταση της 4ης Διεθνούς. Η 4ης Διεθνής, μαζί με άλλα επαναστατικά ρεύματα, περνά ιστορική πολιτική (και οργανωτική) κρίση και η απόκρυψη αυτού του γεγονότος δεν θα βοηθήσει σε τίποτα. Η σημερινή πολιτική της Διεθνούς δεν είναι νόμιμη συνέχεια των πολιτικών και προγραμματικών της κατακτήσεων, που είναι και η δική μας πολιτική κληρονομιά. Είναι επιτακτική η ανάγκη να συσπειρωθούν οι αριστερές δυνάμεις για την έμπρακτη αμφισβήτηση της πολιτικής τροχιάς που έχει πάρει σήμερα η Διεθνής, αλλά και ευρύτερα η πλειοψηφία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Χρειάζεται η ύπαρξη και ενίσχυση μιας τάσης για έναν σύγχρονο διεθνιστικό επαναστατικό προσανατολισμό.Ένα τέτοιο πρόπλασμα επιδιώκει να αποτελέσει η Πλατφόρμα για μια Επαναστατική Διεθνή.
Β. Κατάσταση στην Ελλάδα
Β1. Οι συνέπειες της κρίσης
Οι συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονίων στη ζωή της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων είναι γνωστές σε όλεςκαι όλους και δεν χρειάζονται καμία στατιστική ή άλλη τεκμηρίωση.
Στους κόλπους της αστικής τάξης, η κρίση, όπως και κάθε καπιταλιστική κρίση, υπήρξε μια διαδικασία ξεκαθαρίσματος. Κεφάλαια καταστράφηκαν και αυτά που θα αντέξουν την κρίση θα βγουν δυνατότερα την επόμενη ημέρα. Η κρίση δεν ήταν φυσικά κάτι που ήθελε η αστική τάξη: τα κέρδη συμπιέστηκαν, επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, το τραπεζικό σύστημα διασώθηκε με μεγάλο κόστος και έχασε έδαφος στα Βαλκάνια, και το πολιτικό σύστημα αποσταθεροποιήθηκε. Ωστόσο, εάν η καπιταλιστική κρίση ολοκληρώσει την αντικειμενική της λειτουργία χωρίς να αμφισβητηθεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, θα προκύψουν στον ελληνικό καπιταλισμό λιγότεροι αλλά πιο ισχυροί καπιταλιστές. Η κρίση θα έχει και τους κερδισμένους της. Η κατασκευή, πυλώνας της ελληνικής οικονομίας για δεκαετίες, κατέρρευσε και επέζησε κυρίως με έργα οδοποιίας με ληστρικούς όρους έναντι του δημοσίου. Άλλες δυναμικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, όμως, κερδίζουν έδαφος μέσα στην κρίση, εντός και εκτός της χώρας, παρά τις πιέσεις που δέχτηκαν: ενέργεια, ΑΠΕ και τηλεπικοινωνίες, υπηρεσίες προς επιχειρήσεις, φαρμακοβιομηχανίες, βιομηχανία τροφίμων. Ο εφοπλισμός, που είχε πληγεί από τον διεθνή ανταγωνισμό την προηγούμενη δεκαετία, φαίνεται να ανακάμπτει.
Οι επιτυχίες μερίδων του κεφαλαίου όμως δεν μπορούν να μεταφραστούν σε ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού. Η μεταποίηση μένει σε χαμηλές επιδόσεις και η εσωτερική ζήτηση παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χωρίς προοπτικές ανάκαμψης. ΣΕΒ και ΔΝΤ επισημαίνουν ότι η συρρίκνωση των εισοδημάτων στενεύει την αγορά, ωστόσο κάθε πρόταση αύξησης των μισθών και αναδιανομής προσκρούει στην άρνησή τους να παραιτηθούν από οποιοδήποτε μερίδιο στην καπιταλιστική κερδοφορία. Η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου κατά κανόνα δεν οφείλεται σε αύξηση των εξαγωγών, αλλά στη συρρίκνωση των εισαγωγών λόγω της κατάρρευσης της εγχώριας ζήτησης. Κυρίως, η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου δεν βελτίωσε σε τίποτα τη ζωή της εργατικής τάξης, αποδεικνύοντας πως η αυτάρκεια την οποία ζητούν διακαώς οι πατριώτες ρεφορμιστές δεν είναι λύση σε απολύτως τίποτα. Ταυτόχρονα, η εξάρτηση της οικονομίας από τον εξωτερικό τουρισμό, που αποτελεί σήμερα τη συντριπτική πλειοψηφία του κύκλου εργασιών του κλάδου, την καθιστά ευάλωτη στις διακυμάνσεις της διεθνούς τουριστικής κίνησης. Αν ο παγκόσμιος καπιταλισμός αδυνατεί να σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα, ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε ακόμα πιο επισφαλή θέση.
Φυσικά, ένας εργοδότης που χάνει την επιχείρησή του έχει τελείως διαφορετικές δυνατότητες επιβίωσης από έναν εργαζόμενο που χάνει τη δουλειά του. Η εργατική τάξη βγαίνει οικονομικά εξαθλιωμένη, σε τεράστιο ποσοστό άνεργη, και με συνθήκες εργασίας όλο και πιο ληστρικές (επέκταση ωραρίων, ελαστικές σχέσεις, ανασφάλιστη εργασία, μισθοί που δεν επαρκούν ούτε για τη στοιχειώδη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης). Από την άλλη όμως, και παρότι το μερίδιό της στην απασχόληση μειώθηκε λόγω των απολύσεων, βγαίνει αριθμητικά αυξημένη. Η δύναμή της γίνεται από αυτή την άποψη μεγαλύτερη. Σε περίοδο κρίσης και μαζικής ανεργίας, βεβαίως, οι οικονομικές απεργίες έχουν αντικειμενικά πολύ λιγότερα περιθώρια επιτυχίας. Σε περίοδο αγώνα για την επιβίωση, η αυθόρμητη αλληλεγγύη περιορίζεται επίσης εκ των πραγμάτων. Η οργάνωση της εργατικής τάξης και των αγώνων της γίνεται όλο και περισσότερο πολιτικό ζήτημα. Οι αγωνιστικές και πολιτικές εμπειρίες από την περίοδο των μεγάλων αγώνων είναι σημαντικό εφόδιο για αυτό τον σκοπό, αλλά η απογοήτευση βαραίνει εναντίον του.
Αντίθετα με τη μυθολογία μιας υποτιθέμενα ειδυλλιακής επαρχίας και αγροτικής ζωής, ο αγροτικός τομέας δεν είναι καταφύγιο ενάντια στην κρίση. Είναι ο λιγότερο παραγωγικός τομέας της οικονομίας, όπου το 13% των εργαζομένων της χώρας παράγουν μόλις το 3,5% του ΑΕΠ.
Τα μεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας επλήγησαν επίσης από την αύξηση της άμεσης φορολογίας και την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, την πτώση του λιανεμπορίου από την κατάρρευση της κατανάλωσης, από την επιθετική πολιτική των τραπεζών για την είσπραξη των «κόκκινων» δανείων, από τις απολύσεις στελεχών επιχειρήσεων και από τη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, σχετικά μικρή μερίδα των μεσαίων στρωμάτων οδηγήθηκε τελικά στην ολοκληρωτική εξαθλίωση, καθώς οι απώλειές τους αντισταθμίζονταν σε κάποιο βαθμό από: α) το όφελος και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τη μείωση του εργατικού κόστους, β) την άνοδο του τουρισμού που συνέβαλε στη συντήρηση ενός μεγάλου φάσματος μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στη δημιουργία νέων, γ) τα εμβάσματα από ένα σημαντικό τμήμα νέων εξειδικευμένων επιστημόνων που μετανάστευσε στις καπιταλιστικές μητροπόλεις ή σε χώρες που επλήγησαν λιγότερο από την οικονομική κρίση, δ) το γεγονός ότι στα μικρομεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθούν να λειτουργούν ακόμη ισχυροί προ-καπιταλιστικοί δεσμοί οικογενειακής αλληλεγγύης.Ταυτόχρονα, η αναλογία των μικροαστών στον απασχολούμενο πληθυσμό αυξήθηκε, εν μέρει λόγω της «επιχειρηματικότητας ανάγκης» στην οποία στράφηκαν άνεργοι μισθωτοί. Αντίθετα με τον μύθο, η κρίση χτύπησε περισσότερο την εργατική παρά τη μικροαστική τάξη.
Β2. Το successstory του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα μια αποτυχία επίλυσης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού
i. Ο ανασχηματισμός του Αυγούστου
Με τον κυβερνητικό ανασχηματισμό του Αυγούστου, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε και τα τελευταία προσχήματα περί «αριστερής ηθικής» και επισφράγισε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την πλήρη υιοθέτηση της «παρακμιακής» παλαιοκομματικής τακτικής. Με τις νέες προσχωρήσεις των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών, με ανταλλάγματα υπουργικές καρέκλες, ακόμη και με τη δημιουργία νέων υπουργικών πόστων για τους νέους παρατρεχάμενους, προσπαθεί να δώσει την εικόνα ενός πολιτικού ανοίγματος προς την «εκσυγχρονιστική» κεντροδεξιά και κεντροαριστερά και ταυτόχρονα να δώσει πρόσθετες εγγυήσεις προς τα μεγάλα αφεντικά ότι θα βρίσκεται σταθερά στην υπηρεσία των συμφερόντων τους. Υιοθέτησε έτσι τα πιο φτηνά πολιτικάντικα τερτίπια, ελπίζοντας ίσως ότι οι νεοφερμένοι θα της προσκομίσουν κάποιες ψήφους, αλλά, το κυριότερο, ελπίζοντας ότι θα ενισχύσει τη στήριξή της από κάποιες μερίδες της αστικής τάξης. Είναι όλο και πιο συχνές και θαρραλέες οι δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης για την ανάγκη οικοδόμησης ενός δημοκρατικού μετώπου γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ με τη συνεργασία του Παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ και της Καραμανλικής Δεξιάς, εικόνα που αποτυπώνεται και στον τελευταίο ανασχηματισμό.
Στους επόμενους μήνες, καθώς θα πλησιάζουν διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις (ευρωεκλογές, περιφερειακές-δημοτικές, εθνικές), στην κεντρική πολιτική σκηνή θα κυριαρχήσουν για μια φορά ακόμη οι ανούσιες επικοινωνιακές προεκλογικές κόντρες και οι κοκορομαχίες των αρχηγών και των παρατρεχάμενων. Όμως οι κοινωνικές διεργασίες που διαμορφώνουν τις κοινωνικές συνειδήσεις εξελίσσονται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό ανεξάρτητα από αυτά που συντελούνται στη κεντρική πολιτική σκηνή. Τα οκτώ χρόνια κατά τα οποία το κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα προώθησε τη βάρβαρη νεοφιλελεύθερη επίθεση των μνημονίων, με αποκορύφωμα την ολοκληρωτική υποταγή και ενσωμάτωση στην πολιτική αυτή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν καταβαραθρώσει το κύρος του κοινοβουλευτισμού μέσα στα λαϊκά στρώματα.
ii. Οι συνέπειες από τον «βασικό στόχο» των μνημονίων
Ο Τσίπρας στην ομιλία του προς τους εργαζόμενους στο νεώριο της Σύρου, στις 24/8, καθώς εγκαινίαζε την «μεταμνημονιακή εποχή» αλλά και ταυτόχρονα άνοιγε την προεκλογική περίοδο, δήλωσε, με την χαρακτηριστική του ελαφρότητα, ότι ο βασικός στόχος των μνημονίων δεν ήταν άλλος από τη «συμπίεση του εργατικού κόστους». Επομένως, ο βασικός στόχος των μνημονίων, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του πρωθυπουργού που κατόρθωσε να φέρει επιτυχώς σε πέρας το «μνημονιακό πρόγραμμα», δεν ήταν άλλος από το χτύπημα των θεμελιωδών κατακτήσεων του εργατικού κινήματος: την κατάργηση του κατώτατου μισθού, τη νομιμοποίηση των μαζικών απολύσεων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την περικοπή των συντάξεων, τη δραματική συρρίκνωση του «κράτους πρόνοιας».
Όμως αυτό που δεν τόλμησε να πει ο «αριστερός» πρωθυπουργός μας στους εργαζόμενους του νεωρίου της Σύρου, και να ολοκληρώσει με έναν απλό συλλογισμό αυτήν την οφθαλμοφανή και κοινότοπη διαπίστωσή του, είναι ότι η συμπίεση του εργατικού κόστους δεν αποτελεί ασφαλώς και τον τελικό σκοπό των μνημονίων που μας επέβαλε η όποια κακοπιστία και μοχθηρία των «ετέρων και δανειστών μας», αλλά την βασική προϋπόθεση, έναν βασικό ενδιάμεσο στόχο, για την επίτευξη του τελικού σκοπού των μνημονίων, που δεν είναι άλλος από την ανάκαμψη της κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου. Στον στόχο αυτό συμφωνούν, ο καθένας για τους δικούς του προφανείς λόγους, τόσο η ελληνική αστική τάξη όσο και τα διεθνή επιτελεία του καπιταλιστικού συστήματος. Σύμφωνα με τη λογική των κυρίαρχων τάξεων, μια σχετικά σταθερή ανάκαμψη της κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου σε μια μεσο-μακροπρόθεσμη προοπτική θα σημαίνει ουσιαστικά γι’ αυτούς την έξοδο από τη κρίση και τη σταθερότητα του καθεστώτος της αστικής τάξης στην Ελλάδα, και επομένως θα αποτελεί, εκτός των άλλων, και την εγγύηση για την συνέχιση της εξυπηρέτησης των δανείων του ελληνικού δημοσίου προς τους διεθνείς δανειστές.
Έτσι, στην επίτευξη αυτού του βασικού ενδιάμεσου στόχου της μείωσης του εργατικού κόστους συμπίπτουν, πέρα από τις επιμέρους αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις, τα στρατηγικά σχέδια τόσο της ελληνικής αστικής τάξης, όσο και του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών επιτελείων του καπιταλιστικού συστήματος. Ο στόχος αυτός αποσιωπάται και συγκαλύπτεται προσεκτικά είτε κάτω από την φιλολογία για τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και την βελτίωση της «επιχειρηματικότητας»ή την ανάγκη για στροφή της βιομηχανίας προς τις εξαγωγές κλπ., είτε κάτω από τους πανηγυρισμούς για την ασθενική ανάκαμψη των δημοσιονομικών δεικτών.
Τον ενδιάμεσο αποφασιστικό αυτό στόχο δεν κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν όλη την προηγούμενη μνημονιακή περίοδο (2010-2015) οι προηγούμενες διαδοχικές αστικές κυβερνήσεις: ούτε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ ή του Βενιζέλου, ούτε των «τεχνοκρατών» του Παπαδήμου, ούτε του συνασπισμού της ΝΔ του Σαμαρά με τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ και της «εκσυγχρονιστικής αριστεράς», καθώς προσέκρουαν κάθε φορά πάνω στην αντίσταση του μαζικού κινήματος των εργαζομένων. Από τις προσκρούσεις αυτές, τα κόμματα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος έβγαιναν είτε κατακερματισμένα έως και ολοκληρωτικά διαλυμένα (ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ), είτε με βαριές απώλειες (ΝΔ).
Το αστικό σύστημα φαινόταν έτσι ότι είχε εξαντλήσει τα περιθώρια των ελιγμών του για την επιβολή του «προγράμματος της εσωτερικής υποτίμησης». Δηλαδή, την επιβολή μιας βίαιης υποβάθμισης του επιπέδου της ζωής των εργαζομένων, που ανάλογή της είχαν κατορθώσει στο παρελθόν να επιβάλουν μόνο δικτατορικά ή φασιστικά καθεστώτα, με την ανοιχτή καταστολή και τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων, και πιο πρόσφατα οι αναδυόμενες αστικές τάξεις στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, με τις «θεραπείες σοκ» (με τη συνδρομή και καθοδήγηση του «διεθνούς παράγοντα»), μετά από την καπιταλιστική παλινόρθωση της δεκαετίας του ’90, πάνω στις πλήρως αποπροσανατολισμένες πολιτικά και αποδιοργανωμένες εργατικές τάξεις τους.
iii. Μετά την ολοκλήρωση του «μνημονιακού προγράμματος»
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε, έτσι, ο από μηχανής θεός, η χρυσή εφεδρεία του κοινοβουλευτικού συστήματος και κατ’ επέκταση του ελληνικού καπιταλισμού. Σαν «αξιωματική αντιπολίτευση» τη περίοδο 2012-14, κατόρθωσε σταδιακά να υπνωτίσει και τελικά να καθηλώσει το μαζικό κίνημα σε μια παθητική αναμονή της μελλοντικής κοινοβουλευτικής λύσης που θα του πρόσφερε η ανερχόμενη (και υποσχόμενη μια ανώδυνη, κοινοβουλευτική λύση-πανάκεια) «κυβερνώσα αριστερά». Στη συνέχεια, στα τριάμισι χρόνια της διακυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να ολοκληρώσει «τον στόχο των μνημονίων», αξιοποιώντας την βαθιά απογοήτευση, τη σύγχυση που σκόρπισε η πολιτική του μέσα στο μαζικό κίνημα των εργαζόμενων. Η αηδία, η απάθεια και η μαζική αποστράτευση που προκλήθηκαν μετά από τη συνθηκολόγηση του δημοψηφίσματος της 5ης του Ιουλίου του ’15, επέτρεψαν στο ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει απερίσπαστος στην ψήφιση και στην εφαρμογή ολόκληρου του προγράμματος των νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων».
Τα επιτελεία του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, κρίνοντας μακροσκοπικά τα θετικά γι’ αυτούς αποτελέσματα της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ (σχετική κοινωνικοπολιτική σταθερότητα, ολοκλήρωση του προγράμματος, δημοσιονομικά πλεονάσματα) δεν δίστασαν να άρουν τις αρχικές επιφυλάξεις τους απέναντι στους «ακροαριστερούς» του ΣΥΡΙΖΑ και να χειροκροτήσουν τις «επιτυχίες» τους. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, από τη μεριά της, φροντίζει, όσο μπορεί, να επιβεβαιώνει την εικόνα του μετανοημένου για τις προηγούμενες απερισκεψίες της και πειθήνιου πλέον «μαθητή».
Τα πιο δυναμικά και ευέλικτα τμήματα της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης (ενέργεια, εφοπλισμός, τηλεπικοινωνίες, φάρμακα, τουρισμός),που ωφελήθηκαν άμεσα από την επίτευξη του στόχου της συμπίεσης του εργατικού κόστους ή από τις δημοσιονομικές «μεταρρυθμίσεις», κρατούν απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ μια στάση που κυμαίνεται από την απλή ανοχή μέχρι την επιφυλακτική στήριξη ή και τις στενές business με την κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε έναν αγώνα δρόμου με την ΝΔ για την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης και έχει οικοδομήσει συστηματικά καλές σχέσεις με μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου (Μελισσανίδης, Μίχαλος, Βαρδινογιάννηδες, Μυτιληναίος, Γιαννακόπουλοι, εν μέρει Λάτσηδες, ΣΒΒΕ), παρότι αναγκάστηκε ταυτόχρονα να διαρρήξει τις σχέσεις του με άλλες (Αγγελόπουλοι, Μαρινάκης, Φέσσας/ΣΕΒ).Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η στήριξη που εξασφάλισε από αυτή τη μερίδα της αστικής τάξης θα εξατμισθεί αμέσως μόλις διαπιστωθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει χάσει την ικανότητα να συντηρεί μια σημαντική εκλογική απήχηση κρατώντας ταυτόχρονα το εργατικό κίνημα σε κατάσταση αφασίας.
Αντίθετα, τα τμήματα του κεφαλαίου που είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένα με τον κρατικό κορβανά (κατασκευαστικές εργοληπτικές εταιρείες, προμήθειες του δημοσίου, εσωτερική κατανάλωση) και είναι αυτά επίσης που ελέγχουν και την πλειοψηφία των ιδιωτικών μέσων της μαζικής ενημέρωσης, αγωνίζονται λυσσαλέα για την επαναφορά στη κρατική διαχείριση του γνώριμού τους προσωπικού: αυτού του «κλασικού», κατ’ εξοχήν αστικού κόμματος της ΝΔ.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ, ακροβατώντας ανάμεσα στην ανάγκη να διατηρήσει την εκλογική του δύναμη αλλά και να συνεχίσει να απολαμβάνει τη στήριξη μιας μερίδας της αστικής τάξης, υποσχέθηκε στη ΔΕΘ και εν όψει των επερχόμενων εκλογών να ανατρέψει κατά ένα μέρος τις συνέπειες των μνημονίων, ή έστω να μην επιβαρύνει περισσότερο την εργατική τάξη (μερική αποκατάσταση κατώτατου μισθού, κατάργηση υποκατώτατου, αποκατάσταση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αναβολή της νέας περικοπής των συντάξεων, εάν πειστούν για αυτό οι «θεσμοί»). Ταυτόχρονα, υπόσχεται στην αστική τάξη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στα επίπεδα της κυβέρνησης Καραμανλή (25%) και πλήρη επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών των νέων εργαζομένων. Υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπήρξε η πιο συνεπής στις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές, το οποίο πράγματι αναγνωρίζουν και οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι.Προσπαθεί να προβάλει το νέο του αφήγημα της μεταμνημονιακής εποχής, αξιοποιώντας κάποιο μικρό μέρος από τα χρηματοοικονομικά περιθώρια που του αφήνουν τα θηριώδη πλεονάσματα του κρατικού ταμείου για άσκηση «κοινωνικής πολιτικής», χωρίς όμως να έχει ακόμη εξασφαλίσει και την σχετική έγκριση γι’ αυτό το σκοπό από τους «επιτηρητές».
Οι υποσχέσεις του προς την εργατική τάξη είναι όχι μόνο γελοίες σε σχέση με τα όσα αυτή έχει χάσει στην κρίση, αλλά και εντελώς στον αέρα. Ανεξαρτήτως της στάσης που θα τηρήσουν άμεσα οι «επιτηρητές», η δέσμευση σε τεράστια πλεονάσματα για πάνω από 40 χρόνια σημαίνουν αιματηρή λιτότητα στο διηνεκές. Πλεονάσματα σημαίνει λιτότητα. Το αίτημα για «διανομή του πλεονάσματος στον λαό» είναι, επομένως, παραπλανητικό και σημαίνει σεβασμό αυτής της πραγματικότητας.
Απευθυνόμενος στο νέο υπουργικό συμβούλιοστις 31/8, ο Τσίπρας καθόρισε ως τον στόχο της μεταμνημονιακής εποχής τον «ενάρετο κύκλο της δίκαιης ανάπτυξης», που θα πραγματοποιηθεί με «σύνεση και σωφροσύνη»:
«Με τον κύκλο των μνημονίων έχει κλείσει και ο κύκλος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Έχει κλείσει ο κύκλος της επιτροπείας, των μειώσεων και των περικοπών και μπορεί πλέον να ανοίξει ο κύκλος των ελαφρύνσεων, των πολιτικών κοινωνικής στήριξης, ο ενάρετος κύκλος της δίκαιης ανάπτυξης. Πάντοτε βεβαίως με σύνεση και σωφροσύνη, χωρίς να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν τη χώρα στην μνημονιακή επιτροπεία και την παρακμή».
Η επιτυχία, ωστόσο, της «εξόδου στις αγορές» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν εξαρτάται μόνο από την περαίωση του μνημονιακού προγράμματος. Η διεθνής συγκυρία παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των επιτοκίων. Τα σύννεφα της κρίσης φαίνεται ότι πυκνώνουν και πάλι απειλητικά σε διάφορα σημεία του παγκόσμιου οικονομικού ορίζοντα (Τουρκία, Αργεντινή, Ιταλία, ένταση στις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ κλπ.). Οι προσδοκίες για μια ομαλή χρηματοδότηση από την «ελεύθερη αγορά» με σχετικά χαμηλά επιτόκια μπορεί να αποδειχθούν φρούδες για λόγους που ξεπερνούν τις δυνατότητες και τη βούληση οποιασδήποτε αστικής κυβέρνησης.
Ακόμη περισσότερο, η μείωση της τεράστιας ανεργίας αναμένεται μοιρολατρικά από τη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να πραγματοποιηθεί με την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Όμως, η ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου δεν σημαίνει και την αυτόματη επάνοδο των επενδύσεων στην «πραγματική οικονομία», όταν επικρατεί ένα κλίμα γενικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας.
iv. Η Δεξιά και το κύμα του εθνικισμού
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη πίεση από την ακροδεξιά, η ηγεσία της ΝΔ μετατοπίζεται διαρκώς δεξιότερα. Ο λόγος της γίνεται ολοένα και πιο εθνικιστικός και ξενοφοβικός. Όμως, η νεοφιλελεύθερη ηγεσία Μητσοτάκη δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η ακροδεξιά ρητορική μέσα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες δεν μπορεί να αποτελεί απλώς ένα στοιχείο σε ένα ελεγχόμενο επικοινωνιακό παιχνίδι, αλλά συμμετέχει σε μια πολύ δύσκολα αντιστρεπτή κοινωνική διεργασία που συντελείται στη συνείδηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων. Ο ρατσιστικός και εθνικιστικός λόγος της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ έρχεται να την ενισχύσει, να νομιμοποιήσει την ακροδεξιά «ιδεολογία» στη συνείδηση αυτών των στρωμάτων, που σύντομα είναι πιθανό ότι θα αναζητήσουν τους «αυθεντικούς» εκπροσώπους που θα πείσουν ότι προσφέρουν τις «αποτελεσματικές» λύσεις. Από την διεργασία αυτή μεσο-μακροπρόθεσμα δεν πρόκειται να βγει κερδισμένη καμία κοινοβουλευτική πολιτική δύναμη, παρά μόνο η φασιστική ακροδεξιά.
Από την άλλη πλευρά, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την ανοχή ήκαι τη συμπάθεια μιας σημαντικής μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης οδηγεί την ηγεσία της ΝΔ στο να στοχεύει δημαγωγικά την κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, τη διαφθορά και τα άδικα μέτρα. Στο πεδίο αυτό, όμως, τόσο το απώτερο όσο και το πρόσφατο παρελθόν της ΝΔ προσφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ άφθονα επιχειρήματα αντίκρουσης και καταγγελίας.
Η ΝΔ, έτσι, παρουσιάζει μια μάλλον ασθενική εκλογική ανάκαμψη. Ενώ αδυνατεί να καταγράψει σταθερή ανοδική δυναμική και να εμφανιστεί σαν η αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα διατρέχεται από εσωτερικές κρίσεις και πιέσεις, τόσο από την ακροδεξιά όσο και από την κεντροδεξιά εκσυγχρονιστική της πτέρυγα.
Οι εξαγγελίες του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ είχαν την ίδια λογική της προεκλογικής υπόσχεσης προς όλες τις κοινωνικές τάξεις, όπως αυτές που έδωσε και ο Τσίπρας, σε ένα διαφορετικό μίγμα. Στην αστική τάξη υποσχέθηκε ακόμη πιο σκανδαλώδη μείωση εταιρικών φόρων (20%) και φόρων επί των μερισμάτων (5%), ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις και outsourcing κρατικών λειτουργιών. Στους αυτοαπασχολούμενους υποσχέθηκεκατάργηση του φόρου επιτηδεύματος και μείωση εισφορών. Και ταυτόχρονα παρουσίασε με θράσος ως παραχώρηση στους χαμηλόμισθους και τους άνεργους τη μείωση της φορολογίας του κατώτατου εισοδηματικού κλιμακίου και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Στην πραγματικότητα, απλώς προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι ακόμα πιο χρήσιμος από τον ΣΥΡΙΖΑ για την αστική τάξη.
Ο Κυριάκος ετοιμάζεται για πρωθυπουργός, αλλά είναι αμφίβολο αν θα επιτύχει κάτι σταθερό. Δεν μπορεί να βρει στήριγμα στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, και ακόμα περισσότερο του δημόσιου, όπου η θητεία του στο Υπουργείο Εσωτερικών τον έχει κάνει καθολικά μισητό. Η μικροαστική απελπισία στρέφεται ούτως ή άλλως από τη μια πολιτική συμπάθεια στην άλλη. Και η αστική τάξη δεν έχει μακροπρόθεσμα ένα βιώσιμο σχέδιο ούτε για την οικονομική ανάκαμψη, ούτε για τη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού, πόσο μάλλον όταν και διεθνώς δεν υπάρχει τέτοιο. Θα φέρει πιθανότατα τον Μητσοτάκη, χωρίς όμως να επιφυλάσσει στον ΣΥΡΙΖΑ (ή σε κάποιο νέο σχήμα που θα τον ενσωματώσει) την εξαφάνιση από το πολιτικό σκηνικό, αλλά τον ρόλο της εφεδρείας στην εναλλαγή των μελλοντικών κυβερνήσεων. Φαίνεται, άλλωστε, ότι το ΚΙΝΑΛ δυσκολεύεται να παίξει τον ρόλο του εναλλακτικού πόλου στη ΝΔ, και μάλλον προορίζεται για συμπλήρωμα δεξιών ή κεντροαριστερών κυβερνήσεων.
Β3. Περίοδος γρήγορης ανασύνταξης
Η σημερινή κατάσταση σφραγίζεται από την αμηχανία του κινήματος μετά την καταστροφική εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ. Οι αγώνες δεν έχουν σταματήσει, αλλά δεν συγκρίνονται σε καμία περίπτωση με αυτούς των πρώτων χρόνων της κρίσης.
Είναι γεγονός ότι σήμερα έχουν διαμορφωθεί μέσα την ελληνική κοινωνία ευνοϊκές συνθήκες για μια μαζική αποφασιστική στροφή προς την ακροδεξιά: φθορά της «αριστερής κυβέρνησης», που πλήττει την αξιοπιστία του λόγου ολόκληρου του φάσματος της αριστεράς, εθνικιστικό κλίμα που οξύνεται με το «Μακεδονικό» και την «τουρκική απειλή», αντι-μεταναστευτικά αισθήματα σε μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού κλπ. Ωστόσο, το εκκρεμές της κοινωνικής συνείδησης φαίνεται να αιωρείται ακόμη διστακτικά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ίσως γιατί σε ένα επίσης σημαντικό τμήμα του πληθυσμού δεν έχουν ακόμη πλήρως αποσβεσθεί οι ιστορικές μνήμες από τις μετεμφυλιακές μαζικές διώξεις και τα εγκλήματα της δεξιάς, αλλά και λόγω των πολιτικών εμπειριών που έχει αποκομίσει η πιο συνειδητή μερίδα της εργατικής τάξης από τους μαζικούς αγώνες του προηγούμενου διαστήματος.
Η επανενεργοποίηση του κινήματος, όμως, μπορεί να αλλάξει άρδην την κατάσταση. Είναι γεγονός ότι οι νέες εκρήξεις που θεωρούσαμε πιθανές δεν έχουν προκύψει προς το παρόν. Εξακολουθούν, ωστόσο, να είναι πιθανές λόγω της αδυναμίας βιώσιμης σταθεροποίησης του συστήματος. Είναι πολύ σημαντικό να μείνει αυτή η άμεση δυνατότητα ανοιχτή, να μην εμπεδωθεί μακροπρόθεσμα η απογοήτευση, να μην υπονομευτεί η εμπιστοσύνη των εργαζομένων σε κάθε αγώνα και σε κάθε αριστερή οργάνωση.Αυτό είναι εφικτό, γιατί η καθίζηση του κινήματος δεν οφείλεται ούτε σε ενσωμάτωση, καθώς η καπιταλιστική κρίση δεν δίνει τη δυνατότητα κάτι τέτοιο, ούτε σε μια ολοκληρωτική απώλεια της ταξικής συνείδησης, που δεν βρίσκεται σήμερα σε χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι την περίοδο των μεγάλων αγώνων (2008-2012), ούτε στην καταστροφή της δυνατότητας της εργατικής τάξης να αγωνίζεται, δηλαδή στη διάλυση των συνδικάτων, των εργατικών οργανώσεων και των στοιχειωδών ελευθεριών.
Η σημερινή περίοδος είναι αντικειμενικά περίοδος αλλαγής στην ηγεσία του εργατικού κινήματος και των άλλων κοινωνικών κινημάτων. Ασφαλώς, δεν είναι τυχαίες οι πολυάριθμες διασπάσεις οργανώσεων το τελευταίο διάστημα. Το ποιο ρεύμα θα αντέξει στην πίεση της περιόδου και θα τεθεί επικεφαλής την επόμενη μέρα του κινήματος έχει εξαιρετική σημασία. Η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης υπέρ των αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών ρευμάτων και εναντίον των ρεφορμιστικών, γραφειοκρατικών και συμβιβαστικών ρευμάτων είναι κρίσιμη για να μπορέσει το κίνημα να αντεπιτεθεί, να υπερβεί τα αδιέξοδα του προηγούμενου γύρου των μεγάλων αγώνων, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ακροδεξιάς και να συγκρουστεί με την κυβέρνηση και το καπιταλιστικό σύστημα.
Για αυτό απαιτείται οπωσδήποτε αποφασιστική στήριξη των αγώνων και των μορφών αυτοοργάνωσης που αναπτύσσονται σήμερα, έστω σε περιορισμένο εύρος. Απαιτείται,όμως, και μια συστηματική και γρήγορη δουλειά υποδομής. Χρειάζεται να εξοπλιστούν ιδεολογικά και πολιτικά τα νέα στελέχη που βγήκαν από τους αγώνες και τις πολιτικές εμπειρίες των προηγούμενων χρόνων, να οικοδομήσουν επαναστατικές οργανώσεις με επαρκή γείωση. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να είναι γρήγορη, γιατί δεν έχουμε μπει σε φάση μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης. Είναι μια ανασύνταξη ενόψει νέων κοινωνικών αναταράξεων.
Πρέπει να εξηγηθεί ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ στην καθυπόταξη του κινήματος του 2010-2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε από την εργατική τάξη, αλλά δεν υπήρξε η έκφραση του ανερχόμενου κινήματος που βρέθηκε στην εξουσία, για να τα πουλήσει αργότερα και αιφνιδίως η ηγεσία του. Ήταν από την αρχή ένα πολιτικό σχέδιο υποταγής στον κοινοβουλευτισμό και τη διαχείριση, που εκτοξεύτηκε στη φάση της κόπωσης και όχι της έκρηξης των κινημάτων: η εκλογική του απογείωση έγινε την άνοιξη του 2012, μερικούς μήνες μετά την κορύφωση των αγώνων και ενώ αυτοί ήταν ήδη σε καθοδική τροχιά. Πρέπει να εξηγηθεί ότι αυτό που αποδείχτηκε αποτυχημένο δεν ήταν η λογική των αγώνων, αλλά η πολιτική στρατηγική της υπερψήφισης ενός κοινοβουλευτικού ρεφορμιστικού κόμματος για να μας σώσει αφήνοντας το σύστημα άθικτο. Πρέπει να γίνει κατανοητό το τι κόστισε στην αντικαπιταλιστική αριστερά η προσκόλληση στον ρεφορμισμό. Πρέπει να εξηγηθεί ότι υπήρχε άλλος δρόμος για τους αγώνες της περιόδου 2010-2012, πέρα από την εκλογική αναμονή: ο δρόμος που έδειχναν οι λαϊκές συνελεύσεις και η ανεξάρτητη οργάνωση των ίδιων των εργαζομένων και καταπιεσμένων, οι απεργίες και οι καταλήψεις, το μπλοκάρισμα της παραγωγής και του κρατικού μηχανισμού.
Η στρατηγική της αριστερής κυβέρνησης ηττήθηκε. Στο φως της εμπειρίας των τελευταίων χρόνων, χρειάζεται σήμερα σοβαρή συζήτηση για τη στρατηγική, για μια επαναστατική αντιπρόταση στην πολιτική που οδήγησε το εργατικό κίνημα σε αδιέξοδο. Δεν πρέπει να χαθεί ο προσανατολισμός, οπισθοχωρώντας στη λογική της ατομικής ηθικής αντίστασης, των απομονωμένων μοριακών αγώνων και της απόσυρσης από την πολιτική.
Ακόμα περισσότερο, η αντεπίθεση του κινήματος δεν μπορεί να γίνει εάν αυτό εγκλωβιστεί στη λογική της «κριτικής» ή άκριτης υποστήριξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απέναντι στην ακροδεξιά απειλή. Ακριβώς αυτό το κλίμα προσπαθούν να καλλιεργήσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και τα φίλα προσκείμενα ΜΜΕ, και βρίσκουν ευήκοα ώτα ακόμα και στην αντικαπιταλιστική αριστερά. Είναι όμως αδύνατη η μάχη ενάντια στην ακροδεξιά σε συνεργασία με μια κυβέρνηση που έχει ήδη στις τάξεις της τον Καμμένο, τον Κατσίκη, την Παπακώστα. Εξάλλου, η συμμαχία ή ανοχή προς την «αριστερή» κυβέρνηση των μνημονίων και της λιτότητας είναι το καλύτερο δώρο στην ακροδεξιά, δίνοντάς της τη δυνατότητα να εμφανιστεί ως το αντίπαλο δέος στη διαφθορά και την υποκρισία όλης της αριστεράς.
Προϋπόθεση για την ανασύνταξη του κινήματος και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι, επομένως, η πλήρης ανεξαρτησία από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ο αγώνας εναντίον της. Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε από τη ρεφορμιστική αριστερά, η πολιτική του σήμερα δεν είναι ένα μίγμα εργατικής και αστικής πολιτικής. Είναι μια απολύτως αστική πολιτική στην υπηρεσία της σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, και οι υποσχέσεις της προς την εργατική τάξη δεν είναι διαφορετικές από τις προεκλογικές υποσχέσεις των παλιότερων κυβερνητικών αστικών κομμάτων. Η ίδια η κοινωνική σύνθεση και ο χαρακτήρας του κόμματος έχουν μεταβληθεί αναλόγως.Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση πιθανότατα θα πέσει πληρώνοντας τη διάψευση των κίβδηλων υποσχέσεών της. Αυτό είναι το μόνο που της αξίζει. Ο δικός μας αντικειμενικός σκοπός είναι να την ρίξουν το κίνημα και οι εργαζόμενοι, και όχι η ακροδεξιά δημαγωγία. Προς το παρόν, το κίνημα δεν φαίνεται ικανό να ανατρέψει άμεσα την κυβέρνηση από τα αριστερά. Ωστόσο, η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης, που τροφοδοτείται από τις προηγούμενες κινηματικές παραστάσεις, παίζει ρόλο στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει την κοινωνική του στήριξη.
Όπως και να έχει, δεν μπορεί να δίνεται το παραμικρό άλλοθι στην κυβέρνηση που εφάρμοσε απόλυτα πιστά τις προσταγές του κεφαλαίου και των δανειστών στο όνομα του ότι «αν ήταν η δεξιά θα τα έκανε χειρότερα» ή του ότι η σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι «τριτοπεριοδισμός». Η ταύτιση με τον ΣΥΡΙΖΑ σε οποιοδήποτε επίπεδο θα κοστίσει στο κίνημα την αποδοχή της ήττας και στην αντικαπιταλιστική αριστερά τον αφανισμό. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς εισερχόμαστε αντικειμενικά σε πολλαπλή προεκλογική περίοδο (βουλευτικές, ευρωεκλογές, δημοτικές, περιφερειακές). Η στήριξη των ψηφοδελτίων του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτους ή δεύτερους γύρους είναι αδιανόητη. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να απεξαρτηθεί από την ιδέα της συγγένειας με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Β4. Τα λεγόμενα εθνικά θέματα
Στην όξυνση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του ζητήματος των Κούρδων της Συρίας, η ελληνική κυβέρνηση βλέπει τη μεγάλη ευκαιρία να αναδειχτεί στονσταθερότερο πυλώνα του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Θέλει να κινηθεί γρήγορα, γιατί προφανώς η προσέγγιση Τουρκίας-Ρωσίας θα έχει ημερομηνία λήξεως. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στρέφεται από τις πιο «ετερόδοξες» συμμαχίες που εξέτασε το πρώτο διάστημα (Ρωσία) σε μια επίδειξη φιλίας προς τις ΗΠΑ του Τραμπ η οποία ξεπερνά τα όρια της γελοιότητας. Η στρατηγική της κυβέρνησης είναι η ανάδειξη της χώρας στον πιο γνήσιο και πιστό εκπρόσωπο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή, η εθνικιστική επιβολή της έναντι των χωρών των Βαλκανίων και η βελτίωση της θέσης της απέναντι στον αντίπαλο τούρκικο καπιταλισμό. Θέλει να προβληθεί ως παράγοντας σταθερότητας και ρυθμιστής των πραγμάτων, με το αζημίωτο για το ελληνικό κεφάλαιο.
Το εθνικιστικό σχέδιο της κυβέρνησης είναι να ξεμπερδεύει με τα άλλα ζητήματα (Μακεδονικό, κατάργηση εμπόλεμου με Αλβανία και από κοινού ανακήρυξη ΑΟΖ), δημιουργώντας συμμάχους και ισχυροποιώντας τη θέση του ελληνικού κράτους στην περιοχή, για να επικεντρωθεί στην αντιπαράθεση με την Τουρκία και την προοπτική της ανακήρυξης ΑΟΖ στο Αιγαίο, μιας ΑΟΖ από την οποία έχουν να κερδίσουν μόνο οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις και όχι οι εργαζόμενοι και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου. Η σταδιακή επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 μίλια αποτελεί επιθετική επιδίωξη του ελληνικού καπιταλισμού εις βάρος του τουρκικού και μπορεί να πυροδοτήσει νέα πολεμικά σενάρια στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτής της εθνικιστικής επιβολής, με το δημοκρατικό προσωπείο του εκπροσώπου του δυτικού κόσμου, θα πρέπει να δούμε και τη συμφωνία των Πρεσπών.Η ανάγκη για την ίδια τη συμφωνία προέκυψε αποκλειστικά και μόνο από τον εθνικισμό του ελληνικού κράτους. Πρόκειται για μια πρωτοφανή σε καιρό ειρήνης συμφωνία αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας μιας χώρας κατ’επιταγή μιας ισχυρότερης. Η Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΔΜ) υποχρεώνεται να καταθέσει διαπιστευτήρια (αλλαγή ονόματος, αλλαγές στα βιβλία ιστορίας, αλλαγή στον προσδιορισμό των πολιτών της), με αντάλλαγμα την άρση του βέτο της Ελλάδας για την είσοδό της σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, κλείνει οριστικά το ζήτημα της αναγνώρισης της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, μιας μειονότητας που έγινε συστηματική προσπάθεια από το ελληνικό κράτος εδώ και δεκαετίες να οδηγηθεί στον αφανισμό, καθώς το γειτονικό κράτοςυποχρεώνεται να σβήσει από το σύνταγμά του τις αναφορές στους εθνικά Μακεδόνες εκτός της χώρας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίζει επάξια τη διαχρονική πολιτική του ελληνικού κράτους που δεν αναγνωρίζει καμία εθνική μειονότητα (μακεδόνες, τσάμηδες, αναγνώριση της τουρκικής μειονότητας μόνο ως «μουσουλμανικής»).Την ίδια στιγμή, επιδεικνύει παροιμιώδη διάθεση εκφοβισμού και εκβιασμού προς το λαό της ΔΜ, με αφορμή το δημοψήφισμα για τη νέα ονομασία της χώρας.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν συνιστά μια, έστω και ετεροβαρή, αμοιβαία υποχώρηση. Οι παραχωρήσεις για τις οποίες κατηγορεί η δεξιά και η ακροδεξιά την κυβέρνηση (γλώσσα, υπηκοότητα) είναι στην πραγματικότητα διεθνώς κατακτημένα δικαιώματα του μακεδονικού λαού, τα οποία κάθε άλλο παρά επεκτείνει η συμφωνία. Η αναγνώριση μακεδονικής υπηκοότητας, άλλωστε, δεν σημαίνει αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας, όπως υπογραμμίζει η κυβέρνηση.Η συμφωνία είναι μια κατάφωρη εμπέδωση της κυριαρχίας ενός πιο ισχυρού καπιταλιστικού κράτους (με 20πλάσιο ΑΕΠ και μέλους των κλαμπ των ισχυρών) σε ένα πιο αδύναμο. Με αυτή την έννοια, αν παίρνουμε στα σοβαρά τον σεβασμό στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και την εναντίωσή μας στην «δική μας» κυβέρνηση και αστική τάξη, είναι μια αντιδραστική συμφωνία.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δικαίως περηφανεύεται ότι ανέλαβε την υλοποίηση της εθνικής γραμμής Καραμανλή (βέτο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ΔΜ αν δεν ικανοποιηθεί η ελληνική πλευρά για το όνομα),η οποία ήταν στην πραγματικότητα μια αντιδραστική αναθεώρηση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995. Ταυτόχρονα, κάνει ένα πολύτιμο δώρο στην ελληνική αστική τάξη, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα της περαιτέρω διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου στη γείτονα, μέσα από τις δεσμεύσεις για «οικονομική συνεργασία» και ενθάρρυνση των επενδύσεων από τη μια χώρα στην άλλη. Στην αγωνία της να επιστρέψει στην εξουσία ψαρεύοντας στα θολά νερά της εθνικιστικής υστερίας, όμως, η ΝΔ του Μητσοτάκη εγκαταλείπει η ίδια την εθνική γραμμή του Καραμανλή για χάρη μιας παλιάς κοπής «λαϊκής» ακροδεξιάς ρητορικής. Από κοντά της, η πλειοψηφία του ΚΙΝΑΛ και η Ένωση Κεντρώων. Η αντιπολίτευση που διαμορφώνεται στη Βουλή είναι αντιδραστική, και το να ηττηθεί η συμφωνία από μια τέτοια αντιπολίτευση δεν θα έχει τίποτα το προοδευτικό. Δική μας επιδίωξη είναι να επιβληθεί η μονομερής αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα από ένα κίνημα διεθνιστικής αλληλεγγύης, ενάντια σε αυτή ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία επιβάλλει τον ελληνικό εθνικισμό στη γείτονα χώρα. Σε αυτή την επιδίωξη ρόλο παίζουν όχι μόνο οι εγχώριες διεθνιστικές πρωτοβουλίες που λάβαμε το προηγούμενο διάστημα, αλλά και η οικοδόμηση έμπρακτων πολιτικών σχέσεων με οργανώσεις και κινήματα στη ΔΜ και σε άλλες χώρες της περιοχής, που θα αποτελέσει προτεραιότητα το επόμενο διάστημα.
Τα «παμμακεδονικά» συλλαλητήρια απειλούν να μετατοπίσουν ριζικά την πολιτική ατζέντα προς τα ακροδεξιά. Ο μηχανισμός της ΝΔ, η εκκλησία, οι ακροδεξιές παμμακεδονικές οργανώσεις, η ΧΑ και οι λοιπές ναζιστικές και φασιστικές οργανώσεις, μαζί με μια σειρά ψεκασμένους αριστερούς πατριώτες, έχυσαν το εθνικιστικό τους δηλητήριο στις πλατείες της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων της Βόρειας Ελλάδας. Με την πατριωτική τους πλειοδοσία, ΛαΕ και ΚΚΕ ρίχνουν λάδι στη φωτιά, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί και προβάλλει τα εθνικιστικά συλλαλητήρια καλλιεργώντας το ψεύτικο αλλά εκβιαστικό δίπολο ενός δημοκρατικού προοδευτικού πόλου γύρω από τον ίδιο ενάντια στην ακροδεξιά εκτροπή.Αυτό έγινε ιδιαιτέρως φανερό στη φετινή ΔΕΘ, όπου η κυβέρνηση και τα φίλα προσκείμενα σε αυτήν ΜΜΕ αποσιώπησαν απολύτως τις εργατικές συγκεντρώσεις, που ήταν πιο μαζικές από τα προηγούμενα χρόνια, και υπερτόνισαν συστηματικά το μέγεθος και τη σημασία της συγκέντρωσης των «μακεδονομάχων» (το ίδιο έκαναν και τα αντιπολιτευόμενα από τα δεξιά ΜΜΕ, για τους δικούς τους προφανείς λόγους). Το σκηνικό σύγκρουσης μεταξύ δημοκρατικής κυβέρνησης και ακροδεξιάς είναι ένα βολικό αφήγημα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Το γεγονός ότι τα συλλαλητήρια υστερούν σε μαζικότητα από τα αντίστοιχα του 1992 και προς το παρόν φθίνουν είναι πολύ σημαντικό, αλλά δεν μπορεί να οδηγήσει σε επανάπαυση. Υπάρχει το υπόστρωμα για απότομες αλλαγές στην κατάσταση, όπως μας δίδαξε η εμπειρία των ρατσιστικών πογκρόμ μετά τη δολοφονία Καντάρη, λίγα μέτρα δίπλα από τον χώρο όπου ελάχιστους μήνες πριν είχε ξεδιπλωθεί η μεγάλη απεργία πείνας των βορειοαφρικανών μεταναστών και το κίνημα αλληλεγγύης προς αυτή.
Οι αντισυγκεντρώσεις ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια, σε συνδυασμό με την περιφρούρηση καταλήψεων και χώρων του κινήματος, ήταν μια δύσκολη αλλά σημαντική εμπειρία. Ο φόβος έσπασε, και αυτό είναι πολύ σημαντικό εφόδιο για το μέλλον. Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διοργάνωση της αντιδιαδήλωσης της 4ης Φλεβάρης, της διεθνιστικής πρωτοβουλίας που έκανε μια σειρά αντιεθνιστικών εκδηλώσεων το επόμενο διάστημα, καθώς και της μικρής αλλά επιτυχημένης αντιφασιστικής συγκέντρωσης που ουσιαστικά απέτρεψε το αντιτουρκικό εθνικιστικό συλλαλητήριο της 13ης Μάη. Η οργάνωση έχει ακόμα εργαστεί συστηματικά για την εμπλοκή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη μαζικοποίηση των διεθνιστικών πορειών που ματαίωσαν πέρσι και φέτος την πορεία της ΧΑ για τα Ίμια.
Η ΧΑ ευνοείται τόσο από την πολιτική της κυβέρνησης όσο και από την έξαρση του ρατσισμού και εθνικισμού σε μια σειρά ζητημάτων (Μακεδονικό, προσφυγικό κλπ). Η μνημονιακή διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ της δίνει τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως αντισυστιμική δύναμη. Οι ρατσιστικές επιθέσεις, είτε από μέλη της ΧΑ είτε από ομάδες που αποσχίζονται, έχουν αυξηθεί και πάλι. Ωστόσο, η παρουσία του αντιφασιστικού κινήματος στο δρόμο και η συνεχιζόμενη δίκη την έχουν περιορίσει σε στάσιμα εκλογικά ποσοστά. Σε αυτές τις συνθήκες, η ΧΑ δεν μπόρεσε προς το παρόν να ηγηθεί του εθνικιστικού «μακεδονικού αγώνα».Έχει σημαντική διαρροή στελεχών και βουλευτών, ανάμεσα σε όσους είχε προσελκύσει από τη δεξιά ή την ακροδεξιά κατά την περίοδο της ραγδαίας ανόδου, αλλά και ανάμεσα σε ιστορικά μέλη της (Μίχος). Τα περισσότερα γραφεία της έχουν κλείσει. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμούμε τη δυναμική της, τη σταθερή κοινωνική της βάση και την ιδεολογική δουλειά της. Έχει σημασία να παρακολουθούμε το ενδεχόμενο διάσπασης ή συνεργασίας της με άλλα ακροδεξιά στοιχεία. Το γεγονός ότι το αντιφασιστικό κίνημα σήμερα είναι σε καλύτερη θέση από ό,τι λίγα χρόνια πιο πριν, με τον φόβο να μην το παραλύει πια, δεν μπορεί να σημαίνει επανάπαυση, αλλά το αντίθετο, έγκαιρη και μαχητική δράση για να ξεριζωθεί η ΧΑ όσο είναι καιρός.
Γ. Το κίνημα και η αριστερά
Γ1. Εργατικό κίνημα
Το εργατικό κίνημα βγαίνει με μεγάλη πολιτική αμηχανία μετά την καταστροφική εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τη βίαιη κατάρρευση των εκλογικών αυταπατών. Μπορεί η κυβέρνηση να απέφυγε τεχνηέντως τις απολύσεις ολόκληρων κλάδων ή τις κάθετες μειώσεις των μισθών, αλλά υπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο τις επιλογές του κεφαλαίου συνεχίζοντας τη μνημονιακή πολιτική και την επίθεση στην εργατική τάξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πολύ μακριά από οποιαδήποτε προεκλογική του υπόσχεση ακόμα και στα λόγια, ήταν το πιο χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης για να περάσει τα μέτρα. Το ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου, οι ιδιωτικοποιήσεις, η επέκταση της επισφάλειας στις εργασιακές σχέσεις, ο νέος συνδικαλιστικός νόμος για τα πρωτοβάθμια σωματεία προσέθεσαν στις πλάτες της εργατικής τάξης νέα βάρη, τα οποία θα πρέπει να παλέψει κουβαλώντας και εκείνα των προηγούμενων χρόνων.
Παρότι οι κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με τους γενικευμένους αγώνες του 2010-2012, ούτε καν με τις κλαδικές κινητοποιήσεις του 2012-2014 (πχ ΕΡΤ, σχολικοί φύλακες, καθαρίστριες, διοικητικοί πανεπιστημίων, Χαλυβουργία), υπήρξαν αξιόλογοι κλαδικοί αγώνες και ακόμα και μικρές νίκες σε δύσκολες συνθήκες και σε εργασιακούς χώρους-κάτεργα. Η διάλυσητης αξιολόγησης στο δημόσιο 3 φορές, η νίκη της απεργίας των λιμενεργατών της COSCO, η μικρή νίκη των ναυτεργατών της ΠΝΟ (που θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη με μια πιο αποφασιστική συνδικαλιστική ηγεσία) και οι συνεχόμενες κινητοποιήσεις ενάντια στη διάλυση της κυριακάτικης αργίας είναι μερικά από τα σημαντικότερα παραδείγματα. Επίσης, οι κινητοποιήσεις των συμβασιούχων στα νοσοκομεία (2018) και η απεργία των συμβασιούχων στους δήμους (Ιούνης 2017), με τη στήριξη των μόνιμων εργαζόμενων, κλάδων με ισχυρό και οργανωμένο συνδικαλισμό, πίεσαν σε ορισμένες περιπτώσεις την κυβέρνηση, η οποία αναγκάστηκε να κάνει προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, έστω και με το σταγονόμετρο.
Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος δεν σημαίνει ότι έχουν ξεπεραστεί οι εργατικοί αγώνες ή τα σωματεία. Από τη μία, άλλες δομές του κινήματος (συνελεύσεις, κινήματα πόλης κλπ) περνούν ακόμα μεγαλύτερη κρίση, παρά τις σημαντικές αγωνιστικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων στην αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, στο γυναικείο κλπ. Από την άλλη, η κατάσταση στο οργανωμένο εργατικό κίνημα παραμένει σταθερή, με τα συνδικάτα να διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις που είχαν προ κρίσης. Τα ποσοστά συνδικαλισμού δεν εμφανίζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις. Στον ιδιωτικό τομέα κινούνται πολύ χαμηλά εδώ και πολλά χρόνια, περίπου στο 10% των εργαζομένων, ενώ η ΑΔΕΔΥ συνεχίζει να ελέγχει το 83% των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, και οι ΔΕΚΟ διατηρούν την ίδια συνδικαλιστική πυκνότητα. Χωρίς βέβαια να μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το δημόσιο έχει συρρικνωθεί περίπου κατά 20%, ενώ οι ΔΕΚΟ απασχολούν μειωμένο αριθμό εργαζομένων λόγω συνταξιοδοτήσεων και παγώματος των προσλήψεων.
Ο ισχνός οργανωμένος συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε ιδιαίτερα συμπεράσματα για τους συσχετισμούς στο εσωτερικό των εργαζομένων. Η εικόνα διαφέρει ανά εργατικό κέντρο, αλλά, κοιτώντας τα αποτελέσματα των συνεδρίων της ΓΣΕΕ στα χρόνια της κρίσης (2010, 2013, 2016), οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ και της Δεξιάς συνεχίζουν να πλειοψηφούν συντριπτικά (μαζί σχεδόν 60%). Η αριστερά εκπροσωπείται κυρίως από το ΚΚΕ (λίγο πάνω από 20%), ενώ η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει πολύ μικρές δυνάμεις. Αντίθετα, οι συσχετισμοί σε επίπεδο ΑΔΕΔΥ έχουν αλλάξει αρκετά μέσα στην κρίση. Η αριστερά καρπώνεται τόσο την πτώση της Δεξιάς (που ωστόσο παραμένει πρώτη) όσο και τη διάλυση της κραταιής ΠΑΣΚΕ (κρατά δυνάμεις μόνο στη ΔΕΗ και τους δήμους, όπου έσπασε έγκαιρα από το ΠΑΣΟΚ, το 2011, και έδειξε μια ορισμένη μαχητικότητα στα πρώτα χρόνια των μνημονίων). Το ΚΚΕ αύξησε τις δυνάμεις του δυσανάλογα με την τουλάχιστον δειλή στάση του στις κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει μικρή άνοδο κυρίως τα πρώτα χρόνια των μνημονίων και με την ενσωμάτωση κομματιών της γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, ενώ, τέλος, η αντικαπιταλιστική αριστερά (Παρεμβάσεις-Συσπειρώσεις) διπλασίασε τις δυνάμεις της και έχει σταθερή άνοδο ακόμα και τον τελευταίο καιρό κατά τον οποίο επικρατεί κινηματική νηνεμία.
Παρά τον επαίσχυντο ρόλο της γραφειοκρατίας, σε αντιπαράθεση ουσιαστικά με τα συμφέροντα και τις διεκδικήσεις τις εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων (βλέπε το ΝΑΙ της ΓΣΕΕ στο δημοψήφισμα, την Κοινωνική Συμμαχία, κ.ά.), θα ήταν βιαστικό να πούμε ότι αυτή έχει ξεπεραστεί σήμερα. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η αξιοπιστία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έχει πέσει στα μάτια των εργαζομένων, ενώ σε πολλές συγκεντρώσεις γελοιοποιείται με τον ελάχιστο κόσμο που κινητοποιεί. Είναι,όμως, επίσης σαφές ότι είναι αδύνατο να προκηρυχθεί οποιαδήποτε πανεργατική απεργία αν δεν το αποφασίσουν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ. Και αυτό δεν είναι υποκειμενικό ζήτημα (π.χ. απλώς έλλειψη πολιτικής πρωτοβουλίας) αλλά αντικατοπτρίζει το αντικειμενικό πρόβλημα των συσχετισμών εντός του εργατικού κινήματος και της φύσης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Όσο σημαντική κι αν ήταν (που ήταν) η πρωτοβουλία του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων για γενική απεργία τον περασμένο Γενάρη, δεν θύμιζε καθόλου κάτι τέτοιο,παρά μόνο μια αξιόλογη εργατική διαδήλωση.
Η συζήτηση εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και γενικότερα της αντικαπιταλιστικής αριστερά και του αναρχοσυνδικαλισμού) για μια νέα ομοσπονδία, που δεν είναι καινούργια αλλά έχει φουντώσει με αφορμή και την απεργία στις 30 Μάη, είναι τελείως θεωρητική. Υπερτιμά την κίνηση της τάξης έξω από τα υπαρκτά συνδικάτα, χαράζοντας πολιτική με βάση μια εικόνα για την εργατική τάξη όπως θα έπρεπε να είναι (δι’ εαυτής) και προπαγανδίζοντας έτσι την αναγκαιότητα ενός «ανεξάρτητου κέντρου αγώνα», χωρίς όμως να υπάρχει υλική βάση για αυτό: δηλαδή μαζική οργάνωση σε κάποια άλλη δομή. Εκτός αυτού, όμως, συνιστά και λάθος σύλληψη του χαρακτήρα των συνδικάτων και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Τα συνδικάτα δεν είναι επαναστατικές δομές με επιθετικό χαρακτήρα, που για κάποιο λόγο ξέφυγαν από τον έλεγχό μας. Είναι αμυντικοί σχηματισμοί της τάξης, που διεξάγουν οικονομικό αγώνα, και η ηγεσία τους είναι αντίστοιχη της πολιτικής συνείδησης των εργαζομένων. Αποτελούν στοιχειώδεις μορφές αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης και, ως δομές διαπραγμάτευσης μεταξύ κεφαλαίου και εργοδοσίας, από τη μία, και εργαζομένων, από την άλλη, δεν μπορούν παρά να ασκούν ρεφορμιστική πολιτική σε περιόδους ομαλότητας. Σε μια εποχή,όμως, βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, όπου δεν υπάρχει χώρος για μεσοβέζικες λύσεις, η ίδια η ρεφορμιστική πολιτική των συνδικάτων καταντάει ατελέσφορη, άνευ αντικειμένου και τελικά αδύνατη. Έτσι, οι ηγεσίες των συνδικάτων, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία παίζει τον ρόλο του πράκτορα των εργοδοτών και των κυβερνήσεων στο εργατικό κίνημα, σε μια τέτοια περίοδο όπου η αστική τάξη δεν έχει να προσφέρει κανέναν συμβιβασμό, εφαρμόζουν μια πολιτική ανοιχτά σε όφελος της αστικής τάξης, μια πολιτική εκφυλισμού του συνδικαλισμού. Επειδή,όμως, η επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από την εργατική τάξη (και την ψήφο της στις διαδικασίες των συνδικάτων), είναι ταυτόχροναυπόλογες σε αυτή και στην όποια πίεσή της για αγωνιστική δράση.
Από τη μια μεριά, λοιπόν, πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο στίγμα μέσα στα συνδικάτα, να έχουμε διακριτές θέσεις, ενίοτε να λειτουργούμε αυτόνομα και πρωτοβουλιακά, να μη χτίζουμε σχέσεις εξάρτησης με τη γραφειοκρατία και να μην υπάρχει κανένας συμφιλιωτισμός με αυτήν. Η ήττα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και η ριζική αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των επαναστατικών δυνάμεων στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος είναι πρώτιστης σημασίας. Δεν αποτελεί όμως οργανωτικού τύπου ζήτημα, και μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από την αύξηση της ταξικής μαχητικότητας, σε περιόδους κινηματικής έξαρσης και όχι ομαλότητας. Σε τελική ανάλυση, σε μια συγκυρία όπου ο καπιταλισμός θα χαροπαλεύει μέσα στις αντιφάσεις του και θα είναι αδύναμος, έτοιμος να τσακιστεί, τα σημερινά συνδικάτα θα πεθάνουν, συμπαρασύροντας μαζί και την ηγεσία τους. Από την άλλη, δεν πρέπει να επιτρέπουμε στη γραφειοκρατία να λειτουργεί ανενόχλητη, πρέπει να της βάζουμε φραγμούς, να αποδεχόμαστε τα συνδικάτα ως αυτό που πραγματικά είναι σήμερα, να έχουμε αίσθηση του πολιτικού συσχετισμού και να προτείνουμε πράγματα που αντιστοιχούν σε αυτόν.
Είναι απαραίτητη λοιπόν η δημιουργία αντικαπιταλιστικών σχημάτων εντός των συνδικάτων, η πάλη για την εγγραφή εργαζομένων στα σωματεία και ο αγώνας για τη δημιουργία νέων σωματείων όπου χρειάζεται, ο συντονισμός της πρωτοπορίας των αγωνιστικών σωματείων (αυτό θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων, και όχι το πρόπλασμα μιας φανταστικής ομοσπονδίας). Οι εργατικές λέσχες στις γειτονιές και άλλες δομές (πχ attack στην ανεργία και την επισφάλεια) μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι υποκαταστατικά στα σωματεία ή στην προσπάθεια να γίνουν νέα. Οι αγωνιστές και αγωνίστριες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα πρέπει να συναντούν και να επηρεάζουν την εργατική τάξη, όχι να αποσύρονται σε δομές όπου βρίσκονται μόνο μεταξύ τους.
Η οργάνωση της εργατικής ομάδας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος και η έκδοση του εργατικού δελτίου είναι πολύ σημαντικό βήμα. Θα πρέπει να συνεχιστεί και να ενισχυθεί η λειτουργία και με μέλη εκτός της οργάνωσης με τα οποία είμαστε σε συμφωνία, με σημείο αναφοράς το έντυπο.
Γ2. Οι άλλοι τομείς του κινήματος
Και μέσα στην κρίση, η ταξική πάλη συμπυκνώθηκε κατά καιρούς σε κινήματα πέραν του συνδικαλιστικού-εργατικού, τα οποία έχουν επίσης ταξικό χαρακτήρα: το αντιφασιστικό κίνημα το 2013, το κίνημα της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες κυρίως το 2015-2016, αλλά και έως και σήμερα, οι φεμινιστικές κινητοποιήσεις του 2016-2017, που συνδυάστηκαν με την παγκόσμια άνοδο των αγώνων για το γυναικείο ζήτημα, αλλά και οι πρόσφατες μαζικές και οργισμένες διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου, είναι ορισμένα κορυφαία παραδείγματα. Το ενδιαφέρον για αυτά τα κινήματα μέσα στην αντικαπιταλιστική αριστερά έχει αυξηθεί, παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν αγκυλώσεις. Η ανάδειξη της σημασίας και η συμμετοχή σε αυτά τα κινήματα ήταν πάντα οργανικόστοιχείο της πολιτικής φυσιογνωμίας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος. Από όταν ξέσπασε η κρίση, η άποψη της οργάνωσης ήταν και είναι ότι τα κοινωνικά κινήματα δεν γίνονται λιγότερο, αλλά περισσότερο σημαντικά, καθώς ο καπιταλισμός δεν αναβάλλει καμία από τις αντιφάσεις και καταπιέσεις που γεννά ή/και αναπαράγει για αργότερα, αντιθέτως τις οξύνει όλες σε υπέρμετρο βαθμό.
i. Αλληλεγγύη στους πρόσφυγες
Το προσφυγικό ζήτημα εξακολουθεί να είναι κορυφαίο θέμα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Έχοντας υψώσει ρατσιστικά τείχη (μεταφορικά, και σε ορισμένες περιπτώσεις και κυριολεκτικά), οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν δεχτεί ένα πολύ μικρό ποσοστό προσφύγων από τη Συρία σε σχέση με τον Λίβανο, την Τουρκία, την Ιορδανία ή την Αίγυπτο. Η προπαγάνδα ότι δεν χωράνε στην Ευρώπη τόσοι μετανάστες είναι, εκτός από ρατσιστική, και γελοία με βάση τους πραγματικούς αριθμούς. Τα σύνορα είναι ακόμα πιο ερμητικά κλειστά για τους μετανάστες από χώρες που δεν θεωρούνται εμπόλεμες. Οι χώρες του Σένγκεν, που διαφημίζουν την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων, στην πραγματικότητα αποτελούν ένα από τα πιο δύσκολα προσβάσιμα μέρη του πλανήτη για τους μη Ευρωπαίους.
Από την αρχή της λεγόμενης προσφυγικής κρίσης, και κυρίως μετά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας που όριζε ότι οι πρόσφυγες πρέπει να μείνουν εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων, η Ελλάδα παίζει τον ρόλο του φρουρού της μεθοριακής γραμμής της ρατσιστικής ΕΕ. Τα αισχρά στρατόπεδα συγκέντρωσης εξακολουθούν να είναι γεμάτα με ανθρώπους που ζουν υπό άθλιες συνθήκες, έγκλειστοι και σε καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας. Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση συμφώνησε με τη Γερμανία για την επαναπροώθηση προσφύγων που έχουν φτάσει στο έδαφός της. Οι διαδικασίες χορήγησης ασύλου καθυστερούν μήνες ολόκληρους, εκτός και εάν μεσολαβήσει κάποια ΜΚΟ. Στην πραγματικότητα, όλη η διαχείριση της παραμονής, της διαβίωσης και των αιτήσεων ασύλου έχουν παραχωρηθεί στις ΜΚΟ, που είναι πρακτικά ανεξέλεγκτες και από τις οποίες οι πρόσφυγες είναι πλήρως εξαρτημένοι. Η ανάγκη των προσφύγων και μεταναστών για κάποια βοήθεια, από όπου και αν αυτή προέρχεται, και οι θέσεις εργασίας που προσφέρουν οι ΜΚΟ σε ανθρώπους εξαντλημένους από την ανεργία ισχυροποιούν τη θέση τους.
Κατά την πρώτη περίοδο, αναπτύχθηκε ένα πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και μετανάστες, που εκτεινόταν από την παροχή υλικής βοήθειας και τις καταλήψεις στέγης για τη στέγαση προσφύγων έως μαζικές πολιτικές διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλες κινηματικές δράσεις. Με δεδομένες τις δυσκολίες της εντελώς διαφορετικής εθνοτικής και πολιτικής προέλευσης, αλλά και της επισφαλούς και προσωρινής κατάστασης στην οποία βρίσκονταν οι πρόσφυγες, υπήρξαν σημαντικές εμπειρίες αυτοοργάνωσης, συνελεύσεων και κινητοποιήσεων από τους ίδιους και τις ίδιες, από τις εξεγέρσεις στα στρατόπεδα μέχρι τις συνελεύσεις στο λιμάνι και τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Σε γενικές γραμμές, το κίνημα της αλληλεγγύης υπερίσχυσε των ρατσιστικών αντιδράσεων, που ήταν κατά καιρούς απειλητικές στην Κω, τη Χίο, τη Λέσβο και αλλού. Η ΧΑ δεν μπόρεσε να παίξει τον ρόλο που θα ήθελε.
Παρόλα αυτά, το κίνημα της αλληλεγγύης βρίσκεται σήμερα σε ύφεση. Ως αποτέλεσμα, η ακροδεξιά μπορεί να βρει πάλι χώρο, όπως συνέβη στο πογκρόμ της πλατείας Σαπφούς στη Μυτιλήνη. Δομές συντονισμού, όπως ο ΣΥΠΡΟΜΕ, εξακολουθούν να υπάρχουν και μπορούν να αποτελέσουν βάση για μια τόνωση του κινήματος ξανά. Το CityPlaza και άλλες καταλήψεις στέγης στο κέντρο της Αθήνας συσπειρώνουν αγωνιστές και αγωνίστριες που θέλουν να δείξουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους, παρότι παρουσιάζουν σημαντικά πολιτικά προβλήματα και αντιφάσεις. Χρειάζεται να στηρίξουμε τις κινήσεις αλληλοβοήθειας, ως πολιτικό παράδειγμα αλληλεγγύης, χωρίς την αυταπάτη ότι το κίνημα μπορεί να καλύψει τις επιτακτικές ανάγκες χιλιάδων ανθρώπων. Ακόμα περισσότερο, όμως, χρειάζεται πολιτική καμπάνια, κινητοποιήσεις και πιέσεις, με τα βασικά αιτήματα που αναδείχτηκαν το προηγούμενο διάστημα: ανοιχτά σύνορα για όλους τους πρόσφυγες και μετανάστες, υπεράσπιση του δικαιώματος της μετανάστευσης, άμεση χορήγηση ασύλου και αδειών παραμονής με πλήρη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα για όσους το επιθυμούν, κατάργηση των ρατσιστικών συμφωνιών που εμποδίζουν την μετακίνηση των προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη, κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξασφάλιση αξιοπρεπούς στέγης μέσα στις πόλεις και όχι σε γκέτο κλπ. Χρειάζεται αγώνας ενάντια στη λογική του «δεν χωράνε όλοι, πού θα δουλέψουν σε μια χώρα με τόση ανεργία κλπ». Να εξηγήσουμε ότι ο πλούτος δεν υπάρχει από μόνος του για να μοιραστεί στους ανθρώπους, αλλά παράγεται από μια και μόνο πηγή, την ανθρώπινη εργασία. Να εξηγήσουμε στους ντόπιους εργαζόμενους ότι περισσότεροι συνάδελφοι σημαίνουν περισσότερη δύναμη. Να εξηγήσουμε ότι εάν κανείς δεχτεί ότι δεν χωράει ο πρόσφυγας, θα πρέπει και να δεχτεί ότι δεν χωράει και ο άνεργος ή η άνεργη, ο ηλικιωμένος ή η ηλικιωμένη, τα ΑμεΑ κλπ.
ii. Αντιφασιστικό κίνημα
Όπως αναφέρθηκε, το αντιφασιστικό κίνημα δεν το βαραίνει σήμερα ο φόβος που το βάραινε μια προηγούμενη περίοδο. Εκτός από την αναρχία, και η αριστερά έχει αυξήσει την ικανότητα περιφρούρησής της. Αρκετές φορές υπήρξαν άμεσες και επιτυχημένες κινηματικές αντιδράσεις στις φασιστικές επιθέσεις (Ασπρόπυργος/Γκορυτσά, Μυτιλήνη, Νέο Ηράκλειο, Καλλιθέα, Πέραμακλπ). Η διαδήλωση του Σεπτέμβρη του 2017 στα γραφεία της ΧΑ ήταν πολύ μαζική και με παλμό. Ακόμα και μικρές συσπειρώσεις δυνάμεων μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να σταματήσουν κινήσεις φασιστικών ομάδων (πχ 13 Μάη ενάντια στην αντιτουρκική συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας).
Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε υποχώρηση των αντιφασιστικών συνελεύσεων και άλλων τοπικών συσπειρώσεων, που ήταν μια σημαντική υποδομή του αντιφασιστικού κινήματος. Ο αναρχικός χώρος είναι μια ζωντανή δύναμη στο κίνημα, ικανή για άμεση αντιπαράθεση με τους ναζί σε πολλές περιπτώσεις, αλλά δεν έχει τη διάθεση για έναν πιο μόνιμο και κεντρικό συντονισμό ευρύτερων δυνάμεων. Ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας-Πειραιά, αν και είναι ικανός σε κάποιες περιπτώσεις να παίρνει ευρύτερες πρωτοβουλίες, έχει πολύ περιορισμένες δυνάμεις. Η ΚΕΕΡΦΑ είναι μάλλον η πιο μαζική μόνιμη συσπείρωση δυνάμεων στον χώρο, και για αυτό σημαντική, ωστόσο δεν παύει να είναι βασικά κομματική και να έχει πολιτικά προβλήματα (π.χ. άρνηση περιφρουρήσεων, μια λογική καιροσκοπικών συμμαχιών με θεσμικούς παράγοντες). Οι δυνάμεις του ΝΑΡ, αξιοποιώντας και τον Συντονισμό για το προσφυγικό, παρότι έχουν σε πολλές περιπτώσεις μαζικοποιήσει αντιφασιστικές διαδηλώσεις, κινούνται συχνά με μοναδικό κριτήριο την αντιπαλότητα προς την ΚΕΕΡΦΑ, χωρίς να έχουν ουσιαστική εμπειρία και γνώση των προβλημάτων με τα οποία καταπιάνονται. Σε άλλες περιπτώσεις, η δράση είναι αποφασιστική, αλλά λείπει η μαζικότητα (π.χ. ΟΡΜΑ).Φέτος ήταν εξαιρετικά αρνητική η ύπαρξη διαφορετικών μη γεφυρώσιμων σχεδιασμών για την επέτειο Φύσσα, γεγονός που κατέληξε σε διάσπαση δυνάμεων, αλλά και σε αδυναμία να στοχοποιηθεί κεντρικά η Χρυσή Αυγή με μια πορεία εναντίον των γραφείων της στην Αθήνα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ξεπεραστεί αυτή η διάσπαση δυνάμεων, για ένα ευρύ, μαζικό αλλά και μαχητικό αντιφασιστικό κίνημα. Έχοντας εμπειρίες και σχέσεις με τις περισσότερες από τις παραπάνω συνιστώσες του αντιφασιστικού κινήματος, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος μπορεί να παίξει τον δικό της ρόλο για τον σκοπό αυτό.
iii. Περιβαλλοντικοί αγώνες, κινήματα πόλης και υπεράσπιση της κατοικίας
Τα περιβαλλοντικά κινήματα στην Ελλάδα εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με άλλους τομείς του κινήματος, και αντίστοιχες ελλείψεις έχουν οι οργανώσεις της αριστεράς σε θεωρητικό και προγραμματικό επίπεδο. Παρόλα αυτά, σημαντικοί αγώνες εξελίσσονται εδώ και χρόνια (Σκουριές, αγώνας ενάντια στην εκτροπή του Αχελώου), αλλά και νέοι αναπτύσσονται: ο νέος γύρος δυναμικών κινητοποιήσεων εναντίον του ΧΥΤΑ της Λευκίμμης στην Κέρκυρα, οι κινητοποιήσεις ενάντια στο εντατικό μοντέλο εγκατάστασης ανεμογεννητριών που απειλεί να καταστρέψει σημαντικούς βιοτόπους, ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού στη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο και αλλού.
Παρά τις κινήσεις εθελοντικής βοήθειας και αλληλεγγύης στο Μάτι, όπως και στην πλημμυροπαθή Μάνδρα λίγους μήνες νωρίτερα, δεν έγινε δυνατό να αναπτυχθεί ένα κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταστροφικές και φονικές φωτιές του Ιούλη, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί με τις φωτιές του 2007, επί Καραμανλή. Το ότι ήταν περίοδος διακοπών συνέβαλε σε αυτή την αδυναμία, αλλά δεν την εξηγεί. Υπάρχει έλλειψη κατανόησης του ότι η καταστροφή δεν ήταν φυσική, αλλά υπάρχουν βαθιά πολιτικά αίτια και ευθύνες, τις οποίες μοιράζεται η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση: οι περικοπές, η διάλυση της δασοπυρόσβεσης και κάθε υποδομής προστασίας, η συστηματική παραμέληση των προληπτικών μέτρων (αποθάμνωση, περιπολίες, πυροσβεστικοί κρουνοί κλπ.) και, ακόμα περισσότερο, η αναπαραγωγή ενός μοντέλου διάχυτης αστικοποίησης και ανεξέλεγκτης δόμησης, πλήρως εμπορευματοποιημένης και παραδομένης στην ασυδοσία των ιδιοκτητών και των εργολάβων. Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση της ΝΔ και των ΜΜΕ βρίσκει και πάλι την ευκαιρία να κατηγορήσει την ανικανότητα του δημοσίου, αλλά δεν μπορεί να κρύψει το πόσο συνένοχη είναι στο έγκλημα. Η κυβέρνηση λέει ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, επαναλαμβάνοντας με κυνισμό την προπαγάνδα του Καραμανλή και του Πολύδωρα το 2007, χωρίς να μπορεί να κρύψει την εγκληματική της ευθύνη.
Τα κινήματα πόλης γνώρισαν σημαντική άνθιση τα χρόνια πριν την κρίση και πήραν σημαντική ώθηση από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε κάμψη, και το ίδιο ισχύσει για τα περισσότερα αντικαπιταλιστικά σχήματα πόλης. Οπωσδήποτε, κάποιον ρόλο σε αυτό έχει παίξει το γεγονός ότι ήταν ο μόνος τομέας του κινήματος όπου ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάποια πραγματική επιρροή: μετά την αλλαγή στρατοπέδου, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αποσύρθηκαν ή και έπαιξαν ενεργό ρόλο ενάντια στα ίδια τα κινήματα που κάποτε θέλησαν να εκπροσωπήσουν, όπως συνέβη πχ στο Ελληνικό ή στο λιμάνι του Πειραιά. Οι δημοτικές εκλογές είναι μια ευκαιρία ανασύνταξης των αντικαπιταλιστικών σχημάτων και τόνωσης των κινημάτων πόλης.
Ένα μέρος της δουλειάς των κινημάτων πόλης αναλαμβάνεται από τις συλλογικότητες ενάντια στους πλειστηριασμούς κατοικίας. Η υπεράσπιση της κατοικίας και της διαβίωσης της εργατικής τάξης είναι οπωσδήποτε σημαντική. Ωστόσο, παρά τον δυναμισμό του και τις επιτυχίες του για ένα διάστημα, το κίνημα κατά των πλειστηριασμών βρέθηκε, τουλάχιστον στην Αθήνα, κυρίως κάτω από την ηγεμονία μικροαστικών πολιτικών αντιλήψεων που αποθεώνουν τη «λαϊκή περιουσία». Δεν είναι τυχαίο ότι αποτελεί την αγαπημένη σκηνή θεατρικών εμφανίσεων των στελεχών της ΛαΕ. Επιπλέον, μετά την επιβολή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών το κίνημα αντιμετωπίζει ένα κενό στρατηγικής, το οποίο δεν μπορούν να καλύψουν οι εκδικητικές επιθέσεις σε συμβολαιογραφικά γραφεία. Φυσικά, αυτές οι παρατηρήσεις δεν μπορεί να είναι άλλοθι για την αποχή από το κίνημα. Για να νικήσει το κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς, ωστόσο, θα πρέπει να ενώσει την εργατική τάξη και τα καταπιεσμένα και φτωχά στρώματα, και χρειάζεται για αυτό το κατάλληλο περιεχόμενο και αιτήματα. Και πρώτα από όλα, να αγωνιστεί ενάντια στις εξώσεις για απλήρωτα ενοίκια, να διεκδικήσει φθηνό ενοίκιο για κάθε εργαζόμενο και άνεργο, καθώς και αύξηση της εργατικής και κοινωνικής κατοικίας που έχει πρακτικά καταργηθεί. Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα της εργατικής τάξης να ζει σε αξιοπρεπή κατοικία, όχι την ακίνητη περιουσία των εισοδηματιών. Εάν οι ιδιοκτήτες κατοικιών που απειλούνται με εκπλειστηριασμό αδιαφορήσουν για τους εργαζόμενους που μένουν στο νοίκι, τότε θα εισπράξουν και την αντίστοιχη αδιαφορία για τον δικό τους αγώνα.
iv. Γυναικείο κίνημα, αγώνες ΛΟΑΤΚΙ +++++
v. Φοιτητικό κίνημα, ΕΑΑΚ +++++
Γ3.Η Αριστερά της μεταμνημονιακής εποχής
Μετά από δεκαετίες συζητήσεων, επεξεργασιών, συνεδρίων, μανιφέστων και διενέξεων μέσα στις γραμμές της ελληνικής «ανανεωτικής αριστεράς» και του ευρωκομουνιστικού ρεύματος, σχετικά με το «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», σχετικά με τη «μετεξέλιξη» ή την «αναβάθμιση» του κομμουνιστικού κινήματος, μετά από απειράριθμες εμβριθείς αναλύσεις και περισπούδαστες ερμηνείες των γραπτών του Γκράμσι και του Αλτουσέρ, η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε σε αυτό το θλιβερό, σχεδόν μεταφυσικό σύνθημα: με «σύνεση και σωφροσύνη» για τον «ενάρετο κύκλο της δίκαιης ανάπτυξης». Εναγκαλισμένη με τους εθνικιστές των ΑΝΕΛ και τα θλιβερά υπολείμματα των αστικών κομμάτων. Κάπου εκεί, δηλαδή, όπου κατέληξαν ιστορικά και όλες οι προηγούμενες απόπειρες κρατικής διαχείρισης του καπιταλισμού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, από τους κάθε απόχρωσης ρεφορμιστές.
Όμως, αυτή τη φορά η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε καταστροφική για το σύνολο της ευρωπαϊκής αριστεράς. Τις άμεσες καταστροφικές εκλογικές συνέπειές της υπέστησαν ήδη τα περίπου ομόλογα κόμματα, όπως τοPodemos στην Ισπανία. Οι μεσο-μακροπρόθεσμες συνέπειες θα πρέπει να αναζητηθούν στην ενίσχυση της ακροδεξιάς στο σύνολο των χωρών της Ευρώπης, και οπωσδήποτε στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία της Αριστεράς που τήρησε εξ αρχής αποστάσεις από το «πείραμα» του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει στην καλύτερη περίπτωση μια στασιμότητα των δυνάμεών της. Παρά τα όποια λάθη της, που την καθηλώνουν και δεν της επιτρέπουν προς το παρόν να αναδειχτεί σε πραγματικά μαζική δύναμη, έχει ωστόσο το πραγματικό «ηθικό πλεονέκτημα». Ιδιαίτερα η αντικαπιταλιστική αριστερά, και κυρίως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που δεν μπλέχτηκε σε καμία φάση με σχέδια διακυβέρνησης και διαχείρισης, εξακολουθεί να είναι μια αξιόπιστη αγωνιστική δύναμη στα μάτια των αγωνιζόμενων και των καταπιεσμένων.
Το ΚΚΕ παραμένει εγκλωβισμένο στη καθοδήγησή του από ένα απολιθωμένο ιερατείο, και προβάλλει ένα σύνολο θέσεων και πολιτικών πρακτικών που δεν έχουν καμιά σχέση με την επαναστατική μαρξιστική πολιτική: πυροσβεστική στάση ή υπονόμευση απέναντι σε κάθε κλιμάκωση των απεργιακών κινητοποιήσεων, εχθρική στάση και πολεμική απέναντι σε κάθε αυθόρμητη κίνηση αντίστασης των μαζών, συστηματική συκοφάντηση κάθε αριστερής πολιτικής κίνησης που βρίσκεται έξω από τον έλεγχό του σύμφωνα με τη σταλινική πολιτική παράδοση και πρακτική. Προσπαθεί να αξιοποιήσει ψηφοθηρικά το γεγονός ότι κράτησε αποστάσεις και κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ σε όλη τη διαδρομή του, χωρίς όμως να έχει κατορθώσει ποτέ να προτείνει το ίδιο μια συνολική εναλλακτική πρόταση. Απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εξάλλου, το ΚΚΕ επέλεξε ένα είδος μορατόριουμ. Σε πολλές περιπτώσεις, η πρακτική του στο δρόμο και στα σωματεία μοιάζει περισσότερο με σανίδα σωτηρίας της κυβέρνησης παρά με μια πραγματική πρόταση διεξόδου των εργαζομένων και των καταπιεσμένων μαζών. Από τα τσίπουρα και τη συμφωνία του Μπούτα με τον Τσίπρα που έκλεισε το αγροτικό κίνημα του 2016 μέχρι την τουλάχιστον δειλή στάση του στο ασφαλιστικόΚατρούγκαλου, όπου κάλεσε σε απεργία απλώς την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου ναρκοθετώντας οποιαδήποτε προσπάθεια μαζικών κινητοποιήσεων για την ανατροπή του, είναι σαφές ότι η ηγεσία του ΚΚΕ επιλέγει πάνω από όλα τη διασφάλιση της θέσης του στο πολιτικό σύστημα. Παρά την πιο αριστερή, σε σχέση με το παρελθόν, ρητορική της ηγεσίας του κόμματος και τη μαζικότητα εκείνη που θα του επέτρεπε να αποτελέσει το κέντρο βάρους του εργατικού κινήματος, η πολιτική του παραμένει βαθιά συντηρητική και γραφειοκρατική, αδυνατώντας να παίξει επαναστατικό ρόλο ή έστω να έρθει σε πραγματική σύγκρουση και ρήξη με το αστικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο.
Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ προσπαθεί να διατηρήσει στο εσωτερικό του την κομματική συνοχή προβάλλοντας ένα συνολικό πειστικό ιστορικό αφήγημα. Έτσι,καλείται να δώσει πειστικές απαντήσεις στα αμείλικτα ερωτήματα που εγείρονται διαρκώς από την κομματική του βάση: σχετικά με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, σχετικά με τη συνθήκη της Βάρκιζας και την ήττα του εμφυλίου κλπ. Οι απαντήσεις αυτές, καθώς είναι αποσπασματικές, μοιραία το οδηγούν συνεχώς σε νέες αναθεωρήσεις της (σταλινικής εκδοχής) ιστορίας του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος και μπροστά σε νέα αδιέξοδα, ενώ πολλές φορές είναι απλώς συμβολικές (κομματική αποκατάσταση Βελουχιώτη). Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγουν νέες ευκαιρίες παρέμβασης για τους επαναστάτες μαρξιστές. Αποτελεί, έτσι, ζητούμενο η αλληλεπίδραση με τη βάση και την επιρροή του ΚΚΕ,όσο και αν αυτό είναι δύσκολο καθώς το κόμμα περιφρουρεί και επιβάλλει υγειονομικές ζώνες στα μέλη του. Η αριστερή προγραμματική στροφή των τελευταίων χρόνων, αν και σημαντική, σκοντάφτει βέβαια στη βαθιά πατριωτική και εθνικιστική στάση του στα ελληνοτουρκικά και στο μακεδονικό, με ξεδιάντρωπες ανακοινώσεις περί επεκτατισμού της τουρκικής πλευράς, ανύπαρκτης μακεδονικής μειονότητας, κ.ά.
Η ΛΑΕ, στα τρία χρόνια της ζωής της, ανέδειξε τις χειρότερες παθογένειες του πρώιμου ΣΥΡΙΖΑ και επιπλέον την κοντόφθαλμη μικροαστική οπτική της ελληνικής πατριωτικής αριστεράς. Η επανάληψη του ρεφορμιστικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, η αρχηγική πυραμιδική γραφειοκρατική συγκρότηση και η απαρχαιωμένη και φθαρμένη ηγεσία, οι γραφειοκρατικές πρακτικές και σχέσεις στο εργατικό κίνημα, οι αριστερές εθνικιστικές της θέσεις, η έλλειψη κοινωνικής δυναμικής και πραγματικής απήχησης στο κίνημα και τις δομές του, συνιστούν εκ γενετής αδυναμίες οι οποίες, μεταξύ άλλων, της στερούν και τη δυνατότητα οργανωτικής ανάπτυξης, με τις αποχωρήσεις (ατομικές ή οργανωμένες) να είναι διαρκείς.
Η συγκρότηση της «Πρωτοβουλίας 114 για τη Συνεργασία, την Κοινή Δράση και την Ενότητα» απομακρύνει τη ΛαΕόλο και περισσότερο από κάθε«αριστερό ριζοσπαστικό σχέδιο», όπως οραματίζεται η αριστερή της πτέρυγα. Η συνεργασία με πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπήκαν στη ΛΑΕ (Βαλαβάνη), τον Αλαβάνο, τη Χριστιανική Δημοκρατία, τη Σοσιαλιστική Προοπτική (η οποία αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ μόλις το 2014) είναι ένα ακόμα βήμα προς τον πατριωτικό λαϊκομετωπισμό και την ταξική συνεργασία. Η πολιτική συγχώνευση ή συμπόρευση της επαναστατικής μαρξιστικής αριστεράς με τη ΛΑΕ δεν αποδεικνύεται απλώς καθημερινά αδύνατη, αλλά δικαιώνει και την απόφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και της οργάνωσης πολύ πιο συνειδητά,θαρραλέα και έγκαιρα) να απορρίψει μια τέτοια προοπτική. Θα ήταν καταστροφή για την πολιτική και το μέλλον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είτε να μπλέξει σε μια πολιτική συνεργασία με τη ΛΑΕ, είτε να παίξει τον ρόλο του εξωτερικού στηρίγματος μιας εσωκομματικής αριστεράς που είτε δεν θέλει (ΑΡΑΣ, ΔΕΑ) είτε δεν μπορεί (ΑΡΑΝ) να αμφισβητήσει την ηγεσία του αριστερού ρεύματος.
Είναι αυτονόητο ότι η μέγιστη δυνατή σύμπλευση στο δρόμο και σε κινηματικές πρωτοβουλίες, τόσο με τη ΛΑΕ όσο και με άλλες δυνάμεις του κινήματος, πρέπει να συνιστά επιδίωξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της οργάνωσής μας. Ωστόσο, παρά τις προθέσεις, στην πράξη γίνεται όλο και πιο δύσκολη ακόμα και η συμπόρευση και η παρέμβαση σε κοινά μέτωπα. Δεν είναι μόνο η ολοένα και πιο ξεκάθαρη στροφή της ΛΑΕ προς λογικές διαχείρισης, λαϊκομετωπισμού και «αριστερών, προοδευτικών, πατριωτικών, δημοκρατικών, αντιμνημονιακών μετώπων», αλλά και οι απαράδεκτες εθνικιστικές θέσεις της. Με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις θέσεις στην ΙΣΚΡΑ για το μακεδονικό, η οποία, πέραν της συμπάθειάς της προς τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, μιλά για θεσμοποιημένες στην ονομασίααλυτρωτικές βλέψεις της γειτονικής χώρας κ.ά.
Είναι επόμενο, μπροστά στην πολιτική αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ και στη στασιμότητα της υπόλοιπης αριστεράς, αλλά και μπροστά στα αδιέξοδα των τελευταίων χρόνων,ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας που είναι ευαίσθητο απέναντι στον κίνδυνο του φασισμού και της ακροδεξιάς, που είναι αλληλέγγυο προς τους μετανάστες και που ριζοσπαστικοποιείται πολιτικά για πρώτη φορά να στρέφεται προς τον αναρχικό και τον αντιεξουσιαστικό «χώρο». Ωστόσο, αν και ο αναρχικός χώρος συνεχίζει να έχει ρεύμα στην κοινωνία, βρίσκεται σε οργανωτική και πολιτική κάμψη. Η ζωντάνια και η μαχητικότητα που ορισμένα κομμάτια του συνεχίζουν να επιδεικνύουν (πολλές φορές περισσότερο από την αριστερά, για αυτό και προσελκύουν αγωνιστές και αγωνίστριες) δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τη λεηλασία που δέχτηκε και ο χώρος αυτός από τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα πολιτικά αδιέξοδα, οι νέες απαιτήσεις της περιόδου καθώς και το μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη φετιχοποίηση της βίας εντός του εργατικού κινήματος τα τελευταία χρόνια (χωρίς να την εξισώνουμε ιστορικά με την ευθύνη του σταλινισμού) οδηγούν τις οργανώσεις και ομάδες του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου σήμερα σε ποικίλες αναζητήσεις: προς τη δημιουργία οργανώσεων, προς τον αντι-ιμπεριαλισμό, προς τον συνδικαλισμό, προς την αντιμετώπιση του κοινωνικού κανιβαλισμού. Αν και ο σεχταρισμός και ο πολιτικός εμπειρισμός του «χώρου» αφενός δείχνουν τα όριά του και αφετέρου δυσκολεύουν τη συντονισμένη κινηματική συμπόρευση, η συνεργασία με κομμάτια του χώρου, όπου αυτό είναι εφικτό, είναι ζητούμενο, και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει γίνει πράξη με τη συμβολή και της δικής μας οργάνωσης (για το άνοιγμα του πολυτεχνείου στο τριήμερο της 17 Νοέμβρη – ενάντια σε ομάδες του ίδιου «χώρου» – , στις αντιεθνικιστικές κινητοποιήσεις στις 4 Φλεβάρη, 13 Μάη).
Οι διάφορες ενδιάμεσες πρωτοβουλίες που έχουν προκύψει από διασπάσεις της ΛαΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν αμήχανα πολιτικά εγχειρήματα. Η ανεξαρτητοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΛαΕ είναι ασφαλώς ενθαρρυντικό βήμα, αλλά η πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων που προέρχονται από τους χώρους αυτούς είτε επιδεικνύει μεγάλη αναποφασιστικότητα και έλλειψη πολιτικού προσανατολισμού, είτε παραμένει προσκολλημένη σε παλιότερα σχέδια παναριστεράς (πχ σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ προ κυβέρνησης) χωρίς να έχει βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα. Είναι, επομένως, πολύ αμφίβολο αν θα καταφέρουν να επιβιώσουν στο ενδιάμεσο των πιο συγκεκριμένων πολιτικών σχεδίων: του ρεφορμισμού και του ανεξάρτητου αντικαπιταλιστικού σχεδίου.
Είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τις ειλικρινείς προθέσεις αριστερής αναζήτησης, τις οποίες προσκαλούμε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από τα σχέδια πολιτικής σωτηρίας χρεοκοπημένων ηγεσιών. Η πρόταση τέτοιων πρωτοβουλιών για ένα νέο μέτωπο εφ’ όλης της ύλης, που θα καταργεί ελαφρά τη καρδία τα ήδη υπάρχοντα μέτωπα, μέσα από μια διαδικασία διαπραγματεύσεων για το περιεχόμενό του, δεν μπορεί να αποτελεί πολιτική επιλογή σήμερα. Όχι μόνο εξαιτίας της αμήχανης φυσιογνωμίας αυτών τωνοργανώσεων, και άρα της αμφίβολης πολιτικής προοπτικής του μετώπου που προτείνουν, αλλά και γιατί μέτωπα που θέλουν να έχουν διάρκεια συγκροτούνται στην πράξη. Είναι οι κοινές κινηματικές εμπειρίες και η κοινή δράση που μπορούν να επιφέρουν μετακινήσεις, να οδηγήσουν σε συμπεράσματα και να επιλύσουν στρατηγικές διαφωνίες. Χωρίς, λοιπόν, να αρνούμαστε τη συζήτηση, η έμφαση πρέπει να δοθεί στην κοινή δράση, σε κοινές καμπάνιες όπου είναι δυνατόν, και όχι σε άλλον έναν γύρο συζητήσεων για «συμπόρευση».
Όσον αφορά στις διάφορες αντικαπιταλιστικές/επαναστατικές οργανώσεις που κινούνται ανεξάρτητα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή από τα παραπάνω πολιτικά σχέδια, με άλλες έχουμε βρεθεί ή και συνδιοργανώσεικοινές κινηματικές πρωτοβουλίες (μία από αυτές είναι η διεθνιστική πρωτοβουλία) και με άλλες μας συνδέουν, πέραν των κοινών εμπειριών, κοινά προγραμματικά στοιχεία (τροτσκιστικές οργανώσεις, π.χ. ΕΕΚ). Ωστόσο, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή έδαφος για την επεξεργασία ενός νέου συνολικού πολιτικού σχεδίου με βάση αυτές τις δυνάμεις και μόνο, καθώς δεν έχουν μια αυτόνομη κοινωνική/αγωνιστική δυναμική που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για κάτι τέτοιο. Είναι,όμως, σημαντικό να συνεχίσουμε τον διάλογο και την κοινή δράση, όπου είναι δυνατό, με αυτές τις οργανώσεις, πολλώ δε μάλλον σε μέτωπα όπου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνει αμήχανη ή αρνείται να πάρει πρωτοβουλίες. Είναι επίσης σημαντικό να προσπαθήσουμε να τις εμπλέξουμε στο σχέδιο της ενωτικής ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, προσκαλώντας τις και στην ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει κατορθώσει να εγγραφεί στη συνείδηση μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ως μια συνεπής και μαχητική δύναμη, σταθερά παρούσα σε όλους τους εργατικούς αγώνες και τις κινητοποιήσεις. Ωστόσο, ουσιαστικά εξακολουθεί να παραμένει ένα μέτωπο – άθροισμα οργανώσεων με διαφορετικές και μερικές φορές ανταγωνιστικές τακτικές. Το πρόγραμμά της παραμένει επίσης το άθροισμα μιας σειράς συνθημάτων, αφού η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατόρθωσε να επεξεργασθεί μια συνολική εναλλακτική μεταβατική πρόταση ικανή να εμπνεύσει τους εργαζόμενους και τους καταπιεσμένους. Η αδυναμία της να συγκροτηθεί οργανωτικά (τακτική λειτουργία των τοπικών οργανώσεων, έντυπο, γραφεία κλπ.) έχει αναδείξει τελικά τα όριά της στη δυνατότητα να κεφαλαιοποιήσει την απήχησή της και να αναπτυχθεί δυναμικά μέσα στην εργατική τάξη και στη νεολαία. Ωστόσο, παρότι δεν είναι εύκολο αυτή τη στιγμή να φανταστεί κανείς ένα άλμα προς τα μπρος, δεν είναι καθόλου ασήμαντο ότι υπάρχει και αντέχει μια τέτοια συσπείρωση δυνάμεων, και είναι ακριβώς η πολιτική και οργανωτική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που φαίνεται να αποτελεί σήμερα τη μοναδική ελπίδα για μια αναζωογόνηση της επαναστατικής αριστεράς.
Σήμερα, που το βάθος της κρίσης δεν αφήνει περιθώρια για ενδιάμεσες λύσεις, η ύπαρξη ενός διακριτού ανεξάρτητου αντικαπιταλιστικού πόλου/μετώπου, μαζικού και αποφασιστικού, είναι απαραίτητη. Χρειάζεται μια ορατή δύναμη στο κίνημα, η οποία να μπορεί να μιλήσει με σαφήνεια, να προτείνει την κλιμάκωση των αγώνων χωρίς υποχωρήσεις και χωρίς τη λογική του «ρεαλισμού», να υποδεικνύει τον πραγματικό εχθρό, να ρίχνει τα κατάλληλα αντικαπιταλιστικά συνθήματα την κατάλληλη στιγμή. Η βασικότερη κατάκτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι έχει καθιερωθεί ως ο κορμός ενός υπαρκτού, έστω μειοψηφικού, κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος που επιδιώκει δραστήρια την οργάνωση των ίδιων των εργαζομένων και των υπόλοιπων καταπιεσμένων στρωμάτων στις δικές τους δομές (σωματεία, επιτροπές, συνελεύσεις) και τον εργατικό έλεγχο μέσα από αυτά τα όργανα. Έχει καθιερωθεί ως το αντικαπιταλιστικό μέτωπο εντός του κινήματος, προβάλλοντας το σχέδιό της για την αυτοτελή ενωτική συγκρότηση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
Στην προεκλογική περίοδο που ανοίγει, είναι σημαντικό να παρουσιάσει η αντικαπιταλιστική αριστερά την αυτόνομη υποψηφιότητά της, να αδράξει την ευκαιρία να μιλήσει πολιτικά, και να μην υποκύψει ξανά στη λογική απροσδιόριστων ευρύτερων μετώπων ή σε εκβιασμούς για το μικρότερο κακό σε πρώτους και δεύτερους γύρους.
Η συνδιάσκεψη του Απρίλη σηματοδότησε μια διορθωτική αριστερή στροφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά από αρκετά χρόνια πιέσεων δεξιάς προσαρμογής, με όχημα τα διαδοχικά σχέδια για μια ευρύτερη «μετωπική συμπόρευσης» με μη αντικαπιταλιστικές, δηλαδή ρεφορμιστικές, δυνάμεις. Ενδεχόμενη πολιτική και εκλογική συμμαχία με τη ΛαΕ προς το παρόν αποκλείστηκε, και η πατριωτική ρεφορμιστική λογική της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» του ελληνικού καπιταλισμού καταγγέλθηκε. Οι συμβιβαστικές τάσεις προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρέθηκαν στο περιθώριο.Ίσως το πιο σημαντικό, καθιερώθηκαν οι πλατφόρμες και η αναλογική εκπροσώπησή τους στα όργανα, βελτιώνοντας ριζικά τις διαδικασίες και την εσωτερική δημοκρατία. Στη στροφή αυτή έπαιξαν ρόλο οι μετακινήσεις και πιέσεις λόγω των πρόσφατων διασπάσεων του ΝΑΡ και της εμφάνισης μιας συγκροτημένης δύναμης στα δεξιά του (ΜΕΤΑΒΑΣΗ-ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ), από την οποία το ΝΑΡ έπρεπε πλέον να διαχωριστεί. Ταυτόχρονα, το ΣΕΚ, βλέποντας την κάκιστη εξέλιξη της ΛαΕ και τον άμεσο κίνδυνο απομόνωσής του, υπαναχώρησε από τη συστηματική πίεση για συνεργασία μαζί της, την οποία ασκούσε όλη την προηγούμενη χρονιά.Έτσι, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, έγινε δυνατός ο «μεγάλος συνασπισμός» ΝΑΡ-ΣΕΚ (μαζί με την ΑΡΙΣ και το ΕΚΚΕ) για την υπερψήφιση των θέσεων.
Παρόλα αυτά, παρέμειναν πολύ σοβαρές αντιφάσεις και προβλήματα. Παρότι αντιτάχθηκε στα μακεδονικά συλλαλητήρια και διακήρυξε θεωρητικά το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της Μακεδονίας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να πάρει θέση υπέρ της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αποφεύγοντας το ερώτημα (η αναφορά στη γειτονική χώρα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας»,στη μετέπειτα ανακοίνωση για το δημοψήφισμα, είναι θετική, αλλά έχει επεισοδιακό χαρακτήρα και δεν εκφράζει κάποια ειλημμένη θέση του μετώπο). Οι πολιτικές αγκυλώσεις αυτές φάνηκαν, άλλωστε, και στην απροθυμία της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμμετάσχει στις αντισυγκεντρώσεις της 4ης Φλεβάρη. Η ίδια αμηχανία στην προσπάθεια να βρεθεί ένας μέσος όρος μεταξύ διεθνισμού και αριστερού πατριωτισμού στέρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ τη δυνατότητα να πάρει κάποια σοβαρή πρωτοβουλία για κινητοποίηση ενάντια στην όξυνση με την Τουρκία και τις επιθετικές βλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης, αν και οι καθαρά πατριωτικές θέσεις τέθηκαν ανοιχτά στη Συνδιάσκεψη και υπέστησαν συντριπτική ήττα.Ταυτόχρονα, η λογική της «μετωπικής συμπόρευσης» παρέμεινε στα κείμενα με τη μορφή της «πολιτικής συνεργασίας» με ένα νεφελώδες εύρος δυνάμεων, που δεν έχουν απαραιτήτως εγκαταλείψει τη ρεφορμιστική ιδέα της διαχείρισης του καπιταλισμού. Παρότι το σχέδιο αυτό έχει αποτύχει επανειλημμένα και δεν έχει βρει ευήκοα ώτα σε καμία από τις οργανώσεις στις οποίες απευθύνθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για αυτό και στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται σήμερα στην ατζέντα, οι θέσεις επιμένουν μεθοδολογικά στη λογική των ενδιάμεσων μετώπων μεταξύ αντικαπιταλιστικής/επαναστατικής αριστεράς και αγωνιστικών δυνάμεων απροσδιόριστου πολιτικού χαρακτήρα. Ο εμπειρισμός του μπλοκ της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει πιθανή μια νέα στροφή προς τα δεξιά οποιαδήποτε στιγμή.
Άλλα πολύ σημαντικά θέματα που διχάζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως η τακτική στο εργατικό κίνημα, δεν συζητήθηκαν ουσιαστικά. Σε τέτοια θέματα εμπεδώνεται όλο και περισσότερο η πρακτική του να κάνει η καθεμία από τις μεγάλες οργανώσεις τον δικό της σχεδιασμό, χωρίς καν σοβαρή διάθεση συζήτησης. Παρότι δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σε ένα μέτωπο όπως είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η επανάπαυση σε μια τέτοια κατάσταση απειλεί με διαλυτικά αποτελέσματα, ιδίως από τη στιγμή που η συνδιάσκεψη δεν ανέδειξε κανένα μπλοκ που να διαθέτει πλειοψηφία 2/3, πράγμα που σημαίνει ότι οι συναινέσεις θα είναι απαραίτητες (και πρέπει να είναι σε ένα τέτοιο μέτωπο).
Η Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική παρουσίασε τη δική της πλατφόρμα, με επίκεντρο μια καθαρή διεθνιστική τοποθέτηση για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό, και μια πολιτική συνεργασιών που βασίζεται στην ενιαιομετωπική λογική και την πλατιά ενότητα στη δράση πάνω σε συγκεκριμένους αγωνιστικούς στόχους, αλλά και στην πλήρη πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από τον ρεφορμισμό.Αναγνωρίζοντας τη βελτίωση του πολιτικού κλίματος και του καθεστώτος εσωτερικής δημοκρατίας, αλλά και μην μπορώντας να παραβλέψει και να συμβιβαστεί με τις σοβαρές προγραμματικές και πολιτικές αντιφάσεις, η ΠΑΑΕ ψήφισε λευκό στις θέσεις της συνδιάσκεψης. Το γεγονός ότι η Πρωτοβουλία εξακολουθεί να είναι ενεργή 4 χρόνια μετά την ίδρυσή της και έχει διαμορφώσει έναν πυρήνα αρχών ευρύτερων από την απλή εναντίωση στη συμπόρευση, καθώς και μια πανελλαδική εμβέλεια, είναι πολύ σημαντική κατάκτηση.
Γ4. Το σχέδιο της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος
Με δεδομένο το μέγεθος και τις δυνατότητες παρέμβασής της, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος έχει κατακτήσει μια αναγνωρίσιμη πολιτική φυσιογνωμία, μια αξιόλογη παρουσία των μελών της στο εργατικό κίνημα και τους κοινωνικούς αγώνες και τη συμπάθεια αρκετών αγωνιστών και αγωνιστριών. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με τη συνεπή της στράτευση στο σχέδιο μιας ανεξάρτητης ενωτικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς και τη σαφή οριοθέτησή της από ρεφορμιστικά σχέδια, δίνουν τη δυνατότητα για μια αναβάθμιση του πολιτικού της ρόλου, στο πλαίσιο της σημερινής κατάστασης που περιγράφηκε προηγουμένως.
Βάση και προϋπόθεση του πολιτικού σχεδίου της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος είναι η ενίσχυση, με όλες της τις δυνάμεις, οποιασδήποτε κινηματικής δράσης μπορεί να διατηρήσει το νήμα των αγώνων των τελευταίων ετών και να λειτουργήσει ως σπίθα για την αντεπίθεση. Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος συμμετέχει στα κινήματα χωρίς σεκταριστικές αγκυλώσεις, χωρίς να περιμένει να πάρουν το επιθυμητό πολιτικό περιεχόμενο εκ των προτέρων, διατηρώντας ωστόσο την ανεξαρτησία της δικής της πολιτικής πρότασης εντός τους. Επιδιώκουμε να εμπλακούμε αποφασιστικά σε οποιαδήποτε κινηματική εμπειρία και εμπειρία αυτοοργάνωσης, σε σωματεία, συνελεύσεις, συντονιστικά, αντιφασιστικές πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στους μετανάστες και πρόσφυγες, φεμινιστικές και ΛΟΑΤ κινήσεις, συσπειρώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.Στο αυτόπλαίσιο, έχει ιδιαίτερη σημασία να εντοπιστούν οι κινητοποιήσεις-κλειδιά και οι αιχμές που μπορούν να συσπειρώσουν το κίνημα, ώστε να πέσει συντονισμένα το βάρος σε αυτές.
Βασικός στόχος της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στις σημερινές συνθήκες και την παρούσα κατάστασή της είναι να εξελιχθεί σε μια οργάνωση στελεχών για το κίνημα, στο πλαίσιο της ευρύτερης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αλλά διατηρώντας ταυτόχρονα την αυτονομία των δικών της αρχών και θέσεων. Με την κατάλληλη δουλειά υποδομής και θεωρητικής κατάρτισης και τον εμπλουτισμό της κινηματικής της εμπειρίας, η οργάνωση μπορεί να παίξει κεντρικότερο ρόλο στην επόμενη στροφή του κινήματος.Χρειάζεται και μπορεί να ενισχύσει την παρουσία της σε σωματεία, εργατικές πρωτοβουλίες και δομές. Η περίοδος της σχετικής συρρίκνωσης των εργατικών αγώνων και των σωματείων είναι ταυτόχρονα και μια περίοδος αλλαγής συσχετισμών, εξαιρετικής σημασίας για την επόμενη ημέρα.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος αγωνίζεται για να ενισχυθεί στην κοινωνία και το εργατικό κίνημα το ρεύμα του οποίου η οργάνωση έχει κατακτήσει να αποτελεί οργανικό μέρος: η ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά. Η ύπαρξη και ενδυνάμωση μιας τέτοιας αριστεράς είναι το κλειδί για την αντεπίθεση του κινήματος, αλλά και για την ύπαρξη της ίδιας της αριστεράςγενικότερα στο μέλλον, μετά την καταστροφική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ο πυρήνας αυτού του ρεύματος, και για αυτό αποτελεί μια κατάκτηση που πρέπει να διατηρηθεί, να ενισχυθεί, να αποκτήσει σαφή επαναστατικό προσανατολισμό και εσωτερική ζωή. Αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί η Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική, την οποία η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος οικοδομεί μαζί με άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες συνειδητά, ισότιμα και όχι συγκυριακά. Η οικοδόμηση του αντικαπιταλιστικού ρεύματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του επαναστατικού-διεθνιστικού ρεύματος εντός της δεν είναι ένας υποκειμενικός βολονταρισμός, αλλά πατάει πάνω στις πραγματικές δυνατότητες και ανάγκες της εποχής, καθώς και στο υπαρκτό επίπεδο πολιτικής συνείδησης και εμπειρίας.
Ταυτόχρονα, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος θα συμβάλει με όλες τις δυνάμεις της στη διατήρηση και ενίσχυση των κυττάρων του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς: των Παρεμβάσεων-Συσπειρώσεων-Κινήσεων στους εργατικούς χώρους, των ΕΑΑΚ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, των αντικαπιταλιστικών σχημάτων πόλης, των εργατικών λεσχών σε ορισμένες περιπτώσεις.Τα κύτταρα αυτά είναι από τη φύση τους πολυτασικά και ενωτικά. Δεν υπερασπιζόμαστε την ενότητά τους ως αυτοσκοπό, όταν αυτό σημαίνει την πολιτική και οργανωτικής τους παράλυση, υπερασπιζόμαστε όμως αδιάλλακτα την ύπαρξή τους και την ικανότητά τους να συσπειρώνουν ευρύτερες δυνάμεις. Μέσα στον ευρύτερο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος έχει τα πολιτικά και θεωρητικά εφόδια να προβάλει και να υπερασπιστεί την επαναστατική στρατηγική και να εμπλουτίσει προγραμματικά το κίνημα.
Η πολιτική στράτευση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν δεσμεύει την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος σε μια πολιτική αποκλειστικά και μόνο εντός της και με κριτήριο τις πολιτικές της πρωτοβουλίες. Σε κινήματα όπου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ανεπαρκής ή έχει λάθος προσανατολισμό, παίρνουμε πρωτοβουλίες και συνεργαζόμαστε με οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς και του αναρχικού ή αναρχοσυνδικαλιστικού χώρου που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Η διεθνιστική πρωτοβουλία για το «Μακεδονικό» και τα ελληνοτουρκικά είναι μια τέτοια πρόσφατη εμπειρία. Σε άλλες περιπτώσεις, και χωρίς να έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να αποτελέσει μόνη της πόλο μαζικής συσπείρωσης στη σημερινή της φάση, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος θα χρειαστεί να έχει αυτόνομη δράση, στα μέτρα των δυνατοτήτων της, από την οποία μπορεί να αντλήσει σημαντικές εμπειρίες και συμπεράσματα.
Τέλος, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος αγωνίζεται για την ενίσχυση του διεθνιστικού ρεύματος στη χώρα, αλλά και διεθνώς. Συμβάλει στη συζήτηση για τη στρατηγική, ιδιαίτερα μετά την καταστροφική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και του σχεδίου του, στο οποίο η οργάνωση αντιτάχθηκε εξαρχής. Επιδιώκει την ανάδειξη ενός νέου, επαναστατικού πολιτικού προσανατολισμού για τις τεταρτοδιεθνιστικές δυνάμεις και τον ευρύτερο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.