Η κυβέρνηση της ΝΔ βάζει πλώρη για έναν “μεταρρυθμιστικό” χειμώνα και το εργατικό κίνημα πρέπει να οργανωθεί και να δώσει μια συντονισμένη απάντηση. Μετά τις υποχωρήσεις του 10ώρου, του 6ήμερου, η κυβέρνηση χωρίς πολλά λαϊκά ερείσματα θα επιδιώξει να στηριχτεί στους εργοδότες για την ολοκλήρωση της νέας πραγματικότητας.
Με δούρειο ίππο το χρηματιστήριο ενέργειας οι λογαριασμοί ρεύματος διογκώνουν τα κέρδη των παρόχων και των κερδοσκόπων με σταθερά χαμένους τους εργαζόμενους. Η εργατική και λαϊκή στέγη έχει γίνει εφιάλτης, με τα ενοίκια να έχουν εκτιναχθεί. Την ίδια στιγμή, οι μισθοί παραμένουν χαρακτηριστικά παγωμένοι, με την αγοραστική δύναμη της εργαζόμενης πλειοψηφίας να καταβαραθρώνεται.
Στο κομμάτι των κοινωνικών αγαθών,η κυβέρνηση ετοιμάζεται να βάλει ταφόπλακα σε ό,τι έχει απομείνει όρθιο στο ΕΣΥ, με το νέο προτεινόμενο σύστημα εφημέρευσης που είναι εγγύηση για τη διάλυση όλων των νοσοκομείων, πρωτίστως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η έκπτωση της δημόσιας υγείας και του δημόσιου τομέα γενικότερα έχει σαν φυσικό επακόλουθο την ενίσχυση των μεγάλων ιδιωτικών ομίλων και υπονομεύει επιπλέον το εισόδημα μας.
Οι ετήσιες πυρκαγιές δημιουργούν μια δυστοπική πραγματικότητα για τους κατοίκους των πόλεων και της επαρχίας. Φέτος μάλιστα η κατάσταση “άλλαξε πίστα”, αφού η φωτιά έφτασε σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές. Η κυβέρνηση προτιμά να σπέρνει την απελπισία παρουσιάζοντας το φαινόμενο ως φυσικό, κάτι που η ανθρώπινη παρέμβαση δεν μπορεί να περιορίσει. Η άρνηση στήριξης των υποδομών κρατικής πυρόσβεσης, ωστόσο, είναι χαρακτηριστική. Δεν υπάρχει τίποτα φυσικό στη διάλυση των Δασικών Υπηρεσιών, στις χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις στην Πυροσβεστική ή στην ανυπαρξία εξοπλισμού για τους εθελοντές. Η κλιματική αλλαγή, που η κυβέρνηση επικαλείται ως δικαιολογία, δεν είναι ούτε αυτή φυσικό φαινόμενο, αλλά απότοκος του άναρχου και αδηφάγου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Παράλληλα, έναν χρόνο μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία η περιοχή ακόμα παλεύει με την περιβαλλοντική καταστροφή και η ανυπαρξία έργων σπέρνει την ανασφάλεια. Η πρωτόγνωρη κατάσταση με τους εκατοντάδες τόνους νεκρά ψάρια που ξεβράστηκαν στον Παγασητικό και μέσα στο λιμάνι του Βόλου αντιμετωπίστηκε με το κακοστημένο θέατρο όπου οι τοπικοί άρχοντες αντάλλασσαν ύβρεις και κατηγορίες, με μεγάλο χαμένο τη δημόσια υγεία.
Ο κεντρικός ρόλος του ελληνικού κράτους στους πολεμικούς ανταγωνισμούς στην ανατολική μεσόγειο, την υποστήριξη της αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής και την πρακτική αποστολή πολεμικού εξοπλισμού στην Ουκρανία δείχνουν καθαρά τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Επενδύει δισεκατομμύρια ευρώ στην υποστήριξη της πολεμικής βιομηχανίας και του ΝΑΤΟ-ικού άξονα εις βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων. Στέκεται με κάθε τρόπο στο πλευρό του κράτους-δολοφόνου του Ισραήλ, παραβιάζοντας κατάφωρα το μαζικό λαϊκό φιλοπαλαιστινιακό και αντιπολεμικό αίσθημα. Εμπλέκει τη χώρα ανοιχτά στον στραγγαλισμό της λωρίδας της Γάζας, με τα ελληνικά πολεμικά πλοία να επιχειρούν στην Ερυθρά θάλασσα, προς όφελος του ελληνικού εφοπλισμού. Υπηρετεί με ζήλο την τάξη των εργοδοτών και προσβλέπει στην ανοχή της εργατικής τάξης, με δεδομένη την ψοφοδεή και ακίνδυνη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση.
Απέναντι σε όλα αυτά, το εργατικό κίνημα μπορεί, μετά από τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης που έδειξε την άνοιξη του 2024 να εμφανιστεί μαζικά στο δρόμο και να απαντήσει, να μην τους αφήσει να συνεχίσουν. Να παλέψει για συλλογικές συμβάσεις που θα προασπίζουν μισθούς και δικαιώματα, να χτυπήσει τα παιχνίδια της αγοράς ενέργειας, να παλέψει για μαζικές προσλήψεις και επενδύσεις στη δημόσια υγεία και παιδεία, να σταματήσει την εμπλοκή του ελληνικού κράτους στους πολεμικούς ανταγωνισμούς και να δείξει την αλληλεγγύη του στον παλαιστινιακό λαό.
Οι πρώτες απεργίες του 2024 δείχνουν ακόμα τον δρόμο. Ο δρόμος του αγώνα, των συλλογικών διεκδικήσεων, ο δρόμος των σωματείων αρχίζει για το επόμενο διάστημα με πρώτο ορόσημο την πορεία της ΔΕΘ. Ο κόσμος της εργασίας, του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα πρέπει με αυτό το ορόσημο να αρχίσει έναν νέο γύρο συντονισμένης μάχης. Να βάλει στην άκρη τόσο τις κοινοβουλευτικές όσο και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που θέλουν τους αγώνες απομονωμένους, σποραδικούς και ανοργάνωτους, άρα καταδικασμένους να ηττώνται. Μόνο με την απεργία, την αυτοοργάνωση των απεργιακών επιτροπών και το αντικαπιταλιστικό πρόταγμα μπορεί να αρθρωθεί η απάντηση που χρειάζεται, για να ξαναβρεί την αισιοδοξία του ο κόσμος της εργασίας και να πιστέψει και να οργανώσει στην ανατροπή της πολιτικής της κυβέρνησης, των αφεντικών και της ΕΕ.
ΟΚΔΕ Σπάρτακος