Τα αποτελέσματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών δεν αποτέλεσαν κάποια ουσιαστική ανατροπή, ωστόσο αποτυπώνουν μια κάπως διαφορετική εικόνα από εκείνα των βουλευτικών εκλογών. Η επικράτηση της ΝΔ είναι φανερή, ιδιαίτερα στον πρώτο γύρο, μακριά όμως από τις μεγαλεπήβολες διακηρύξεις της ότι θα επικρατήσει και στις 13 περιφέρειες. Για ακόμα μία φορά όμως η δεξιά έπαιξε χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο, αφού σε κεντρικό επίπεδο δεν υπάρχει προς το παρόν κάποιος να αμφισβητήσει την κυριαρχία της, αλλά ούτε και τοπικά, στην πλειονότητα των περιφερειών και των μεγάλων δήμων, δεν υπήρξε κάποιο ισχυρό αντιπολιτευτικό σχέδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε ξανά να πείσει ότι μπορεί να αρθρώσει ένα αντιπαραθετικό σχέδιο καταλήγοντας συχνά να υποστηρίζει υποψηφίους της ΝΔ ή ακόμα και απλώς απαράδεκτες υποψηφιότητες όπως αυτή του Γκλέτσου στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ αρκετές φορές στήριξαν καιροσκοπικά κοινό υποψήφιο με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις περιφέρειες Βορείου Αιγαίου, Δυτικής Μακεδονίας αλλά και της πολυπαθούς Θεσσαλίας.
Ωστόσο, οι μεγάλες δασικές πυρκαγιές του καλοκαιριού και οι καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, αλλά και το κύμα διαμαρτυρίας της προηγούμενης περιόδου (Τέμπη, Πύλος, κ.α.) φάνηκε να επηρέασαν σε ένα βαθμό τη στάση του εκλογικού σώματος. Αφενός η αύξηση της αποχής η οποία άγγιξε σχεδόν το 50%, και η οποία, όπως και αν την κρίνουμε πολιτικά, δείχνει τις μικρές προσδοκίες του εκλογικού σώματος, και κυρίως της εργατικής τάξης, από τις εκλογές. Το ποσοστό συμμετοχής μειώθηκε σχεδόν σε όλες τις περιφέρειες, με εξαίρεση την περιφέρεια Β. Αιγαίου όπου παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό. Μεγάλοι πρωταγωνιστές η Αττική και η Κ. Μακεδονία, κυρίως λόγω των δήμων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, όπου η αποχή ήταν τρομακτική (η συμμετοχή, στον πρώτο γύρο, ήταν μόλις 32,3% και 32,6% αντίστοιχα!). Αφετέρου, το γεγονός ότι ο χάρτης δεν βάφτηκε τελικά μπλε όπως προεκλογικά διακήρυττε η ΝΔ με αυταρέσκεια. Έχασε τελικά, μεταξύ άλλων, στους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας, Αθήνας και Θεσσαλονίκης, όπου το ΠΑΣΟΚ έσπασε στην ουσία βασικά κάστρα της δεξιάς. Το ίδιο συνέβη σε αρκετούς μικρότερους δήμους της Αθήνας και της περιφέρειας. Έχασε από τον υποψήφιο που στήριξαν από κοινού ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ και την περιφέρεια της Θεσσαλίας. Έχασε επίσης μια σειρά από μεγάλους δήμους από το ΚΚΕ, το οποίο κατάφερε να εκλέξει δήμαρχο σε Πάτρα, Καισαριανή, Πετρούπολη, Χαϊδάρι, Τύρναβο και Ικαρία, δήμους τους οποίους βέβαια το κόμμα ήλεγχε και στο πρόσφατο παρελθόν, αν και όχι μετά το 2019 (με την εξαίρεση της Πάτρας). Ενώ, δεν ήταν μικρός ο αριθμός των νικηφόρων ψηφοδελτίων με επικεφαλής αντάρτες της ΝΔ.
Γενικότερα, το εκλογικό σώμα χρησιμοποίησε σε πολλές περιπτώσεις ετερογενή ψηφοδέλτια για να τιμωρήσει τη ΝΔ. Τόσο λοιπόν η δεξιά όσο και συνολικά η αστική τάξη δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής. Η περίοδος που έρχεται δεν θα είναι περίοδος σταθερότητας και το ξέρουν πολύ καλά. Μια σπίθα μπορεί να είναι αρκετή για να μετατρέψει την τακτική αμηχανία της εργατικής τάξης σε φλόγα οργής.
Το ΠΑΣΟΚ νιώθει κερδισμένο, κυρίως λόγω της διαλυτικής εικόνας του ΣΥΡΙΖΑ, που στις περισσότερες περιπτώσεις του επέτρεψε να έχει τον πρώτο λόγο ως εναλλακτική στη ΝΔ. Ωστόσο, οι θριαμβολογίες της Τρικούπη αποσιωπούν σκόπιμα το ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κομματικά ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ στον πρώτο γύρο δεν ξεπέρασαν τα μέτρια εθνικά του ποσοστά, και χρησιμοποιήθηκαν από ένα τμήμα του εκλογικού σώματος απλώς πραγματιστικά απέναντι στη ΝΔ στον β’ γύρο.
Το ΚΚΕ διατήρησε και σε αυτές τις εκλογές την ανοδική του πορεία σε ποσοστά, χωρίς ωστόσο να πλησιάσει τα αποτελέσματα που κατέγραφε σε προ κρίσης αυτοδιοικητικές εκλογικές αναμετρήσεις. Η άνοδος των ποσοστών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προσέλκυση απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το άνοιγμα σε κόσμο χωρίς σαφή πολιτικά κριτήρια (πχ στελέχη της ΛαΕ ή και άλλων οργανώσεων που δεν μοιράζονται ένα κοινό πολιτικό σχέδιο). Αν και καταφέρνει να τραβήξει κομμάτια του εκλογικού σώματος με ριζοσπαστικές διαθέσεις και να διατηρεί τη σημαντική του επιρροή στην παραδοσιακή εργατική τάξη, το ΚΚΕ εκφράζει ταυτόχρονα το εκλογικό άλλοθι μερίδας αγωνιστών και αγωνιστριών που είτε υπηρετούσαν μέχρι πρότινος πλήρως το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, είτε έχουν απογοητευτεί και αποσύρονται από το κίνημα. Το ΚΚΕ, όπως απέδειξε και στο πρόσφατο κίνημα που ακολούθησε το έγκλημα στα Τέμπη, ασκεί μια πλήρως προσανατολισμένη στον κοινοβουλευτισμό πολιτική χωρίς να έχει την πρόθεση να έρθει σε ουσιαστική ρήξη. Αυτό είναι απολύτως σαφές στους δήμους που διαχειρίζεται, σεβόμενο πάντα απολύτως το πλαίσιο της αστικής νομιμότητας. Στις κρίσιμες στιγμές σπεύδει να εκτονώσει τις κινητοποιήσεις αποδεικνύοντας πως δεν αποτελεί παράγοντας αποσταθεροποίησης του συστήματος.
Ανησυχητικά παραμένουν τα ποσοστά της ακροδεξιάς στον δήμο Αθηναίων, παρά την ξεκάθαρη πτώση τους, με την παράταξη των “Ελεύθερων Αθηναίων” του Κασιδιάρη να φτάνει το 8,3%. Ωστόσο, παρά την καμπάνια με τη φωτοσοπαρισμένη εικόνα του δήθεν ελεύθερου Κασιδιάρη στους δρόμους της Αθήνας, η ακροδεξιά δεν κατάφερε να καθορίσει την προεκλογική ατζέντα και βγαίνει σχετικά αποδυναμωμένη σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές. Ενώ στην περιφέρεια Αττικής, η παράταξη του Καμπούρη “Μάχη για την Αττική” δεν παρουσιάζει αντίστοιχα μεγάλα ποσοστά με τον Κασιδιάρη, χωρίς να είναι ασήμαντα. Στις περισσότερες άλλες περιοχές όπου η ΧΑ κατέβαινε στο παρελθόν, η ακροδεξιά δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ψηφοδέλτια. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι χρειάζεται εφησυχασμός, αντιθέτως απαιτείται επαγρύπνηση του αντιφασιστικού κινήματος για να ανακόψει έγκαιρα όποια ανάκαμψη και να εξουδετερώσει τους φασίστες σε όποιο πολιτικό μόρφωμα και αν συγκροτούνται.
Τα αποτελέσματα των περιφερειακών σχημάτων που συμμετείχε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μόνη της ή σε ευρύτερες συμμαχίες, είναι ενδεικτικά της πολιτικής παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Παρά την πίεση του νόμου Βορίδη, που μπορεί να οδήγησε κόσμο να στηρίξει ψηφοδέλτια που είχαν προοπτική να πιάσουν το όριο του 3%, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σημείωσε ποσοστιαία άνοδο, ή έμεινε σταθερή, καταγράφοντας πολύ καλύτερα αποτελέσματα από τις βουλευτικές εκλογές, πιο κοντά στην πραγματική κοινωνική της επιρροή. Τα ποσοστά δημοτικών σχημάτων με σταθερή κινηματική παρέμβαση, αλλά και αυτά στις περιοχές που επλήγησαν από τις καταστροφές του καλοκαιριού (Θεσσαλία, Αν. Μακεδονίας και Θράκης) δείχνουν τον ρόλο και τη στάση των εκλεγμένων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που λειτούργησαν ως μεγάφωνο των κινημάτων χωρίς να ενσωματωθούν ή να υποπέσουν σε θεσμική αντιμετώπιση των προβλημάτων της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.
Τα ευρύτερα δημοτικά ψηφοδέλτια στα οποία συμμετείχαν δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέγραψαν μεν σε ορισμένες περιπτώσεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μαρούσι, Αγία Παρασκευή κ.ά.) εντυπωσιακά ποσοστά, ωστόσο δεν είχαν γενικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και στην ουσία αποτέλεσαν το άθροισμα των δυνάμεων των αντικαπιταλιστικών και των αμφιταλαντευόμενων ή ρεφορμιστικών οργανώσεων που συμμετείχαν σε αυτά ή τα στήριξαν. Παρά τις ελπίδες που γεννά σε ορισμένους αγωνιστές και αγωνίστριες, και τις οποίες δεν υποτιμούμε, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να δικαιώσει τις σοβαρές προγραμματικές υποχωρήσεις και τη συνύπαρξη με δυνάμεις ή πρόσωπα που συμμετείχαν στη διαχείριση του αστικού κράτους.
Σοβαρή σκιά στη φυσιογνωμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αποτέλεσε και η δημόσια τοποθέτηση μερίδων των πλατιών σχημάτων, ή και της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υπέρ της “κριτικής” υποστήριξης υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ στον β’ γύρο, με το αιτιολογικό ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε κρίση στη ΝΔ και θα συνέπλεε με τα συναισθήματα των εργαζομένων. Όσο τακτική και να αποκαλείται μια τέτοια επιλογή, αποτελεί πλήγμα για την πολιτική αξιοπιστία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παρότι βεβαίως η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τοποθετήθηκε με σαφήνεια εναντίον αυτής της λογικής.
Μπορεί η επόμενη μέρα να βρίσκει τα αντικαπιταλιστικά σχήματα με ελάχιστους εκλεγμένους και εκλεγμένες συμβούλους πανελλαδικά εξαιτίας του νόμου Βορίδη, ωστόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πρέπει να εγκαταλείψει τη δουλειά σε περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο. Με όπλο τα αντικαπιταλιστικά σχήματα και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, να συνεχίσει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πεδίο όπου αλλάζουν οι συσχετισμοί: στην ταξική πάλη, στα κινήματα, στην αυτοοργάνωση των εργαζομένων και των καταπιεσμένων. Να ξεκαθαρίσει τη στρατηγική και τη φυσιογνωμία της. Να αδράξει τις πραγματικές δυνατότητες αντικαπιταλιστικής πολιτικής σε δήμους και περιφέρειας, συνδέοντας τις πραγματικές εμπειρίες των εργαζομένων και των καταπιεσμένων με ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. Χωρίς καμία αυταπάτη ότι υπάρχει οποιαδήποτε δυνατότητα πιο φιλικής στους εργαζομένους, πιο προοδευτικής διαχείρισης των τοπικών θεσμών του αστικού κράτους.