των Θανάση Α. και Κώστα Σκ.
-
Η οικολογική προβληματική πρέπει να γίνει συστατικό στοιχείο του λόγου και του προγράμματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Θα πρέπει να γίνει πλέον κατανοητό ότι βασικό στοιχείο της κρίσης του ύστερου καπιταλισμού είναι ότι η οικονομική κρίση συνοδεύεται από μια βαθιά οικολογική κρίση.
Η οικολογική κρίση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, έχει άμεση σχέση με τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου και με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας που τροφοδοτήθηκε από την εντατικοποίηση της γεωργίας. Η καταλήστευση των φυσικών πόρων του πλανήτη για την αύξηση του ποσοστού κέρδους διαταράσσει τους γεωχημικούς κύκλους της φύσης και οδηγεί στην οικολογική κρίση που η κυριότερη έκφρασή της είναι οι «κλιματικές αλλαγές». Η οικολογική κρίση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καπιταλιστικής κρίσης.
Οι αλλαγές στο κλίμα θα επιδεινώνονται όσο η κρίση του καπιταλισμού θα βαθαίνει και όσο ο υποκειμενικός παράγοντας για την ανατροπή αδυνατεί να συγκροτηθεί δίνοντας λύση. Σε τελική ανάλυση η έκβαση της οικολογικής κρίσης και η άμεση έκφανσή της, οι «κλιματικές αλλαγές», εξαρτώνται από την έκβαση των ταξικών συγκρούσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια, οι αστικές τάξεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών προωθούν το σχήμα για την «πράσινη οικονομία της αγοράς». Αυτή η πολιτική έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
α) η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται πεδίο κερδοσκοπίας του κεφαλαίου
β) η προστασία του περιβάλλοντος επιχειρείται να γίνει η ατμομηχανή για «έναν εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής οικονομίας» και
γ) επιχειρείται η αποκατάσταση του κύρους της άποψης ότι η αγορά είναι το αποκλειστικό μέσο για μια πολιτική κατά της ρύπανσης.
Μέχρι στιγμής, όμως, οι απόπειρες προσανατολισμού του καπιταλισμού σε μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία έχουν αποτύχει για τον απλούστατο λόγο ότι η λογική του κέρδους είναι εντελώς ασύμβατη με μια πολιτική σεβασμού της φύσης και των λειτουργιών της. Οι διακηρύξεις για μια «αειφόρο/πράσινη ανάπτυξη» διαψεύδονται από τη λογική του κεφαλαίου: «αειφόρος/πράσινη ανάπτυξη» και νόμος της αξίας αποκλείονται αμοιβαία.
Πέραν από το μύθο της «πράσινης οικονομίας της αγοράς», το σοσιαλιστικό οικολογικό κίνημα έχει να παλέψει ενάντια σε συγκεκριμένες πολιτικές και συγκεκριμένα:
1.α. Ενεργειακή Πολιτική
Ο καπιταλισμός σήμερα είναι εξαιρετικά ενεργοβόρος. Οι δραστηριότητες που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή ενέργειας και τις μεταφορές αποτελούν τη βασική αιτία της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι δραστηριότητες αυτές ευθύνονται για την έκλυση στην ατμόσφαιρα 7 δισεκατομμυρίων τόνων αερίων ανά έτος (CO2, CH4, N2Ο), που έχουν καταλυτική επίδραση στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου», το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του πλανήτη σε επίπεδα που επιτρέπουν τη διατήρηση της ζωής, με αποτέλεσμα αυτό να γίνει εντελώς ανεξέλεγκτο, διαταράσσοντας το κλιματικό σύστημα του πλανήτη.
Η Διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ για τις κλιματικές αλλαγές (IPCC) υπολόγισε ότι τον 20ο αιώνα η αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη ήταν 0,6 0C κατά μέσο όρο. Τον 21ο αιώνα και έως το 2095, η IPCC προβλέπει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα κυμανθεί από 1,1 ως 6,4 0C και ότι η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει έως και 80 cm. Η έκθεση της επιτροπής που συντάχθηκε στη σύνοδο του Παρισιού (2/2/2007) επιβεβαίωσε τις εξής δυσοίωνες προβλέψεις:
• επέκταση της ερήμου και μείωση της αγροτικής παραγωγής στην Αφρική με μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω έλλειψης νερού (οικολογικοί πρόσφυγες),
• πλημμύρες και ξηρασίες στη Λατινική Αμερική,
• λειψυδρία στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όπου θα επηρεαστούν 2,8 δισεκατομύρια άνθρωποι,
• διάβρωση των ανατολικών ακτών των Ηνωμένων Πολιτειών,
• εκτεταμένες πλημμύρες – καύσωνες και απρόσμενο ψύχος στην Ευρώπη,
• εξάπλωση της ελονοσίας στην Αφρική και Αμερική,
και επιπλέον η επιτροπή κατάθεσε νέα ευρήματα όπως:
• αν η υπερθέρμανση διατηρηθεί, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα λειώσουν τα ανώτερα στρώματα των πάγων της Γροιλανδίας γεγονός που θα οδηγήσει σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 6 – 7 μέτρα,
• αύξηση της λεγόμενης «κλιματικής ευαισθησίας» δηλαδή του τρόπου με τον οποίο το κλίμα θα αντιδράσει στο διπλασιασμό της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.
Οι διαταραχές στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς του περιβάλλοντος θα γίνονται αισθητές καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα.
Πέραν από την οικολογική διάσταση, η ενεργειακή πολιτική είναι και ένα μείζον γεωπολιτικό ζήτημα, ένας παράγοντας παγκόσμιας αστάθειας, όπως δείχνει η διεθνής κρίση (τμήμα της οποίας είναι και η ελληνο-τουρκική) γύρω από αμφισβητούμενες ζώνες οικονομικής εκμετάλλευσης (ΑΟΖ) και τις περιοχές διέλευσης των υποθαλάσσιων ή επίγειων αγωγών μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Επειδή είναι πολύ δύσκολο να απεμπλακεί η παραγωγή ενέργειας από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, δηλώνουμε απερίφραστα ότι είμαστε ενάντια στις εξορύξεις νέων ορυκτών καυσίμων. Οι εξορύξεις έχουν τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος, όπως έχει περίτρανα δείξει η εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές της Χαλκιδικής. Απέναντι στην παρατηρούμενη στροφή του καπιταλισμού στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), είτε με τη μορφή φωτοβολταϊκών συστημάτων, είτε και ανεμογεννητριών, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι μόνο η χρήση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) αλλά ο κεντρικός έλεγχος των ενεργειακών πόρων. Όσο η παραγόμενη ενέργεια από τα φωτοβολταϊκά και τις άλλες μορφές ΑΠΕ ελέγχεται κεντρικά από τις εταιρείες του κράτους και του ιδιωτικού τομέα δεν είναι δυνατόν να πραγματωθεί ο βασικός στόχος της πολιτικής του οικολογικού κινήματος για την ενεργειακή αυτονομία των πολιτών και των κοινοτήτων. Το αίτημα για ενεργειακή αυτονομία των πολιτών και των κοινοτήτων, που συμπυκνώνεται στο αίτημα για εργατικό έλεγχο στα συστήματα παραγωγής και διανομής ενέργειας, και επανακαθορισμό της κατανάλωσης με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας, είναι το βασικό μεταβατικό αίτημα σε αυτή τη φάση του «Ύστερου Καπιταλισμού»: ΑΠΕ κάτω από εργατικό έλεγχο.
Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα η παραγωγή ενέργειας από υδροηλεκτρικά εργοστάσια έχει πάρει μαζικές διαστάσεις, με ιδιαίτερη έξαρση την προηγούμενη δεκαετία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κτίσιμο τεράστιων φραγμάτων σε ποτάμια και λίμνες, που προκάλεσαν ανεπανόρθωτη οικολογική καταστροφή. Είμαστε ενάντια στα φράγματα. Συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα των κατοίκων της «Μεσοχώρας» ενάντια στο φράγμα του Αχελώου, αλλά και όπου αλλού προγραμματίζονται φράγματα, όπως στον Άραχθο κλπ.
Παράλληλα, παρά τις προσπάθειες παρουσίασης της πυρηνικής ενέργειας ως ένα είδος ενέργειας φιλικής προς το περιβάλλον (εφόσον δεν συνεισφέρει στην αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου) και παρά τους πυρηνικούς σχεδιασμούς των γειτονικών προς την Ελλάδα χωρών, εμμένουμε στο «όχι στην πυρηνική ενέργεια», εφόσον παραμένει άλυτο από επιστημονικής και τεχνικής πλευράς το πρόβλημα της διάθεσης των πυρηνικών αποβλήτων, με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει, κι εφόσον ο κίνδυνος πυρηνικών ατυχημάτων έχει αποδειχτεί ότι δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί.
1.β. Διατροφική Πολιτική
Από την εποχή ήδη του Μαρξ έχει τεθεί το ιστορικό πρόβλημα της αναντιστοιχίας απέναντι στην αλματώδη αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού στη Γη και της πεπερασμένης έκτασης των καλλιεργήσιμων εδαφών και βοσκοτόπων του πλανήτη. Το πρόβλημα αυτό εντείνεται στις μέρες μας λόγω της αυξανόμενης ερημοποίησης εδαφών αλλά και λόγω των κλιματικών αλλαγών, οι συνέπειες των οποίων οδηγούν σε μεγάλες περιόδους ξηρασίας, ιδιαίτερα στην Αφρική, με αποτέλεσμα τη λιμοκτονία πληθυσμών ολόκληρων περιοχών. Το ζήτημα της διατροφής είναι ταξικό ζήτημα. Είναι ζήτημα ταξικών διακρίσεων ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς στις καπιταλιστικές χώρες του αναπτυγμένου κόσμου, αλλά και ζήτημα αντίθεσης ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και στους λαούς του τρίτου κόσμου που υποσιτίζονται.
Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, οι λύσεις που έχουν προταθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης καλλιεργήσιμων εδαφών και κατ’ επέκταση τροφίμων εστιάζουν: α) στην ανάπτυξη και καλλιέργεια γενετικά μεταλλαγμένων φυτικών οργανισμών β) στην εντατικοποίηση των γεωργικών καλλιεργειών μέσα από την ανεξέλεγκτη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και γ) στην ανεξέλεγκτη χρήση ορμονών και άλλων βιοχημικών σκευασμάτων σε μονάδες ζωϊκής παραγωγής. Και στις τρεις περιπτώσεις πρόκειται για εξωτερική παρέμβαση στην τροφική αλυσίδα του ανθρώπου, με άγνωστες μέχρι στιγμής μακροπρόθεσμες συνέπειες. Για τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες οι επιστημονικές έρευνες έχουν επιβεβαιώσει σοβαρές διαταραχές στον ανθρώπινο οργανισμό, δηλαδή σοβαρές βλάβες στην υγεία των φτωχών των καπιταλιστικών χωρών και των ανθρώπων του τρίτου κόσμου. Οι λύσεις που προτείνει ο καπιταλισμός είναι καταστροφικές για τον ανθρώπινο οργανισμό, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται αλματωδώς το κέρδος των εταιρειών χημικής βιομηχανίας. Η ανθρώπινη υγεία παραμερίζεται μπροστά στην ανάγκη για αύξηση του κέρδους των εταιρειών χημικής βιομηχανίας. Απέναντι σε αυτή τη διατροφική πολιτική που είναι άμεσα συνυφασμένη με τις ταξικές διακρίσεις και την αύξηση του κέρδους αντιτασσόμαστε σθεναρά στην καλλιέργεια γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών και στην ανεξέλεγκτη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Στις παρούσες συνθήκες, το διατροφικό πρόβλημα είναι άμεσα συνυφασμένο με το πρόβλημα της ανισοκατανομής των παραγόμενων τροφίμων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο.
1.γ. Δομημένο Αστικό Περιβάλλον
Η συγκέντρωση του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις (megacities) με παράλληλη ερήμωση των αγροτικών περιοχών και εκφυλισμό των τοπίων της υπαίθρου είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής οργάνωσης του ύστερου καπιταλισμού. Δομικά, η συγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα οφείλεται στο ότι ο καπιταλισμός χρειάζεται, από τη μία, φτηνό εργατικό δυναμικό για τις ανάγκες της μαζικής παραγωγής, το οποίο εξασφαλίζει μετακινώντας τους πληθυσμούς της υπαίθρου στις πόλεις και αποδιαρθρώνοντας την παραδοσιακή αγροτική οικονομία∙ και από την άλλη χρειάζεται τόπους μαζικής κατανάλωσης. Αναφέρεται ότι σε μερικά χρόνια η αστικοποίηση θα προσεγγίσει ένα ποσοστό της τάξης του 75% για το σύνολο του πλανήτη.
Η αντιστροφή των σχέσεων πόλης – υπαίθρου στον Τρίτο Κόσμο – όπου το 70% του πληθυσμού είναι ακόμη αγρότες – θα βαθύνει τις ταξικές διαφοροποιήσεις και ανισότητες. Ήδη στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η μαζική μετακίνηση στις υπό δημιουργία μεγα-πόλεις σε μια εποχή οικονομικής κρίσης, όπου δεν υπάρχουν ευκαιρίες απασχόλησης, δημιούργησε μεγάλες φτωχογειτονιές, παραγκουπόλεις και γκέτο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία φαινομένων κοινωνικής αποσύνθεσης και έντονων κοινωνικών συγκρούσεων.
Τρία είναι τα βασικά προβλήματα που συνδέονται με το αστικό περιβάλλον: α) οι ελεύθεροι χώροι β) οι μεταφορές και τα ΜΜΜ και γ) η διαχείριση των απορριμμάτων. Και τα τρία έχουν αναδειχθεί σε πεδία συγκρούσεων και κινητοποιήσεων των κατοίκων των μεγάλων πόλεων.
Επιδιώκουμε:
α) Περισσότερους ελεύθερους χώρους στις πόλεις, αυτοδιαχειριζόμενους από επιτροπές κατοίκων
β) Ενίσχυση των ποιοτικών μη ρυπογόνων ΜΜΜ, όχι στην κουλτούρα του αυτοκινήτου (συμπεριλαμβανομένου και του ηλεκτρικού)
γ) Ενίσχυση των πολιτικών ανακύκλωσης ως τη μοναδική αποτελεσματική πολιτική διαχείρισης απορριμμάτων – όχι στην κουλτούρα του πλαστικού.
-
Ελλάδα 2018-21: το περιβαλλοντικό ζήτημα στο προσκήνιο
2.α. Το νομοσχέδιο για τον «Εκσυγχρονισμό της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας»
Οι μνημονιακοί νόμοι (2010-15) και οι σοβαρές αντιμεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, με χαρακτηριστική περίπτωση τον «περιβαλλοντοκτόνο» νόμο Χατζηδάκη, ο οποίος ψηφίστηκε την άνοιξη του 2020, δημιουργούν μια ιδιαίτερη κατάσταση για το οικολογικό ζήτημα στον ελλαδικό χώρο. Στον νόμο για τον «Εκσυγχρονισμό της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας» όπως αυτάρεσκα το αποκαλεί, περιλαμβάνονται διατάξεις που διευκολύνουν την μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος από κέντρο ανάπτυξης της ζωής σε πεδίο επένδυσης και παραγωγής κέρδους για το κεφάλαιο.
Συγκεκριμένα, ο νόμος:
-
Υπονομεύει την προστασία των περιοχών Natura 2000 και προωθεί ακόμα και μεταλλευτικές δραστηριότητες και εξορύξεις υδρογονανθράκων σε περιοχές προστασίας της φύσης.
-
Καταργεί την αυτοτέλεια των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ), που επόπτευαν τις προστατευόμενες περιοχές και γνωμοδοτούσαν για τα σχέδια διαχείρισης και για δραστηριότητες μέσα σε αυτές, συγκεντρώνοντας τις αρμοδιότητές τους στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, και υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητά τους.
-
Εκχωρεί τον έλεγχο των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) σε ιδιώτες, ακόμα και στον ίδιο τον «επενδυτή», επιβάλλοντας προθεσμίες για γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιών.
-
Προωθεί την επέκταση των βιομηχανικών ΑΠΕ, κυρίως των αιολικών, που έχουν ήδη προκαλέσει ανυπολόγιστη υποβάθμιση του περιβάλλοντος σε πολλές περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν.
-
Ανοίγει το δρόμο για τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων εντός δασικών εκτάσεων και κατά περίπτωση εντός υγροτόπων και ρεμάτων.
-
Αναθεωρεί τις διαδικασίες διαχείρισης στερεών αποβλήτων, χωρίς κανένα μέτρο κατά της υποβάθμισης των ρεμάτων από την ανεξέλεγκτη διάθεση αστικών και βιομηχανικών λυμάτων μέσα σε αυτά.
-
Παραβιάζει τις Ευρωπαϊκές οδηγίες, όπως αυτή για την Προστασία Οικοτόπων και Ειδών 92/43/ΕΟΚ, για την προστασία των άγριων Πτηνών 2009/147/ΕΚ, για τα Νερά 2000/60, για την Θαλάσσια Στρατηγική στη Μεσόγειο 2008/59, και Διεθνείς Συμβάσεις όπως τη Σύμβαση Ραμσάρ για τους Υγροτόπους, τη Συνθήκη της Βαρκελώνης για την Προστασία της Μεσογείου κ.α., τις οποίες υποκριτικά και κάτω από την πίεση του οικολογικού κινήματος συνυπέγραψαν οι αστικές κυβερνήσεις.
Μέσα από το νόμο διαφαίνεται ένα σχέδιο μετατροπής μεγάλων εκτάσεων γης, ακόμα και περιοχών προστατευόμενων από την κοινοτική οδηγία «Natura 2000», και περιοχών κοντά σε σημαντικούς βιότοπους, σε βιομηχανικές ζώνες, μέσω της εγκατάστασης βιομηχανικών αιολικών πάρκων (ανεμογεννητριών). Άλλες εκτάσεις, κοντά σε μεγάλες πόλεις, υποβαθμισμένης αγροτικής γης, δρομολογείται το να μπορούν χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή Χ.Υ.Τ.Α. κι εργοστασίων με σοβαρή εκπομπή ρύπων, όπως είναι η καύση σκουπιδιών (SRF, RDF κοκ). Οι μεγάλες αντιδράσεις για τα εργοστάσια της ΑΓΕΤ-Lafarge στο Βόλο και των ΕΛ.ΠΕ. στη Θεσσαλονίκη δείχνουν την ευαισθητοποίηση του τοπικού πληθυσμού γύρω από αυτά τα ζητήματα. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χωροθέτηση του Χ.Υ.Τ.Α. στην Κέρκυρα (Λευκίμμη), αγώνας ο οποίος, παρά το καταφανές δίκαιό, του αντιμετωπίστηκε με σκληρή καταστολή.
Ο νόμος εντάσσεται σε μια γενικότερη αναπτυξιακή και χωρική πολιτική στην οποία εντάσσεται και ο νόμος του 2020 για τον Χωρικό και Πολεοδομικό σχεδιασμό. Ο περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης σε μικρές εκτάσεις γης συνοδεύεται από εξαιρέσεις και ειδικά καθεστώτα για τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου, με έμφαση στις εγκαταστάσεις μαζικού τουρισμού.
2.β. Ενεργειακή πολιτική: Ελεύθερα βουνά χωρίς αιολικά
Η διαχείριση του ενεργειακού ζητήματος από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στηρίχτηκε στις ευρωπαϊκές πιέσεις για απολιγνιτοποίηση (παρά το χαμηλό σύνολο αέριων ρύπων που παρήγαγε τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα) και χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για τη διάλυση της ΔΕΗ και την παραχώρηση των δραστηριοτήτων της στα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα της ενέργειας, με πιο πρόσφατη την ιδιωτικοποίηση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ.
Η χρεοκοπία του νέου συστήματος «χρηματιστηρίου ρεύματος» είναι ήδη στον ορίζοντα, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να «συγκρατήσει» τις ανοδικές τιμές του ρεύματος, χρεώνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό (και άρα αυξάνοντας το χρέος, προκειμένου να μη γίνουν ορατές οι άμεσες επιπτώσεις της δραστηριότητας των καρτέλ της ενέργειας). Οι εξαγγελίες Μητσοτάκη (στη ΔΕΘ) περί «απορρόφησης του 80% των ανατιμήσεων» δεν πείθουν, με την ενεργειακή κρίση να είναι στον ορίζοντα, τις τιμές του φυσικού αερίου να αυξάνονται και το χειμώνα να πλησιάζει.
Η τακτική διασποράς βιομηχανικών ΑΠΕ σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και πολλά νησιά, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται (ή καλύτερα η πλήρης έλλειψη σχεδίου, καθώς οι αδειοδοτήσεις δίνονται σωρηδόν, ακόμα και με διάτρητες περιβαλλοντικές μελέτες) δημιουργούν μεσοπρόθεσμα σημαντικά προβλήματα στις τοπικές κοινωνίες. Τα οδικά δίκτυα που σχεδιάζονται στα βουνά και οι εκχερσώσεις μεγάλων εκτάσεων δάσους καταστρέφουν τα υπάρχοντα οικοσυστήματα, αλλοιώνουν το τοπίο και αυξάνουν τον κίνδυνο καταστροφικών πλημμυρών, ενώ τα υποτιθέμενα «αντισταθμιστικά οφέλη» για τους δήμους είναι ένα μέσο κατευνασμού των αντιδράσεων των τοπικών κοινωνιών. Ο κίνδυνος για τους βιότοπους έχει υπογραμμιστεί από το σύνολο σχεδόν των περιβαλλοντικών και οικολογικών οργανώσεων, ειδικά σε ό,τι αφορά τα αποδημητικά πουλιά. Οι αλλαγές στα οικοσυστήματα μπορούν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες για τη χλωρίδα και την πανίδα.
Αλλά και η χρηστικότητα των γιγάντιων ανεμογεννητριών, θα πρέπει να επανεξεταστεί. Έχει διαπιστωθεί ότι η περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλείται από την εγκατάσταση «αιολικών πάρκων» είναι τεράστια, ενώ το ενεργειακό ισοζύγιο μεταξύ κατασκευής και απόδοσης μιας ανεμογεννήτριας θα πρέπει να μελετηθεί ξανά.
Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί η έλλειψη πολιτικής όσον αφορά τη συντήρηση ή την αντικατάσταση (ή και ανακύκλωση) των βιομηχανικών ανεμογεννητριών όταν ξεπεράσουν τον αναμενόμενο χρόνο λειτουργίας τους. Τα υλικά των ανεμογεννητριών δεν ανακυκλώνονται, με αποτέλεσμα εκατοντάδες ανεμογεννήτριες να είναι απλά «κουφάρια» στις κορφές των βουνών ρυπαίνοντας το περιβάλλον.
2.γ. Η αποτυχία της πολιτικής των «εξορύξεων»
Η ισπανική εταιρεία Repsol, η οποία συμμετείχε σε τρία σχέδια εξορύξεων στο Ιόνιο, στην Αιτωλοακαρνανία και στην περιοχή Ιωαννίνων, ξεκίνησε τον Ιανουάριο να αποχωρεί μαζί με την Energean, αρχικά από την Αιτωλοακαρνανία, τον Μάρτιο ακολούθησε η αποχώρηση από την κοινοπραξία των Ιωαννίνων και πρόσφατα έφυγε και από το μπλοκ του Ιονίου, όπου είχε το 50% και το μάνατζμεντ.
Η αποχώρηση της Repsol από τα σχέδια έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής της με στόχο τον περιορισμό των επενδύσεων της στον τομέα έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη 20 από τα 34 έργα στα οποία συμμετείχε.
Η κίνηση της Repsol αποτυπώνει το γενικότερο προβληματισμό των μεγάλων πετρελαϊκών πολυεθνικών για το νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά την πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου λόγω της πανδημίας.
Έτσι, μέσα σε αυτό το κλίμα η πρόσφατη απόφαση των ΕΛΠΕ να αποχωρήσουν από τις χερσαίες παραχωρήσεις υδρογονανθράκων σε Άρτα – Πρέβεζα και Βορειοδυτική Πελοπόννησο ήταν αναμενόμενη. Αποτέλεσμα της παραπάνω εξέλιξης είναι τα δικαιώματα έρευνας και παραγωγής των δύο παραχωρήσεων να επιστραφούν εκ νέου στο ελληνικό Δημόσιο.
Στη λίστα της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) με τις υπό έρευνα περιοχές περιλαμβάνονται τέσσερις χερσαίες (Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Άρτα-Πρέβεζα και Β.Δ. Πελοπόννησος) και πέντε θαλάσσιες (Κατάκολο, Πατραϊκός, Θρακικό Πέλαγος, Δυτική Κρήτη, Νοτιοανατολική Κρήτη).
Η περίπτωση της Κρήτης ξεχωρίζει γιατί εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ως προς το μέγεθος των εμπλεκομένων εταιρειών, με τις Exxon-Mobil και Total να κατέχουν από 40% και τα ΕΛΠΕ 20% των δικαιωμάτων έρευνας και παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή, το χρονικό περιθώριο που διαθέτουν οι εταιρείες για να ξεκινήσουν τις σεισμικές έρευνες και τις γεωτρήσεις εκτείνεται μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, ενώ προβλέπεται δικαίωμα παράτασης έως το 2028, οπότε δεν βιάζονται για γρήγορες αποφάσεις. Αντίθετα, έχουν το περιθώριο να συνεκτιμήσουν όλα τα δεδομένα, δηλαδή την πορεία της αγοράς σε συνδυασμό με τις πρώτες εκτιμήσεις για τα πιθανολογούμενα κοιτάσματα στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα νέα δεδομένα, με τις διαδοχικές αποχωρήσεις από τα εγχώρια «οικόπεδα», δημιουργούν την ανάγκη για ένα επανασχεδιασμό της πολιτικής των εξορύξεων υδρογονανθράκων. Στην κυβέρνηση της ΝΔ έχουν αρχίσει και γίνονται σκέψεις στην κατεύθυνση ενός νέου αφηγήματος για τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες, μετά την πρώτη αποτυχία, και το οικολογικό κίνημα θα πρέπει να μην εφησυχάζει και να αντιμετωπίσει τη νέα πρόκληση με μαζικές αντιδράσεις, όπως ήταν οι δύο μεγάλες πανελλαδικές διαδηλώσεις που έγιναν στα Γιάννενα και στις οποίες η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος έδωσε το «παρών».
2.δ. Οι δασικές πυρκαγιές του καλοκαιριού 2021
Το καλοκαίρι του 2021 για μια ακόμη φορά γίναμε θεατές μια ολοκληρωτικής καταστροφής της φύσης, με τα πολλαπλά πύρινα μέτωπα να καίνε την χώρα. Εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους έγιναν στάχτη, χιλιάδες ζώα κάηκαν, δεκάδες οικισμοί και χωριά χάθηκαν από το χάρτη, άνθρωποι μετακινήθηκαν μαζικά βλέποντας τα σπίτια τους να καίγονται. Και δεν έχει σταματήσει αυτή η καταστροφή. Το αίσθημα θλίψης και οργής που φέρνει αυτή η καταστροφή πρέπει να γίνει συλλογικός αγώνας για την υπεράσπιση της φύσης και των ζωών μας.
Υπόλογη είναι αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, για τη συνέχιση της εγκληματικής πολιτικής απαξίωσης της προστασίας των δασών και γενικότερα του φυσικού περιβάλλοντος.
Η κυβέρνηση της ΝΔ διαχειρίστηκε επικοινωνιακά την κατάσταση αυτή προβάλλοντας «την ατομική ευθύνη» και το φταίξιμο το έριξε στον καύσωνα, στην «καύσιμη ύλη» των δασών και στους ανέμους, οι οποίοι μάλιστα ήταν γενικά ασθενείς. Όσο και εάν είναι διαρκείς και συνεχείς οι καύσωνες ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, αυτό δεν συνεπάγεται ότι η κατάσταση με τις δασικές πυρκαγιές θα έπρεπε να γίνει ανεξέλεγκτη και ότι δεν θα μπορούσαν αυτές να αντιμετωπιστούν τη στιγμή που γεννήθηκαν.
Οι αιτίες μπορεί εύκολα να εντοπιστούν: η αλόγιστη χρήση των πόρων της φύσης, η πλήρης διάλυση της δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης, η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών με όρους καταστολής και όχι πρόληψης, οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες για την μείωση πόρων και προσωπικού από τις βασικές υπηρεσίες προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ζωής. Η κλιματική αλλαγή, τις συνέπειες της οποίας βλέπουμε καθημερινά, χτύπησαν πολλές περιοχές της χώρας (πλημμύρες, καύσωνας, πυρκαγιές κοκ), δεν μπορεί να σταθεί ως δικαιολογία για μια κυβέρνηση ταγμένη στο δόγμα της πιο επιθετικής νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης, που η ίδια επιταχύνει την κλιματική αλλαγή.
Η κυβέρνηση, αποποιούμενη τις ευθύνες της, προσχηματικά υπερασπίζεται την ανθρώπινη ζωή. Προφανώς τα ζώα και τα δέντρα για την κυβέρνηση δεν αποτελούν κέντρα ζωής! Θέλοντας να μην έχει την φθορά που προκάλεσε στον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση το Μάτι, αφήνει ολόκληρες περιοχές να καίγονται και δεν αναφέρεται καν στην ανάγκη ανασύστασης μιας ενιαίας δασικής πυροσβεστικής υπηρεσίας, με προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης των πυρκαγιών, με καθαρισμό και συντήρηση των δασών από μόνιμο προσωπικό, που εδώ και χρόνια έχει αποψιλωθεί και έχει συγχωνευτεί στην πυροσβεστική πόλεως.
Αυτή η ανείπωτη καταστροφή μπορούσε να αποφευχθεί, αλλά οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους έχουν άλλες προτεραιότητες. Δεν είναι γενικά ανίκανη και αναποτελεσματική η κυβέρνηση. Όπως κάθε αστική κυβέρνηση, κινείται με βάση τη λογική κόστους-οφέλους. Η διαχείριση αυτή είναι καταστροφική και για τη φύση και για την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Αντί να δοθούν λεφτά στα δασαρχεία, δίνονται δύο δισεκατομμύρια για την αγορά rafale για την ένταση του πολεμικού ανταγωνισμού με την Τουρκία, με το ελληνικό κράτος να πρωτοστατεί στην πολεμική κούρσα των εξοπλισμών. Αντί να αγοραστούν πυροσβεστικά οχήματα και εναέρια μέσα πυρόσβεσης δημιουργούνται αστυνομικά σώματα για την καταστολή των αγώνων.
Σ΄ αυτή την καταστροφή δε θα μείνουμε απαθείς. Η θλίψη και η οργή μας θα γίνει φωνή αγώνα ενάντια στην καταστροφή του πλανήτη και στο σύστημα που καταστρέφει τις ζωές που ζουν σ’ αυτόν. Κατανοούμε την αγωνία της ανθρωπότητας να ζήσει σ’ ένα κόσμο που δεν θα καταστραφεί από τις καπιταλιστικές παρεμβάσεις πάνω στην φύση και την επέκταση της καπιταλιστικής οικονομίας, που καταστρέφει δασικές εκτάσεις για να ευνοηθεί με νέα πεδία και χώρους κερδοφορίας, που τσιμεντώνει κάθε πιθαμή περιαστικού δάσους στα αστικά κέντρα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ δείχνει αποφασισμένη να ασχοληθεί με την κλιματική αλλαγή μόνο κατ’ επίφαση: κατά τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2021 η μόνη μέριμνα ήταν η αποφυγή ανθρώπινων θυμάτων (στόχος ο οποίος τελικά δεν επετεύχθη). Οι τεράστιες καταστροφές σε Εύβοια και Αττική, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, δημιουργούν ένα ζοφερό τοπίο και κάνουν ξεκάθαρη τη χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου κράτους, με ένα μηχανισμό που αδυνατεί να πράξει τα στοιχειώδη, όχι για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά ακόμα και της ατομικής ιδιοκτησίας, στην οποία είναι ταγμένα τα καπιταλιστικά κράτη. Οι κρατικές αποζημιώσεις για τις καταστροφές (έμμεση παραδοχή ότι για την έκταση των φαινομένων και τις ζημιές δε φταίει μόνο η κλιματική αλλαγή, αλλά και η καταστροφική πολιτική του αστικού κράτους όσον αφορά το περιβάλλον και τη δόμηση) είναι εξαιρετικά ισχνές, παραπέμπονται συχνά στις ελληνικές καλένδες και σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούν περιβαλλοντική πολιτική. Το νέο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση, με έμμεση παραδοχή της αδυναμίας πρόληψης των φαινομένων. Η τακτική που ακολουθήθηκε στην Εύβοια με την παραχώρηση των καμένων εκτάσεων σε επιχειρήσεις για «αναδάσωση» και «αξιοποίηση» για 50 χρόνια δίνει τον τόνο: οι καταστροφές είναι ευκαιρία για το κεφάλαιο να επεκταθεί σε νέα πεδία, να κερδοφορήσει εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία θα κληθεί ποικιλοτρόπως να πληρώσει το λογαριασμό.
-
Στόχος η ανάπτυξη ενός μαζικού αντικαπιταλιστικού οικολογικού κινήματος
Η κυβερνητική πολιτική έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή από μεγάλα τμήματα των τοπικών κοινωνιών που επηρεάζονται από τα περιβαλλοντικά προβλήματα άμεσα, οδηγώντας σε ποικίλες αντιδράσεις. Ειδικότερα για το ζήτημα των αιολικών «πάρκων», οι βίαιες παρεμβάσεις στο τοπίο έχουν δώσει την αφορμή για το ξέσπασμα κινημάτων ενάντια στα αιολικά σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, με κάποια από αυτά να είναι ιδιαιτέρως μαζικά και δυναμικά (Τήνος, Άγραφα, Κεφαλλονιά κάποια εξ αυτών). Στα κινήματα αυτά εμπλέκονται όχι μόνο δυνάμεις της αριστεράς και της αναρχίας, αλλά και σημαντικά τμήματα των τοπικών κοινοτήτων, συχνά σε αντιπαράθεση με τις διοικήσεις των κατά τόπους δήμων και περιφερειακών ενοτήτων. Οι αγώνες αυτοί δείχνουν να ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τις τοπικές κοινωνίες και να στηρίζονται από σημαντικά τμήματα των τοπικών πληθυσμών. Κάποιες προσπάθειες συντονισμού τους έχουν αποφέρει αποτελέσματα, όχι μόνο σε επίπεδο ανταλλαγής απόψεων και αναλύσεων, αλλά και σε επίπεδο στήριξης των κατά τόπους κινητοποιήσεων και από κατοίκους και φορείς άλλων περιοχών. Η κατάσταση που διαμορφώνεται δείχνει να έχει μεγάλη δυναμική, καθώς θέτει σε αντίπαλα στρατόπεδα τους κατοίκους των περιοχών με τους τοπικούς άρχοντες και τους επιχειρηματίες, οι οποίοι προσδοκούν οφέλη από την ανάληψη έργων κατά την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών (οδοποιία, μεταφορές κοκ). Στα κινήματα συμμετέχουν αρκετές οικολογικές οργανώσεις, συντονιστικές οργανώσεις κατοίκων και αποδήμων των περιοχών, αλλά και σωματεία. Από πλευράς οργανωμένων δυνάμεων, συμμετέχουν συχνά οι δυνάμεις του ΚΚΕ, κυρίως σε περιοχές που μπορούν να καθορίσουν λόγω μαζικότητας την κατεύθυνση των κινημάτων, ενώ αλλού μπορεί να προτάσσουν διφορούμενες απόψεις, στα πλαίσια μιας λογικής παραγωγικισμού, δημιουργίας θέσεων εργασίας κοκ. Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν στις παρυφές των κινημάτων συνήθως, καθώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δρομολόγησε πολλά από τα έργα στα οποία αντιτίθενται τα κατά τόπους κινήματα. Πρόσφατα δε εμφανίστηκε (με σαφώς θεσμική άποψη) το ΜέΡΑ25. Πολλές αναρχικές συλλογικότητες είναι παρούσες (και σε κάποιες περιπτώσεις δίνουν τον τόνο), αν και οι αναλύσεις που χρησιμοποιούν συχνά είναι αντιφατικές και οι πηγές τους μπορεί να ελέγχονται επιστημονικά. Η αντικαπιταλιστική αριστερά παίζει ρόλο σε πολλά από αυτά τα κινήματα, αναλαμβάνοντας μάλιστα να σηκώσει το φορτίο των διώξεων που ασκούνται κατά των ακτιβιστών σε πολλές περιπτώσεις.
Στα κινήματα αυτά τείνουν να συγκροτούνται δύο (όχι πάντα αντιθετικές) απόψεις: μία πιο θεσμική, με προτάσεις για μπλοκάρισμα των έργων που προωθούνται με ένδικα μέσα, και μία πιο συγκρουσιακή, με καλέσματα για αποκλεισμό των δρόμων/λιμανιών ή άλλων αξόνων μεταφοράς των ανεμογεννητριών, δυναμικές παραστάσεις διαμαρτυρίας στα τοπικά συμβούλια που συζητούν για τη δρομολόγηση των υποστηρικτικών έργων υποδομής κοκ.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο Βόλο, αναφορικά με το εργοστάσιο της ΑΓΕΤ-Lafarge. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στη δραστηριότητα του εργοστασίου συνάντησαν πολύ υψηλά επίπεδα καταστολής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διάλυση της πορείας της 13ης Ιουνίου του 2020 και αποκορύφωμα τον ξυλοδαρμό του Β. Μάγγου από αστυνομικούς των δυνάμεων καταστολής έξω από τα Δικαστήρια Βόλου την επόμενη ημέρα, γεγονός που οδήγησε στο βαρύτατο τραυματισμό του, τη νοσηλεία του και εν τέλει το θάνατό του. Ο τρόπος διαχείρισης του γεγονότος από τις αρχές («ΕΔΕ», πρακτικά συγκάλυψη μέχρι σήμερα) αποτελεί σαφές δείγμα της αποφασιστικότητας των τοπικών αρχών (Μπέος, Αγοραστός) και των μεγάλων κομμάτων να προχωρήσει η αποδιάρθρωση των περιβαλλοντικών νόμων, ακόμα και με τόσο κραυγαλέους όρους (οι μετρήσεις ρύπων στο Βόλο τα τελευταία χρόνια είναι μονίμως πολύ πάνω ακόμα και από τα ήδη υψηλά ευρωπαϊκά όρια). Είναι χαρακτηριστικό ότι καμία από τις τελευταίες κυβερνήσεις (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ) δε μπήκε στην ουσία των παραβάσεων της ΑΓΕΤ, όσες φορές κι αν τέθηκε το ζήτημα, ενώ ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος του ΣΥΡΙΖΑ είχε καλύψει πλήρως τη δραστηριότητα της εταιρείας το διάστημα κατά το οποίο κατείχε το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από το Δήμο Βόλου έχει και άλλες εστίες περιβαλλοντικού χαρακτήρα διεκδικήσεων (Σταγιάτες, αγώνας ενάντια στην εμπορευματική αξιοποίηση του νερού), με αξιόλογη μαχητικότητα και δημοφιλία. Η μεγάλη δυναμική που αναπτύσσεται στο Βόλο είναι σημαντικό να υποστηριχτεί από την αντικαπιταλιστική αριστερά, στην κατεύθυνση της μαζικοποίησης και της πολιτικοποίησης του κινήματος, το οποίο φαίνεται να είναι και ο βασικός πολιτικός αντίπαλος για τη φασίζουσα δημοτική αρχή Μπέου. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να παίξει ένα αντικαπιταλιστικό σχήμα πόλης, συμπληρωματικά με το περιφερειακό σχήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Τα κινήματα που αναπτύσσονται για την υπεράσπιση του φυσικού περιβάλλοντος και ενάντια στις καταστροφικές συνέπειες της βιομηχανίας έχουν μια ιστορία δεκαετιών στον ελλαδικό χώρο, αλλά είναι ίσως η πρώτη φορά που είναι τόσο εκτεταμένα και μάλιστα αναπτύσσονται σχεδόν παράλληλα. Είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά, και κυρίως οι δυνάμεις της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., εμπλέκονται στις περισσότερες περιπτώσεις σε αυτά, δίνοντας δυναμικότητα και προσφέροντας σχέδιο και δυνατότητες συντονισμού κατά το δυνατόν. Λόγω της έλλειψης αναλύσεων για το περιβαλλοντικό ζήτημα στην Ελλάδα, είναι αναγκαίο να γίνουν προσπάθειες εξειδίκευσης των οικολογικών και οικοσοσιαλιστικών συμβολών του επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος σε εθνικό επίπεδο. Σε επίπεδο ανάλυσης, είναι χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δείχνει να απασχολεί ελάχιστα έως καθόλου τις δυνάμεις που εμπλέκονται στα κινήματα αυτά. Αν και το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δε μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά με ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου (η οποία στο σημερινό σύστημα φαντάζει αδύνατη), οι συνέπειές της θα πλήξουν πρώτα και κύρια την εργατική τάξη. Οι αναλύσεις που διακινούνται από ρεύματα εντός του αναρχικού χώρου και του χώρου της αυτονομίας περί αποανάπτυξης και επιστροφής σε ένα προηγούμενο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας δε μπορούν να απαντήσουν στην έκταση του ζητήματος, δεδομένης της τεχνολογικής προόδου και της εκθετικής αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού. Προβληματικές είναι και οι προσεγγίσεις των σταλινογενών ρευμάτων, οι οποίες ποντάρουν στην υπέρβαση της οικολογικής κρίσης μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την τεχνολογική εξέλιξη (φτάνοντας έτσι πολύ κοντά με την σκληρή καπιταλιστική θεώρηση του ζητήματος). Η εμβάθυνση των αναλύσεων, με την ενσωμάτωση επιστημονικών δεδομένων και την αξιοποίηση των θεωρητικών επεξεργασιών του επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος, μπορεί να δημιουργήσει όρους μαζικοποίησης του περιβαλλοντικού αγώνα και να δώσει νέες προοπτικές, σε συνδυασμό με δυναμικές κατά τόπους (αλλά και κεντρικού χαρακτήρα) κινητοποιήσεις σε ένα επόμενο στάδιο ανάπτυξης του κινήματος.
Ως επαναστάτες μαρξιστές, οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη φύση με μορφές αυτοοργάνωσης και αγώνα, με δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας στις πληγείσες περιοχές, με τα περιβαλλοντικά κινήματα ενάντια στις εξορύξεις και τα αιολικά πάρκα και μ’ ένα συνεκτικό σχέδιο και πρόγραμμα δράσης επαναστατικής οικοσοσιαλιστικής εναλλακτικής, για μια άλλη κοινωνία με ένα άλλο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Δεν θα γίνουμε στυλοβάτες ούτε της εθνικής ενότητας και του «θα λογαριαστούμε μετά», ούτε καπιταλιστικών προτάσεων αειφόρου κερδοφορίας και πράσινης ανάπτυξης, όταν ξέρουμε ότι το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι υπεύθυνο γι’ αυτή την καταστροφή.