Η οικονομική κρίση ενέτεινε το πρόβλημα της έμφυλης ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η υγειονομική κρίση του τελευταίου διαστήματος συνέβαλε στο να γίνουν κάποιες πλευρές της ακόμη πιο εμφανείς. Μια σειρά τέτοιων προβλημάτων αναδεικνύει το κείμενο αυτό, επικεντρωνόμενο κυρίως στην κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ελλάδα, υπό τη διακυβέρνηση της ΝΔ και την επιβολή της καραντίνας.
Σε όλο τον κόσμο, έπειτα από μια σειρά κυβερνητικές αποφάσεις συντηρητικών εις βάρος των όποιων δικαιωμάτων των γυναικών, οι γυναικείες διεκδικήσεις έχουν επανέλθει στο προσκήνιο. Π.χ., ενδεικτικά, τον Νοέμβριο του 2020 στην Πολωνία, μια σειρά από μαζικότατες κινητοποιήσεις κατάφεραν να παγώσουν τον σχεδιασμό για τον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό του δικαιώματος στην άμβλωση, άρα και την αυτοδιάθεση του γυναικειου σώματος. Πρόκειται για ένα μαζικότατο κίνημα που έλαβε χώρα, εν μέσω πανδημίας και περιοριστικών μέτρων, με στόχο να υπερασπιστεί τα γυναικεία δικαιώματα και κατάφερε να είναι επικίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Από την άλλη, σε όλη τη Λατινική Αμερική μέχρι πέρσι, οι αμβλώσεις επιτρέπονταν μόνο στην Κούβα, στην Ουρουγουάη και σε κάποιες περιοχές του Μεξικού και αποτελεί αγωνιστική κατάκτηση ότι πλέον είναι νόμιμες και στην Αργεντινή. Φέτος τον Μάρτη, χιλιάδες γυναίκες στην Ιστανμπούλ βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην απόσυρση της χώρας από τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Στην Ελλάδα, και υπό την πίεση και την παρέμβαση αντικαπιταλιστικών και φεμινιστικών οργανώσεων σε μαζικούς χώρους και στο δρόμο, για πρώτη φορά αναδείχθηκε δημόσια και πλατιά το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας ως απάντηση στα αυξημένα περιστατικά που παρατηρήθηκαν στο πρώτο lockdown, την άνοιξη του 2020. Επίσης, φέτος, το MeToo στο χώρο του θεάτρου όχι απλά έφερε το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης και της βίας στην ημερήσια διάταξη, αλλά ταρακούνησε και τα θεμέλια της κυβέρνησης της Ν.Δ που προσπάθησε να συγκαλύψει τα εγκλήματα των πολιτικών φίλων της. Σήμερα, οι γυναικοκτονίες δεν ερμηνεύονται πια ως εγκλήματα πάθους. Αξίζει να σημειωθεί και μια σειρά άλλων σημείων που δείχνουν την εγρήγορση του γυναικείου κινήματος, π.χ. Η μαζική αντίδραση στη συμμετοχή κυβερνητικών στελεχών, υπουργών, βουλευτών κ.λ.π. σε συνέδρια γονιμότητας που στόχο έχουν να αντιταχθούν στην αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος. Η ματαίωση τέτοιου συνεδρίου ήταν μια νίκη. Θετικό αποτέλεσμα ήταν επίσης το ότι στις 8 Μάρτη, η ΑΔΕΔΥ κηρύττει στάση εργασίας.
Γυναίκες στην καραντίνα
Τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, το αφήγημα της “ατομικής ευθύνης” για την καταπολέμηση της πανδημίας, τα μέτρα καραντίνας κλπ έφεραν στην επιφάνεια πτυχές της γυναικείας εκμετάλλευσης που δύσκολα έφταναν στον δημόσιο λόγο πιο πριν. Το “Μένουμε Σπίτι” αύξησε την εξάρτηση από την οικογένεια παραμερίζοντας το αίσθημα της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης και φυσικά τον ρόλο και την ευθύνη του κράτους. Έτσι, είδαμε σε πολλές περιπτώσεις να φαίνεται ξεκάθαρα τι ρόλο παίζουν οι γυναίκες, ειδικά σε μία περίοδο που τα παιδιά μένουν σπίτι γιατί τα σχολεία είναι κλειστά, η προσέλευση των αρρώστων σε δομές υγείας αποθαρρύνεται, οι ηλικιωμένοι χρειάζονται ιδιαίτερη προστασία και υπηρεσίες κ.ο.κ. Με το κράτος να αποσύρεται ακόμα περισσότερο από τη μέριμνα αυτών των κομματιών του πληθυσμού, οι γυναίκες ήρθαν να αναλάβουν το βάρος με την απλήρωτη εργασία τους.
Δεν πρόκειται για μία πρωτόγνωρη συνθήκη. Οι γυναίκες στον καπιταλισμό ανέκαθεν έπαιζαν αυτόν τον ρόλο. Η πατριαρχία αποτελεί τη βάση για την διαιώνιση αυτή της συνθήκης. Ιδιαίτερα με την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της λιτότητας, οι δομές του κράτους που θα μπορούσαν να σηκώσουν αυτό το βάρος από τις πλατες των γυναικών, συρρικνώθηκαν πολύ. Οι παιδικοί σταθμοί, τα ολοήμερα σχολεία, τα γηροκομεία, η βοήθεια των άρρωστων ατόμων στο σπίτι, η στήριξη των ΑΜΕΑ κ.ο.κ βρίσκονται σε έλλειψη εδώ και χρόνια και αντικαθίστανται όλο και περισσότερο από την αμισθί γυναικεία εργασία. Αυτό που άλλαξε ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της πρώτης καραντίνας την άνοιξη του 2020 είναι ότι γκρεμίστηκε – έστω προσωρινά – το ιδεολόγημα ότι οι γυναίκες πλέον, στον 21ο αιώνα στις δυτικές χώρες, απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα με τους αντρες.
Οι εργαζόμενες γυναίκες είναι έτσι κι αλλιώς επιφορτισμένες με πολλαπλές υποχρεώσεις (εργασία, φροντίδα νοικοκυριού, ανατροφή παιδιών -αν είναι και μητέρες) και όφειλαν να αντεπεξέλθουν σε όλες. Στην περίοδο της καραντίνας οι γυναίκες επιβαρύνθηκαν με επιπλέον αρμοδιότητες (πρόληψη νόσησης της οικογένειας με προσεκτική τήρηση των υγειονομικών μέτρων, φροντίδα ηλικιωμένων μελών της οικογένεια και περίθαλψή τους), έτσι ώστε η κόπωση και η συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου να δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω τους. Οι γυναίκες έπρεπε να εργάζονται είτε εκτός σπιτιού (μεγάλο κομμάτι των γυναικών έμεινε εκτεθειμένο στον κίνδυνο να προσβληθεί από covid σε εργασιακούς χώρους που συνέχιζαν να λειτουργούν ή επειδή αφορούσαν την κερδοφορία του κεφαλαίου ή επειδή αφορούσαν δραστηριότητες ζωτικής σημασίας στην καραντίνα -καθαριότητα,, σούπερ μάρκετ, τηλεφωνικά κέντρα κ.λ.π.) είτε εξ αποστάσεως.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας στην πανδημία και ερμηνεύεται ως η ακόμα μεγαλύτερη πίεση στις γυναίκες να επιτελέσουν τον κοινωνικό ρόλο που τους προσδίδεται, να εξυπηρετήσουν την κοινωνική αναπαραγωγή. Φυσικά, η ραγδαία αύξηση ήδη από τις πρώτες εβδομάδες καραντίνας μαλλον εξηγείται από τον ξαφνικό εγκλωβισμό των γυναικών με τους βίαιους συντρόφους τους, χωρίς τόσες ευκαιρίες διαφυγής. Η μεγάλη εικόνα όμως είναι ότι όταν το σύστημα διανύει κρίσεις, σφίγγει ακόμα περισσότερο τα δεσμά στους καταπιεσμένους, και η πατριαρχία δένεται πιο πολύ με την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Αυτά τα περιστατικά μπορεί να μας γεμίζουν θλίψη και οργή, όμως δεν δείχνουν μία μονοσήμαντη πραγματικότητα. Η δύσκολη καθημερινότητα που βίωσαν οι γυναίκες στην καραντίνα συντέλεσε στο να αναπτυχθεί και η συνείδησή τους για τον ρόλο τους, για τη σημασία της εργασίας τους εντός και εκτός σπιτιού και, ως εκ τούτου, να ενδυναμωθεί η αγωνιστικότητά τους. Παράλληλα, αναπτύχθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για τη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής και του ρόλου των γυναικών σε αυτή. Αυτή η προσέγγιση τροφοδότησε σε έναν βαθμό και το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων της 8ης Μάρτη του 2021. Είναι ένα χρήσιμο θέμα συζήτησης που θα πρέπει να κάνουμε το επόμενο διάστημα.
Το κίνημα Me Too
Η καταγγελία που άνοιξε το δρόμο για το Me Too ήταν της Μπεκατώρου από τον χώρο του αθλητισμού. Η κυβέρνηση προσπάθησε να αγκαλιάσει το κλίμα συμπαράστασης που είχε αναπτυχθεί και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Προσπάθησε να δείξει ότι υπό την αιγίδα της οι γυναίκες μπορούν να έχουν φωνή και να νιώθουν ασφάλεια. Όταν όμως, μαζικά, γυναίκες (αλλά και άντρες) από τον χώρο του θεάτρου, η μία μετά την αλλη άρχισαν να παίρνουν το θάρρος και να καταγγέλλουν ανοιχτά και δημόσια διακεκριμένους ηθοποιούς και σκηνοθέτες για κακοποίηση, παρενόχληση και βιασμό, αυτό το κλίμα άλλαξε, καθώς αποκαλύφθηκε ότι οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά και αναδείχθηκε το μέγεθος της νομιμοποίησης που είχαν μέχρι σήμερα από την εκάστοτε εξουσία.
Το κίνημα αυτό κλόνισε την εικόνα της κυβέρνησης, κατέδειξε την διαφθορά της, την πραγματική της σαπίλα κάτω από το κάλυμμα της αριστείας. Η κυβέρνηση προσπάθησε να συγκαλύψει την υπόθεση Λιγνάδη ακόμα και για το αποτρόπαιο έγκλημα του παιδοβιασμού. Είναι θετικό που γρήγορα το κίνημα πολιτικοποιήθηκε και απαίτησε την παραίτηση της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη καταδεικνύοντας τις πολιτικές ευθύνες που υπάρχουν. Μέσα σε αυτό το κλίμα απονομιμοποίησης της κυβέρνησης έλαβε χώρα και η πορεία της 8ης Μάρτη του 2021, η οποία φυσικά δεν δέχτηκε καθόλου καταστολή σε μία περίοδο αποθράσυνσης των αστυνομικών δυνάμεων.
Πρέπει να πούμε ότι η γραμμή της ηγεσίας του ΣΕΗ που έλεγε να σταματήσουν οι δημόσιες καταγγελίες και οι άνθρωποι να αρχίσουν να απευθύνονται κατευθείαν στο σωματείο ήταν λάθος. Η δημοσιότητα ήταν κλειδί για την δυναμική αυτού του κινήματος, τόσο για το πως ενθάρρυνε όλο και περισσότερα άτομα να μιλήσουν όσο και για τον αντίκτυπό του στην κοινωνία ολόκληρη. Φυσικά και το σωματείο έπρεπε να μαζέψει τις καταγγελίες και να βοηθήσει στον δικαστικό αγώνα, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Η σεξιστική βία και καταπίεση δεν θα λυθεί εν τέλει με δικαστήρια. Θα λυθεί με συλλογική αντίσταση και οργάνωση που θα δίνει μαχητικές απαντήσεις – μέσα και έξω από τα δικαστήρια – απέναντι σε τέτοια περιστατικά, ειδικά όταν οι δράστες είναι πρόσωπα σε θέσεις εξουσίας, και που θα προάγει την ταξική ενότητα όλων των καταπιεσμένων σε όλες τις μάχες.
Με την αυτοπεποίθηση που δίνει σε όλες εκείνες και όλους εκείνους που έχουν βιώσει κακοποίηση, θα πρέπει να ρίξουμε τις δυνάμεις για να μεταφερθεί το κλίμα που δημιουργήθηκε στον χώρο του θεάτρου, σε όλους τους εργασιακούς και μαζικούς χώρους. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, σε σωματεία και συλλόγους, θα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία και να βάλει το ζήτημα της συγκρότησης επιτροπών που θα καταγράφουν τη σεξιστική βία ούτως ώστε οι φορείς του κινήματος να υποστηρίζουν τα θύματα και να δίνουν συλλογικές απαντήσεις. Αυτό θα είναι ένα καταλυτικό βήμα για την ενότητα των καταπιεσμένων με την εργατική τάξη.
Ο νέος νόμος Τσιάρα
Τον Μάιο του 2021 ψηφίστηκε ο νέος νόμος για την συνεπιμέλεια. Το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο είναι ο καρπός των συζητήσεων της κυβέρνησης και του υπουργού Τσιάρα με υπερσυντηρητικά και μισογύνικα μπλοκ πατεράδων με σκοπό τη μείωση των διατροφών που καταβάλλουν στις μητέρες. Ο ίδιος ο υπουργός είναι γνωστός για τις αντιεπιστημονικές και οπισθοδρομικές απόψεις του καθώς έχει υποστηρίξει ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν είτε με έναν γονιό είτε από ομόφυλα ζευγάρια αναπτύσσουν ψυχολογικά προβλήματα και παρεκκλίσεις. Το νομοσχέδιο αρχικά είχε τον σκοπό να εδραιώσει ένα καθεστώς υποχρεωτικής συνεπιμέλειας μετά το διαζύγιο αλλά μέχρι την ψήφισή του άλλαξε ριζικά ο χαρακτήρας του.
Το νομοσχέδιο αυτό, η ιδέα ότι μετά το διαζύγιο και οι δύο γονείς έχουν δικαίωμα στην ανατροφή του παιδιού, είχε απήχηση και σε ανθρώπους και ομάδες που από μία προοδευτική σκοπιά θεωρούν ότι θα είναι ωφέλιμο. Η συνεπιμέλεια θα ανακούφιζε ανθρώπους που στερήθηκαν τα παιδιά τους άδικα μετά από ένα άσχημο διαζύγιο. Επίσης, υπήρχαν και φωνές που προσπάθησαν από φεμινιστική σκοπιά να υπερασπιστούν αυτό το νομοσχέδιο υπό την έννοια ότι η υποχρεωτική συνεπιμέλεια θα καταργούσε σε ένα βαθμό το ρόλο της γυναίκας ως από φύσει αρμόδια και αποκλειστικά υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών.
Ο νέος νόμος στην πραγματικότητα θέτει μία σειρά από νέα κριτήρια για την αφαίρεση της επιμέλειας που όπως είναι φυσικό, θα μπορούν να επιστρατεύονται πιο εύκολα εναντίον του πιο ευαλωτου οικονομικά και κοινωνικά μέρους, που είναι οι γυναίκες. Δεν προσφέρει κανένα εργαλείο για να αναγκαστεί ένας αδιάφορος γονέας να εμπλακεί στην ανατροφή αν δεν το επιθυμεί. Παράλληλα, με το τεκμήριο ότι ο γονέας που δεν διαμένει με το παιδί πρέπει να περνά μαζί του, το 1/3 του χρόνου, θα υπάρχουν περιπτώσεις που γυναίκες θα αναγκάζονται να βλέπουν τους κακοποιητές τους. Συνολικά, θα μπορούσε να αποτελεί ένα εκβιαστικό όπλο εναντίον των γυναικών, κάτι που θα τις αποθαρρύνει από το να ζητήσουν διαζύγιο και ανοίγει φυσικά τον δρόμο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια σε μία μετέπειτα φάση.
Αντίθετα, θα πρέπει να διεκδικήσουμε μέτρα στήριξης για όλους τους ευάλωτους γονείς, έγγαμους ή διαζευγμένους, το βασικό που λείπει σήμερα. Η συνεπιμέλεια μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ενίσχυσης των οικογενειακών δικαστηρίων και της ενίσχυσης υποστηρικτικών ψυχολογικών δομών που θα μπορούν να βλέπουν κάθε περίπτωση ξεχωριστά, για να καταλήγει στο τι είναι το πιο συμφέρον για το παιδί και να βοηθά τους γονείς να συμφωνούν σε συναινετικές λύσεις. Σε νομοθετικό επίπεδο, πρέπει να διεκδικήσουμε μεταρρυθμίσεις που θα διευρύνουν τα δικαιώματα των διάφορων μορφών οικογένειας, τις μονογονεϊκές, των ομόφυλων ζευγαριών, των τρανς γονέων κ.λ.π. που λείπουν σήμερα και είναι πραγματικά επίκαιρες και αναγκαίες.
Γυναικοκτονίες
Στις 22/9/2021 στη Ρόδο, η (τριαντάχρονη) Δώρα δολοφονήθηκε από τον πρώην σύντροφό της, ο οποίος την πυροβόλησε και έπειτα αυτοκτόνησε. Η Δώρα ήταν η ενδέκατη γυναίκα που δολοφονήθηκε το 2021 λόγω του φύλου της. Αιτία αυτών εγκλημάτων είναι ότι οι δράστες θεωρούσαν ότι γυναίκες αυτές ήταν ιδιοκτησία τους.
Όσο κι αν πληγώνει όλες και όλους μας αυτή η κατάσταση, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη μεγάλη αλλαγή που έχει επέλθει στο δημόσιο λόγο. Ακόμα και αστικά ΜΜΕ μιλούν πλέον για γυναικοκτονίες και όχι για εγκλήματα πάθους ή εγκλήματα τιμής ή οικογενειακές τραγωδίες. Είναι μία αλλαγή που οφείλεται στους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος παγκοσμίως.
Αποτελεί διεκδίκηση του κινήματος να γίνει επίσημος ο όρος “γυναικοκτονία” για την περιγραφή αυτών των εγκλημάτων, και όχι απλά ανθρωποκτονία. Αυτό δεν σημαίνει – όπως ακούγεται – ότι υποτιμούμε τις γυναίκες σα να μην είναι άνθρωποι, ούτε ότι κάθε θάνατος γυναίκας μπορεί να περιγραφεί από αυτόν τον όρο. Διεκδικούμε όμως να γίνεται ξεκάθαρη η φύση του εγκλήματος, το κίνητρο της βίας. Δίνουμε πολιτική βαρύτητα στη συζήτηση γύρω από αυτα τα περιστατικά, αναδεικνύουμε το κοινωνικό πρόβλημα που εκφράζουν και καλούμε τις γυναίκες και όλο τον κόσμο να αναλάβει συλλογική δράση ενάντια σε αυτό.
Το δικαίωμα σε ασφαλή άμβλωση
Όπως και σε άλλες χώρες, βλέπουμε και στην Ελλάδα να διαμορφώνεται ένα μπλοκ ενάντια στο δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση. Αυτό το μπλοκ περιλαμβάνει την εκκλησία, κομμάτια της ακροδεξιάς αλλά και της επίσημης συντηρητικής δεξιάς. Ενδεικτική είναι η Ημερίδα “Αφήστε με να ζήσω” τον Μάιο του 2018 στο Πολεμικό μουσείο, που εκτός από εκπροσώπους της εκκλησίας που εκτός από παπάδες, συμμετείχε και ο Παναγιώταρος της Χ.Α. και το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γονιμότητας τον Ιουλιο του 2018 – που ακυρώθηκε μετά από πιέσεις – με συμμετοχή της ΠτΔ και βουλευτών και υπουργών της κυβέρνησης.
Ψευδή στοιχεία που διαδίδονται μιλούν ακόμα και για 400.000 αμβλώσεις τον χρόνο, ενώ τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι είναι περίπου 17.000 τον χρόνο. Σε αυτόν τον παραλογισμό επιδίδονται όχι μόνο θρησκευτικά σωματεία ή και αθλητικές εφημερίδες (Sportime 29/12/2019) αλλά ακόμα και υπουργοί της κυβέρνησης όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης που ισχυριζόταν ότι κάθε χρόνο έχουμε διπλάσιες εκτρώσεις από γεννήσεις. Επίσης από επίσημα χείλη γίνεται λόγος για το δημογραφικό πρόβλημα με τρόπο που θέτει στο επίκεντρο τις εκτρώσεις ή και τις προσφυγικές ροές. Το αφήγημα είναι ότι το έθνος τείνει προς τον αφανισμό και για αυτόν τον λόγο οι γυναίκες πρέπει να υποτάξουν τα σώματά τους στην υπηρεσία της πατρίδας και με την καθοδήγηση της εκκλησίας (η έκτρωση είναι “αμαρτία”), ενώ οι πρόσφυγες και μετανάστες/ριες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απειλή. Το δόγμα “Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια” περιγράφει πολύ καλά την εν λόγω συζήτηση και επιστρατεύεται για να αυξήσει τον έλεγχο πάνω στον γυναικείο πληθυσμό και να στρέψει την κοινωνία σε αντιδραστικές (μισογύνικες, θρησκόληπτες, ξενοφοβικές, μισαλλόδοξες) θέσεις.
Υπερασπιζόμαστε αταλάντευτα το δικαίωμα των γυναικών να επιλέγουν τι θα κάνουν με το σώμα τους. Επιπροσθέτως διεκδικούμε ασφαλείς και δωρεάν αμβλώσεις από το δημόσιο σύστημα υγείας και στήριξη σε κάθε γυναίκα, ανεξαρτήτως εισοδήματος, που επιλέγει την άμβλωση.
Για τον Ζακ Κωστόπουλο
Ο Ζακ, ένα πολύτιμο μέλος του ΛΟΑΤΚΙΑ+ κινήματος και των δικαιωμάτων των οροθετικών, δολοφονήθηκε βάναυσα το 2018 από νοικοκυραίους καταστηματάρχες και όργανα της τάξης. Η αστυνομία με τα φυτευτά ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του, τα ΜΜΕ με τη συκοφάντισή του, ένα σύμπλεγμα ακροδεξιών δικαστικών, ιατροδικαστών και δικηγόρων – που έχουν υπερασπιστεί φασίστες στο παρελθόν – με μηχανορραφίες και κωλυσιεργία, ακόμα και μία φασιστική γκρούπα που έκανε την εμφάνισή της στο σημείο της δολοφονίας για να διαδηλώσει κατά των τοξικομανών και των ομοφυλόφιλων την επομένη της δολοφονίας, όλος αυτός ο βούρκος έδρασε συντονισμένα για να νομιμοποιήσει τη βία που δέχτηκε ο Ζακ. Όλος αυτός ο βούρκος επιστράτευσε όλα τα αντιδραστικά ιδεολογήματα για να δείξει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας που πρέπει να προστατεύεται πάσει θυσία.
Ως απάντηση σε αυτή την προσπάθεια, ένα αυθόρμητο πολύχρωμο κίνημα βγήκε στον δρόμο και υπερασπίστηκε τον Ζακ, όχι μόνο ως αθώο αυτής της υπόθεσης, αλλά και όλους τους τίτλους που με συκοφαντική διάθεση προσπάθησαν να του προσάψουν. Ο αγωνιζόμενος κόσμος υπερασπίστηκε τον ομοφυλόφιλο, τον οροθετικό, τον τοξικοεξαρτημένο, τον φτωχό, τον άνθρωπο με την άστατη σεξουαλική ζωή, τον ακτιβιστή, ακόμα και τον ληστή. Ο αγωνιζόμενος κόσμος φώναξε ότι καμία ζωή, ειδικά μία ζωή που απαξιώνεται και περιθωριοποιείται από το σύστημα, δεν αξίζει λιγότερο από μία τζαμαρία ενός καταστήματος.
Για αυτόν τον λόγο πρέπει να παλέψουμε για να τιμωρηθούν οι δολοφόνοι και να ιεραρχήσουμε ψηλά την δικαστική μάχη. Είναι μία μάχη για τη δικαίωση του Ζακ και των κατατρεγμένων αυτού του κόσμου. Αν οι δολοφόνοι του Ζακ και ο συρφετός που επιστρατεύτηκε για να τους υπερασπιστεί, μεταξύ των οποίων και ο δικηγόρος και ακροδεξιός υπουργός Πλεύρης, κινητοποιούνται προς υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας και της αστυνομικής βαρβαρότητας, τότε εν τέλει είναι μία μάχη ταξική. Ταξικά πρέπει να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ενάντια στην καταπίεση που δέχονται, στη βία που φτάνει να είναι μέχρι και δολοφονική.
Για ένα φεμινιστικό κίνημα ταξικό και πολιτικά επικίνδυνο
Η απεργιακή 8η Μάρτη είναι πλέον μία πραγματικότητα και πρέπει να αποτελεί τον κύριο άξονα για την δράση του φεμινιστικού κινήματος. Συνεχίζουμε να στηρίζουμε την “Συνέλευση 8η Μάρτη” η οποία έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Πρόκειται για μία συνέλευση που ενισχύει την ενότητα του φεμινιστικού με το εργατικό κίνημα, που χτίζει διεθνιστικές σχέσεις με φεμινιστικά κινήματα και γυναικείες συλλογικότητες του εξωτερικού, που συνέχισε να μάχεται για τα δικαιώματα των γυναικών σε συνθήκες lockdown. Ως οργάνωση, και στηρίζοντας την Σ8Μ, συνεχίζουμε να παλεύουμε για να είναι η 8η Μάρτη ημέρα γενικής απεργίας αναδεικνύοντας τον ταξικό χαρακτήρα της καταπίεσης των γυναικών.
Πλέον οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί και άλλα περιστατικά έμφυλης ή σεξουαλικής βίας που φτάνουν στη δημοσιότητα συνοδεύονται από αυθόρμητες ή οργανωμένες κινητοποίησεις. Αυτή η κατάσταση δεν προέκυψε ξαφνικά. Θυμόμαστε την πορεία της 25ης Νοέμβρη του 2018 που μαζικοποιήθηκε λόγω της δολοφονίας Τοπαλούδη, την πορεία στο κέντρο της Αθήνας στις 14 του Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς. Φέτος, με το ελληνικό MeToo είδαμε πως η ενασχόληση του κινήματος με το θέμα της έμφυλης σεξιστικής βίας μπορεί να απειλήσει τη σταθερότητα μιας κυβέρνησης. Θέλουμε το φεμινιστικό κίνημα να παίρνει τέτοια πολιτικά και εν τέλει ταξικά χαρακτηριστικά. Θέλουμε η αντίσταση στη βία να είναι συλλογική και οργανωμένη. Θέλουμε οι μαζικοί φορείς του εργατικού κινήματος να οπλιστούν για να μπορούν να δώσουν αυτή τη μάχη. Όταν το εργατικό κίνημα κάνει υπόθεση δική του τα αιτήματα όλων των καταπιεσμένων εντός του, γίνεται πιο δυνατό.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να δει τις ευκαιρίες που ανοίγονται σε αυτό το πεδίο. Για να μπορέσει να το κάνει αυτό θα πρέπει να ανοίξει και ένας ιδεολογικός διάλογος μεταξύ των οργανώσεων για όλα αυτά τα ζητήματα. Από τη μία πρέπει να ξεπεραστούν οι σταλινικές ιδεολογικές αγκυλώσεις που ταλανίζουν μεγάλο κομμάτι του κινήματος και από την άλλη να αποφύγουμε νεοτερίστικες προσεγγίσεις που δεν βλέπουν την ταξική φύση της καταπίεσης και τείνουν να διαχωρίζουν παρά να ενώνουν τους καταπιεσμένους. Η Γυναικεία Ομάδα της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος και συνολικά η οργάνωσή μας, το επόμενο διάστημα θα συμβάλει με όσες δυνάμεις διαθέτει στον εμπλουτισμό αυτής της συζήτησης.