Συνδιάσκεψη ΟΚΔΕ-Σπάρτακος 2018, Γιάννης Φελέκης, ΤΠΤ, συμβολή 2
Επί 170 χρόνια τώρα που υπάρχει σε ένα βαθμό συνειδητό εργατικό σοσιαλιστικό κίνημα, η ταξική και η πολιτική συνείδηση των εκμεταλλευομένων τάξεων δεν εμφανίζεται αυτόματα και ομοιόμορφα στον καθένα ανάλογα με την ταξική του θέση μέσα στην κοινωνία. Πέρα από το γεγονός της κυριαρχίας της ιδεολογίας και της προπαγάνδας της κυρίαρχης αστικής τάξης, που συστηματικά πολεμά ενάντια σε μια τέτοια συνειδητοποίηση, είναι και η ανάγκη των εκμεταλλευομένων κοινωνικών στρωμάτων να βελτιώσουν τις άμεσες ανάγκες τους και το βιωτικό τους επίπεδο χωρίς να έχουν τη γνώση, τη διάθεση ή το απαιτούμενο κουράγιο να παλέψουν για το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και την εξάλειψη της εκμετάλλευσης. Πολύ περισσότερο σήμερα που τα διάφορα εγχειρήματα για μια άλλη κοινωνία είχαν τα χειρότερα δυνατά αποτελέσματα και κατέληξαν στο αντίθετό τους, τον πιο άγριο και μαφιόζικο καπιταλισμό, σπέρνοντας βαθιά απογοήτευση και δυσπιστία για τις επαναστατικές ιδέες.
Όλα τα παραπάνω είναι που καθορίζουν τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων που αποκτούν ένα στοιχειώδες επίπεδο συνείδησης. Oργανώνονται σε ρεφορμιστικά κόμματα ή ακολουθούν και στηρίζουν τέτοια κόμματα και πολιτικές που υπόσχονται εύκολες βελτιώσεις της κατάστασης εδώ και τώρα και εντός του συστήματος, αντί να εντάσσονται σε μια επαναστατική οργάνωση που βάζει υψηλούς και δύσκολους στόχους και απαιτούν μεγαλύτερη στράτευση έχοντας και περισσότερο κίνδυνο.
Είναι λοιπόν αντικειμενικές και υποκειμενικές οι αιτίες που ο ρεφορμισμός είναι πλειοψηφικός μέσα στο κίνημα. Για αυτό το λόγο, οι επαναστάτες μαρξιστές αντί να τους καταγγέλλουν ως ταξικούς αντίπαλους και να διαχωρίζονται γεωγραφικά από τους ρεφορμιστές, επίμονα προτείνουν τα ενιαίο μέτωπο δράσης, διατηρώντας την πολιτική τους ανεξαρτησία και διεξάγοντας καθημερινή συντροφική αντιπαράθεση μαζί τους προωθώντας πρωτοβουλίες δράσης για καυτά ζητήματα της περιόδου, εντάσσοντας τις δράσεις αυτές στη μεταβατική λογική και προετοιμάζοντας τους, στη πιθανή προοπτική ανόδου ενός κινήματος, με ποιά διαδικασία μπορούμε να φτάσουμε σε με κατάσταση δυαδικής εξουσίας και αμφισβήτησης του συστήματος. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος μέσα από τον οποίο οι καθημερινοί επί μέρους αγώνες μπορούν να μαζικοποιηθούν και να είναι νικηφόροι και, ταυτόχρονα, να διαλύονται οι ρεφορμιστικές αυταπάτες των αγωνιστών μέσα από την ίδια τους την εμπειρία και τη θεωρητική τους κατάρτιση.
Σε όλη την ιστορία του εργατικού κινήματος ήταν οι ρεφορμιστές που απομονώναν, που φίμωναν ή εξόντωναν κάθε τι στα αριστερά τους. Στις τελευταίες δεκαετίες, δυστυχώς, οι αντικαπιταλιστές μας – λόγω της ιδεολογικοπολιτικής τους φτώχειας που δεν τους διαχωρίζει με σαφήνεια από τον ρεφορμισμό – θεωρούν τον ρεφορμισμό κάτι σαν ίωση οπότε και μάλλον πιστεύουν ότι η απομόνωση, η γεωγραφική απομάκρυνση και οι κατάρες θα τους γλυτώσουν από την ασθένεια.
Από την άλλη, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι φωστήρες αντικαπιταλιστές, στα πλαίσια της εφαρμογής τους ‘ενιαίου μετώπου’ ταυτίστηκαν με το ρεφορμισμό, θεωρώντας την πολιτική τους συνεργασία εφ’ όλης της ύλης με το Συνασπισμό – που στην ουσία ήταν ένα μόνιμο πολιτικό μέτωπο με ενιαίο σχέδιο που διεκδικούσε τη διαχείριση της αστικής εξουσίας – σαν εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου και έτσι ενισχύοντας τις αυταπάτες. Όλα αυτά εντάθηκαν πολύ περισσότερο όταν πριν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση, όλοι μαζί συναποφάσισαν να λειτουργούν σαν ενιαίο κόμμα.
Στο άλλο άκρο τα Μ.Λ., η πλειοψηφία του ΝΑΡ μαζί με την ΟΚΔΕ-Σπάρτακο αγνόησαν πλήρως την αριστερή στροφή της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που από τη μια σιχάθηκε τη δικομματική διαχείριση του παρελθόντος και ακόμα περισσότερο τη δικομματική τους διακυβέρνηση μετά το ’12, και από την άλλη, απογοητευμένη από την αναποτελεσματικότητα των αγώνων μπροστά στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, έκανε την επιθυμία της ευχή και κρεμάστηκε από την υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του που θα έσκιζε τα μνημόνια και με ένα νόμο και ένα άρθρο θα αποκαθιστούσε τα πάντα.
Με τη σεχταριστική της στάση, αυτή η άκρα αριστερά αγνόησε το κλασικό ρητό ότι “το ψέμα έχει κοντά ποδάρια”, όπως και το ότι το αδύνατον της υπόσχεσης θα αποδεικνυόταν. Αντί να παρακολουθούν από πολύ κοντά αυτή τη στροφή και να παίρνουν πρωτοβουλίες για κοινή δράση, κάτι που θα δημιουργούσε σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και θα επιτάχυνε την διάλυση των αυταπατών, επέλεξαν την αυτοαπομόνωση και τη στείρα καταγγελία. Και στη συνέχεια να φτάνουν στο σημείο να θεωρούν όχι μόνο ανάξιο λόγου αλλά και εγκληματικό να απευθυνθούν στους συντρόφους που μετά τη διάψευσή τους αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ και προσπαθούν να εξηγήσουν τι έφταιξε, τι έπρεπε να γίνει και δεν έγινε, και τι πρέπει να γίνει τώρα.
Η τρίτη εκδοχή της ίδιας ανιστόρητης και ανερμάτιστης κατάστασης που διακρίνει την άκρα αριστερά, η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ για έξι χρόνια συμπορευόμενες κατά καιρούς με το ΝΑΡ, θεωρούσαν ότι το πρόβλημα θα λυνόταν με την συνένωση με την ομάδα του Αλαβάνου, ως που βρέθηκε στο δρόμο τους η ΛΑΕ, όπου συναντήθηκαν με τη ΔΕΑ και λύθηκε πρόβλημα.
Το πρόβλημά μας δεν λύνεται με το να κόβουμε και να ράβουμε τη κοινωνία στα μέτρα μας όπως μας κατέβει. Οφείλουμε να κατανοήσουμε τη σημασία της κάθε κοινωνικής διεργασίας: τι είναι και που εδράζεται ο ρεφορμισμός, ποιά είναι τα όριά του, πότε και κάτω από ποιές συνθήκες μπορεί να κάνει μεταρρυθμίσεις, μέχρι που μπορεί να φτάσει το ενιαίο μέτωπο κοινού αγώνα μεταξύ επαναστατών και ρεφορμιστών για συγκεκριμένους στόχους. Το ενιαίο μέτωπο δεν είναι συμψηφισμός προγραμμάτων και στρατηγικών. Είναι μέτωπο για συγκριμένους στόχους, όπου οι συμβαλλόμενοι διατηρούν άθικτη την προγραμματική τους ανεξαρτησία και στρατηγική. Είναι μέτωπο ρεφορμιστών και επαναστατών. Διαφορετικά θα είναι απλά μέτωπο ρεφορμιστών ή μέτωπο αριστεριστών αν αφορά συλλογικότητες που αναφέρονται στην εργατική τάξη και την αριστερά. Δεν μιλάμε για λαϊκά μέτωπα αριστερών και αστικών κομμάτων – που υπήρξε το αγαπημένο όλων των αποχρώσεων σταλινικών – για ‘εθνικούς σκοπούς’, που με αυτόν τον τρόπο το εργατικό κίνημα υποτάσσονταν στους σκοπούς των καπιταλιστών.
Γιάννης Φελέκης