Στην ιστοσελίδα του InternationalViewpoint, στις 2 Νοεμβρίου και στην μόνιμη στήλη Debates αναρτήθηκε μια συνέντευξη του Α. Νταβανέλου με τίτλο Greece‘s radical left after Syriza. Την συνέντευξη είχε δώσει αρχικά ο A. Ντ. στον (ή στην;) Liz Walsh, από την αυστραλιανή ιστοσελίδα Red Flag όπου είχε εκεί αναρτηθεί ήδη από την 1η Φεβρουαρίου 1917.
Το αξιοπερίεργο γεγονός ότι η συνέντευξη αυτή ανασύρεται εννέα ολόκληρους μήνες μετά από την αρχική δημοσίευσή τηςκαι εμφανίζεται στο IV, ασφαλώς δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί σαν μια προσπάθεια να απαντηθούν οι πρόσφατες, εν όψει παγκοσμίου συνεδρίου της ΤΔ, εξ αριστερών κριτικές, για την ανεπιφύλακτη υποστήριξηπου παρείχε το IV στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, τα προηγούμενα χρόνια. Όμως από την άλλη πλευρά η μη έγκαιρη δημοσίευσή της, θα πρέπει πάλι να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Α. Ντ.στη συνέντευξη αυτή, προσπαθεί να διασώσει την τιμή των όπλων της ΔΕΑ κρατώνταςκάποιες αποστάσεις από την τακτική των «πλατιών κομμάτων». Ατυχώς για τους αγγλόφωνους αναγνώστες του IV η συνέντευξη του Α.Ντ., περιέχει επίσης σημαντικά κενά, αυθαίρετες εκτιμήσεις, παραπληροφόρηση, αντιφάσεις και ανακρίβειες.
Η δημιουργία και η φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται από τον Α. Ντ., σαν ένα δημιούργημα που αναδύθηκε μέσα από την «κοσμογονία» του Κοινωνικού Φόρουμ της περιόδου 2001-2004. Εγχείρημαστο οποίο αφήνει να εννοηθεί ότι συμμετείχαν, με κάποιο ισότιμο τρόπο: «δυνάμεις με διαφορετικές ιδεολογικές παραδόσεις και υπόβαθρο (όπως θα λέγαμε ρεφορμιστές, κεντριστές, και επαναστάτες μαρξιστές)». Το γεγονός ότι από τη πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, το 2004, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονταν σταθερά κάτω από την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία και τον απόλυτο έλεγχο της εκάστοτε γραφειοκρατικής, ρεφορμιστικής ηγεσίας του ΣΥΝ(Αλαβάνος και στη συνέχεια Τσίπρας) και ότι αυτή η ηγεσία ήταν που καθόριζε αποκλειστικά την πολιτική και την φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αναφέρεται καθόλου από τον Α. Ντ.. Οι περίφημες «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ (περίπου 10 τον αριθμό μεταξύ των οποίων και η ΔΕΑ), αποτελούσαν στην πραγματικότητα μικρούς, αυτοτελείς δορυφορικούς πολιτικούς σχηματισμούς, με μια δραστηριότητα (κάποιων από αυτές) στα κοινωνικά κινήματα αντίστασης, αλλά χωρίς καμιά δυνατότητα διαφοροποιημένης πολιτικής απεύθυνσης και πολύ περισσότερο χωρίς καμιά δυνατότητα απήχησης σε εθνική κλίμακα, και επίσης απολύτως καμιά δυνατότητα παρέμβασης στην κεντρική πολιτική σκηνή, πράγμα που μονοπωλούνταν αυστηρά από την εκάστοτε γραφειοκρατική, ρεφορμιστική ηγεσία του ΣΥΝ. Η αναμφισβήτητη αυτή πραγματικότητα σχετικά με την ίδρυση και το εσωτερικό καθεστώς του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι κάτι που ο Α.Ντ.αποφεύγει εντελώς να αναφέρει στην συνέντευξή του.
«Πλατιά κόμματα» και η διαφοροποίηση της ΔΕΑ
Η ΔΕΑ,όπως μας αποκαλύπτει ο Α.Ντ. στη συνέντευξη, είχε μια διαφορετική άποψη για τα «πλατιά κόμματα» από αυτήν που «για παράδειγμα εκφράζονταν από ορισμένα τμήματα της Τετάρτης Διεθνούς».
Θα πρέπει λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι σύμφωνα μετον Α. Ντ. η τακτική των «πλατιών κομμάτων», δεν είναι η πολιτική τακτική που προκρίνει και προωθεί σταθερά η ηγεσία της ΤΔ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, αλλά απλώς μια «άποψη ορισμένων τμημάτων της». Ίσως για το λόγο αυτό δεν θεώρησε σκόπιμο να αντιπαρατεθεί έγκαιρα και ανοιχτά, ως όφειλε σαν επαναστάτης μαρξιστής, με την πολιτική της ηγεσίας της ΤΔ τα προηγούμενα κρίσιμα χρόνια και να προσπαθήσει να την διορθώσει! Αντίθετα θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι φρόντιζε να αποκρύπτει την διαφορετική άποψη της ΔΕΑ, ώστε ο οργάνωσή του να χαίρει της εμπιστοσύνης της απληροφόρητης ηγεσίας της ΤΔ και να εξασφαλίζει έτσι και την σχετική προνομιακή στήριξη και προβολή.
Η διαφοροποίηση της πολιτικής της ΔΕΑ συνίσταται κατά τον Α. Ντ. σε τρία πράγματα που τα παραθέτουμε μεταφρασμένα κατά λέξη στη συνέχεια:
«Α) Δεν θεωρεί (η ΔΕΑ) τα «πλατιά κόμματα» σαν την «τελική απάντηση» στο ζήτημα του κόμματος αλλά σαν μια μεταβατική διαδικασία σε πολύ ειδικές συνθήκες, στο πλαίσιο μιας κρίσης του κινήματος αντίστασης και της αριστεράς.
Β) Για το λόγο αυτό ποτέ δεν αποδέχθηκαν την διάλυση της οργάνωσής τους και ποτέ δεν υπόστειλαν τα ανεξάρτητα «εργαλεία» οικοδόμησης και διατήρησαν τις πολιτικές τους σχέσεις με τις λαϊκές τάξεις (εφημερίδα, περιοδικό, συναντήσεις, πολιτικές εκδηλώσεις).
Γ) Από την αρχή επιχειρηματολογούσαν δημόσια για την ανάγκη ενός οργανωμένου αριστερού ρεύματος μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΔΕΑ παρά το γεγονός ότι έχαιρε της εκτίμησης ενός μεγάλου τμήματος των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, ποτέ δεν ενώθηκε με την ηγετική πλειοψηφία – ούτε ακόμη στη διάρκεια της πιο «ριζοσπαστικής» φάσης του Τσίπρα.»
Όσον αφορά το πρώτο, τη θεώρηση δηλαδή των πλατιών κομμάτων σαν μια «μεταβατική διαδικασία», για να απαντήσουμε θα χρειάζονταν πρώτα-πρώτα μια ξεκάθαρη και συγκεκριμένη τοποθέτηση από μέρους του Α. Ντ.. Που ακριβώς και με ποιον τρόπο αποβλέπει να καταλήξει αυτή η «μεταβατική διαδικασία» ώστε να συζητήσουμε στο φως της ήδη αποκτημένης εμπειρίας, σχετικά με την αποτελεσματικότητα ή όχι της επιλογής της ΔΕΑ.
Σχετικά με το δεύτερο, την απόφαση της διατήρησης της οργανωτικής αυτοτέλειας της ΔΕΑ στη διάρκεια του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, κατ’ αρχήν δεν μπορούμε να έχουμε αντιρρήσεις, με τη διαφορά ότι μια τέτοια τακτική, που ο Α. Ντ. την θεωρεί σωτήριαγια τη ΔΕΑ (και μάλιστα παρακάτω την αντιπαραβάλλει με την αυτοκαταστροφική τακτική των τμημάτων της ΤΔ στην Βραζιλία και στην Ιταλία), θα έπρεπε με εντιμότητα και θάρρος να την είχε υπερασπιστεί και να την προτείνει έγκαιρα στα τμήματα της ΤΔ που συμμετείχαν και εξακολουθούν σήμερα να συμμετέχουνσε αντίστοιχα εγχειρήματα (π.χ. στο PODEMOS στην Ισπανία, στο Μπλόκο στη Πορτογαλία, στην Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία). Οπωσδήποτε θα πρέπει να προσθέσουμε ότι έτσι κι αλλιώς διευκόλυνε τη τακτική της ΔΕΑ προς αυτή τη κατεύθυνση, το γεγονός ότιο γραφειοκρατικός μηχανισμός του ΣΥΝ φρόντιζε το χρονικό διάστημα της συνύπαρξης των οργανώσεων στο σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ, να διατηρεί αυστηρά τα οργανωτικά διαχωριστικά στεγανά με τις δορυφορικές «ακροαριστερές συνιστώσες», (τουλάχιστον μέχρι την απόφαση του Τσίπρα να διαλύσει τυπικά τις «συνιστώσες» και να δημιουργήσει τον «ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ» το 2012, όταν δεν είχανπλέον να του προσκομίσουν κάτι αξιόλογο εκλογικά και δυνητικά αποτελούσαν εμπόδιο για την μελλοντική του, ολοκληρωτική ενσωμάτωση στους αστικούς θεσμούς με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας που άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα).
Σχετικά με το Γ,ο Α. Ντ. δεν μας διαφωτίζει τι εννοεί με τον όρο «οργανωμένο αριστερό ρεύμα». Εννοεί κάτι διαφορετικό από τη «Αριστερή Πλατφόρμα»που κυριαρχούνταν από την σταλινική-ρεφορμιστική φράξια του Λαφαζάνη; ή εννοεί μια πιο «σφιχτή» συσπείρωση των επαναστατικών μαρξιστικών οργανώσεων που συμμετείχαν στο ΣΥΡΙΖΑ; ή εννοεί απλώς ότι η επιχειρηματολογία της ΔΕΑ τελεσφόρησε με την διάσπαση της «Αριστερής Πλατφόρμας» από τον «ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ» και τη δημιουργία στη συνέχεια της ΛΑΕ το καλοκαίρι του 2015;
Θα πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι απ’ όσο τουλάχιστον θυμόμαστε, η ΔΕΑ συμμετείχε στο συντονιστικό όργανο μιας μάλλον τυπικής (και διακοσμητικής θα λέγαμε)«ηγεσίας» του ΣΥΡΙΖΑ (Γραμματεία) αλλά κυρίως επωφελούνταν οικονομικά από την εσωτερική διανομή της κρατικής επιχορήγησης προς τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Μια οικονομική ενίσχυση οπωσδήποτε σημαντικήγια τη συντήρηση των «επαγγελματιών» του στελεχιακού δυναμικού της και των εκδόσεών της. Όμως, όπως εμμέσως πλην σαφώς, αφήνει τώρα να εννοηθεί ο Α. Ντ. αντιφάσκοντας με την αρχική του εικονογράφηση του ΣΥΡΙΖΑ, η πραγματική εξουσία για τη χάραξη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονταν πάντοτε σταθερά στα χέρια της ηγετικής ομάδας της «πλειοψηφίας», δηλαδή με άλλα λόγια στην γραφειοκρατική ρεφορμιστική ηγεσία του ΣΥΝ. Η υπενθύμιση από τον Α. Ντ. της μη προσχώρησης της ΔΕΑ σε αυτήν την ηγετική ομάδα,«ακόμη και κατά τη περίοδο της«ριζοσπαστικής» φάσης του Αλέξη Τσίπρα», θα πρέπει μάλλον να είναι ένας υπαινιγμός που αφορά τα μέλη κάποιων άλλων «συνιστωσών», που έχαιραν (και χαίρουν;) της προτίμησης επίσης της ηγεσίας της ΤΔ.
Μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας
Στη συνέχεια όμως η αυθαιρεσία των εκτιμήσεων και η παραπληροφόρηση του Α. Ντ. κυριολεκτικά απογειώνονται :
«Στη διάρκεια αυτών των 11 χρόνων, η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε στη δημιουργία ενός πλατιού στρώματος πολιτικών ακτιβιστών στην Ελλάδα. Αυτό το στρώμα είναι ποσοτικά μεγαλύτερο από πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Είναι επίσης καλύτερης πολιτικής ποιότητας… κλπ.»
Όλοι εμείς οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στα κοινωνικά κινήματα αντίστασης ήταν από μηδενική έως ασήμαντη και στην πραγματικότητα εμπλέκονταν σε κάποιο βαθμό μόνο ορισμένες από τις «συνιστώσες» του και οπωσδήποτε όχι ο κύριος κορμός του, ο ΣΥΝ. Αντίθετα μάλιστα η τακτική της ηγεσίας του ΣΥΝ ήταν στη καλύτερη περίπτωση να κρατά αποστάσεις ασφαλείας από τα κινήματα ή ακόμη χειρότερα να δρα πυροσβεστικά στις κορυφαίες κινητοποιήσεις των εργαζομένων, έχοντας πάντοτε σαν αποκλειστικό στόχοτη μεσοπρόθεσμη εκλογική άνοδο και την μελλοντική του ολοκληρωτική ενσωμάτωση στους αστικούς θεσμούς.
Στη πραγματικότητα, το σημαντικότερο στρώμα των ακτιβιστών που ωρίμασε πολιτικά αυτά τα χρόνια βγάζοντας συμπεράσματα από την αρνητική εμπειρίατης πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, αναπτύχθηκε σαφώς έξω από τις γραμμές της επίσημης αριστεράς (του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ) με σημαντικό παράγοντα που συνέβαλλε στη διαδικασία αυτή, την έγκαιρη ίδρυση και την διαρκή παρουσία σε εθνική κλίμακα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.Είναι προφανές ότι στη περίπτωση που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είχε κατορθώσει να συσπειρώσει όλες τις δυνάμεις των μαρξιστών επαναστατών στη Ελλάδα και να εξασφαλίσει την ανεπιφύλακτη υποστήριξή της από την ριζοσπαστική αριστερά στο εξωτερικό, τα αποτελέσματα αυτά θα ήταν πολύ περισσότερο εντυπωσιακά.
Από την άλλη πλευρά ένα σημαντικό τμήμα μιας μαχητικής αλλά πρωτόγονα πολιτικοποιημένης νεολαίας, αηδιασμένο από την πολιτική της επίσημης αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ), στράφηκε μαζικά προς τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Αντίθετα, στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ η απογοήτευση και η σύγχυση που επικράτησαν, έφεραν όπως είναι φυσικό και την μερική πολιτική αποστράτευση πολλώνκαλοπροαίρετων αγωνιστών, που ωστόσο δεν αποτελούσαν ποτέ κάποια πολύ αξιόλογηαγωνιστική συμβολή στον εργατικό συνδικαλισμό ή στα κινήματα της κοινωνικής αντίστασης.
Θα αντιπαρέλθουμε προς το παρόν την επίκληση, του Α. Ντ. στα κείμενα του 4ου συνεδρίου της Κομιντέρν, σε σχέση με τον δυνητικά μεταβατικό ρόλο μιας «κυβέρνησης της αριστεράς» σε συνθήκες κρίσης. Η σχετική συζήτηση νομίζουμε ότι έχει προ πολλού εξαντληθεί και ότι έχουν δοθεί ήδη επαρκείς και αναλυτικές απαντήσεις, όπως αυτή του SteveBloom.
Η «αυτοκριτική»
Ωστόσο μετά από την κυβερνητική εμπειρία του 2015, ο Α. Ντ. είναι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να προχωρήσει και σε μερικές αντικειμενικότερες εκτιμήσεις για τη φύση του εγχειρήματος, που μας τις παρουσιάζει κάπως ντροπαλά σαν «αυτοκριτική».
Αποδείχθηκε, μας λέει (μεταφράζοντας κατά λέξη) ο Α. Ντ., ότι:
«α) προϋπόθεση για να ασκηθεί μια μεταβατική πολιτική που θα περιλαμβάνει μια κυβέρνηση της αριστεράς αποτελεί ένα υψηλότερο επίπεδο άμεσης πολιτικής παρέμβασης των μαζών από αυτήν που είχαμε στην Ελλάδα το 2015.
β) ο (δυσμενής) συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών τόσο στο κόμμα όσο και στο κοινωνικό κίνημα.»
Ακόμη διαπίστωσε,μας λέει παρακάτω,ότι κατά τη στιγμή του «κρίσιμου τεστ» ήρθε στην επιφάνεια το «ευρωκομουνιστικό υπόβαθρο» της «ηγετικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ».
Τα πραγματικά ερωτήματα όμως στα οποία θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας, να προσπαθήσει απαντήσει μια «αυτοκριτική» είναι:
α) Ποιος υπήρξε ο πραγματικός ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ για την «άνοδο του επιπέδου της άμεσης πολιτικής παρέμβασης των μαζών το 2015» αλλά και κατά τα προηγούμενα κρίσιμα χρόνια; Μήπως δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ ο κύριος υπεύθυνος που καλλιέργησε τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που έφεραν την υποχώρηση των μαζικών κινητοποιήσεων μετά την περίοδο της ανόδου 2010-11; Μήπως δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που το 2015 εναπόθεσε όλες τις ελπίδες των λαϊκών στρωμάτων αποκλειστικά στο τραπέζι της «σκληρής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές»;
β) Ποιος ήταν ο ακριβής συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των ρεφορμιστών και των επαναστατών στο «κόμμα» του ΣΥΡΙΖΑ; (Ας αφήσουμε κατά μέρος το πολύ συζητήσιμο και δύσκολα μετρήσιμο συσχετισμό δυνάμεων στο «κίνημα»). Ασφαλώς ένας «εσωκομματικός» συσχετισμός δυνάμεων είναι πάντοτε εύκολα μετρήσιμος και με μεγάλη μάλιστα ακρίβεια. Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να μας εκθέσει ο Α. Ντ. την άποψή του για το πότε αυτός ο δυσμενής συσχετισμός διαμορφώθηκε, αλλά και το πως εξελίχθηκε στη πορεία των 11 χρόνων του εγχειρήματος.
Είναι όμως απορίας άξιο πως είναι δυνατόν, όταν τα παραπάνω ήταν απολύτως προβλέψιμα, οφθαλμοφανή και διατυπωμένα σε μεγάλο βαθμό με σαφήνεια, πολύ πριν από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, από έναν σημαντικό αριθμό διαφορετικών οργανώσεων και αγωνιστών της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς, ο Α. Ντ. και η ΔΕΑ δεν μπορούν να τα αντιληφθούν ακόμη και μετά από αυτή την καταστροφική εμπειρία του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ.
Η καταστροφή και το πάθημα που δεν έγινε μάθημα
Σε ορισμένες σύντομες αναφορές του, κατά την περιγραφή της νέας πολιτικής συγκυρίας και της κατάστασης του κινήματος, ο Α. Ντ., από τη νέα του πλέον οπτική γωνία εκτός ΣΥΡΙΖΑ, (δηλαδή από τη ΛΑΕ), γίνεται σαφέστερος ως προς τις επιπτώσεις της «κυβέρνησης της αριστεράς»:
«Η ταχύτητα της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ (η απότομη στροφή από το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα στο ΝΑΙ λίγες ημέρες αργότερα) και ο κυνισμός της κυβερνητικής πολιτικής μετά από αυτό προκάλεσε την απογοήτευση σε μεγάλο τμήμα του λαού. Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ταχύτατη, αλλά προς το παρόν είναι σιωπηλή. Δεν εκφράζεται με μια άνοδο της ενεργητικής συμμετοχής στις κινητοποιήσεις, αλλά με μια στροφή στον ατομικό αγώνα για επιβίωση στο περιβάλλον της κρίσης. Ακόμη και για να πραγματοποιηθούν οι παραμικρότερες κινητοποιήσεις απαιτείται μια πολύ μεγαλύτερη οργανωτική προσπάθεια από τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς.
…
Αλλά η μαζική απογοήτευση από το ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί νέες ευκαιρίες για τη Χρυσή Αυγή…»
Είναι βέβαιο ότι ούτε η «ταχύτητα της συνθηκολόγησης», ούτε ο «κυνισμός της κυβερνητικής πολιτικής» μας προέκυψαν αιφνιδίως σαν μια ουρανοκατέβατη φυσική καταστροφή, αλλά είναι η λογική κατάληξη όλης της προηγούμενης ρεφορμιστικής πολιτικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ. Στη δημιουργία αυτής της κοινωνικής καταστροφής δυστυχώς συμβάλλανε σε κάποιο βαθμό που τους αναλογεί και όλοι όσοι τον στήριξαν πολιτικά και οργανωτικά, στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, ανάμεσά τους και η ΔΕΑ. Όμως αυτή τη σκληρή αλήθεια είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο να την αποδεχτεί ο Α. Ντ., καθώς εξακολουθεί να αρνείται να βάλλει το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων. Να αναγνωρίσει δηλαδή ότι η συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι η λογική κατάληξη της πορείας του, που προδιαγράφεται από την ίδια τη ρεφορμιστική φύση του. Αν ο Α. Ντ. προχωρούσε σε μια τέτοια παραδοχή θα έπρεπε να επανεξετάσει μέσα από αυτό το πρίσμα και την ένταξή του στη ΛΑΕ, που δεν αποτελεί παρά μια θλιβερή προσπάθεια επανεκκίνησης του ίδιου εγχειρήματος ενώ ταυτόχρονα κουβαλάει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του προ-κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ.