Η εμφάνιση των «κίτρινων γιλέκων» είναι, μετά τις απεργίες ενάντια στον Εργασιακό Νόμο το 2016, ένα νέο σύμπτωμα μιας κοινωνικής οργής που σοβεί και καταλήγει να εκρήγνυται. Από την πλευρά των ηγεσιών του εργατικού κινήματος, όσοι και όσες περνούσαν τον χρόνο τους εξηγώντας ότι δεν υπήρχε «ατμός», ότι μεγαλοποιούσαμε το πραγματικό μέγεθος των αγώνων κλπ. διαψεύστηκαν οικτρά. Την εποχή της Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης, μας έλεγαν περίπου ότι ήταν «τα μεσάνυχτα του αιώνα». Και το κίνημα ενάντια στον Εργασιακό Νόμο ξεπήδησε, αιφνιδιάζοντας σχεδόν όλο τον κόσμο. Μετά την εικαζόμενη ήττα απέναντι στον νόμο, μας υποσχέθηκαν μια μακρά υποχώρηση των αγώνων και γελοιοποίησαν την ιδέα μιας «πλατιάς πρωτοπορίας» σε μια περίοδο αγώνων και πολιτικοποίησης που ξεκινούσε τότε με τα πάνω και τα κάτω της. Η άνοιξη του 2018 αιφνιδίασε εκ νέου σχεδόν όλο τον κόσμο… και η εικαζόμενη ήττα των σιδηροδρομικών σήμανε την επιστροφή των προφητών της δυστυχίας: αποφασιστικά, η περίοδος χαρακτηριζόταν αγιάτρευτα και μονόπλευρα από την υποχώρηση, όχι από αστάθεια και εκρηκτικότητα. Τα «κίτρινα γιλέκα» διαψεύδουν αυτές τις αναλύσεις. Είναι έκφραση μιας πιο γενικής κατάστασης: της συσσώρευσης των διεσπαρμένων αγώνων,της κοινωνικής οργής, του εκλογικού και ιδεολογικού βάρους της ακροδεξιάς, της πολιτικής συνεργασίας των επίσημων ηγεσιών του εργατικού κινήματος υπό το προκάλυμμα της συμμετοχής στον «κοινωνικό διάλογο», της ατονίας της άκρας αριστεράς. Δεν είναι η αρχή ενός κινήματος, αλλά μια από τις πλευρές της κατάστασης που άνοιξε μετά το 2016 και την κινητοποίηση ενάντια στον Εργασιακό Νόμο. Η κινητοποίηση δεν είναι γραμμική: πηγαίνει από ανοδικές φάσεις σε καθοδικές, και περνάει από αποσπασματικές κινητοποιήσεις των διαφόρων τομέων της τάξης. Αλλά τα «κίτρινα γιλέκα» θα έπρεπε να είναι κυρίως ένα καμπανάκι για το εργατικό κίνημα. Είναι η δική του βαθιά ανεπάρκεια που επέτρεψε σε άλλες κοινωνικές δυνάμεις να πάρουν την πρωτοβουλία και να καταλάβουν το γήπεδο της αντιπαράθεσης με τον Μακρόν.
Μακρόν, την πάτησες άσχημα, όλος ο κόσμος είναι στο δρόμο!
Η αστική τάξη θεωρούσε ότι είχε βρει στον Μακρόν έναν ιδανικό υποψήφιο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της και να της επιτρέψει να αυξήσει τις νίκες που είχε ήδη πετύχει μετά την κρίση του 2009: ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων αυξάνεται ακόμα, ενώ οι απολύσεις πολλαπλασιάζονται. Εν τέλει είναι ένα χαμένο στοίχημα. Ο πρόεδρος των πλουσίων συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την αυξανόμενη πολύμορφη κοινωνική οργή. Η καταβαράθρωση του ποσοστού δημοτικότητάς του έχει σπάσει ρεκόρ ταχύτητας τους τελευταίους μήνες. Έχει ήδη δυσκολία να εμφανιστεί δημόσια, ακόμα και λάθρα, χωρίς να αποδοκιμαστεί, είτε στα Ηλύσια Πεδία, είτε μπροστά στη νομαρχία στο Πυί-αν-Βελαί… Το να πέσει ο Μακρόν, που εξελέγη πριν ενάμιση χρόνο, είναι ήδη ένα από τα συνθήματα που ακούγονται περισσότερο στις διαδηλώσεις. Από το περασμένο καλοκαίρι, όπως λέει μια παροιμία, το ψάρι άρχισε να βρωμάει από το κεφάλι. Μοιάζει μακρινός ο καιρός που, σε ομαδική φωτογραφία, τα «πρώτα ονόματα» εμφανίζονταν γύρω από τον νικητή των προεδρικών του 2017: οι Hulot, Collomb, Flessel κλπ. Η υπόθεση Μπεναλλά άνοιξε τον χορό, μετά είχαμε τις υποθέσεις Κόλερ και Νυσσέν. Ενάμιση χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Μακρόν χτυπήθηκε από τα συνήθη συμπτώματα που είναι τυπικά για τους αστούς κυβερνητικούς ηγέτες που είναι αφοσιωμένοι στα συμφέροντα της εργοδοσίας: κηλιδώθηκε με πολιτικοοικονομικά σκάνδαλα και υπέστη τη λαϊκή κατακραυγή∙ η περιφρόνησή του για τις λαϊκές τάξεις θα κάνει τα υπόλοιπα. Αλλά ο Μακρόν παραμένει πάνω απ’ όλα μια μαριονέτα στην υπηρεσία των αφεντικών και των τραπεζιτών. Αν σπάσει το σκοινί, η αστική τάξη θα βρει εύκολα άλλο ενεργούμενο ή έναν άλλο κυβερνητικό συνδυασμό για να συνεχίσει να περνάει την πολιτική της, που συνίσταται σήμερα στο να παίρνει πίσω κομμάτι-κομμάτι όλα αυτά που κατακτήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες από τον κόσμο της δουλειάς. Το στοίχημα δεν είναι λοιπόν τόσο να πάρουμε το κεφάλι του Μακρόν, όσο να σταματήσουμε τον οδοστρωτήρα που προχωράει εδώ και τόσα χρόνια.
Πολυάριθμες αντιστάσεις, αλλά κανένα σχέδιο για την ενοποίησή τους
Δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι η πορεία του οδοστρωτήρα δεν μπορεί να μπλοκαριστεί. Άλλωστε οι μόνιμες αναταράξεις του δικού μας κοινωνικού στρατοπέδου το λένε καλύτερα απ’ όλους. Η κινητοποίηση των σιδηροδρομικών και εκείνη των φοιτητών, μετά βίας έναν χρόνο μετά την εκλογή Μακρόν, το είχαν ήδη δείξει από την περασμένη άνοιξη. Το πλήθος των κλαδικών απεργιών, που ξαναπήραν μπρος για τα καλά από τα τέλη του καλοκαιριού, δείχνουν ότι, μακριά από παραιτημένες ρητορείες, ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζόμενων είναι αποφασισμένο να μην παραιτηθεί. Αυτό που έβγαλε στην επιφάνεια η κινητοποίηση του 2016 ενάντια στον Εργασιακό Νόμο δεν έχει σβήσει. Στις μαχητικές διαθέσεις προστίθενται ήδη αγώνες παραδειγματικοί από την άποψη της διάρκειάς τους, και επομένως της αποφασιστικότητας αυτών που τους κάνουν: οι ταχυδρομικοί του Hauts–de–Seine, σε απεργία από τις 26 Μάρτη, οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο Πινέλ στην Αμιένη ή ακόμα αυτοί του νοσοκομείου Σαν-Ετιέν-Ντυ-Ρουβραί, με τους τελευταίους να τραβάνε το σκοινί μέχρι την απεργία πείνας, ενώ ο υπουργός τους αγνοούσε. Στο εμπόριο ή στα πολυτελή ξενοδοχεία, οι συγκρούσεις σχεδόν διαδέχονται η μία την άλλη, όπως στην πολυτελή αλυσίδα Hyatt στο Παρίσι, όπου οι απεργοί υφίστανται τη βία της καταστολής των αφεντικών και της αστυνομίας.
Στη δημόσια εκπαίδευση, επίσης, είναι δεκάδες τα σχολεία και τα ιδρύματα που βγήκαν σε τουλάχιστον μία μέρα απεργίας ενάντια στο κλείσιμο τάξεων, για το άνοιγμα νέων ή για τη διατήρηση του προσωπικού που συνοδεύει τα παιδιά με αναπηρία στα σχολεία. Η κινητοποίηση για την εγγραφή φοιτητών και φοιτητριών «χωρίς σχολή», στη Ναντέρ, κατέστησε ορατές τις δυνατότητες των αγώνων που γίνονται μέσα στα Πανεπιστήμια γύρω από τις συνέπειες του σχεδίου Parcoursup.
Αλλά αν η κυβέρνηση κατάφερε να διατηρήσει έναν σταθερό ρυθμό αντιμεταρρυθμίσεων παρά την αντιδημοφιλία της, είναι επειδή, μέχρι σήμερα, κανένα ενιαίο μπλοκ δεν εμφανίστηκε απέναντί της για να τη σταματήσει. Τα μεγάλα συνδικάτα έκαναν μια σαφή επιλογή: αποφυγή της διατάραξης της τάξης. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο κάνουν, σε διάφορους βαθμούς, σημαντικά βήματα που τα φέρνουν εγγύτερα στη συνδιαχείριση της κρίσης και τα απομακρύνουν από την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και της νεολαίας. Όλα, με διαφορετικό επίπεδο ευθύνης το καθένα, συνεργάζονται σε μία κοινή λογική που αρνείται τη σύγκρουση, είτε ενεργά, προωθώντας τη στρατηγική της εκτόνωσης των αγώνων, είτε μη δίνοντας καμία προοπτική στους υπαρκτούς αγώνες.
Τα ποσοστά συμμετοχής στις διαδηλώσεις της 9ης Οκτώβρη έδειξαν ότι, σε πείσμα όλης αυτής της «οργανωμένης αποδιοργάνωσης», υπάρχουν απαντήσεις από τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τους συνταξιούχους. Παρότι κακά προετοιμασμένη, χωρίς καμία προοπτική -έστω και μακρινή- για οποιασδήποτε συνέχεια, με διακλαδικά καλέσματα τόσο σούπα που περισσότερο παροτρύνουν τους εργαζόμενους να πάνε πάσο περιμένοντας πράγματα «πιο σοβαρά» όπως η μελλοντική μάχη για τις συντάξεις, αυτή η μέρα δράσης ωστόσο πολύ απείχε από το να είναι γελοία, κάτι που δεν πιστώνεται στους επίσημους διοργανωτές. Στην πραγματικότητα, για πολλούς εργαζόμενους και αγωνιστές, αυτή η μέρα φάνηκε σαν να είναι η μόνη ευκαιρία μετά από πολλούς μήνες, και πιθανόν και η μοναδική μέχρι το 2019, να ξαναβρεθούν όλοι και όλες μαζί στο δρόμο σε εθνικό επίπεδο.
Ανοίγει ξανά ένα ρήγμα, για την ενοποίηση των αγώνων
Τελικά, η έκρηξη του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» αποφάσισε διαφορετικά… Συζητάμε ξανά, στο ξεκίνημα του Δεκέμβρη, για τη δυνατότητα της γενικής απεργίας! Τα πισωγυρίσματα της κατάστασης δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν, αν σκεφτούμε ότι είμαστε πρακτικά εδώ και πολλά χρόνια σε έναν διαρκή κύκλο κινητοποιήσεων της τάξης μας, με τα πάνω και τα κάτω, αλλά με μια σταθερά: την επικαιρότητα της στρατηγικής υπόθεσης της γενικής απεργίας και της αναμέτρησης με το αστικό κράτος.
Αλλά σε κάθε στάδιο βρισκόμαστε αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με παραμέτρους κάπως διαφορετικές… Τα μπλοκ που ήταν επικεφαλής στις διαδηλώσεις ενάντια στον Εργασιακό Νόμο, το κίνημα «Όρθιες Νύχτες», ήταν στον καιρό τους «καινοτομίες» μέσα στη συγκυρία. Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» μας προσκαλεί αναγκαστικά να συζητήσουμε για την παρέμβασή μας σε μια τέτοια «καινοτομία»… Έτσι, διαφορετικές αποχρώσεις, μέχρι και σημαντικές διαφωνίες, αναδύθηκαν στην οργάνωσή μας και γενικότερα στην άκρα αριστερά.
Δεν μπορούμε να δούμε το ζήτημα του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» σαν να πρόκειται για ένα συνδικάτο: ένα κίνημα με κακή ηγεσία, αλλά που μέσω της δικής μας παρέμβασης θα μπορούσε να έρθει στον ίσιο δρόμο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι αυτοί και αυτές που υποστήριζαν ότι η κατάσταση ήταν «χωρίς ατμό» ήταν από τους πιο πρόθυμους να τρέξουν πίσω από τα «κίτρινα γιλέκα»… Αντί να αναρωτιόμαστε αν πρέπει να πάμε ή όχι στις διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων», θέτουμε μάλλον το εξής ερώτημα: πώς η κινητοποίηση της τάξης μας, ιδιαίτερα με αφετηρία τους πιο οργανωμένους και μαχητικούς τομείς, θα μπορούσε να διεμβολίσει τα στρώματα που προσελκύονται από τα «κίτρινα γιλέκα»; Συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, και θέτοντας το ζήτημα του μπλοκαρίσματος της οικονομίας με την απεργία, το εργατικό κίνημα μπορεί να καταδείξει την ανωτερότητά του ως κοινωνική δύναμη σε σχέση με την κινητοποίηση των «κίτρινων γιλέκων».
Δεν αντιλαμβανόμαστε την απεργία μόνο ως μπλοκάρισμα της οικονομίας, αλλά επίσης και ως μια δυνατότητα για τους εργαζόμενους να ελέγξουν οι ίδιοι την κινητοποίησή τους. Και είναι ακριβώς αυτή η -ανεξάρτητη- κινητοποίηση της εργατικής τάξης που θα επέτρεπε να ξεκαθαρίσουν τα αιτήματά τους, και να κυνηγήσουν τα αντιδραστικά στοιχεία που προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την κοινωνική οργή. Χωρίς την ανεξάρτητη κινητοποίηση της τάξης μας δεν θα μπορέσουμε να αντιπροσωπεύσουμε μια κοινωνική δύναμη ικανή να προσελκύσει όλα τα κομμάτια της κοινωνίας που ταπεινώνονται, ασφυκτιούν και καταπιέζονται.
Αυτό που αρνούμαστε είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία θα μπορούσαμε να αλλάξουμε την κατάσταση των πραγμάτων ξεκινώντας από το εσωτερικό των «κίτρινων γιλέκων», παρεμβαίνοντας στο πλευρό των εχθρών και μια τάξης αλλότριας προς τη δική μας. Μια τέτοια πολιτική στηρίζεται στην θέληση να κατακτήσουμε την ηγεσία των «κίτρινων γιλέκων»˙ θεωρούμε ότι αυτό είναι λάθος. Θα πρέπει να διεμβολίσουμε το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», αλλά όχι ως άτομα ή ομάδες ατόμων, ακόμα και με την καλύτερη τακτική του κόσμου: πρέπει να το κάνουμε ως κοινωνική δύναμη, που συλλαμβάνει την αναγκαιότητα να οργανωθεί για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζόμενων και της νεολαίας, και που αρνείται να απεμπολήσει την ταξική της σημαία. Ως εκ τούτου επιβεβαιώνουμε ότι δεν γίνεται να «κόψουμε δρόμο», ότι πρέπει να παρέμβουμε στους χώρους δουλειάς και σπουδών μας, στις γειτονιές μας, και να προσπαθήσουμε να κατευθύνουμε αυτούς τους χώρους προς την απεργία, δίνοντας έμφαση σε αιτήματα που, χωρίς να είναι αντιφατικά με αυτά των «κίτρινων γιλέκων», είναι για την τάξη μας η έκφραση αυτής της οργής: αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, απαγόρευση των επισφαλών συμβάσεων, αυξήσεις στους φόρους της Τοτάλ και όχι για τους εργαζόμενους. Αυτό θα περάσει επίσης από προσπάθειες μπλοκαρίσματος σε τομείς-κλειδιά της οικονομίας. Δεν θα ξανακερδίσουμε αξιοπιστία στα μάτια των εργαζόμενων που διαλύονται ως τάξη γελοιοποιώντας τα κίτρινα γιλέκα, αλλά επιδεικνύοντας, με τα ταξικά μας εργαλεία, την ικανότητά μας να αντιπαρατεθούμε με το κράτος και την κυβέρνηση. Τέλος, πρέπει να συνεχίσουμε να συγκεντρώνουμε αυτούς και αυτές που, μέσα στον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία, είναι έτοιμοι και έτοιμες να υπερασπιστούν αυτή την πολιτική. Ναι, πρέπει να συγκεντρώσουμε, να συγκεντρώσουμε και ξανά να συγκεντρώσουμε τους μαχητικούς τομείς και αγωνιστές: πώς θα είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε τα «κίτρινα γιλέκα», που είναι αρκετά απομακρυσμένα από μας, αν είμαστε ανίκανοι να μπούμε σε κίνηση, εμείς οι ίδιοι και οι χώροι μας; Αν είμαστε ανίκανοι να απευθυνθούμε πλατιά στο σύνολο της τάξης μας;
Την ώρα που γράφουμε αυτές τις γραμμές…
Οι πολιτικοί από όλες τις πλευρές προσπαθούν να μας χειραγωγήσουν. Ο Μελανσόν καλεί την αντιπολίτευση να ενωθεί για να καταθέσει πρόταση μομφής… Η Μαρίν Λε Πεν, από τη μεριά της, καλεί σε διάλυση της Βουλής… Λες και εδώ και τόσα χρόνια δεν έχουμε καταλάβει ότι δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα από τους θεσμούς του αστικού κράτους!
Η νεολαία, από την άλλη, τα έχει καταλάβει όλα. Από την Παρασκευή 30 Νοέμβρη, μπλοκάρει τα λύκεια λίγο-πολύ παντού στη Γαλλία ενάντια στο Parcoursup, ενάντια στη μεταρρύθμιση των λυκείων, ενάντια στο σάπιο παρόν και μέλλον που της επιβάλλουν. Ως απάντηση, υφίσταται μια εξωπραγματική κατάσταση. Καθίσταται επείγον να δει το φως της μέρας ένα απεργιακό κίνημα σε όλη την εκπαίδευση. Δεν είναι δυνατό να αφήνουμε τους μαθητές να υπερασπίζονται μόνοι τους τα αιτήματα ενός ολόκληρου τομέα, και επομένως να δέχονται μόνοι τους την κρατική βία.
Στην πραγματικότητα, με αφετηρία το εξεγερσιακό κλίμα που εκφράζεται εδώ και τρεις εβδομάδες μέσα από τα «κίτρινα γιλέκα», αν τομείς εργαζόμενων και νεολαίας ξεκινήσουν να μπαίνουν σε κίνηση, ο ρόλος μας πρέπει να είναι να τους ενθαρρύνουμε όλο και περισσότερο, αλλά και να προτείνουμε πλαίσια ενοποίησης και δράσης, που μακράν του να περιορίζονται στους κυκλικούς κόμβους ή στα Ηλύσια Πεδία, θα παραλύουν την βλαβερή εξουσία των καπιταλιστών και των αφεντικών, μικρών ή μεγάλων.
Η ευθύνη μας είναι τεράστια. Την Τρίτη 4 Δεκέμβρη, 350 άτομα μαζεύτηκαν στο Παρίσι στο Εργατικό Κέντρο γύρω από αυτή την ιδέα: να βάλουν στην ημερήσια διάταξη τη γενική απεργία και να συζητήσουν δράσεις μπλοκαρίσματος της οικονομίας. Αυτά είναι που πρέπει να γενικεύσουμε!