Η Πορτογαλία, είναι μια χώρα του ευρωπαϊκού νότου, που την έπληξε βίαια η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8. Εκείνη την περίοδο, οι βορειοευρωπαίοι δεξιοί πολιτικοί και σχολιαστές των ΜΜΕ την είχαν κατατάξει χλευαστικά, μαζί με τις άλλες τρεις χώρες του νότου, στην κατηγορία των «γουρουνιών» [PIGS (Portugal, Italy, Greece, Spain)] και υποβλήθηκε στη συνέχεια στη γνωστή μας «θεραπεία σοκ» των μνημονίων και της τρόικα.
Η Ελλάδα και η Πορτογαλία, δύο χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά τοποθετημένες στα δύο νότια άκρα της ευρωπαϊκής ηπείρου, παρά τις διαφορετικές ιστορικές διαδρομές τους, η ανάπτυξη των καπιταλιστικών τους συστημάτων και των κοινωνικών τους δομών κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, που αντανακλώνται στις σχεδόν παράλληλες πολιτικές εξελίξεις τους. Επομένως η παρακολούθηση των πολιτικών εξελίξεων στην Πορτογαλία παρουσιάζει ένα άμεσο ενδιαφέρον και για τις προοπτικές στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Σαλαζάρ από την «επανάσταση των γαρυφάλλων» και πολύ περισσότερο μετά από τη σοβαρή απειλή ανατροπής του ίδιου του αστικού καθεστώτος από το κίνημα του Νοεμβρίου του 1975, κερδήθηκαν μια σειρά από κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές αφορούσαν την αναδιανομή της γης, τις εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, την καθιέρωση συντάγματος με αναφορές στον σοσιαλισμό και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Τη σταδιακή καταστολή των κινητοποιήσεων και τη σταθεροποίηση του αστικού καθεστώτος με την πρόωρη, βεβιασμένη, ένταξη στην ΕΟΚ (η ηγεσία της οποίας είχε πανικοβληθεί), ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν οι κυβερνήσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) με πρωθυπουργό τον Μάριο Σοάρες.
Το PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα) είναι το «κεντροαριστερό» σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ανήκει στη «Σοσιαλιστική Διεθνή» και δεν πρέπει να συγχέεται με PSD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) που είναι ένα «κεντροδεξιό» συντηρητικό κόμμα. Το PSD και το PS υπήρξαν τα δύο κύρια πολιτικά κόμματα στην Πορτογαλία που αποτέλεσαν κατά τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης τους δύο πυλώνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εφάρμοσαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ακύρωσαν σταδιακά τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και τις συνταγματικές σοσιαλιστικές αναφορές.
To Bloco
Το Bloco de Esquerda (Αριστερό Μπλοκ), δημιουργήθηκε το 1999, με την ενοποίηση τριών κομμάτων, του μαοϊκού UDP (Λαϊκή Δημοκρατική Ενότητα), του τροτσκιστικού PSR (Επαναστατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος) και του αριστερού-ρεφορμιστικού Politica XXI. Την πρώτη περίοδο οι τρεις σχηματισμοί διατήρησαν τη σχετική οργανωτική αυτονομία τους και το Bloco σημείωσε μια εκλογική άνοδο στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, από το 2% του 2002 στο 10,73% του 2009.
Δεδομένης της προηγούμενης απογοητευτικής πορείας του Respect στη Μεγάλη Βρετανία και του PSOL στη Βραζιλία, η εκλογική επιτυχία του Bloco παρουσιάσθηκε τότε σαν μια πρώτη επιβεβαίωση της πολιτικής των «πλατειών κομμάτων». Εν τω μεταξύ έξι χρόνια μετά από την ίδρυση του κόμματος ολοκληρώθηκε και η ιδεολογική και οργανωτική του «συγχώνευση».
Η επικράτηση των ρεφορμιστικών αντιλήψεων στο εσωτερικό του έγινε για πρώτη φορά αντιληπτή στην ελληνική ριζοσπαστική αριστερά της εποχής (και όχι μόνο), με την υποστηρικτική ψήφο που έδωσε το Bloco για το πρώτο ελληνικό πρόγραμμα λιτότητας, το 2010, στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Η ασαφής στάση του κόμματος απέναντι στην πολιτική των μνημονίων το οδήγησε γρήγορα στην πρώτη σημαντική εκλογική του συρρίκνωση στις εκλογές του 2011, συγκεντρώνοντας μόλις 5,17% από το προηγούμενο 10,73% του 2009. Πράγμα που το ανάγκασε να αναπροσαρμόσει την αντιπολιτευτική τακτική του.
κόμμα | 2024 | 2022 | 2019 |
PS (Σοσιαλιατικό Κόμμα) | 28,60% (77) | 41,68% (120) | 36,40% |
AD (Δημοκρατική Συμμαχία: PSD/CDS/PPM κεντροδεξιά) | 29,49% (79) | 27,80% (77) | 27,80% |
CHEGA (ακροδεξιά) | 18,06% (48) | 7,15% (12) | 1,30% |
Initiava Liberal (ακραίο νεοφιλελεύθερο) | 5,08% (8) | 4,98% (8) | 1,30% |
Bloco de Esquerda (“ριζοσπαστική” αριστερά) | 4,46% (5) | 4,46% (5) | 6,30% |
CDU (Κομμουνιστικό Κόμμα και πράσινο μέτωπο) | 3,30% (4) | 4,39% (6) | 6,30% |
CDS (δεξιά) | στο AD | 1,61% | 4,20% |
PAN (δικαιώματα των Ζώων) | 1,93% (1) | 1,53% (1) | 3,30% |
Livre (πράσινο οικολογικό) | 3,26% (4) | 1,28% (1) | 1,10% |
“Jerigonza”
Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 2015, μετά από τέσσερα χρόνια μνημονίου, άγριας λιτότητας και κοινωνικής καταστροφής, κάτω από μια δεξιά κυβέρνηση με την καθοδήγηση της τρόικα, τα δύο δεξιά κυβερνητικά κόμματα (ο συνασπισμός PSD και CDS), έχασαν σχεδόν ένα εκατομμύριο ψήφους και συγκέντρωσαν συνολικά 38%.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ( PS) σημείωσε μια μικρή άνοδο συγκεντρώνοντας 32%, και η ρεφορμιστική αριστερά σημείωσε μια εντυπωσιακή άνοδο: το Αριστερό Μπλοκ (Bloco de Esquerda) 10,2% και το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCP) 8,6%.
Προκειμένου το PS να σχηματίσει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τoν Αντόνιο Κόστα, το Bloco και το PCP υπέγραψαν συμφωνίες κοινοβουλευτικής στήριξης της κυβέρνησης, χωρίς να συμμετέχουν στο υπουργικό συμβούλιο. Η συμφωνία του Bloco έγινε γνωστή ως jerigonza [μια πορτογαλική λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι πρωτόγνωρο και καταπληκτικό, πολύπλοκο και δυσνόητο].
Η υποστήριξη αυτή επέτρεψε στον Αντόνιο Κόστα και στο PS να πετύχουν δύο συνεχόμενες κυβερνητικές θητείες αυξάνοντας διαρκώς την εκλογική βάση του κόμματος, το 2019 σε 36,4% και το 2022 σε 41,68% αποκτώντας πλέον και την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Η κυβέρνηση Κόστα προχώρησε στην εφαρμογή ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου προγράμματος με αντεργατικές «μεταρρυθμίσεις», διάσωση του τραπεζικού συστήματος, χτύπημα των απεργιών. Από την άλλη πλευρά η σχετική οικονομική ανάκαμψη που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, διευκόλυνε την κυβέρνηση Κόστα να συσπειρώσει την εκλογική της βάση.
Αντίθετα οι δύο «αριστεροί εταίροι» της κυβέρνησης γνώρισαν διαρκή εκλογική συρρίκνωση, καθώς έχαναν την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης, ενώ βυθίζονταν σε διαδοχικές κρίσεις. Παράλληλα με την κατάρρευση αυτού του αριστερού ρεφορμιστικού μπλοκ, έχουμε την ανάδυση το 2019 του ακροδεξιού κόμματος CHEGA, που κέρδισε στις εκλογές του 2022 ένα ποσοστό 7,15%, 12 βουλευτές και αναδείχθηκε σε τρίτη πολιτική δύναμη στην Πορτογαλία.
Ωστόσο η μακρόχρονη κυβερνητική διαχείριση, η αίσθηση της πολιτικής παντοδυναμίας και η αλαζονεία, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε στα αστικά καθεστώτα, διάβρωσαν το πολιτικό προσωπικό του κυβερνόντος κόμματος και το βύθισαν σε διαδοχικά οικονομικά σκάνδαλα. Η δυσφορία των λαϊκών στρωμάτων από το 2021 αυξανόταν με την έκρηξη του πληθωρισμού και της ακρίβειας των ειδών πρώτης ανάγκης, την κρίση στέγασης που προκλήθηκε σε σημαντικό βαθμό από τον τουρισμό και την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Όμως τώρα αυτή η αυξανόμενη δυσφορία δεν εύρισκε πλέον διέξοδο προς τα αριστερά. Έτσι φτάσαμε στα δυσοίωνα εκλογικά αποτελέσματα της 10ης Μαρτίου.
Οι εκλογές της 10ης Μαρτίου
Στις εκλογές της Κυριακής της 10ης Μαρτίου, το κυβερνόν σοσιαλιστικό κόμμα PS γνώρισε μια κατακόρυφη πτώση από το 41,68% στο 28,6%, που οφείλεται ασφαλώς στην εκδήλωση αυτής της λαϊκής δυσφορίας, που ανέκφραστη συσσωρευόταν βουβά τα προηγούμενα χρόνια της επίπλαστης οικονομικής ευεξίας και της εκλογικής του παντοδυναμίας. Στο κοινοβούλιο μειώθηκε η παρουσία του από τους 120 στους 77 βουλευτές.
Το PSD μαζί με τους «κεντροδεξιούς» συμμάχους του, της Δημοκρατικής Συμμαχίας (AD), που αποτελούσε όπως είπαμε τον ένα από τους δύο πυλώνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δεν κατόρθωσε αυτή τη φορά να αναδειχθεί ως μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση, σημειώνοντας μόνο μια μικρή άνοδο από 27,8% στο 29,49% και αυξάνοντας τους βουλευτές του από 77 σε 79. Ωστόσο, καθώς αναδείχθηκε σε πρώτο κόμμα, δέχθηκε και την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Το Bloco διατήρησε απλώς την προηγούμενη εκλογική του απήχηση στο 4,46% και τους 5 βουλευτές του. Απέφυγε την παραπέρα συρρίκνωση, προφανώς λόγω της αντιπολιτευτικής του στάσης την προηγούμενη περίοδο, αλλά και κάνοντας ετεροχρονισμένα ταμείο, τα κέρδη του από τη στάση που κράτησε το 2022. Τότε που προκάλεσε την πρόωρη πτώση της κυβέρνησης του PS, όταν αρνήθηκε να υπερψηφίσει τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε κάθε περίπτωση όμως, σήμερα, δεν κατόρθωσε να κερδίσει κάτι από τις απώλειες του PS, αποδεικνύοντας ότι δεν διαθέτει πλέον την αρχική κοινωνική του δυναμική.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCP), φαίνεται να ακολουθεί την αργόσυρτη φθίνουσα πορεία των υπόλοιπων, πρώην κραταιών, σταλινικών κομμάτων του ευρωπαϊκού νότου, σημειώνοντας μια ακόμη πτώση από το 4,39% στο 3,3% και μείωση των βουλευτών του από 6 σε 4. Η πτώση στα κομματικά του προπύργια Αλεντέχο και Σετουμπάλ, είναι ενδεικτική. [Μια φθίνουσα πορεία, την οποία το ελληνικό σταλινικό ΚΚ μέχρι σήμερα έχει κατορθώσει σε μεγάλο βαθμό να αποφύγει, αποτελώντας μια εξαίρεση για μια σειρά από λόγους που δεν μπορούν εδώ να αναπτυχθούν].
Το ακραίο νεοφιλελεύθερο Initial Liberal, διατηρεί τις δυνάμεις του, χωρίς ουσιαστικά κέρδη, στο 5,08% από 4,98% και με 8 βουλευτές.
Μια μικρή άνοδο σημειώνει επίσης το πράσινο οικολογικό κόμμα Livre, από 1,28% σε 3,26% και από 1 σε 4 βουλευτές.
H άνοδος του CHEGA
Από την πτώση του PS, αποδεικνύεται ουσιαστικά ωφελημένο αποκλειστικά το ακροδεξιό CHEGA που καρπώνεται σχεδόν το σύνολο των εκλογικών απωλειών του PS και υπερδιπλασιάζει το εκλογικό του ποσοστό από 7,15% σε 18,06% και τους βουλευτές του από 12 σε 48. Καθιερώνεται έτσι στη θέση της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας.
Μέχρι το 2019, η Πορτογαλία αποτελούσε εξαίρεση σε μια Ευρώπη όπου η ακροδεξιά ήταν ολοένα και πιο παρούσα στα εθνικά κοινοβούλια. Από την πτώση της κυβέρνησης του PS, που ανακοινώθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2023, η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελούσε μια από τις πιο εντυπωσιακές ενδείξεις στις διάφορες δημοσκοπήσεις. Ο μοναδικός εκλεγμένος βουλευτής του CHEGA το 2019, πρώην ηγέτης του PSD, Αντρέ Βεντούρα, πρόβαλλε σταθερά μια ρητορεία κατά της κυβερνητικής διαφθοράς και προωθούσε ένα μισαλλόδοξο, μισογυνικό και αυταρχικό πρόγραμμα. Ο Βεντούρα υπερκέρασε την παραδοσιακή δεξιά, συνδυάζοντας επίσης συγκεκαλυμμένα, θέματα όπως τον εγκωμιασμό του αποικιοκρατικού παρελθόντος της Πορτογαλίας και κατόρθωσε να διεισδύσει πολιτικά σε τομείς όπως οι δυνάμεις ασφαλείας.
Προοπτικές
Αθροιστικά, το συνολικό ποσοστό δεξιάς και ακροδεξιάς (AD+IL+CHEGA) ανέρχεται σε 52,6% και 135 έδρες από τις 230 του κοινοβουλίου, δίνοντας θεωρητικά τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Ωστόσο το PSD τελικά επέλεξε την πολιτική της «υγειονομικής ζώνης» και επιβεβαίωσε την υπόσχεση της προεκλογικής εκστρατείας του : να μην συγκυβερνήσει με το CHEGA, και να επιδιώξει να ενσωματώσει μόνο το IL. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτή θα είναι μια σταθερή λύση.
Αναλαμβάνοντας τη θέση της αντιπολίτευσης, ο Πέντρο Νούνο Σάντος, γενικός γραμματέας του PS, δήλωσε το βράδυ των εκλογών ότι αυτή η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να υπολογίζει στις ψήφους του PS για την έγκριση των κρατικών προϋπολογισμών, αναγκάζοντας έτσι το PSD να καταφύγει στις αβέβαιες ψήφους των βουλευτών του CHEGA.
Η προοπτική νέων εκλογών μέσα σε ένα ή δύο χρόνια διαγράφεται πιθανή. Απομένει στην αριστερά να αποδείξει ότι μπορεί να συσπειρώσει τις κοινωνικές της δυνάμεις, να εμπνεύσει την εργατική τάξη και να την κινητοποιήσει για να παλέψει ενάντια σε μια κυβέρνηση που θα συνεχίσει την επίθεση στους μισθούς, τις δημόσιες υπηρεσίες και το δικαίωμα στη στέγαση.