Ανακοίνωση Socialist Laborers’ Party – SEP
Για την ανάπτυξη του μεγάλου κεφαλαίου στην Τουρκία, από τη μία πλευρά κινητοποιήθηκε το κράτος· από την άλλη, επιχειρήθηκε η βίαιη εκκαθάριση του μη μουσουλμανικού στοιχείου που ζούσε στην Ανατολία και την Κωνσταντινούπολη. Με το κεμαλικό καθεστώς, το κράτος ανέλαβε τη ιστορική αποστολή του να οικοδομηθεί η τουρκική αστική τάξη. Οι πολιτικές αρπαγής της περιουσίας των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων με σκοπό τη δημιουργία μιας μουσουλμανικής, τουρκικής αστικής τάξης ξεκίνησαν με τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915. Τα εδάφη, τα σπίτια, τα εργοστάσια και τα καταστήματα εκατομμυρίων Αρμενίων που σφαγιάστηκαν στη γενοκτονία κατασχέθηκαν από το κόμμα Ένωση και Πρόοδος (στμ: İttihat ve Terakki, το κόμμα των νεότουρκων) και τον περίγυρό του. Στο οικόπεδο όπου χτίστηκε η σημερινή προεδρική κατοικία στο Τσάνκαγια, που ανήκε στην οικογένεια Κασαπτζιάν, η οποία εξοντώθηκε με σφαγή και εκτοπισμό, ανεγέρθηκε το πιο συμβολικό κτίριο του νέου κράτους. Το 1934, η νέα Δημοκρατία της Τουρκίας ολοκλήρωσε τον δεύτερο κρίκο με τα λεγόμενα γεγονότα της Θράκης, μια μεγάλη προβοκάτσια με στόχο να εξαναγκάσει τους Εβραίους να εγκαταλείψουν τη χώρα. Το 1942 επιβλήθηκε ο Φόρος Περιουσίας, που εξόντωσε τους φτωχούς των μειονοτήτων στα στρατόπεδα εργασίας, ενώ ανάγκασε τους πλούσιους να πουλήσουν τις περιουσίες τους εξευτελιστικά φθηνά, οδηγώντας έτσι στη μεταβίβασή τους. Ωστόσο, η ελληνική μειονότητα που εξακολουθούσε να υπάρχει στη χώρα ενοχλούσε, ιδιαίτερα για τον θαυμαστή του Χίτλερ, Σουκρού Σαρατζόγλου, ο οποίος δεν δίσταζε να δηλώνει ανοιχτά την επιθυμία του για «εξισλαμισμό» των βιτρινών της Κωνσταντινούπολης.
Μετά το μονοκομματικό καθεστώς που επικράτησε από το 1923 έως το 1950, το Δημοκρατικό Κόμμα (DP), που έλαβε πολύ υψηλό ποσοστό ψήφων στις εκλογές του 1950, ανέλαβε την εξουσία. Το DP, μια άλλη εκδοχή του Κεμαλισμού, κυβέρνησε μόνο του τη χώρα μέχρι να ανατραπεί με το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, πόλωσε τη χώρα με έναν δεσποτισμό που δεν υστερούσε σε τίποτα από την περίοδο του μονοκομματισμού του CHP. Δημιούργησε ένα δίκτυο καταδοτών που θύμιζε την προσωπική υπηρεσία πληροφοριών του Αμπντουλχαμίτ, την Υπηρεσία Πληροφοριών Γιλντίζ, και άσκησε μεγάλες πιέσεις σε κάθε είδους αντιπολιτευόμενους, επαναστάτες και διανοουμένους. Με τον Νόμο περί Τύπου του 1953, οι εφημερίδες και οι δημοσιογράφοι υποβλήθηκαν σε αδυσώπητη λογοκρισία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξέσπασε το Κυπριακό, που τροφοδότησε τη δίψα της Τουρκίας να αποκτήσει κυριαρχία στο νησί. Τη δεκαετία του 1950, απέναντι στον αγώνα ανεξαρτησίας των Ελλήνων της Κύπρου κατά της Αγγλίας, η Αγγλία ξεκίνησε μια αντικομμουνιστική επιχείρηση χρησιμοποιώντας τους Τούρκους του νησιού μέσω της Τουρκίας. Η Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου οργάνωσε δύο εθνικιστικές οργανώσεις, τη «Βατάν» (στμ: Πατρίδα) και την «9η Σεπτεμβρίου». Στην Τουρκία ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος «Η Κύπρος είναι Τουρκική». Από τις 27 Αυγούστου έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1955 πραγματοποιήθηκε μια διάσκεψη με τη συμμετοχή της Αγγλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Κατά τη διάρκειά της, η Τουρκία, θέλοντας να ενισχύσει τη θέση της για το νησί, προχώρησε σε μια προβοκάτσια που δεν έχει σβηστεί μέχρι σήμερα από τη μνήμη των Ρωμιών, Αρμενίων και άλλων μη μουσουλμάνων.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955, η εφημερίδα İstanbul Ekspres του Μιτχάτ Περίν, που συνδεόταν με την κυβέρνηση του DP, δημοσίευσε στη δεύτερη έκδοσή της την είδηση με τον τίτλο «Το Σπίτι του Ατατούρκ Βομβαρδίστηκε». Την επίθεση είχαν πραγματοποιήσει ο φοιτητής της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης Οκτάι Ενγκίν και ο υπάλληλος του τουρκικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη Χασάν Ουτσάρ. (Ο Οκτάι Ενγκίν αργότερα ανταμείφθηκε με θέσεις νομάρχη και διευθυντή αστυνομίας στην Τουρκία.) Μετά την είδηση αυτή, συγκεντρώθηκαν χιλιάδες προβοκάτορες που είχαν προετοιμαστεί υπό την ομπρέλα του Συνδέσμου «Η Κύπρος είναι Τουρκική».
Μέρες πριν, χιλιάδες άνθρωποι είχαν μεταφερθεί με τρένα από το Εσκίσεχιρ και με φορτηγά από την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της στην πλατεία Ταξίμ, κρατώντας ομοιόμορφα ξύλα από τον ίδιο μαραγκό. Εκεί, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Η Κύπρος είναι Τουρκική και θα παραμείνει Τουρκική» και ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο, ξεκίνησαν μια «διαδήλωση» με πρόσχημα τη βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Ατατούρκ. Καθοδηγούμενοι από συγκεκριμένους προβοκάτορες που είχαν ήδη σημαδέψει σπίτια και καταστήματα, κυρίως σε πλούσιες μη μουσουλμανικές συνοικίες όπως το Σισλί, το Νισάντασι, το Μπέιογλου, το Καράκιοϊ, το Μπεγιαζίτ, το Κούμκαπι και το Γεντίκουλε, διασκορπίστηκαν και επί δύο ημέρες λεηλάτησαν και έκαψαν σπίτια και μαγαζιά μη μουσουλμάνων. Βίασαν αμέτρητες γυναίκες. Το «βαθύ κράτος» πέτυχε τον σκοπό του, και οι λίγοι μη μουσουλμάνοι που είχαν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία.
Απέναντι σε αυτή τη λεηλασία και το πογκρόμ, η αστυνομία, ενεργώντας με βάση τις εντολές που είχε λάβει, δεν επενέβη και κράτησε παθητική στάση. Το ίδιο και οι πυροσβέστες, που παρακολούθησαν απαθείς χωρίς να σβήσουν τις πυρκαγιές.
Σύμφωνα με διάφορες πηγές, στα γεγονότα σκοτώθηκαν 3 Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και τραυματίστηκαν 35. Καταστράφηκαν 5.622 κτίρια. Μόνο στην Κωνσταντινούπολη συνελήφθησαν 5.104 άτομα, που λίγες μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθερα. Παρόμοια επεισόδια σημειώθηκαν και στη Σμύρνη. Οι δράστες παρουσιάστηκαν για χρόνια ως μεμονωμένα άτομα, ή επιχειρήθηκε να φορτωθεί όλη η ευθύνη στο DP και τον Αντνάν Μεντερές από το Δικαστήριο της Γιασσίαντα. Όμως, χρόνια αργότερα, ο τότε επικεφαλής της Διεύθυνσης Ειδικού Πολέμου, Σαμπρί Γιρμιμπέσογλου, παραδέχτηκε με απροκάλυπτη θρασύτητα σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Φατίχ Γκιουλλάπογλου ότι οι ίδιοι ήταν οι πραγματικοί υπεύθυνοι:
Σαμπρί Γιρμιμπέσογλου: «Αν δούμε τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου…»
Φατίχ Γκιουλλάπογλου: «Συγγνώμη Στρατηγέ, δεν κατάλαβα καλά. Τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου;»
Σαμπρί Γιρμιμπέσογλου: «Φυσικά… Ήταν μια επιχείρηση της Ειδικής Πολεμικής Υπηρεσίας και ήταν μια καταπληκτική οργάνωση. Πέτυχε και τον στόχο της. Δεν ήταν άραγε μια θαυμάσια οργάνωση;»
Φατίχ Γκιουλλάπογλου: «Ναι, Στρατηγέ!»
Σε άλλη συνέντευξή του στο Habertürk, ο Γιρμιμπέσογλου παραδέχτηκε επίσης ένα ακόμη περιστατικό προβοκάτσιας που οδήγησε στα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου:
«Για να ενισχυθεί η αντίσταση του λαού, σαμποτάρονται ορισμένες αξίες σαν να το έκανε ο εχθρός. Για παράδειγμα, καίγεται ένα τζαμί. Στην Κύπρο το κάναμε αυτό. Καίγαμε ένα τζαμί.»
Η απόπειρα σφαγής που έμεινε γνωστή ως «Γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου» αποτελεί προϊόν της οικοδόμησης της τουρκικής αστικής τάξης με μουσουλμανικό χαρακτήρα. Οι λαοί στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου, με το κράτος να εγχέει και να καλλιεργεί τον ρατσισμό στις μάζες. Είναι αναγκαίο αυτά τα γεγονότα να χαραχθούν στη μνήμη της τουρκικής εργατικής τάξης. Διότι η τάξη που σήμερα εξακολουθεί να πλουτίζει εις βάρος της, άντλησε δύναμη από αυτές τις σφαγές. Οικογένειες όπως οι Κοτς, οι Σαμπαντζί και οι Ετζατζίμπασι πλούτισαν μπαίνοντας σε αυτές τις σχέσεις σημαδεμένες με αίμα. Έκαναν το αίμα των Αρμενίων, Ρωμιών και Εβραίων το θεμέλιο των αυτοκρατοριών τους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι σφαγές σε αυτά τα εδάφη, που υπήρξαν κοιτίδα δεκάδων λαών των πολιτισμών της Ανατολίας και της Μεσοποταμίας, αποτελούν ακόμα έναν ανοιχτό λογαριασμό. Μέχρι τον σοσιαλισμό.
Socialist Laborers’ Party – SEP