του Κώστα Δικαίου
Η
κύρια αιχμή της προεκλογικής εκστρατείας Τραμπ ήταν η οικονομία. Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια έπαιξαν κομβικό ρόλο στη νίκη του απέναντι στους Δημοκρατικούς και την αμφίσημη πολιτική τους σε όλα τα θέματα που έβαλαν στο τραπέζι. Χαρακτηριστικό της έλλειψης καθαρότητας των δημοκρατικών ως προς τις προτεραιότητες της πολιτικής τους είναι: α) η χλιαρή προσπάθεια κρατικού παρεμβατισμού όσον αφορά τη μείωση των ανισοτήτων (συστήματα υγείας, άμβλυνση των επιπτώσεων από το σοκ του covid) και τις επενδύσεις σε τομείς αιχμής (πράσινη οικονομία, σπάνιες γαίες κ.λπ.)∙ αυτή όμως στην ουσία αποτελούσε μια μορφή κρατικής επιδότησης στο κεφάλαιο και τις ενέργειές του μέσω της αγοράς∙ β) η στάση τους απέναντι στους παλαιστίνιους, η οποία από την μια έδειχνε μια μορφή κατανόησης και από την άλλη συνοδευόταν από την χωρίς όρους υποστήριξη του Ισραήλ, σε συνδυασμό βέβαια με την καταστολή του κινήματος των φοιτητών στα πανεπιστήμια. Την ίδια στιγμή με δυσκολία μπορούσαν να εξηγήσουν σε τι βοηθάει ο πόλεμος στην Ουκρανία τον μέσο Αμερικάνο πολίτη.
Ο Τραμπ στηρίχτηκε και πάλι στον λευκό συντηρητικό εργάτη των περιοχών στις οποίες η βιομηχανία ερημώθηκε λόγω της μεταφοράς των εργοστασίων σε χώρες χαμηλού κόστους, που αντιλαμβάνεται ότι τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης δεν είναι καθολικά μοιρασμένα, αλλά ενισχύουν το μεγάλο κεφάλαιο, και πιστεύει ότι οι παράνομοι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές, την ίδια στιγμή που μια κρατική γραφειοκρατία λυμαίνεται πόρους που θα μπορούσαν να δοθούν στους Αμερικάνους πολίτες. Μάλιστα αυτή η γραφειοκρατία συνδέθηκε με τις νομικές διώξεις του Τραμπ, ο οποίος εμφανίστηκε ως αμφισβητίας αυτού του αντιδημοκρατικού κατεστημένου.
Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναδείχθηκε σε μια πολύ σημαντική πτυχή της προεκλογικής του εκστρατείας. Συνέπεσε δε με την εξαγορά του Twitter από τον Ίλον Μασκ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι μέσω του Χ έσπασε τη λογοκρισία απέναντι στον δεξιό λόγο που είχε επιβάλει ο Μπάιντεν.
Παράλληλα, η ακτιβίστικη δράση που αναπτύχθηκε γύρω από κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα που σχετίζονται με τη φυλή, το φύλο, τη σεξουαλικότητα και τη μετανάστευση (#MeToo, Black Lives Matter,) ήρθε σε αντίθεση με μεγάλα τμήματα του πληθυσμού με συντηρητική παράδοση συγκροτώντας ένα αντι Woke «κίνημα». Δεν πρόκειται για έναν ηλικιακό διαχωρισμό, καθώς και πολλοί νέοι Αμερικανοί συμμερίζονται πλευρές αυτής της παραδοσιακής στάσης. Ούτε πρόκειται για έναν εθνοφυλετικό διαχωρισμό, δεδομένου ότι πολλές εθνότητες (ιδίως οι Λατίνοι) διατηρούν περισσότερο παραδοσιακές απόψεις, λόγω της καθολικής τους ταυτότητας, ενώ και οι μαύροι Αμερικανοί μπορεί να έχουν παραδοσιακές κοινωνικές και θρησκευτικές στάσεις. Υπάρχει εδώ ένας διχασμός της αμερικάνικης κοινωνίας ο οποίος εντείνεται από το γεγονός της αμφισημίας των Δημοκρατικών.
Τα προγράμματα Διαφορετικότητας, Ισότητας και Ένταξης (Diversity, Equity and Inclusion – DEI), τα οποία εισήχθησαν επί Μπ. Ομπάμα και ενισχύθηκαν από τον Τζ. Μπάιντεν, αποσκοπούσαν, υποτίθεται, στη διόρθωση των διακρίσεων στις επιχειρήσεις, ενώ τρία κριτήρια εισήχθησαν για να καθορίσουν την «αξία» μιας επιχείρησης: οι ενέργειές της προς το Περιβάλλον, η στάση της προς την Κοινωνία, και η Εταιρική Διακυβέρνηση που εφαρμόζει. Αυτό είναι το τρίπτυχο του ESG (Environmental, Social and Governance) το οποίο έχει να κάνει με την πράσινη μετάβαση και την υποτιθέμενη λειτουργία της επιχείρησης με βάση τον άνθρωπο.
Η DEI φαίνεται ωραία στις εκθέσεις κοινωνικού αποτυπώματος των επιχειρήσεων, ώστε να είναι επιλέξιμες για δάνεια και ελκυστικές για τους επενδυτές που μετράνε τους δείκτες ΕSG. Όμως στην πράξη λειτουργεί ως βιτρίνα ή εταιρικό «ξέπλυμα». Σε αυτή την αντίφαση πατάνε ο Τραμπ και οι ομοϊδεάτες του, αμφισβητώντας κάθε έννοια ισότητας και δικαιωμάτων στην εργασία. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, θεωρεί ότι λόγω DEI δεν γίνονται αξιοκρατικές προσλήψεις, αντιθέτως γίνονται διακρίσεις εις βάρος των λευκών Αμερικανών.
Ταυτόχρονα, ενώ τα αμερικανικά εργατικά συνδικάτα πέτυχαν νίκες το προηγούμενο διάστημα (Boeing , λιμενεργάτες, συνδικάτο Teamsters στις αποθήκες της Amazon, United Steelworkers ) υποχρεώνοντας Τραμπ και Μπάιντεν να πάρουν θέση υπέρ τους, η συμμετοχή στα συνδικάτα καλύπτει σήμερα μόνο το 10% περίπου του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ. Οι πλουτοκράτες που αποτελούν τον πανδεξιό συνασπισμό του Τραμπ είναι ταξικοί εχθροί του εργατικού κινήματος. Ο Μασκ αντιστάθηκε στη συνδικαλιστική οργάνωση στην Tesla, ενώ μαζί με την Amazon, επιχείρησαν να αμφισβητήσουν τα συνδικάτα στο δικαστήριο.

Ωστόσο, υπάρχουν λίγοι πραγματικοί εννοιολογικοί φραγμοί στις ΗΠΑ που θα εμπόδιζαν έναν εργάτη που είναι υπέρ του συνδικαλισμού να στηρίζει επίσης και τον Τραμπ. Για όσους δε εργάτες δεν είναι μέλη συνδικάτων (η πλειοψηφία της αμερικανικής εργατικής τάξης) δεν υπάρχουν φραγμοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηγεσία των Teamsters, ενός από τα μεγαλύτερα συνδικάτα, παρείχε υποστήριξη στην υποψηφιότητα του Τραμπ (μετανιώνοντας αργότερα).
Ο Τραμπ αξιοποίησε παράλληλα και τη διαίρεση του αμερικανικού κεφαλαίου σε σχέση με την πράσινη ανάπτυξη. Αξιοποιώντας την ανάγκη απάντησης στην κλιματική αλλαγή, ο Μπάιντεν προώθησε τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πήγες ενέργειας, ηλεκτρικά αυτοκίνητα κ.λπ., επιδοτώντας τις νέες βιομηχανίες και θέτοντας περιορισμούς στις εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο Τραμπ, αντίθετα, έχει ήδη δρομολογήσει την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και πιο πρόσφατα ανέστειλε τη συμμετοχή της χώρας στη Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC)∙ κίνηση που επηρεάζει τη διεθνή προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Παράλληλα, προχωρά σε σαρωτικές αλλαγές όσον αφορά το καθεστώς που διέπει την αγορά στα ηλεκτρικά οχήματα στις ΗΠΑ και σε διακοπή της υποστήριξης των EV και των σταθμών φόρτισης ξηλώνοντας τις νομοθεσίες Μπάιντεν. Την ίδια στιγμή προωθεί τις εταιρείες πετρελαίου με το ρητό Drill baby Drill για την επέκταση της εξόρυξης, θεωρώντας ότι οι ανάγκες για ενέργεια που απαιτούν ειδικά οι νέες τεχνολογίες (κέντρα δεδομένων, ΑΙ κ.λπ.) πρέπει να καλυφθούν άμεσα και ότι αν στηριχθούμε στις ΑΠΕ θα χαθεί το τραίνο από τον ανταγωνισμό της Κίνας. Στην πράξη δεν πρόκειται μόνο για τις πράσινες επενδύσεις, πρόκειται για μια πλήρη ασυδοσία του κεφαλαίου και της αγοράς, την εξαφάνιση κάθε κρατικής παρέμβασης -έστω και σε ζητήματα κατεύθυνσης των επενδύσεων- και την απόλυτη ιδιωτικοποίηση και εκμετάλλευση των πόρων του πλανήτη.
Την πρώτη μέρα της εκλογής του ο Τραμπ επιτέθηκε στις εκστρατείες DEI και ESG με μεγάλη ανταπόκριση είναι η αλήθεια. Οι Google, Meta, Amazon, Pepsi, McDonald’s, Walmart και άλλες εταιρείες περιόρισαν τα προγράμματα DEI, ενώ η BlackRock, αξίας 11,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, υποχωρεί σταδιακά από τις πρωτοβουλίες ESG, αφού κατηγορήθηκε για «woke capitalism».
Ο Τραμπ κήρυξε επίσης κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εξουσιοδότησε τον στρατό να μπορεί να παρεμβαίνει στα σύνορα με το Μεξικό για να εμποδίσει την «εισβολή», όπως είπε, των παράτυπων μεταναστών.
Με εκτελεστικό διάταγμα ο Τραμπ απαίτησε την αποκατάσταση «ομοσπονδιακών χώρων αφιερωμένων στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένων πάρκων και μουσείων» – γεγονός που υποδηλώνει ότι σε ορισμένα μέρη των ΗΠΑ θα πρέπει να επιστρέψουν εκατοντάδες μνημεία και σύμβολα της Συνομοσπονδίας που κατεδαφίστηκαν το 2020, μετά από τη μεγάλη αντιρατσιστική αναμέτρηση που πυροδότησε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.
Αλλά τη μεγαλύτερη μάχη την άνοιξε με την κρατική γραφειοκρατία. Η επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση δεν αποσκοπεί απλώς στην καλύτερη και πιο αποδοτική οικονομικά παροχή υπηρεσιών, αλλά στην περιστολή της κρατικής ρύθμισης σε όλο το φάσμα της οικονομικής ζωής. Η βασική λογική των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων είναι ο πιο άμεσος έλεγχος των ομοσπονδιακών οργανισμών από τον Πρόεδρο.
Η επίθεση άρχισε με τη ρεβανσιστική διάθεση του Τραμπ απέναντι σε όσους συμμετείχαν στις δικαστικές του διώξεις. Πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ, ο απερχόμενος πρόεδρος, Μπάιντεν, έδωσε προληπτικά χάρη σε κοντινούς στόχους του Τραμπ, όπως είναι οι νομοθέτες και το προσωπικό που συμμετείχαν στην επιτροπή του Κογκρέσου που διερεύνησε την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Αλλά δεν παρέλειψε επίσης να απονείμει χάρη και στον γιο του, Χάντερ, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ιδιοτέλεια των κινήσεών του.
Στη συνέχεια, ο Ίλον Μασκ, επικεφαλής του «τμήματος Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» (DOGE), ανέλαβε τον περιορισμό της σπατάλης στο κράτος μέσα από μια ανελέητη περικοπή πιστώσεων και θέσεων εργασίας στις υπηρεσίες που ανήκουν στα όρια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν κρίσιμους τομείς, όπως η πρόνοια για τους βετεράνους, η δημόσια υγεία και η εκπαίδευση, και τα κέντρα πρόληψης και ελέγχου ασθενειών (με το πριόνι που του χάρισε ο Μιλέι της Αργεντινής).
Υιοθετώντας μια μακαρθρική ρητορική, έκλεισε τη USAID (Υπηρεσία των ΗΠΑ για τη διεθνή ανάπτυξη) διότι είχε γίνει άντρο μαρξιστών! Η συρρίκνωση της USAID, ενός οργανισμού που ενώ προσέφερε αναπτυξιακή και ανθρωπιστική βοήθεια, στην ουσία αποσκοπούσε στο να περάσει έμμεσα τις πολιτικές των ΗΠΑ, ιδιαίτερα στις πιο φτωχές χώρες, ενώ συχνά οργάνωνε πραξικοπήματα (Ουκρανία, Κούβα), αποσκοπεί στην αποδυνάμωση των μηχανισμών του «βαθέως κράτους» που στηρίζει το κατεστημένο των Δημοκρατικών, αλλά σηματοδοτεί και μια απομάκρυνση των ΗΠΑ από μια μορφή «δημοκρατικού» παρεμβατισμού ανά τον πλανήτη.
Η επίθεση περιλαμβάνει επίσης περικοπές στην έρευνα και τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, αξιοποιώντας και το σκεπτικό ότι οι διοικήσεις τους δεν έδρασαν κατά του “αντισημιτισμού” στις πρόσφατες φοιτητικές διαδηλώσεις και καταλήψεις υπέρ των παλαιστινίων. Η κυβέρνηση ανέστειλε την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση ύψους περίπου 175 εκατομμυρίων δολαρίων για το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια λόγω μιας τρανσέξουαλ κολυμβήτριας που αγωνιζόταν στο παρελθόν για το σχολείο. Στην ατζέντα είναι ακόμα και η κατάργηση του Υπουργείου Παιδείας.

Εργατικά συνδικάτα, οργανώσεις και πρώην κυβερνητικοί υπάλληλοι έχουν καταθέσει αγωγές ως απάντηση στον αιφνιδιασμό του DOGE, υποστηρίζοντας ότι ο Μασκ ενήργησε χωρίς νομική εξουσιοδότηση, αφού δεν ανήκει στην κυβέρνηση αλλά είναι ένα είδος εξωτερικού συνεργάτη.
Και η αλήθεια είναι ότι εν μέσω σιωπής των Δημοκρατικών, αρκετοί δικαστές τηρούν στάση «αντίστασης» στην τραμπική επέλαση. Με σειρά αποφάσεων, περιφερειακοί και ομοσπονδιακοί δικαστές έχουν ήδη βάλει φρένο σε αποφάσεις της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ, κατόπιν πλείστων προσφυγών πολιτών και οργανώσεων. Οι προσφυγές αφορούν θέματα που καλύπτουν μεγάλο φάσμα (από την περικοπή δαπανών και τις μαζικές απολύσεις ομοσπονδιακών υπαλλήλων, έως το «πάγωμα» της εξωτερικής μη στρατιωτικής και αναπτυξιακής βοήθειας των ΗΠΑ). Προς έκπληξη του Τραμπ, ακόμη και το ελεγχόμενο από τους υπερσυντηρητικούς, Ανώτατο Δικαστήριο έχει ταχθεί κατά αποφάσεών του, αμβλύνοντας έτσι την ψευδαίσθηση του 47ου προέδρου ότι μπορεί να λειτουργεί ως οιονεί αυτοκράτορας αφού ελέγχει Γερουσία, Βουλή των Αντιπροσώπων και Ανώτατο Δικαστήριο. Ο ίδιος και οι στενοί συνεργάτες του απαντούν με επιθέσεις κατά δικαστών, αξιώνοντας ακόμη και την απομάκρυνσή τους. Χαρακτηριστικά ο Τραμπ είχε αναρτήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Αυτός που σώζει την πατρίδα του δεν παραβιάζει κανέναν νόμο». Στην πραγματικότητα, η δυνατότητα διαρκούς έκδοσης εκτελεστικών διαταγών από τον πρόεδρο στο όνομα καταστάσεων εθνικής ανάγκης (π.χ. απειλή των μεταναστών, εθνική ασφάλεια κ.λπ.) χωρίς να περνούν από το Κογκρέσο, δίνει ιδιαίτερα εντυπωσιακές εξουσίες στον πρόεδρο. Επομένως δεν είναι μόνο η προσπάθεια του Τραμπ να ανατρέψει το φιλελεύθερο υπόδειγμα της αμερικάνικης δημοκρατίας αλλά και αυτή η ίδια δεν είναι και τόσο Δημοκρατία.
Όλα αυτά συνδυάζονται με μια επίθεση απέναντι σε θεσμούς και μηχανισμούς που έχουν να κάνουν με τις υποτιθέμενες βασικές υποχρεώσεις του κράτους έναντι των πολιτών, όπως είναι αυτές που αφορούν τη δημόσια υγεία, την παιδεία και την κοινωνική πρόνοια. Το γεγονός, μάλιστα, ότι αυτή η επίθεση συντονίζεται από έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, που όταν εξαγόρασε το twitter απέλυσε το 80% των εργαζομένων, έρχεται να υπογραμμίσει τον τρόπο που μια σύγχρονη αλαζονική ολιγαρχία του πλούτου αντιμετωπίζει το κράτος ως μια αντιπαραγωγική συνωμοσία, σε μια προσπάθεια γενικευμένης ιδιωτικοποίησης.
Ωστόσο, ο Τραμπ φαίνεται να ξεχνάει ότι στον καπιταλισμό η ιστορία της υψηλής τεχνολογίας περιστρέφεται γύρω από μια συνεργασία μεταξύ ιδιωτικού κεφαλαίου και κρατικής χρηματοδότησης, όχι της μίας ή της άλλης. Πράγματι, η Silicon Valley δεν θα είχε γίνει αυτό που είναι σήμερα χωρίς την κυβέρνηση. Τα κρατικά χρήματα τροφοδότησαν τη μεταμόρφωση μιας πρώην νυσταγμένης περιοχής, σε τεχνολογικό κέντρο καινοτομίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επίσης να θυμίσουμε ότι η ανάπτυξη στις ΗΠΑ επιτεύχθηκε και χάρη σε πολιτικές που επέτρεψαν σε μετανάστες να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ και να δουλέψουν. Ο Μασκ μπόρεσε να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια με φοιτητική βίζα και να μείνει στις ΗΠΑ λόγω βίζας τύπου H1-B, την οποία οι MAGA θέλησαν να καταργήσουν.
Και τέλος, ότι η κρατική πρόνοια μπόρεσε να διαχειριστεί τις εργαζόμενες μάζες και να συγκρατήσει τις εκρήξεις στην ταξική πάλη, σώζοντας τον καπιταλισμό ουκ ολίγες φορές.
Ωστόσο, ο Τραμπ δεν καταλαβαίνει από κοινωνικές σχέσεις και αντιθέσεις. Τα βλέπει όλα σαν επιχειρήσεις και για αυτό εκφράζει τον πραγματικό ρόλο του κεφαλαίου στην ιστορία. Οι κρατικές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις είναι αποτέλεσμα των πιέσεων της εργατικής τάξης και της όξυνσης της ταξικής πάλης και εφαρμόστηκαν μετά από επαναστατικές περιόδους και στον βαθμό που απέτυχε το παγκόσμιο εργατικό κίνημα να αποτινάξει τον καπιταλιστικό ζυγό. Σήμερα, το κεφάλαιο μέσα στην κρίση του και την αλαζονεία του, λόγω έλλειψης εναλλακτικής, δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο.
Όμως στη δεύτερη θητεία του Τραμπ έχουμε και μια νέα εξέλιξη που χρειάζεται να εξηγηθεί. Τη μέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο σχολιάστηκε ο ναζιστικός χαιρετισμός του Έλον Μασκ· ακολούθως η παρουσία των τριών πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη (Μασκ, Μπέζος, Ζούκερμπεργκ), στοιχισμένων μπροστά από τους εκλεγμένους. Οι «εμβληματικές μορφές» της Σίλικον Βάλεϊ, τα αφεντικά των μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου, όπως η Amazon, η Meta, η Google και η Tesla, που κάποτε θεωρούνταν κήρυκες του φιλελεύθερου καπιταλισμού, συνωστίζονται στην ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ για τη νέα θητεία του. Αυτή η σκηνή, αδιανόητη πριν από λίγα χρόνια, μαρτυρά μια μεγάλη πολιτική ανατροπή: τη μεταστροφή των ελίτ της τεχνολογίας από το νεοφιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα στην εθνικιστική δεξιά του Make America Great Again (MAGA). Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν μια άνευ προηγουμένου συσπείρωση των τεχνολογικών ελίτ γύρω από τη φιλοεπιχειρηματική, αλλά και αυταρχική, εθνικιστική, κλιματοσκεπτικιστική και αντιφεμινιστική γραμμή του Τραμπ, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα των αξιών και της ρητορικής που συνήθως προβάλλονται στη Σίλικον Βάλεϊ. Προφανώς, το φαινόμενο αυτό μπορεί να αποδoθεί στον κυνικό καιροσκοπισμό που χαρακτηρίζει αυτές τις ελίτ και στην επιθυμία τους να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα με κάθε κόστος, στο πλαίσιο της αλλαγής καθεστώτος.
Ο Μπέζος της Amazon και της Washington Post έχει αναβαθμίσει θεαματικά τη σχέση του με τον πρόεδρο, αν και πριν έξι χρόνια ο Ντόναλντ Τραμπ τον αποκάλεσε περιπαικτικά «Τζεφ Μπόζο». Ο Τζεφ Μπέζος δεν ήταν παλιός υποστηρικτής του. Κάποτε τον επέκρινε ως «απειλή για τη δημοκρατία». Τώρα ο Μπέζος έχει πολλά διακυβεύματα, ειδικά με την εταιρεία κατασκευής πυραύλων Blue Origin. Ανταγωνίζεται όσον αφορά κρατικές συμβάσεις με τον «κολλητό» του Τραμπ, Ίλον Μασκ, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης της ανταγωνιστικής SpaceX.

Την απόφασή του να απαλλάξει τις πλατφόρμες του από τον έλεγχο γεγονότων (fact checking) ανακοίνωσε ο ιδρυτής της Meta, Μαρκ Ζάκερμπεργκ. «Θα απαλλαγούμε από τους fact checkers και θα τους αντικαταστήσουμε με κοινοτικές σημειώσεις παρόμοιες με το Χ, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ», είπε, βάζοντας τέλος στη «λογοκρισία».
Ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να δημιουργήσει πιο χαλαρούς κανονισμούς για την τεχνητή νοημοσύνη σε σύγκριση με εκείνους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η Meta, όπως και άλλοι τεχνολογικοί γίγαντες, χρειάζεται περισσότερα τεράστια κέντρα δεδομένων και τσιπ υπολογιστών αιχμής για να βοηθήσει στην εκπαίδευση και την εκτέλεση των προηγμένων μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης της.
Με τα χρόνια, ο Μασκ και οι επιχειρήσεις του έχουν λάβει τουλάχιστον 38 δισ. δολ. σε κρατικές συμβάσεις, δάνεια, επιδοτήσεις και φορολογικές πιστώσεις, συχνά σε κρίσιμες στιγμές, που τον βοήθησαν να χτίσει την αυτοκρατορία του.
Η SpaceX αναπτύσσει κατασκοπευτικούς δορυφόρους για το Πεντάγωνο, ενώ ο Έλον Μασκ εργάζεται ακατάπαυστα ώστε η Starlink να εισχωρήσει στην κερδοφόρα αγορά της Ινδίας με πολιορκητικό κριό την απειλή των δασμών του Τραμπ.
Αν και σημαντική, αυτή η εξήγηση από μόνη της δεν παρέχει πλήρη κατανόηση των πολιτικών μηχανισμών που οδήγησαν στη μετάλλαξη των τεχνολογικών ελίτ. Πρέπει να σημειώσουμε και τα παρακάτω τρία νέα συμπληρωματικά δεδομένα:
Πρώτον, ο ρόλος που έχουν αναλάβει οι μεγιστάνες του big tech σε αυτό το νέο σχήμα έχει να κάνει με μια νέα άποψη που αναπτύχθηκε με την αλματώδη αύξηση της Silicon Valley, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά την τελευταία δεκαπενταετία. Αναφέρεται ως “techno solutionism”, ήτοι η υπόσχεση ότι όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα δεν είναι προβλήματα πολιτικής ή οικονομίας, αλλά απλά συμπτώματα της έλλειψης της κατάλληλης τεχνολογίας. Η τεχνητή νοημοσύνη προωθείται, επίσης, στο πλαίσιο του τεχνολογικού ντετερμινισμού, που διατρέχει την ιστορία της Σίλικον Βάλεϊ και ο οποίος παρουσιάζει τις ψηφιακές τεχνολογίες ως εγγενώς θετικά εργαλεία.
Οι κήρυκες της Σίλικον Βάλεϊ σκιαγραφούν έτσι μια παγκόσμια νέα τεχνολογική τάξη πέρα από την πολιτική, όπου η περιφρόνηση της δημοκρατίας και του λαού συνδυάζεται με τον ντετερμινισμό και παράγει μια σχεδόν θρησκευτική πίστη στην ικανότητα των «ειδικών» να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να λύσουν όλα τα προβλήματα και να μεταμορφώσουν τον κόσμο.
Δεν είναι η πρώτη φορά.
Ο συγγραφέας του Φουτουριστικού Μανιφέστου, Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι, υποστήριξε τον Μπενίτο Μουσολίνι. Εκεί που ο Έλον Μασκ κατασκευάζει πυραύλους, ο Φίλιππο Τομάζο Μαρινέτι γιόρταζε εκείνες τις λαμπερές νέες εφευρέσεις, το αεροπλάνο και το αυτοκίνητο. Οι μηχανές, πίστευε, καθιστούν άσχετη κάθε προηγούμενη τέχνη. Ο Μαρινέτι είδε επίσης ότι ένας πιο τεχνολογικά ενδυναμωμένος κόσμος δεν θα ήταν απαραίτητα πιο ορθολογικός. Σήμερα, τα λόγια του είναι ανατριχιαστικά με το μείγμα τεχνο αισιοδοξίας και πολιτικής ηλιθιότητας.1
Πριν από τον Μασκ, ο Χένρι Φορντ, πρωτοπόρος στη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων, ήταν ένθερμος φιλοναζί και ένθερμος υποστηρικτής της συμμαχίας Ηνωμένων Πολιτειών-Χίτλερ. Κόντεψε, δε, να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ σ’ εκείνη τη συγκυρία.
Αυτή η φουτουριστική προβολή, βέβαια, αγνοεί τις ταξικές, έμφυλες και φυλετικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν τη Σίλικον Βάλεϊ. Ιστορικά, η ευημερία της ψηφιακής βιομηχανίας οικοδομήθηκε πάνω στην απαλλοτρίωση της εργασίας, ιδίως μεταναστών και μεταναστριών από το Μεξικό, το Πουέρτο Ρίκο κ.λπ. Η έκρηξη της πληροφορικής βασίστηκε σε εργοστάσια κατασκευής στη Νοτιοανατολική Ασία με χαμηλούς μισθούς και δύσκολες συνθήκες εργασίας.
Φαίνεται λοιπόν ότι η σύγκλιση της Σίλικον Βάλεϊ με την Aκροδεξιά, η οποία μπορεί να φαίνεται παράδοξη εκ πρώτης όψεως, είναι στην πραγματικότητα απλώς η ενεργοποίηση, υπό την τρέχουσα συγκυρία, μιας βαθύτερης ιδεολογικής και πολιτικής συνάφειας.
Δεύτερον, η προοδευτική εικόνα που παρουσιάζουν για τον εαυτό τους οι τεχνολογικές ελίτ που γεννήθηκαν με την «επανάσταση του διαδικτύου» βασίζεται κυρίως στην πολιτική τους συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα. Η δημοκρατική κυβέρνηση του Μπ. Κλίντον διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην προώθηση της μαζικής απορρύθμισης των χρηματοπιστωτικών και τηλεπικοινωνιακών αγορών. Η πολιτική αυτή επέτρεψε στη Σίλικον Βάλεϊ να ευημερήσει, χωρίς τους ρυθμιστικούς περιορισμούς των πιο παραδοσιακών βιομηχανιών.
Ωστόσο, αυτό το ειδύλλιο άρχισε να καταρρέει μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009. Το 2011, κοινωνικά κινήματα, όπως το Occupy Wall Street, άρχισαν να καταγγέλλουν τις αυξανόμενες ανισότητες. Οι μεγάλοι τεχνολογικοί όμιλοι επικρίθηκαν για την υπερβολική συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας.
Την ίδια στιγμή αρχίζουν να εμφανίζονται πολυάριθμες πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης και συνδικαλισμού σε εταιρείες, όπως η Amazon και η Google, εκνευρίζοντας τα αφεντικά τους.
Εν τω μεταξύ, οι εντάσεις του Τραμπ με τον Μπάιντεν κορυφώνονται. Τα αντιμονοπωλιακά μέτρα που παίρνει η κυβέρνησή του, καθώς κι εκείνα που αποσκοπούν στη ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων και στην επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στην τεχνητή νοημοσύνη, εκλαμβάνονται από τις τεχνολογικές ελίτ ως άμεσες απειλές. Ως αποτέλεσμα, οι σημαίνουσες προσωπικότητες του ψηφιακού τομέα καταλήγουν να ενταχθούν στο κίνημα MAGA.
Τρίτον, η επακόλουθη προσέγγιση μεταξύ των ηγετών των μεγάλων πλατφορμών και της κυβέρνησης Τραμπ συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος πολιτικού ελέγχου της δημόσιας σφαίρας. Οι ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ δεν είναι απλώς ισχυροί καπιταλιστές που ελέγχουν εξελιγμένα τεχνολογικά εργαλεία. Είναι, επίσης, πάροχοι των βασικών πόρων του δημόσιου χώρου, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την πολιτική – είτε πρόκειται για υλικούς πόρους, όπως τα κέντρα δεδομένων και τα δίκτυα, είτε για υπολογιστικούς, όπως το λογισμικό και οι αλγόριθμοι, είτε για συμβολικούς και πολιτιστικούς, όπως η επιρροή των ιδεών- αφού αποτελούν βασικούς διαμορφωτές όχι της κοινής γνώμης αλλά της ίδιας της πραγματικότητας, εξασφαλίζοντας συναινέσεις και διαμορφώνοντας συνειδήσεις∙ και βέβαια δύνανται να προκαλέσουν και πολιτική αστάθεια (δείτε τη στήριξη του Μασκ στον έγκλειστο νεοναζί Τόμι Ρόμπινσον στην Βρετανία και του ακροδεξιού AfD στην Γερμανία). Με τη σειρά του αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζονται πια ούτε οι παλαιάς κοπής πολιτικοί με τις ιδεολογίες και τα οράματά τους, ούτε καν οι διάδοχοί τους τεχνοκράτες που (υποτίθεται πως) αντιμετώπιζαν την πολιτική σαν πρόβλημα λογιστικής. Έχουμε τώρα τον κεντρικό ρόλο των αντιδραστικών τεχνολογικών ελίτ ως «οργανικών διανοούμενων» (Γκράμσι) του νέου ηγεμονικού μπλοκ που έχει πλέον τον έλεγχο της κυβέρνησης των ΗΠΑ.2
Ταυτόχρονα όμως, μπολιάζουν πλέον αυτό το κράμα που αντιστοιχεί στον τραμπισμό της πρώτης γενιάς με νέα στοιχεία τεχνοφεουδαλισμού, όπου λειτουργούν ως ψηφιακοί «μεσαιωνικοί άρχοντες». Υποστηρίζουν μια διακυβέρνηση εμπειρογνωμόνων ή αυταρχικών φιγούρων τύπου CEO, πιστεύοντας ότι αυτή εγγυάται μια πιο ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων, και φέρουν εις πέρας την ιδιωτικοποίηση του κράτους και την άλωση όλων των δημοσίων πόρων, με έμφαση στη μαζική ιδιοποίηση των δημοσίων δεδομένων. Υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ έχουν περιέλθει σε μια αποφασιστική ρήξη ακόμα και με την κληρονομιά του Διαφωτισμού, αλλά και σε μια συνολικά αυταρχική- ολιγαρχική μορφή διακυβέρνησης που έχει μορφές φασισμού.
Η ημέρα δράσης ενάντια στον Τραμπ, το Σάββατο 5 Απριλίου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Hands Off» (σ.σ. «Κάτω τα χέρια σας») ήταν η πρώτη μεγάλη συντονισμένη απάντηση των κινημάτων στις ΗΠΑ στις επιθέσεις της κυβέρνησης. Υπερασπιστές της δημοκρατίας και των εργατικών δικαιωμάτων, μεταναστευτικές οργανώσεις, κινήσεις υπεράσπισης των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων προχώρησαν σε συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε πάνω από 1.100 σημεία στις ΗΠΑ. Οι επιθέσεις στην εργατική τάξη, οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών σε συνδυασμό με τις απελάσεις των μεταναστών και τις απειλές για τα τρανς άτομα συνιστούν κίνδυνο για την αμερικανική κοινωνία και τη δημοκρατία, αναφέρουν οι οργανωτές, που βάζουν στο στόχαστρό τους και τον μεγιστάνα Έλον Μασκ. Επίσης, επιθέσεις κατά της Tesla έχουν σημειωθεί στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μάλιστα, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις. Οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν έξω από αντιπροσωπείες στο Νιου Τζέρσεϊ, στη Μασαχουσέτη, στο Κονέκτικατ, στη Νέα Υόρκη, στη Μέριλαντ, στη Μινεσότα και στο Τέξας και κάλεσαν τον κόσμο να μην αγοράζει Tesla και τους επενδυτές να πουλήσουν τις μετοχές τους στην εταιρεία. Τα αυτοκίνητα της Tesla έχουν γίνει στόχοι βανδαλισμών σε διάφορες χώρες, ως αντίδραση στις ακροδεξιές τοποθετήσεις του Έλον Μασκ.

Μια σειρά εφημερίδων και συνδικάτων, όπως η γαλλική εφημερίδα Le Monde, αλλά και η ΓΣΕΕ στην Ελλάδα, εγκαταλείπουν την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X του Έλον Μασκ λόγω της πολιτικής συμμαχίας του πολυδισεκατομμυριούχου με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Δεν είναι σίγουρο τι επιπτώσεις θα έχει στον αμερικάνικο καπιταλισμό η πολιτική Τραμπ, αν και μάλλον θα έχει ένα χαοτικό και αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα, λόγω της κρίσης του και της βαθιάς διαίρεσης των επιτελείων του, παράγοντες τους οποίους επιτείνει ο Τραμπ σε σημείο εμφύλιων συγκρούσεων, αλλά σίγουρα μια ταξική πόλωση είναι αδιαμφησβήτητη. Η όξυνση της ταξικής πάλης σε συνδυασμό με τη διαίρεση της άρχουσας τάξης δημιουργούν ένα κενό εξουσίας αλλά λείπει το πολιτικό υποκείμενο που θα το καλύψει.