της Σούλας Κατσιαμπούρα
Η Παλαιστίνη είναι de jure κυρίαρχο κράτος στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, το οποίο εκτείνεται από τα σύνορα της Αιγύπτου (νότια) μέχρι τα σύνορα του Λιβάνου (βόρεια) και ανατολικά μέχρι τον Ιορδάνη ποταμό. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η περιοχή αποτελεί πεδίο εθνικών διεκδικήσεων και συγκρούσεων μεταξύ Σιωνιστών και Παλαιστινίων.
Τόπος των ιερότερων μνημείων μουσουλμάνων, εβραίων και χριστιανών, το Ισραήλ γίνεται συχνά θέατρο αιματηρών συγκρούσεων.
Το 1917 μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεσηκώθηκαν και οι Άραβες για τη δική τους ανεξαρτησία. Τότε η Αντάντ (δηλ. Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), τους υποσχέθηκαν πλήρη ανεξαρτησία με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οπότε και ξεκίνησε ο ένοπλος απελευθερωτικός τους αγώνας.
Ακολούθησε η «Διακήρυξη του Μπάλφουρ», (υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας) η οποία και προσδιόριζε μία εθνική εστία μόνιμης βάσης των Εβραίων στην Παλαιστίνη, η οποία κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών εκείνων επιχειρήσεων είχε ανακηρυχθεί ως «κράτος κατ΄ εντολή» της Κοινωνίας των Εθνών υπό αγγλική προστασία. Καθεστώς που παρέμεινε μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταξύ 1920 και για τις επόμενες δύο δεκαετίες, ολοένα και περισσότεροι εβραίοι κατέφευγαν εκεί, φυγή που έλαβε μαζικό χαρακτήρα λόγω του πογκρόμ στην Ευρώπη και μετά το Ολοκαύτωμα. Οι Ευρωπαίοι Εβραίοι το έβλεπαν ως καταφύγιο για τους ομογενείς που είχαν υπάρξει για αιώνες θύματα της χριστιανικής Ευρώπης και οι σιωνιστές, πατέρες της ιδέας ίδρυσης εθνικού κράτους του Ισραήλ, για να δοθεί μια γη χωρίς ανθρώπους σε ανθρώπους χωρίς γη, ωστόσο η ιστορική κοιτίδα των Εβραίων κατοικούνταν κυρίως από Άραβες και μόνο μια εβραϊκή μειονότητα, καθώς για τους Εβραίους ήταν τα πατρογονικά εδάφη τους, και τους Παλαιστινίους η πατρίδα τους.
Η ένταση μεταξύ των δύο λαών άρχισε να κλιμακώνεται όταν η διεθνής κοινότητα ανέθεσε στη Βρετανία να δημιουργήσει μια «εθνική εστία» στην Παλαιστίνη για τους Εβραίους.
Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι προσανατολίζονταν στον τεμαχισμό των αραβικών κρατών σε αποικίες, κάτω από δικό τους έλεγχο για την εκμετάλλευση του πλούτου της περιοχής. Αγγλία- Ιορδανία, Ιράκ, Γαλλία-Συρία, λίβανος, Παλαιστίνη. (Συνέδριο Σαν Ρέμο, 1920) Η βία εντεινόταν όχι μόνο μεταξύ Εβραίων και Αράβων, αλλά και μεταξύ αυτών κατά των δυνάμεων κατοχής. Για την ενότητα των αράβων κατά της εκμετάλλευσης ιδρύθηκε το κίνημα της αραβικής αναγέννησης.
Το 1947, τα Ηνωμένα Έθνη ψήφισαν υπέρ της διάσπασης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, κατά γλώσσα, πολιτισμό και θρησκεία: ένα αραβικό, 43% και ένα εβραϊκό, 53% το Ισραήλ, σχέδιο που προέβλεπε, ειρήσθω εν παρόδω μια «διεθνή» Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο έγινε αποδεκτό από τους Εβραίους ηγέτες, αλλά απορρίφθηκε από την αραβική πλευρά και τελικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ- Συρία, Αίγυπτος, Ιορδανία: μεγάλη στρατιωτική δύναμη- νίκες
Αποτέλεσμα: μη επιβολή σχεδίου
ΗΠΑ: στον ΟΗΕ, στόχος: συγκέντρωση ψήφων υπέρ της διχοτόμησης του αραβικού κόσμου. Τα κατάφεραν να νομιμοποιήσουν το κράτος του Ισραήλ.
Στη διπλωματική σκηνή, η ΕΣΣΔ παίζει κεντρικό ρόλο στην υιοθέτηση του σχεδίου χωρισμού της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ, στις 29 Νοεμβρίου 1947. Εκτός από τη δική της ψήφο, συνεισφέρει και τις ψήφους των δορυφόρων της, με την εξαίρεση –για λόγους που δεν εξηγήθηκαν ποτέ- της Γιουγκοσλαβίας. Προσφέρει, όμως, στο Ισραήλ και τα δύο πράγματα που έχει περισσότερο ανάγκη : ανθρώπους και όπλα.
Στο στρατιωτικό πεδίο, η ΕΣΣΔ προσφέρει βοήθεια στη σιωνιστική υπόθεση πριν καν από την ίδρυση του Ισραήλ. Από τον Μάιο του 1947, η αγορά όπλων γίνεται προτεραιότητα για τον Μπεν Γκουριόν. Μετά από σοβιετικές πιέσεις, η Τσεχοσλοβακία γίνεται ο κύριος προμηθευτής οπλισμού του Ισραήλ. Μεταξύ 1948 και 1951, η Πράγα πουλά στο Ισραήλ ελαφρύ και βαρύ οπλισμό, όπως τεθωρακισμένα και πολεμικά αεροσκάφη, ενώ αναλαμβάνει και την εκπαίδευση του στρατιωτικού προσωπικού στη χρήση τους.
Άραβες: επιθέσεις σε πρεσβείες χωρών που ψήφισαν τη διχοτόμηση.
Αγώνες χωρίς κατάλληλο οπλισμό, σχέδιο, εμπειρία –αντίθετα από Ισραηλινούς.
Η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και η «Νάκμπα»
Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ των Αράβων και των Ισραηλινών, σε αυτό που περιγράφεται ως εμφύλιος πόλεμος του 1947-48 στην Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή, ο οποίος οδήγησε στον πρώτο Αραβό-Ισραηλινό πόλεμο του 1948 (15 Μαΐου 1948 – 10 Μαρτίου 1949), μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948. Έπειτα από το τέλος του πολέμου, το προηγούμενο έδαφος της Βρετανικής Εντολής έχει καταλήξει ως εξής:
Το μεγαλύτερο τμήμα 78% να έχει καταληφθεί από το Ισραήλ.
Η λεγόμενη Δυτική Όχθη να είναι προσαρτημένη στην Ιορδανία
Και ένα 1,5% η λεγόμενη Λωρίδα της Γάζας να τίθεται υπό τον έλεγχο και τη Διοίκηση της Αιγύπτου, επί βασιλείας Φαρούκ.
Σφαγιάσθηκαν ολόκληρα χωριά, υπολογίσθηκε ότι 750.000 (1.000.000) Άραβες Παλαιστίνιοι ξεριζώθηκαν τότε από τα πάτρια εδάφη στην περιβόητη «Νάκμπα», την «Καταστροφή», όταν περίπου το 85% του αραβικού πληθυσμού και κατέφυγαν άλλοι στη Γάζα άλλοι στην Ιορδανία, άλλοι στον Λίβανο και άλλοι στη Συρία και Ιορδανία – όπου έζησαν και πέθαναν σε προσφυγικούς καταυλισμούς.
Με την κατάπαυση του πυρός, το επόμενο έτος, το Ισραήλ είχε πάρει στον έλεγχό του σχεδόν το σύνολο των εδαφών. Η Ιορδανία κατέλαβε τη γη που έγινε γνωστή ως Δυτική Όχθη και η Αίγυπτος τη Γάζα. Η Ιερουσαλήμ χωρίστηκε στα δύο, με το Ισραήλ να καταλαμβάνει το δυτικό μισό της και την Ιορδανία το έτερον ανατολικό ήμισυ.
Σήμερα υπάρχουν 4 περ. εκατομμύρια πρόσφυγες που το Ισραήλ αρνείται το δικαίωμα να γυρίσουν στην πατρίδα τους ,παραβιάζοντας αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Στις κοπιώδεις και έως τώρα ατελέσφορες διαπραγματεύσεις, ένα από τα ακανθώδη πεδία συζήτησης είναι εκείνο της Ιερουσαλήμ. Αμφότερες οι πλευρές τη διεκδικούν ως πρωτεύουσα του κράτους τους. Τα Ηνωμένα Έθνη έθεσαν την πόλη, το 1949, λίγο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, σε καθεστώς «corpus separatum» – ξεχωριστή οντότητα, δηλαδή, υπό διεθνή έλεγχο – κάτι που ποτέ δεν εφαρμόστηκε.
1948: αραβικός σύνδεσμος –στρατό αραβικών χωρών στην Παλαιστίνη, όμως οι Βρετανία απέτρεψε την κίνηση με την επιρροή της σε αραβικές κυβερνήσεις.
Αποτέλεσμα: αναστολή κινητοποιήσεων-αποδυνάμωση παλαιστινιακής αντίστασης.
1949: συμφωνία της Ρόδου (Αιγυπτος-Ισραήλ). Αίγυπτος –παραχώρηση στο Ισραήλ νότιας Παλαιστίνης.
Ιορδανία: παραχωρεί περιοχές της Ιερουσαλήμ.
Συρία, Λίβανος: επιστροφή στα προηγούμενα σύνορα.
Ισραήλ: απόκτηση εδαφών
ΗΠΑ, Βρετανία: προσπάθεια διαχείρισης ζητήματος με ενεργοποίηση διεθνών οργανώσεων και επιτροπών συμφιλίωσης ΟΗΕ με στόχο την άμβλυνση αντιπαραθέσεων Εβραίων –Αράβων και τακτοποίηση προσφυγικού παλαιστινιακού.
Εβραίοι: αντίσταση, προτεραιότητα επίσημη αναγνώριση κράτους τους από αραβικές χώρες.
Την ίδια χρονιά ζητούν απόκτηση της λωρίδας της Γάζας και αναγνωρίζονται από ΗΠΑ, Ρωσία
Το 1956, ο Νάσερ εθνικοποίησε τη διώρυγα του Σουέζ, με αποτέλεσμα να δεχτεί επίθεση από Γαλλία, Βρετανία, Ισραήλ. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν τον Νάσερ, οι δυνάμεις αποσύρθηκαν και έγιναν αυτές ρυθμιστής της περιοχής.
Το 1964 συστάθηκε από τα αραβικά κράτη κατά τη διάρκεια της πρώτης Συνόδου Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου στο Κάιρο η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, γνωστότερη με το αγγλικό αρκτικόλεξο PLO, με σκοπό την «απελευθέρωση της Παλαιστίνης» μέσω ενόπλου αγώνα και τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους της Παλαιστίνης. Τον Οκτώβριο του 1974 στη συνάντηση κορυφής όλων των αραβικών χωρών στο Ραμπάτ του Μαρόκου, ο Αραβικός Σύνδεσμος αναγνώρισε την PLO (ή ελληνικά ΟΑΠ) ως τον μοναδικό εκπρόσωπο των Αράβων της Παλαιστίνης.
Ο πρωτότυπος Χάρτης της ΟΑΠ (που εκδόθηκε στις 28 Μαΐου 1964) όριζε πως «η Παλαιστίνη αποτελεί μια ενιαία περιφερειακή μονάδα με τα καθιερωμένα σύνορα της περιόδου της Βρετανικής Εντολής» και επεδίωκε «να εξαλείψει… την ύπαρξη και τη δράση» του Σιωνισμού. Επίσης υποστήριζε το δικαίωμα της επιστροφής και της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων. Δεν αναφερόταν η ύπαρξη της Παλαιστίνης ως κρατικής οντότητας, ωστόσο τελικά η ΟΑΠ ΤΟ 1974 υποστήριξε και την ανεξαρτησία των Παλαιστινιακών εδαφών. Η οργάνωση χρησιμοποίησε πολυεπίπεδες μεθόδους ανταρτοπόλεμου για να επιτεθεί στο Ισραήλ από τις βάσεις της στην Ιορδανία (συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Όχθης), τον Λίβανο, την Αίγυπτο (Λωρίδα της Γάζας) και τη Συρία.
Συγκεκριμένα
Με πάνω από 100 χώρες με τις οποίες διατηρεί διπλωματικές σχέσεις, και έχει απολαύσει την ιδιότητα του παρατηρητή στα Ηνωμένα Έθνη από το 1974. Η ΟΑΠ θεωρήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ τρομοκρατική οργάνωση μέχρι τη Διάσκεψη της Μαδρίτης το 1991. Το 1993, η ΟΑΠ αναγνώρισε στο Ισραήλ το δικαίωμα ύπαρξης, αποδέχθηκε τα ψηφίσματα 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας, και απέρριψε «τη βία και την τρομοκρατία». Σε απάντηση, το Ισραήλ αναγνώρισε επίσημα την ΟΑΠ ως εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού.[9]
Η Φατάχ (αραβικά: και έναρθρα Αλ-Φατάχ) είναι η πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση των Αράβων Παλαιστινίων που ιδρύθηκε το 1958 από Παλαιστίνιους παλαίμαχους των αραβο-ισραηλινών συγκρούσεων του 1948 και 1956 και χαρακτηρίζεται από εθνικιστικά ιδεώδη. Μεταξύ των ιδρυτών της ήταν ο Γιασέρ Αραφάτ, ο Αμπού Αλή Ιγιάντ, ο Αμπού Τζιχάντ κ.ά. Σήμερα αποτελεί μια πολυκομματική συνομοσπονδία των Παλαιστινίων, συγκροτούμενη από την Κεντρική Επιτροπή με αρμοδιότητα εκτελεστικής εξουσίας και το Επαναστατικό Συμβούλιο ως κύριο νομοθετικό σώμα. Η έδρα της Φατάχ βρίσκεται στη Ραμάλα. Η Φατάχ συμμετέχει ως “μέλος παρατηρητής” στη Σοσιαλιστική Διεθνή, ενώ αποτελεί το αντίπαλο κόμμα της σουνιτικής Χαμάς στη Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή.
Το όνομα Φατάχ αποτελεί αρκτικόλεξο κατ΄ αντιστροφή των λέξεων Ταχρίρ Φιλαστίν που σημαίνει Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ταυτιζόμενο με τον όρο Φατάχ που αναφέρεται στη 48η Σούρα του Κορανίου, με συνειρμούς στη κατάκτηση της Μέκκας και την εξάπλωση του Ισλαμισμού, λαμβάνοντας έτσι και θρησκευτική διάσταση.
Ιστορικό
Από το 1958 και μέσα σ΄ ένα σύντομο χρονικό διάστημα η οργάνωση αυτή με μια εθνικιστική ιδεολογία αλυτρωτισμού άρχισε ν΄ αναπτύσσεται ιδιαίτερα εντυπωσιακά με μία στρατιωτική δομή καταδρομέων αποφασισμένων να προσφέρουν ακόμα και τη ζωή τους στο μεγάλο ένοπλο πλέον αγώνα για την απελευθέρωση των εδαφών τους. Έτσι την τελευταία ημέρα του 1964, στις 31 Δεκεμβρίου εξετέλεσαν την πρώτη στρατιωτική καταδρομική επιχείρηση ανατινάζοντας μία ισραηλινή αρδευτική εγκατάσταση, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της πράξης της με ανακοίνωση που εξέδωσε την επομένη. Αυτή η αντιπαλότητα ήλθε να προστεθεί στο γενικότερο αναβρασμό της περιοχής.
Αμέσως μετά τον Πόλεμο των έξι ημερών του 1967 όπου η κατάσταση για τους Παλαιστινίους επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, το ίδιο έτος, η οργάνωση Φατάχ εντάχθηκε στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ενώ παράλληλα ξεκίνησε να επεκτείνεται στρατολογώντας εθελοντές Άραβες και από άλλες αραβικές χώρες δημιουργώντας ειδικά στρατόπεδα εκπαίδευσης ανορθόδοξου πολέμου. Έτσι το 1968 η Φατάχ είχε αναδειχθεί σε μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις των Παλαιστινίων κερδίζοντας την εύνοια πολλών Αράβων ηγετών. Το γεγονός αυτό υπήρξε και το βασικό αίτιο της αιφνίδιας επίθεσης των Ισραηλινών δυνάμεων στη τότε έδρα της Φατάχ, στο χωριό Καραμέχ της Ιορδανίας στις 21 Μαρτίου του 1968, όπου και ακολούθησε η ομώνυμη μάχη στην οποία και φονεύτηκαν 150 Παλαιστίνιοι μαχητές, 29 Ισραηλινοί και 20 Ιορδανοί. Το δε επεισόδιο αυτό αν και έληξε με την επέμβαση των ιορδανικών ενόπλων δυνάμεων και αρμάτων μάχης όπου και απωθήθηκαν οι ισραηλινές δυνάμεις, στην ουσία αποτέλεσε σταθμό στη γενικότερη απήχηση όχι μόνο στον αραβικό κόσμο αλλά και στη διεθνή κοινή γνώμη.
Kατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε τον Σεπτέμβριο του 1969 στην Ιορδανία, ο ιορδανικός στρατός συνέτριψε τους Παλαιστίνιους Φενταγίν μεταξύ των οποίων υπήρχαν και μαχητές της Φατάχ. Δύο χρόνια αργότερα του επεισοδίου αυτού, τον Ιούλιο του 1971, στην προσπάθεια των Παλαιστινίων να δημιουργήσουν κράτος εν κράτει μέσα στην Ιορδανία, ο Βασιλεύς της Ιορδανίας Χουσεΐν κήρυξε στρατιωτικό νόμο και οι ιορδανικές ένοπλες δυνάμεις προχωρώντας σε εκκαθαρίσεις σκότωσαν περίπου 3.000 Παλαιστινίους μεταξύ των οποίων και το ιδρυτικό στέλεχος της Φατάχ τον Αμπού Αλή Ιγιάντ. Τελικά επήλθε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Γιασέρ Αραφάτ και Χουσεΐν ενώ 2.000 περίπου μαχητές της Φατάχ διέφυγαν στη Συρία. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν να δημιουργηθεί ο διαβόητος Μαύρος Σεπτέμβρης (Αϊλουλά Ασουάντ) ή Σεπτέμπερ Αλ Ασουάντ) ένα ακραίο μαχητικό σώμα το οποίο μετά και την διακήρυξή τον Νοέμβριο του 1971, σε αντίποινα, στις 28 Νοεμβρίου εκτέλεσε τον πρωθυπουργό της Ιορδανίας Ουασφί Αλ Ταλ, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια γενικευμένη τρομοκρατική δράση, με τη μεγαλύτερη τη Σφαγή του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1972 όπου δολοφόνησε 11 Ισραηλινούς στους Ολυμπιακούς του Μονάχου, όταν η τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ αρνήθηκε να ενδώσει σε αίτημα απελευθέρωσης Παλαιστινίων ομήρων.
Σημειώνεται ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η Φατάχ αποτελώντας την πλουσιότερη και μεγαλύτερη μαχητική οργάνωση είχε θέσει πλέον υπό τον έλεγχό της γενικότερα και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Ο δε εξοπλισμός των μαχητών της γινόταν από πολλά κράτη που επιχειρούσαν και πολιτική ιδεολογική διείσδυση μεταξύ των οποίων ήταν η Σοβιετική Ένωση, η Συρία, το Πακιστάν, το Ιράκ, η Λιβύη, η Υεμένη κ.ά, παραχωρώντας μάλιστα οι τελευταίες και στρατόπεδα εκπαίδευσης.
Ακολούθως η εισχώρηση της Φατάχ στο Λίβανο έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στο εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου όταν τότε Μαρωνίτες φαλαγγίτες επέδραμαν εναντίον λεωφορείου εκπαιδευόμενων μαχητών της Φατάχ τον Απρίλιο του 1975 ενώ λίγο αργότερα χριστιανοί πολιτοφύλακες σκορπούν το θάνατο σε στρατόπεδο προσφύγων Παλαιστινίων σκοτώνοντας 1000 περίπου εξ αυτών με συνέπεια ν΄ ακολουθήσει μια σειρά ένοπλων συγκρούσεων μέσα σε πόλεις του Λιβάνου με τεράστιες καταστροφές, που είχαν ως κατάληξη την λεγόμενη σφαγή του Τελ Αλ Ζάταρ (12 Αυγούστου του 1976) όπου ο λιβανικός στρατός κατέστρεψε το ομώνυμο στρατόπεδο των Παλαιστινίων σκοτώνοντας περίπου, κατ΄ εκτίμηση, 2.000 Παλαιστίνιους. Σημειώνεται ότι την εποχή του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου η αεροπορική εταιρεία Μέσης Ανατολής (Μιντλ Ιστ Ερ Λάινς) είχε μεταφέρει το στόλο της στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών στην Ελλάδα.
Δύο χρόνια αργότερα το 1978 η οργάνωση της Φατάχ ξεκινά τις προσβολές ισραηλινών στόχων με συνέπεια το Ισραήλ να εισβάλει στο Λίβανο, ενέργεια που θα επαναλάβει και το 1982 όπου η Φατάχ αναγκάσθηκε να μεταφέρει την έδρα της στη Τύνιδα (Τυνησία).
Μετά των παραπάνω το 1983 ξεκίνησε μια εσωτερική διένεξη αντιμαχομένων φατριών της Φατάχ εξέλιξη της οποίας ήταν να αναδειχθεί μια περισσότερο αποφασιστική ηγεσία στην οποία ο Αραφάτ αποτελούσε μέλος αυτής. Δέκα χρόνια αργότερα το 1993 μετά από μια σειρά μυστικών επαφών με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Νορβηγίας υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον συμφωνία πενταετούς ισχύος βάσει της οποίας οι Ισραηλινοί παραχωρούσαν υπό τον Γιασέρ Αραφάτ αυτονομία στη λωρίδα της Γάζας και την Ιεριχώ.
Τον Γιασέρ Αραφάτ μετά το θάνατό του το 2004 διαδέχθηκε ο μέχρι τότε γραμματέας Φαρούκ Καντούμι θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών
Στις αρχές Ιουνίου του 1967, με την καθοδήγηση του Νάσερ συγκεντρώθηκαν τα αραβικά στρατεύματα στα σύνορα του Ισραήλ. Το Ισραήλ επιτέθηκε και κατάφερε μέσα σε έξι μέρες να κατατροπώσει τρεις αραβικούς στρατούς (Αιγύπτου, Συρίας, Ιορδανίας) και να τριπλασιάσει τα εδάφη του με την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Δυτικής Όχθης, της Λωρίδας της Γάζας, της Χερσονήσου του Σινά και των Υψωμάτων του Γκολάν. Ο ΟΗΕ παρεμβαίνει και ζητά από το Ισραήλ να εγκαταλείψει και να παραιτηθεί από την κτήση των νέων εδαφών.
O στρατηγός Μοσέ Νταγιάν, υπουργός Άμυνας κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1967, έχει μείνει στην ιστορία για το θρίαμβό του επί των αραβικών δυνάμεων όταν, κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, κατάφερε αιφνιδιαστικό χτύπημα στην αιγυπτιακή πολεμική αεροπορία καταστρέφοντάς την ολοσχερώς.
1968 η ΠΛΟ φτιάχνει σύνταγμα και απαιτεί την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Αραφάτ: αρχηγός φαταχ
1973: πόλεμος Γιομ Κιπούρ. Συρία, Αίγυπτος εναντίον Ισραήλ, για επιστροφή εδαφών. Η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων σταμάτησε τον πόλεμο.
1978: συμφωνία κάμπ Ντέιβιντ μεταξύ πρωθυπουργών Αιγύπτου-Ισραήλ. Συμφωνίες, ανταλλάγματα, η Αίγυπτος εξασφάλισε τη γεωστρατηγική ασφάλεια στην περιφέρεια και απεκδύθηκε του αιτήματος του ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Αποδυναμώθηκε η οργάνωση των αραβικών κρατών και ενδυναμώθηκε το Ισραήλ.
Οι Άραβες αποδυναμώθηκαν προδομένοι και δεν κατάφεραν να ανακτήσουν τα εδάφη από το 1967 ούτε την ανεξαρτησια της Παλαιστίνης.
1981: δολοφονία Σαντάτ
1982: επίθεση Ισραήλ στον Λίβανο με αφορμή βομβαρδισμό ΟΑΠ. Σφαγιασμός παλαιστινίων προσφύγων από Ισραηλινούς και παραστρατιωτικές οργανώσεις Λιβάνου.
1987-1992: Πρώτη Ιντιφάντα
Η πρώτη Ιντιφάντα ή πρώτη Παλαιστινιακή Ιντιφάντα ήταν εξέγερση των Παλαιστινίων ενάντια στην κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Γάζας από το Ισραήλ, η οποία έλαβε χώρα από το Δεκέμβριο του 1987 μέχρι το συνέδριο της Μαδρίτης το 1991, αν και μερικοί τοποθετούν τη λήξη της το 1993, με την υπογραφή των συμφώνων του Όσλου. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης έχασαν τη ζωή τους περίπου 1.500 Παλαιστίνιοι και περίπου 400 Ισραηλινοί. Το αποτέλεσμα των ειρηνευτικών διαδικασιών ήταν η δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής και η αναγνώριση του Ισραήλ από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης
1988: Ίδρυση Χαμάς, αναδύθηκε από την αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα της οποίας αποτέλεσε παρακλάδι και χαρακτηρίστηκε από επιθέσεις αυτοκτονίας και τρομοκρατικές ενέργειες κατά του Ισραήλ. Είναι κίνημα αντίστασης, μία παλαιστινιακή σουνιτική παραστρατιωτική οργάνωση και πολιτικό κόμμα που κατέχει σήμερα την πλειοψηφία των εδρών του εκλεγμένου νομοθετικού συμβουλίου στην Παλαιστίνη. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και επιρροή στρατιωτικό παλαιστινιακό κίνημα και παράλληλα με το μετριοπαθές κόμμα της Φατάχ, συνιστά ένα από τους δύο πρωταρχικούς πολιτικούς παράγοντες.
Ιδρυθείσα το 198 κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, η Χαμάς είναι μια σουννιτική ισλαμιστική οργάνωση -και σύμφωνα με τις Η.Π.Α. μια Ξένη Τρομοκρατική Οργάνωση- που αντιτίθενται διά της βίας στο κράτος του Ισραήλ. Η Χαμάς (ακρωνύμια της “Χαρακάτ αλ-Μουκαουάνα αλ-Ισλαμίγια” δηλ. Ισλαμικό Αντιστασιακό Κίνημα) ασκεί de facto εξουσία στη λωρίδα της Γάζας μετά την απόσπαση της περιοχής από την αντίπαλη Φατάχ, που κυβερνά την Δυτική Όχθη από το 2007. Τα δύο μέρη έχουν κάνει ανοίγματα συμφιλίωσης στον απόηχο των επαναστάσεων της Αραβικής Άνοιξης, ωστόσο η πρόοδος αυτής της διαδικασίας αποδείχτηκε ανέφικτη. Παρά την φήμη της στρατιωτικής οργάνωσης, η Χαμάς δραστηριοποιείται σε ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας που περιλαμβάνει παροχή φαγητού, σχολεία και κλινικές.
Η Χαμάς θεωρείται από πολλούς δυτικούς αναλυτές ως εμπόδιο στην ειρηνευτική διαδικασία Αράβων-Ισραηλινών και στη επίτευξη του στόχου των δύο κρατών. Ως αποτέλεσμα αυτού, τα δυτικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών, προσπάθησαν να ενισχύσουν την Παλαιστινιακή Αρχή υπό τη Φατάχ ενώ παράλληλα απομόνωσαν τη Χαμάς, η οποία διατηρεί ιστορικούς δεσμούς με το Ιράν. Ωστόσο, οι απευθείας Ισραηλινο-Παλαιστινιακές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις πάγωσαν από το 2010 ενώ το ξέσπασμα εχθροπραξιών μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς (ΝΥΤ) στη Γάζα στα τέλη του 2012 απειλεί τη προοπτική ενός νέου γύρου διαπραγματεύσεων στο ορατό μέλλον.
Ποια είναι η προέλευση της Χαμάς;
Η Χαμάς ιδρύθηκε από τον Σεΐχη Αχμέντ Γιασσίν, παλαιστίνιο πνευματικό ηγέτη που έγινε ακτιβιστής του τοπικού κλάδου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, έχοντας αφιερωθεί από νέος στην ισλαμική φιλολογία στο Κάιρο. Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Γιασσίν έκανε κήρυγμα και εξασκούσε φιλανθρωπία στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, περιοχές που περιήλθαν στον ισραηλινό έλεγχο μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Το 1973, ίδρυσε το Ισλαμικό Κέντρο (Αλ-Μουτζάμμα αλ-Ισλάμι) προκειμένου να συντονίζει την πολιτική δραστηριότητα της Αδελφότητας στη Γάζα.
Ο Γιασσίν ίδρυσε τη Χαμάς ως τον τοπικό πολιτικό βραχίονα της Αδελφότητας τον Δεκέμβριο του 1987, μετά το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα, μιας παλαιστινιακής εξέγερσης εναντίον του ισραηλινού ελέγχου της Δυτικής όχθης, της Γάζας και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Η Χαμάς έδωσε στη δημοσιότητα το Καταστατικό της το 1988, αποστασιοποιούμενη αποφασιστικά από την πολιτική της μη-βίας της Αδελφότητας.
Η πρώτη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας της Χαμάς πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1993, πέντε μήνες πριν ο Γιάσερ Αραφάτ, τότε ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και ο Γιτσχάκ Ραμπίν, τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ, υπέγραψε τις Συμφωνίες του Όσλο, μια ιστορική συμφωνία ειρήνης, η οποία μεταξύ άλλων έδινε περιορισμένο καθεστώς αυτοδιοίκησης σε τμήματα της Δυτικής Όχθης και της Γάζας υπό την Παλαιστινιακή Αρχή. Η Χαμάς ακολούθως καταδίκασε τις Συμφωνίες του Όσλο και έκτοτε απεδύθη σε μια τρομοκρατική εκστρατεία προσπαθώντας να ανακόψει τις ειρηνευτικές διαδικασίες. Το 1997 το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε επισήμως τη Χαμάς ως Ξένη Τρομοκρατική Οργάνωση.
Πού δραστηριοποιείται η Χαμάς;
Η βασική βάση με λαϊκή υποστήριξη της Χαμάς βρίσκεται στη λωρίδα της Γάζας, όπου και διατηρεί de facto τον έλεγχο από το 2006, όταν κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών στο παλαιστινιακό κοινοβούλιο προς έκπληξη πολλών παρατηρητών. Η Χαμάς απομάκρυνε τα υπολείμματα της Φατάχ από τη Γάζα διά της βίας στις αρχές του 2007 ενώ η νέα κυβέρνηση υπό τη Χαμάς απερρίφθη με συνοπτικές διαδικασίες από τον πρόεδρο της ΠΑ και αρχηγό της Φατάχ Μαχμούντ Αμπάς. Αποτέλεσμα της αιματοχυσίας ήταν η de facto γεωγραφική διαίρεση των παλαιστινιακών εδαφών με τη Χαμάς να ασκεί εξουσία στη Γάζα και με τη Φατάχ να παραμένει η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Παλαιστινιακής Αρχής στη Ραμάλλα της Δυτικής Όχθης.
Οι αναταραχές της “Αραβικής Άνοιξης” στις αρχές του 2011 οδήγησε πολλούς Παλαιστινίους να επιδιώξουν συμφιλίωση μεταξύ Φατάχ και Χαμάς και οι δύο πλευρές υπέγραψαν συμφωνία τον Μάιο του 2011. “Πρέπει να επιτύχουμε τον κοινό στόχο: ένα παλαιστινιακό κράτος με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στα εδάφη του 1967 και την Ιερουσαλήμ σαν πρωτεύουσα, χωρίς εποίκους και χωρίς την απεμπόληση του δικαιώματος της επιστροφής” δήλωνε ο Μασσάλ κατά την υπογραφή στο Κάιρο. Ωστόσο, Χαμάς και Φατάχ βρέθηκαν πάλι σε σύγκρουση λίγους μήνες μετά, όταν ο Αμπάς αποφάσισε να επιδιώξει αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους στα Ηνωμένα Έθνη, μια κίνηση στην οποία η Χαμάς ήταν κάθετα αντίθετη.
Νωρίτερα κάποιοι παρατηρητές ήλπιζαν ότι η πολιτική νομιμοποίηση -και την απορρέουσα από αυτήν ευθύνη- η Χαμάς θα απομακρυνόταν από τη χρήση βίας. Όμως μέχρι σήμερα, η οργάνωση αρνείται να αποφύγει τη χρήση βίας και παραμένει ανένδοτη και επιφυλακτική στην απόφαση της πιο κοσμικής Φατάχ να αναγνωρίσει το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει. Μετά την κατάληψη της Γάζας από τη Χαμάς, Αίγυπτος και Ισραήλ σε μεγάλο βαθμό έκλεισαν τα σύνορά τους με τη Λωρίδα της Γάζας. Το Ισραήλ που συνεχίζει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας, υσχιρίζεται πως ιρανικά και άλλα όπλα περνούν λαθραία στον θύλακα διαμέσου ενός δικτύου υπογείων τούνελ από την Αίγυπτο.
Από τότε και ήρθε στην εξουσία στη Γάζα, πύραυλοι που εκτοξεύονται από τα εδάφη της προσγειώνονται συνεχώς σε γειτονικές ισραηλινές πόλεις προκαλώντας ενίοτε απώλειες. Το Ισραήλ ανταπέδωσε στρατιωτικά εναντίον στόχων στη Γάζα με πιο χαρακτηριστική μια χερσαία εισβολή πλήρους κλίμακας και παράλληλη αεροπορική υποστήριξη το 2009. Στα τέλη του 2012 αναλυτές θεωρούν πιθανό ότι μια παρόμοια μοίρα περιμένει τη Γάζα εάν πύραυλοι χτυπήσουν πολλά ισραηλινά αστικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένου του Τελ Αβίβ και της Ιερουσαλήμ.
Ποια είναι τα πιστεύω της Χαμάς;
Η Χαμάς συνδυάζει τον παλαιστινιακό εθνικισμό με τον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό. Το καταστατικό της ίδρυσής του δεσμεύει την οργάνωση για την καταστροφή του Ισραήλ, την αντικατάσταση της ΠΑ με ένα ισλαμιστικό κράτος στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα και την έπαρση “της σημαίας του Αλλάχ σε κάθε σπιθαμή της Παλαιστίνης”. Οι ηγέτες της έχουν χαρακτηρίσει τις επιθέσεις αυτοκτονίας τα “F-16” του παλαιστινιακού λαού.
Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν πως η Χαμάς εξακολουθεί να δείχνει απροθυμία να αποποιηθεί τη χρήση βίας και να συμβιβαστεί με το εδαφικό θέμα ενώ άλλοι σημειώνουν πως ορισμένοι ηγέτες της Χαμάς έχουν δείξει ένα είδος προθυμίας να αποδεχθούν ειρήνη με το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή και ένα παλαιστινιακό κράτος που δεν θα περιλαμβάνει όλη την ιστορική Παλαιστίνη.
Τον Ιούλιο του 2009 Ο Χαλέντ Μασσάλ δήλωσε ότι η Χαμάς είναι πρόθυμη να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες (WSJ) για την προώθηση μιας απόφασης για την Αραβο-Ισραηλινή διένεξη. Η Χαμάς, είπε, θα δεχόταν ένα παλαιστινιακό κράτος με τα σύνορα του 1967, με την δυνατότητα επιστροφής στο Ισραήλ των παλαιστινίων προσφύγων και την Ανατολική Ιερουσαλήμ σαν την παλαιστινιακή πρωτεύουσα. Η πρόταση δεν συμπεριλάμβανε την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, μια απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να συμμετάσχει η Χαμάς στις ειρηνευτικές συνομιλίες.
Στόχος της η καταστροφή του κράτους του Ισραήλ
Η διακήρυξη της Χαμάς κάνει έκκληση για την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ και την αντικατάστασή του με ένα παλαιστινιακό ισλαμικό κράτος στην περιοχή που είναι τώρα το Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας.
Παράλληλα για τη Χαμάς η σύγκρουση με το Ισραήλ δεν είναι θρησκευτική ή αντισημιτική αλλά καθαρά πολιτική. Ωστόσο, η ιδρυτική της διακήρυξη διαθέτει κατά πολλούς αντισημιτικά στοιχεία.
Εκτός αυτών, η ένοπλη αντίσταση για την υπεράσπιση των Παλαιστινίων από την ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών αποτελεί καθήκον στο πλαίσιο και του Τζιχάντ.
Μάλιστα, η διακήρυξη της Χαμάς αναφέρει μεταξύ άλλων πως «Δεν υπάρχει λύση για το παλαιστινιακό ζήτημα εκτός μέσω της Τζιχάντ».
Πώς χρηματοδοτείται η Χαμάς;
Μετά την εκλογική της νίκη, η Χαμάς είχε στη διάθεσή της το δημόσιο ταμείο, παρόλο που δεν έχει πρόσβαση στην βοήθεια από το εξωτερικό, που παρέχουν παραδοσιακά οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ΠΑ. Ιστορικά, το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης προς τη Χαμάς προερχόταν από παλαιστινίους ομογενείς και δωρεές ιδιωτών από τη Σαουδική Αραβία και άλλες πλούσιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Περσικού Κόλπου. Το Ιράν επίσης παρέχει σημαντική οικονομική βοήθεια, η οποία σύμφωνα με κάποιους διπλωμάτες φθάνει στο ποσό των 20 μέχρι 30 εκατομμυρίων δολαρίων το έτος. Επιπρόσθετα, ορισμένες φιλανθρωπικές οργανώσεις μουσουλμάνων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Δυτική Ευρώπη δίνουν χρήματα σε ομάδες παροχής κοινωνικών υπηρεσιών οι οποίες στηρίζονται από τη Χαμάς. Τον Δεκέμβριο του 2001, η κυβέρνηση Μπους κατέσχεσε τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος της Αγίας Γης, της μεγαλύτερης φιλανθρωπικής οργάνωσης των Ηνωμένων Πολιτειών, με την υποψία ότι χρηματοδοτούσε τη Χαμάς.
Το 2011-2012 η Χαμάς πήρε αποστάσεις από το σηιτικό Ιράν, τον κύριο χρηματοδότη του, λόγω της στήριξης που παρείχε η Τεχεράνη στο σύρο πρόεδρο Μπασσάρ Αλ-Άσαντ και την βίαιη καταστολή των αντικυβερνητικών ακτιβιστών, στην πλειοψηφία τους σουννιτών. Κατά μια εκτίμηση, αυτή η κίνηση στοιχίζει στη Χαμάς 23 εκατομμύρια δολάρια χρηματικής υποστήριξης το μήνα.
Πώς στρατολογεί και εκπαιδεύει βομβιστές αυτοκτονίας η Χαμάς;
Γενικώς η οργάνωση στοχεύει σε βαθιά θρησκευόμενους νέους -παρόλο που κάποιοι βομβιστές είναι και μεγαλύτερης ηλικίας. Το σύνηθες ψυχολογικό προφίλ των στρατολογουμένων δεν ταιριάζει με αυτό των αυτοκτονικών ατόμων, τα οποία συνήθως είναι απελπισμένα ή κλινικά καταπιεσμένα. Οι βομβιστές της Χαμάς έχουν συχνά εργασίες με καλό μισθό ακόμη και στην πληγείσα από τη φτώχεια Γάζα. Το κοινό τους σημείο, σύμφωνα με μελέτες, είναι το μίσος τους προς το Ισραήλ.
Το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (αραβικά: الجبهة الشعبية لتحرير فلسطين, ατ–Τζαμπάχ ας–Σαμπίγια λι–Ταχρίρ Φιλαστίν), είναι παλαιστινιακή μαρξιστική-λενινιστική αριστερή επαναστατική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1967 και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οργάνωση στις τάξεις της ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) μετά τη Φατάχ.
Το Λαϊκό Μέτωπο μποϋκοτάρει τη συμμετοχή στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΟΑΠ Θεωρεί τόσο την ελεγχόμενη από τη Φατάχ κυβέρνηση στη Δυτική Όχθη όσο και την κυβέρνηση της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας ως παράνομες, εξαιτίας της μη διεξαγωγής νέων εκλογών για την Παλαιστινιακή Αρχή από το 2006. Το Λαϊκό Μέτωπο θεωρείται ως τρομοκρατική οργάνωση από τις Η.Π.Α., την Ε.Ε., τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ.
Το Μέτωπο ακολουθεί γενικώς σκληρή γραμμή αναφορικά με τις παλαιστινιακές εθνικές επιδιώξεις, αντιτιθέμενο στην πιο μετριοπαθή στάση της Φατάχ. Διαφωνεί στις συνομιλίες με την ισραηλινή κυβέρνηση και προκρίνει τη λύση του ενός Δημοκρατικού παλαιστινιακού κράτους με ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις για όλους τους κατοίκους του ανεξαρτήτως θρησκεύματος και ιδεολογίας. Το στρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης ονομάζεται Ταξιαρχίες Αμπού Αλί Μουσταφά. Το Μέτωπο είναι γνωστό για την πρωτοπορία στην οργάνωση και εκτέλεση αεροπειρατειών στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και αρχές δεκαετίας του ΄70, με γνωστότερη εκείνη της 27ης Ιουνίου 1976 που οδήγησε στην “Επιχείρηση Εντέμπε” ισραηλινών ειδικών δυνάμεων.
Ιστορία
Το Λαϊκό Μέτωπο προήλθε από το Αραβικό Εθνικιστικό Κίνημα (ANM) με ιδρυτή του το δρ. Ζορζ Χαμπάς, έναν Παλαιστίνιο ορθόδοξο χριστιανό από την πόλη Λοντ. Το 1948, ο 19χρονος Χαμπάς, φοιτητής ιατρικής, επέστρεψε στο σπίτι του στη Λοντ κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου για να βοηθήσει την οικογένειά του. Ενώ βρισκόταν εκεί, οι ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν στην πόλη και ως αποτέλεσμα ο περισσότερος πληθυσμός της υποχρεώθηκε να αποχωρήσει. Ο ίδιος ο Χαμπάς, περπατούσε για τρεις μέρες χωρίς νερό και φαγητό μέχρι που έφτασε στην πρώτη γραμμή των αραβικών στρατευμάτων. Ο Χαμπάς ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λίβανο στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, αποφοιτώντας το 1951. Το ΑΝΜ ιδρύθηκε με έντονο πατριωτικό-λαϊκό πνεύμα, με έμφαση στο στοιχείο της γκεβαρικής οπτικής για τον επαναστατημένο άνθρωπο.
Ο Ζορζ Χαμπάς προχώρησε και σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά των δυνάμεων κατοχής, με “ειδίκευση” στις επιθέσεις κατά αεροσκαφών της ισραηλινής αεροπορικής εταιρίας El Al.
Η εντυπωσιακότερη είναι αναμφισβήτητα η επίθεση κατά του διεθνούς αεροδρομίου της Ζυρίχης στις 18 Φεβρουαρίου του 1969. Οπλισμένοι με αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες, πέντε ένοπλοι επιτέθηκαν κατά αεροσκάφους της Ελ Αλ ενώ εκείνο τροχοδρομούσε προς την απογείωσή του με προορισμό το Τελ Αβίβ. Οι πρώτες ριπές τραυμάτισαν τους δύο πιλότους και τέσσερις από τους δεκαεπτά επιβάτες και για λίγα δευτερόλεπτα η πίστα του αεροδρομίου μεταβλήθηκε σε πεδίο μάχης, καθώς από μία από τις εξόδους του αεροσκάφους εμφανίστηκε ο Ισραηλινός φρουρός του, ο οποίος άρχισε να βάλλει κατά των επιτιθέμενων, σκοτώνοντας τον ένα. Οι υπόλοιποι, μεταξύ των οποίων και μία γυναίκα, ακινητοποιήθηκαν από τους πυροσβέστες του αεροδρομίου[6]. Η ελβετική αστυνομία, ωστόσο, δεν συνέλαβε μόνο τους Παλαιστίνιους. Στο κρατητήριο οδηγήθηκε και ο Ισραηλινός φρουρός του αεροσκάφους, κατηγορούμενος για παράνομη οπλοκατοχή και οπλοχρησία επί ελβετικού εδάφους. Άλλωστε, εάν ορισμένοι από τους επιβάτες δήλωσαν ότι όφειλαν τη ζωή τους στον φρουρό, οι περισσότεροι κατέθεσαν ότι πυροβόλησε και σκότωσε τον Παλαιστίνιο όταν αυτός είχε ήδη παραδοθεί.
Η δράση του Λαϊκού Μετώπου δεν σταμάτησε ωστόσο εκεί. Στις 29 Αυγούστου του 1969 δύο νεαροί της “μονάδας Τσε Γκεβάρα” της οργάνωσης κατέλαβαν Μπόινγκ 707 της αμερικανικής TWA και το οδήγησαν στη Δαμασκό. Εκεί το ανατίναξαν μετά την αποβίβαση των επιβατών, δύο από τους οποίους ωστόσο συνελήφθησαν από το καθεστώς.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1969, μέλη των “Νεαρών Τίγρεων του τμήματος Χο Τσι Μινχ”, όπως ανακοινώθηκε από την οργάνωση, προκάλεσαν ταυτόχρονες εκρήξεις σε γραφεία της Ελ Αλ και ισραηλινές πρεσβείες σε ολόκληρη την Ευρώπη, ανακοινώνοντας ότι οι επιθέσεις τους σηματοδοτούν την απαρχή “γενικής επίθεσης” κατά ισραηλινών γραφείων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η δεύτερη Ιντιφάντα
Η επίσκεψη του ισραηλινού βουλευτή και μετέπειτα πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν σε τέμενος της Ιερουσαλήμ θεωρήθηκε βέβηλη πράξη από τους Μουσουλμάνους κι έδωσε την αφορμή για τη δεύτερη ιντιφάντα…
Μετά τη δολοφονία του «εργατικού» πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν το 1995 από εβραίο εξτρεμιστή, το παλαιστινιακό άρχισε να οπισθοδρομεί, ιδίως με την άνοδο στην εξουσία του σκληροπυρηνικού συντηρητικού «σεφαραδίτη» Αριέλ Σαρόν και των μικρών θρησκευτικών κομμάτων, που τον υποστήριζαν. Οι συνεχιζόμενοι εβραϊκοί εποικισμοί μέσα στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη έφεραν τη δεύτερη ιντιφάντα («ταρακούνημα» στα αραβικά) το φθινόπωρο του 2000.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000, ο Αριέλ Σαρόν, βουλευτής τότε στην αντιπολίτευση, επισκέφθηκε τον περίβολο του μουσουλμανικού τεμένους Αλ Ακσά στην Ιερουσαλήμ, που θεωρείται ο τρίτος πιο ιερός χώρος για το Ισλάμ. Η ενέργειά του αυτή θεωρήθηκε βέβηλη και προκλητική από το μουσουλμανικό στοιχείο κι έδωσε την αφορμή για την έναρξη βίαιων επεισοδίων. Εικάζεται ότι ο Σαρόν με την πράξη του αυτή επιδίωκε να σταματήσει τις ειρηνευτικές προθέσεις της «εργατικής» κυβέρνησης του πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ. Τον επόμενο χρόνο, ο Σαρόν θα εκλεγεί πρωθυπουργός του Ισραήλ.
Η βία που ξέσπασε κράτησε περί τα πέντε χρόνια. Οι Παλαιστίνιοι χρησιμοποίησαν ως όπλο αρχικά τον πετροπόλεμο και στη συνέχεια τις επιθέσεις αυτοκτονίας, ενώ οι Ισραηλινοί ξεδίπλωσαν όλη την γκάμα της στρατιωτικής τους μηχανής. Για να αποφύγουν τις επιθέσεις αυτοκτονίας, πραγματοποίησαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις μέσα στα παλαιστινιακά εδάφη και άρχισαν να χτίζουν ένα τείχος κατά μήκος της Δυτικής Όχθης.
Το τέλος της δεύτερης ιντιφάντα τοποθετείται είτε στο θάνατο του ιστορικού ηγέτη των Παλαιστινίων Γιασέρ Αραφάτ (11 Νοεμβρίου 2004), είτε στη συνάντηση του Σαρμ Ελ Σέιχ (8 Φεβρουαρίου 2005), μεταξύ του Πρόεδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούτ Αμπάς και του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, όπου συμφωνήθηκε, με αμερικανική μεσολάβηση, η κατάπαυση των εχθροπραξιών. Τα θύματα και από τις δύο πλευρές άγγιξαν τις 4.500 μαχητές και αμάχους (1.000 Ισραηλινοί και 3.500 Παλαιστίνιοι). Το κόστος της δεύτερης ιντιφάντα για τους Ισραηλινούς ανήλθε γύρω στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια (το ⅓ του ΑΕΠ της χώρας) και για τους Παλαιστινίους γύρω στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια (το ¼ του ΑΕΠ της χώρας).
Το 2005 σηματοδότησε την άνοδο του Μαχμούτ Αμπάς στην Προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής, την κοινοβουλευτική επικράτηση της «Χαμάς» και την αποχώρηση των Ισραηλινών στη Λωρίδα της Γάζας. Το επόμενο μεγάλο επεισόδιο της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης θα είναι ο πόλεμος της Γάζας, που ξεκίνησε στα τέλη του 2008.
Ένα-ένα τα αραβικά κράτη εγκαταλείπουν τους Παλαιστινίους
Για χρόνια το Παλαιστινιακό ήταν ένα σημείο αναφοράς για ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Ακόμη και καθεστώτα διεφθαρμένα και αυταρχικά, πάντα υπογράμμιζαν ότι στηρίζουν το αίτημα των Παλαιστινίων να αποκτήσουν το δικό τους κράτους.
Δεν ήταν μόνο η πικρή ανάμνηση των δύο ηττών, του 1948 και του 1967 που μετρούσαν σε αυτό. Κυρίως ήταν ο τρόπος που το ίδιο το Παλαιστινιακό κίνημα, οι οργανώσεις οι προσωπικότητές του παρέπεμπαν σε μια πιο ριζοσπαστική και δημοκρατική εκδοχή του αραβικού εθνικισμού που τους έδινε ένα ευρύτερο κύρος. Συντελούσε και το ίδιο το γεγονός ότι η παλαιστινιακή εθνική ταυτότητα συγκροτήθηκε ακριβώς μέσα σε έναν αγώνα που αφορούσε και ένα αίτημα αυτοδιάθεσης και απελευθέρωσης και τη δυνατότητα ενός άλλου πολιτικού δρόμου συνολικά για τον αραβικό κόσμο.
Όμως, εδώ και χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σταδιακά τα αραβικά κράτη, προσπαθούν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Δεν μιλάμε απλώς για την προσπάθεια αποφυγής εντάσεων και μι α συμβολή σε μια δυνητική ειρηνευτική διαδικασία, κατά τα πρότυπα του διαλόγου Αιγύπτου και Ισραήλ ήδη από το 1979. Ούτε απλώς για την αποτύπωση κάποιων σχετικά καλύτερων ή λιγότερο εχθρικών σχέσεων, όπως σταδιακά έγινε μετά τη συμφωνία του Όσλο. Αντίθετα, μιλάμε για την προοπτική μιας συνεργασίας που αλλάζει ουσιαστικά τις διαχωριστικές γραμμές στην περιοχή και πλέον δεν θεωρεί το Παλαιστινιακό ένα ζήτημα που μπορεί να έχει προτεραιότητα απέναντι σε άλλες γεωπολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες.
«Εξομάλυνση» την ώρα που το Ισραήλ επιμένει σε επιθετικές κινήσεις στο Παλαιστινιακό
Το εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά δεν συνδυάζονται με κάποιου τύπου υποχωρήσεις από τη μεριά του Ισραήλ που θα μπορούσαν να δώσουν την προοπτική μιας βελτίωσης της κατάστασης για τους ίδιους τους Παλαιστινίους. Αντίθετα, το τελευταίο διάστημα το Ισραήλ των κυβερνήσεων Νετανιάχου έχει υιοθετήσει μια πιο επιθετική στάση, που αποτυπώνεται και στην ένταση του κατακερματισμού των εκτάσεων που υποτίθεται ότι ανήκουν στη δικαιοδοσία της Παλαιστινιακής Αρχής και στην ένταση του αποκλεισμού στη Γάζα και βεβαίως πρόσφατα στις ανακοινώσεις για την προοπτική προσάρτησης ενός σημαντικού τμήματος της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, στο πλαίσιο του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε και το λεγόμενο «Σχέδιο Τραμπ».
Το γεγονός ότι η προσάρτηση, που είχε ανακοινωθεί για το καλοκαίρι δεν προωθήθηκε τελικά, πιθανότητα γιατί το Ισραήλ θεωρεί πιο σημαντικές τις συμφωνίες «εξομάλυνσης» με αραβικά κράτη, δεν αναιρεί τον πυρήνα της κατεύθυνσης, που είναι πρακτικά η άρνηση οποιασδήποτε λύσης «δύο κρατών» και η παράταση στο διηνεκές μιας συνθήκης όπου οι Παλαιστίνιοι θα είναι «λαός χωρίς πατριδα».
Το Ιράν ως ο κοινός εχθρός
Κομβική πλευρά αυτής της αλλαγής πολιτικής ο τρόπος που από διάφορες πλευρές μεθοδεύεται ένας νέος ορισμός των διαχωριστικών γραμμών στην Αραβική Χερσόνησο, όπου το κομβικό θέμα θα είναι η αντιπαράθεση με το Ιράν.
Εδώ έχουμε και μια σύμπτωση ανάμεσα σε δύο συγκρούσεις. Από τη μια για το Ισραήλ, το Ιράν είναι η μεγαλύτερη απειλή στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτό γιατί η Ισλαμική Δημοκρατία εξακολουθεί να έχει ρητά εχθρική τοποθέτηση κατά του Ισραήλ, ενώ επιπλέον έχει οικοδομήσει συστηματικά εδώ και χρόνια τον «άξονα της αντίστασης», όπως φαίνεται από την υποστήριξη που προσφέρει στη Χεζμπολάχ στο Λίβανο (αλλά και στις δυνάμεις της οργάνωσης στη Συρία), στους αντάρτες στην Υεμένη και φυσικά στην κυβέρνηση Άσαντ στη Συρία, δηλαδή διαμορφώνει ένα συσχετισμό που για το Ισραήλ συνιστά δυσμενή συνθήκη.
Από την άλλη, το σιιτικό Ιράν εδώ και χρόνια διεκδικεί να είναι πολιτικό σημείο αναφοράς στον ευρύτερο ισλαμικό κόσμο, με βάση και την έμπρακτη εκδοχή «πολιτικού Ισλάμ» που προσφέρει η δική του πρόσφατη πολιτική ιστορία, κάτι που το φέρνει σε άμεση σύγκρουση με τη Σαουδική Αραβία και τη δική της εκδοχή σουνιτικού συντηρητικού Ισλάμ, ενώ ο εμφύλιος στην Υεμένη φέρνει τις δύο χώρες σε μια σχεδόν άμεση αντιπαράθεση, όπως φάνηκε στην πιθανότατη ιρανική τεχνική υποστήριξε στις επιθέσεις εναντίον σαουδαραβικών εγκαταστάσεων πετρελαίου.
Σε αυτή την προσπάθεια να αξιοποιηθεί η κοινή αντιπαλότητα με το Ιράν ως ένα στοιχείο που μπορεί να φέρει πιο κοντά το Ισραήλ και συντηρητικά αραβικά καθεστώτα του Κόλπου, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η αμερικανική εξωτερική πολιτική που όπως έδειξε και η μονομερής έξοδος από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει επενδύσει ιδιαίτερα στη στοχοποίηση της Τεχεράνης ως του βασικού πολιτικού αντίπαλου των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.
Η σημασία των συμφωνιών «εξομάλυνσης»
Σε αυτό το φόντο είναι που μπορούμε να κατανοήσουμε την ευρύτερη σημασία που είχε η συμφωνία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με το Ισραήλ και οι έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε, πρώτα και κύρια μεταξύ των Παλαιστινίων που τη θεώρησαν μια κίνηση που υπονομεύει τις ελπίδες τους για μια δίκαιη λύση.
Αντίστοιχα, αυτό δείχνει και τη σημασία που είχε η πρόσφατη ανακοίνωση ότι και το Μπαχρέιν προχωρά σε μια εξομάλυνση των σχέσεών του με το Ισραήλ. Άλλωστε, ήταν σαφές ότι αφού τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα «έσπασαν το ταμπού» και προχώρησαν σε συμφωνία με το Ισραήλ, θα ακολουθούσε και το μικρό νησιωτικό αραβικό κράτος και το οποίο είναι ταυτόχρονα και η έδρα του τοπικού αρχηγείου του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού.
Στην απόφαση αυτή είναι προφανής και η επιρροή της Σαουδικής Αραβίας. Παρότι το Ριάντ έχει αποφύγει σε αυτή τη φάση να προχωρήσει σε μια ανάλογη συμφωνία με το Ισραήλ, κάτι που έχει να κάνει και με τον συνολικότερο ηγετικό ρόλο που διεκδικεί, εντούτοις είναι σαφές ότι είναι υποστηρίζει αυτές τις κινήσεις κρατών που βρίσκονται υπό την ευρύτερη επιρροή της. Αυτό το συμβολισμό είχε και η ανακοίνωση ότι θα επιτρέπει να περνούν από τον εναέριο χώρο της οι πτήσεις ανάμεσα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ.
Την ίδια στιγμή το Μπαχρέιν όπως και τα ΗΑΕ αλλά και η Σαουδική Αραβία εκτιμούν ότι με αυτό τον τρόπο εδραιώνουν τη θέση τους και εξασφαλίζουν και την αναγκαία αμερικανική υποστήριξη και με αυτό τον τρόπο μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα και τις όποιες αμφισβητήσεις μπορεί να δέχονται για τον ιδιαίτερα αυταρχικό τρόπο συγκρότησής τους.
Ταυτόχρονα, αυτή η αίσθηση καλύτερου γεωπολιτικού συσχετισμού τους επιτρέπει να αναμετρηθούν και με την άλλη πρόκληση που είναι μπροστά τους που είναι οι μεγάλες ανακατατάξεις που μεσοπρόθεσμα θα φέρει η σταδιακά απεξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν τη στήριξή τους σε αυτές τις συμφωνίες «εξομάλυνσης» με τον πιο σαφή τρόπο, οργανώνοντας την υπογραφή τους στον Λευκό Οίκο και με την παρουσία του Προέδρου Τραμπ που τις παρουσίασε ως βασικό βήμα για την ειρήνη, ενώ υπογράμμισε παράλληλα και το μέγεθος της ιρανικής απειλής.
Βέβαια, κανείς θα μπορούσε εδώ να παρατηρήσει την κρίσιμη πολιτική αλλά και συμβολική μετατόπιση. Ενώ μέχρι τώρα η έννοια της ειρήνης στη Μέση Ανατολή περιλάμβανε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την επίλυση του Παλαιστινιακού, τώρα περιορίζεται στην απλή αποκατάσταση σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και τα άλλα αραβικά κράτη.
Η διαφορετική στάση του Κατάρ
Σε αυτό το φόντο το Κατάρ βρήκε την ευκαιρία να διαφοροποιηθεί κάνοντας σαφές ότι αυτή τη στιγμή δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε κάποιου είδους εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ. Ας μην ξεχνάμε ότι το Κατάρ βρίσκεται σε μια έντονη αντιπαράθεση με τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, κάτι που είχε φανεί από την εποχή της Αραβικής Άνοιξης όταν το Κατάρ, που εξακολουθεί να διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, είχε στηρίξει τη γραμμή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας όπως και η Τουρκία. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ενώ το Κατάρ με την Τουρκία στηρίζουν την κυβέρνηση της Τρίπολης στην εμφύλια σύγκρουση στη Λιβύη, τα ΗΑΕ με την Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο στηρίζουν το κοινοβούλιο στο Τομπρούκ και τις δυνάμεις του στρατάρχη Χαφτάρ.
Το νέο τοπίο
Το ερώτημα σε αυτό το φόντο είναι εάν η τακτική στροφή των συντηρητικών (και ιδιαίτερα αυταρχικών) μοναρχιών του Κόλπου προς την εξομάλυνση με το Ισραήλ και την ουσιαστική εγκατάλειψη των Παλαιστινίων θα περάσει και στην αραβική κοινή γνώμη. Προς το παρόν πάντως όλα δείχνουν ότι ένα σημαντικό μέρος αυτής εξακολουθεί να έχει αισθήματα αλληλεγγύης απέναντι στους Παλαιστινίους, παρά την κατά καιρούς εικόνα διαίρεσης της Παλαιστινιακής ηγεσίας.
Την ίδια στιγμή είναι αυτή η στροφή των άλλων αραβικών κρατών που μπορεί να εξηγήσει γιατί η Τουρκία έχει επενδύσει τόσο στις φραστικές δηλώσεις υποστήριξης προς τους Παλαιστινίους (παρότι η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης περιλαμβάνει και την αντίθεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως αφετηρία), διεκδικώντας να εκμεταλλευτεί πολιτικά την «προδοσία» των μοναρχιών του Κόλπου. Και βέβαια παρά την προσπάθεια να διαμορφωθεί ένας αρνητικός σε βάρος του συσχετισμός, το Ιράν αποκτά περισσότερα επιχειρήματα στην προσπάθειά του να δείξει ότι εκπροσωπεί τον πόλο της αντίστασης απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Μεσανατολικό: Φατάχ και Χαμάς ενώνουν τις δυνάμεις τους απέναντι στο σχέδιο προσάρτησης
Οι αντίπαλες παλαιστινιακές οργανώσεις Φάταχ και Χαμάς συμφώνησαν το 2020 στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης «να ενωθούν» ενάντια στα σχέδια του Ισραήλ να προσαρτήσει περιοχές της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, την ώρα που ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου εντείνει τις συνομιλίες του με Αμερικανούς αξιωματούχους προκειμένου να καθορίσει το σχέδιο δράσης του.
Το αμερικανικό σχέδιο προβλέπει την προσάρτηση από το Ισραήλ της Κοιλάδας του Ιορδάνη και των εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Όχθη, μια περιοχή την οποία κατέλαβε το Ισραήλ το 1967, και τη δημιουργία ενός αποστρατιωτικοποιημένου παλαιστινιακού κράτους στις περιοχές της Δυτικής Όχθης που απομένουν και τη Δυτική Όχθη, περιοχές που επέχουν 50 χιλιόμετρα μεταξύ τους και συνδέονται με έναν διάδρομο.
Όπως ήδη αναφέρθηκε ,η Χαμάς, το ένοπλο ισλαμιστικό κίνημα, κυβερνά τη Λωρίδα της Γάζας, ενώ η πιο κοσμική Φάταχ πκυβερνά τη Δυτική Όχθη. Τα δύο κινήματα βρίσκονται σε αντιπαράθεση από το 2007 όταν η Χαμάς ανέλαβε τον έλεγχο του παλαιστινιακού θύλακα, ένα χρόνο αφού κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές. Έκτοτε όλες οι προσπάθειες συμφιλίωσης μεταξύ τους απέτυχαν.
Σύμφωνα με τον Παλαιστίνιο αναλυτή Γάσαν Χατίμπ, η τηλεδιάσκεψη αυτή«είναι από μόνη της σημαντική διότι καταδεικνύει τη σημασία που έχει το θέμα της προσάρτησης στα μάτια των Παλαιστίνιων διαφορετικών πολιτικών τάσεων».
Η Χαμάς και η Φάταχ θεωρούν ότι πρόκειται για ένα «πολύ επικίνδυνο» σχέδιο και «αρκετά σημαντικό για να βάλουν στην άκρη τις διαφωνίες τους», εκτίμησε ο Χατίμπ.
«Θέτουμε σε εφαρμογή όλους τους μηχανισμούς για να διασφαλίσουμε την εθνική ενότητα» απέναντι στο ισραηλινό σχέδιο, δήλωσε ο γενικός γραμματέας της Φάταχ Τζιμπρίλ Ραζούμπ, λέγοντας ότι οι δύο οργανώσεις θέλουν «να μιλούν με μία, ενωμένη φωνή», στη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης που είχε με τον Σάλεχ αλ Αρούρι, στέλεχος της Χαμάς.
Το ισλαμιστικό κίνημα είχε πρόσφατα ζητήσει «να ενωθεί η πολιτική τάξη» των Παλαιστίνιων απέναντι στο αμερικανικό σχέδιο για τη Μέση Ανατολή, στο οποίο αντιτίθενται και το οποίο έχουν καταδικάσει ο ΟΗΕ, η ΕΕ και ο Αραβικός Σύνδεσμος.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2021 ,στο Κάιρο ,στο ίδιο «τραπέζι» κάθισαν Φατάχ (Ζιμπρίλ Ραζούμπ) και Χαμάς(Σάλεχ αλ Αρούρι, Γιαχία Σίνουαρ)στο πλαίσιο συνομιλιών μεταξύ του συνόλου των παλαιστινιακών κινημάτων, με ζητούμενο την άμβλυνση των διαφορών τους, εν όψει των πρώτων προεδρικών και βουλευτικών εκλογών που αναμενόταν να διεξαχθούν έπειτα από 15 ολόκληρα χρόνια στα Παλαιστινιακά Εδάφη. (Το 2006 στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στα Παλαιστινιακά Εδάφη νικητής είχε αναδειχθεί η Χαμάς, με τη Φατάχ να μην αναγνωρίζει το αποτέλεσμα και αιματηρές συγκρούσεις να ξεσπούν μεταξύ των δύο κινημάτων.
Τελικά, η Παλαιστινιακή Αρχή, που ελέγχεται από τη Φατάχ, έχει την έδρα της στη Δυτική Όχθη, η οποία βρίσκεται υπό την κατοχή του Ισραήλ. Στη Λωρίδα της Γάζας τη διακυβέρνηση έχει αναλάβει η Χαμάς.)
Πολλοί Παλαιστίνιοι πιστεύουν ότι βασικός στόχος της διεξαγωγής τους είναι να αποδείξει ο Παλαιστίνιος πρόεδρος, Μαχμούντ Αμπάς, τα δημοκρατικά του διαπιστευτήρια στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, καθώς οι Παλαιστίνιοι ελπίζουν να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ μετά την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο.
Συνολικά υπάρχουν 2,8 εκ. ψηφοφόροι στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη, με περισσότερο από το 80% εξ αυτών να έχει ήδη εγγράφει στην Κεντρική Εκλογική Επιτροπή.
Οι συνομιλίες διενεργήθηκαν υπό την αιγίδα του προέδρου της Αιγύπτου, Αμπντέλ Φάταχ αλ Σίσι, και στο διάλογο συμμετείχαν 14 παλαιστινιακά κινήματα, όπως μετέδωσε η αιγυπτιακή τηλεόραση.
Οι συνομιλίες είχαν στόχο την άρση των εμποδίων για τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, που ήταν προγραμματισμένες για τον Μάιο, και προεδρικών εκλογών στα τέλη Ιουλίου.
Μεταξύ των σημαντικότερων θεμάτων στην ημερήσια διάταξη ήταν η ασφάλεια των εκλογικών τμημάτων, αλλά και ο τρόπος που θα κρίνουν τα δικαστήρια τυχόν εκλογικές διαμάχες.
Η τύχη των ψηφοφόρων στην προσαρτημένη από το Ισραήλ Ανατολική Ιερουσαλήμ, αποτελεσε επίσης μείζον ζήτημα.
Οι συνομιλίες επαναλήφθηκαν το Μάρτη του 2021. Οι τελευταίες εξελίξεις μάλλον ματαίωσαν τις εκλογές.
Η κλιμάκωση του τελευταίου μήνα
Πριν ένα μήνα, κατά την έναρξη του ιερού μήνα του Ραμαζανιού, Παλαιστίνιοι διαμαρτυρήθηκαν για τους «αχρείαστα αυστηρούς περιορισμούς» της ισραηλινής αστυνομίας που εμπόδιζε τη συγκέντρωσή τους στα σκαλιά έξω από την Πύλη της Δαμασκού στην Παλιά Πόλη – μια ανεπίσημη παράδοση, μετά τις βραδυνές προσευχές.
Μετά από μέρες εντάσεων και επεισοδίων, η κατάσταση κορυφώθηκε στα τέλη Απριλίου όταν εκατοντάδες ακροδεξιοί Ισραηλινοί διαδήλωσαν στους δρόμους της πόλης, φωνάζοντας συνθήματα όπως «θάνατος στους Άραβες».
Εν μέσω διογκούμενης οργής, το ήδη τεταμένο κλίμα επιδείνωσε η δικαστική απόφαση που αναμενόταν να εκδοθεί από δικαστήριο του Ισραήλ την περασμένη Δευτέρα, για το αν οι αρχές θα προχωρούσαν σε έξωση σε δεκάδες Παλαιστινίους από τη συνοικία Σέιχ Τζάρα της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και θα παραχωρούσαν τα σπίτια τους σε εβραίους εποίκους.
Εβραϊκές οικογένειες υποστηρίζουν πως έχασαν τη γη τους στη Σέιχ Τζαρά κατά τη διάρκεια του πολέμου που προέκυψε με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.
Δύο δεκαετίες μετά, στον πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ προσάρτησε την ανατολική Ιερουσαλήμ από τις ιορδανικές δυνάμεις. Υπό τον ισραηλινό νόμο, οι Εβραίοι που μπορούν να αποδίξουν πως κατείχαν τίτλους γης προ 1948, μπορούν να διεκδικήσουν τις τότε περιουσίες τους. Ο νόμος αυτός δεν ισχύει για τους Παλαιστινίους που έχασαν τα σπίτια τους στη Δυτική Ιερουσαλήμ.
Οι οικογένειες Παλαιστινίων κι εβραίοι έποικοι έχουν εμπλακεί σε μια μακρόσυρτη νομική μάχη. Η παλαιστινιακή ηγεσία κάνει λόγο για «εθνοκάθαρση» που στόχο έχει να «ιουδαιοποιήσει την ιερή πόλη», το Ισραήλ επιμένει πως πρόκειται για «νομική διένεξη μεταξύ ιδιωτών» καταγγέλλοντας την παλαιστινιακή πλευρά για υποκίνηση βίας.
Σημειώνεται πως οι Εβραίοι που έχουν γεννηθεί στην ανατολική Ιερουσαλήμ είναι Ισραηλινοί πολίτες, ενώ στους Παλαιστινίους της ανατολικής Ιερουσαλήμ διασφαλίζεται ένα καθεστώς μόνιμης διαμονής που μπορεί, ωστόσο, να ανακληθεί, αν ζήσουν εκτός πόλης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχουν το δικαίωμα να αιτηθούν υπηκοότητα, κάτι που η συντριπτική πλειονότητα επιλέγει να μην κάνει, όχι μόνο γιατί πρόκειται για μακρά και αβέβαιη διαδικασία, αλλά κυρίως γιατί δεν αναγνωρίζει τον έλεγχο του Ισραήλ.
Το Ισραήλ έχει χτίσει εβραϊκούς οικισμούς στην ανατολική Ιερουσαλήμ που στεγάζουν περίπου 220.000 ανθρώπους.
Η ισραηλινή οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων T’Tselem και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με έδρα τη Νέα Υόρκη καταγγέλλουν το Ισραήλ για πολιτική απαρτχάιντ στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, κάτι που το κράτος απορρίπτει, επιμένοντας πως όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ αντιμετωπίζονται ισότιμα.
Το πιο πρόσφατο ειρηνευτικό σχέδιο καταρτίστηκε από τις ΗΠΑ, επί προεδρίας Τραμπ και, αν και χαρακτηρίστηκε «συμφωνία του αιώνα» από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, απορρίφθηκε ως μονομερές και άνισο από τους Παλαστινίους