Όταν το 2011 ξεκινούσε ο πόλεμος στη Συρία μεταξύ του καθεστώτος Άσαντ, υποστηριζόμενου από τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ, και της αντιπολίτευσης, κυριαρχούμενης από ακροδεξιές φονταμενταλιστικές ομάδες, μεταξύ των οποίων η Αλ Νούσρα (συριακός κλάδος της Αλ Κάιντα) και το λεγόμενο «Ισλαμικό Κράτος» (διάσπαση της Αλ Κάιντα), υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τις χώρες της ΕΕ, τη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα, την Τουρκία, το Κατάρ, κ.α., σύσσωμα τα δυτικά ΜΜΕ μιλούσαν για την «ηρωική αντίσταση του συριακού λαού ενάντια στον δικτάτορα Άσαντ». Αυτή η «γραμμή» συνεχίστηκε απαρέγκλιτα μέχρι πρόσφατα, συνήθως δικαιολογώντας ή αποσιωπώντας κάθε εγκληματική ενέργεια της «αντιπολίτευσης» και των χορηγών της, όπως οι συνεχείς βομβαρδισμοί της Δαμασκού από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και οι δημόσιοι αποκεφαλισμοί πολιτών.[1]
«Ελεύθερος Συριακός Στρατός»
Οι ένοπλες αντικαθεστωτικές δυνάμεις που ονομάστηκαν «Ελεύθερος Συριακός Στρατός» (FSA) ήταν μια χαλαρή συμμαχία φονταμενταλιστικών ομάδων και αποσκιρτήσαντων τμημάτων του κυβερνητικού «Συριακού Αραβικού Στρατού» (SAA). Το 2018 η γερμανική εφημερίδα Deutsche Welle, που όπως όλα τα δυτικά ΜΜΕ υποστήριζε την εξέγερση κατά του Άσαντ, αλλά μετά το 2016-2017 και τη διαφαινόμενη ήττα των φονταμενταλιστών υιοθέτησε σταδιακά μια πιο σκεπτικιστική προσέγγιση, δημοσίευσε ένα πολύ αποκαλυπτικό άρθρο. Έχει τίτλο «Ο θάνατος του Ελεύθερου Συριακού Στρατού» και υπότιτλο «Ο FSA στρέφεται στην Τουρκία για υποστήριξη στον πόλεμο κατά του Άσαντ».
Το άρθρο της DW μεταξύ άλλων αναφέρει τη δήλωση του Κamal Sido, εμπειρογνώμονα στο μεσανατολικό της οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων “Society for Threatened Peoples” που λέει: «Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός είναι ένα προπέτασμα καπνού που κρύβει διάφορα ονόματα και αν κοιτάξετε τα ονόματα, στα βίντεο αυτών των ομάδων, θα διαπιστώσετε ότι είναι ριζοσπαστικές ισλαμιστικές, τζιχαντιστικές ομάδες».[2]
Ήταν η εποχή μιας σειράς ηττών του FSA και των φονταμενταλιστικών ομάδων σε όλη την συριακή επικράτεια, από το 2016 στο Χαλέπι έως τις αρχές του 2018 στα περίχωρα της Δαμασκού. Ακολούθησε η μεταφορά των ομάδων αυτών είτε στο Ιντλίμπ, είτε στα τουρκοσυριακά σύνορα. Στο Ιντλίμπ υπήρχε αρχικά μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ της Αλ Νούσρα (που το 2017 για να θολώσει τα νερά μετονομάστηκε σε Χαγιέτ Ταχρίρ Αλ Σαμ [HTS]) και της υποτίθεται πιο «μετριοπαθούς» Αχράρ αλ Σαμ που κατά τα λεγόμενά της έχει ως πρότυπο τους Ταλιμπάν.[3] Τον Ιούλιο του 2017, η Νούσρα εκδίωξε τους μέχρι τότε συμμάχους της και απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της πόλης.
Οι περισσότερες δυνάμεις που προσεταιριζόταν η Τουρκία πήγαν βορειότερα, όπου αναδιοργανώθηκαν, μετονομάστηκαν «Συριακός Εθνικός Στρατός» (SNA) και συμμετείχαν στην εισβολή και κατάληψη του κουρδικού καντονιού Αφρίν στη Βόρεια Συρία από τον τουρκικό στρατό.
Για την Νούσρα γράφει άρθρο του BBC που δημοσιεύτηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2024:
«H HTS ιδρύθηκε με διαφορετικό όνομα, Jabhat al-Nusra, το 2011 ως άμεση θυγατρική της Αλ Κάιντα. Στη συγκρότησή της συμμετείχε και ο ηγέτης της αυτοαποκαλούμενης οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος [ΙΚ], Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι. Θεωρήθηκε ως μια από τις πιο αποτελεσματικές και θανατηφόρες από τις ομάδες εναντίον του Προέδρου Άσαντ… Το 2016, ο ηγέτης της ομάδας, Abu Mohammed al-Jawlani, διέκοψε δημόσια τις σχέσεις με την Αλ Κάιντα, διέλυσε την Jabhat al-Nusra και δημιούργησε μια νέα οργάνωση, η οποία πήρε το όνομα Hayat Tahrir al-Sham όταν συγχωνεύθηκε με πολλές άλλες παρόμοιες ομάδες ένα χρόνο αργότερα.
Εδώ και αρκετό καιρό, η HTS έχει δημιουργήσει τη βάση ισχύος της στη βορειοδυτική επαρχία Idlib, όπου είναι η de facto τοπική διοίκηση, αν και οι προσπάθειές της για νομιμότητα έχουν αμαυρωθεί από εικαζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχει επίσης εμπλακεί σε κάποιες σκληρές εσωτερικές διαμάχες με άλλες ομάδες… Μετά τη ρήξη με την Αλ Κάιντα, ο στόχος της περιορίστηκε στην προσπάθεια να εγκαθιδρύσει φονταμενταλιστική ισλαμική κυριαρχία στη Συρία και όχι ένα ευρύτερο χαλιφάτο, όπως το ΙΚ προσπάθησε και απέτυχε να κάνει.» [4]
Παρά τον ξεκάθαρο ρόλο της οργάνωσης αυτής, οι δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων και την περίοδο των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων χαρακτηρίζονται από ωμό κυνισμό. Χαρακτηριστικά, το 2012 ο Τζέικ Σάλιβαν, τότε σύμβουλος της Χίλαρι Κλίντον είχε δηλώσει ότι «Η Αλ-Κάιντα είναι στο πλευρό μας στη Συρία», ενώ το 2021, ο Τζέιμς Τζέφρι, ειδικός απεσταλμένος στη Συρία από τον Τραμπ δήλωσε ότι «Η Hayat Tahrir al-Sham είναι ένα ατού για τη στρατηγική των ΗΠΑ στο Ιντλίμπ».
Οι ΗΠΑ δεν ήταν η μόνη δύναμη που υποστήριξε την συριακή Αλ Κάιντα. Όπως έχουν αναφέρει δημοσιεύματα της ισραηλινής εφημερίδας Jerusalem Post, ο ισραηλινός στρατός περιέθαλπε μαχητές της Αλ Κάιντα στα κατεχόμενα υψίπεδα του Γκολάν.[5] Η ίδια εφημερίδα ανέφερε επίσης ότι Κούρδοι μαχητές βρήκαν ισραηλινά όπλα σε κρησφύγετο του ISIS.[6] Η συνήθης δικαιολογία για τον εξοπλισμό των «τζιχαντιστών» είναι βέβαια ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ τα έστελναν στους λεγόμενους «μετριοπαθείς αντάρτες», αλλά πέρναγαν στα χέρια των «ακραίων», γιατί ακριβώς αυτές οι οργανώσεις είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
«Πάγωμα» του πολέμου και αναπάντεχη αντεπίθεση των «τζιχαντιστών»
Το 2018 ο Πούτιν και ο Ερντογάν κατέληξαν σε συμφωνία για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στο Ιντλίμπ, ενώ τον Δεκέμβριο του 2019 οι αντιπροσωπείες της Τουρκίας, του Ιράν και της Ρωσίας έφτασαν στην πρωτεύουσα του Καζακστάν για διήμερες τριμερείς συνομιλίες γνωστές ως διαδικασία της Αστάνα. Οι συνομιλίες ολοκληρώθηκαν χωρίς οριστική συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, λόγω της άρνησης της αντικυβερνητικής πλευράς να αποδεχθεί τους νέους ρωσικούς όρους σχετικά με τον έλεγχο της επαρχίας Ιντλίμπ, ενώ η HTS που έλεγχε την περιοχή δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις. Το 2020 ο συριακός στρατός έκανε την τελευταία ανεπιτυχή προσπάθεια να ανακαταλάβει το Ιντλίμπ. Ακολούθησε εκεχειρία με εγγυήτριες δυνάμεις την Ρωσία και την Τουρκιά. Έκτοτε, οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν παγώσει.
Την 27η Νοεμβρίου 2024 ξεκίνησε μια καλά προετοιμασμένη, μαζική, αιφνιδιαστική επίθεση μαχητών της HTS, με την συμμετοχή και του FSA/SNA. Μέσα σε τρεις μέρες καταλήφθηκε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στης χώρας το Χαλέπι, ενώ τις επόμενες μέρες καταλήφθηκε η Χάμα, επίσης στο βορά, ενώ στις 7/12 ξεκίνησαν μάχες στη Χομς και νότια στη Ντάραα, που επίσης κατελήφθη, όπως και μία τέταρτη πόλη, η Σουάιντα.[7] Ο δρόμος για την Δαμασκό ήταν πλέον ανοικτός και τις πρωινές ώρες της 8ης Δεκεμβρίου η πρωτεύουσα κατελήφθη, ενώ ο Άσαντ είχε ήδη φύγει.
Στην επίθεση που διήρκησε 11 ημέρες έλαβαν μέρος δεκάδες χιλιάδες άρτια εξοπλισμένοι μαχητές, που επέβαιναν σε διαφόρους τύπους οχήματα, διέθεταν μεγάλο αριθμό από drones και κινήθηκαν σύμφωνα με τις σύγχρονες τακτικές πολέμου. Σε δημοσίευμα της ουκρανικής εφημερίδας Kyiv Post αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Εκπαιδευμένοι από τους Ουκρανούς και επιχουρηγούμενοι από την Τουρκία, Σύροι αντάρτες ηγούνται της επίθεσης στο Χαλέπι… οι ανταρτικές ομάδες που εδρεύουν στην περιοχή του Ιντλίμπ – η οποία λέγεται ότι περιλαμβάνει μέλη του Ισλαμικού Κόμματος του Τουρκεστάν (TIP) – είχαν λάβει επιχειρησιακή εκπαίδευση από στρατεύματα των ειδικών δυνάμεων της ομάδας Khimik της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ουκρανίας (GUR). Η εκπαιδευτική ομάδα επικεντρώθηκε στις τακτικές που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης drones.
Η ομάδα Khimik της GUR επιφορτίστηκε με την επίθεση σε ρωσική στρατιωτική βάση στα νοτιοανατολικά προάστια του Χαλεπίου στις 15 Σεπτεμβρίου, κατά την οποία καταστράφηκαν ρωσικά drones και «καμουφλαρισμένοι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί», σύμφωνα με πηγή στρατιωτικών πληροφοριών της Kyiv Post…
Η αναφορά στην εμπλοκή της Ουκρανίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος μιας ευρύτερης τάσης των δυνάμεων του Κιέβου να στοχεύουν ρωσικές δυνάμεις στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης υποστήριξης σε επίθεση ισλαμιστικής πολιτοφυλακής εναντίον μισθοφόρων της Ρωσικής Ομάδας Wagner και κυβερνητικών δυνάμεων στις 26 Ιουλίου στο Μάλι.
Ο αρχηγός της GUR, υποστράτηγος Kyrylo Budanov, είπε σε συνέντευξή του τον Μάιο του 2023 μετά από αναφορές ότι οι ουκρανικές δυνάμεις επιχειρούσαν εναντίον Ρώσων ιδιωτικών συνεργατών στο εξωτερικό: «Θα συνεχίσουμε να σκοτώνουμε Ρώσους οπουδήποτε και παντού μέχρι την πλήρη νίκη της Ουκρανίας».[8]
Η ανατροπή του Άσαντ είναι σίγουρα η πιο γρήγορη και εντυπωσιακή αλλαγή καθεστώτος. Δεκατρία χρόνια μετά από την έναρξη του πολέμου και 4 χρόνια εκεχειρίας, ο κυβερνητικός στρατός φάνηκε ότι δεν ήταν ούτε προετοιμασμένος, ούτε διατεθειμένος να προβάλει ουσιαστική αντίσταση και να αναχαιτίσει την επίθεση, ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονταν σε δυσχερή θέση, είτε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, είτε λόγω της σύγκρουσης με το Ισραήλ. Το “timing” της επίθεσης εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους και κυρίως την καταστροφή του ανεφοδιασμού της παλαιστινιακής αντίστασης μέσω του διαδρόμου Ιράν-Συρίας-Λιβάνου-Παλαιστίνης, την άσκηση πίεσης στη Ρωσία να μεταφέρει δυνάμεις από την Ουκρανία στη Συρία για να διασώσει τον σύμμαχό της Άσαντ και τη βάση της στο Ταρτούς, αλλά και τον διαμελισμό ή και τη διάλυση της Συρίας και τη μοιρασιά των εδαφών της σε σφαίρες επιρροής.
Ριζική αναδιάταξη των δυνάμεων στη Μέση Ανατολή
Ο άμεσα ωφελημένος από την ανατροπή του Άσαντ είναι ο Νετανιάχου, αφού χωρίς τον εφοδιασμό της παλαιστινιακής αντίστασης, η συντριβή της γίνεται ρεαλιστική. Δηλώσεις από την πλευρά των νέων αφεντικών της Συρίας δεν αφήνουν περιθώρια για αυταπάτες. Δύο μέρες πριν την είσοδο των HTS/FSA/SNA στη Δαμασκό, αξιωματούχος του FSA δήλωσε σε συνέντευξη στους Times of Israel: «Είμαστε ανοιχτοί στη φιλία με όλους στην περιοχή – συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ. Δεν έχουμε άλλους εχθρούς εκτός από το καθεστώς Άσαντ, τη Χεζμπολάχ και το Ιράν. Αυτό που έκανε το Ισραήλ εναντίον της Χεζμπολάχ στον Λίβανο μας βοήθησε πάρα πολύ».[9]
Αμέσως μετά την πτώση της Δαμασκού, o ισραηλινός στρατός «για να διασφαλίσει της θέσεις του», όπως δήλωσαν, προχώρησε πέρα από τα κατεχόμενα υψίπεδα του Γκολάν, εισβάλοντας σε νέα συριακά εδάφη, καταλαμβάνοντας συριακή στρατιωτική βάση στο βουνό Τζαμπάλ Αλ Σεχ και βομβαρδίζοντας άλλες βάσεις, αποθήκες όπλων και θέσεις της αντιπυραυλικής άμυνας της Συρίας.
Μεγάλος ωφελημένος είναι επίσης ο Ερντογάν, που γίνεται πλέον ο σημαντικότερος ρυθμιστής των εξελίξεων στη Συρία, μέσω των δυνάμεων που ελέγχει άμεσα (FSA/SNA) ή έμμεσα (HTS). Παράλληλα, αναβαθμίζει την θέση του ως περιφερειακή δύναμη και εντός του ΝΑΤΟ και ενόψει της αλλαγής στην αμερικανική Προεδρία.
Παρόλα αυτά, ούτε η ρωσική, ούτε η ιρανική, ούτε η συριακή κυβέρνηση έκαναν κάποια αναφορά στον προφανέστατο ρόλο του Ερντογάν στις τρέχουσες κατακλυσμιαίες εξελίξεις, αλλά αντίθετα οι υπουργοί εξωτερικών της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας μία μέρα πριν την πτώση της Δαμασκού ζήτησαν από κοινού την άμεση παύση των εχθροπραξιών και επανέλαβαν τη δέσμευσή τους για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Συρίας, ενώ ο Ρώσος ΥπΕξ Σεργκέι Λαβρόφ εξέφρασε την αναγκαιότητα διαλόγου μεταξύ της συριακής κυβέρνησης και των «νόμιμων δυνάμεων της αντιπολίτευσης».[10] Προφανώς, παρά την «πολυδιάστατη» πολιτική Ερντογάν, που σήμερα δίνει αντικειμενικά μια μαχαιριά στην πλάτη της Παλαιστίνης, την οποία ρητορικά διατείνεται ότι υποστηρίζει, οι εμπλεκόμενες πλευρές δεν θέλουν να διαρρήξουν τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ τους.
Οφέλη έχουν επίσης ο Ζελένσκι και οι ΝΑΤΟϊκοί σπόνσορες του. Εάν η Ρωσία μετέφερε δυνάμεις στη Συρία, θα αποδυνάμωνε το ουκρανικό μέτωπο, ενώ η αδυναμία που επέδειξε να στηρίξει τον μοναδικό Άραβα σύμμαχό της, πέρα από την αμφισβήτηση των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών θέσεων της στη Συρία, πλήττει σοβαρά και το κύρος της.
Παράλληλα, ενισχύεται η θέση των ΗΠΑ στη Συρία, όπου σε συνεργασία με κουρδικές πολιτοφυλακές διατηρούν ήδη από το 2017 τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών στα ανατολικά της χώρας. Οι Κούρδοι όμως, που αποτέλεσαν τη δύναμη κρούσης για την ήττα του ISIS στο έδαφος, θεωρώ πως είναι πολύ απίθανο να προωθήσουν την υπόθεση της ανεξαρτησίας ή της αυτονομίας τους. Ήδη το κυνήγι του ISIS στην έρημο άφησε τις δικές τους περιοχές εκτεθειμένες και διευκόλυνε τον τουρκικό στρατό και τους μισθοφόρους του SNA να καταλάβουν του Αφρίν και να απομονώσουν τη Ροζάβα. Σήμερα, με ενισχυμένη την Τουρκία, οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να κάνουν καμία παραχώρηση προς όφελος τους.
Ανεξάρτητα πάντως από τους λόγους που καθορίζουν την στάση των διαφόρων ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων, οι εξελίξεις τέτοιου τύπου δεν είναι ποτέ ελεγχόμενες. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι οι εμπλεκόμενοι, από την πρώτη εποχή της εργαλειοποίησης οργανώσεων τύπου Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν την δεκαετία 1980, αλλά δεν παύουν να συνεχίζουν τις ίδιες τακτικές ξανά και ξανά, παρόλο που τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα για αυτούς τα επιθυμητά, όπως φάνηκε και με τις αποτυχίες της αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Οι άμεσα ζημιωμένοι βέβαια, είναι οι λαοί που πλήττονται και στην προκειμένη περίπτωση οι λαοί της Συρίας που για μια ακόμα φορά οδηγούνται στο θάνατο και στην προσφυγιά.
Παραπομπές:
[1] Η πιο γνωστή περίπτωση είναι ο αποκεφαλισμός ανήλικου Παλαιστίνιου με την κατηγορία ότι ήταν «πράλκτωρας του Άσαντ»
[2] Σχετικά με τον όρο «τζιχαντιστές», δηλαδή μαχητές του Ισλάμ που κάνουν ιερό πόλεμο, θεωρώ ότι είναι εντελώς λανθασμένος γιατί αυτές τις οργανώσεις, γιατί δεν έστρεψαν ποτέ τα όπλα τους κατά του Ισραήλ που σφάζει τους Παλαιστίνιους, αλλά μόνο κατά άλλων μουσουλμάνων που «τυχαίνει» να βρίσκονται στο στόχαστρο των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Λινκ της DW: