του Πέτρου Νομικού
Ο παγωμένος εδώ και δεκατρία χρόνια εμφύλιος πόλεμος στη Συρία ίσα που πρόλαβε να γίνει θερμός, πριν καταλήξει σε πανηγυρισμούς στους δρόμους της Δαμασκού. Η αποσχισμένη από το καθεστώς Άσαντ περιοχή της Ιντλίμπ αποτέλεσε το ορμητήριο μιας μεγάλης αντεπίθεσης των αντικαθεστωτικών δυνάμεων που αξιοποίησαν την μακροχρόνια εκεχειρία, τη σταθερή εδαφική τους επικράτεια και τις προσόδους (φόροι, τέλη κλπ) από την de facto κυβερνητική τους θέση στην Ιντλίμπ για να εξοπλιστούν, να εκπαιδευτούν και να σχεδιάσουν την επίθεσή τους για την οποία μάλιστα συζητούσαν δημόσια τον τελευταίο καιρό.
Η δεσπόζουσα πολιτική-στρατιωτική δύναμη στην Ιντλίμπ είναι το μέτωπο Jabhat Fatah al-Sham που προέρχεται από το Τζιχαντιστικό μέτωπο Nusra περνώντας από τη μετριοπαθέστερη μετάλλαξή του, το Hayat Tahrir al-Sham. Φαίνεται πως με το νέο του όνομα Jabhat Fatah al-Sham (JFS) το μέτωπο παρουσιάζεται ή απλώς θέλει να φαίνεται, ως μια εθνικιστική δύναμη, κάνοντας ακόμα ένα βήμα μετριασμού του Ισλαμιστικού φονταμενταλιστικού του χαρακτήρα, που ασφαλώς παραμένει: χαλάρωσε τη σαρία, έπαψε πια να εκτοξεύει απειλές ενάντια στους Δυτικούς «σταυροφόρους» και εστιάζει αποκλειστικά στη Συρία. Σύμφωνα με τους New York Times, το JFS διεκδίκησε και κέρδισε την ηγεμονία στην Ιντλίμπ, εκτοπίζοντας άλλες σκληρότερες τζιχαντιστικές πολιτοφυλακές. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη αναφορά του ΟΗΕ το JFS τακτικά συνελάμβανε και εκτελούσε μέλη του ISIS. Ταυτόχρονα, στο στρατιωτικό επίπεδο, απέκτησε περισσότερη πειθαρχία και επαγγελματισμό, καλύτερη εκπαίδευση και εξοπλισμό. Εξασφαλίζοντας τις πιο στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες για τον πληθυσμό και τους αγρότες της Ιντλίμπ το JFS απέσπασε μια κάποια νομιμοποίηση, εκδίδοντας μάλιστα και δελτία ταυτότητας για τους πολίτες. Ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, όπως δείχνουν οι συνεχείς διαμαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής ενάντια στις αυθαίρετες συλλήψεις, τη φορολόγηση, την έλλειψη ανοχής έναντι των διαφωνούντων και, βεβαίως, ενάντια στις ακόμα άθλιες συνθήκες διαβίωσης
Ο συγγραφέας Robin Yassin-Kassab αναφέρει ότι οι κυβερνήτες της Ιντλίμπ παραμένουν μεν μια αυταρχική ισλαμιστική πολιτοφυλακή αλλά δεν είναι επουδενί «κάτι σαν το ISIS». Έχουν μια πολύ πιο θετική πολιτική έναντι των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων, έχουν διαλύσει τη θρησκευτική αστυνομία, αφήνουν πολύ περισσότερο χώρο στον πλουραλισμό, στις διαφωνίες και στο διάλογο, αν και συνεχίζουν να συλλαμβάνουν, να φυλακίζουν και να βασανίζουν πολιτικούς τους αντιπάλους.
Ο θυελλώδης blitzkrieg των αντικαθεστωτικών ξεκίνησε από την Ιντλίμπ και έφτασε σε λιγότερο από μία εβδομάδα στη Δαμασκό, σπρωγμένος από τους ούριους ανέμους μιας συγκυρίας, όπου οι παραδοσιακοί υποστηρικτές του δολοφονικού καθεστώτος Άσαντ – αυτοί που ουσιαστικά τον κράτησαν στην εξουσία της Δαμασκού το 2011– είχαν δικά τους μαλλιά να ξάνουν. Το μεν Ιράν και η Χεζμπολά έχουν δεχτεί βαριά πλήγματα από το σιωνιστικό κρατικό μόρφωμα του Ισραήλ, ενώ οι Ρώσοι του Πούτιν έχουν το μεγάλο Ουκρανικό μέτωπο ανοιχτό, μαζί με κάμποσα άλλα στις πρώην και νυν αποικίες της Ασίας, για να μην αναφέρουμε τα ανοίγματα στην Αφρικανική ήπειρο. Στο πλευρό του Άσαντ στάθηκαν για λίγο και μάλλον από αδράνεια ή απλή εκδικητικότητα, η αποσπασμένη στη Μέση Ανατολή ρωσική πολεμική αεροπορία και, όπως φημολογείται, κάποιες φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές του Ιράκ που κινήθηκαν μεν αλλά σταμάτησαν μεσοδρομίς, χωρίς να φτάσουν ποτέ στη Συρία. Το ίδιο το καθεστώς Άσαντ δεν διέθετε παρά ένα στρατό που αποτελούσαν σε μεγάλη έκταση στρατολογημένοι δια της βίας κληρωτοί και καιροσκόποι, που είχαν ντυθεί τη στολή του καθεστώτος προσδοκώντας πλιάτσικο και δωροληψίες. Αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων στα πεδία των μαχών εξηγεί και τη θυελλώδη προέλαση των αντικαθεστωτικών, συνήθως αμαχητί. Η δήλωση του Ιρανού υπουργού εξωτερικών ότι «δεν μπορούμε να πολεμήσουμε για ένα καθεστώς που δεν θέλει το ίδιο να πολεμήσει», εκτός από πρόφαση, είναι και μια μεγάλη αλήθεια.
Στο κοινωνικό επίπεδο, μπορεί το JFS να μην είναι διόλου αγαπητό στους κατοίκους της Ιντλίμπ και να είναι επίφοβο για τους κατοίκους των «απελευθερωμένων» πόλεων, αλλά η επίθεσή του πανηγυρίστηκε από όλους, ιδίως από τα εκατομμύρια των εσωτερικών προσφύγων που προσδοκούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Οι εικόνες από την κυκλοφοριακή συμφόρηση στο κύριο σημείο εισόδου από το Λίβανο στη Συρία, που μεταδίδουν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία μιλάνε εύγλωττα για αυτή την προσδοκία.
Το δρόμο για την προέλαση των αντικαθεστωτικών δυνάμεων άνοιγαν αυθόρμητες εξεγέρσεις εναντίον του καθεστώτος. Αναφέρθηκαν τέτοιες εξεγέρσεις στις επαρχίες Daraa και Suwayda, όπως και νοτιότερα στις πόλεις Zakia έξω από τη Δαμασκό και στην Talbiseh στην επαρχία της Homs. Αυτές οι εξεγέρσεις μπορεί να μην αποτελούσαν άμεση ζωτική απειλή για το καθεστώς Άσαντ, ωστόσο αποκαρδίωσαν ακόμα περισσότερο το στρατό του, που υποχωρούσε με την πρώτη ντουφεκιά ή και πριν από αυτήν. Όταν έφτασε να πολιορκείται η Χομς, η καθεστωτική αμερικάνικη δεξαμενή σκέψης του Middle East Institute, προέβλεψε στο γερμανικό Spiegel ότι, εάν ο Άσαντ έχανε τη Χομς, δεν θα μπορούσε να κρατήσει ούτε τη Δαμασκό. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο σε αυτή την πρόβλεψη, δεν είναι η ίδια η επαλήθευσή της, αλλά η ταχύτητα με την οποία επαληθεύτηκε!
Παρά τους δικαιολογημένους λαϊκούς πανηγυρισμούς για την πτώση του Άσαντ, η καταστροφή του εμφυλίου πολέμου παραμένει ανήκεστη για τη Συρία. Οι 600.000 νεκροί, τα 6.7 εκ. των εξορίστων και τα 3,6 εκ. των εσωτερικά εκτοπισμένων, η ισοπέδωση των υποδομών, η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, η ερημοποίηση και η εξαθλίωση ενός ολόκληρου λαού, βαραίνουν το απάνθρωπο μπααθικό καθεστώς των Άσαντ. Το κοινωνικό σώμα της Συρίας έχει ρευστοποιηθεί, ενώ η γκαγκστερική φύση μεγάλου μέρους της εναπομένουσας οικονομικής – παραγωγικής δραστηριότητας δεν ευνοεί την ταξική ανασυγκρότηση του προλεταριάτου. Το αυτοοργανωμένο δίκτυο τοπικών επιτροπών που οργάνωνε την κοινωνική ζωή και χαρακτήριζε τα πρώτα στάδια της συριακής επανάστασης δεν υπάρχει πια, οι από τα κάτω δημοκρατικοί πειραματισμοί ξεριζώθηκαν, οι πιο αυθεντικές αυτοοργανωμένες ένοπλες πολιτοφυλακές υποτάχθηκαν ή καταβροχθίστηκαν από ισχυρότερες αυταρχικές πολιτοφυλακές τις οποίες στήριζαν τα φονταμενταλιστικά δίκτυα που υπέθαλπαν και επί τούτου χρηματοδότησαν οι μοναρχίες του Κόλπου. Οι αριστεροί και αναρχικοί Σύριοι σάπιζαν μέχρι σήμερα στα μπουντρούμια του Άσαντ, σε αντίθεση με τους ισλαμιστές που τόσα χρόνια όργωναν τη χώρα.
Η Συρία ήταν μέχρι χθες και παραμένει ακόμα μια ανοιχτή πληγή, διαμελισμένη μεταξύ πολεμάρχων και ξένων κατακτητών. Μια κατάσταση η έξοδος από την οποία θα χρειαστεί πολύ χρόνο, εάν βέβαια το μεταπολιτευτικό πολιτικό κλίμα την ευνοήσει. Αυτό όμως που εμψύχωσε τους καταπιεσμένους και πρόσφερε λαϊκή υποστήριξη στην αντικαθεστωτική στρατιωτική επίθεση ήταν η πεποίθηση ότι «το μέλλον δεν μπορεί να αρχίσει πριν βγει ο Άσαντ από τη μέση», η οποία και κατέγραφε μια αναγκαία συνθήκη. Οι λαοί της Συρίας έχουν λοιπόν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν την πτώση του Άσαντ, την απελευθέρωση των φυλακισμένων αδελφών τους, την επιστροφή στα σπίτια τους. Το ίδιο και Παλαιστίνιοι˙ όχι μόνο γιατί έπεσε ένας πιστός φίλος του σιωνιστή δυνάστη τους, αλλά γιατί η πτώση ενός τυράννου φέρνει πιο κοντά και τη δική τους απελευθέρωση. Όμως, όσο αναγκαία κι αν είναι η συνθήκη της πτώσης του Άσαντ, δεν είναι δυστυχώς και επαρκής…
Το διεθνές πλαίσιο του Συριακού κράτους
Η αναζωπύρωση του εμφυλίου και η έξωση του Άσαντ ήλθε να προστεθεί πάνω σε έναν καμβά αλληλεπικαλυπτόμενων τοπικών συγκρούσεων, ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, διπλωματικών πρωτοβουλιών και πλαγιοκοπήσεων. Το πρώτο αποτέλεσμα της επίθεσης των αντικαθεστωτικών δεν ήταν κάποιο εδαφικό κέρδος, αλλά η καταστροφή του αμερικανικού διπλωματικού σχεδίου που ευελπιστούσε να αποσπάσει τον Άσαντ από την προστατευτική φτερούγα του Ιράν για να τον προσεταιριστεί. Πράγματι, με πρωτεργάτη και μεσολαβητή το δυνάστη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, βρισκόταν σε εξέλιξη ένα διπλωματικό άνοιγμα προς τον Άσαντ. Όπως θρηνούν οι New York Times, η εξασθένιση της υποστήριξης της Ρωσίας λόγω του Ουκρανικού αλλά και της Χεζμπολά λόγω των συνεχών Ισραηλινών βομβαρδισμών της γραμμής εφοδιασμού της από το Ιράν και, κατά μείζονα λόγο η ήττα της, θα άνοιγε χώρο συνεννόησης με τον Άσαντ κάνοντας δελεαστικότερη γι’ αυτόν την ιδέα να αλλάξει προστάτη. Ένα ενδεχόμενο που ο ίδιος είχε επιμελώς αφήσει ανοιχτό διευκολύνοντας το Ισραήλ να επεκταθεί στο υψίπεδο του Γκολάν, μένοντας απαθής στους κατά βούληση ισραηλινούς βομβαρδισμούς, οπουδήποτε στη Συρία, ακόμα και έξω από την πόρτα του στη Δαμασκό, αλλά και αφήνοντας επίσης ανενόχλητες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στο έδαφός του. Ήταν ένα πολύ συνετό εκ μέρους των ΗΠΑ σχέδιο, που φυσικά δεν θα ήθελαν το ρίσκο που αποτελεί ένα χαοτικό πολιτικό σκηνικό σαν το σημερινό στη Συρία.
Χωρίς τον Άσαντ οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ιράν θα χρειαστεί να διαγκωνιστούν για επιρροή στο νέο καθεστώς, την ώρα που το Ισραήλ θα παρακολουθεί με αγωνία. Η αποσύνθεση του «σταθερού» φιλικού καθεστώτος της δυναστείας των Άσαντ (το οποίο δεν δίσταζε να φυλακίζει έφηβες σαν την Tal al-Mallouhi, επειδή γράφουν ποιήματα υπέρ της Παλαιστίνης) και η αντικατάστασή του από το χάος μιας μεταπολίτευσης, που φαίνεται να καταλήγει στην εγκαθίδρυση ενός εχθρικού προς αυτό καθεστώτος, δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα για το σιωνιστικό κράτος. Το Ισραήλ ελπίζει μεν να παραμείνει δύσκολη η ροή του εφοδιασμού της Χεζμπολά από την Τεχεράνη, αλλά γνωρίζει πολύ καλά, ότι όχι μόνο δεν μπορεί να τη σταματήσει με αεροπορικές επιδρομές για τις οποίες τώρα δεν θα έχει καν το laisser faire που του παραχωρούσε ο Άσαντ, αλλά και έχει πια κάθε λόγο να ανησυχεί για την αβεβαιότητα της τροπής που μπορεί να πάρουν οι σχέσεις του νέου καθεστώτος με το Ιράν, καθώς οι δύο αυτοί χθεσινοί εχθροί, έχουν έναν κοινό εχθρό: το Ισραήλ. Αυτό θα ήταν αρκετό για να μετριάσει τους πανηγυρισμούς του Ισραήλ για την απώθηση της ηττημένης Χεζμπολά από τα σύνορά του. Ακόμα χειρότερα όμως, το γεγονός ότι αυτή ακριβώς η νίκη επί της Χεζμπολά του στέρησε επίσης ένα φίλο, τον Άσαντ βάζοντας στη θέση του έναν εχθρό στα βόρεια σύνορά του και στα υψίπεδα του Γκολάν, ο οποίος θα μπορούσε ακόμα και να συμφιλιωθεί με το Ιράν εναντίον του, κάνει τη νίκη να μοιάζει και λίγο με ήττα. Για το Ισραήλ όλα κρέμονται από το πόσο αποτελεσματικά θα κινηθεί ο υπερατλαντικός προστάτης των σιωνιστών προκειμένου να αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Είναι λοιπόν πιθανό να δούμε εντάσεις στις σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ σχετικά με το πώς θα χειριστούν αυτό το μπερδεμένο κουβάρι. Το βέβαιο είναι ότι η Ρωσία μένει χωρίς ατού και με τη στρατιωτική της βάση στη Συρία μετέωρη.
Οι άλλες στρατιωτικές δυνάμεις εντός της Συρίας
Τουρκία
Το καθεστώς Ερντογάν έλεγχε όλα αυτά τα χρόνια περιοχές στο βορρά της Συρίας είτε άμεσα είτε μέσω των αραβικών πολιτοφυλακών που συντηρεί. Ο σκοπός του υπήρξε διττός: από τη μια ήθελε βεβαίως να ελέγξει και να ανακόψει τις προσφυγικές ροές, πρόβλημα που μάλλον λύθηκε. Από την άλλη όμως, παραμένει ένα πολύ σημαντικότερο για την Τουρκία πρόβλημα, η αποτροπή της δημιουργίας ενός Κουρδικού κρατιδίου, εφαπτόμενου στις νοτιοανατολικές Κουρδικές της επαρχίες.
Η επίθεση των ανταρτών δημιούργησε κάποια αρχική αμηχανία στο καθεστώς Ερντογάν που, καθ’ υπόδειξη του Αμερικανικού παράγοντα, φλέρταρε ήδη πολιτικά το καθεστώς Άσαντ, αλλά, φευ, χωρίς ανταπόκριση! Αυτή την απροθυμία του Άσαντ επικαλέστηκε ανοιχτά ο Ερντογάν για να στοιχηθεί πίσω από την επίθεση των αντικαθεστωτικών και να κινητοποιήσει για την επιτυχία της, τον SNA που ελέγχει. Ταυτόχρονα όμως ο SNA κινήθηκε για περικύκλωση περιοχών (όχι πάντα Κουρδικών) που κατέχουν οι Κούρδοι και οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις SDF των οποίων ηγούνται, επιδιώκοντας έτσι από τη μια να κερδίσει εδάφη από τους Κούρδους και από την άλλη να τους αποκόψει από τις εξελίξεις σε μια ενδεχόμενη μετά τον Άσαντ Συρία. Το JFS, που, κάτω από την απειλή του Άσαντ και την ανάγκη επικοινωνίας και εφοδιασμού μέσω Τουρκίας, είχε επί πολλά χρόνια ανεχθεί την Τουρκική ανάμιξη και παρουσία στην περιοχή του, ασφαλώς δεν είχε τώρα κανένα λόγο να αρνηθεί τη στρατιωτική βοήθεια της Τουρκίας, διακινδυνεύοντας μάλιστα ένα μέτωπο στα νώτα του. Φυσικά, οι πολιτοφυλακές του SNA και η Τουρκία αποτελούν έναν περαιτέρω αντιδραστικό παράγοντα για την πολιτική κατεύθυνση του μετά τον Άσαντ καθεστώτος.
Οι Κούρδοι
Το PKK και το Συριακό του παράρτημα PYD/YPG απολάμβαναν την ανοχή του πατρός Άσαντ που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν τις Κουρδικές περιοχές της Συρίας ως ορμητήριο και καταφύγιο εναντίον της τουρκικής εθνικής καταστολής, που εκείνα τα χρόνια είχε χαρακτηριστικά ανταρτοπόλεμου. Η ανίερη αυτή συμμαχία συνεχίστηκε και με τον υιό Άσαντ, πράγμα που έστρεψε το Κουρδικό εθνικό κίνημα εχθρικά απέναντι στην εξέγερση της Συριακής άνοιξης. Έτσι, όχι μόνο στέρησε από τη συριακή εξέγερση την ισχυρή κοσμική δύναμη, που το ίδιο εκπροσωπούσε, ενάντια στην τζιχαντιστική εκτροπή της που απεργάζονταν οι δικτατορίες του κόλπου και ο ίδιος ο Άσαντ, αλλά και στήριξε το Μπααθικό καθεστώς, κάποιες φορές ακόμα και στρατιωτικά, προσβλέποντας στη βοήθεια του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Μετέπειτα, όταν το ISIS απείλησε την κουρδική υπόθεση με εκμηδενισμό, το YPG, αμυνόμενο ηρωικά στο Κομπάνι, μπρος στον κίνδυνο, στράφηκε προς τον αμερικανικό παράγοντα. Ωστόσο, η εποχή που ο Κάιζερ έστελνε πεσκέσι μια καραβιά γερμανικά ντουφέκια στους Ιρλανδούς ρεπουμπλικάνους επαναστάτες του 1916, για να τα χρησιμοποιήσουν όπως νομίζουν, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Όπως δείχνει και το Ουκρανικό παράδειγμα, κάθε «βοήθεια» που προσφέρει ο σημερινός ιμπεριαλισμός έρχεται με ασφυκτικά αυστηρούς όρους: οι στρατηγοί που ελέγχουν το πού, πότε και εναντίον τίνος χρησιμοποιούνται τα παρεχόμενα όπλα, βρίσκονται πλέον στο Πεντάγωνο ή στο Κρεμλίνο.
Η στρατηγική πρόσδεση του YPG στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό είναι από τη μια αυτοκτονική για την υπόθεση της κουρδικής εθνικής χειραφέτησης, ενώ από την άλλη σπρώχνει το YPG σε μια καταπιεστική πολιτική εναντίον των Αράβων που κατοικούν στην «επικράτειά του». Παρότι οι αντικαθεστωτικοί της Ιντλίμπ διακήρυξαν ότι «οι Κούρδοι αποτελούν μέρος της ποικιλομορφίας της συριακής ταυτότητας», μια πραγματική συνεννόηση μεταξύ τους δεν φαίνεται πιθανή. Από τη μια υπάρχει πικρή πείρα και ισχυρές επιφυλάξεις των Κούρδων προς τις ισλαμιστικές ομάδες, από την άλλη ο SNA, οργανικό ήδη μέρος της παράταξης των νικητών, βρίσκεται εκεί ακριβώς για να εξασφαλίσει, ότι οι Κούρδοι θα παραμείνουν απομονωμένοι, εύκολη λεία για την Άγκυρα. Με αυτόν τον βολικό για την Άγκυρα τρόπο, οι Κούρδοι όχι μόνο αποκλείονται από τη διάδοχη κατάσταση, αλλά και μένουν έκθετοι ως οι τελευταίοι αμετανόητοι υπερασπιστές (ορφανά πλέον) του αιμοσταγούς δικτάτορα. Οι συμμαχίες του Κουρδικού εθνικισμού υπήρξαν όλες καταδικαστικές για την δίκαιη υπόθεση που υπερασπίζεται. Για τον Άσαντ πάντως, το κουρδικό ατού δεν χρησίμευσε σε τίποτα.
Οι αντάρτες που ελέγχουν οι ΗΠΑ
Μια μικρή σχετικά περιοχή στο νότο της Συρίας, στην έρημο και στα σύνορα με την Ιορδανία και το Ιράκ ελέγχεται από αντάρτες που εκπαίδευσε εξόπλισε και ελέγχει η πολεμική μηχανή των ΗΠΑ. Δεν ακούστηκαν νέα από τη μεριά τους, εκτός από το ότι μετακινήθηκαν, αλλά κατόπιν εορτής, προς τη Δαμασκό. Ούτε είναι ακόμα σαφές το τι θα τους ανατεθεί από το Πεντάγωνο, αλλά σαφώς δεν αποτελούν την αιχμή του αμερικανικού δόρατος, που μπορεί να στηριχθεί στην απείρως αποτελεσματικότερη πολεμική μηχανή του Νετανιάχου, αλλά και των Μοναρχιών του Κόλπου, για να μην αναφέρουμε τη νατοϊκή αρμάδα που βρίσκεται ήδη στην περιοχή με ελληνική φυσικά συμμετοχή και ελληνική υποστήριξη εφοδιασμού και ελλιμενισμού. Ωστόσο, οι φιλοαμερικανοί αντάρτες βρίσκονται καλά τοποθετημένοι και, στο συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, το βάρος τους θα μετρήσει επίσης στην αντιδραστική πλευρά της πολιτικής εξίσωσης.
Οι Ρώσοι
Η Συρία φιλοξενεί την μοναδική βάση του ρωσικού τακτικού στρατού έξω από την επικράτεια της Ρωσίας, ένα πλεονέκτημα που ο Πούτιν δεν θα ήθελε βέβαια να χάσει. Παρότι μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η Ρωσία θα μπορούσε να έρθει σε συνεννόηση με τους νικητές αφού είναι συνεγγυήτρια των συμφωνιών της Άστανα με την Τουρκία , τώρα, χωρίς το μπαμπούλα του Άσαντ, θα είναι δύσκολο να τους δελεάσει. Η Ρωσία μέτρησε τις δικές της δυνατότητές να υποστηρίξει τον Άσαντ και την ίδια τη βιωσιμότητα του μπααθικού καθεστώτος, τα βρήκε και τα δύο λειψά, όπως ακριβώς έκανε και το Ιράν και τον εγκατέλειψαν. Η Ρωσία και το Ιράν θα προσπαθήσουν να ελαχιστοποιήσουν τη ζημιά με διπλωματικά μέσα, με διαπραγματεύσεις μεταξύ αντικαθεστωτικών και Μπααθικού καθεστώτος, όπως προμήνυσαν και οι χρησμοί από τη συνδιάσκεψη της Ντόχα.
Το επιπλέον πρόβλημα για τον Πούτιν είναι ότι ο αμερικανικός παράγοντας δεν θα μείνει αδιάφορος μπροστά στη δυνατότητα να ξεφορτωθεί τη ρωσική βάση από τη Μέση Ανατολή. Με τον Τραμπ στο Λευκό Οίκο, ένα δεύτερο, μετά το Ουκρανικό, μέτωπο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων στρατιωτικών υπερδυνάμεων του πλανήτη και μάλιστα σε έδαφος που ήδη αποτελεί θέατρο ενός λίγο-πολύ γενικευμένου πολέμου, απειλεί να γενικεύσει ακόμα περισσότερο τον πόλεμο μέχρι το παγκόσμιο επίπεδο. Ένας τέτοιος πόλεμος, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιηθούν πυρηνικά, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τη χαριστική βολή για το, ήδη σκληρά δοκιμαζόμενο από τον «ειρηνικό» καπιταλισμό, πλανητικό οικοσύστημα.
Και τώρα;
Ο κύβος στη Συρία έχει ριχτεί˙ ο Άσαντ εκδιώχθηκε από έναν αστερισμό δυνάμεων, καμιά από τις οποίες δεν δείχνει προς την εθνική και κοινωνική χειραφέτηση των λαών της Συρίας. Παρά τους αναγκαίους συμβιβασμούς, που φαίνεται να οδηγούν σε κάποια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η αστικοδημοκρατική λύση που κάποιοι ονειρεύονται, η παλιά αυτή λαϊκομετωπική φενάκη που συνοψίζεται στο σύνθημα «πρώτα όλοι μαζί για τη δημοκρατία και μετά θα οργανωθεί η ταξική πάλη», ανήκει στον κόσμο των σκιών και των μύθων. Αν η πρωτοβουλία παραμείνει στα χέρια των σημερινών παικτών, είτε ένα μεταλλαγμένο Μπααθικό καθεστώς θα επιβιώσει χωρίς τον Άσαντ, είτε θα δώσει τη θέση του σε ένα άλλο καταπιεστικό καθεστώς λίγο ή πολύ θεοκρατικό. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι λαοί της Συρίας θα πληρώσουν το λογαριασμό.
Το ζήτημα για τους από κάτω και ταυτόχρονα η μοναδική γι’ αυτούς διέξοδος, είναι εάν θα σηκώσουν εδώ και τώρα τη σημαία της εργατικής υπόθεσης, της εργατικής, της δικής τους, χειραφέτησης. Η κατάργηση της εθνικής, πολιτικής, έμφυλης και θρησκευτικής καταπίεσης στη Συρία μπορεί μόνο να είναι έργο των εργαζομένων μαζών τόσο μέσα, όσο και έξω από τη Συρία. Είναι απολύτως συνδεδεμένη με το παλαιστινιακό και προϋποθέτει μια γενικότερη πολιτική διεργασία εργατικής αφύπνισης στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, που θα αμφισβητήσει έμπρακτα όχι μόνο το μετα-ασαντικό καθεστώς, αλλά το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί τα αντιδραστικά καθεστώτα του Αραβικού κόσμου, που θα στοχεύει συνειδητά στην κατάργηση του σιωνιστικού κρατικού μορφώματος και των αντιδραστικών αραβικών του στηριγμάτων.
Η εργατική τάξη στις χώρες του δυτικού ή του ανατολικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ έχει όχι μόνο το διεθνιστικό καθήκον της αλληλεγγύης προς τους Σύριους εργάτες και εργάτριες αλλά και το ταξικό συμφέρον να αποτρέψει ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα σύννεφα του οποίου μαζεύονται απειλητικά από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Αραβική χερσόνησο και τον Περσικό Κόλπο. Η παγκόσμια εργατική τάξη χρειάζεται επειγόντως ένα αντιπολεμικό κίνημα ικανό να απειλήσει την ιμπεριαλιστική ευταξία και να ματαιώσει τα πολεμικά σχέδια των ιμπεριαλισμών.
Ειδικά για την Ελλάδα, ποιος αμφιβάλλει ότι η ελληνική αστική τάξη θα σπεύσει βασιλικότερη του βασιλέως πιστή σύμμαχος του δυτικού ιμπεριαλισμού; Ποιος αμφιβάλλει ότι δεν θα σταματήσει αν δεν νιώσει την εξουσία της να απειλείται;
Η απαίτηση για απεμπλοκή της Ελλάδας από τους πολέμους, εδώ και τώρα, για επιστροφή των πολεμικών πλοίων από την Ερυθρά θάλασσα, για σταμάτημα της αποστολής όπλων στην Ουκρανία, για απόσυρση από τους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς στη Βόρεια και στην Υποσαχάρια Αφρική, για απόσυρση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας από την «προστασία» του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας, αποκτά έτσι υπαρξιακή σημασία για το ελληνικό προλεταριάτο και τους καταπιεσμένους λαούς της Ελλάδας.