Οι εκλογές Μαΐου-Ιουνίου του 2023 επιβεβαιώνουν μια αλλαγή στις διαθέσεις του εκλογικού σώματος. Η μεγάλη επικράτηση της ΝΔ και η πιο δεξιά σύνθεση του νέου κοινοβουλίου μετά το 1974 δείχνει να επιβεβαιώνει αφενός τις πολύ χαμηλές προσδοκίες ότι οι φετινές εκλογές θα μπορούσαν να αλλάξουν κάτι, όπως μαρτυρά και η πρωτοφανής για κοινοβουλευτικές εκλογές αποχή∙ αφετέρου μια πραγματιστική λογική με την οποία προσήλθε στην κάλπη η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, κυρίως τα υψηλά και μεσαία στρώματα, αλλά και μια σημαντικότερη από παλιά μερίδα της εργατικής τάξης, εκχωρώντας στο παραδοσιακό κόμμα της αστικής τάξης την αρμοδιότητα να συνεχίσει την εφαρμογή μιας διαχείρισης κι ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων υπέρ της αστικής τάξης.
Μια ορισμένη αύξηση των θέσεων εργασίας, η επιδοματική πολιτική και η αναβολή των κρίσεων (ενεργειακή, οικονομική, ελληνοτουρκικά) για μετά τις εκλογές, σε συμφωνία και με τα διεθνή κέντρα (ΕΕ, ΝΑΤΟ), η τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων σεζόν, ο ρόλος που επιχειρεί να αναλάβει η Ελλάδα ως προκεχωρημένο ανατολικό φυλάκιο της Δύσης και ως οικονομικός κόμβος, κυρίως όμως η πλήρης αποτυχία της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, πρώτα ως κυβέρνησης και μετά ως αντιπολίτευσης, έδωσαν στη ΝΔ το περιθώριο να πάει σε εκλογές χωρίς η αντιπολίτευση να μπορεί – ή να θέλει – να ασκήσει ουσιαστική κριτική. Αν και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το γεγονός της επικράτησης της δεξιάς με τόσο συντριπτικά ποσοστά δύο μόλις μήνες μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις για το έγκλημα των Τεμπών, δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί, δεδομένης της προσχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και χρόνια στη λογική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, της εξυπηρέτησης του χρέους και των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και της απομάκρυνσης των αριστερόστροφων κοινοβουλευτικών κομμάτων από τους δρόμους και τα κινήματα, τα οποία δεν ελέγχουν. Το αφήγημα Μητσοτάκη, το οποίο αναπαράχθηκε συστηματικά από τα ΜΜΕ, ήταν απλό και εύληπτο: οι κρίσεις που αντιμετώπισε η απερχόμενη κυβέρνηση ήταν πρωτοφανείς (πανδημία, ενεργειακό κοκ), έγινε το (κατά τη ΝΔ) καλύτερο δυνατόν, η αντιπολίτευση σίγουρα θα τα έκανε χειρότερα λόγω απειρίας και πρόσφατης αποτυχίας στη διακυβέρνηση του κράτους. Η καρικατούρα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εξυφαίνεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ τα τελευταία 10 χρόνια, συνέτεινε στο να επικρατήσει αυτή η λογική. Και βέβαια, η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν ενέπνεε καμιά διάθεση σε μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων τάξεων πως το συγκεκριμένο κόμμα ευαγγελίζεται κάτι ριζικά διαφορετικό.
Η άρχουσα τάξη δείχνει να εφαρμόζει και στην Ελλάδα παρόμοιες τακτικές με αυτές των άλλων ευρωπαϊκών κρατών: διατήρηση ενός σοβαροφανούς προφίλ στο βασικό συντηρητικό κόμμα, γελοιοποίηση των αντιπολιτευτικών κομμάτων μέσα από συστηματική υποτίμηση του προφίλ των στελεχών τους, ενίσχυση της ρατσιστικής ρητορείας και πολιτικής και υπόθαλψη ακροδεξιών κομμάτων ως αντίβαρο στις τάσεις αριστερής ριζοσπαστικοποίησης μέσα στην κρίση και ως εφεδρεία του συστήματος – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η άνοδος της ακροδεξιάς είναι απλώς σχεδιασμένη και δεν απηχεί διεργασίες στη συνείδηση της μικροαστικής τάξης και των εξατομικευμένων και ταξικά αποπροσανατολισμένων χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Η διεθνής κρίση, καθώς και η διάλυση του ταμπού του πολέμου ακόμα και στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αξιοποιούνται ως φόβητρο ενάντια σε όποια ενδεχόμενη αμφισβήτηση της αστικής τάξης. Το μήνυμα προς τα κατώτερα στρώματα είναι σαφές: αφήστε τους πειραματισμούς, αν δεν κάνετε αυτό που ζητάμε τα χειρότερα έπονται. Επιβεβαιώνεται έτσι πως ο κύκλος της πολιτικής αμφισβήτησης σε μαζικό επίπεδο του υπάρχοντος συστήματος, με τα χαρακτηριστικά που είχε την περίοδο 2008-2015, και κυρίως μέχρι το 2012, έχει κλείσει, παρά το γεγονός ότι πολλά κόμματα συνεχίζουν να πολιτεύονται όπως εκείνη την περίοδο.
Είναι αδύνατο να δούμε την επικράτηση της δεξιάς στις τελευταίες εκλογές ως ανεξάρτητη από την εμπειρία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019. Η επικράτηση της ΝΔ και η αύξηση των ποσοστών της σε παραδοσιακές εργατικές περιοχές είναι χαρακτηριστικές της κατάστασης αυτής. Η εργατική τάξη αντιμετώπισε αυτές τις εκλογές με αισθήματα απογοήτευσης και πολύ χαμηλές προσδοκίες.
Ρόλο στην ανοχή (ή ακόμα και στην υπερψήφιση της ΝΔ) έπαιξε σίγουρα η επιδοματική πολιτική που άσκησε η απερχόμενη κυβέρνηση. Αρκετές ήταν οι αναφορές προεκλογικά και για τον εκβιασμό στο περιβάλλον συγκεκριμένων επιχειρήσεων, κυρίως αυτών που στήθηκαν τα τελευταία χρόνια από επιχειρηματίες του περιβάλλοντος της ΝΔ, οι οποίοι απομυζούν τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων: ο εκβιασμός των εργαζόμενων πως αν δε βγει η ΝΔ οι εταιρείες θα κλείσουν έφτασε ακόμα και να καταγραφεί on camera. Συνολικά, η ΝΔ έδειξε πως είναι διατεθειμένη να διαχειριστεί το κρατικό χρήμα και να εξυπηρετήσει όσους την υποστηρίξουν, ιδίως εκμεταλλευόμενη την πρόσκαιρη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, που επέτρεπε ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό. Το αφήγημα αυτό, καθώς και η ρητορεία περί των τεράστιων ποσών που παραμένουν αδιάθετα από το Ταμείο Ανάκαμψης, ενίσχυσε το ρεύμα της, ανάμεσα σε τμήμα του εκλογικού σώματος που αντιμετωπίζει τις σκληρές συνέπειες του πληθωρισμού, της υποαμοιβόμενης εργασίας και της «ελαστικής» απασχόλησης.
Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε καμπάνια με δημόσια ανακοινωθέν πρόγραμμα λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές και το ΠΑΣΟΚ έκανε μια διστακτική καμπάνια, με επίκεντρο μια ασαφή συνθηματολογία περί «αλλαγής», η οποία έδειχνε περισσότερο να θέλει να συγκινήσει απογοητευμένους πρώην ψηφοφόρους του παρά να πείσει νέους να το στηρίξουν.
Όλα αυτά από μόνα τους όμως, δεν αρκούν για να εξηγήσουν το υλικό υπόβαθρο της νίκης της δεξιάς. Οι λόγοι της δεξιάς ταλάντωσης της κοινωνικής συνείδησης, τουλάχιστον όπως αυτή εκφράζεται εκλογικά, και με δεδομένο ότι οι εκλογικές αντανακλάσεις γίνονται όλο πιο στρεβλές και ρευστές, έχουν να κάνουν με όλη την πρόσφατη ιστορία της ανόδου, της πτώσης και της πρόσφατης σχετικής ανάκαμψης των ταξικών αγώνων.
Η ΝΔ κατάφερε, προς το παρόν, να μην πιστωθεί ούτε το κύμα διαμαρτυρίας για τα Τέμπη, καθώς η ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ και η συνολική υποβάθμιση των ΔΕΚΟ τα τελευταία χρόνια έφερνε και την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ. Κατάφερε να μην πιστωθεί ούτε το έγκλημα της Πύλου, καθώς καμία ορατή αντιπολίτευση δεν είναι διατεθειμένη να αντιπαρατεθεί στον πυρήνα του εγκλήματος, που είναι η πολιτική των κλειστών συνόρων, ενώ ταυτόχρονα η ελληνική κοινωνία ποτίζεται με ρατσιστικό δηλητήριο εδώ και δεκαετίες, με αποτέλεσμα, απέναντι στο αντιρατσιστικό κίνημα, να υπάρχει κι ένα συντηρητικό μπλοκ με αντιμεταναστευτικά αισθήματα. Και βέβαια, η απομάκρυνση από τις λίστες της υποψηφίων που την εξέθεσαν με τις δηλώσεις τους «με εντολή Μητσοτάκη» έδειξε να ωφελεί σαφώς το προφίλ μιας υποψήφιας κυβέρνησης που δεν έχει τόσο επιθετικό πρόγραμμα όσο ευαγγελίζονται οι αντίπαλοί της και απομακρύνει άμεσα τους «ακραίους».
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να χάσει δυνάμεις μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, πληρώνοντας την αναξιοπιστία με την οποία αντιμετωπίζουν το κόμμα όσοι το εμπιστεύτηκαν την προηγούμενη δεκαετία ως το φορέα της αποκατάστασης της κοινωνικής αδικίας που έφεραν οι μνημονιακές πολιτικές. Το ποσοστό του παραμένει μη αμελητέο, ωστόσο το κόμμα αποπνέει παρακμή, με μια βάση μοιρασμένη μεταξύ χειροκροτητών του απερχόμενου πλέον προέδρου του, παλαιών και φθαρμένων στελεχών του ΣΥΝ και πρώην στελεχών του παλαιού κραταιού ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πολύ θα ήθελαν πιθανότατα να επανέλθουν στον παλαιό τους φορέα. Τα 192.000 μέλη του δεν έχουν σταθερά καμία αξιόλογη παρέμβαση σε μαζικούς χώρους και δεν καταφέρνουν να αλληλεπιδράσουν με όσους τους αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων. Η κρίση του κόμματος είναι εμφανής: αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά ΜΜΕ (π.χ. στις εγκλήσεις ότι το μνημόνιο του 2015 κόστισε «100 δις»), ανακοίνωσαν πρόγραμμα λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές του Μαΐου, στήριξαν μια καμπάνια πάνω στην αγανάκτηση για το Μητσοτάκη και τις υποκλοπές, για να κάνουν στροφή 180 μοιρών στη ρητορική τους μετά τις εκλογές του Μαΐου και να χρίσουν υπεύθυνο προεκλογικής εκστρατείας το γνωστό αντικομμουνιστή Ν. Μαραντζίδη.
Η παραίτηση Τσίπρα οδηγεί το κόμμα σε κρίση, με τις αποχωρήσεις μελών να ακολουθούν τις δηλώσεις του στο Ζάππειο με καταιγιστικό ρυθμό. Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισε και δεν πείθει, ενώ η ηγετική του ομάδα δείχνει να μη μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος της οργής, της απογοήτευσης και του αποπροσανατολισμού των εργατικών στρωμάτων για την πολιτική που άσκησαν όταν βρέθηκαν στην κυβέρνηση. Το κλίμα απογοήτευσης γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε όχι μόνο στην απώλεια 200.000 ψήφων μέσα σε ένα μήνα, αλλά και στο αρνητικό ρεκόρ της απώλειας των απαραίτητων εδρών ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή, καθώς δεν έχουν επαρκείς έδρες για να καταθέσουν πρόταση μομφής. Η κατάσταση του κόμματος δείχνει πως θα πιεστεί για να κάνει άμεσα (ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι) κεντρικές διαδικασίες, ώστε να ανασχεθεί το κλίμα διάλυσης. Η αλλαγή στη στάση των ΜΜΕ προς το κόμμα μετά την παραίτηση Τσίπρα είναι χαρακτηριστική, άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνδεθεί με μερίδες της άρχουσας τάξης και μπορεί να αποκτήσει κάποιο ρόλο στην άσκηση της πολιτικής τα επόμενα χρόνια, πιθανώς σε συνδυασμό με κάποια νέα συντηρητική στροφή ή σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Το αρχηγοκεντρικό μοντέλο γύρω από τον Τσίπρα ως ηγέτη αποτελεί ίσως το σημείο κλειδί στην αποκοπή του ΣΥΡΙΖΑ από τις διεργασίες που του έδωσαν καύσιμο την προηγούμενη δεκαετία και στην εξέλιξή του στο κόμμα του σήμερα: από κόμμα που διατεινόταν πως θα αποτελέσει τον εκφραστή των κινημάτων στη Βουλή, μέσα σε δέκα χρόνια μεταλλάχθηκε σε κόμμα «χωρίς συνιστώσες» και διαδικασίες, ένα κόμμα υπεράσπισης (με μισόλογα) της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης», με τον πρόεδρο να τοποθετείται μόνος στις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής. Η δυσπιστία της εργατικής τάξης προς το ΣΥΡΙΖΑ (παρά το γεγονός ότι ένα τμήμα της ακόμα τον υποστηρίζει, μη βλέποντας άλλη αστική εναλλακτική πιθανότατα) επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση.
Το ΠΑΣΟΚ, αν και ανέβηκε σε ποσοστά, παραμένει σκιά του κόμματος που υπήρξε ως το 2009. Η υπόθεση των υποκλοπών έριξε σκιές στην ηγετική του ομάδα, καθώς οι εναλλαγές στην ένταση και στις διεκδικήσεις Ανδρουλάκη για διαλεύκανση της υπόθεσης δημιούργησαν την εντύπωση πως ο ηγέτης του κόμματος μπορεί να τελεί υπό καθεστώς εκβιασμού. Τα δημοσιεύματα πως μπορεί να συναινέσουν ως κοινοβουλευτική ομάδα στην αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος (π.χ. του άρθρου 16), συνέτειναν σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, το κόμμα συνολικά κατάφερε να επωφεληθεί από τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και την επιστροφή σε αυτό παλαιών ψηφοφόρων του, οι οποίοι ήρθαν σε ρήξη με το κόμμα κατά τη μνημονιακή περίοδο αλλά και από τις σημαντικές προσβάσεις του στα συνδικάτα μέσω της παραδοσιακής πράσινης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Το κόμμα πλέον στηρίζεται περισσότερο όμως από μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους και μεσοστρώματα, χωρίς να δείχνει να έχει σημαντική διείσδυση στην εργατική τάξη και τη νεολαία, παρά τη νέα γενιά στελεχιακού δυναμικού που έχει πάρει τα ηνία της δημόσιας εκπροσώπησης.
Το ΚΚΕ διατήρησε την ανοδική πορεία των ποσοστών του μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, καθώς φάνηκε να πλήττεται λιγότερο από την αποχή, συγκριτικά με άλλα κόμματα. Το κόμμα δείχνει να έχει επωφεληθεί από τη δημοσιότητα που κερδίζει το νέο επικοινωνιακό προφίλ που χτίζει ο ΓΓ του, από την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια και από την ανασυγκρότηση των δομών του την προηγούμενη περίοδο. Παρουσιάζει σταθερά σημαντική διείσδυση στην παραδοσιακή εργατική τάξη. Η τακτική του να μην επικοινωνεί με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς, ακόμα και για κοινά προβλήματα (πχ για τα πρόστιμα για την αφισοκόλληση στο Δήμο Αθηναίων) έχει επιτρέψει στη βάση του και τον πυρήνα των μελών του να παραμένουν μακριά από την αλληλεπίδραση, ενώ παράλληλα εντός του κόμματος δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός χώρος διαλόγου και ελέγχου από τη βάση, γεγονός που οδηγεί σε συσπείρωση αλλά και αδυναμία έκφρασης πραγματικού ριζοσπαστικού λόγου. Η τακτική της αποφυγής της ευθείας σύγκρουσης με τη δεξιά και των προγραμματισμένων κινητοποιήσεων δείχνει να αποδίδει μεσοπρόθεσμα μικρά εκλογικά κέρδη, δεδομένης της κόπωσης της εργατικής τάξης από την προηγούμενη περίοδο αποσταθεροποίησης, από την οποία τελικά, δεν αποκόμισε τα ουσιαστικά οφέλη που προσδοκούσε. Η πολιτική του ΚΚΕ δείχνει να εξυπηρετείται από το υπάρχον status quo και να γίνεται δημοφιλής σε νέα ακροατήρια, κυρίως μεταξύ νέων εργαζομένων. Η άνοδος των ψήφων του κατά 100.000 από το 2019 είναι ένα σημαντικό γεγονός, ενδεικτικό αυτής της κατάστασης, χωρίς ωστόσο να μπορεί να παραγνωριστεί πως το κόμμα υστερεί ακόμα σε σχέση με τα ποσοστά του πριν την κρίση του 2008, πράγμα που ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία, καθώς δεν ισχύει για κανέναν άλλο χώρο της ευρύτερης αριστεράς, ρεφορμιστικής ή αντικαπιταλιστικής.
Παρά την αριστερή στροφή στη ρητορική του τα τελευταία χρόνια, κυρίως για να οχυρωθεί απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ ασκεί μια πλήρως προσανατολισμένη στον κοινοβουλευτισμό πολιτική. Έχει αρχίσει να ενδίδει σε δεξιές πιέσεις που δέχεται εδώ και χρόνια περί έλλειψης κυβερνητικού προγράμματος και δηλώνει έτοιμο να πάρει την εξουσία αν ο λαός τού δώσει την πλειοψηφία, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για κυβέρνηση ΚΚΕ εντός του καπιταλισμού. . Απολαμβάνει της ανοχής του αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμα και της ανοιχτής συμπάθειας αστικών επιτελείων, ακριβώς γιατί έχει αποδείξει ότι στις κρίσιμες στιγμές δεν αποτελεί ποτέ κίνδυνο για τη σταθερότητα, αντιθέτως σπεύδει να καναλιζάρει τις κινητοποιήσεις σε ακίνδυνες κατευθύνσεις. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τη σημασία της επιρροής του στην τάξη μας. Δημιουργεί το καθήκον, όμως, μιας σκληρότερης κριτικής της αντικαπιταλιστικής αριστεράς απέναντί του, παράλληλα με τη συμπόρευση με τα μέλη και τους υποστηρικτές του του σε απεργίες και κινητοποιήσεις στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτικής ενιαίου μετώπου στη δράση.
Το πλέον ανησυχητικό γεγονός στις εκλογές του Ιουνίου δεν είναι άλλο από την επάνοδο της νεοφασιστικής-νεοναζιστικής ακροδεξιάς στη Βουλή, με τους άλλοτε συνομιλητές του Λαφαζάνη Σπαρτιάτες , σε συνδυασμό μάλιστα με την παγίωση της ακροδεξιάς Ελληνικής Λύσης και την είσοδο στη Βουλή του επίσης ακροδεξιού και θρησκόληπτου κόμματος Νίκη. Ωστόσο, οι Σπαρτιάτες δεν είναι απλώς ακροδεξιά, είναι η προσπάθεια αναβίωσης ενός πρωτοφασιστικού κινήματος. Η διαδικασία αυτή κυοφορείται επί αρκετά έτη και σίγουρα πριν από την καταδίκη της ΧΑ τον Οκτώβρη του 2020, καθώς ούτε οι αιτίες για την εμφάνιση του φασισμού εξέλειπαν, ούτε το μπλοκ που είχε συσπειρώσει η ΧΑ εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Ασφαλώς έπαιξε ρόλο ότι ο Κασιδιάρης είχε αφεθεί από τις σωφρονιστικές αρχές να κάνει ελεύθερα εκπομπές στο Youtube, συντηρώντας ένα προφίλ πολιτικά διωκόμενου «αγωνιστή» και παρουσιάζοντας σημαντική διείσδυση στη νεολαία. Σημαντικό ρόλο στο ποσοστό των Σπαρτιατών παίζει βέβαια και η γιγάντωση των μελών των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και η ρατσιστική πολιτική που έχει επιβάλει το ελληνικό κράτος στα σύνορα αλλά και στο εσωτερικό. Οι ανθρωποφύλακες, οι υπεύθυνοι για τα pushbacks και τους πνιγμούς των προσφύγων, δε μπορούν παρά να ψηφίσουν τα κόμματα του νεοναζισμού (χαρακτηριστικά τα ποσοστά των Σπαρτιατών στις κάλπες όπου ψηφίζουν μέλη Σωμάτων Ασφαλείας, ακόμα και 12%). Και βέβαια, ένα σημαντικό κομμάτι της βάσης της ΧΑ και των ψηφοφόρων της δεν έχουν μετατοπιστεί προς άλλους σχηματισμούς, παρά τη δικαστική καταδίκη. Η ηλικία του Μιχαλολιάκου και η κλονισμένη υγεία του δεν τον κάνουν πλέον ικανό να ελέγξει την κατάσταση όπως στο παρελθόν, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στον σαφώς πιο δημοφιλή Κασιδιάρη, ο οποίος δείχνει να έχει αδράξει την ευκαιρία να παίξει καθοριστικό ρόλο στην διάδοχη κατάσταση στο νεοναζιστικό χώρο, παραμερίζοντας τα εμπόδια άλλων δελφίνων (πχ του Λαγού).
Οι Σπαρτιάτες δεν δείχνουν σε καμία περίπτωση να έχουν σημαντικό αριθμό μελών, ούτε οργανωμένη δομή στον παρόντα χρόνο. Δεν έχουν κάποιο ενεργό προπύργιο δράσης στο δρόμο, όπως ήταν ο Άγιος Παντελεήμονας πριν την εκτόξευση της ΧΑ. Αυτές οι διαφορές είναι ουσιαστικές, αλλά σημαίνουν απλώς πως το αντιφασιστικό κίνημα προλαβαίνει να αντιδράσει και να τους εξουδετερώσει έγκαιρα και δεν σημαίνουν πως δικαιολογείται οποιοσδήποτε εφησυχασμός. Η κρατική χρηματοδότηση και ένα ενδεχόμενο κάλεσμα Κασιδιάρη για μαζικές εντάξεις μπορεί να επιτρέψουν σύντομα στο κόμμα να συγκροτηθεί και να αποκτήσει σημαντική πολιτική παρουσία σε εθνικό επίπεδο.
Η Ελληνική Λύση και η Νίκη δείχνουν πως το παζλ συμπληρώνεται στη νέα Βουλή με σειρά φωνών που θα προσπαθήσουν να μετατοπίσουν την ατζέντα προς τα δεξιά, να ανασχέσουν τις μικρές αλλαγές στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ που έφερε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και να επιβάλουν επιβάλουν συνολικά μια σκοταδιστική ατζέντα, σε ζητήματα όπως αυτό των αμβλώσεων κοκ. Η ακροδεξιά είναι εμφανές πως απολαμβάνει της στήριξης σημαντικών μερίδων της αστικής τάξης και αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητές της, τόσο μέσα από παραδοσιακά προνομιακά πεδία απόκτησης επιρροής (παραεκκλησιαστικούς κύκλους) όσο και μέσα από τα ΜΚΔ (Youtube, TikTok), προκειμένου να διεισδύσει στη νεολαία. Η χαμηλή πλειοψηφία της ΝΔ (158 έδρες) στη νέα Βουλή δίνει στα κόμματα αυτά ρόλο ρυθμιστή σε μια ενδεχόμενη συνταγματική αναθεώρηση.
Το κάδρο της Βουλής συμπληρώνει η προσωποκεντρική και πλήρως ελεγχόμενη από την οικογένεια Κωνσταντοπούλου Πλεύση Ελευθερίας. Αν και η επικεφαλής του κόμματος δείχνει να ευνοείται από το προφίλ της δυναμικής γυναίκας και να λαμβάνει ακόμα και ψήφους από φεμινιστική σκοπιά, είναι σαφές πως το κόμμα δεν έχει παρά έναν κατ’ επίφαση προοδευτικό χαρακτήρα (π.χ. εξέλεξε ανοιχτά ΛΟΑΤΚΙ βουλευτή) χωρίς όμως να λογοδοτεί σε κάποιο κίνημα. Η Ζ. Κωνσταντοπούλου έδειξε να δράττεται της ευκαιρίας προβολής που της έδωσαν τα ΜΜΕ, προκειμένου να κόψουν την πορεία του ΜέΡΑ25 προς την επόμενη Βουλή, και να βγήκε από την αφάνεια χρόνων τους τελευταίους δύο μήνες, χωρίς να έχει καμία αξιόλογη πολιτική παρέμβαση από το καλοκαίρι του 2015 ως την άνοιξη του 2023, πλην κάποιων συναντήσεων σε επίπεδο ηγεσίας με άλλες προερχόμενες από το ΣΥΡΙΖΑ οργανώσεις. Είναι το μόνο κόμμα που επωφελήθηκε από την υπόθεση Λιγνάδη, μέσα από την εκλογή του Σπ. Μπιμπίλα. Η τακτική αποκλεισμού δημοφιλών μη ελεγχόμενων από το κέντρο του κόμματος υποψηφίων είναι ενδεικτική της στάσης που θα ακολουθήσει το κόμμα αυτό, με ένα σαφώς αρχηγικό στίγμα και λογική.
Το ΜέΡΑ25 δέχτηκε σημαντικό πλήγμα και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Το κόμμα δεν κατάφερε να πείσει το κοινό στο οποίο απευθυνόταν, δεν κατάφερε να δείξει ένα συνεπές στίγμα και πλήρωσε την τεράστια απόσταση βάσης-ηγεσίας, με μια ρεφορμιστικής – στην καλύτερη περίπτωση – κοπής ηγετική ομάδα με παρεμβάσεις στο δημόσιο λόγο και μια βάση προερχόμενη από τις χειρότερες παραδόσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία δε μπορεί να παρέμβει έξω από τα στενά όρια του κοινωνικού της χώρου. Το γεγονός ότι το κόμμα διαθέτει ακόμα κρατική χρηματοδότηση και σημαντικούς οικονομικούς πόρους θα μπορούσε να το διατηρήσει σε λειτουργία το επόμενο διάστημα, ωστόσο η ήττα που δέχτηκε είναι μεγάλη και θα έχει συνέπειες. Έχει ένα ενδιαφέρον ότι ήταν ένας από τους λίγους σχηματισμούς που έκανε καμπάνια με ένα βασικό σύνθημα («πρώτη φορά ρήξη»), καλώντας ουσιαστικά σε μια επανάληψη από τα αριστερά των γεγονότων του 2015, χωρίς να έχει αποτιμήσει την αλλαγή της κατάστασης και την τάση ύφεσης της αμφισβήτησης των μεγάλων κομμάτων, αλλά κυρίως χωρίς να έχει καμία απολύτως πειστική εξήγηση για το τι συνέβη τότε, και πολύ περισσότερο χωρίς να έχει κανει τον απολογισμό της συμβολής του ίδιου του Βαρουφάκη, αλλά και των κορυφαίων στελεχών της ΛΑΕ, στο ναυάγιο της στρατηγικής της αριστερής κυβέρνησης. Η φυσιογνωμία του Βαρουφάκη και ο κατά τα φαινόμενα πλήρης έλεγχός του πάνω στο κόμμα οδήγησαν σε αποστασιοποίηση ένα κρίσιμο δυναμικό, το οποίο επέλεξε να απόσχει από την υποστήριξή του. Ο μαχητικός ρεφορμισμός του Μέρα25 ηττήθηκε σε κάθε περίπτωση, δείχνοντας ότι ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης έχει βγάλει συμπεράσματα από την περίοδο 2010-15 και δεν είναι διατεθειμένο να μπει ξανά σε παρόμοιες διαδικασίες, ειδικά εν τη απουσία ενεργών και μακρόχρονων κινηματικών διεργασιών.
Το αποτέλεσμα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις δύο αναμετρήσεις είναι ενδεικτικό της κατάστασής της. Μια πρώτη συσπείρωση του δυναμικού της έδειξε πως ακόμη υπάρχει ένα αξιόλογο δυναμικό που βλέπει πως πρέπει να υπάρχει ανεξάρτητος αντικαπιταλιστικός πόλος. Αποτέλεσε αφορμή για μια ορισμένη επανενεργοποίηση των τοπικών επιτροπών, η οποία ασφαλώς πρέπει να διαφυλαχθεί. Ωστόσο, η γενικότερα αποκαρδιωτική εικόνα του μετώπου τα τελευταία χρόνια, όπως εκφράστηκε από τις διαδοχικές διασπάσεις σχημάτων σε σχολές και πόλεις, τα ξεχωριστά κατεβάσματα και τη σταθερά ξεχωριστή παρουσία στο δρόμο, καθώς και το λίμνασμα της εσωτερικής συζήτησης (είναι χαρακτηριστικό το ότι οι συνδιασκέψεις της ασχολούνται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα με το ζήτημα των συμμαχιών στις εκλογές) δεν επέτρεψαν να καταγράψει και δεύτερο αποτέλεσμα ενδεικτικό της όποιας απήχησής της. Η υπολειτουργία όχι μόνο των τοπικών, αλλά και των οργάνων (ενδεικτικά, το ΠΣΟ δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί σε σώμα έξι μήνες μετά τη συνδιάσκεψη), οδηγεί σε αντιδημοκρατική λήψη αποφάσεων, η οποία έφτασε ακόμα και σε πρακτικές αυτόκλητης λογοκρισίας ομιλιών στο μοντάζ της προεκλογικής συγκέντρωσης, χωρίς αυτό να συζητηθεί συλλογικά πουθενά. Η καμπάνια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τις προγραμματικές της ωριμάνσεις, δεν ξεπέρασε κατά πολύ το επίπεδο του ριζοσπαστικού κινηματισμού, απαραίτητου αλλά ανεπαρκούς εάν δεν συνοδεύεται από στρατηγική και προγραμματικό λόγο. Αυτό ακριβώς εξηγεί το γιατί οι δίδυμες λογικές της «χρήσιμης ψήφου» και της «μάταιης» ψήφου μπόρεσαν να οδηγήσουν τους μισούς από τους 31.759 ψηφοφόρους του Μαΐου στο ΜέΡΑ25 στο ΚΚΕ και στην αποχή, για να καταγράψει έτσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την μακράν χειρότερη διακύμανση ψήφων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος από το Μάιο μέχρι τον Ιούνιο .
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται μπροστά σε ένα σοβαρό ερώτημα: αν θα μπορέσει, (αλλά και αν θα θελήσει καν) να μετεξελιχθεί συλλογικά σε μια μετωπική οργάνωση η οποία να μπορεί να οικοδομεί και να συντονίζει τα διάφορα κινήματα, ενσωματώνοντας σε αυτά και μία σημαντική μερίδα της κοινωνίας, η οποία ακόμα δεν έχει εκλογικά δικαιώματα, αυτή των προσφύγων και των μεταναστών. Μόνο με αυτό τον τρόπο, και διαφυλάσσοντας τα σοβαρά προγραμματικά στοιχεία που κατακτήθηκαν με κόπο (πχ αναγνώριση τουρκικής μειονότητας, ανοιχτά σύνορα, σαφείς αντιεθνικιστικές θέσεις στον ανταγωνισμό με την Τουρκία, διεθνιστική στάση απέναντι στον πόλεμο, σαφής υποστήριξη του ΛΟΑΤΚΙ κινημάτος κλπ.) θα μπορέσει να προσελκύσει περαιτέρω, οργανωμένες ή μη, αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές δυνάμεις και, πάντως, όχι μέσα από τη διαρκή ανακύκλωση διαπραγματεύσεων για συμπορεύσεις προς τα δεξιά. Η πρόταση του ΝΑΡ για νέο πρόγραμμα και κόμμα δείχνει να αναγνωρίζει αυτή τη λογική, ωστόσο η οργανωτική κατάσταση του τμήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ξεκινάει την κουβέντα αυτή, η εμμονή στη λογική ανεξάρτητων κέντρων αγώνα που δεν συσπειρώνουν αξιόλογα τμήματα του συνειδητού τμήματος της εργατικής τάξης και απομονώνονται από τη μάζα της, καθώς και οι σταλινογενείς παραδόσεις που αποπνέουν τμήματα του οργανωτικού κειμένου της, δεν πείθουν για τις δυνατότητες του εγχειρήματος. Από την άλλη, οι τακτικές του ΣΕΚ, ως έτερου πόλου, με τις γνωστές προτάσεις για συνεννόηση, έως και εκλογικές συνεργασίες, ενός ετερογενούς φάσματος οργανώσεων, από τα πάνω, με μίνιμουμ πρόγραμμα και εν τη απουσία κοινής δράσης σε σημαντικές κινηματικές διεργασίες, τείνουν μάλλον να αναπαράγουν λαϊκομετωπικές λογικές στην αριστερά παρά να εμπνεύσουν για κάποια νέα κίνηση με δυνατότητες δημοκρατικής συζήτησης και οριοθέτησης από γραφειοκρατικές-ρεφορμιστικές λογικές, στο πλαίσιο ενός ενιαίου μετώπου στη δράση που δεν θα αποσκοπεί σε εκλογική συγχώνευση. Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, με δεδομένα πλέον τα νομικά προσκόμματα στην εκλογή συμβούλων , αλλά και τις πιθανές πρόχειρες προσπάθειες συγκολλήσεων που αυτό μπορεί να πυροδοτήσει, θα είναι ένα νέο σκληρό τεστ.
Το επόμενο διάστημα περιλαμβάνει σημαντικές προκλήσεις: η ακροδεξιά και ο νεοναζισμός θα εμφανιστούν με προνομιακό βήμα στο δημόσιο λόγο, η επιδοματική πολιτική θα πάρει τέλος, αναμένεται έξαρση της εθνικιστικής ρητορικής ως αντίδραση στην (εύλογη) διερεύνηση συμβιβασμών της κυβέρνησης με την Τουρκία στο Αιγαίο, η ΕΕ και η Frontex πιέζουν για αλλαγές στη στάση στο προσφυγικό, οι απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα στις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας έχουν ήδη ξεκινήσει, εν όψει της κρίσης που έρχεται από τις ΗΠΑ, και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να παράγει κλυδωνισμούς και να απειλεί να γενικευτεί. Δεν έρχεται περίοδος σταθερότητας, και αυτό το ξέρει καλά και η κυβέρνηση. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, δεν χρειάζεται ούτε εξωραϊσμός, ούτε πανικός, ούτε βιαστικές αναλύσεις περί εκφασισμού ή γενικής συντηρητικοποίησης της κοινωνίας. Η τεράστια αποχή και η δεξιά εκλογική ταλάντωση δηλώνουν την τακτική αμηχανία της εργατικής τάξης, και δεν σημαίνουν απαραίτητα δεξιά ιδεολογική στροφή, ούτε καταργεί τους αγώνες της εργατικής τάξης και τα συμπεράσματα από τα χρόνια της κρίσης και των μεγάλων κινημάτων. Χρειάζεται διάταξη μάχης.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι ο μόνος χώρος που μπορεί να συνενώσει ντόπιους και μετανάστες και να οργανώσει πραγματικές κινητοποιήσεις ανάσχεσης της επίθεσης, αλλά και να μεγαλώσει μέσα από αυτή τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, είναι ανάγκη να προβάλει μια συνολική προγραμματική και οραματική αντιπρόταση στον καπιταλισμό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά το αποτέλεσμά της, εξακολουθεί να είναι ο μόνος οργανωμένος χώρος συλλογικής αναφοράς της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, και πρέπει να μαθητεύσει σε έναν ειλικρινή απολογισμό της ήττας της και να αναλάβει το μερίδιο που της αναλογεί στις απαραίτητες πρωτοβουλίες ανασυγκρότησης, συσπείρωσης και μετεξέλιξης του χώρου, αλλά και της πιο συνειδητής πτέρυγας του κινήματος. Ο ρόλος των διεθνιστών μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι ιδιαίτερα αναβαθμισμένος.