1.1. Τα βασικά στοιχεία που στην αλληλεπίδρασή τους προσδιόρισαν την πολιτική κατάσταση στη χώρα μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου ήταν:
- Η «ανώμαλη προσγείωση» μετά τον πολιτικό σεισμό που σήμανε το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μάη – και ακόμη περισσότερο μετά μια διετία πρωτοφανών κοινωνικών αγώνων – στη δίχως αναισθητικό εφαρμογή των δεσμεύσεων του μνημονίου και της νέας δανειακής σύμβασης και εγκατάλειψη των δημαγωγικών συνθημάτων περί «επαναδιαπραγμάτευσης» – Η συνέχιση της αποκινητοποίησης του μαζικού κινήματος που συνόδευσε τον παρατεταμένο προεκλογικό αγώνα στερημένη από τις ελπίδες της άμεσης πολιτικής λύσης και της χειροπιαστής αριστερής εναλλακτικής.
- Η επιδείνωση της κατάστασης της παγκόσμιας οικονομίας που φαίνεται να ξαναβυθίζεται μετά το 2009 σε νέα φάση ύφεσης και πάνω απ’ όλα η μαινόμενη κρίση της ευρωζώνης που δυσχεραίνουν τραγικά, αν δεν εκμηδενίζουν, τις θεωρητικές δυνατότητες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας
- Η άνοδος των φασιστών που υπερκαθορίζει πλέον όλες τις πολιτικές εξελίξεις και διεργασίες. Όλα τα ζητήματα της ταξικής πάλης πλέον είτε αυτό αναγνωρίζεται είτε όχι τίθενται υπό το φως της παρουσίας, της ανάπτυξης και της δράσης της φασιστικής Χρυσής Αυγής.
Η γενική απεργία της 26 Σεπτεμβρίου εγκαινιάζει ωστόσο μια νέα φάση κινητοποίησης του εργατικού κινήματος με προοπτικές κλιμάκωσης, ειδικά μάλιστα στο φόντο της ορατής κρίσης και αποσταθεροποίησης του κυβερνητικού συνασπισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ εξαιτίας της αδυναμίας διαχείρισης και επιμερισμού του πολιτικού κόστους από την ψήφιση του νέου, ακόμα πιο βάναυσου και δρακόντειου πακέτου μέτρων που απορρέουν από τις υποχρεώσεις της νέας δανειακής σύμβασης.
Έτσι βρισκόμαστε σ’ ένα σταυροδρόμι, σ’ ένα σημείο της ταξικής πάλης που θα καθορίσει τις επόμενες εξελίξεις και γι’ αυτό δεν μπορούμε να περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά της περιόδου μ’ ένα στατικό τρόπο, στη βάση παγιωμένων συσχετισμών και μορφοποιημένων δυναμικών. Η ταξική σύγκρουση γύρω απ’ το νέο πακέτο μέτρων θα κρίνει μ’ αποφασιστικό τρόπο τις εξελίξεις.
Η παγκόσμια οικονομία στη μέγγενη της νέας ύφεσης
2.1. Αυτή την περίοδο επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις των μαρξιστών (μεταξύ των οποίων και οι δικές μας αναλύσεις) ότι η κρίση του 2009 όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε με την τεράστια αιμοδοσία των τραπεζών από τους κρατικούς προϋπολογισμούς και την κοινωνικοποίηση των ζημιών τους αλλά πήρε διαφορετικές μορφές (κρίση δημοσίου χρέους) και αργά ή γρήγορα θα εκδηλωνόταν με νέα βύθιση της παγκόσμιας οικονομίας στην ύφεση. Βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας υφεσιακής βουτιάς με την ευρωζώνη να βρίσκεται και τεχνικά σε ύφεση από το τρίμηνο του 2012 (μέσος όρος 1-0% αύξησης του ΑΕΠ), τις 19 χώρες απ’ τους G21 να παρουσιάζουν δυσμενείς μεταβολές σε σχέση με το αντίστοιχο της τρίμηνο του 2011 και με τα σημάδια της επιβράδυνσης να εμφανίζονται ακόμη και στις «αναδυόμενες οικονομίες» (εκμηδενισμός των ρυθμών ανάπτυξης στη Βραζιλία, υποχώρηση της ατμομηχανής της Κίνας από 9,2% στο 7,5% και ίσως ακόμη πιο κάτω). Οι δείκτες της βιομηχανικής παραγωγής στις κυριότερες βιομηχανικές χώρες, η δυναμική του διεθνούς εμπορίου και οι ανοδικές τάσεις των τιμών των πρώτων υλών και των καυσίμων (ειδικά μετά το εμπάργκο στο Ιράν) δίνουν όλα αρνητικά σήματα για τις προοπτικές του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ευρωζώνη είναι ο αδύνατος κρίκος της παγκόσμιας οικονομίας και η κρίση της απειλεί να μεταδοθεί πρώτα και κύρια στις ΗΠΑ και να συμπαρασύρει τις αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις της περιφέρειες. Η απάντηση της ΕΚΤ στα καταστροφολογικά σενάρια του τέλους του καλοκαιριού με τα οποία οι «αγορές» προεξοφλούσαν την καταπόντιση της Ευρωζώνης ήταν η λεγόμενη «φούσκα Ντράγκι»: η παρέμβαση της ΕΚΤ και η αγορά κρατικών ομολόγων των ευρωπαϊκών χωρών από την πρωτογενή αγορά σταθεροποίησε προσωρινά το ευρώ με κόστος μια τεράστια κερδοσκοπική επένδυση σ’ ευρωπαϊκά κρατικά ομολογά που θα κάνει εκρηκτική τη διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρώπη μεσόπροθεσμα.
Ο διχασμός στο εσωτερικό της Τρόικας για την Ελλάδα
3.1. Μέσα σ’ αυτό δυσοίωνο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, μετά τη καταστροφική πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2011 που συνεχίζεται το 2012 και λίγους μήνες μετά από τον καθορισμό των όρων της νέας δανειακής σύμβασης, η λύση-πακέτο με αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (κούρεμα) είναι ήδη ξεπερασμένη. Με το χρέος να φτάνει τα 170% του ΑΕΠ το 2012 και την ύφεση (7,1% το 2011 κατά την ΕΛ.ΣΤΑΤ. και 6,3% το 2012 σύμφωνα με την πρόβλεψη του ΔΝΤ) να ξεπερνά κάθε πρόβλεψη, το ΔΝΤ και διεθνείς οικονομικοί κύκλοι θεωρούν «αυτονοήτη» μια νέα απομείωση του ελληνικού χρέους αλλά η ΕΚΤ και η γερμανική κυβέρνηση απαντούν ότι δεν υπάρχει «νομικός μηχανισμός» που να επιτρέπει την αναδιάρθρωση ενός χρέους που κατά μεγαλύτερο μέρος είναι αγορασμένο από το μηχανισμό στήριξης, δηλαδή το κόστος μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης θα πλήξει κύρια τους βασικούς ευρωπαίους χρηματοδότες του μηχανισμού.
Η προσήλωση των ευρωπαίων δανειστών της χώρας στην ακραία λιτότητα, η γραμμή «πρώτα η Ελλάδα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις και μετά βλέπουμε» αποκτά μια επιπλέον διάσταση πέρα από τους βασικούς προσανατολισμούς της «δημοσιονομικής σταθεροποίησης» και του «εσωτερικού αποπληθωρισμού» στην οποία οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις έχουν συνηγορήσει από την πρώτη στιγμή στην άμυνα της ευρωζώνης μέσα στην παγκόσμια οικονομική κρίση.
Το νέο βάρβαρο πακέτο και ο προϋπολογισμός του 2013
4.1. Η συνεχής διαπραγμάτευση στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού και ανάμεσα στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και την Τρόικα εξελίχθηκε σε γκραν γκινιόλ. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε ήδη στη Βουλή προέβλεπε περικοπές ύψους 7,9 δις εκ των οποίων τα 7,9 τρις θα προέρχονταν από τη μείωση μισθών και συντάξεων! Η Τρόικα παρενέβη και ζήτησε πρόσθετα μέτρα 2 δις κάνοντας σαφές ότι θα χρειαστεί αργότερα κατάθεση συμπληρωματικού προϋπολογισμού με νέα μέτρα, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά (πλήρης κατάργηση των φοροαπαλλαγών, νέα μείωση του κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση, κατάργηση του 5ημερου/8ώρου κοκ.)
Ο βασικός πυρήνας των «γνωστών» μέτρων διαμορφώνεται ως εξής: Αύξηση του γενικού ορίου συνταξιοδότησης από 65 στα 67 έτη – Ολοκληρωτική κατάργηση 13ου/14ου μισθού στο Δημόσιο – Μείωση της σύνταξης του ΟΓΑ κατά 30 ευρώ!
– Κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους κάτω των 65 ετών – Περικοπή εδικών μισθολογίων 5%-20% – Μείωση επιδομάτων των θέσεων ευθύνης, κατάργηση επιδομάτων παραγωγικότητας στο Δημόσιο – Περικοπή κοινωνικών επιδομάτων (εργάτες, ανασφάλιστοι, δικαιούχοι εποχικών επιδομάτων ανεργίας) – Αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στα φάρμακα – Μείωση των δαπανών σε νοσοκομεία και ΕΟΠΥΥ – Κατάργηση του αφορολογήτου για τα προστατευόμενα παιδιά
– Αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο στο επίπεδο του πετρελαίου κίνησης – Αύξηση των φόρων στα τσιγάρα κ.α.
– Κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους κάτω των 65 ετών – Περικοπή εδικών μισθολογίων 5%-20% – Μείωση επιδομάτων των θέσεων ευθύνης, κατάργηση επιδομάτων παραγωγικότητας στο Δημόσιο – Περικοπή κοινωνικών επιδομάτων (εργάτες, ανασφάλιστοι, δικαιούχοι εποχικών επιδομάτων ανεργίας) – Αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στα φάρμακα – Μείωση των δαπανών σε νοσοκομεία και ΕΟΠΥΥ – Κατάργηση του αφορολογήτου για τα προστατευόμενα παιδιά
– Αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο στο επίπεδο του πετρελαίου κίνησης – Αύξηση των φόρων στα τσιγάρα κ.α.
Όσο αλήθεια ήταν ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα άρχιζε την «αναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου με την Τρόικα τον ίδιο βαθμό αλήθειας διεκδικεί και ο ισχυρισμός του πρωθυπουργού ότι «αυτά είναι τα τελευταία μέτρα».
Μέχρι το 2015 τα μέτρα δημοσιονομικής αναπροσαρμογής στα πλαίσια της δανειακής σύμβασης θα είναι ισοδύναμα με το 20% περίπου του ΑΕΠ (η ελληνική κυβέρνηση ζητά απλά μια «επιμήκυνση» 2 χρόνων αλλά όχι αναθεώρηση των στόχων της δημοσιονομικής αναπροσαρμογής).
Η προοπτική βελτίωση της ελληνικής οικονομίας είναι μηδαμινή. Οι ανέφικτοι εισπρακτικοί στόχοι του προϋπολογισμού και η χαμηλή εκτίμηση για την ύφεση το 2013 (3,8% την ώρα που διαδίδεται ότι η πρόβλεψη της Τρόικα είναι 5%!) σημαίνουν νέα πρόσθετα διορθωτικά μέτρα.
Η καταστροφική δίνη της ελληνικής οικονομίας
5.1. Η ακραία πολιτική δημοσιονομικής συρρίκνωσης θα διαρκέσει τουλάχιστο μέχρι το… 2017, κατά το οποίο το ΔΝΤ αμφίβολα προβλέπει επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι συνέπειες των σταθεροποιητικών προγραμμάτων που επιβλήθηκαν με τις ευλογίες των υπερεθνικών οργανισμών του κεφαλαίου στην Ελλάδα μπορούν να προϊδεάσουν για το σημαίνει συνέχιση αυτής της πολιτικής για άλλη μια πενταετία: Η επίσημη καταγεγραμμένη τον Ιούλιο από την ΕΛ. ΣΤΑΤ. ανεργία ξεπέρασε για πρώτη φορά το 25% υπερακοντίζοντας τις προβλέψεις όλων των διεθνών και εγχώριων οργανισμών. Η Ελλάδα είναι δεύτερη σ’ ανεργία σ’ όλη την Ευρωζώνη και πρώτη σ’ ανέργους ανάμεσα στους νέους και τις γυναίκες. Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. «ανησυχούσε» τον προηγούμενο Απρίλιο ότι η φτώχεια απειλεί 3.000.000 έλληνες/ίδες! Η Έκθεση της UNICEFγια την κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα, που δημοσιεύτηκε φέτος έδειξε ότι 23,2% των παιδιών στη χώρα ζουν κάτω απ’ το όριο της φτώχειας όταν ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος (εντός και εκτός ΕΕ/ευρωζώνης) είναι 20,2%. Οι άστεγοι την ίδια ώρα υπολογίζονται σε πάνω από 20.000 σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις στην πρωτεύουσα, ενώ το Ίδρυμα Αστέγων του Δ. Αθηνών υπολογίζει την αύξηση των αστέγων στους οποίους παρέχει υπηρεσίες σε 15%. Υπολογίζεται ότι πανελλαδικά χορηγούνται καθημερινά 250.00 μερίδες συσσιτίου ενώ λαμβάνουν χώρα 3 αυτοκτονίες κάθε 2 μέρες έχοντας αυξηθεί κατά 50% από το 2007.
5.2. Στο φόντο της γενικευμένης απαξίωσης και εκκαθάρισης μη αποδοτικών κεφαλαίων και συντριβής του κόσμου της εργασίας, επιχειρείται η ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού με όρους ανταγωνιστικούς στο διεθνή στίβο. Παρότι το 80% των εισηγμένων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο είναι ζημιογόνες έχει στηθεί κερδοσκοπική κούρσα στο Χ.Α. γύρω απ’ το πολυαναμενόμενο dealτων τραπεζών που θα προηγηθεί της «ανακεφαλαίωσης» στα μέσα του 2013.
Η συγχώνευση του τραπεζικού κλάδου γύρω από 3-4 μεγάλους «παίκτες» (ξεπούλημα Αγροτικής, Τ.Τ., – ντιλ Εθνικής-Eurobank) είναι αποφασιστικής σημασίας στα σχέδια της ελληνικής αστικής τάξης και της κυβέρνησης με τις ευλογίες της ΕΕ για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Η αναδιοργάνωση του τραπεζικού κλάδου στοχεύει να βάλει σε κίνηση μια νέα διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης των βασικών οικονομικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας επιδιώκοντας να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Σ’ αυτό το πλάνο, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της ελληνικής οικονομίας στους κλάδους της ενέργειας, των πρώτων υλών και των τηλεπικοινωνιών έχουν αποκτήσει το ρόλο της δυναμικής εμπροσθοφυλακής ενός νέου ελληνικού καπιταλισμού που θα σύρει σ’ ανοδική τροχιά και τους υπόλοιπους κλάδους. Τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα από την ιδιωτικοποίηση των μεγάλων κρατικών μονοπωλίων της ενέργειας παρουσιάζονται κατ’ αναλογία μ’ εκείνα της απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιών τη δεκαετία του ’90.
Ωστόσο το τραπεζικό ντιλ είναι ναρκοθετημένο από την αβέβαιη έκβαση της διαχείρισης του ελληνικού χρέους ενώ ο εξαγωγικός δυναμισμός της ελληνικής βιομηχανίας υπονομεύεται από τις δυσοίωνες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και την ανεπίλυτη κρίση της ευρωζώνης.
Οι οικονομικοί κλάδοι που στηρίζονται στην εσωτερική ζήτηση και τη δημόσια δαπάνη (κατασκευές, βιομηχανία τροφίμων, μεταποιητική βιομηχανία) βιώνουν μια δίχως προηγούμενο καταστροφική κρίση.
Ο κλάδος των τροφίμων είναι σε χαρακτηριστικά δεινή θέση: 4 στις 10 βιομηχανίες (στις 200 μεγαλύτερες του κλάδου) παρουσίασαν αυξημένες ζημιές το 2012.
Η τάση είναι οι πιο δυναμικές και προσανατολισμένες στη διεθνή αγορά βιομηχανίες να επιλέγουν τη λύση της μετεγκατάστασης της έδρας τους στο εξωτερικό (ΦΑΓΕ, Coca–ColaHellenic).
Παρά τα περί αντιθέτου όμως δεν παρατηρείται καμιά σοβαρή επενδυτική κίνηση από το διεθνές κεφάλαιο. Οι αποχωρήσεις από την ελληνική αγορά (Carefour, CreditAgricoleκοκ) αντισταθμίζουν με το παραπάνω την είσοδο ξένων επιχειρήσεων (π.χ. την αγορά των πρώην ΚΑΕ από Ελβετούς ή της Μακεδονικής Χαρτοποιίας από την τούρκικη PAK). Τόσο τα σενάρια για «γερμανικό σχέδιο επενδύσεων στην Ελλάδα» όσο και οι θεωρίες για τις επιβαλλόμενες από την Τρόικα «ειδικές οικονομικές ζώνες» με κύριο ωφελημένο το μεγάλο ξένο κεφάλαιο δεν πατάνε στην πραγματικότητα. Οι πολιτικές της Τρόικα είναι καθαρά διαρθρωτικές και θεσμικές: ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και μείωση του εργατικού κόστους με σκοπό την ενίσχυση μακροπρόθεσμα της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα όλων των καπιταλιστικών επιχειρήσεων ανεξάρτητα από τη «μητρική τους έδρα» ή από τη σύνθεση του μετοχικού τους κεφαλαίου. Από την άλλη πλευρά, το λεγόμενο «countryrisk» κρατάει, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, μακριά απ’ την Ελλάδα σημαντικούς επιθετικούς τομείς του «ξένου» κεφαλαίου.
Ωστόσο οι δυνατότητες του ελληνικού καπιταλισμού για γρήγορη ανάκαμψη έχουν εξανεμιστεί: Η πολιτική του «εσωτερικού αποπληθωρισμού» έχει αποτύχει στους ίδιους τους ρητούς της στόχους. Η ελληνική οικονομία δεν έχει αποκτήσει κανένα πραγματικό εξαγωγικό δυναμισμό (το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώνεται κύρια χάρη στην κατάρρευση των εισαγωγών – κάτι που υποτίθεται θα ήταν το μειονέκτημα της αποχώρησης από την Ευρωζώνη). Όσο για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, η πολιτική αυτή εξελίσσεται στην τραγωδία της μόνιμης κατάστασης χρεοκοπίας.
Η ταχύτατη απονομιμοποίηση της κυβέρνησης Σαμαρά
6.1. Η κυβέρνηση του τεχνοκράτη-τραπεζίτη Παπαδήμου απονομιμοποιήθηκε μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα. Αν και είχε μια σημαντικά ευρύτερη κοινοβουλευτική στήριξη, δεν ήταν παρολαυτά μια κυβέρνηση εκλεγμένη κατευθείαν από το εκλογικό σώμα, αντίθετα ο βασικός συμμέτοχός της ήταν το ήδη τσαλακωμένο ΠΑΣΟΚ του Γ.Α. Παπανδρέου.
Η κυβέρνηση Σαμαρά κινδυνεύει να είναι η μόνη μεταπολιτευτική κυβέρνηση που θα απωλέσει τόσο σύντομα το πλεονέκτημα της νωπής «λαϊκής εντολής». Ο πολιτικός χρόνος σε μια εποχή ακραίας οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης συμπυκνώνεται πρωτόγνωρα.
Με το «καλημέρα» η κυβερνητική πλειοψηφία καταρρακώνει όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις περί «επαναδιαπραγμάτευσης με την τρόικα» και αδειάζει απροκάλυπτα τις κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. συνταξιούχους, αγρότες κτλ) που τη στήριξαν υποκύπτοντας στην προεκλογική ιδεολογική τρομοκρατία του «μαύρου μετώπου».
Οι τρεις αρχηγοί παίζουν ένα κακόγουστο θέατρο ρίχνοντας ο ένας το μπαλάκι στον άλλο. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ από την εποχή της συγκυβέρνησης υπό τον Παπαδήμο. Η τότε φωνή της λογικής και της ευθύνης, ο Βενιζέλος του ΠΑΣΟΚ τώρα τάχα (μαζί με τη ΔΗΜΑΡ) είναι εκείνος που τάχα κρατάει την άμυνα και ζητά γραμμή εθνικής διαπραγμάτευσης και απαίτηση από την τρόικα το νέο πακέτο μέτρων να συνοδευτεί με «επιμήκυνση». Ο Σαμαράς, ο οποίος διαρρήγνυε πριν έξι μόλις μήνες τα ιμάτιά του ότι χάρη στη δική του σθεναρή στάση σώθηκαν 13ος και 14ος μισθός, έχει μεταμορφωθεί στον απόλυτο yes–manτης Τρόικα.
Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις του Σαμαρά από «ταραχοποιό της ευρωζώνης» σε «τελευταία ελπίδα της Ελλάδας» δεν εκπλήσσουν κανένα με τον κυνισμό τους αλλά σίγουρα δεν προσμετρώνται στα υπέρ ενός πρωθυπουργού του οποίου η υστεροφημία ήδη δείχνει ότι θα ανταγωνίζεται, στην ίδια κατηγορία, εκείνη του Κώστα Καραμανλή και του Γ. Α. Παπανδρέου.
Ο Σαμαράς πούλησε αντιμνημονιακό λαϊκισμό για δύο χρόνια, στη συνέχεια καλλιέργησε την εικόνα ότι είναι εσωτερική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Παπαδήμου, έπαιξε προεκλογικά το χαρτί της «επαναδιαπραγμάτευσης» του μνημονίου για να φτάσει να δηλώνει στις αρχές του προηγούμενου μήνα σε δημοσιογράφους «θα κάνω τα πάντα να περάσουν τα μέτρα και ας με ρίξουν!». Αυτή η κυνική περιφρόνηση των ίδιων των ψηφοφόρων της ΝΔ υπαγορεύεται από την ασφυκτική πίεση των πιο ισχυρών μερίδων του ελληνικού εφοπλιστικού, τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου της χώρας πάνω στον πολιτικό τους υπηρέτη, Αντώνη Σαμαρά, υπαγορεύεται από την απαίτηση για παραμονή στην Ευρωζώνη και σωτηρία του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα.
ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ έχασαν πολύτιμο χρόνο την ώρα που ακόμα το μαζικό κίνημα δεν είχε μπει σε τροχιά επανακινητοποίησης μετακυλώντας ευθύνες ο ένας στον άλλον. Έβαλαν τα όργανά τους και τις κοινοβουλευτικές τους ομάδες να συνεδριάζουν αλλεπάλληλα με σκοπό τη διαχείριση των εντυπώσεων μπροστά στα μάτια της «κοινής γνώμης» από ένα βασικά προειλημμένο από την προηγούμενη Άνοιξη πακέτο μέτρων.
Παράλληλα η επικοινωνιακή στρατηγική της υποτιθέμενης «αυτοκάθαρσης του πολιτικού σώματος» με συνεχή αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων γύρισε μπούμερανγκ με τις «αποκαλύψεις» για πολιτικούς που έβγαλαν τα λεφτά τους έξω (Μεϊμαράκης) και την περίφημη λίστα Λαγνκάρντ που λίγο έλειψε να βάλει την τελική ταφόπλακα στο ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου.
Τα τρία συγκυβερνώντα κόμματα δοκιμάζονται από εσωτερικές εντάσεις που παίρνουν ποικίλες μορφές. Βουλευτές της ΝΔ πιέζονται από την εναπομείνασα «λαϊκή βάση» του κόμματος και ανακαλύπτουν το… Φόρο Τόμπιν στις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Κομμάτια του πασοκικού μηχανισμού σπάνε σε διαφορετικές κατευθύνσεις: άλλοι θυμούνται τώρα σαν το Σκανδαλίδη ότι τα μέτρα είναι καταστροφικά και άλλοι βρίσκουν ευκαιρία για να εγκαταλείψουν το πλοίο που βουλιάζει σαν τον Ραγκούση. Στη ΔΗΜΑΡ εμφανίστηκε μια μικρή αλλά σημαντική μειοψηφία που αντιτάχθηκε στην ψήφιση των μέτρων.
Και έτσι τώρα μπροστά σε μια απρόβλεπτη σε δυναμική κλιμάκωση των απεργιακών αγώνων και των κοινωνικών αντιστάσεων, αυξάνονται οι πιθανότητες όχι μόνο να εξαερωθεί η «λαϊκή εντολή» της ούτως ή άλλως εύθραυστής κυβερνητικής πλειοψηφίας αλλά να τεθεί σε κίνδυνο ακόμη κι αυτή η ψήφιση των μέτρων.
Η φασιστική απειλή
7.1. Οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής αξιοποίησαν στο έπακρο το πρώτο τρίμηνο της κυβέρνησης Σαμαρά τις δυνατότητες που τους προσφέρει η αναβαθμισμένη θέση τους στο πολιτικό σύστημα και η ορατότητα που κατέκτησαν στην κοινωνία.
Χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που τους προσφέρει το Σύνταγμα και το «δημοκρατικό καθεστώς», από άδειες οπλοφορίας σε βουλευτές, τηλεοπτικό χρόνο μέχρι και εξώδικά στο αρχηγό της αστυνομίας, για να διεξάγουν μια μεθοδική μαχητική «αντικοινοβουλευτική» πάλη στο δρόμο και στις γειτονιές στη βάση ενός «παραδειγματικού ακτιβισμού».
Χρησιμοποιούν το κοινοβούλιο για να εξαπολύσουν την πιο ωμή και ανοίκεια επίθεση κατά των «σάπιων πολιτικών» και την ίδια ώρα «παίρνουν το νόμο» στα χέρια τους σε λαϊκές και εμποροπανηγύρεις δρέποντας τα εύσημα του Συλλόγου των Ελλήνων Μικροπωλητών.
Αντλούν μεθόδους και τελετουργικά από την ιστορία του φασιστικού κινήματος: δεν έχουν μόνο φασιστική ιδεολογία, έχουν φασιστική μεθοδολογία. Παρά το 8% στις εκλογές διατηρούν μια κατά βάση μιλιταριστική μορφή οργάνωσης με έμφαση στις λαμπαδηδρομίες/παρελάσεις, στα διακριτικά σήματα και την ομοιόμορφη εμφάνιση: ασκούν μια πολιτική δέους και σκληρής πυγμής. Ακόμα ωχριά οργανωτικά μπροστά στα ιστορικά της παραδείγματα, αλλά μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να εκτιμήσουμε το μέτρο των φιλοδοξιών της Χρυσής Αυγής.
Ακόμη και στοιχεία της «κοινωνικής πολιτικής» της, του κινηματικού πατερναλισμού της ή των περίφημων γραφείων ευρέσεως εργασίας για Έλληνες σε συνεργασία με αφεντικά, όλα βρίσκουν αντίστοιχα ιστορικά παραδείγματα στην «κινηματική πρακτική» των Ναζί πριν την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία του Μεσοπολέμου ή το φασιστικό κορπορατισμό στην Ιταλία.
Η «κόντρα» με τους επίσημους μηχανισμούς του κράτους ευνοεί αυτή τη στιγμή τους φασίστες. Η Χρυσή Αυγή χαίρει ουσιαστικής ασυλίας και αποτελεί συγκοινωνούν δοχείο με τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας την ώρα που ο Δενδιάς ξιφουλκεί εναντίον της στη Βουλή. Το βαθύ κράτος θέλει να κρατήσει τους φασίστες στο πλαίσιο μιας παρακρατικής εφεδρείας. Οι δικαστές και οι ανώτατοι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν βλέπουν με καλό μάτι την αυτονόμηση της Χρυσής Αυγής. Η Χρυσή Αυγή όμως θέλει να πάρει το νόμο στα χέρια της, να επιβληθεί στο δρόμο για να επιτεθεί στο εργατικό κίνημα και την αριστερά. Θα χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς την πρόσβαση που έχει στο βαθύ κράτος και ειδικά την τεράστια επιρροή της στην αστυνομία. Μ’ ένα πολιτικό σύστημα τόσο αποσυνθεμένο και φθαρμένο είναι αδύνατο ο Δενδιάς να κρατήσει τα μπόσικα στους φασίστες. Από την άλλη, οι αστοί αφήνουν χώρο στους φασίστες να δράσουν γιατί ακριβώς τους θέλουν ως αντίβαρο για να περιοριστεί η δράση των πιο πρωτοπόρων στοιχείων του εργατικού κινήματος. Προτιμούν το φασισμό από την άνοδο ριζοσπαστικών αριστερών στοιχείων. Μ’ όλα αυτά οι φασίστες κάνουν τους «τζάμπα μάγκες» απέναντι στο κράτος και καμώνονται τους «δυνατούς» με τις πλάτες των κατασταλτικών μηχανισμών που τους προσφέρουν ένα διαρκές προστατευτικό περίβλημα.
Τα μόνιμα στοιχεία που ενισχύουν τη Χρυσή Αυγή είναι:
– Ένα «προφίλ ισχύος» που απαντά σ’ ένα ισχυρό ψυχολογικό κενό σε πλατιά μικροαστικά στρώματα που καταστρέφονται από την κρίση και βιώνουν ακριβώς την αδυναμία αλλά και το φόβο του ξεπεσμού τους σε ακόμη χαμηλότερη κοινωνική βαθμίδα.
– H αξιοποίηση του κυρίαρχου ρατσιστικού λόγου, των βαθιά ρατσιστικών προτύπων που είχαν εγκαθιδρυθεί στην ελληνική κοινωνία προ του μνημονίου συνδυασμένων με την εκστρατεία περί «ασφάλειας» και την κατασταλτική ποινικοποίηση της μετανάστευσης από το κράτος, είναι ένας μόνιμος ενισχυτικός παράγοντας στη δράση της Χρυσής Αυγής.
– Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Χρυσή Αυγή παρουσιάζεται άμεσα ως «εθνικιστική πολιτική δύναμη», δηλαδή αντλεί δύναμη από το βασικό ιδεολογικό θεμέλιο του νεώτερου ελληνικού κράτους, τη μεγαλύτερη δεξαμενή ιδεολογικής συναίνεσης, που είναι ο εθνικισμός.
– Ενώ η Χρυσή Αυγή διατηρεί ακόμη μια ελάχιστη δύναμη οργανωμένων μελών σε σχέση με τα εκλογικά ποσοστά της, είναι αλήθεια ότι εμφανίζονται παντού στη χώρα ομάδες στα σχολεία αλλά και σε γειτονιές που αυθόρμητα κινούνται στη γραμμή της Χρυσής Αυγής.
– Η Χρυσή Αυγή ενισχύεται διαρκώς από την ιδιότυπη ριζοσπαστικοποίηση-αποσάθρωση της κοινωνικής βάσης της Δεξιάς/Ακροδεξιάς. Οι ριζοσπαστικοί δεξιοί/ακροδεξιοί σχηματισμοί φαίνονται πλέον απλά σαν μεταβατικοί σταθμοί στην μετακίνηση των παραδοσιακών ψηφοφόρων της ΝΔ προς τη Χρυσή Αυγή. Αυτή η τάση θα ενισχυθεί με την ψήφιση του νέου πακέτου μέτρων από την κυβέρνηση Σαμαρά και τη γρήγορα φθορά της κυβέρνησής του.
Παρολαυτά, η ορατότητα της δράσης της Χ.Α. αρχίζει να συσπειρώνει αναγκαστικά και το αντίπαλο αντιφασιστικό μπλοκ το οποίο προς το παρόν παραμένει αριθμητικά και οργανωτικά υπέρτερο. Η κοινωνία απέχει πολύ από μια «φασιστικοποίηση». Ένα 80-85% σε διάφορα γκάλοπ απορρίπτει ακόμα το φασισμό και τη Χρυσή Αυγή. Αυτό δεν σημαίνει επανάπαυση, αλλά ότι προλαβαίνουμε να κερδίσουμε και να συσπειρώσουμε ένα πλατύ δυναμικό εναντίον των φασιστών.
Σε αρκετές γειτονιές της Αθήνας και ορισμένες επαρχιακές πόλεις οι φασίστες απέχουν πολύ από το κερδίσουν τη μάχη του δρόμου. Τον τελευταίο καιρό τα δείγματα είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση με το αντιφασιστικό κίνημα να αναχαιτίζει την ανεξέλεγκτη δράση των φασιστών στο δρόμο τόσο στις γειτονιές της πρωτεύουσας (Νέο Ηράκλειο-Μεταμόρφωση, Καλλιθέα, Πατήσια, Πειραιάς, Νίκαια κα) όσο και σε πόλεις της επαρχίας (Πάτρα, Βόλος, Κομοτηνή κ.α.).
Το εργατικό κίνημα μπροστά στη νέα επίθεση
8.1. Η απεργία στις 26 Σεπτεμβρίου αποτελεί σημείο καμπής μετά από μια σχετικά μακρά (εξάμηνη) φάση αμηχανίας, αναμονής των εξελίξεων και, τελικά, απογοητεύσεων. Επανεμφάνισε στο δρόμο το κοινωνικό μπλοκ που αγωνίστηκε την προηγούμενη διετία κατά των μνημονίων και της επίθεσης των καπιταλιστών με μαζικότητα ανά την Ελλάδα συγκρίσιμη με τις περσινές στιγμές κορύφωσης του κινήματος, τον Οκτώβρη και Φλεβάρη. Ήταν σαφές ότι η βασική πολιτική επιδίωξη των ανθρώπων που κατέβηκαν στο δρόμο τότε ήταν να ρίξουν τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου αντίστοιχα. Οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να επαναληφθεί ένας τέτοιος αγώνας άμεσα απέναντι σε μια νέα κυβέρνηση με νωπή εντολή.
Πάνω απ’ όλα όμως το κίνημα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες: από τη μία, η απογοήτευση από τον αδιέξοδο τρόπο με τον οποίο έχει δοθεί ο αγώνας μέχρι σήμερα («με τις απεργίες δεν καταφέραμε τίποτα»)· από την άλλη, η επίκληση μιας ρεαλιστικής κυβερνητικής εναλλακτικής από το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος περιμένει την εξουσία να πέσει στα χέρια του σαν «ώριμο φρούτο». Είναι σαφές ότι η κυβερνητική λύση του ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στο κλίμα της απογοήτευσης από τις απεργιακές κινητοποιήσεις.
8.2. Το κίνημα όμως δεν συσσωρεύει μόνο διλήμματα αλλά και προωθητικές εμπειρίες.
Κλάδοι, που δοκίμασαν τις πιο προωθημένες μορφές πάλης στη διάρκεια του περσινού αγωνιστικού κύκλου, αυτή τη στιγμή παίζουν ένα πρωτοπόρο ρόλο για ολόκληρο το κίνημα.
Οι εργαζόμενοι/ες στους δήμους έφτασαν να πάρουν απόφαση για απεργία διαρκείας με καταλήψεις δημαρχείων και μετατροπή τους σε κέντρα αγώνα στην υπηρεσία συνολικά του αγωνιζόμενου κινήματος όχι μόνο επειδή δίνουν μια μάχη επιβίωσης κόντρα στο νέο εξοντωτικό πακέτο μέτρων αλλά και επειδή έχουν ήδη την εμπειρία προωθημένων μορφών αγώνα με καταλήψεις δημοσίων κτιρίων και σπερματική αμφισβήτηση ακόμη και του διευθυντικού δικαιώματος.
Η κίνηση στους εργαζόμενους των δήμων, η αντίστοιχη κίνηση που αναπτύσσεται με την πρωτοβουλία Φωτόπουλου στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, αποτελούν σημάδια ωρίμανσης. Αυτό που ήταν «αυθόρμητο» ως επί το πλείστο τον περσινό Οκτώβρη αρχίζει να γίνεται «συνειδητό»: η προοπτική της γενικής πολιτικής απεργίας με την ανάπτυξη ενός κύματος καταλήψεων, της πιο προωθημένης μορφής πάλης του εργατικού κινήματος, σε χώρους εργασίας, επιχειρήσεις και δημόσια κτίρια.
Την ίδια ώρα διαφαίνεται για πρώτη φορά από την έναρξη του κινήματος αντίστασης στην επίθεση των καπιταλιστών στα πλαίσια της κρίσης η τάση να τεθεί το ζήτημα στο εσωτερικό του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος ενός εναλλακτικού ανταγωνιστικού «κέντρου συντονισμού» απέναντι στη χρεοκοπημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ηγεσίας των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.
Ακόμα και αν διαπιστώνουμε ότι δεν έχουν ακόμη συγκεντρωθεί όλα εκείνα τα υλικά που θα επιτρέψουν σ’ αυτές τις διαδικασίες να ευοδωθούν άμεσα, πρέπει επίσης να διαπιστώσουμε μέσα στον αντιφατικό χαρακτήρα της περιόδου «προχωρήματα της συνείδησης».
Η ψήφιση των μέτρων θα είναι μια πολύ σημαντική ήττα. Δεν πρέπει να εκληφθεί όμως σαν «τέλος του κόσμου». Σε κάθε περίπτωση η απεργιακή κλιμάκωση ακόμη κι αν δεν αποτρέψει την ψήφιση των μέτρων, θα έχει διαλύσει την κοινωνική αποδοχή της κυβέρνησης και μπορεί να οδηγήσει στην ταχύτερη κατάρρευσή της. Ακόμα κι αν περάσουν τα μέτρα, η κοινωνία θα γίνεται ολοένα και περισσότερο ένα ηφαίστειο που βράζει, αδύνατο να συγκρατηθεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή αντιπολίτευση.
Οι ήττες της εργατικής τάξης δεν μεταφράζονται άμεσα σε τελική νίκη της αστικής γιατί η τελευταία δεν μπορεί να αναπαυτεί για να δρέψει τους καρπούς των νικών της εξασφαλίζοντας την κοινωνική σταθεροποίηση και τη μακρόπνοη προοπτική του συστήματος.
Η Αριστερά ως «αξιωματική αντιπολίτευση»
9.1. Η αναπροσαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα στις δύο προεκλογικές αναμετρήσεις Μάη και Ιούνη ήταν η πρόβα τζενεράλε για τη ραγδαία μετατόπιση του προς τα δεξιά μετά τις εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ρίχνει προς όλες τις κατευθύνσεις γέφυρες προς την αστική τάξη. Πρώτα, διακηρύσσει ότι θα ασκήσει «υπεύθυνη αντιπολίτευση στη Βουλή», στη συνέχεια θεωρεί τον Ιούλιο την τρόικα «καλοδεχούμενη» στην Ελλάδα, «αρκεί να έρθει με τους όρους της Ισπανίας και της Ιταλίας», ατυχής χρονικά αναλογία καθώς ο ερχομός της σ’ αυτές τις χώρες συνοδεύτηκε από μια δραματική άνοδο των κοινωνικών αγώνων. Η ομιλία Τσίπρα στη ΔΕΘ όμως αποτελεί ορόσημο στη στροφή στον ανοιχτό καθεστωτισμό από το ΣΥΡΙΖΑ: είναι πλέον ο εγγυητής της «κοινωνικής σταθερότητας», της παραμονής στην Ευρωζώνη (είναι ο Σαμαράς που θα μας πάει στη δραχμή!) και της αποπληρωμής των χρεών προς τους διεθνείς τοκογλύφους («δεν είμαστε μπαταχτσήδες!»). Οι μονομερείς ενέργειες αποκλείονται. Η ακύρωση του μνημονίου είναι πλέον μια κενή φράση με τις κατευθύνσεις Σταθάκη και των υπόλοιπων του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ να δείχνουν σε μια γραμμή δημοσιονομικής λιτότητας με σεβασμό του νεοφιλελεύθερου δόγματος περί «πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων». Οποιαδήποτε λύση για το ελληνικό δημόσιο χρέος θα είναι με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών, μια πρόταση που αντικειμενικά παγιδεύει τους εργαζόμενους και εργαζόμενες στην κατεύθυνση της διαπραγμάτευσης του βαθμού βαρβαρότητας των αναδιαρθρώσεων και όχι αμφισβήτησης και ανατροπής αυτής της βαρβαρότητας.
9.2. Το οργανωτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτά η κατάληψη του πολιτικού χώρου που αφήνει η διάλυση του ΠΑΣΟΚ με την οικοδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ ως «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης της αριστεράς». Η δεξιά πολιτική εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύεται από το κατάλληλο οργανωτικό μοντέλο που ανταποκρίνεται σ’ αυτή: Ένα μαζικό κόμμα με χαλαρές δομές, άμορφες συνελεύσεις που ελέγχεται ουσιαστικά από ένα πολύ μικρό μηχανισμό από τα πάνω. Τη θέση της καμαρίλας και των ευνοούμενων από τα ΜΜΕ στελεχών της ανανεωτικής πτέρυγας, του οποίου το μονοπώλιο στην πολιτική εκπροσώπηση του κόμματος εξόργιζε την αριστερή βάση του ίδιου του ΣΥΝ, παίρνει τώρα μια νέα ηγετική κλίκα αποτελούμενη από στελέχη του ηγετικού πυρήνα περί τον πρόεδρο (Σταθάκης, Δούρου, Δραγασάκης) μαζί με εκλεκτούς ΠΑΣΟΚογενείς
Το χειρότερο όλων είναι το κοινοβουλευτικό «παραλήρημα» στο ΣΥΡΙΖΑ με την υποταγή των πάντων στη «βιομηχανία επερωτήσεων» στη Βουλή και στη δημιουργία παντού «επιτροπών κοινοβουλευτικού ελέγχου» γύρω από κάθε ζήτημα της πολιτικής ζωής της χώρας, για να μην μιλήσουμε βέβαια για το διαγκωνισμό για τις προσλήψεις επιστημονικών συνεργατών από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια εποχή που αποσυντίθεται το αστικό πολιτικό σύστημα και η ναζιστική Χρυσή Αυγή φοράει τον «αντικοινοβουλευτισμό» της στο πέτο ακόμη και μέσα στο ίδιο το κοινοβούλιο, η Αριστερά παρουσιάζεται σαν ο θεματοφύλακας των θεσμών, το τελευταίο «αποκούμπι» του αστικού κοινοβουλευτισμού – χρειάζεται βέβαια να πείσει και την αστική τάξη για αυτό!
9.3. Οι πυρετώδεις προετοιμασίες για την κατάρτιση του κυβερνητικού μηχανισμού της Αριστεράς, ο άνεμος του «ρεαλισμού» και «εκλογικισμού» που παρασέρνει ακόμη και κομμάτια του «Ριζα» έχει σημαντικές δυσμενείς ιδεολογικές επιπτώσεις σ’ ολόκληρη την Aριστερά: η συζήτηση έχει μετατοπιστεί από τη διαγραφή του Χρέους (ολική ή του «επαχθούς») και την κρατικοποίηση των Τραπεζών (με ή χωρίς αποζημίωση στους τραπεζίτες) στην ουτοπία… της λύσης αλά Γερμανία του ’53 για το ελληνικό δημόσιο χρέος. Ακόμη και αγωνιστές και αγωνίστριες που συζητούσαν σοβαρά ριζοσπαστικά αιτήματα που έθετε για παράδειγμα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την προηγούμενη διετία, σήμερα συζητούν στη βάση της κυβερνητικής ατζέντας που θέτουν ο Σταθάκης και οι υπόλοιποι του επιτελείου του Τσίπρα.
Μέσα στο μαζικό κίνημα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιστρέψει στην παλιά γραμμή της «ηττοπάθειας», αντιτάσσει τεχνητά την «αλληλεγγύη» στον «αγώνα», οικοδομεί περισσότερο τη συνδικαλιστική παράταξή του με κορμό τα παλιά συνδικαλιστικά στελέχη της ΠΑΣΚΕ και ορίζοντα το επόμενο συνέδριο της ΓΣΕΕ και λιγότερο καταπιάνεται με την προπαρασκευή των άμεσων αναμετρήσεων του εργατικού κινήματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να βάλει την υπογραφή του στα καλέσματα των αντιφασιστικών κινητοποιήσεων, ακόμη και εκείνων στις οποίες τα μέλη του κινητοποιούνται και συμμετέχουν, και να αναλάβει οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη στην πάλη κατά της φασιστικής απειλής υποκλινόμενος στη «θεωρία των άκρων».
Ακόμα και αν απογοητέψει τομείς αγωνιστών του την επόμενη περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει λογικά την αμέσως επόμενη περίοδο η βασική δύναμη στην οποία θα εκφράζονται η πλατιά αντιμνημονιακή διαμαρτυρία και οι προσδοκίες σημαντικών τομέων των εργαζομένων και των ανέργων για «ένα άλλο δρόμο» στην ελληνική κοινωνία απέναντι στη βαρβαρότητα του συστήματος, έστω και αν επιλέγουν σήμερα το πιο σύντομο. Η ενιαιομετωπική απεύθυνση και πρακτική σε κορυφή και βάση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την απελευθέρωση ή τη ριζοσπαστικοποίηση αυτού του δυναμικού που συμμετέχει ή συνηθέστερα «εκφράζεται» από το ΣΥΡΙΖΑ – όχι όμως η καλλιέργεια αυταπατών για τη δυνατότητα αλλαγής της φυσιογνωμίας αυτού του σχηματισμού και η επιλογή να δοθεί η μάχη από την αντικαπιταλιστική αριστερά σ’ ένα πεδίο στο οποίο κυριαρχούν οι γραφειοκρατικοί ρεφορμιστικοί μηχανισμοί.
Η αμυντική αντίδραση του ΚΚΕ
10.1. Η πολιτική του ΚΚΕ μετά τις εκλογές του Ιούνη χαρακτηρίζεται από μια νέα σεκταριστική στροφή και εμβάθυνση της μοιρολατρικής και ηττοπαθούς γραμμής του κόμματος που συνοψίζεται στην απόφανση ότι «μάζες δεν έχουν συνείδηση» και κριτήριο γι’ αυτό είναι σύμφωνα μ’ ένα ταυτολογικό και κυκλικό τρόπο σκέψης το γεγονός ότι δεν ψήφισαν ΚΚΕ. Η επαναλαμβανόμενη ρητορεία ότι «παντού οι “αριστερές” κυβερνήσεις πρόδωσαν τα συμφέροντα των εργαζομένων» αντιφάσκει με τη διαβεβαίωση που έδιναν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ ακόμη και τη βραδιά της Κυριακής των εκλογών ότι αν το κόμμα τους έπαιρνε 50% τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Το σύνθημα για «διόρθωση της λαϊκής ψήφου» έδωσε απολογητικά τη θέση του σε απόψεις που μειώνουν τη σημασία του εκλογικού αγώνα.
Την ίδια ώρα η βασική, αν όχι η μόνη, πολιτική πρωτοβουλία του ΚΚΕ αυτή την περίοδο είναι η κατάθεση πρότασης νόμου στο κοινοβούλιο με σκοπό «την κατάργηση όλων των μνημονίων και δανειακών συμβάσεων». Αν την κατέθετε άλλο κόμμα, το ΚΚΕ δεν θα τη ψήφιζε ως αποπροσανατολιστική και ρεφορμιστική παρέλκυση σε σχέση με το μαζικό κίνημα. Τώρα στην πραγματικότητα ελπίζει να εκθέσει και να αποκαλύψει τον «πραγματικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ» που θα αρνηθεί λογικά να την υποστηρίξει στη βάση ότι δεν υπάρχει δέσμευση στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και σύμφωνη γνώμη των πιστωτών. Το ΚΚΕ επιτρέπει στον εαυτό να κάνει για τακτικούς λόγους αυτά που θα απαγόρευε σ’ οποιονδήποτε άλλο για στρατηγικούς (η σωστή τακτική βέβαια θα ήταν να την ψήφιζε ολόκληρη η αριστερά στο κοινοβούλιο).
10.2. Σε μια εποχή που το κίνημα δίνεται γιγάντιες μάχες ενάντια στην επίθεση των καπιταλιστών, σε μια εποχή που το πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται και εκατομμύρια εργαζομένων απομακρύνονται από τα πολιτικά κόμματα που στήριζαν για δεκαετίες, προτεραιότητά του ΚΚΕ είναι η διαπάλη και η σύγκρουση στο εσωτερικό της Αριστεράς για να ανακτήσει μέρος της χαμένης προς το ΣΥΡΙΖΑ εκλογικής του βάσης και να μπετονάρει τις γραμμές απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη ριζοσπαστική πολιτική πρόταση. Γι’ αυτό το λόγο ο ιδεολογικός καθοδηγητής της ΚΕ, Αποστόλης Παππάς, αφιερώνει στην ΚΟΜΕΠ ένα εκτενέστατο άρθρο πολεμικής εναντίον του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (κυρίως εναντίον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στην οποία αποδίδει τα πάντα χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ότι το ΚΚΕ στη βασική του συνθηματολογία μετά τις εκλογές μοιάζει επικίνδυνα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ («μπορούμε να ζήσουμε χωρίς μνημόνια και έξω απ’ το ευρώ»).
Η κινηματική δραστηριότητα του κόμματος μετά τις εκλογές είναι κύρια εσωστρεφής. Επιχειρεί να εκτονώσει την εσωτερική δυσαρέσκεια με κομματικά γυμνάσια (π.χ. ακόμη και διαδηλώσεις των κατά τόπους ΟΒ),
Η εικόνα που δείχνει το ΚΚΕ είναι αυτή ενός βωβού προς τα έξω αλλά έντονου στο εσωτερικό σπαραγμού. Η διαρκής απεύθυνση στο ΚΚ για κοινή δράση και ενότητα στο κίνημα πρέπει να συνοδεύεται από ακαταπόνητη πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, που πρέπει να φτάνει ως το μεδούλι των διαστρεβλώσεων της κομμουνιστικής κριτικής και του ιστορικού υλισμού από τη σταλινική μεθοδολογία του ΚΚΕ και να αποδεικνύει τις συνεχείς βαθύτερες ευθύνες της ηγεσίας του για το σημερινό ταξικό συσχετισμό.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα
11.1. Η απογοήτευση από τα εκλογικά αποτελέσματα των δύο διαδοχικών αναμετρήσεων, η αντανάκλαση του συνολικού «καθίσματος» των αγώνων το πρώτο τρίμηνο της νέας κυβέρνησης σε συνδυασμό με τα αξεπέραστα προβλήματα της μετωπικής συγκρότησης του εγχειρήματος έχουν προκαλέσει μια σχετική απενεργοποίηση της βάσης των μελών και περιορίσει τον ενθουσιασμό γύρω απ’ το εγχείρημα.
Ωστόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει σημαντικές δυνατότητες ακόμη και σ’ αυτή την περίοδο που όμως για να τις αξιοποιήσει πρέπει να αφήσει πίσω της έναν ορισμένο «εκλογικιστικό χαρακτήρα», να ξεφύγει από την τροχιά της μονομανούς έμφασης στο «έξω απ’ το Ευρώ» και να βάλει πλάτη στην οικοδόμηση του αντιφασιστικού κινήματος υπερβαίνοντας απαράδεκτες και πλέον πολιτικά επικίνδυνες αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Η πραγματική δύναμη (και διαφορά) της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε σχέση με τους άλλους πόλους και δυνάμεις στην αριστερά εδράζεται στο γεγονός ότι οι οργανώσεις της και τα ανένταχτα σε συνιστώσες μέλη της είναι και παραμένουν πρώτα και κύρια υπόλογα στο μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα. Το ίδιο το εγχείρημα όμως δεν λέει να ξεκολλήσει από το επίπεδο της «εκλογικής συμπαράταξης». Το αρνητικό αποτέλεσμα του Ιουνίου δημιουργεί εσωστρέφεια που μεταφράζεται σε απορρόφηση κάθε οργάνωσης στον εαυτό της ώστε να γίνουν απολογισμοί και να χαραχτούν νέες πορείες με αποτέλεσμα η πρακτική ενασχόληση με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά την εξαντλητική διεξαγωγή του προεκλογικού αγώνα σε δύο γύρους να έχει υποχωρήσει. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να αναμετρηθεί πάλι με τις πάγιες αδυναμίες της χωρίς να έχει τον αέρα αυτοπεποίθησης που απέκτησε μετά τις περιφερειακές του 2010 και σπατάλησε την επόμενη περίοδο με αποκορύφωμα τον εκφυλισμό της ιδεολογικής διαπάλης σε μάχη λιστών στην πρώτη ιδρυτική της συνδιάσκεψη: τη χαλαρή εκλογική μετωπική συγκρότησή της, την αδυναμία κοινής πρακτικής σ’ ορισμένους κρίσιμους τομείς (αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα), τις στρατηγικές διαφωνίες για το ποιο είναι το «μέτωπο» στην περίοδο και το περιεχόμενο του «άλλου δρόμου» που απωθήθηκαν κάτω από τη φόρμουλα του «αγωνιστικού μετώπου» που έτεινε να ερμηνεύεται στην κλίνη του Προκρούστη.
11.2. Μια συναντίληψη γύρω μερικά ουσιώδη στρατηγικά ζητήματα και η κατάκτηση μιας κοινής πρακτικής σ’ ορισμένα κρίσιμα κινηματικά μέτωπα θα αποδειχτούν ζωτικά για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο χρονικό διάστημα, θα τις δώσουν ξανά την αναγκαία ώθηση για να αξιοποιήσει τις πραγματικές της δυνατότητες αλλά και να μπορέσει να περάσει από τη χαλαρή εκλογική συμπαράταξη σε μια ανώτερη οργανωτική μορφή.
- Επιμονή στην αναγκαιότητα της πολιτικής ανεξαρτησίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που σημαίνει και διαχωρισμό της από το ρεφορμισμό – και όχι διάλυση σ’ ένα ευρύτερο αριστερό πολιτικό μέτωπο διάφορο από το αναγκαίο ενιαίο μέτωπο των δυνάμεων του αγώνα, του εργατικού κινήματος και των κομμάτων της αριστεράς που πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαρκώς να προωθεί! Πολιτική ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το κεφάλαιο, το κράτος και τους θεσμούς του, επιμονή στην «αντικαπιταλιστική ανατροπή». Κατανόηση ότι η σημερινή κρίση δεν είναι απλά «εθνική», ότι σ’ αυτή δεν διακυβεύεται η θέση ορισμένων χωρών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας αλλά είναι κρίση δομική και συστημική του καπιταλισμού, από την οποία η μόνη διέξοδος είναι η ρήξη με τον καπιταλισμό.
- Όχι στο «ρεαλισμό μιας πολιτικής εναλλακτικής» με όρους διαχείρισης και όχι ειδικά στο ρεαλισμό της πολιτικής εναλλακτικής ενός «PlanB» στην ελληνική αριστερά («έξω από το Ευρώ» – παραγωγική ανασυγκρότηση) που ορίζεται σε σχέση με το PlanAτης ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ (παραγωγική ανασυγκρότηση με παραμονή στο Ευρώ).
- Απέναντι στους δίδυμους ρεαλισμούς των PlanAκαι PlanΒ που κινούνται στον πλαίσιο μιας κευνσιανής διαχείρισης της κρίσης, πρέπει να αντιτάξουμε το «ρεαλισμό της αντικαπιταλιστικής ρήξης» και την επικαιρότητα της προοπτικής οι ίδιοι οι εργαζομένοι και οι εργαζόμενες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους με γενικευμένο εργατικό έλεγχο και μορφές εργατικής αυτοδιεύθυνσης στην παραγωγή.
- Διαλεκτική ενότητα του μεταβατικού προγράμματος που υποστηρίζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κάθε αίτημα σ’ αυτό το πρόγραμμα έχει μεταβατικό χαρακτήρα στη σχέση του με άλλα αιτήματα: η έξοδος από την ευρωζώνη από μόνη της χωρίς τη διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση κτλ είναι μια αστική διαχειριστική πρόταση. Όλα τα αιτήματα αν δεν αναδεικνύεται το κοινωνικό υποκείμενο που θα τα υποβαστάξει και αν δεν τονίζεται η διάσταση της κοινωνικής εξουσίας που «αλλάζει χέρια» και προϋποτίθεται για την εφαρμογή τους (π.χ. ο εργατικός έλεγχος) χάνουν το μεταβατικό χαρακτήρα τους. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να απολήγει σε μια μεταβατική αντίληψη στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας (εργατική κυβέρνηση που θα το υλοποιήσει βασισμένη στα όργανα των ίδιων των εργαζομένων) και να αποκτά ταυτόχρονα ρίζες στην υπεράσπιση των άμεσων αναγκών των εργαζομένων (ανατροπή μέτρων και μνημονίων, μάχη για συντάξεις, μισθούς και δικαιώματα),
- Αναγνώριση της θανάσιμης απειλής που συνιστά ο φασισμός για το εργατικό κίνημα και της ανάγκης να σταματήσουμε έγκαιρα την εμφάνιση μαζικού φασιστικού κινήματος στο δρόμο. Πρέπει να ξεπεραστούν τα ιδεολογικά κωλύματα που εμποδίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό το κρίσιμο πεδίο για την εξέλιξη της ταξικής πάλης: τη συγκρότηση μαζικών αντιφασιστικών τοπικών πρωτοβουλιών με ενιαιομετωπική απεύθυνση σ’ όλη την Αριστερά και τον Α/Α χώρο, που συνδυάζουν τη μαζική πολιτική δουλειά, το ξεσκέπασμα των φασιστών με τη αντιπαράθεση με όρους «ισχύος στο δρόμο» και η οποία πρέπει να συνοδεύεται από σταθερό κάλεσμα στα δύο κόμματα της Αριστεράς για ενότητα δράσης απέναντι στο φασισμό και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Η μάχη αυτή πρέπει να συνοδεύεται από αδιάλλακτη υπεράσπιση των μεταναστών ταξικών αδελφών μας «χωρίς μεν αλλά», «δεν χωράει άλλους η χώρα» και υπόκλιση σε μικροαστικές αντιλήψεις.
11.3. Σ’ αυτή την πολιτική κατεύθυνση, η δημοκρατική οργάνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ελεύθερη διαμόρφωση πλατφορμών στην επόμενη συνδιάσκεψή της και αναλογική εκπροσώπησή τους στα όργανα της, η υλοποίηση των αποφάσεων που εκκρεμούν, (όπως η έκδοση ενός περιοδικού εντύπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι απαραίτητη για να μπορέσει να παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις και να ανταποκριθεί παρά τις σημερινές δυσχέρειες στα καθήκοντα της περιόδου
– Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναντικατάστατη πολιτική κατάκτηση του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Καμία ξεχωριστή οργάνωση, μεγάλη ή μικρή, δεν έχει αυτόνομα ούτε κατά διάνοια την αναγνωρισιμότητα ή την απεύθυνση που έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν σύνολο.
– Συγκεντρώνει ακόμη ένα μαζικό δυναμικό μερικών χιλιάδων αγωνιστών που βρίσκονται κατά βάση στην πρωτοπορία των κοινωνικών τους χώρων.
– Είναι η μόνη πολιτική δύναμη στην αριστερά που μπορεί να απευθυνθεί τόσο στη μαζική ριζοσπαστικοποίηση που έχει σήμερα σαν πρώτο «πολιτικό σταθμό» της τη ρεφορμιστική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και σ’ εκείνους τους αγωνιστές και εκείνες τις αγωνίστριες του ΚΚΕ που προβληματίζονται βαθιά με τις επιλογές της ηγεσίας του.
– Είναι η μόνη πολιτική δύναμη με σχετική εθνική εμβέλεια που έχει οριακά επεξεργαστεί και διατυπώσει ένα πυρήνα μεταβατικού προγράμματος στις σημερινές συνθήκες που συνδέει τη μοίρα των σημερινών αγώνων με την προοπτική της ρήξης με τον καπιταλισμό.
Για αυτούς τους λόγους είναι απαραίτητη η προγραμματική και στρατηγική ενοποίηση της, η κατάκτηση ακόμα μεγαλύτερης κοινής πρακτικής στο κίνημα, η οργανωτική αναβάθμισή της.
Τι κάνει η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος μέσα στην περίοδο
– Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος παλεύει στις σημερινές συνθήκες, στη ζωντανή πάλη σήμερα ενάντια στο νέο τρομακτικό πακέτο μέτρων και αύριο στους αγώνες που θα έρθουν, για τη γενίκευση της αυτενέργειας των αγωνιζομένων, της πάλης να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, να αναπτυχθούν μορφές εργατικής αυτοόργανωσης, συνελεύσεις, και επιτροπές σε κάθε χώρο δουλειάς και κάθε γειτονιά, διαδικασίες οριζόντιου συντονισμού, με αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαιώματος και του ελέγχου των καπιταλιστών και του κράτους στην παραγωγή, με κατεύθυνση τη γενική πολιτική απεργία συνδυασμένη με την προοπτική του γενικευμένου εργατικού έλεγχου και της αυτοδιαχείρισης.
– Επιδιώκει να λειτουργήσει σαν έστω ένα μικρό γρανάζι που δίνει όμως ταυτόχρονα ώθηση πολλά μεγαλύτερα γρανάζια στη δημιουργία μαζικών και μαχητικών αντιφασιστικών πρωτοβουλιών σε κάθε πόλη και γειτονιά, μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και έξω απ’ αυτή με το δυναμικό των ανένταχτων αγωνιστών/τριών και της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει να αναλάβει δράση κόντρα στην απροθυμία της ηγεσίας του να σταθεί απέναντι στο φασισμό. Στόχος της είναι η μαζική αντιφασιστική δουλειά στην κοινωνία να συνδυαστεί με τον εκτοπισμό της εγκληματικής ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής από το δρόμο, την αυτοάμυνα του εργατικού κινήματος και την υπεράσπιση των μεταναστών.
– Οικοδομεί την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ανεξάρτητη πολιτική έκφραση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το κεφάλαιο και το κράτος κόντρα σε ρεαλιστικά planΑ και Β στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος διεκδικήσεων γύρω από το οποίο μπορεί να συσπειρωθούν ευρύτεροι τομείς του εργατικού κινήματος, δυνάμεις που σήμερα είναι εγκλωβισμένες στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ και οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς που έχουν ακολουθήσει μοναχικούς δρόμους, στην κατεύθυνση μιας εργατικής κυβέρνησης που θα βασίζεται στις μορφές αυτοοργάνωσης των ίδιων των εργαζομένων, θα υλοποιήσει τους στόχους αυτού του προγράμματος και έρθει σε ρήξη με τον καπιταλισμό.
Προϋπόθεση όμως για τη διεκπεραίωση αυτών των στόχων είναι η οργανωτική ανάπτυξη και οικοδόμηση, η επέκταση της πολιτικής απήχησης της ίδιας της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, της συσπείρωσης των κομμουνιστών – διεθνιστών στις γραμμές της για να μπορέσουμε να συμβάλουμε όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα σ’ αυτά τα σύνθετα ιστορικά καθήκοντα.
Η Κεντρική Επιτροπή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, ελλ. τμήματος της 4ης Διεθνούς,