Το εκτελεστικό γραφείο της 4ης Διεθνούς εξέδωσε δύο ανακοινώσεις για την Ουκρανία. Μια πριν την εισβολή, στις 30/01/2022, με τίτλο “ενάντια στην στρατιωτική κλιμάκωση ΝΑΤΟ – Ρωσίας στην ανατολική Ευρώπη”. Και μία μετά την έναρξη της εισβολής, στις 01/03/2022, με τίτλο “Όχι στην εισβολή της Ουκρανίας από τον Πούτιν! Στήριξη της ουκρανικής αντίστασης! Αλληλεγγύη με τη ρώσικη αντίσταση στον πόλεμο!”
Η πρώτη απόφαση φαίνεται να κρατάει ίσες αποστάσεις από τις εμπλεκόμενες στην αντιπαράθεση πλευρές. Κατηγορεί τόσο το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ όσο και τη Ρωσία για την αύξηση της στρατιωτικής έντασης. Προειδοποιεί ότι στην ανατολική Ευρώπη δημιουργείται μια πολύ επικίνδυνη αντιπαράθεση με παγκόσμιες γεωπολιτικές προεκτάσεις. Δε θα επιμείνουμε στην ταξικά ουδέτερη και δημοσιογραφικού τύπου γλώσσα που επιλέχθηκε σε πολλά σημεία (“θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί μια ευέλικτη λύση όταν και οι δύο πλευρές έχουν αυξήσει πολύ την ένταση”, “η διατήρηση και επέκταση του ΝΑΤΟ, μακράν του να ειρηνεύσει τις σχέσεις στην περιοχή, στην πραγματικότητα τις εντείνει” κ.ά). Δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε θα σταθούμε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει τον μεγαλύτερο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο κίνδυνο για ένοπλη αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μεγάλες δυνάμεις και προειδοποιεί για την πρώτη μετά από 60 χρόνια απειλή πυρηνικού πολέμου (απειλή που εκτιμά ότι είναι σοβαρότερη από όλες τις προηγούμενες), τελικά δεν καταλήγει σε πρακτικά καθήκοντα. Στην απόφαση δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από μια γενική έκκληση να οργανωθούν κινητοποιήσεις για “αποκλιμάκωση, ειρήνη, τη διάλυση των στρατοπέδων και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών”. Λίγες μέρες μετά την έκδοση της απόφασης, στη Διεθνή Επιτροπή που συνεδρίασε στα μέσα Φεβρουαρίου με ευθύνη του ίδιου Γραφείου, το θέμα της Ουκρανίας δε συζητήθηκε καθόλου.
Δεν μπορούμε, ωστόσο, να μην σταθούμε στο σημείο της απόφασης που αναφέρεται στο θέμα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Εκεί, το γραφείο της 4ης διαπιστώνει ότι: “η ιμπεριαλιστική ρητορική και συμπεριφορά της Ρωσίας έχει οδηγήσει ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του Ουκρανικού λαού να στρέφεται προς το ΝΑΤΟ”. Κατόπιν, αφού εξηγεί ότι “η απόσυρση των ξένων δυνάμεων (ΝΑΤΟικών και Ρωσικών) και η στρατιωτική ουδετερότητα της Ουκρανίας είναι η μόνη προστασία για την ανεξαρτησία της”, καταλήγει στη θέση ότι: “είναι ο λαός της Ουκρανίας – και όχι οι εκβιασμοί και οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις – που θα αποφασίσει για την συμμετοχή ή όχι της χώρας στο ΝΑΤΟ”!
Προσπερνάμε το, όχι ασήμαντο, θέμα του πώς λειτουργεί ακόμα και η πιο φιλελεύθερη και πλουραλιστική αστική δημοκρατία και πώς “εκφράζεται” ο λαός ή όχι. Από πότε, όμως, αναγνωρίζουμε σε έναν λαό το “δικαίωμα” να εντάξει την “χώρα του” στο ΝΑΤΟ; Από πότε δηλαδή αναγνωρίζουμε ως “δικαίωμα” ενός λαού ή της εργατικής τάξης μιας χώρας να μετατρέψει το έδαφος της χώρας σε ορμητήριο ιμπεριαλιστικών στρατών; Συμμετοχή στο ΝΑΤΟ σημαίνει εγκατάσταση βάσεων για την αεροπορία, το ναυτικό, τα άρματα μάχης και τους πυραύλους των ιμπεριαλιστικών στρατών, με πρώτες τις ΗΠΑ. Το ΝΑΤΟ είναι μια ευθεία απειλή για τους λαούς και τους εργαζομένους των ίδιων των χωρών μελών του, αλλά και για τους λαούς και εργαζομένους όλων των γειτονικών χωρών και, δεδομένης της διαρκούς αύξησης της εμβέλειας και της ισχύος των σύγχρονων οπλικών συστημάτων, των λαών ολόκληρου του κόσμου. Οι επαναστάτες μαρξιστές θεωρούν νόμιμες τις διεκδικήσεις που όντως εγείρονται από καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες έθνη και εθνότητες, στο μέτρο και στο βαθμό που αυτές οι διεκδικήσεις αφορούν ανεκπλήρωτα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, όπως είναι, για παράδειγμα, το εθνικό ζήτημα γενικά ή το δικαίωμα των λαών στην “εθνική αυτοδιάθεση” ειδικότερα. Ωστόσο, το εάν πράγματι οι επαναστάτες μαρξιστές θα υποστηρίξουν μια δεδομένη τέτοιου είδους διεκδίκηση, τελεί πάντα υπό την αίρεση όχι μόνο του γενικού συμφέροντος της εργατικής τάξης αλλά και του ειδικότερου συμφέροντος της επανάστασης. Από πότε η συμμετοχή μιας χώρας σε ιμπεριαλιστικούς στρατούς και θεσμούς αποτελεί “δημοκρατικό δικαίωμα των λαών”; Κατά ποιο τρόπο η συμμετοχή μιας χώρας σε ιμπεριαλιστικούς στρατούς και θεσμούς υπηρετεί το γενικό συμφέρον της εργατικής τάξης; Κατά ποια διαστροφή της λογικής η συμμετοχή μιας χώρας σε ιμπεριαλιστικούς στρατούς και θεσμούς θα προωθούσε την παγκόσμια επανάσταση;
Στη δεύτερη απόφαση, μετά τη ρωσική εισβολή, η ανάλυση αλλάζει κέντρο βάρους. Το ΝΑΤΟ και γενικότερα η Δύση βγαίνουν από το κάδρο των ευθυνών και όλη η ευθύνη αποδίδεται αποκλειστικά στο Κρεμλίνο και στον Πούτιν.
Όπως και όφειλε, η δεύτερη απόφαση ξεκινάει με την καταδίκη της βάρβαρης ιμπεριαλιστικής εισβολής του ρωσικού στρατού. Καταδικάζει το καθεστώς Πούτιν και την προσπάθειά του να οικοδομήσει ένα ισχυρό κατασταλτικό κράτος χρησιμοποιώντας τους ενεργειακούς πόρους, την στρατιωτική ισχύ, κλπ. Χωρίς αμφιβολία, η Ρωσία είναι ένα ιμπεριαλιστικό κράτος που πραγματοποιεί μια βάρβαρη εισβολή σε ένα γειτονικό κράτος, σκορπώντας τον θάνατο, την καταστροφή, την προσφυγιά. Η εισβολή αυτή πρέπει να καταδικαστεί χωρίς επιφυλάξεις, συμψηφισμούς και δικαιολογίες.
Ενώ όμως η καταδίκη της Ρωσίας, του καθεστώτος Πούτιν και της ιμπεριαλιστικής εισβολής είναι ξεκάθαρη και δυνατή, δεν ισχύει το ίδιο όταν ερχόμαστε στις ευθύνες του ΝΑΤΟ και του ίδιου του καθεστώτος του Κιέβου. Εκεί οι διατυπώσεις αρχίζουν να θολώνουν και να “σχετικοποιούνται”. Σταχυολογούμε:
“Η Ουκρανία είναι μια ανεξάρτητη χώρα που έχει διατηρήσει ένα καθεστώς τυπικής δημοκρατίας (has preserved a regime of formal democracy). Η Ρωσία είναι ένα αυταρχικό και κατασταλτικό κοινοβουλευτικό σύστημα, με ακροδεξιούς βουλευτές στην Δούμα”.
Αναρωτιόμαστε, είναι με οποιοδήποτε κριτήριο πιο «δημοκρατικό» το καθεστώς του Κιέβου από το καθεστώς της Μόσχας; ακόμα και με την πιο τυπική έννοια;
“Η εισβολή στην Ουκρανία έχει σαφώς ως στόχο να εγκαταστήσει ένα καθεστώς-μαριονέτα, υπάκουο στο Κρεμλίνο και στον Βλαντιμίρ Πούτιν”.
Με την διατύπωση αυτή αποσιωπάται, ωστόσο, ότι και η σημερινή κυβέρνηση του Κίεβου δεν είναι “ανεξάρτητη”. Το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε μετά το 2014, είναι τυπικά ανατολικοευρωπαϊκό, ακροδεξιό και ακραία νεοφιλελεύθερο, προσκείμενο και εξαρτώμενο από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
“(το ΝΑΤΟ) Λογικά, θα έπρεπε να έχει διαλυθεί όταν διαλύθηκε και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, τον Ιούλιο του 1991, αλλά οι διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ, όχι μόνο διαιώνισαν την ύπαρξή του, αλλά και συνέχισαν την επέκτασή του.”
Μετά τους πρώην σταλινικούς που δηλώνουν “προδομένοι” από τις υποσχέσεις των ιμπεριαλιστών σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ, έρχεται το γραφείο της 4ης και απορεί: γιατί υπάρχει ακόμα το ΝΑΤΟ, “λογικά” δεν θα έπρεπε να είχε διαλυθεί; Αντί να ξεσκεπάσει τους ΝΑΤΟικούς που ισχυρίζονταν ότι η ατλαντική συμμαχία ήταν μια “αμυντική συμμαχία απέναντι στην απειλή του συμφώνου της Βαρσοβίας”, καταδικάζοντας την ολοφάνερη πια υποκρισία τους αφού όχι μόνο δεν διέλυσαν το ΝΑΤΟ αλλά αντίθετα το ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο μετά την διάλυση του συμφώνου της Βαρσοβίας, με αυτή την διατύπωση αφήνει ανοιχτό η ύπαρξη του ΝΑΤΟ να ήταν και “λογική” πριν το 1991.
“Απαιτούμε τη διάλυση του ΝΑΤΟ, αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα που θέτει η απόπειρα προσάρτησης της Ουκρανίας από το ρώσικο ιμπεριαλισμό…”. “Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός απλώς επωφελείται από την φυγή προς τα εμπρός του νέου τσάρου του Κρεμλίνου”. (υπογραμμίσεις δικές μας).
Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι με τη δεύτερη απόφαση το γραφείο της 4ης χτίζει πάνω στο καινοφανές “δικαίωμα” των λαών να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, που είχε λανσάρει με την πρώτη της απόφαση. Συγκεκριμένα αναφέρει:
“Ωστόσο, σε μερικές χώρες, που είχαν αποικιοποιηθεί από τον τσαρισμό ή που είχαν υποταχτεί στην ΕΣΣΔ, η ένταξη στο ΝΑΤΟ υποστηρίχθηκε από τους πληθυσμούς τους με την ελπίδα ότι αυτή θα προστάτευε την ανεξαρτησία τους.”
και λίγο παρακάτω η απόφαση καταλήγει:
“Η πάλη κατά της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ανατολικά περνάει σήμερα μέσα από την ανυποχώρητη υπεράσπιση των εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των λαών που απειλούνται από τον ρώσικο ιμπεριαλισμό”.
Θα προσπεράσουμε – παρότι συνιστά μείζονα αναθεώρηση των ιστορικών και ψηφισμένων θέσεων της 4ης Διεθνούς για την ταξική φύση της ΕΣΣΔ – αυτήν την “ιστορική συνέχεια” από τον τσαρισμό, στην ΕΣΣΔ και μετά στο ρωσικό ιμπεριαλισμό. Ο τρόπος που τοποθετείται εδώ το θέμα, σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό που υπήρχε στην προηγούμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία βαφτίζεται “δημοκρατικό δικαίωμα ενός λαού” το δικαίωμα να αποφασίσει ένας λαός για την ένταξη ή μη της “χώρας του” στο ΝΑΤΟ, καταλήγει λογικά στο εξής συμπέρασμα: οι επαναστάτες οφείλουν ανυποχώρητα να υπερασπίσουν το δικαίωμα των λαών να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, εφόσον το επιθυμούν, και ότι η πάλη κατά της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ανατολικά περνάει… μέσα από την διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανατολικά. Πρόκειται για χειρίστης ποιότητας σοφιστεία προκειμένου να καλυφθεί η πολιτική λαθροχειρία από το γραφείο της 4ης διεθνούς.
Τελικά, φαίνεται ότι ο Ζελένσκι και η μερίδα της αστικής τάξης της Ουκρανίας που κυριάρχησε στη χώρα μετά το 2014 διεξάγουν εθνικοαπαλευθερωτικό αγώνα όταν παλεύουν να ενταχθεί η “χώρα τους” στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Στην πραγματικότητα οι θέσεις του γραφείου είναι ένας συνδυασμός ρητορικής που ακουμπάει τόσο στην σοσιαλδημοκρατική παράδοση της Δεύτερης Διεθνούς της περιόδου πριν και κατά την διάρκεια του Ά ΠΠ, όσο και στη λαϊκομετωπική – σταλινική παράδοση μετά το ’30. Στην πρώτη περίπτωση, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υπέτασσαν την ανεξάρτητη συγκρότηση και το ανεξάρτητο πρόγραμμα της εργατικής τάξης στη δική τους ιμπεριαλιστική αστική τάξη, με διάφορα προσχήματα (τις ανώτερες δημοκρατικές κατακτήσεις και ελευθερίες που απολάμβαναν οι εργαζόμενοι στην “πατρίδα”, την υποτιθέμενα πιο αντιδραστική φύση του αντιπάλου στρατοπέδου, το ότι ο αντίπαλος ιμπεριαλισμός έκανε την πρώτη πολεμική ενέργεια, συνεπώς είναι επιτιθέμενος και άρα βρίσκεται εν “αδίκω”). Στη δεύτερη περίπτωση, με την τακτική των λαϊκών μετώπων, τα σταλινικά κόμματα υπέτασσαν την ανεξάρτητη συγκρότηση και το ανεξάρτητο πρόγραμμα της εργατικής τάξης στην “καταπιεσμένη” εθνική αστική τάξη που πάλευε για την “ανεξαρτησία της”, με πρόσχημα, και στο όνομα του, “εθνικού αγώνα”.
Ο επαναστατικός μαρξισμός, και η ίδια η 4η διεθνής, οικοδομήθηκαν ασκώντας κριτική σε αυτές τις πολιτικές. Οι επαναστάτες μαρξιστές σε κάθε περίπτωση πάλευαν για την ανεξάρτητη πολιτική και οργανωτική συγκρότηση της εργατικής τάξης. Στην περίπτωση του ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού – πολέμου, έναν πόλεμο που θεωρούσαν άδικο από όλες τις μεριές, καλούσαν την εργατική τάξη να μην στρατευτεί με καμία πλευρά, να παλέψει για τα δικά της ιστορικά συμφέροντα μετατρέποντας τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο – ταξικό πόλεμο. Αντίστοιχα, στην περίπτωση ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα – πολέμου, παρά το γεγονός ότι αναγνώριζαν πως από την μεριά του καταπιεσμένου έθνους ο πόλεμος είναι “δίκαιος” και πρέπει να υποστηριχθεί, θεωρούσαν προδοσία την πολιτική και οργανωτική υποταγή της εργατικής τάξης και την διάλυσή της μέσα στο αστικό στρατόπεδο.
Σήμερα, ωστόσο, από τους κληρονόμους, υποτίθεται, του επαναστατικού μαρξισμού επαναλαμβάνονται τα επιχειρήματα του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Το γραφείο της 4ης διατυπώνει σχεδόν όλα αυτά τα επιχειρήματα στις παραπάνω αποφάσεις: ο Πούτιν ξεκίνησε τον πόλεμο επιλέγοντας τη φυγή προς τα εμπρός (μτ τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό απλώς να επωφελείται από την κατάσταση), το καθεστώς Πούτιν είναι βάρβαρο, αντιδημοκρατικό και αυταρχικό, ενώ αντίθετα στη Δύση υπάρχουν περισσότερες ελευθερίες (ακόμα και στην Ουκρανία υπάρχει ένα καθεστώς “τυπικά δημοκρατικό”), πρέπει να απαιτήσουμε από τις “κυβερνήσεις μας” να επιβάλουν κυρώσεις και να στείλουν τα όπλα που ο “ουκρανικός λαός ζητάει”, ο οποίος ταυτίζεται με την κυβέρνησή του κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική αυτή υποτάσσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στον ιμπεριαλισμό και τους αστικούς ανταγωνισμούς. Παίρνει καθαρά το μέρος του δυτικού ιμπεριαλισμού και εκείνης της μερίδας της ουκρανικής αστικής τάξης που είναι σε συμμαχία μαζί του. Ωστόσο, επιστρατεύοντας μια σοφιστεία, ρίχνει το βάρος αυτής της “επιλογής” στον ίδιο τον Ουκρανικό λαό. Ο Ουκρανικός λαός, ωθούμενος από την βαρβαρότητα του Πούτιν, είναι που επιζητεί την “προστασία” του ΝΑΤΟ και της ΕΕ! Οι αριστεροί, οι επαναστάτες, ως οφείλουν, απλά υποστηρίζουν τον Ουκρανικό λαό και το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση.
Εκτός από αντίθετη με το επαναστατικό πρόγραμμα, η παραπάνω θέση είναι και υποκριτική. Δεν υπήρχε ανάλογο κάλεσμα για στήριξη της ένοπλης αντίστασης στις περιπτώσεις του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Σαχέλ κλπ.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι ο Ουκρανικός λαός, αλλά το ίδιο το γραφείο της 4ης που διαλέγει πλευρά, ζητώντας από το δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο να επιβάλει κυρώσεις στην Ρωσία και να παραδώσει όπλα στην ουκρανική κυβέρνηση. Αλήθεια σε ποια χέρια θεωρεί το γραφείο ότι θα καταλήξουν αυτά τα όπλα; Οι ιμπεριαλιστές δεν είναι αφελείς και έχουν ισχυρό ταξικό ένστικτο: τα όπλα που στέλνουν φροντίζουν να πάνε στα χέρια εκείνων που εκτός από τον πόλεμο με τον “εξωτερικό εχθρό” διεξάγουν πόλεμο και κατά του “εσωτερικού εχθρού”, δηλαδή την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Ουκρανίας. Αυτός είναι ο λόγος που δεν χρειάζεται να “πιεστούν” ιδιαίτερα οι “δυτικές δημοκρατίες” και το ΝΑΤΟ. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές όχι μόνο έχουν επιβάλει πρωτοφανείς κυρώσεις, που ξεπερνούν ακόμα και τα όρια της καθαρής πειρατείας, αλλά και στέλνουν τόνους στρατιωτικού υλικού, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και κάθε λογής μισθοφόρους, πράκτορες και “στρατιωτικούς ειδικούς” να πολεμήσουν για την “ανεξαρτησία της Ουκρανίας”. Από την μεριά τους οι αναδυόμενοι ιμπεριαλισμοί της Κίνας και της Ρωσίας δοκιμάζουν και αυτοί τα δόντια τους. Το γραφείο της 4ης, στης ουσία, ζητά από τις δυτικές κυβερνήσεις να κάνουν ακριβώς ό,τι κάνουν ήδη. Δυστυχώς, παρόλο που το Γραφείο διακηρύττει ότι εναντιώνεται στον καμπισμό, υποπίπτει και αυτό στον καμπισμό, και μάλιστα στο χειρότερο είδος του: την υποστήριξη των θέσεων των «δικών μας» κυβερνήσεων, της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Ίσως γιαυτό μέχρι σήμερα δεν έχει καταδικάσει δύο κατάφωρες παραβιάσεις των δημοκρατικών και πολιτικών ελευθεριών: πρώτον την απαγόρευση λειτουργίας από την κυβέρνηση Ζελένσκι πολιτικών κομμάτων (από το κέντρο μέχρι την αριστερά) που κατηγορούνται συλλήβδην ως “ρωσόφιλα”, δεύτερον, το ανελέητο ρατσιστικό πογκρόμ που δέχονται Ρώσοι ή ρώσικης καταγωγής πολίτες αλλά και η απαγόρευση έργων πολιτισμού (ακόμα και των πιο κλασικών που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς) επειδή δημιουργήθηκαν από Ρώσους καλλιτέχνες.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή στην μεταπολεμική περίοδο όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο. ΗΠΑ, Κίνα, ΕΕ, Ρωσία και άλλες δυνάμεις ανταγωνίζονται σε διάφορα μέτωπα σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Ένα από τα μέτωπα αυτά είναι η Ουκρανία, στο έδαφος της οποίας εξελίσσεται μια αδυσώπητη αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ -ΕΕ, από τη μία και τη Ρωσία από την άλλη. Η ίδια η αστική τάξη της Ουκρανίας εμπλέκεται ενεργά σε αυτή την αντιπαράθεση. Έχει από καιρό διαιρεθεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα που συγκρούονται με λύσσα προκειμένου να επικρατήσουν. Στη σύγκρουση αυτή χρησιμοποίησαν όλα τα βρώμικα μέσα: εξαγορά και διαφθορά της πολιτικής ηγεσίας, εκβιασμούς και δολοφονίες αντιπάλων, αξιοποίηση ή/και υποκίνηση εξεγέρσεων, πραξικοπήματα, εξοπλισμό φασιστικών ομάδων και οργάνωση φασιστικών πογκρόμ, απαγόρευση πολιτικών κομμάτων, αξιοποίηση αυτονομιστικών κινημάτων, απόπειρες για ένταξη σε αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις κλπ. Οι ελίτ της Ουκρανίας δεν διεξάγουν κανενός είδους εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και με καμία έννοια δεν παλεύουν για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Αντίθετα, θυσιάζουν τον ουκρανικό λαό και την ανεξαρτησία της χώρας προκειμένου να νικήσουν σε αυτή την αντιπαράθεση. Τα μεγάλα θύματα αυτής της σύγκρουσης είναι οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Ουκρανίας: το πλήρωσαν με φτωχοποίηση, φαλκίδευση των κοινωνικών και δημοκρατικών – πολιτικών ελευθεριών, μαζική μετανάστευση, χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένους.
Η εισβολή του ρωσικού στρατού είναι το τελευταίο και πιο δραματικό, μέχρι τώρα, επεισόδιο σε αυτή την αδυσώπητη σύγκρουση. Η εξάπλωση των πολεμικών συγκρούσεων και των βομβαρδισμών, η καταστροφή των πόλεων, των υποδομών, των παραγωγικών μονάδων, η έλλειψη των πιο στοιχειωδών αγαθών (νερό, τροφή, φάρμακα, θέρμανση, επικοινωνίες), ο θάνατος δεκάδων χιλιάδων, ο εκτοπισμός και η προσφυγιά εκατομμυρίων, η κατοχή, η κήρυξη στρατιωτικού νόμου, η επιστράτευση, η αναστολή των δημοκρατικών ελευθεριών, είναι η νέα πραγματικότητα με την οποία βρέθηκαν απότομα, αιφνιδιαστικά και απροετοίμαστα αντιμέτωποι το προλεταριάτο, η νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στην Ουκρανία (αλλά και στον κόσμο όλο).
Οι επαναστάτες μαρξιστές, η 4η Διεθνής, οφείλουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της πάλης για την υπεράσπιση της ζωής, των δικαιωμάτων, των ελευθεριών, των κατακτήσεων της εργατικής τάξης, ενάντια στον πόλεμο και την κατοχή, ενάντια σε όλες τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και επεμβάσεις, ενάντια στον καπιταλισμό. Και ναι, όταν το όπλο της κριτικής αντικαθίσταται από την κριτική των όπλων, θα έπρεπε να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και της ένοπλης πάλης. Ποτέ όμως κάτω από την σημαία του “δικού” τους ιμπεριαλισμού ή της “δικής” τους αστικής τάξης. Παλεύοντας πάντα για την ανεξάρτητη πολιτική και οργανωτική συγκρότηση της τάξης, γύρω από το επαναστατικό – μεταβατικό πρόγραμμα. Σε ανειρήνευτη αντιπαλότητα με το καπιταλιστικό σύστημα και την βαρβαρότητα που φέρνει.
Οι εποχές είναι δύσκολες. Η βία με την πιο ωμή και δολοφονική της μορφή εξαπλώνεται διαρκώς. Όμως, η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Και αυτό δεν αφορά μόνο την επαναστατική βία (η οποία συνήθως έρχεται καθυστερημένα στο προσκήνιο της ιστορίας), αλλά πρώτα και κύρια τη βία που επιβάλλουν οι κάθε φορά κυρίαρχοι του κόσμου. Είναι βέβαιο ότι ο πόλεμος που ξέσπασε, όπως και οι πόλεμοι που προετοιμάζονται, ανοίγουν μεγάλες διεργασίες στο προλεταριάτο της Ουκρανίας, της Ρωσίας, ολόκληρου του κόσμου. Το παγκόσμιο προλεταριάτο, οι λαοί του κόσμου έρχονται, αντιμέτωποι με τεράστιες απειλές για την ίδια τους την ύπαρξη και φυσική επιβίωση. Οι επαναστάτες μαρξιστές έχουν καθήκον να βρεθούν στην πρώτη γραμμή αυτής της πάλης ιδεολογικά, προγραμματικά, πρακτικά. Το μοναδικό, και μέχρι τέλους αξιόπιστο, όπλο για την διεξαγωγή αυτής της πάλης είναι η ανεξάρτητη ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά συγκρότηση της εργατικής τάξης στον αγώνα της (άοπλο ή/και ένοπλο) για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Με άλλα λόγια η πάλη για την οικοδόμηση επαναστατικών κομμάτων – οργανώσεων της εργατικής τάξης. Όμως ακριβώς σε αυτό το σημείο έγκειται ο κύριος λόγος της αποτυχίας της 4ης διεθνούς, από τότε δηλαδή που εγκατέλειψε το καθήκον της οικοδόμησης των δικών της επαναστατικών τμημάτων και υιοθέτησε την τακτική των “πλατιών” κομμάτων. Είναι η εγκατάλειψη αυτού του πολιτικού και οργανωτικού στόχου, και όχι η άγνοια της επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής, που καταδικάζει το εκτελεστικό γραφείο της 4ης Διεθνούς να σέρνεται πίσω από το “δικό του” ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και πρακτικά να υιοθετεί το σύνολο της πολιτικής του. Είναι η εγκατάλειψη αυτού του πολιτικού και οργανωτικού στόχου που ακυρώνει στην πράξη το σύνθημα – αίτημα της δεύτερης απόφασης για το οποίο, πράγματι, αξίζει να παλέψουμε μέχρι τέλους και με κάθε κόστος:
“Για διεθνή αλληλεγγύη με το δικό μας κοινωνικό στρατόπεδο!”