Η πανδημία του κορωνοϊού, που κλείνει περίπου έναν χρόνο διεθνώς και δέκα μήνες στην Ελλάδα, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της συγκυρίας. Αυτό αποτυπώνεται στην επιθετικότητα της αστικής τάξης και της κυβέρνησης, που προσπαθεί να διαχειριστεί τη νέα κρίση με γνώμονα τα συμφέροντα ακριβώς της αστικής τάξης και παράλληλα ταμπουρώνεται πίσω από την πανδημία για να παίρνει αντεργατικά, αντικοινωνικά δολοφονικά μέτρα, δήθεν στο όνομα του ορθολογισμού της προστασίας της ζωής. Αποτυπώνεται όμως και στις απαντήσεις που προσπαθούν να δώσουν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, οι οποίες καλύπτουν ένα εκτενές φάσμα τοποθετήσεων. Συγκεντρώνοντας την εμπειρία της πραγματικότητας, της εξέλιξης της πανδημίας, των κυβερνητικών και κρατικών μέτρων και των πρόσφατων κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων και συνεχίζοντας στο πνεύμα της τοποθέτησής μας από την αρχή της πανδημίας, φιλοδοξούμε να προσφέρουμε μια ανάλυση πολύ πιο χρήσιμη και μάχιμη από το δίπολο «είστε με τον Τραμπ – είστε με τον Χαρδαλιά», που τόσο δημοφιλές είναι δυστυχώς μεταξύ των οργανώσεων της αριστεράς και της εργατικής τάξης και αποτυπώνει και τις δυσκολίες διαλόγου που μας έχει φορτώσει η καραντίνα.
Το σημείο εκκίνησης της ανάλυσής μας είναι η κρίση. Η πανδημία του κορωνοϊού επιτελεί τις λειτουργίες της καπιταλιστικής κρίσης που κυοφορούνταν, εξαιτίας του γεγονότος ότι η καταστροφική λειτουργία της μακρόσυρτης κρίσης του 2008 περιορίστηκε προσωρινά με την εφαρμογή διαφόρων πολιτικών και οικονομικών στρατηγικών (προγράμματα διάσωσης, ποσοτική χαλάρωση, περαιτέρω συμπίεση των μισθών, νέες φούσκες). Η ιδέα ότι ο κορωνοϊός είναι μπίζνα που ωφελεί άμεσα τους καπιταλιστές στερείται σοβαρότητας και καταρρέει μπροστά στα πραγματολογικά στοιχεία. Πιθανώς, μετά την κρίση και την αναδιάρθρωση που αυτή θα επιφέρει, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα βγει δυνατότερος, όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε καπιταλιστική κρίση, εάν δεν απειληθεί η εξουσία της αστικής τάξης. Το γεγονός ότι οι κρίσεις είναι απαραίτητες και αξιοποιούνται για την ανανέωση της καπιταλιστικής οικονομίας, όμως, δεν σημαίνει ότι οι κεφαλαιοκράτες τις επιδιώκουν. Υπάρχει πίεση για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και κατεύθυνση αύξησης της συγκέντρωσης του κεφαλαίου (π.χ. λειτουργούντα σούπερ μάρκετ σε αντίθεση με πολλά μαγαζιά που είναι κλειστά και δεν μπορούν να λειτουργήσουν από το διαδίκτυο), αλλά κι αυτά τα φαινόμενα είναι απότοκα κι όχι αιτία της κρίσης. Άμεσα, θα υπάρξουν τεράστιες ζημίες και πολλοί μεγάλοι, μεσαίοι και μικροί επιχειρηματίες θα καταστραφούν. Επιπλέον, επανέρχεται πολύ πιο πιεστικά η απειλή της πολιτικής αποσταθεροποίησης, των κοινωνικών εκρήξεων και της ανόδου των εργατικών αγώνων.
Έτσι, η κρίση και τα μέτρα δεν ήρθαν επίτηδες για να εισαχθούν σχέσεις εργασίας που αυξάνουν το ποσοστό της υπεραξίας ούτε για να επιβληθούν μέτρα καταστολής, παρότι βέβαια υπήρξαν μια καλή ευκαιρία για να γίνουν και τα δύο. Η φορά στην πραγματικότητα είναι αντίθετη. Λόγω της κρίσης, πρέπει να γίνουν βίαιες μεταρρυθμίσεις για την ανάταξη του ποσοστού κέρδους (που ενέχουν όμως τον κίνδυνο μιας νέας κατάρρευσης της ζήτησης). Και λόγω της κοινωνικής δυσαρέσκειας που είναι πολύ πιθανό να ξεσπάσει, χρειάζονται προληπτικά μέτρα καταστολής (με ορατό κίνδυνο όμως τον ξεσηκωμό της εργατικής τάξης για τα δημοκρατικά δικαιώματα, όπως ήδη βλέπουμε να συμβαίνει σε διάφορες περιπτώσεις). Μόνο μέσα από το πρίσμα της κρίσης γίνεται κατανοητό το σύμπλεγμα των κυβερνητικών πολιτικών (δεν βγάζει κανένα νόημα π.χ. γιατί θα έπρεπε η κυβέρνηση να στήσει μια ύφεση 10-15%, που θα κοστίσει 30 δισ., για να καταστείλει ένα κίνημα που δεν ήταν στα καλύτερά του).
Η πολιτική των κυβερνήσεων ενάντια στην πανδημία χαρακτηρίζεται παγκοσμίως από καταφανείς αντιφάσεις. Η αναξιόπιστη και γελοία διαχείριση από την ελληνική κυβέρνηση, αν και πιθανώς πιο χτυπητή, δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Οι διαρκείς ταλαντεύσεις των καπιταλιστικών κυβερνήσεων οφείλονται στο ότι η ανάγκη που έχουν να εξυπηρετήσουν είναι αντιφατική:
Α. από τη μία, να μην καταρρεύσει τελείως το σύστημα (με πλήρη κατάρρευση των ήδη πασχουσών δομών υγείας, ανθρώπινο κόστος που δεν είναι διαχειρίσιμο και κοινωνικές αντιδράσεις που μπορούν να πάρουν εξεγερτικές διαστάσεις)
Β. από την άλλη, να μην καταρρεύσει τελείως η κερδοφορία
Από αυτά προκύπτει η αλλοπρόσαλλη, χωρίς αντικειμενικό υπόβαθρο, εναλλαγή μεταξύ λοκντάουν και ανοιγμάτων της οικονομίας. Από τις πολιτικές στοχεύσεις της κυβέρνησης, τις συμμαχίες που επιδιώκει και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί προκύπτουν και τα πρόσφατα γεγονότα, με την απάνθρωπη και χωρίς καμία απολύτως υγειονομική λογική απαγόρευση και καταστολή των πολιτικών και απεργιακών συγκεντρώσεων του Νοέμβρη και του Δεκέμβρη. Η κυβέρνηση εισήγαγε ένα πρωτοφανές μέτρο: το ιδιώνυμο αδίκημα της συμμετοχής σε διαδήλωση, κάτι το οποίο δεν εφαρμόζεται πουθενά διεθνώς (είχαμε μεγάλες διαδηλώσεις σε Ευρώπη και ΗΠΑ μέσα στην καραντίνα). Εφαρμόζει τα – ήδη ταξικά – μέτρα με προφανή ταξική μεροληψία, με τους ελέγχους να επικεντρώνονται στις εργατικές περιοχές, τους μετανάστες και τις μετανάστριες, τους ρομά, ενώ οι γειτονιές της αστικής τάξης παραμένουν πρακτικά ανενόχλητες. Παράλληλα, ζήσαμε πάλι την προκλητική υποταγή της κυβέρνησης στο δολοφονικό σκοταδισμό της πάμπλουτης θρησκευτικής ιεραρχίας (που στην πλειοψηφία της αρνείται την ύπαρξη της πανδημίας) τον Γενάρη. Ο όποιος διάλογος έγινε στο χώρο για αυτό το θέμα στερούνταν συνήθως κριτηρίων και ήταν εν γένει αποπροσανατολιστικός.
Τα μέτρα δεν είναι ούτε αμιγώς υγειονομικά, ούτε όμως και άσχετα με την πανδημία. Είναι μέτρα διαχείρισης της πανδημίας με βάση τα κριτήρια και τις προτεραιότητες των καπιταλιστών. Κυρίως λογοδοτούν στον περιορισμό όλων των άλλων δραστηριοτήτων πέραν της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό αποτυπώνεται ιδιαίτερα στο δεύτερο λοκντάουν, όπου συρρικνώθηκε κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, πλην της εργασίας και των απαραίτητων συνοδών μεταφορών, που στις περισσότερες περιπτώσεις διατηρήθηκαν στο ακέραιο και σε κάποιες εντάθηκαν (π.χ. Διανομές). Αποκορύφωση της καπιταλιστικής χυδαιότητας είναι το άνοιγμα του λιανεμπορίου, και πρακτικά όλης σχεδόν της οικονομίας, ενώ εξακολουθεί να ισχύει η νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας και το σύστημα των sms. Αποτυπώνεται όμως και στο ιδεολογικό επίπεδο με το «άγχος της παραγωγικότητας»: οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται η μετακίνηση είναι μόνο η εργασία, η υγεία, οι απαραίτητες οικονομικές συναλλαγές ή έστω η άθληση. Η αναψυχή και η κοινωνική ζωή καθίστανται περιττοί λόγοι μετακίνησης και ποινικοποιούνται συλλήβδην, χωρίς καμία υγειονομική διάκριση. Ο κίνδυνος που διατρέχει η εργατική τάξη στη δουλειά της θεωρείται αναγκαίο κακό, ο (κατά κανόνα μικρότερος) κίνδυνος εάν κάνει κάτι πέραν του να δουλεύει για τον εργοδότη της είναι έγκλημα κατά της κοινωνίας. Τα μέτρα τα υπαγορεύει ο κυνισμός της καπιταλιστικής παραγωγής και κερδοφορίας.
Ο φόβος για τις ζωές μας, ο εγκλεισμός, η απουσία ορατής διεξόδου από το λοκντάουν αλλά και η αντικειμενική δυσκολία οργάνωσης και λήψης αποφάσεων (π.χ. συνελεύσεις σε χώρους εργασίας ή σπουδών) είχαν προφανώς αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα της εργατικής τάξης να αγωνιστεί όλο το προηγούμενο διάστημα. Στην απογοήτευση συμβάλλει και η απουσία οποιασδήποτε ορατής αντιπολίτευσης. Η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση είναι σίγουρα η πιο άτονη, άοσμη και άχρωμη που έχουμε δει. Είναι βέβαιο ότι έχουν χαθεί σημαντικές ευκαιρίες παρέμβασης και αγώνα, απόρροια και της κρίσης και του δικού μας και των όμορων πολιτικών χώρων. Ωστόσο, μέσα στις πρωτοφανείς και δύσκολες συνθήκες της πανδημίας και των λοκντάουν, έγιναν σημαντικές κινητοποιήσεις, μειοψηφικές αναγκαστικά, και με πρωταγωνιστικό το ρόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η δυνατότητα ορισμένων πολιτικών χώρων (και η αδυναμία άλλων) να αμφισβητήσουν στην πράξη τις απαγορεύσεις, να συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις και να αποφύγουν και το αβάσταχτο βάρος των συλλήψεων και των προστίμων, χωρίς αυτό να είναι πάντα κατορθωτό (και χωρίς επουδενί να σημαίνει την παραμικρή υποχώρηση της πολιτικής και έμπρακτης αλληλεγγύης με τα θύματα της κρατικής καταστολής), δεν είναι άσχετη με την εκτίμηση της κατάστασης και των δυνατοτήτων παρέμβασης σε αυτήν που είχε ο κάθε χώρος, και τις προτεραιότητες που έθετε.
Ο χρόνος που έχει περάσει από την αρχή της πανδημίας μας επιτρέπει και μια αποτίμηση των πολιτικών τοποθετήσεων που είχαν οι οργανώσεις της εργατικής τάξης απέναντί της. Η αλήθεια είναι ότι από τις περισσότερες τέθηκαν άμεσα αιτήματα που είναι σωστά και κρίσιμα. Σε γενικές γραμμές, όμως, η ανάλυση της πλειοψηφίας των οργανώσεων της εργατικής τάξης εγκλωβίζεται στο δίλημμα της αστικής τάξης. Έτσι διαμορφώνονται δύο φαινομενικά αντίθετες προσεγγίσεις:
Α. Η πρώτη προσέγγιση, η μαζικότερη και απόλυτα κυρίαρχη στη ρεφορμιστική αριστερά, είναι ο ακολουθητισμός στην πολιτική της κυβέρνησης, με τη λογική της εθνικής προσπάθειας και της αναβολής της ταξικής πάλης για μετά την κρίση. Πρόκειται για κλασική ρεφορμιστική συνταγή κάθε φορά που υπάρχει κάτι «επείγον», («εθνικά», κρίσεις, φυσικές καταστροφές κλπ.). Στην πράξη, αποδοχή των μέτρων και του υποτιθέμενα ουδέτερα επιστημονικού λόγου των κυβερνητικών επιτελείων. Η κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για τις 17 Νοέμβρη και η κινητοποίηση του ΚΚΕ αποδείχτηκαν μεμονωμένο περιστατικό, τελικά περισσότερο ζήτημα τιμής και οικοδόμηση άλλοθι για την προηγούμενη και κατοπινή ευθυγράμμιση με την κυβέρνηση (ενδεικτική η ακύρωση κάθε ιδέας για απεργία για τον προϋπολογισμό από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ). Η φαντασίωση διαφόρων για τη δυνατότητα δημιουργίας ενιαίου μετώπου με τα κοινοβουλευτικά κόμματα με αφορμή ένα κείμενο υπογραφών στο Πολυτεχνείο διαψεύστηκε σε λίγες εβδομάδες. Στην ίδια βασική γραμμή, χωρίς βέβαια τον ίδιο κοινοβουλευτικό κρετινισμό, κινείται και το -κυρίως προερχόμενο από το ΣΥΡΙΖΑ- κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που επιστράτευσε το σύνθημα “θα λογαριαστούμε μετά”.
Β. Η δεύτερη προσέγγιση, παρούσα σε ένα τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και των αυτόνομων, είναι η μονομερής επικέντρωση στην οριζόντια άρση των μέτρων, περιλαμβανομένου του πλήρους ανοίγματος της οικονομίας. Η άποψη αυτή μπορεί να συνδυάζεται με υποτίμηση της επικινδυνότητας του ιού, βάσει πρόχειρων και αμφίβολων σκόρπιων δεδομένων που επιστρατεύονται κατά το δοκούν, με συνωμοσιολογία ή/και με πλήρη παράκαμψη της σοβαρότητας του προβλήματος. Μπορεί να μοιάζει πιο αμφισβητησιακή και μαχητική από την πρώτη, και αφετηριακά ίσως είναι, ωστόσο εύκολα εγκλωβίζεται σε έναν αταξικό γενικόλογο και ατομικίστικο δικαιωματισμό, που δεν αγγίζει την ταξική ουσία των μέτρων ούτε την πραγματική αγωνία της εργατικής τάξης.
Εάν στην πρώτη περίπτωση έχουμε ευθυγράμμιση με την κρατική πολιτική, στη δεύτερη έχουμε στην πράξη μια μαχητική διεκδίκηση της επανεκκίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Όσο αντίθετες κι αν είναι οι προσεγγίσεις, μοιράζονται ότι το βασικό τους ζητούμενο είναι η επιστροφή στην ομαλότητα. Και οι δύο αρνούνται να διαγνώσουν το μέγεθος της κρίσης που αντιμετωπίζουν οι αστικές τάξεις, τα κράτη και οι κυβερνήσεις, και επομένως τις πιθανές ευκαιρίες που ανοίγονται για το εργατικό κίνημα.
Μια τρίτη προσέγγιση είναι ο περιορισμός σε συνδικαλιστικού τύπου αιτήματα, κατά βάση σωστά και χρήσιμα (ενίσχυση του συστήματος υγείας, προσλήψεις σε Υγεία και Εκπαίδευση, αποσυμφόρηση των ΜΜΜ με πολλαπλασιασμό των στόλων, λιγότεροι μαθητές ανά τμήμα, αντίσταση στις εργασιακές μεταρρυθμίσεις που ευνοούν το κεφάλαιο, συνδικαλιστικές ελευθερίες κλπ). Στη βάση αυτών των αιτημάτων μάλιστα έγιναν σημαντικές κινητοποιήσεις, στα Νοσοκομεία, έξω από Υπουργεία κ.ά. Όμως, η προσέγγιση αυτή στερείται στρατηγικής και δεν μπορεί να αποφύγει τρανταχτές αντιφάσεις, καθώς εγκλωβίζεται στην περιπτωσιολογία.
Η περίοδος είναι κρίσιμη και, ενώ φαντάζει στάσιμη, προκαλεί ταχείς μετασχηματισμούς συνειδήσεων. Επομένως, η πολιτική παρέμβαση είναι ιδιαίτερα κομβικής σημασίας και γι’ αυτό χρειαζόμαστε τα κατάλληλα πολιτικά και θεωρητικά όπλα. Υπάρχει σαφής κίνδυνος το κενό παρέμβασης της αριστεράς και των εργατικών οργανώσεων να το εκμεταλλευτεί η ακροδεξιά. Το γεγονός ότι προς το παρόν δεν το κάνει παρά πολύ μεμονωμένα δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Χρειαζόμαστε μια μαχητική και υλιστική προσέγγιση από ταξική σκοπιά, αυτό που απουσιάζει από τις περισσότερες προσεγγίσεις. Το πολιτικό επίδικο είναι πολύ βαθύτερο: η ανθρώπινη ζωή είναι για τους καπιταλιστές απλώς ένας «συντελεστής της παραγωγής» μεταξύ άλλων, όπως τα μηχανήματα ή οι πρώτες ύλες. Πρέπει να προστατευτεί μόνο μέχρι ενός σημείου. Η αναλωσιμότητα της εργατικής τάξης, ο κυνισμός και ο αυταρχισμός με τον οποίο αυτή αναδεικνύεται απαιτεί από τη μεριά μας την άρθρωση των άμεσων και μεταβατικών αιτημάτων που θα αναστρέφουν αυτή την κατάσταση, θα προστατεύουν τη ζωή, την υγεία και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και θα συμβάλλουν στο γκρέμισμα της δολοφονικής αστικής εξουσίας και του απαράβατου δόγματος της καπιταλιστικής παραγωγής.
Η φιλοδοξία της τοποθέτησής μας πρέπει να είναι η αξιοποίηση της όξυνσης των αντιθέσεων για νέες πιθανές εξεγερτικές καταστάσεις, για να πιάσουμε το νήμα των αγώνων της περιόδου 2008-2012. Όχι για να επανέλθουμε στην ομαλότητα, η οποία ήταν ούτως ή άλλως αβάσταχτη για την τεράστια κοινωνική πλειοψηφία. Διαλέγουμε την πλευρά της ιστορικής αισιοδοξίας (παρά τη δυσμενή κατάσταση) και όχι του φόβου και της αναδίπλωσης.
Υπό αυτό το πρίσμα τα αιτήματα που υποστηρίζουμε είναι:
Α. Όλα τα άμεσα αιτήματα που βγήκαν από τις διεκδικήσεις στους κλάδους που κινητοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα και έγιναν σε μεγάλο βαθμό κτήμα της εργαζόμενης πλειοψηφίας:
Προσλήψεις στην Υγεία σε κάθε τομέα και κλάδο, μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, ενίσχυση των Νοσοκομείων και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας
Ενίσχυση των ΜΜΜ με περισσότερα δρομολόγια, προκειμένου να μη λειτουργούν ως εστίες υπερμετάδοσης για τους εργαζόμενους
Δωρεάν διενέργεια τεστ για όλους τους εργαζόμενους, επιθετική ιχνηλάτηση του ιού
Καμία σκέψη για αναπλήρωση, και μάλιστα απλήρωτη, των αδειών που παίρνουν όσοι-ες εργαζόμενοι νοσήσουν στη δουλειά
Έλεγχος στις επιχειρήσεις που λειτουργούν για συμμόρφωση στη λήψη υγειονομικών μέτρων προστασίας των εργαζομένων, μέσα ατομικής προστασίας και καθαρισμό-αποστείρωση των χώρων
Προστασία των μαθητών-τριών και εκπαιδευτικών με αποσυμφόρηση των σχολικών αιθουσών. Άδειες ειδικού σκοπού για όλους τους απασχολούμενους που τη χρειάζονται, χωρίς προϋποθέσεις
Αποσυμφόρηση των στρατοπέδων, υγειονομικά μέσα και μοριακά τεστ για όλους τους φαντάρους
Κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης για πρόσφυγες και μετανάστες- τερματισμό του αίσχους του υγειονομικού απαρτχάιντ
Β. Όχι στην απαγόρευση και την ποινικοποίηση των ιδιωτικών, δηλαδή για μη παραγωγικούς και καταναλωτικούς σκοπούς, μετακινήσεων, που άλλωστε στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν έχουν σχέση με συνωστισμούς. Κατάργηση του ταπεινωτικού, παράλογου και εισπρακτικού συστήματος με τα sms. Όχι στη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας. Ο περιορισμός και η αποτροπή του συνωστισμού δεν μπορεί να επιφέρει τιμωρίες ποινικού ή εισπρακτικού χαρακτήρα.
Γ. Όχι στον περιορισμό της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και των διαδηλώσεων. Τα υγειονομικά μέτρα τα εγγυώνται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, όχι η κυβέρνηση που τους στέλνει στη δουλειά να πεθάνουν για το κέρδος των αφεντικών τους. Ο συνωστισμός δεν γίνεται στους δρόμους μεταξύ διαδηλωτών και απεργών, όπως αποδείξαμε ήδη πολλές φορές, αλλά στους μεγάλους εργασιακούς χώρους, τα ΜΜΜ και τα σούπερ μάρκετ.
Δ. Στις φάσεις έξαρσης, παύση της καπιταλιστικής παραγωγής πλην των άμεσα απαραίτητων τομέων (τρόφιμα, αποκομιδή απορριμμάτων, υγεία κλπ.). Γενική απεργία για να παύσει η παραγωγή. Μετακύλιση όλου του κόστους της παύσης της παραγωγής στους εργοδότες, με πλήρη καταβολή των μισθών κατά τη διάρκειά της. Το δικαίωμα στην εργασία είναι δικαίωμα στο εργατικό εισόδημα, όχι κάποια αφηρημένη ανάγκη δημιουργικότητας (την οποία ούτως ή άλλως η καπιταλιστική εργασία σκοτώνει). Δουλεύουμε για να ζούμε, δεν ζούμε για να δουλεύουμε, και πολύ περισσότερο δεν πεθαίνουμε για να δουλεύουμε.
Δεν είναι ούτε ανάγκη της εργατικής τάξης, ούτε σκοπός της αντικαπιταλιστικής αριστεράς το άνευ όρων άνοιγμα των μαγαζιών. Ζητούμε την εξασφάλιση ενός εγγυημένου εισοδήματος για τη διαβίωση των απασχολούμενων στις ατομικές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να δουλέψουν. Δεν υποθηκεύουμε όμως τη ζωή των εργαζομένων για να «δουλέψει η οικονομία». Στο βαθμό που η επιβίωση των επιχειρήσεων είναι ασύμβατη με τη ζωή, την υγεία και τα δικαιώματα των εργαζομένων, στεκόμαστε απερίφραστα δίπλα στους τελευταίους.
Ε. Καθολικός εμβολιασμός, έγκαιρα και ασφαλώς, και φάρμακα πραγματικά δωρεάν με ισότιμη πρόσβαση (το να τα αγοράσει το κράτος σε τιμή κέρδους δεν είναι δωρεάν, θα πληρωθεί από την εργατική τάξη με περικοπές). Το ζήτημα στον πυρήνα είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία. Κρατικοποίηση-επίταξη της ιδιωτικής υγείας και των φαρμακευτικών χωρίς αποζημίωση. Η φαρμακευτική βιομηχανία να είναι κρατικό μονοπώλιο συνιστά τον μόνο τρόπο να μην κατασπαταλώνται χρόνος και πόροι από τον ανταγωνισμό των εταιρειών. Ο κεντρικός σχεδιασμός, η δημόσια χρηματοδότηση, οργάνωση και καθοδήγηση της έρευνας μπορεί να απογειώσει τις παραγωγικές δυνατότητες παρασκευής, ελέγχου και μαζικής διάθεσης των εμβολίων και των φαρμάκων.
ΣΤ. Το ζήτημα που τελικά καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, λυδία λίθος μιας ταξικής εργατικής απάντησης, είναι το ποιος μπορεί να προστατεύσει τους εργαζόμενους και την κοινωνία, ποιος δικαιούται να αποφασίζει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να μην κινδυνεύσουν οι ζωές και η υγεία μας και να μην μπουν στο γύψο τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και οι πολιτικές ελευθερίες, δηλαδή η δυνατότητα της εργατικής τάξης να έχει λόγο για τον εαυτό της. Η απάντηση είναι οι ίδιοι-ες οι εργαζόμενοι-ες, ανεξάρτητα από την εξουσία και τα κελεύσματα των καπιταλιστών, των κυβερνήσεων, των σοφών του κράτους. Γι’ αυτό και η προσέγγισή μας γίνεται από ταξική σκοπιά κι όχι από αυτή μιας γενικής επίκλησης αταξικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, στην οικονομία και στην ίδια την υγειονομική και πολιτική διαχείριση της πανδημίας είναι ο μόνος βιώσιμος δρόμος. Η εργατική τάξη πάντα κρατάει την κοινωνία όρθια, να κρατήσουμε όρθια την εργατική τάξη.
Μια προσέγγιση σαν την παραπάνω έχει αξία ανεξαρτήτως του πόσο γρήγορα θα υποχωρήσει η πανδημία. Η καπιταλιστική κρίση δεν θα υποχωρήσει μαζί με τον ιό, αντιθέτως η βαθύτερη φάση της ακολουθεί. Ο ταξικός συσχετισμός που θα διαμορφωθεί σήμερα θα είναι καθοριστικός και για αύριο. Το ποια μέτρα θα μείνουν και ποια θα φύγουν, το ποια τάξη θα πληρώσει την κρίση, θα καθοριστεί από τους αγώνες της επόμενης, αλλά και της σημερινής μέρας. Ακόμα περισσότερο, το αν και αυτή η κρίση οδηγήσει σε μια αναστήλωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας ή σε μια αμφισβήτηση και τελικά ανατροπή του καπιταλισμού θα καθοριστεί από τους αγώνες αλλά και τη στρατηγική των οργανώσεων της εργατικής τάξης, και ιδίως της επαναστατικής αριστεράς, και η στρατηγική αυτή πρέπει να χαραχτεί σήμερα, και όχι «μετά».