Η δεξιά μετατόπιση του κέντρου βάρους του εκλογικού σώματος στις εκλογές του Μαΐου είναι ένα στιγμιότυπο πολιτικής αντίδρασης. Εκλογικά, η νίκη της ΝΔ βασίστηκε στα συντριπτικά της ποσοστά στη μικροαστική τάξη, αλλά και στη διεύρυνση της επιρροής της και στην εργατική τάξη, παρότι πιθανότατα δεν πλειοψήφησε στους οργανωμένους της τομείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Βασίστηκε επίσης σε μια εξατομικευμένη λογική και μια συντηρητική εκλογική συμπεριφορά που επικράτησε σε διευρυμένες μερίδες των φτωχότερων στρωμάτων. Το φαινόμενο αυτό, όμως, απαιτεί εξήγηση και όχι αναθέματα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ υλοποίησε, όπως και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για λογαριασμό της αστικής τάξης. Με συνέπεια και σχέδιο επιτέθηκε στο βιοτικό επίπεδο, στα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα, στις κατακτήσεις των εργαζομένων και των καταπιεσμένων: λιτότητα, βαριά φορολογία στη λαϊκή κατανάλωση ̇ ιδιωτικοποίηση και διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης ̇ ελαστικοποίηση της εργασίας (κατάργηση 5μερου – 8ωρου) ̇ νέοι περιορισμοί στο δικαίωμα στην απεργία, ηλεκτρονικό φακέλωμα σωματείων. Στις δημόσιες υπηρεσίες και τους κρίσιμους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης συνέχισε την πολιτική της λιτότητας και των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων: ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος και της αξιολόγησης – πειθάρχησης των δημοσίων υπαλλήλων, των εκπαιδευτικών, των υγειονομικών. Η συγκάλυψη και οι αποφυλακίσεις εγκληματιών, το ακαταδίωκτο των κάθε λογής «αρίστων», συνοδεύτηκε από την ασφυκτική επιτήρηση και καταστολή των καταπιεσμένων: εκκενώσεις καταλήψεων ̇ κατάργηση πανεπιστημιακού ασύλου ̇ απαγόρευση κυκλοφορίας στην πανδημία ̇ περιορισμός και απαγόρευση διαδηλώσεων ̇ πανεπιστημιακή αστυνομία.
Ακόμα πιο φονική ήταν η επίθεση σε πρόσφυγες και μετανάστες/στριες: άρνηση της ανθρώπινης ιδιότητάς τους ̇ καταπάτηση κάθε έννοιας ανθρώπινου δικαιώματος ̇ περισσότεροι φράχτες, συνοριοφύλακες, θαλάσσιες περιπολίες, στρατός, αστυνομία, «εθελοντές» ξενηλάτες ̇ επαναπροωθήσεις στο πέλαγος, απαγωγές και απελάσεις ̇ εγκλεισμός σε «κλειστά» κέντρα «φιλοξενίας» ̇ ξήλωμα των υποστηρικτικών δομών.
Ωστόσο η χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας λόγω πανδημίας, επέτρεψε πολιτικές ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, που μεταφράστηκαν ανάμεσα σε άλλα και σε μεγάλα πακέτα οικονομικής ενίσχυσης προς τις επιχειρήσεις. Έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε τη δυνατότητα να κυβερνήσει με μια σειρά με επιδοματικών πολιτικών και χωρίς κάποιο μεγάλο πρόγραμμα περικοπών. Η “έξοδος” από τα μνημόνια επέτρεψε ένα ορισμένο ξεπάγωμα των προσλήψεων στο δημόσιο, ενώ μετά την πανδημία η σχετική αναθέρμανση της οικονομίας οδήγησε σε μείωση της ανεργίας, με επισφαλείς βέβαια θέσεις εργασίας.
Επιπλέον, οι νέες κρίσεις (υγειονομική, πληθωριστική, ενεργειακή, επισιτιστική, πόλεμος κλπ) αφορούσαν συνολικά τη “δύση” ή και τον κόσμο συνολικά. Με αποτέλεσμα η κυβέρνηση της ΝΔ να μην χρεωθεί την ευθύνη αυτή καθεαυτή αυτών των κρίσεων, αλλά μόνο την ευθύνη για την αντιμετώπισή τους. Με την πολύ πρόσφατη εμπειρία να έχει αποδείξει ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΠΑΣΟΚ θα τις αντιμετώπιζαν με ουσιαστικά διαφορετικό τρόπο.
Από την άλλη, η ΝΔ εφάρμοσε χωρίς περιστροφές και ναι μεν αλλά την πολιτική του “ανήκομεν εις την δύση”. Τεράστια ποσά κατευθύνθηκαν προς την εξοπλιστική βιομηχανία των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Ανανεώθηκε επ’ αόριστον η παραμονή των αμερικανικών βάσεων ενώ παραχωρήθηκαν νέες βάσεις και λιμάνια. Πρώτη από όλους έστειλε όπλα στην κυβέρνηση Ζελένσκι εμπλέκοντας τη χώρα στον πόλεμο της Ουκρανίας. Για να κρατήσει το πάνω χέρι και την εύνοια του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ στον ανταγωνισμό της με την τουρκική αστική τάξη στο αιγαίο και την ανατολική μεσόγειο συμμαχεί με το ρατσιστικό κράτος του Ισραήλ κάτω από τα φτερά του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Η ΝΔ διαθέτει μεγαλύτερη ενότητα και αυτοπεποίθηση. Αυτή τη στιγμή έχει τη σαφή υποστήριξη των σημαντικότερων μερίδων της αστικής τάξης. Έχει κερδίσει τη μεγάλη πλειοψηφία της μικροαστική τάξης. Επιπλέον με την εθνικιστική και αντιμεταναστευτική πολιτική της έχει συσπειρώσει μεγάλο μέρος της εθνικιστικής, ξενοφοβικής, ρατσιστικής ψήφου.
Ωστόσο η σημαντικότερη πολιτική μεταβολή, και με αυτή την έννοια το κεντρικό γεγονός των εκλογών, είναι η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία πιθανότατα σηματοδοτεί και την ιστορική του ήττα. Η κατάρρευση αυτή είναι απότοκος της παταγώδους αποτυχίας της «πρώτη φορά Αριστεράς». Υπήρξε το αναμενόμενο κόστος της στρατηγικής των αριστερών κυβερνήσεων ταξικής συνεργασίας και της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους θεσμούς. Της ανύπαρκτης αντιπολίτευσης σε όλη την τετραετία Μητσοτάκη. Μιας αφηρημένης προεκλογικής εκστρατείας μακρυά από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνικής πλειοψηφίας, προσανατολισμένη εξολοκλήρου στο να κερδίσει τη “μεσαία τάξη” και τους “μένουμε Ευρώπη” βάζοντας στα ψηφοδέλτιά του ακόμα και πρώην στελέχη της ΝΔ όπως ο Αντώναρος. Σε αυτούς υποσχέθηκε ότι θα “γίνουμε Ευρώπη”. Ο Τσίπρας συναντήθηκε με τον γερμανό καγκελάριο Σολτς και μας είπε ότι πήρε την ευλογία του. Η κριτική στην κυβέρνηση ήταν από την σκοπιά της αφηρημένης υπεράσπισης των αστικών θεσμών, του κοινοβουλευτισμού και της “δημοκρατίας”, ενώ στο κέντρο της αντιπολιτευτικής του τακτικής βρέθηκαν οι υποκλοπές.
Δίκαια λοιπόν τα οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, οι νεολαία, οι καταπιεσμένοι και οι καταπιεσμένες του γύρισαν την πλάτη. Η οργή για τα Τέμπη, τον αυταρχισμό και την κατάρρευση του συστήματος υγείας κατά την πανδημία, τον πληθωρισμό κλπ., δεν μεταφράστηκε σε εκλογική στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα μεγάλο τμήμα, ακόμα και της εργατικής τάξης, προσήλθε στην κάλπη με τη λογική του μικρότερου κακού, αυτό δηλαδή που τον καλούσε να κάνει και η καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ – μόνο που, με αυτή ακριβώς τη λογική, ψήφισε Μητσοτάκη.
Το ΠΑΣΟΚ ανέβασε λίγο τα ποσοστά του και διεκδικεί την ηγεμονία στην ηττημένη Κεντροαριστερά. Ολόκληρη η στρατηγική του είναι να ξεπεράσει εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ και να αναδειχθεί ως ο βασικός αντίπαλος της ΝΔ. Ωστόσο, όπως και να εξελιχθεί αυτή η αντιδικία είμαστε πολύ μακριά από το να αποτελέσει και πάλι τον δεύτερο πόλο σε κάτι που μοιάζει με τον παλιό δικομματισμό.
Συνολικά η Αριστερά βγαίνει γενικά ενισχυμένη, περιλαμβανομένης και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το γεγονός αυτό έχει σημασία για τους αγώνες που θα έρθουν. Από την άλλη, όμως, το ισχυρότερο κέντρο της, το ΚΚΕ, παρά τη βερμπαλιστική αριστερή του στροφή τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να παίζει τον ρόλο του αναχώματος και τους αγώνες. Μια ενδεχόμενη ηγεμονία του στο εργατικό κίνημα θα είχε σημαντικό κόστος. Πάντως, η αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ είναι στην πραγματικότητα απλώς η ανάκτηση ενός τμήματος των απωλειών που είχε μετά το 2012, και τα ποσοστά του βρίσκονται ακόμα αρκετά πίσω από τα σκορ του κατά την περίοδο 2004-2012.
Η Ακροδεξιά βγαίνει επίσης σχετικά ενισχυμένη, χωρίς όμως κάποιο άλμα, διασπασμένη και ανίκανη προς το παρόν να διεκδικήσει ηγεμονία στον συντηρητικό χώρο. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν διαθέτει προς το παρόν τίποτα συγκρίσιμο με τη Χρυσή Αυγή σε οργανωμένες και μαχητικές δυνάμεις. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η δυνατότητα να ανακάμψει το φασιστικό φαινόμενο, καθώς ο εθνικισμός, ο υπερσυντηρητισμός, ο αντιμεταναστευτικός ρατσισμός, ο μισογυνισμός και ο ανορθολογισμός δημιουργούν ευνοϊκό έδαφος, ιδίως ανάμεσα στα πιο εξατομικευμένα τμήματα του πληθυσμού.
Η επιβλητική επικράτηση της ΝΔ τρομάζει και απογοητεύει τμήματα της πρωτοπορίας και της συνειδητής εργατικής τάξης. Ωστόσο είναι επιπόλαιο η δεξιά μετατόπιση της εκλογικής συμπεριφοράς των μαζών να μεταφραστεί ως ιδεολογική στροφή της κοινωνίας προς τα δεξιά. Η πραγματική κατάσταση είναι αντιφατική κι εμπεριέχει στοιχεία πόλωσης.
Αφ’ ενός, οι επιπτώσεις της ανανεωμένης κρίσης του καπιταλισμού και η αλματώδης αύξηση των επιτοκίων (που οδήγησε σε καταρρεύσεις τραπεζών) αναμένεται να έχουν σύντομα πολύ βαθύτερα αποτελέσματα που θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση και ύφεση την οικονομία. Η επάνοδος στην αυστηρότητα του συμφώνου σταθερότητας θα περιορίσουν σημαντικά την όποια δυνατότητα του Μητσοτάκη να κατευνάζει την οργή με pass, επιδοτήσεις και υποσχέσεις προσλήψεων.
Τα επιτελεία όλων των αστικών κομμάτων γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα σπασμένα της πανδημίας, οι κυρώσεις, ο πόλεμος, τα ψηλά επιτόκια, αναπόφευκτα οδηγούν σε νέα σκληρά μέτρα λιτότητας – και όλοι τους είναι πρόθυμοι να τα επιβάλουν προκειμένου να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα του συστήματος στο οποίο είναι αφοσιωμένοι.
Στην κρίση, ο δρόμος για την αστική τάξη είναι ένας και γνωστός: λιτότητα, αύξηση της εκμετάλλευσης, κοινωνικός κανιβαλισμός και βαρβαρότητα. Και ο τρόπος για να επιβληθούν όλα αυτά είναι επίσης γνωστός: εργοδοτική ασυδοσία και κρατική βία. Αυτό θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα, αλλά αυτό θα έχει να διαχειριστεί και η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ χωρίς την προστασία μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης που να απορροφά τη δυσαρέσκεια.
Αφετέρου, η πρόσφατη ανάκαμψη των κινημάτων μπορεί σύντομα να αλλάξει τα δεδομένα. Δεν έχει ακόμα ορατό πολιτικό αποτύπωμα. Από τη μία γιατί χρειάζεται χρόνος ωρίμανσης, ενώ από την άλλη έπαιξε καθοριστικό ρόλο και η κατευναστική πολιτική και εκλογικού κρετινισμού των ρεφορμιστικών ηγεσιών (ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ΚΚΕ, ΜεΡΑ25), που εξασφάλισαν συνθήκες πολιτικής «ομαλότητας» στην προεκλογική περίοδο.
Όμως, η επανεμφάνιση των κινημάτων παραμένει ένα γεγονός που δεν μπορεί να σβηστεί. Μετά το έγκλημα στα Τέμπη, εκατοντάδες χιλιάδες βγήκαν στον δρόμο, απήργησαν, κατέλαβαν τα σχολεία και τις σχολές τους. Διαδήλωσαν ενάντια στο ξεχαρβάλωμα των υποδομών, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Ήταν η συνέχεια και το επιστέγασμα των αγώνων που έσπασαν την απαγόρευση των διαδηλώσεων και απέτρεψαν την εγκατάσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας ̇ του αντιφασιστικού κινήματος και της μεγαλειώδους συγκέντρωσης έξω από το εφετείο ̇ των νικηφόρων αγώνων της efood και της Cosco ̇ της πάλης ενάντια στην αξιολόγηση και την κρατική χειραγώγηση ̇ του κινήματος των καλλιτεχνών ̇ των αγώνων ενάντια στην πατριαρχία, στις γυναικοκτονίες, στους βιασμούς.
Δεν πρόκειται όμως για ελληνικό μόνο φαινόμενο. Το κίνημα αυτό βρήκε αντίστοιχα παραδείγματα στις μεγάλες απεργίες στη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία. Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στην Ευρώπη και όλο τον κόσμο παλεύουν για αυξήσεις στους μισθούς, οι οποίοι διαβρώνονται από την ακρίβεια. Παλεύουν για ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων υγείας και αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Η Γαλλία δείχνει το δρόμο, με τις μεγαλύτερες εδώ και χρόνια διαδηλώσεις και απεργίες ενάντια στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.
Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν βρίσκεται σήμερα σε ανοιχτή πολιτική κρίση, όπως κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, η σημερινή σταθερότητα δεν έχει βάθος. Το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι θρυμματισμένο και μεταβαλλόμενο. Οι οικονομικές συνθήκες και τα πολιτικά δεδομένα κυοφορούν νέα αστάθεια. Ενώ όταν η ΝΔ φθαρεί, δεν υπάρχει έτοιμο εναλλακτικό όχημα διακυβέρνησης για την αστική τάξη.
Η πραγματιστική ψήφος στις εκλογές δεν δείχνει εμπιστοσύνη στο σύστημα. Οι εμπειρίες των μνημονιακών χρόνων και των μεγάλων κοινωνικών αγώνων δεν εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. Η αστική δημοκρατία δεν έχει την αίγλη που είχε – ένας επιπλέον λόγος που ήταν εντελώς κούφια και αναποτελεσματική η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, που επικεντρώθηκε αποκλειστικά σε μια αφηρημένη προσπάθεια προσέλκυσης της “μεσαίας τάξης” και του “πολιτικού κέντρου” και υπεράσπιση των δημοκρατικών παραδόσεων, με ιστορικές αναφορές που δεν συγκινούν κανέναν.
Αν και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ανοιχτή πολιτική κρίση, ωστόσο είναι καταφανής η κρίση ηγεμονίας στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Δεν θα υπάρχει «δικαιωματικά» προνομιακός πολιτικός εκπρόσωπος των κινημάτων στις επόμενες εκλογές, όπως αυτόκλητα χρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012. Όπως απέδειξε «η πρώτη φορά αριστερά», οι διαχειριστικές πολιτικές προτάσεις και οι τεχνοκρατικοί ακροβατισμοί που προτείνουν ΜΕΡΑ25 – ΛΑΕ οδηγούν στην ήττα. Ούτε η πολιτική του ΚΚΕ αποτελεί διέξοδο: η κοινοβουλευτικού τύπου αντιπολίτευση, το γραφειοκρατικό πατρονάρισμα σωματείων και συλλόγων, η άρνηση της αυτοοργάνωσης των αγώνων, οι διασπαστικές τακτικές στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα, ο περιορισμός των διεκδικήσεων στα πλαίσια του «εφικτού» και των μορφών πάλης στο πλαίσιο της νομιμότητας, η πατριωτική ρητορική που υποτάσσει τα ταξικά συμφέροντα των εργαζομένων στα «εθνικά» συμφέροντα της αστικής τάξης – όλα αυτά κάνουν τελείως κούφια τη μεγαλόστομη ρητορική του κόμματος.
Παράλληλα, είναι εμφανής η απουσία ενός ηγεμονικού σχεδίου και στην αντικαπιταλιστική αριστερά. Το σχέδιο του ΜεΡΑ25 ναυαγεί, όπως προηγουμένως είχε ναυαγήσει αυτό της ΛΑΕ, και είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψει στις δεύτερες εκλογές – και με αυτό τον τρόπο ναυαγούν και τα σχέδια των αντικαπιταλιστών που επέλεξαν την ένταξη ή στήριξη σε αυτά τα «πλατιά» ρεφορμιστικά κόμματα. Η Πλεύση Ελευθερίας έχει τραβήξει πολύ μακριά στο δρόμο του ανορθολογικού εθνικιστικού λαϊκισμού για να μπορεί να συσπειρώσει το δυναμικό της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Υπάρχει μόνο ένας τρόπος η εμφανής πλέον αποτυχία και ήττα όλων αυτών των πολιτικών σχεδίων να μην οδηγήσει σε ήττα το ίδιο το κίνημα. Και αυτός είναι η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος με τη σημαντική ενίσχυση των αντικαπιταλιστικών – επαναστατικών δυνάμεων μέσα σε αυτό.
Μόνο η ενίσχυση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών. Μόνο η ενοποίηση των αγώνων πάνω σε ένα ταξικό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, μπορεί να αμφισβητήσει την πολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου. Για να διαδοθεί ένα πολιτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει:
– Γενναία αύξηση των μισθών με ταυτόχρονη μείωση των ωρών εργασίας.
– Ολική επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων.
– Αποκατάσταση και επέκταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
– Προστασία της εργασίας, απαγόρευση των απολύσεων, έλεγχος της αγοράς εργασίας.
– Μαζικές δημόσιες επενδύσεις στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην ασφάλιση, στην κοινωνική πρόνοια, σε ζωτικής σημασίας υποδομές.
– Μαζικές δημόσιες επενδύσεις για την προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος.
– Σεβασμό στα δικαιώματα όλων των ανθρώπων ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, θρησκεία, σεξουαλικό προσανατολισμό.
– Αφοπλισμό της αστυνομίας και κατάργηση των ΜΑΤ, ΥΑΤ, ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ, ΔΡΑΣΗ.
– Σύνορα ανοιχτά. Άσυλο, στέγη, εκπαίδευση και χαρτιά για πρόσφυγες και μετανάστες.
– Διεθνιστική πολιτική ειρήνης και συνεργασίας των λαών, στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο.
Προϋπόθεση για να γίνουν αυτά είναι η κοινωνικοποίηση κάτω από εργατικό έλεγχο της παραγωγής των βασικών αγαθών, των υποδομών, των ΜΜΕ, του τραπεζικού συστήματος, χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών ̇ ο έλεγχος των εργαζομένων στην οικονομία και στους θεσμούς της διοίκησης ̇ η απαλλοτρίωση όσων επιχειρήσεων κλείνουν ̇ η σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, η επαναστατική ρήξη και έξοδος από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και όλους τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.
Αυτό το πρόγραμμα μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από μια εργατική εξουσία την οποία θα έχει εγκαταστήσει, θα ελέγχει και θα ανακαλεί η ίδια η εργατική τάξη, αυτοοργανωμένη σε επιτροπές βάσης στις γειτονιές και τους χώρους δουλειάς. Από αντικαπιταλιστικές επαναστατικές δυνάμεις που θα στηρίζονται στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης.
Την πολιτική έκφραση μιας τέτοιας αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής κι επαναστατικής δύναμης παλεύουμε να οικοδομήσουμε στο πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μια δύναμης που η προοπτική της θα ξεπερνάει τα πλαίσια της διαχειριστικής, ρεφορμιστικής, σταλινικής και πατριωτικής αριστεράς και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Που θα παλεύει για την αυτοοργάνωση και ενότητα του εργατικού κινήματος πάνω στο αντικαπιταλιστικό – επαναστατικό πρόγραμμα.
Σε αυτές τις συνθήκες, η αντοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως σημείου αναφοράς, έχει μεγάλη σημασία. Η ποσοστιαία άνοδός της δεν δικαιολογεί αυτοαναφορικούς πανηγυρισμούς, και δεν αντιστοιχεί καν στην πραγματική της επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα. Ωστόσο, δεν είναι αμελητέα, ειδικά αν συνυπολογιστεί η αποχώρηση σημαντικών αριθμητικά οργανωμένων δυνάμεων από το μέτωπο. Δείχνει ότι ο χώρος αυτός εξακολουθεί να είναι μακράν η πιο ορατή ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική συσπείρωση, και άρα δεν μπορεί να υπάρξει σχέδιο οικοδόμησης μιας ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που να τον αγνοήσει.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελείται από οργανώσεις και αγωνιστές και αγωνίστριες που συμμετέχουν με συνέπεια και έχουν καθοριστικό ρόλο σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο, τον πόλεμο, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την καταπίεση κάθε είδους. Παρά τα (ουκ ολίγα) προβλήματα και ταλαντεύσεις, αποτελεί τη μακροβιότερη ενωτική προσπάθεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που διαρκεί σχεδόν 15 χρόνια.
Η στήριξη μιας τέτοιας προοπτικής στις εκλογές είναι η μόνη ψήφος που δεν είναι χαμένη. Τίποτα δεν πρόκειται να κερδίσουμε με τη λογική του μικρότερου κακού, όπως τίποτα δεν κερδίσαμε έως τώρα. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει με έναν περισσότερο ή έναν λιγότερο βουλευτή που θα κατεβάζει επερωτήσεις στη Βουλή ή αν η πλεύση ελευθερίας θα μπει στο κοινοβούλιο. Τίποτα δεν πρόκειται να βελτιωθεί απέχοντας. Στις εκλογές χρειάζεται να δοθεί το μήνυμα ότι ενισχύεται το πιο συνειδητό και αποφασισμένο ρεύμα του εργατικού κινήματος ̇ να ανεβεί η αυτοπεποίθηση των αντικαπιταλιστών αγωνιστών και αγωνιστριών, γιατί αυτοί και αυτές θα αποτελέσουν την προμετωπίδα των αγώνων την επόμενη μέρα.
Καλούμε εργαζόμενους, νεολαία, γυναίκες, πρόσφυγες και μετανάστες, τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, όλους τους/ τις καταπιεσμένους/ες να πυκνώσουν τις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να παλέψουμε μαζί στους αγώνες και στις κάλπες.