Ένας σύντομος απολογισμός, 09 Σεπτέμβρη 2022
Το υπόβαθρο
Τον Ιούνιο, η διοίκηση του νοσοκομείου “Ευαγγελισμός” αρνήθηκε την ανανέωση της σύμβασης του ειδικευόμενου ορθοπαιδικού σε παράταση Νικόλα Σκούφογλου. Η διαδικασία της ανανέωσης υπό φυσιολογικές συνθήκες γίνεται ουσιαστικά αυτοδίκαια για όσους το επιθυμούν. Ωστόσο, στην περίπτωση του Νικόλα Σκούφογλου, του ανακοινώθηκε από τηλεφώνου η άμεση διακοπή της σύμβασής του, χωρίς καμία απολύτως αιτιολόγηση. Πέραν του τυπικού μέρους, το οποίο αποδείχτηκε έωλο, στην ουσία πρόκειται για μια ακραία στοχευμένη ενέργεια, πρόκειται για εκδικητική απόλυση.
Ο λόγος είναι ότι ο ΝΣ, συνδικαλιστής της ΑΡΣΥ και μέλος της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από πέρσι είχε βρεθεί στο στόχαστρο της διοίκησης, επειδή εξέθεσε στον τότε Αναπληρωτή Διοικητή τα πολλά προβλήματα υποστελέχωσης και έλλειψης μέτρων ασφάλειας στο Νοσοκομείο. Το αποτέλεσμα ήταν να του επιβληθεί πρόστιμο για “επιθετική και απρεπή” συμπεριφορά. Η στοχοποίηση και η δίωξη ήταν καθαρά πολιτική. Στο πρόσωπο του ΝΣ, ο διοικητής προσπαθεί να τιμωρήσει τις φωνές που σηκώνονται για να καταδείξουν την εγκληματική έλλειψη στοιχειωδών χώρων και εξοπλισμού, που ασκούν κριτική στον αυταρχισμό της διοίκησης. Στο πλευρό της διοίκησης η κυβέρνηση, η οποία στοχεύει στην πλήρη υποβάθμιση του μεγαλύτερου νοσοκομείου της χώρας στο πλαίσιο της διάλυσης της Δημόσιας Υγείας και της επιβολής του πιο ιδιωτικοποιημένου και λιγότερο προσβάσιμου “νέου ΕΣΥ”. Είναι μια πολιτική δίωξη που στοχοποιεί τον πολιτικό χώρο που τηρεί ασυμβίβαστη στάση μέσα στα νοσοκομεία, ενάντια στον κυβερνητικό συνδικαλισμό ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μακριά από τον ανώδυνο, γενικόλογο και κατευναστικό συνδικαλισμό της ΕΣΑΚ/ΠΑΜΕ.
Ο αγώνας
Μέσω της συνδικαλιστικής παράταξης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της Επιτροπής Αλληλεγγύης που συστάθηκε, ο αγώνας για την ακύρωση της απόλυσης του ΝΣ απευθύνθηκε εξαρχής σε όλο το εργατικό κίνημα. Όλα τα αρμόδια σωματεία, ομοσπονδίες και σύλλογοι των υγειονομικών (ΣΕΝΕ, ΕΙΝΑΠ, ΟΕΝΓΕ, ΠΟΕΔΗΝ, ΙΣΑ) τοποθετήθηκαν με σαφήνεια υπέρ του απολυμένου ιατρού κι απαίτησαν την επαναπρόσληψή του. Συγκεντρώθηκαν ακόμα δεκάδες αποφάσεις Σωματείων και Ομοσπονδιών, από άλλους εργατικούς χώρους, φοιτητικών συλλόγων και αγωνιστικών συλλογικοτήτων, και χιλιάδες υπογραφές συναδέλφων ιατρών, συνδικαλιστών, φοιτητών και εργαζομένων. Ένα μεγάλο τμήμα των οργανώσεων της εργατικής τάξης, από την κατειλημμένη ΒΙΟΜΕ μέχρι την ΑΔΕΔΥ, πήρε πάνω του τον αγώνα, επειδή είδε σε αυτόν όχι μόνο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων ενός εργαζόμενου, αλλά και την υπεράσπιση του δημόσιου αγαθού της Υγείας. Ταυτόχρονα, δόθηκε η μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα στο θέμα.
Σε κινηματικό επίπεδο, οργανώθηκε μια σειρά κινητοποιήσεων με στάση εργασίας του Σωματείου του Ευαγγελισμού (ΣΕΝΕ) και, αργότερα, της ΕΙΝΑΠ. Στις κινητοποιήσεις εκφράστηκε η οργή των εργαζόμενων για τα εξαντλητικά ωράρια στα οποία έχουν υποχρεωθεί για μήνες, ειδικά από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά, για τις ελλείψεις σε βασικά μέσα προστασίας και εξοπλισμό, που αυξάνουν την ταλαιπωρία και τον κίνδυνο για εργαζόμενους και ασθενείς, για τον αυταρχισμό της διοίκησης, που έχει στήσει μηχανή κλήσεων σε απολογία, επιπλήξεων και ποινών στους εργαζόμενους και συμπεριφέρεται σαν να της ανήκει το Νοσοκομείο.
Η έκβαση
Η επίμονη κινητοποίηση δημιούργησε πολιτικό πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία. Η συνεχιζόμενη πίεση οδήγησε σε σύγκρουση μεταξύ κομματικών και κυβερνητικών στελεχών (διότι οι διοικήσεις των Νοσοκομείων και των Υγειονομικών Περιφερειών είναι κυβερνητικές θέσεις). Ο ιεραρχικά ανώτερος του Διοικητή υποχρεώθηκε, υπό το βάρος των κινητοποιήσεων και της δημοσιότητας, να ακυρώσει την απόφαση της απόλυσης. Ο Διοικητής του Νοσοκομείου υποχρεώθηκε σε ελιγμό, αποδεχόμενος αναγκαστικά την ακύρωση της απόλυσης, αλλά δηλώνοντας ότι δεν υπάρχουν θέσεις στο Νοσοκομείο. Το τελευταίο, εκτός από προκλητικό και επικίνδυνο (σε μια εποχή αποψίλωσης του ΕΣΥ, ο Διοικητής δηλώνει εγγράφως ότι δεν υπάρχουν κενά στο μεγαλύτερο Νοσοκομείο της χώρας), είναι και παραδοχή ήττας, αφού έτσι άνοιξε ο δρόμος ώστε ο ΝΣ να επαναπροσληφθεί και να τοποθετηθεί σε άλλο Νοσοκομείο της Αθήνας, παραμένοντας στο ΕΣΥ. Η λυσσαλέα προσπάθεια του Διοικητή να διώξει έναν αγωνιζόμενο ιατρό από το ΕΣΥ γελοιοποιήθηκε.
Ορισμένα συμπεράσματα
Η επαναπρόσληψη του ΝΣ δείχνει ότι ο δρόμος για να πετυχαίνουμε νίκες είναι ο ανυποχώρητος αγώνας και η ολομέτωπη σύγκρουση, μακριά από τη λογική των διαπραγματεύσεων και του κατευνασμού με τη μάταιη ελπίδα να πέσει κανείς στα μαλακά. Η εργοδοσία και οι κυβερνήσεις δεν παίρνουν από παρακάλια, καταλαβαίνουν μόνο τη γλώσσα της δύναμης. Το καθοριστικό στοιχείο στον αγώνα για την επαναπρόσληψη του ΝΣ είναι πως η υπόθεσή του έγινε υπόθεση του κινήματος, συγκεντρώνοντας όχι μόνο την αλληλεγγύη των εργαζομένων του κλάδου, αλλά και τη συμπάθεια και συμπαράσταση άλλων εργαζομένων και καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας, που βλέπουν τι έχουν προσφέρει οι εργαζόμενοι υγειονομικοί και καταλαβαίνουν τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής διάλυσης της δημόσιας Υγείας.
Η νίκη επετεύχθη απέναντι στη ρουσφετολογική στάση της ΔΑΚΕ, που ήθελε να προβάλει ότι μπορούσε να “καθαρίσει” με τις διασυνδέσεις της, αλλά και στη λογική του ΠΑΜΕ, που στην αρχή μιλούσε για αποκλειστικά νομική οδό, στη συνέχεια σύρθηκε, όντας η πρώτη δύναμη στο σωματείο του Νοσκοκομείου, για να προσπαθήσει πολύ σύντομα να απεμπλακεί, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι πολύ διστακτικό στην υποστήριξη συναδέλφων που είναι μέλη άλλων πολιτικών χώρων και δεύτερον γιατί δεν θέλουν να σπάσουν το μορατόριουμ με τη διοίκηση. Δεν παύει, ωστόσο, αυτές οι δυνάμεις να εκπροσωπούν σωματεία εργαζομένων, και η στάση απέναντί τους πρέπει να συνδυάζει την ανοιχτή κριτική στον ρόλο τους με την απαίτηση να προκηρύσσουν κινητοποιήσεις, όπως έχει υποχρέωση να κάνει η ηγεσία ενός σωματείου – αυτό απαιτήσαμε με επιτυχία και από τον ΣΕΝΕ και από την ΕΙΝΑΠ. Στη δράση αλλάζουν οι συσχετισμοί και οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες ξεπερνούν τους περιορισμούς της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Οι μόνοι ικανοί να πετύχουν νίκες είναι οι ίδιοι εργαζόμενοι με την οργάνωση, τον αγώνα και την αλληλεγγύη τους. Τίποτα δεν μας παραχωρείται, μόνο κερδίζεται. Οι διαδρομισμοί και οι μυστικές συνεννοήσεις των κυβερνητικών συνδικαλιστών, αλλά και του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού, που πάντα αναζητεί συμβιβασμό και εκτόνωση, είναι παγίδες. Δεν έχουμε να κερδίσουμε τίποτα από αυτά.
Σε μια εποχή που η οργή ενάντια στους κυβερνητικούς και κρατικούς σχεδιασμούς ξεχειλίζει, είναι σημαντικό να υπάρχουν νίκες στους εργασιακούς χώρους, έστω μικρές και μερικές. Κάθε απόλυση που ανακαλείται είναι εξαιρετικά σημαντική παρακαταθήκη για τους μελλοντικούς μεγαλύτερους αγώνες, γιατί τονώνει την ταξική αυτοπεποίθηση και διαλύει την εικόνα του παντοδύναμου που θέλει να έχει η εργοδοσία. Δείχνει ότι, όταν οι εργαζόμενοι παλεύουν και βασίζονται στις ίδιες τους τις δυνάμεις, μπορούν να προκαλούν πολιτική κρίση σε μια κυβέρνηση που κατά τα άλλα μπορεί να φαντάζει άτρωτη και να επιβάλλουν το δίκιο τους στα αφεντικά, χωρίς να φοβούνται τη δύναμη και τους εκβιασμούς τους.
Αυτός είναι ο αναντικατάστατος ρόλος του μαχητικού συνδικαλισμού, που καταδεικνύει τη σημασία της οργάνωσης σε κάθε χώρο εργασίας, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σχολή. Είναι όμως και ο αναντικατάστατος ρόλος της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, που δεν κάνει απλώς γενικόλογη προπαγάνδα και ζύμωση, αλλά δίνει συγκεκριμένες νικηφόρες μάχες, και ταυτόχρονα διαχωρίζεται από τον ρεφορμισμό και τις συμβιβασμένες και συμβιβαστικές ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Δεν διαχωρίζεται μόνο στα συνθήματα αλλά και στο πραγματικό στρατηγικό περιεχόμενο της πάλης: την ενίσχυση της ταξικής μαχητικότητας και αυτοπεποίθησης, ώστε κάθε μικρή και επιμέρους νικηφόρα μάχη να γίνει ανατρεπτικός κοινωνικός και πολιτικός αγώνας. Αυτή η αριστερά είναι πραγματικά χρήσιμη, ακόμα και με τις περιορισμένες της δυνάμεις, και σε αυτό ακριβώς έγκειται η χρησιμότητά της, όχι στη μάταιη προσμονή της σταδιακής αλλαγή εκλογικών συσχετισμών πριν μπορέσει να γίνει ο,τιδήποτε άλλο.