Η δεξιά μετατόπιση του κέντρου βάρους του εκλογικού σώματος στις εκλογές του Μαΐου είναι ένα στιγμιότυπο πολιτικής αντίδρασης. Το άθροισμα των κεντροδεξιών, δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων ξεπερνά το 50%, για πρώτη φορά από το 1974. Εργατικές περιοχές πέρασαν στον έλεγχο της Δεξιάς μετά από τουλάχιστον 20 χρόνια, και άλλες μετά από 50.
Το αποτέλεσμα αυτό δεν εξηγείται ούτε από κάποιο υποτιθέμενο «σύνδρομο της Στοκχόλμης του λαού», ούτε από θεωρίες συνωμοσίας, ούτε καν από την προπαγάνδα των ΜΜΕ – που είναι πάντα σημαντικός παράγοντας, αλλά δεν οδηγούσε προηγουμένως στα ίδια αποτελέσματα. Οφείλει να δοθεί πολιτική εξήγηση: το αποτέλεσμα είναι απότοκος της παταγώδους αποτυχίας της «πρώτη φορά Αριστεράς». Υπήρξε το αναμενόμενο κόστος της στρατηγικής των αριστερών κυβερνήσεων ταξικής συνεργασίας και της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους θεσμούς. Η συθέμελη κρίση του ΣΥΡΙΖΑ κλείνει την εποχή του μνημονίου-αντιμνημονίου, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο πολιτικό επίπεδο – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταργεί και το ιστορικό της αποτύπωμα στην ταξική συνείδηση.
Πράγματι, η σημαντικότερη πολιτική μεταβολή, και με αυτή την έννοια το κεντρικό γεγονός των εκλογών, είναι η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία πιθανότατα σηματοδοτεί και την ιστορική του ήττα. Το ΠΑΣΟΚ διεκδικεί και πάλι την ηγεμονία στην ηττημένη Κεντροαριστερά, και η ψαλίδα με τον ΣΥΡΙΖΑ μάλλον κλείνει περισσότερο μετεκλογικά. Ωστόσο, είναι πολύ μακριά από το να αποτελέσει και πάλι τον δεύτερο πόλο σε κάτι που μοιάζει με τον παλιό δικομματισμό.
Η Δεξιά διαθέτει μεγαλύτερη ενότητα και αυτοπεποίθηση, και αυτή τη στιγμή τη σαφή υποστήριξη των σημαντικότερων μερίδων της αστικής τάξης. Εκλογικά, η νίκη της ΝΔ βασίστηκε στα συντριπτικά της ποσοστά στη μικροαστική τάξη, αλλά και στη διεύρυνση της επιρροής της και στην εργατική τάξη, παρότι πιθανότατα δεν πλειοψήφησε στους οργανωμένους της τομείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Επικράτησε σε διευρυμένες μερίδες των φτωχότερων στρωμάτων μια εξατομικευμένη λογική και μια συντηρητική εκλογική συμπεριφορά. Το φαινόμενο αυτό, όμως, απαιτεί εξήγηση και όχι αναθέματα.
Από τη μία, η επίφαση κανονικότητας που εξασφάλισε η ολοκλήρωση των προγραμμάτων σταθερότητας, μετά και από την ψήφιση του τρίτου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατέστειλε αποτελεσματικά και τις κοινωνικές αντιστάσεις. Από την άλλη, η χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας λόγω πανδημίας, που επέτρεψε πολιτικές ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε τη δυνατότητα να κυβερνήσει χωρίς κάποιο μεγάλο πρόγραμμα περικοπών, με επιδοματικές πολιτικές, ένα ορισμένο ξεπάγωμα προσλήψεων κλπ. Η πτώση της ανεργίας, ιδίως κατά τη φάση της μερικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, και η έκρηξη του τουρισμού, παρότι και οι δύο είναι μεσοπρόθεσμα επισφαλείς και προσφέρουν κατά κύριο λόγο κάκιστες θέσεις εργασίας, έδωσαν την εικόνα μιας ορισμένης οικονομικής σταθεροποίησης. Παρά την οργή για τα Τέμπη, τον αυταρχισμό και την κατάρρευση του συστήματος υγείας κατά την πανδημία, τον πληθωρισμό κλπ., δεν εκφράστηκε η αγανάκτηση που υπέθετε ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε γιατί δεν ήταν αυτά τα κριτήρια της ψήφου, είτε γιατί μια σειρά προβλημάτων δεν εκλήφθηκαν ως άμεση ευθύνη της κυβέρνησης. Ένα μεγάλο τμήμα, ακόμα και της εργατικής τάξης, προσήλθε στην κάλπη με τη λογική του μικρότερου κακού, αυτό δηλαδή που τον καλούσε να κάνει και η καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ – μόνο που, με αυτή ακριβώς τη λογική, ψήφισε Μητσοτάκη.
Από τη στιγμή που το ρήγμα το οποίο θα επέτρεπε μια άμεση αμφισβήτηση του συστήματος προς το παρόν έκλεισε, η προσδοκία μιας ομαλότητας και κανονικότητας μακριά από νέες περιπέτειες αποσταθεροποίησης σαν κι αυτές του 2015 που, με ευθύνη των ηγεσιών της κυρίαρχης Αριστεράς, αποδείχθηκαν τελικά μάταιες, είναι ευνόητο να επενδύεται στον πιο νόμιμο διαχειριστή του συστήματος, το παραδοσιακό κόμμα της αστικής τάξης. Ένα σημαντικό τμήμα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων πιστεύει σήμερα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική – επειδή όμως κανείς δεν του δίνει εναλλακτική.
Η δεξιά μετατόπιση της εκλογικής συμπεριφοράς των μαζών, όμως, είναι επιπόλαιο να μεταφραστεί ως ιδεολογική στροφή της κοινωνίας προς τα δεξιά. Η πραγματική κατάσταση είναι αντιφατική κι εμπεριέχει στοιχεία πόλωσης. Οι εκλογές δεν αποτυπώνουν τα πάντα, κι όσα αποτυπώνουν τα αποτυπώνουν παραμορφωμένα. Χρειάζεται ψύχραιμη ανάλυση και διάταξη μάχης.
Η σαρωτική επικράτηση της Δεξιάς τρομάζει και απογοητεύει τμήματα της πρωτοπορίας και της συνειδητής εργατικής τάξης. Ωστόσο, δεν επίκειται κάποια ακροδεξιά κυβέρνηση, πολύ δε λιγότερο η αμφισβήτηση της αστικής δημοκρατίας από τη ΝΔ. Συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να κάνει μόνη της, ό,τι και να λέει ο Άδωνης από τη μια, για να κάνει το λαγό του δεξιού στρατοπέδου, ή ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, για να θέσει ακόμα ένα εκβιαστικό δίλημμα. Στρατηγικός στόχος του Μητσοτάκη είναι η μεσοπρόθεσμη σταθεροποίηση του συστήματος, με κοινωνικές συμμαχίες γύρω από ένα δεξιό σχέδιο διακυβέρνησης, και η απρόσκοπτη εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων υπέρ της αστικής τάξης. Όλα αυτά είναι επικίνδυνα, μένουν ωστόσο υπό την αίρεση των πραγματικών προοπτικών της καπιταλιστικής οικονομίας και των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών.
Αφ’ ενός, οι επιπτώσεις της ανανεωμένης κρίσης του καπιταλισμού, η οποία εκδηλώθηκε με την πρόσφατη κατάρρευση των τραπεζών και αναμένεται να έχει σύντομα πολύ βαθύτερα αποτελέσματα, αλλά και η επάνοδος στην αυστηρότητα του συμφώνου σταθερότητας θα περιορίσουν σημαντικά την όποια δυνατότητα του Μητσοτάκη να κατευνάζει την οργή με pass, επιδοτήσεις και υποσχέσεις προσλήψεων. Στην κρίση, ο δρόμος για την αστική τάξη είναι ένας και γνωστός: λιτότητα. Και ο τρόπος για να επιβληθεί η λιτότητα είναι επίσης γνωστός: κρατική βία. Αυτό θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα, αλλά αυτό θα έχει να διαχειριστεί και η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ χωρίς την προστασία μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης που να απορροφά τη δυσαρέσκεια .
Αφ’ ετέρου, η πρόσφατη ανάκαμψη των κινημάτων μπορεί σύντομα να αλλάξει τα δεδομένα. Δεν έχει ακόμα ορατό πολιτικό αποτύπωμα, γιατί γι’ αυτό χρειάζεται ένας χρόνος ωρίμανσης, ενώ σίγουρα έπαιξε ρόλο και η κατευναστική πολιτική εκλογικού κρετινισμού των ρεφορμιστικών ηγεσιών (ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ΚΚΕ, ΜεΡΑ25), που εξασφάλισε συνθήκες πολιτικής «ομαλότητας» στην προεκλογική περίοδο. Όμως, η επανεμφάνιση των κινημάτων παραμένει ένα γεγονός που δεν μπορεί να σβηστεί.
Παρά τη νίκη της Δεξιάς, η Αριστερά βγαίνει γενικά ενισχυμένη, περιλαμβανομένης της εξωκοινοβουλευτικής. Το γεγονός αυτό έχει σημασία για τους αγώνες που θα έρθουν. Από την άλλη, όμως, το ισχυρότερο κέντρο της, το ΚΚΕ, παρά τη βερμπαλιστική αριστερή στροφή του τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να παίζει το ρόλο του αναχώματος και μια ενδεχόμενη ηγεμονία του στο εργατικό κίνημα θα είχε σημαντικό κόστος. Πάντως, η αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ είναι στην πραγματικότητα απλώς η ανάκτηση ενός τμήματος των απωλειών που είχε μετά το 2012, και τα ποσοστά του βρίσκονται ακόμα αρκετά πίσω από τα σκορ του κατά την περίοδο 2004-2012.
Η Ακροδεξιά βγαίνει επίσης σχετικά ενισχυμένη, χωρίς όμως κάποιο άλμα, διασπασμένη και ανίκανη προς το παρόν να διεκδικήσει ηγεμονία στον συντηρητικό χώρο. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν διαθέτει προς το παρόν τίποτα συγκρίσιμο με τη Χρυσή Αυγή σε οργανωμένες και μαχητικές δυνάμεις. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η δυνατότητα να ανακάμψει το φασιστικό φαινόμενο, καθώς ο εθνικισμός, ο υπερσυντηρητισμός, ο αντιμεταναστευτικός ρατσισμός, ο μισογυνισμός και ο ανορθολογισμός δημιουργούν ευνοϊκό έδαφος, ιδίως ανάμεσα στα πιο εξατομικευμένα τμήματα του πληθυσμού.
Και στις εκλογές του Μαΐου επιβεβαιώθηκε μια αλλαγή της δομής των πολιτικών εκπροσωπήσεων, στην οποία συνέβαλε κυρίως η περίοδος της κρίσης, και η οποία κάνει όλο και πιο απρόβλεπτη την εκλογική συμπεριφορά – για παράδειγμα, οι συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ πιο μαζικές από αυτές της ΝΔ, χωρίς αυτό να βρει έστω και την ελάχιστη έκφραση στο αποτέλεσμα της κάλπης. Είναι ενδεικτικό ότι οι κάθε είδους διασημότητες εκτοπίζουν από την κορυφή των ψηφοδελτίων τα κομματικά στελέχη. Τα κόμματα εξουσίας έχουν, πλέον, περισσότερο εκλογικούς παρά οργανικούς δεσμούς με τη βάση τους.
Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν βρίσκεται σήμερα σε ανοιχτή πολιτική κρίση, όπως κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, η σημερινή σταθερότητα δεν έχει βάθος. Το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι θρυμματισμένο και μεταβαλλόμενο. Οι οικονομικές συνθήκες και τα πολιτικά δεδομένα κυοφορούν νέα αστάθεια. Όταν η ΝΔ φθαρεί, δεν υπάρχει έτοιμο εναλλακτικό όχημα διακυβέρνησης για την αστική τάξη.
Η πραγματιστική ψήφος στις εκλογές δεν δείχνει εμπιστοσύνη στο σύστημα. Οι εμπειρίες των μνημονιακών χρόνων και των μεγάλων κοινωνικών αγώνων δεν εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. Η αστική δημοκρατία δεν έχει την αίγλη που είχε – γι’ αυτό και ήταν εντελώς κούφια και αναποτελεσματική η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, που επικεντρώθηκε αποκλειστικά σε μια αφηρημένη προσπάθεια προσέλκυσης της “μεσαίας τάξης” και του “πολιτικού κέντρου” και υπεράσπιση των δημοκρατικών παραδόσεων, με ιστορικές αναφορές που δεν συγκινούν κανέναν.
Αν αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ανοιχτή πολιτική κρίση, υπάρχει ωστόσο καταφανής κρίση ηγεμονίας στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό δίνει δυνατότητες. Δεν θα υπάρχει «δικαιωματικά» προνομιακός πολιτικός εκπρόσωπος των κινημάτων στις επόμενες εκλογές, όπως αυτόκλητα, αλλά αποτελεσματικά, χρίστηκε από το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανοίγει, έτσι, ο δρόμος για μια απαραίτητη αλλαγή συσχετισμών εντός του εργατικού κινήματος
Παράλληλα, είναι εμφανής η απουσία ενός ηγεμονικού σχεδίου και στην αντικαπιταλιστική Αριστερά. Το σχέδιο του ΜεΡΑ25 ναυαγεί, όπως προηγουμένως είχε ναυαγήσει αυτό της ΛΑΕ, και είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψει στις δεύτερες εκλογές – και με αυτό τον τρόπο ναυαγούν και τα σχέδια των αντικαπιταλιστών που επέλεξαν την ένταξη ή στήριξη σε αυτά τα «πλατιά» ρεφορμιστικά κόμματα. Η Πλεύση Ελευθερίας έχει τραβήξει πολύ μακριά στο δρόμο του ανορθολογικού εθνικιστικού λαϊκισμού για να μπορεί να συσπειρώσει το δυναμικό της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Οι ενδιάμεσες πρωτοβουλίες που κατέληξαν στο «Στούντιο» απέτυχαν. Σε αυτές τις συνθήκες, η αντοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως σημείου αναφοράς, έχει μεγάλη σημασία. Η ποσοστιαία άνοδός της δεν δικαιολογεί αυτοαναφορικούς πανηγυρισμούς, και δεν αντιστοιχεί καν στην πραγματική της επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα. Ωστόσο, δεν είναι αμελητέα, ειδικά αν συνυπολογιστεί η αποχώρηση οργανωμένων δυνάμεων από το μέτωπο: δείχνει ότι ο χώρος αυτός εξακολουθεί να είναι η μακράν πιο ορατή ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική συσπείρωση στη χώρα, και δεν μπορεί να υπάρξει σχέδιο οικοδόμησης μιας ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που να τον αγνοήσει.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να κατέβει και στις ερχόμενες εκλογές με μια συνολική αντικαπιταλιστική καμπάνια, παρά την όποια πίεση δεχτεί. Θα πρέπει να προβάλει ένα επαναστατικό πρόταγμα, που σπάει τον φαύλο κύκλο του μικρότερου κακού και δεν μένει σε μια επιφανειακή κριτική των μέτρων που παίρνει –γιατί αυτή είναι η δουλειά της– κάθε αστική κυβέρνηση. Χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην αμφισβήτηση της λογικής της χρήσιμης ψήφου και της ανάγκης πολιτικής ενότητας ψήφου και πράξης. Χρειάζεται, πάνω από όλα, η ανασυγκρότηση των Τοπικών της Επιτροπών στη διαδικασία των διπλών εκλογών να αξιοποιηθεί την επαύριο, για μια γενικότερη τόνωση της εσωτερικής της λειτουργίας, ενίσχυση της παρέμβασης στα κοινωνικά κινήματα, πιο ενιαία και αποτελεσματική δράση στους αγώνες.