Όπως κάθε κάλπη, οι Ευρωεκλογές υπήρξαν μια σφυγμομέτρηση της πολιτικής διάθεσης των μαζών, έστω στιγμιοτυπικά, αφαιρετικά και σε ένα πλαίσιο που ορίζεται πλήρως από τους αντιπάλους του εργατικού κινήματος. Τα συμπεράσματα πρέπει να βγουν με προσοχή και επιφύλαξη, πόσο μάλλον που είναι γνωστό ότι στις ευρωεκλογές δεν κρίνεται η πολιτική εξουσία. Ωστόσο, δεν παύει να ισχύει ότι κάθε φορά που κάποιος προσέρχεται στην κάλπη, καλείται να κάνει μια ορισμένη πολιτική επιλογή, έστω και ανελεύθερα και με βαριά καρδιά.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα πλέον χτυπητά στοιχεία των ευρωεκλογών είναι δύο. Το πρώτο, είναι η περαιτέρω διάβρωση της συμμετοχής, με την αποχή να κορυφώνεται ιδίως στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, στο νότο, αλλά και ανάμεσα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα των περισσότερων χωρών γενικότερα. Στην Ελλάδα, η αποχή υπήρξε η μεγαλύτερη της ιστορίας, και σημαντικά υψηλότερη από το 2019. Είναι γεγονός πως η αποχή απηχεί πολύ περισσότερο σύγχυση, απογοήτευση κι ενδεχομένως αποπολιτικοποίηση παρά μια συνειδητή στάση αποδοκιμασίας του συστήματος. Είναι όμως, επίσης, γεγονός ότι εκφράζει μια ριζική φθορά του όποιου ευρωπαϊκού οράματος, μια απώλεια των προσδοκιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, πιθανότατα, γενικότερα από το πολιτικό σύστημα. Μια απώλεια εμπιστοσύνης που σε καμία περίπτωση δεν είναι αδικαιολόγητη.
Το δεύτερο στοιχείο, που συνδέεται με το πρώτο σε αυτό ακριβώς το σημείο, είναι μια νέα όξυνση της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης που εγκαινιάστηκε με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008. Αρκεί να πούμε ότι από τις τελευταίες εκλογές πριν από την κρίση, το 2004, το άθροισμα των δύο παραδοσιακών πυλώνων της εναλλαγής στις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών, των χριστανοδημοκρατών (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) και των σοσιαλδημοκρατών, έχει πέσει από το 69,1% στο 46,2%. Στην Ελλάδα, έχει πέσει από το 77% στο 41,1%. Φαίνεται πως όσοι ψήφισαν, ψήφισαν κυρίως με μια διάθεση τιμωρίας των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, ακόμα κι αν πολλές φορές αυτό που ψήφισαν είναι ακόμα πιο εφιαλτικό. Όπως και να έχει, ζούμε σε ένα ριζικά διαφορετικό σκηνικό, που καθιστά παλιές σχηματικές αναλύσεις ανεπίκαιρες.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, για διάφορους λόγους, και παρά τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της ακροδεξιάς, η σαφής πίεση στην κυβέρνηση της ΝΔ εκφράζεται βασικά με μια κεντροαριστερή στροφή σε σχέση με τις περσινές εθνικές εκλογές.
Πιο συγκεκριμένα, η ΝΔ χάνει 5 μονάδες από τις Ευρωεκλογές του 2019. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου καλό για την κυβέρνηση και της δημιούργησε μεγάλη αμηχανία, ειδικά τις πρώτες ημέρες. Ο Μητσοτάκης επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις αφενός αδειάζοντας τα στελέχη που εξήγγειλαν την ανάγκη για “δεξιά στροφή” και αφετέρου κάνοντας γρήγορα ανασχηματισμό, που πάντως ήταν πιο περιορισμένος από αυτό που αρχικά διαδιδόταν. Το ταπεινό προφίλ που διάλεξε να υιοθετήσει (δεν υπάρχει πια 41%), όπως και η επιμονή στην αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης εις βάρος της κίνησης προς τα δεξιά, δείχνουν ότι προτεραιότητα είναι η άσκηση της κυβέρνησης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τα αφεντικά, δηλαδή ευέλικτα και χωρίς πολιτικές εμμονές. Η ικανότητα προσαρμογής της γραμμής και συγκερασμού του φιλελεύθερου χώρου με τον πιο κλασικό δεξιό είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που καθιστούν τον Μητσοτάκη τόσο αγαπητό στα αφεντικά και τόσο επικίνδυνο για τον κόσμο της εργασίας.
Το κακό για τη ΝΔ αποτέλεσμα μετριάζεται πάντως από το γεγονός ότι το ποσοστό της είναι ίσο με το άθροισμα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαφώς ο χαμένος των εκλογών, υποχωρώντας δέκα μονάδες από τις προηγούμενες. Ήδη εγκλωβίστηκε σε νέα φάση διάσπασης και εσωστρέφειας, ο Κασσελάκης φαίνεται να είναι καμένο χαρτί, ενώ η μόνη λύση που διαγράφεται είναι η συγχώνευση με το ΠΑΣΟΚ, και ίσως τη Νέα Αριστερά, σε έναν ενιαίο κεντροαριστερό φορέα.
Το ΠΑΣΟΚ έχασε την κούρσα για τη δεύτερη θέση, ωστόσο το περίπου ισόπαλο αποτέλεσμα με τον ΣΥΡΙΖΑ το φέρνει σε αρκετά ισχυρή θέση διαπραγμάτευσης για τη δημιουργία του νέου φορέα. Το συνέδριο επισπεύδεται κατά έναν χρόνο, ενώ η επαναφορά φθαρμένων στελεχών ως πιθανών υποψηφίων θυμίζει προσκλητήριο νεκρών. Σε κάθε περίπτωση όμως, το ενδεχόμενο ενός νέου κεντροαριστερού πυλώνα που θα αποτελεί εναλλακτικό πόλο διακυβέρνησης φαίνεται να κερδίζει έδαφος σε ένα σημαντικό κομμάτι της αστικής τάξης (δεν είναι τυχαία πχ η στάση του ομίλου Μαρινάκη), με δεδομένη τη φθορά που θα εξακολουθήσει να έχει η κυβέρνηση.
Η Ελληνική Λύση, με ένα ποσοστό κοντά στο 10%, καταφέρνει να κυριαρχήσει στα δεξιά της ΝΔ. Είναι σαφές ότι ο λαϊκίστικος, δήθεν αντισυστημικός λόγος του Βελόπουλου κατόρθωσε να προσελκύσει ένα σημαντικό κομμάτι των παραδοσιακών δεξιών ψηφοφόρων, κυρίως στην πιο πολιτικά συντηρητική Βόρεια Ελλάδα. Ένα πιο κλασικό δεξιό ακροατήριο, θεωρώντας τη ΝΔ “ενδοτική” στα εθνικά θέματα και όντας αγανακτισμένο με το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο, κινήθηκε πιο δεξιά. Το κόμμα Βελόπουλου εμφανίζεται δυστυχώς ως πιθανός μελλοντικός ρυθμιστής του πολιτικού σκηνικού.
Συνολικά ωστόσο η ακροδεξιά ως σύνολο δε φτάνει τα ποσοστά των τελευταίων εκλογών, ενώ λείπει (έστω και ως συνέπεια νομικών χειρισμών) ένα κλασικό φασιστικό κόμμα όπως ήταν οι Σπαρτιάτες, ο διάδοχος-κακέκτυπο της Χρυσής Αυγής. Αυτό δείχνει μια κάμψη της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Ασφαλώς, ειδικά το αποτέλεσμα του ακραία συντηρητικού, ρατσιστικού, ομοφοβικού, ακροδεξιού “κόμματος” της Λατινοπούλου, που είναι σίγουρα το πιο κοντινό σε κόμματα τύπου Λε Πεν και Μελόνι, προϊόν και της σκανδαλώδους προβολής στα ΜΜΕ, αλλά και της υποστήριξης από τον μηχανισμό Σαμαρά, είναι δυσοίωνο και σοκαριστικό, ωστόσο η ακροδεξιά δεν διανύει αυτή την στιγμή αθροιστικά την καλύτερή της περίοδο.
Το ΚΚΕ, ενισχυμένο αρκετά, είναι σαφώς από τους κερδισμένους σε αυτές τις εκλογές. Το ΚΚΕ εξαργυρώνει την πορεία που κάνει στην κατεύθυνση της κυβερνησιμότητας, σύνθημα που πλέον χρησιμοποιεί ανοιχτά. Την ίδια στιγμή δίνει συνεχή διαπιστευτήρια ότι δεν θα δημιουργήσει πραγματικά πρόβλημα στην άρχουσα τάξη, αφενός δουλεύοντας συστηματικά για τον παροπλισμό και τον αποπροσανατολισμό κάθε κινήματος και αφετέρου συγκεντρώνοντας στα ψηφοδέλτια και τις κομματικές εκδηλώσεις από μνημονιακά ρετάλια του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι πατενταρισμένους ακροδεξιούς.
Η Νέα Αριστερά και το ΜέΡΑ25 δεν κατάφεραν να πείσουν ότι αποτελούν κάτι διαφορετικό από νέα μικρά αντίγραφα του ΣΥΡΙΖΑ και απέτυχαν στους εκλογικούς τους στόχους. Το επόμενο διάστημα θα αντιμετωπίσουν υπαρξιακό αδιέξοδο.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η επιτάχυνση της κρίσης εκπροσώπησης εκφράστηκε κυρίως με τη φθορά της σοσιαλδημοκρατίας και κυρίως με την κατάρρευση των άλλων κομμάτων του κέντρου (φιλελεύθεροι, πράσινοι). Η πόλωση που δημιουργείται ευνοεί βασικά την ακροδεξιά, καθώς η αριστερά υποχωρεί, έχοντας αποτύχει τραγικά να ικανοποιήσει τις υποσχέσεις της στις χώρες όπου ανέλαβε κυβερνήσεις ή συμμετείχε σε αυτές (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, γερμανικά κρατίδια, Ιταλία παλιότερα). Η συμφωνία χριστιανοδημοκρατών, σοσιαλδημοκρατών και φιλελεύθερων για τη μοιρασιά των ανώτατων αξιωμάτων της ΕΕ αποκλείει προς το παρόν την ακροδεξιά, της δίνει όμως ακόμα περισσότερο έδαφος να παρουσιαστεί ως η βασική αντιπολίτευση σε ένα συστημικό μπλοκ όλων των υπολοίπων. Η αποσυσπείρωση και ο αποπροσανατολισμός της ανεξάρτητης επαναστατικής αριστεράς, που κάποτε συγκροτούσε το δίκτυο της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, καθώς και η πολιτική του ακολουθητισμού του ρεφορμισμού στις περισσότερες χώρες, διευκόλυνε τη δεξιά στροφή. Σε ελάχιστες χώρες της ΕΕ κατέβηκαν ανεξάρτητα επαναστατικές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών πυροδότησαν σημαντικές πολιτικές εξελίξεις και μάλιστα στις μεγαλύτερες και κεντρικότερες χώρες της. Στη Γερμανία τίθεται ανοιχτά θέμα νομιμοποίησης της κυβέρνησης, καθώς τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού του Σολτς συνολικά πήραν περίπου το ίδιο ποσοστό με τους Χριστιανοδημοκράτες. Στο Βέλγιο ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε το βράδυ των εκλογών, στις οποίες καταποντίστηκε με 7%. Η πιο σημαντική πολιτική εξέλιξη ήρθε όμως στη Γαλλία, όπου ο Μακρόν προκήρυξε αιφνιδιαστικά βουλευτικές εκλογές, με τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό της Λε Πεν να κερδίζει την πρώτη θέση στον πρώτο γύρο και να βρίσκεται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μια ανάσα από την απόλυτη πλειοψηφία στη νέα Βουλή που θα προκύψει στον δεύτερο γύρο.
Ο υπαρκτός κίνδυνος της ακροδεξιάς δυστυχώς, αντί για τις καλύτερες αντιφασιστικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος, φαίνεται προς το παρόν να αναθερμαίνει τις αδιέξοδες παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού. Η ηγεμονική γραμμή είναι σήμερα τα νέα λαϊκά μέτωπα, με πρότυπο τη Γαλλία, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, η Ανυπότακτη Γαλλία, οι Οικολόγοι και κάποια μικρότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συμφώνησαν άρον άρον σε κοινό εκλογικό κατέβασμα. Το γαλλικό Νέο Λαϊκό Μέτωπο έχει εκ των προτέρων δώσει όλους τους όρκους πίστης στις αστικές τάξεις της Γαλλίας και της Ευρώπης: σεβασμός των δημοσιονομικών κανόνων, αναγνώριση της Χαμάς ως τρομοκρατικής οργάνωσης, δέσμευση για συνέχιση της παράδοσης όπλων και της στρατιωτικής αρωγής στην Ουκρανία κ.ά. Ενσωματώνει από τον πρόεδρο της λιτότητας Ολάντ, μέχρι πρώην υπουργούς του Μακρόν, δίνοντας στην ακροδεξιά τη δυνατότητα να παρουσιάζει την αριστερά ως όργανο του συστήματος. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στην εργατική τάξη, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο χάνει συντριπτικά από την ακροδεξιά.
Η προσχώρηση της δεξιάς πτέρυγας του ΝΡΑ, της συνέχειας της LCR, της πιο σημαντικής επαναστατικής οργάνωσης της δυτικής Ευρώπης, συνιστά ιστορική χρεοκοπία. Η προσπάθεια να παραμείνει ζωντανό αυτό το επαναστατικό ρεύμα πέφτει σήμερα στην αριστερή του πτέρυγα (NPA-R), που προωθεί το σχέδιο της ανεξάρτητης ενωτικής συγκρότησης της επαναστατικής αριστεράς.
Εάν ασχολούμαστε τόσο με το λαϊκό μέτωπο στη Γαλλία, είναι ακριβώς γιατί αυτό το μοντέλο της ενσωμάτωσης της αριστεράς σε σχέδια και κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας παίρνει νέα ώθηση, παρά τις τραγικές του αποτυχίες στην Ελλάδα (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), την Ισπανία (κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών-Ποδέμος), την Πορτογαλία (κυβέρνηση σοσιαλιστών με στήριξη του ΚΚ και του αντικαπιταλιστικού Μπλόκο), και παλιότερα την Ιταλία (κυβέρνηση Πρόντι με τη στήριξη της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης). Ο φόβος της ακροδεξιάς είναι απόλυτα κατανοητός, και η ανάγκη ενιαιομετωπικής συνεργασίας όλων των οργανώσεων της εργατικής τάξης στο δρόμο απέναντί της είναι αδιαφιλονίκητη. Έχει αποδειχτεί, ωστόσο, ότι η πολιτική συγχώνευση της αριστεράς σε λαϊκά μέτωπα ταξικής συνεργασίας είναι ο πιο σύντομος δρόμος για τη δυσφήμιση και την εξουδετέρωση των οργανώσεων της εργατικής τάξης απέναντι στην ακροδεξιά και το φασισμό.
Απέναντι στη βαθιά πολιτική κρίση σε όλη την Ευρώπη και απέναντι στη ραγδαία ενίσχυση της ακροδεξιάς στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, η μόνη λύση είναι η ανάπτυξη και η γενίκευση των εργατικών αγώνων και η οικοδόμηση της ανεξάρτητης επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως πολιτικό όχημα που θα ενώσει και θα εξοπλίσει πολιτικά τα κινήματα που θα ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα. Καμία λύση δεν θα δώσουν τα φθαρμένα σχέδια των λαϊκών ή δημοκρατικών μετώπων, που υποτίθεται ότι παλεύουν την ακροδεξιά, αλλά στην πραγματικότητα είναι σχέδια σταθεροποίησης του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Η εργατική τάξη, η νεολαία, οι καταπιεσμένοι και οι καταπιεσμένες δεν έχουν κανένα συμφέρον να αναστηλώσουν το πληγωμένο πολιτικό σύστημα σε κάθε χώρα και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το αντίθετο, ο μόνος δρόμος είναι η οργάνωση του νέου γύρου της ταξικής αναμέτρησης και, με αυτή την έννοια, είναι σημαντική και η ίδια η παρουσία δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις εκλογές και κυρίως η ενίσχυσή τους μετά απ’ αυτές.
Παρά τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες και τη δύσκολη οργανωτική της κατάσταση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αυτό το σύνθημα κατέβηκε στις εκλογές. Το εκλογικό της αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό, δείχνει ωστόσο ότι αντιπροσωπεύει ένα πραγματικό ρεύμα, το οποίο όμως δεν κατάφερε επαρκώς να συσπειρώσει με τη γενικά ασύνδετη και υποτονική καμπάνια της. Το ποσοστό της πάντως δεν είναι ασήμαντο και, χωρίς περιττούς κομπασμούς, δικαιώνει την εκλογική της παρουσία, σε αντίθεση με πολλές οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που απέφυγαν τη μάχη των εκλογών και τα βασανιστικά διλήμματα που βάζουν.
Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στήριξε και συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προσπαθώντας να ενισχύσει τον απαραίτητο επαναστατικό και διεθνιστικό προσανατολισμό της καμπάνιας. Ανέδειξε την ανάγκη πρακτικής διεθνιστικής συνεργασίας και συντονισμού της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, συνέδεσε οργανικά την εναντίωση στην ΕΕ με την εναντίωση στους θεσμούς του «δικού μας» αστικού κράτους, υπογράμμισε τα πολεμικά και επιθετικά σχέδια του ελληνικού κράτους στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, μίλησε για την καταπίεση των Ρομά και των εθνικών μειονοτήτων (Τούρκων, Μακεδόνων). Δεν αρνούμαστε το μερίδιο ευθύνης για την υποτονική καμπάνια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αναγνωρίζουμε πως και από την πλευρά μας θα θέλαμε πιο ενεργή και συστηματική κινητοποίηση. Η κόπωση από τις συνεχόμενες εκλογές είναι υπαρκτός παράγοντας, αλλά δεν εξηγεί τα πάντα. Η επανακινητοποίηση και η ανάκτηση του ενθουσιασμού για κάθε καμπάνια, κινηματική ή εκλογική, περνά μέσα από την επανενεργοποίηση της συλλογικής συνελευσιακής λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη συσπείρωση παλιών και νέων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων σε ένα σχέδιο ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αυτό είναι το πολιτικό σχέδιο στο οποίο επενδύει η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος την επόμενη περίοδο.